Β
Κεφάλαιο 5ο:
Συνοπτική επισκόπηση της Ιστορίας του Πρώιμου Βυζαντινού Κράτους (3ος – 6ος αιώνας μ.Χ.). Εξέταση των βασικών της πτυχών - παραμέτρων [π.χ. όρια, Κωνσταντινούπολη: η νέα πρωτεύουσα, κοινωνική κινητικότητα, οι κάτοικοι, τα κοινωνικά φύλα και οι ρόλοι τους, δημόσιοι ρόλοι, ιδιωτικοί ρόλοι: η οικογένεια, απ’ τον Καίσαρα στο Θεό, Χριστιανισμός και Εκκλησία, Σύνοδος Νίκαιας (325 μ.Χ.), κοινωνική διαστρωμάτωση: humiliores κ.τ.λ., ο στρατός, ο Καιρός του Ιουστινιανού κ.ά.].
Το πρώιμο βυζαντινό κράτος ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερο από το μέσο και το ύστερο, όχι μόνο σε γεωγραφική έκταση και πολιτική δύναμη, αλλά και σε ό,τι αφορούσε τις κοινωνικές κατακτήσεις. Παρόλο, δηλαδή, που η κοινωνία του σε πολλά σημεία συνέχισε την πορεία της στα βήματα των προηγούμενων, κατάφερε να δημιουργήσει τομές που συνόδεψαν το Βυζάντιο σε όλη την πορεία του. Ενσωμάτωσε το Χριστιανισμό στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, καθόρισε το χριστιανικό δόγμα και έθεσε τις κοινωνικές βάσεις της χριστιανικής ζωής. Επίσης, παρήγαγε πνευματικά δημιουργήματα, όπως η χριστιανική φιλολογία και η χριστιανική τέχνη, και εισήγαγε το κοινωνικό σύστημα που στηριζόταν στη νομική κατάσταση που υπαγόρευε μια κεντρική (η αυτοκρατορική) εξουσία και όχι πια η ελεύθερη συναλλαγή και το συμβόλαιο. Δύσκολα θα βρεθεί θεσμός ή ιδέα σε ολόκληρο το βυζαντινό οικοδόμημα που να μη γεννήθηκε στην πρώιμη περίοδο.
Κωνσταντινούπολις, η νέα πρωτεύουσα.
Όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βρέθηκε σε αναζήτηση ενός τόπου όπου θα ίδρυε και θα εγκαθιστούσε τη νέα κεντρική διοικητική, οικονομική, πολιτική και στρατιωτική βάση του κράτους του, διάλεξε την ελληνορωμαϊκή πόλη Βυζάντιο. Ήταν μια πόλη που υπήρχε για τουλάχιστον χίλια χρόνια πριν την εποχή του Κωνσταντίνου και που ποτέ δεν είχε αναπτυχθεί σε ιδιαίτερο αστικό κέντρο. Το πλεονέκτημα που μάλλον ενθάρρυνε την επιλογή του Κωνσταντίνου πρέπει να ήταν η θέση του Βυζαντίου στη διασταύρωση των δύο κυριότερων εμπορικών αρτηριών της εποχής, δηλαδή από τη μια του χερσαίου δρόμου που οδηγούσε από την Ευρώπη στη Μεσοποταμία και από την άλλη του θαλάσσιου περάσματος του Βοσπόρου που ένωνε τη Μεσόγειο με τη Μαύρη Θάλασσα. Η επιλογή του όμως εμπεριείχε και πολύ μεγάλο ρίσκο, αφού η πόλη είχε επίσης σημαντικά μειονεκτήματα. Τα κυριότερα ήταν ότι ήταν ευάλωτη σε εχθρικές επιθέσεις από την ενδοχώρα της, αφού δεν διέθετε κάποια φυσική οχύρωση, και ότι δεν είχε επάρκεια σε πόσιμο νερό. Επίσης, η αγροτική έκταση που την περιέβαλλε όχι μόνο ήταν επίσης ευάλωτη σε επιθέσεις, αλλά ήταν και ανεπαρκής να συντηρήσει τον πληθυσμό της, πράγμα που εξηγεί τη συνεχή μεταφορά τόνων σταριού και καλαμποκιού από την Αίγυπτο ως τον 7ο αιώνα: όταν τα πλοία καθυστερούσαν, στην πόλη προκαλούνταν λιμός και εξεγέρσεις των κατοίκων.
Ωστόσο, οι ενέργειες τόσο του Κωνσταντίνου όσο και των διαδόχων του οδήγησαν το ρίσκο σε επιτυχία. Η νέα πρωτεύουσα δεν ακολούθησε το πρότυπο κάποιας ρωμαϊκής πόλης πάνω στην οποία χτίστηκε, αντίθετα ήταν ένα νέο, εξ ολοκλήρου τεχνητό κατασκεύασμα, όπως είναι για παράδειγμα στην εποχή μας η Washington ή η Άγκυρα. Παρόλ’ αυτά δεν είχε τίποτες να ζηλέψει από τις άλλες πρωτεύουσες της Τετραρχίας (το Σίρμιο, τη Νικομήδεια ή το Μιλάνο). Το σχέδιό της σεβάστηκε και βασίστηκε πάνω στο σχέδιο της ελληνορωμαϊκής πόλης όπως γινόταν σε όλες τις πρώιμες βυζαντινές πόλεις. Χτίστηκαν ισχυρά τείχη και άρχισε η εξέλιξη του τόπου σε σημαντικό αστικό κέντρο και η προσέλκυση όλο και περισσότερου πληθυσμού. Έχει υπολογιστεί ότι την εποχή του Ιουστινιανού η πόλη φιλοξενούσε περίπου μισό εκατομμύριο ψυχές. Το κέντρο της πόλης ανοικοδομήθηκε. Υλικά ήταν το ξύλο από τα δάση του Βελιγραδίου και το μάρμαρο από το κοντινό νησί της Προκοννήσου, ενώ εργάστηκαν εργάτες και τεχνίτες που ο Κωνσταντίνος έφερε από παντού. Σύγχρονη πηγή αφηγείται ότι η νέα πρωτεύουσα απέκτησε μεγάλες «αγορές, δύο θέατρα, πενήντα δύο στοές, σχολή, τέσσερα δικαστήρια, δεκατέσσερα παλάτια και 4388 επαύλεις» και κοσμήθηκε με εντυπωσιακά έργα τέχνης. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την κατασκευή στην περιοχή μεγάλου αριθμού εκκλησιών, αλλά και μοναστηριών που μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα έφθασαν τον εντυπωσιακό αριθμό των 80! Η Κωνσταντινούπολη, από τον 4ο ως τον 7ο αιώνα, αποτελούνταν συνολικά όχι μόνο από την κυρίως πόλη, αλλά και τους οικισμούς του λόφου του Έβδομου και του Γαλατά, την ανεξάρτητη πόλη της Χαλκηδόνας και από διάφορα προάστια και εμπορεία του Βοσπόρου.
Οι κάτοικοι.
Όπως ωραία διατύπωσε ο βυζαντινολόγος Cyril Mango στο βιβλίο του «Βυζάντιο, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης», «όλες οι αυτοκρατορίες πάντοτε κυβέρνησαν μια πληθώρα λαών και η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν αποτέλεσε εξαίρεση». Τα έθνη που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της, αν και μεταξύ τους υπήρχε κοινή αποδοχή του κυρίαρχου ελληνόφωνου και χριστιανικού πολιτισμού της αυτοκρατορίας, είχαν την τάση να ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους και να επιβεβαιώνουν την ιδιαιτερότητά τους μέσω των ξεχωριστών πολιτιστικών στοιχείων (κυρίως της γλώσσας) που μοιράζονταν. Ως παράδειγμα αναφέρουμε την Κωνσταντινούπολη, που την εποχή του Ιουστινιανού, όπως όλες οι μεγάλες πρωτεύουσες, παραδίδεται ως χωνευτήρι ετερόκλητων στοιχείων. Σύμφωνα με σύγχρονη πηγή, αντιπροσωπεύονταν σ’ αυτήν και οι εβδομήντα δύο γνωστές ανθρώπινες γλώσσες! Ξένοι (Γερμανοί και Ούννοι) και σκληροτράχηλοι βυζαντινοί υπήκοοι (Ίσαυροι, Ιλλυριοί και Θράκες) περιλαμβάνονταν στα στρατεύματα της πόλης. Μοναχοί Σύροι, Μεσοποτάμιοι και Αιγύπτιοι, που δε γνώριζαν λέξη ελληνικά, συνέρεαν στην πρωτεύουσα υπό την προστασία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Οι πανταχού παρόντες Εβραίοι εργάζονταν ως τεχνίτες και έμποροι, ενώ πολλοί ήταν και οι Ιταλοί και Αφρικανοί, των οποίων η μητρική γλώσσα ήταν τα λατινικά (όπως και του ίδιου του Ιουστινιανού!). Ποικίλη ήταν την ίδια εποχή η δημογραφική σύνθεση και σε άλλες περιοχές του κράτους, αιώνες πριν την εποχή του Ιουστινιανού. Αναφέρουμε λίγα μόνο ενδεικτικά παραδείγματα: Ίβηρες, Λαζοί, Αβασγοί και Γότθοι κατοικούσαν στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου, Κέλτες, Εβραίοι και περσικής καταγωγής έποικοι βρίσκονταν στα υψίπεδα της Μικράς Ασίας, Αρμένιοι στην Καππαδοκία, Εβραίοι, Σαμαρείτες και Άραβες στην Παλαιστίνη.
Από τον Καίσαρα στο Θεό – Χριστιανισμός και Εκκλησία.
Ενώ στην εποχή μας η θρησκεία υποβιβάζεται από τους περισσότερους σε μια δευτερεύουσα σφαίρα της κοινωνικής ζωής, στο πρώιμο Βυζάντιο συνέβαινε κάτι διαφορετικό. Η θρησκεία -παγανιστική και χριστιανική- όχι μόνο βρισκόταν στο προσκήνιο, αλλά η χριστιανική Εκκλησία συνεχώς καταλάμβανε ηγετικό ρόλο στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή. Τα θρησκευτικά ζητήματα προκαλούσαν πάθος στους συγχρόνους αντίστοιχο με τα πολιτικά και κοινωνικά. Στα ογδόντα περίπου χρόνια που μεσολάβησαν από το Διάταγμα του Μεδιολάνου (313) και την αντιπαγανιστική νομοθεσία του Θεοδοσίου Α΄ (391-2), η χριστιανική Εκκλησία και οι επίσκοποί της είχαν κερδίσει μια ισχυρή θέση μέσα στο ύστερο ρωμαϊκό κράτος. Ο Χριστιανισμός είχε ως τότε γίνει ισχυρός παράγοντας στην κοινωνία, παρόλο που απείχε ακόμη πάρα πολύ από το να γίνει αντικείμενο οικουμενικού ασπασμού. Στη συνέχεια, ως τον 7ο αιώνα -αλλά και τους επόμενους- η πρώιμη βυζαντινή κοινωνία καθορίστηκε από τη διαδικασία προσδιορισμού του χαρακτήρα της χριστιανικής θρησκείας σε πολλές όψεις της: στο δόγμα, στη θρησκευτική πρακτική, στην κοινωνική οργάνωσή της, στην έκφρασή της μέσω μορφών τέχνης και αρχιτεκτονικής (με το χτίσιμο εκκλησιών και τη διακόσμησή τους), αλλά και με τα έργα τέχνης που είχαν κάποιο θρησκευτικό περιεχόμενο ή συμβολισμό. Μέσα από τη διαδικασία αυτή, η βυζαντινή κοινωνία απέκτησε και η ίδια μια φυσιογνωμία.
Μοναχισμός.
Ο μοναχισμός ήταν ένα κοινωνικό κίνημα που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Όταν λέμε μοναχισμός εννοούμε την πεποίθηση πολλών ανθρώπων ότι, μόνον αν απομακρύνονταν απ’ το κοινωνικό περιβάλλον τους και ζούσαν πραγματικά μοναχικό βίο, θα ήταν δυνατό να πετύχουν την ψυχική τους ολοκλήρωση και σωτηρία. Ήταν διαμαρτυρία ενάντια στις ατέλειες της κοινωνίας, αλλά και ενάντια σε κάθε συμβιβασμό της συνείδησης και ακόμη ενάντια στην Εκκλησία που με βαρείς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις πλήρωνε σε πολλές περιστάσεις την κρατική υποστήριξη που είχε επιζητήσει.
Η παλιότερη μορφή του μοναχικού βίου ήταν ο αναχωρητισμός ή ασκητισμός. Οι αναχωρητές ή ασκητές έφευγαν μακριά από την κοινωνία, ζούσαν σε απομόνωση και προσπαθούσαν να επιτύχουν την ψυχική τους τελείωση μέσα από τη σωματική κακουχία και την προσευχή. Ο αναχωρητισμός εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις ερήμους της Θηβαίδας (στην Αίγυπτο). Εκεί οι ασκητές έμεναν αρχικά σε τέλεια απομόνωση, με τον καιρό όμως θεωρήθηκαν πρότυπα άσκησης και αγιότητας και άρχισαν να προσελκύουν πλήθος θαυμαστών και μιμητών που έμεναν γύρω από το αναχωρητήριό τους. Στο πρώτο τρίτο του 4ου αιώνα ο Παχώμιος, διάσημος ασκητής της Θηβαίδας, οργάνωσε τους ερημίτες που μόναζαν κοντά του, σε κοινοβιακή ζωή. Αυτό ήταν το πρώτο κοινόβιο μοναστήρι που ιδρύθηκε στις Ταβέννες, ένα νησάκι του Νείλου στην Άνω Αίγυπτο. Αποτελούνταν από πολλά χωριστά κτήρια που στο καθένα έμεναν 40 περίπου μοναχοί υπό τη διοίκηση ενός, οι οποίοι ακολουθούσαν κοινό καθημερινό πρόγραμμα προσευχής, λειτουργίας, λιτού φαγητού και χειρωνακτικής εργασίας. Γύρω στο 400, η «Κατ’ Αίγυπτον των μοναχών Ιστορία» αναφέρει τεράστιους αριθμούς μοναχών σ’ αυτή την περιοχή.
Μια διαφορετική μορφή μοναχισμού, η λεγόμενη Λαύρα, αναπτύχθηκε στην Παλαιστίνη, όπου ερημίτες ζούσαν σε χωριστά κελιά και μαζεύονταν μόνο κάθε Σάββατο και Κυριακή. Από την Παλαιστίνη, ο μοναχικός βίος διαδόθηκε στη Συρία και αργότερα στη Μικρά Ασία, την Καππαδοκία, τον Πόντο, ακόμη και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη ως το τέλος του 4ου αιώνα. Ο μοναχισμός εξαπλωνόταν ραγδαία: ως τα μέσα του 6ου αιώνα, μόνο στην Πόλη και τη Χαλκηδόνα υπήρχαν 110 περίπου μοναστήρια. Πολλές φορές μάλιστα η κοσμική εξουσία επιδίωκε να αποθαρρύνει από τη μοναχική ζωή όλους εκείνους που κατέφευγαν σ’ αυτόν για να αποφύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς το κράτος.
Ο ρόλος των επισκόπων και οι θρησκευτικές διαμάχες.
Οι χριστιανικές εκκλησίες που χτίζονταν κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο δεν ήταν απλά διακοσμητικά ή λατρευτικά κτήρια όπως ίσως οι παγανιστικοί ναοί. Αντίθετα, πολλές προστατεύονταν από τους τοπικούς επισκόπους και αποτελούσαν το πλαίσιο της ηθικής, κοινωνικής και θρησκευτικής διδασκαλίας που ήταν ένα βασικό τμήμα του επισκοπικού ρόλου. Αυτός εκτεινόταν όπως είναι φανερό πέρα από αυτά που θα θεωρούνταν, με τα σύγχρονα μέτρα, εκκλησιαστικές υποθέσεις. Ο Μέγας Κωνσταντίνος τους είχε από παλιά παράσχει και κοσμικές δικαιοδοσίες. Στη συνέχεια και οι ίδιοι ανέλαβαν σε πολλές διαφορετικές περιπτώσεις στην κοινωνική ζωή έναν ηγετικό ρόλο που αυξανόταν ανάλογα με τις δυσκολίες που αναφαίνονταν κατά τη διαχείριση των αστικών υποθέσεων. Με την πάροδο του χρόνου, ο ρόλος τους γινόταν ολοένα σημαντικότερος. Συνήθως προέρχονταν από τις μορφωμένες ανώτερες τάξεις και πολλές φορές θεωρούνταν οι υποστηρικτές των αξιών του πολιτισμού.
Ο ρόλος των επισκόπων τους έφερνε αντιμέτωπους με πολλά δογματικά ζητήματα που προέκυπταν στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Έπρεπε να βρουν λύσεις και να αποφασίσουν για το περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας των πιστών. Η θρησκεία -παγανιστική και χριστιανική- όχι μόνο βρισκόταν στο προσκήνιο, αλλά η χριστιανική Εκκλησία συνεχώς καταλάμβανε ηγετικό ρόλο στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή. Το περιεχόμενο των χριστιανικών δογμάτων, λοιπόν, και οι αντιπαραθέσεις και διχασμοί των χριστιανών περί αυτών, σε πολλές περιπτώσεις, προκαλούσαν την εμπαθή συμμετοχή των σύγχρονων με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν σήμερα τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Οι επίσκοποι των πόλεων καλούνταν σ’ αυτή την πρώιμη φάση του Χριστιανισμού να αποφασίσουν για τα θέματα αυτά σε μια σειρά οικουμενικών συνόδων που λάμβαναν χώρα στις πόλεις της αυτοκρατορίας.
Αποκρυστάλλωση και Επικράτηση του Ορθοδόξου Δόγματος. - Η Σύνοδος της Νικαίας (325μ.Χ.): Α΄ Οικουμενική Σύνοδος και η καταδίκη της διδασκαλίας του Αρείου.
Η Σύνοδος της Νικαίας (325μ.Χ.) ανακήρυξε και ομολόγησε τον Ιησού Χριστό ομοούσιο και ισότιμο με τον πατέρα. Η Σύνοδος αυτή έγινε όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας (306 - 337μ.Χ.) ήταν στο εικοστό έτος της βασιλείας του. Όταν σταμάτησαν οι διωγμοί, ο Κωνσταντίνος έγινε στην αρχή κυρίαρχος βασιλιάς στη Ρώμη. Έπειτα έχτισε την τρισευτυχισμένη πόλη που φέρει το όνομά του, την Κωνσταντινούπολη, το έτος 5858 από κτίσεως κόσμου. Τότε δημιουργήθηκε και το πρόβλημα με τον Άρειο και την αίρεσή του.
Ο Άρειος καταγόταν απ’ τη Λιβύη. Πήγε στην Αλεξάνδρεια και χειροτονήθηκε διάκονος απ’ τον άγιο ιερομάρτυρα Πέτρο Αλεξανδρείας (300 - 311μ.Χ.). Αργότερα άρχισε να διδάσκει πράγματα, που, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, θεωρήθηκαν βλάσφημα και αιρετικά: διακήρυττε ότι ο υιός του Θεού, ο Χριστός, δεν είναι κι αυτός Θεός όπως ο Πατέρας αλλά ένα κτίσμα του Θεού, ότι έγινε απ’ το μηδέν όπως όλα τα κτίσματα κι ότι καταχρηστικά κι όχι πραγματικά ονομάζεται Σοφία και Λόγος του Θεού. Κι αυτά τα υποστήριζε για να αντικρούσει το «δυσσεβή» Σαββέλιο, ο οποίος υποστήριζε ότι ο Θεός είναι ένα πρόσωπο και μία υπόσταση κι ότι άλλοτε παρουσιάζεται ως Πατήρ, άλλοτε γίνεται Υιός και άλλοτε Άγιο Πνεύμα. Ο Πέτρος Αλεξανδρείας βλέποντας ότι ο Άρειος δε δεχόταν να απορρίψει τις αιρετικές του διδασκαλίες τον καθήρεσε. Μάλιστα, όπως παραδίδει ο βιογράφος του, είδε και σχετική οπτασία: είδε το Χριστό σα βρέφος στο άγιο Θυσιαστήριο με σχισμένο το Χιτώνα Του και Τον ρώτησε: «Κύριε, ποιος Σου έσχισε το χιτώνα;» κι ο Κύριος του απάντησε: «ο Άρειος».
Όταν, μετά τον Πέτρο, έγινε αρχιερεύς Αλεξανδρείας ο Αχιλλάς (311 - 312μ.Χ.), ο Άρειος υποσχέθηκε να απορρίψει τις απόψεις του. Ο Αχιλλάς πείσθηκε, τον επανέφερε στην τάξη των κληρικών κι από διάκονο τον έκανε πρεσβύτερο. Του ανέθεσε μάλιστα και τη διεύθυνση του διδασκαλείου της Αλεξάνδρειας. Όσο ζούσε ο Αχιλλάς ο Άρειος δεν εκδήλωνε τα αιρετικά του φρονήματα. Όταν όμως αυτός πέθανε, έγινε επίσκοπος της πόλεως των Αλεξανδρέων ο Αλέξανδρος (313 - 328μ.Χ.). Αυτός διαπίστωσε ότι ο Άρειος δεν είχε απαρνηθεί κατά βάθος τις απόψεις του. Συγκάλεσε, λοιπόν, τοπική Σύνοδο με εκατό επισκόπους απ’ την Αίγυπτο και τη Λιβύη και τον απέκοψε τελείως απ’ την Εκκλησία.
Όπως μας διασώζει ο Θεοδώρητος, ο Άρειος πίστευε και ότι ο Χριστός είχε φύση τρεπτή, η οποία μπορούσε να μεταβληθεί προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο! Κι ακόμη μας αναφέρει ότι πρώτος ο Άρειος δίδαξε την άποψη πως ο Κύριος πήρε σάρκα χωρίς ψυχή και χωρίς νου!
Ως πρεσβύτερος σε μια τόσο μεγάλη πόλη, ο Άρειος παρέσυρε πολλούς στην διδασκαλία του. Επαναστάτησε κατά του επισκόπου του Αλεξάνδρου. Έγραψε και παρέσυρε στην αίρεσή του τον Ευσέβιο επίσκοπο Νικομηδείας, τον Παυλίνο επίσκοπο Τύρου, τον Ευσέβιο επίσκοπο Καισαρείας και άλλους. Ο Αλέξανδρος, ο Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας έγραψε γράμματα παντού. Ανακοίνωσε την καθαίρεση και τον αφορισμό του Αρείου κι εφιστούσε την προσοχή των επισκόπων κι όλων των Χριστιανών στις διδασκαλίες του. Τα γράμματά του είχαν σαν αποτέλεσμα πολλοί να ξεσηκωθούν εναντίον της αιρέσεως αυτής.
Όμως η Εκκλησία ταρασσόταν ακόμα απ’ την αίρεση κι απ’ τη φιλονεικία για το δογματικό αυτό ζήτημα, και «θεραπεία» δε φαινόταν στον ορίζοντα. Τότε ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος συγκέντρωσε τους εκπροσώπους των κατά τόπους Εκκλησιών. Έστειλε για το λόγο αυτό στα πέρατα της «Οικουμένης» δημόσια οχήματα και τους μετέφεραν στη Νίκαια της Βιθυνίας. Την ορισμένη ημέρα ήλθε κι ο ίδιος όταν συγκεντρώθηκαν οι εκπρόσωποι. Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτη η στάση του: Εκάθησαν όλοι οι κληρικοί στις θέσεις τους κι αυτός έμεινε όρθιος. Κάθησε μόνο όταν του το «επέτρεψαν» οι εκπρόσωποι των Εκκλησιών. Και μάλιστα δεν κάθησε σε θρόνο βασιλικό, αλλά σε κάθισμα ταπεινό. Άρχισε τότε η Σύνοδος και παρουσιάσθηκαν οι διδασκαλίες του Αρείου. Μετά από πολλή εξέταση όμως, κατακρίθηκαν και αναθεματίστηκε όχι μόνον ο Άρειος, αλλά και όσοι πίστευαν τα ίδια μ’ αυτόν.
Η Σύνοδος διεκήρυξε ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, είναι ομοούσιος, ομότιμος και συνάναρχος με τον Πατέρα. Συνέταξαν μάλιστα και το Σύμβολο της Πίστεως μέχρι τη φράση: «Και εις το Πνεύμα το Άγιον». Τα επόμενα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως τα συνέταξε η δεύτερη Σύνοδος. Επιπλέον αυτή η πρώτη Σύνοδος όρισε με κανόνα της τα σχετικά με την εορτή του Πάσχα, δηλαδή πότε και πως θα εορτάζεται το Πάσχα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να εορτάζεται χωριστά από τους Ιουδαίους κι όχι μαζί τους, όπως όριζε κάποιο έθιμο προηγουμένως. Ακόμη αυτή η πρώτη Σύνοδος συνέταξε και είκοσι οκτώ Κανόνες που αφορούν την εκκλησιαστική τάξη. Το Σύμβολο της Πίστεως με τις υπογραφές των παρισταμένων Πατέρων το υπέγραψε και το επικύρωσε στο τέλος με κόκκινη γραφή ο Μέγας Βασιλεύς και ισαπόστολος Κωνσταντίνος.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι Πατέρες που συμμετείχαν στη Σύνοδο ήταν τριακόσιοι δέκα οχτώ. Απ’ αυτούς διακόσιοι τριάντα δύο ήταν επίσκοποι, ενώ οι υπόλοιποι ογδόντα έξη ήταν ιερείς, διάκονοι και μοναχοί. Οι επισημότεροι μεταξύ αυτών ήταν ο Σίλβεστρος Ρώμης και ο Μητροφάνης Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι συμμετείχαν με τοποτηρητές αντιπροσώπους. Ο Μητροφάνης Κωνσταντινουπόλεως μάλιστα ήταν ασθενής και «εκοιμήθη» μετά το τέλος της Συνόδου σε ηλικία 117 ετών. Συμμετείχαν ακόμη ο Αλέξανδρος, αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, μαζί με το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος ήταν τότε αρχιδιάκονος, ο Ευστάθιος Αντιοχείας και ο Μακάριος Ιεροσολύμων. Κι ακόμη παρίσταντο ο Όσιος επίσκοπος Κορδούβης, ο Παφνούτιος ο ομολογητής, ο μυροβλύτης Νικόλαος κι ο Σπυρίδων επίσκοπος Τριμυθούντος.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου «εκοιμήθησαν» δύο απ’ τους αρχιερείς που συμμετείχαν σ’ αυτήν. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν υπογράφτηκε απ’ όλους το κείμενο των αποφάσεων της Συνόδου, έδωσε εντολή και το έβαλαν στους τάφους των αποθανόντων, τους οποίους σφράγισαν με κάθε επιμέλεια. Και, -ώ του θαύματος!- το κείμενο βρέθηκε επικυρωμένο και από τους κοιμηθέντες!
Συμπτωματικά, μόλις τελείωσε η Σύνοδος, είχε ολοκληρωθεί κι η ανοικοδόμηση της νέας πόλεως του Κωνσταντίνου, της Κωνσταντινουπόλεως. Ο αυτοκράτορας, λοιπόν, κάλεσε όλους εκείνους τους αγίους Πατέρες να ευλογήσουν τη νέα πόλη. Πήγαν όλοι, ευχήθηκαν και προσευχήθηκαν γι’ αυτήν να είναι βασίλισσα όλων των άλλων πόλεων. Κατ’ εντολήν μάλιστα του βασιλέως, την αφιέρωσαν στη Μητέρα του Λόγου του Θεού, τη Θεοτόκο. Ύστερα πλέον ανεχώρησε ο καθένας για την πατρίδα του.
Πριν ακόμα πεθάνει ο Μέγας Κωνσταντίνος, κι ενώ ήταν ακόμη εν ζωή με συμβασιλέα τον υιό του Κωνστάντιο, ο Άρειος παρουσιάζεται στον αυτοκράτορα και του λέει ότι εγκαταλείπει όλες τις διδασκαλίες του γιατί θέλει να ενωθεί με την Εκκλησία του Θεού. Είχε γράψει, σύμφωνα με την παράδοση, τις αιρετικές διδασκαλίες του και τις είχε κρεμάσει στο λαιμό του μέσα απ’ τα ενδύματά του. Έχοντας, λοιπόν, το χέρι του ακουμπισμένο πάνω στα κείμενα που έκρυβε, και προσποιούμενος ότι πείθεται σε όσα όρισε η Σύνοδος, είπε: «Ναι, βασιλεύ, σ’ αυτά πείθομαι κι αυτά πιστεύω». Κι εννοούσε, βέβαια, αυτά που είχε κρυμμένα! Ο Βασιλιάς δεν υποψιάστηκε την απάτη κι έδωσε εντολή στον Πατριάρχη να δεχθεί σε εκκλησιαστική κοινωνία τον Άρειο. Πατριάρχης τότε μετά το θάνατο του Μητροφάνη ήταν ο Αλέξανδρος. Αυτός γνώριζε ότι ο Άρειος ήταν δύστροπος. Αμφέβαλλε, λοιπόν, για τις προθέσεις του Αρείου και προσευχόταν στο Θεό να του δείξει με κάποιο τρόπο αν θα πρέπει να τον δεχθεί σε εκκλησιαστική κοινωνία. Πλησίαζε εν τω μεταξύ ο καιρός που έπρεπε να συλλειτουργήσει μαζί του, κι η προσευχή του ευλαβούς Πατριάρχου γινόταν με περισσότερη θέρμη προς το Θεό.
Τη συγκεκριμένη μέρα της συλλειτουργίας ο Άρειος ερχόμενος προς την εκκλησία, όταν έφθασε στην τοποθεσία που λεγόταν Κίονας του Φόρου, αισθάνθηκε κάποιες ενοχλήσεις στην κοιλιά του. Μπήκε, λοιπόν, για τη σωματική του ανάγκη σε ένα δημόσιο αποχωρητήριο. Μπήκε, αλλά δε βγήκε! Ή μάλλον, τον έβγαλαν... εκεί τον έφθασε η «θεία Δίκη». Εκεί έσκασε, χύθηκαν από ακατάσχετη αιμορραγία τα έντερά του κι όλα του τα εντόσθια! Πέθανε σαν τον Ιούδα που πρόδωσε το Χριστό! Γιατί κι ο Άρειος με παρόμοιο τρόπο πρόδωσε το Χριστό: Χώρισε τον Υιό και Λόγο του Θεού απ’ την ουσία του Πατέρα σύμφωνα με τις επίσημες απόψεις της Ορθοδοξίας. Έτσι χωρίστηκε κι αυτός απ’ τους ζωντανούς με «ατιμωτικό» θάνατο. «Βρέθηκε» νεκρός κι απαλλάχθηκε η Εκκλησία του Θεού απ’ την πνευματική φθορά που προξενούσε η παρουσία του.
Κοινωνική διαστρωμάτωση.
Ο καθορισμός της χρονολογίας 324 ως ορόσημο για τη γένεση του νέου χριστιανικού Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους δε σημαίνει ότι η βυζαντινή κοινωνία μετά το χρόνο αυτό είναι κάτι εξ’ ορισμού διαφορετικό από τη μέχρι τότε ρωμαική κοινωνία. Αντίθετα, όλα τα βασικά γνωρίσματα της κοινωνίας των χρόνων του Διοκλητιανού ξαναβρίσκονται αυτούσια στην κοινωνία των πρώιμων βυζαντινών χρόνων. Η βασική διαίρεση του πληθυσμού γίνεται σε δύο γενικές κατηγορίες: τους honestiores (εντιμότατους) που κατείχαν την ανώτατη θέση στην κοινωνική ιεραρχία και τους humiliores που ακολουθούσαν. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονταν τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα των συγκλητικών και των βουλευτών, ενώ στη δεύτερη τα υπόλοιπα μέσα και κατώτερα στρώματα του αστικού και αγροτικού πληθυσμού. Τελευταίοι στην ιεραρχία έρχονταν οι δούλοι που ακόμη αποτελούσαν σημαντική μερίδα του βυζαντινού πληθυσμού, παρά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας. Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο ρωμαϊκό κράτος, την «ελεύθερη δράση» αντικατέστησε ο κρατικός καταναγκασμός ως προς τη διαστρωμάτωση της κοινωνίας. Το κράτος καθόριζε την κληρονομικότητα των επαγγελμάτων και εξανάγκαζε τους γιους να ακολουθούν το επάγγελμα του πατέρα τους. Η κοινωνία αποκτούσε έτσι μια διάρθρωση αυστηρά ιεραρχημένη, παρόλο που τα εξαιρετικά καταναγκαστικά αυτά μέτρα καμιά φορά κατέληγαν στην πράξη ανεφάρμοστα.
Κοινωνική κινητικότητα.
Η νομοθεσία της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου επέβαλλε μια κλειστή κοινωνία με περισσότερο ή λιγότερο στεγανές κοινωνικές ομάδες, ακόμη και μέσα στα όρια των ευρύτερων κοινωνικών κατηγοριών (honestiores - humiliores). Αυτό σήμαινε περιορισμό της κοινωνικής κινητικότητας χωρίς όμως αυτή να εξαλείφεται. Η κοινωνική άνοδος πραγματοποιούνταν συνήθως με την είσοδο στην κρατική υπαλληλία, στο στρατό και στον κλήρο. Υπήρχε ένα πλήθος νόμων που απαγόρευε τις μετακινήσεις τέτοιου είδους, προφανώς όμως η εφαρμογή τους ήταν σχετική και η πραγματικότητα διαφορετική. Κι αυτό γιατί έχουμε παραδείγματα ευκατάστατων ελεύθερων επαγγελματιών (εμπόρων, αργυροπρατών - τραπεζιτών, πλοιοκτητών, εφοπλιστών, αλιέων πορφύρας κ.ά.) που προσπάθησαν, συχνά πετυχαίνοντάς το, να μπουν στις βουλές της πόλης τους ή στην κατώτερη επαρχιακή υπαλληλία, ή βουλευτών που κατάφεραν να μπουν στη συγκλητική τάξη. Συνεπώς, οι περιπτώσεις αυτές δείχνουν ότι η κοινωνική κινητικότητα ήταν δυνατή - αλλά μόνο στα σχετικά ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Στα κατώτερα στρώματα, αστικά και αγροτικά, η δυνατότητα να ανέλθουν ξεφεύγοντας από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που τους είχαν επιβληθεί ήταν ελάχιστη αν όχι ανύπαρκτη. Αυτό οδήγησε συχνά στην πιο άμεση και δυνατή αντίδραση των κατώτερων αυτών λαϊκών στρωμάτων εναντίον των οικονομικών και κοινωνικών πιέσεων της καθεστηκυίας τάξης. Δηλαδή στη συμμετοχή (συνήθως ως οπαδοί κάποιου οργανωμένου δήμου) σε εσωτερικές ταραχές και εξεγέρσεις, στις οποίες βέβαια συνεργούσαν ποικίλοι παράγοντες.
Humiliores
Δίπλα στο προνομιούχο κοινωνικό στρώμα των honestiores (που αποτελούνταν από τους συγκλητικούς και τους βουλευτές ή curiales), κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο διακρίνεται το πλήθος των αγροτών και του αστικού πληθυσμού, που συνθέτει τη γενική κατηγορία των humiliores. Με νομοθετήματα το κράτος επιδίωκε να δημιουργήσει και μέσα σ’ αυτή την κατηγορία υπηκόων κλειστές και παγιωμένες κληρονομικές ομάδες. Οι ομάδες που συνέθεταν την κατηγορία των humiliores (αγρότες και αστοί), παρά την εσωτερική τους οικονομική διαστρωμάτωση, έπρεπε να αποτελούν μια ενιαία κοινωνική τάξη που καταρχήν θα αναπαραγόταν κληρονομικά.
Οι ομάδες των κατοίκων της υπαίθρου που ανήκαν στους humiliores ήταν οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες, οι ακτήμονες χωρικοί, οι μισθωτοί (ελεύθεροι) εργάτες γης και οι εξαρτημένοι γεωργοί. Οι ομάδες των humiliores των πόλεων παρουσίαζαν μεγαλύτερη ακόμη ποικιλία. Τις αποτελούσαν τα διάφορα λαϊκά στρώματα: μικροεπαγγελματίες τεχνίτες και έμποροι, κατώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, ναύκληροι, αργυροπράτες (αργυραμοιβοί, είδος μικροτραπεζιτών), ιδιοκτήτες εργαστηρίων παντός είδους και, τέλος, η κατώτερη αστική ομάδα των εργατών του μεροκάματου και των ατόμων με τις ακαθόριστες και ευκαιριακές ασχολίες για τους οποίους λίγα γνωρίζουμε. Όλες αυτές οι αστικές επαγγελματικές ομάδες ήταν αυστηρά οργανωμένες σε συντεχνίες (σωματεία ή συστήματα) που πολλές φορές είχαν οικονομικά προνόμια ή παρουσιάζονταν ως ομάδες πίεσης που η κεντρική εξουσία αναγκαζόταν να υπολογίζει.
Δούλοι
Οι δούλοι βρίσκονταν στην τελευταία βαθμίδα της νομικά καθορισμένης κοινωνικής ιεραρχίας του πρώιμου βυζαντινού κράτους. Ο αριθμός τους βέβαια μειωνόταν προοδευτικά όσο υιοθετούνταν άλλοι τρόποι εκμετάλλευσης της γης (ελεύθερη ή εξαρτημένη εργατική δύναμη). Αυτό συνέβαινε για λόγους οικονομικούς, διότι η εργασία των δούλων ήταν κατώτερης ποιότητας και επομένως όχι αποδοτική, ενώ συγχρόνως η συντήρησή τους πολύ δαπανηρή σε σχέση με το αποδιδόμενο έργο. Έτσι, οι δούλοι χρησιμοποιούνταν κυρίως ως εργάτες σε κρατικά και ιδιωτικά εργαστήρια και ως διαχειριστές των κτημάτων ή των καταστημάτων και επιχειρήσεων των κυρίων τους. Η κοινωνική θέση τους είχε βελτιωθεί σε σύγκριση με το παλιό ρωμαϊκό καθεστώς των δούλων, τόσο λόγω της χριστιανικής ιδεολογίας όσο και της ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας. Εξακολουθούσαν βεβαίως να είναι στερημένοι από κάθε ελευθερία και θεωρούνταν περιουσιακά στοιχεία του κυρίου τους που μπορούσαν να πουληθούν, και για τα οποία ο κύριός τους φορολογούνταν. Οι δούλοι μπορούσαν να διαθέτουν, με την άδεια του κυρίου τους, μια μικρή περιουσία που λεγόταν χρημάτιον ή peculium, και ο νόμος τους αναγνώριζε κάποια νομική υπόσταση και την εγκυρότητα ορισμένων δικαιοπραξιών. Επίσης προστατεύονταν περισσότερο από την απόλυτη εξουσία των αφεντών τους, εφόσον τους επιτρεπόταν να ζητούν την προστασία του επάρχου της πόλεως έναντι του κυρίου τους, ενώ είχαν επίσης εκκλησιαστικό άσυλο. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι πλέον ευνοούνταν η απελευθέρωση δούλων.
Βουλευτές.
Η οργάνωση και διοίκηση της βυζαντινής πόλης αποτελούν εξέλιξη εκείνων της ρωμαϊκής, η οποία με τη σειρά της είχε βασιστεί στις αρχές της ελληνιστικής πόλης.
Η ευθύνη για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας μιας πρώιμης βυζαντινής πόλης ανήκε στο βουλευτήριο, που αποτελούνταν από τους βουλευτές ή curiales. Αυτοί ανήκαν συνήθως στην τάξη των ιππέων (ordo equester) και διορίζονταν ή εκλέγονταν με βάση ένα τιμοκρατικό σύστημα. Το σώμα αυτό των βουλευτών μετατράπηκε, από το τέλος του 4ου αιώνα, σε μια κλειστή κληρονομική κοινωνική ομάδα. Ανήκαν σ’ αυτήν υποχρεωτικά όσοι πληρούσαν τις τρεις προϋποθέσεις που έθεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 317: την καταγωγή (origo), τη μόνιμη διαμονή (incolatus) και την ανάλογη έγγεια περιουσία (condicio possidendi). Δημιουργήθηκε έτσι μια δεύτερη κοινωνική τάξη μετά τους συγκλητικούς, ένα είδος επαρχιακής αριστοκρατίας μεγάλων, μεσαίων και -σπανιότερα, σε μικρές πόλεις- μικρών γαιοκτημόνων, οι ανώτατες βαθμίδες της οποίας συγχωνεύτηκαν με τις κατώτερες βαθμίδες των συγκλητικών της επαρχίας.
Οι βουλευτές είχαν καθήκοντα και λειτουργίες αστικής φύσεως, όπως η φροντίδα για τον επισιτισμό της πόλης, η συντήρηση των τειχών, του υδραγωγείου, η θέρμανση και η λειτουργία των λουτρών, ο φωτισμός και η νυκτοφυλακή της πόλης, η διοργάνωση αγώνων, εορτών και παιγνίων, η εκλογή και η φροντίδα για τη μισθοδοσία γιατρών και καθηγητών κ.ά. Ο αριθμός τους δεν ήταν αυστηρά καθορισμένος αλλά εξαρτώνταν από την οικονομική ακμή της πόλης: για παράδειγμα, ο Λιβάνιος αναφέρει ότι η Αντιόχεια στην εποχή του είχε 60 βουλευτές, παλιότερα όμως 600 κι ακόμη παλιότερα 1.200. Ισότιμοι κοινωνικά με τους βουλευτές ήταν και όσοι νόμιμα απαλλάσσονταν από τις βουλευτικές υποχρεώσεις, δηλαδή επίσκοποι, ρήτορες, γιατροί και άλλοι που ήταν επιφορτισμένοι με άλλα λειτουργήματα (π.χ. οι navicularioi, που ήταν υπεύθυνοι για τη μεταφορά σταριού).
Μικροαστοί.
Τα λαϊκά αστικά στρώματα αποτελούνταν από μικροεπαγγελματίες (τεχνίτες και εμπόρους) και κατώτατους υπαλλήλους. Οι πιο ευκατάστατοι απ’ αυτούς αποτελούσαν το κυρίως μικροαστικό στρώμα, ενώ οι υπόλοιποι ήταν μεροκαματιάρης «όχλος». Δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή - το πολύ πολύ να τους καλούσαν να συγκεντρωθούν στον ιππόδρομο ή το θέατρο για να επικροτήσουν με επευφημίες τις αποφάσεις των αρχόντων. Οι επευφημίες αυτές ονομάζονταν δημοτικαί διατυπώσεις και ήταν βέβαια απλό διακοσμητικό στοιχείο της πολιτικής ζωής, εκτός κι αν ο λαός, ιδίως σε δύσκολες στιγμές, εκμεταλλευόταν τη συγκυρία και προχωρούσε σε αποδοκιμασίες, ταραχές ή και εξεγέρσεις, όπως συνέβη σε διάφορες περιπτώσεις στο Πρώιμο Βυζαντινό κράτος.
Κατά τα άλλα, ο λαός χρησιμοποιούνταν στις χειρωνακτικές λειτουργίες, που ονομάζονταν munera sordida. Ήταν δηλαδή υποχρεωμένος να προσφέρει εργασία, εκ περιτροπής ή όποτε του το ζητούσαν, για τη συντήρηση των δημόσιων έργων της πόλης που χρηματοδοτούσαν οι βουλευτές. Συμμετείχαν δηλαδή στην επισκευή των δρόμων και των υδραγωγείων, το σβήσιμο των πυρκαγιών, τη νυχτοφυλακή, τον καθαρισμό της πόλης, την επισκευή των τειχών, τη λειτουργία του ταχυδρομείου και, αν υπήρχε ανάγκη, την άμυνα της πόλης. Μ’ αυτό τον τρόπο εξασφαλιζόταν μια στοιχειώδης κοινωνική κινητικότητα στις πόλεις της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου, αλλά και κάποια εναλλαγή των κοινωνικών τους στελεχών.
Κοινωνικές ανισότητες, κοινωνικός αποκλεισμός και κοινωνικές ταραχές.
Το νομικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης είναι φανερό ότι στα κατώτερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού ήταν αδύνατο να ξεπεραστεί. Η κοινωνική κινητικότητα στις κατώτερες τάξεις ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Για το μεγάλο πλήθος των φτωχών αστών, αγροτών και δούλων, η δυνατότητα να ξεφύγουν από τις συνθήκες που τους επιβάλλονταν ήταν ελάχιστη, αν όχι ανύπαρκτη, αποκλείοντάς τους έτσι τόσο από μια διέξοδο αναζήτησης ανόδου και ευμάρειας, όσο και από τη συμμετοχή στην καθεστηκυία τάξη και τη δυνατότητα μεταβολής της κοινωνικής δομής.
Δημιουργούνταν έτσι κοινωνικές ομάδες που υπέφεραν από τις ανισότητες της κοινωνικής κατανομής χωρίς να μπορούν να μεταβάλουν τη θέση τους. Περιοριζόμαστε εδώ στις πιο προφανείς κοινωνικές ανισότητες που είχαν να κάνουν με την οικονομική κατάσταση των Βυζαντινών, χωρίς να επεκταθούμε σε άλλες που είχαν να κάνουν με τη θρησκεία, την «εθνικότητα» ή το φύλο. Κι αυτό γιατί, παρόλο που κανείς διαβάζοντας τις πηγές μπορεί εύκολα να υποθέσει ότι παγανιστές, Εβραίοι, μοναχοί, ερημίτες και γυναίκες ήταν στο στόχαστρο του κοινωνικού αποκλεισμού, ο τρόπος που γινόταν καθώς και τα όριά του είναι δύσκολο να προσδιοριστούν ακριβώς.
Αυτό που είναι σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι η αντίδραση των ομάδων που υφίσταντο τις οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις της καθεστηκυίας τάξης εξαντλείτο με τη συμμετοχή τους στις όχι σπάνιες εσωτερικές ταραχές και εξεγέρσεις. Σ’ αυτές συνεργούσαν ποικίλοι παράγοντες, εθνικές, πολιτικές ή θρησκευτικές αντιθέσεις, των οποίων το ειδικό βάρος είναι δύσκολο να μετρηθεί μα ακρίβεια και να διαχωριστεί από τα οικονομικά ή κοινωνικά κίνητρα. Οι περιπτώσεις λαϊκών ταραχών ή εξεγέρσεων στα διάφορα κέντρα της αυτοκρατορίας στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο υπερβαίνουν τις ενενήντα. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, είχαν αυτό το σύνθετο χαρακτήρα. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά κάποιες, όπως ήταν οι ταραχές στην Καισάρεια γύρω στο 370-3, στην Αντιόχεια το 387 ή οι διάφορες εξεγέρσεις και στάσεις όπου πρωτοστατούσαν οι δήμοι των ιπποδρόμων των διαφόρων πόλεων με πιο γνωστό παράδειγμα τη Στάση του Νίκα.
Κοινωνική πρόνοια
Όπως υποδεικνύουν τα δεδομένα που έχουμε, η κοινωνική πρόνοια στο πρώιμο Βυζάντιο ήταν, σε σχέση με τον προηγούμενο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, πιο εκτεταμένη, αλλά και διαφορετική ως προς την έννοια και την οργάνωση. Γινόταν όχι μόνο ιδιωτικά αλλά και σε οργανωμένα ιδρύματα και περιλάμβανε την έννοια της φιλανθρωπίας όχι μόνο προς ισότιμους συμπολίτες που βρίσκονταν σε ανάγκη, αλλά επίσης προς τις κατώτερες, μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής ή «εθνικότητας», αφού όλοι οι άνθρωποι θεωρούνταν «αδελφοί». Η αρχή αυτής της φιλοσοφίας βρίσκεται όχι μόνο στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και στη φιλανθρωπική και ανθρωπιστική δράση των ανθρώπων της Εκκλησίας των πρώτων χριστιανικών αιώνων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως όχι μόνο μοίρασε όλη την προσωπική του περιουσία στους φτωχούς της Αντιόχειας, αλλά και κήρυσσε παντού το ενδιαφέρον για τους «αδελφούς φτωχούς» με αποτέλεσμα μια σχετική εξισορρόπηση στην κοινωνική θέση φτωχών, δούλων και άλλων μη προνομιούχων πολιτών, που του απέδωσε το γνωστό χαρακτηρισμό, από το μελετητή J. B. Bury, του «σχεδόν σοσιαλιστή»!
Την Εκκλησία ακολουθούσε στη φιλανθρωπική της δράση και το Κράτος. Όλοι σχεδόν οι αυτοκράτορες και οι αυτοκράτειρες της Πρώιμης Βυζαντινής Περιόδου έλαβαν μέτρα -προσωπικά και νομοθετικά- και, σε συνεργασία με πλούσιους πολίτες - ευεργέτες, έφτιαξαν συγκεκριμένη υλική υποδομή για την εφαρμογή ενός προγράμματος ευρείας κοινωνικής πρόνοιας. Η υποδομή αυτή περιλάμβανε ένα φάσμα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων εκ των οποίων αρκετά μας είναι σήμερα γνωστά από τις πηγές. Νοσοκομεία είχαν ιδρυθεί στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιερουσαλήμ, την Έδεσσα της Συρίας, την Άμιδα και αλλού. Ξενώνες (άσυλα) υπήρχαν στην Έφεσο, στη Σκυθόπολη, την Ιεριχώ, την Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη, όπως επίσης και Γηροκομεία στην πρωτεύουσα και την Παλαιστίνη. Άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, διάσπαρτα σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας, ήταν βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, πτωχεία (πτωχοκομεία), αναμορφωτήρια για εκδιδόμενες γυναίκες, ξενοταφεία (χώροι στα νεκροταφεία για την ταφή απόρων), τυφλοκομεία και άλλα.
Τα κοινωνικά φύλα και οι ρόλοι τους.
Η βυζαντινή κοινωνία ήταν μια πατριαρχική κοινωνία και μάλιστα αρκετά συντηρητική ώστε να έχει θεσμοθετήσει συγκεκριμένους ρόλους για τους άνδρες και τις γυναίκες (και για το «τρίτο κοινωνικό φύλο», τους ευνούχους) τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή. Οι θεσμοί αυτοί ήταν δεσμευτικοί, όχι όμως με απόλυτο τρόπο, αφού πολλές φορές η πραγματικότητα που μας παραδίδουν τα κείμενα είναι κάπως διαφορετική. Η πατριαρχία ήταν στην πράξη λιγότερο ασφυκτική μέσα από την υπαρκτή διέξοδο της βυζαντινής γυναίκας να μην αφοσιωθεί σε μια οικογένεια και ένα σύζυγο αλλά να ζήσει σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι αφιερώνοντας τη ζωή της στο Θεό. Ο αποκλεισμός των γυναικών από τη δημόσια ζωή μπορούσε να σπάσει σε κάποιες περιπτώσεις όπου αυτές ήταν αναγκασμένες από τα πράγματα να ενισχύσουν οικονομικά τα σπίτια τους, είτε στις αγροτικές κοινότητες, είτε στις πόλεις, ασκώντας ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Και βέβαια δεν ήταν λίγες οι ξεχωριστές προσωπικότητες βυζαντινών γυναικών που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της δικής τους εποχής αλλά και στο μέλλον του Βυζαντίου, είτε ήταν απλές γυναίκες του λαού, όπως η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, είτε ήταν εξέχουσες εκπρόσωποι της αυτοκρατορικής αυλής ή της αριστοκρατίας, όπως η αυτοκράτειρα Ελένη, η Ιουλιανή Ανικία, η Γάλλα Πλακιδία και άλλες. Όμως και οι ευνούχοι, ως ξεχωριστή κοινωνική κατηγορία, είχαν ένα υπαρκτό και σημαντικό ρόλο.
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.