Β
Επίσης, στη διήγηση για την ανακομιδή του λειψάνου του πρωτομάρτυρα Στέφανου (304 μ.Χ.) λειτουργεί, πολύ αποτελεσματικά η πλάνη ως στοιχείο του απρόοπτου στο παραμύθι και ο ακόλουθος, κοινός τόπος, με τον οποίο τελειώνει η διήγηση είναι, εξ’ ίσου, παραμυθιακός - μαγικός: «Έσυρον λοιπόν αι ημίονοι την άμαξαν, επί της οποίας ήτο το άγιον λείψανον, έως έφθασεν εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί, και εκεί εστάθησαν. Επειδή δε εκτύπων οι οδηγοί τα ζώα δια να προχωρήσωσι, τότε μία ημίονος ελάλησε με ανθρωπίνην φωνήν λέγουσα: διατί μας δέρετε; Εδώ πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον».
Στο Συναξάρι του μάρτυρα Νάρκισσου, πατριάρχη Ιεροσολύμων, που μας το διασώζει ο Δοσίθεος στη Δωδεκάβιβλο (σ. 26) και ο Νικηφόρος Κάλλιστος, η εκδίκηση ως ανταπόδοση του κακού, όπως και στο παραμύθι ή στις προφορικές, παραδοσιακές διηγήσεις, παίζει κεντρικό ρόλο: «...συκοφαντηθείς δε υπό τριών ιεροκατηγόρων, οίτινες δεν υπέφερον τους ελέγχους αυτού και τας νουθεσίας, και του μεν πρώτου ποιούντος όρκον ψευδή εάν δεν αληθεύω να πέση φωτία να με καύση του δε ετέρου ότι εάν ψεύδωμαι να σκωληκιάση όλον το σώμα μου και του τρίτου ότι εάν μη ή ούτως η αλήθεια, ως βεβαιώ, να τυφλωθώ, υπό τούτων, λέγω, ο άγιος συκοφαντηθείς ανεχώρησεν εις ησυχαστικόν τόπον και εκεί διέτριβε πολλούς χρόνους. Αλλ’ ο Θεός έκαμε την δίκαιαν ανταπόδοσιν εις τους συκοφάντας. Και τον μεν πρώτον κατέκαυσε με όλην την οικίαν και συγγένειάν του, καθώς εζήτησε. Τον δε δεύτερον έκαμε να σκωληκιάση όλος και να γίνη σκωληκόβρωτος. Ο δε τρίτος φοβηθείς την του Θεού εκδίκησιν εξηγορεύθη παρρησία την αμαρτίαν και συκοφαντίαν αυτού τε και των δύο συντρόφων του, την οποίαν εποίησαν κατά του αγιωτάτου Ναρκίσσου. Από τα πολλά δε δάκρυα, άτινα έχυνε κλαίων την αμαρτίαν του, εχάθη το φως του και ετυφλώθη καθώς το εζήτησεν».
Στη διήγηση για την εύρεση της αχειροποίητης εικόνας των Καμουλιανών που έγραψε ο Γρηγόριος Νύσσης και που τα γεγονότα της οποίας αναφέρονται στο διάστημα απ’ την εποχή του Διοκλητιανού (289 μ.Χ.) έως την εποχή του Μ.Θεοδοσίου (392 μ.Χ.), υπάρχει νύξη στο θρύλο του Αγίου Μανδηλίου, απ’ τους πιο διαδεδομένους κατά το Μεσαίωνα, και στην Ανατολή και στη Δύση: «Και εκείνος ο Δεσπότης, όστις ένιψε πρότερον τους πόδας των μαθητών του και εσπόγγισεν αυτούς με το περιζώνιον, με το οποίον ήτο διεζωσμένος, αυτός, ώ του θαύματος! Και τότε ένιψε δια των ακηράτων χειρών του το άγιόν του πρόσωπον με το νερόν το υπάρχον εις το αγγείον. Νιψάμενος δε απέμαξεν (εσπόγγισε) με το καθαρόν εκείνο μανδήλιον το άχραντον και θεόμορφον αυτού πρόσωπον και ευθύς ετυπώθη εις το μανδήλιον ο τύπος και η εικών της θεανδρικής αυτού μορφής και ο πανάγιος και αληθέστατος αυτού χαρακτήρ, καθώς εις όλους αποδεικνύεται έως της σήμερον».
Στη διήγηση για τη Μετάσταση της Θεοτόκου, η οποία αποτελεί προτύπωση - πρότυπο, και ως προς τις περιγραφικές τεχνικές και ως προς τη δομή, για τους μετέπειτα βίους αγίων γυναικών (κυρίως παντρεμένων, όπως της Μαρίας της νέας) της πρώιμης και ιδιαίτερα της Μέσης βυζαντινής περιόδου, συναντώνται παραμυθιακά στοιχεία και προσωποποιήσεις αψύχων όπως και στα δημοτικά τραγούδια (σύνδεση προφορικότητας - προφορικού πολιτισμού με τα αγιολογικά κείμενα).
Για τις παραπάνω επισημάνσεις - διαπιστώσεις, είναι χαρακτηριστικά τα ακόλουθα παραθέματα: «Τούτο δε μαθούσα η Θεοτόκος, εχάρη χαρά μεγάλην. Και λοιπόν από τον πόθον κινουμένη του να μεταβή προς τον Υιόν της, ανέβη με σπουδήν και προθυμίαν επάνω εις το όρος των Ελαιών δια να προσευχηθή. (διότι είχεν η πανύμνητος τοιαύτην συνήθειαν να αναβαίνη συχνά εις το όρος αυτό). Τότε δε ηκολούθησε θαύμα παράδοξον, διότι, ότε ανέβη εκεί η Θεοτόκος, έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, άτινα ήσαν εις το όρος φυτευμένα, ως αν ήσαν έμψυχα και λογικά, και ούτως επροσκύνησαν και απέδωσαν κατά το πρέπον σέβας και τιμήν εις την Κυρίαν του κόσμου και Δέσποιναν».
«...έπειτα ανάψασα πολλά φώτα και ευχαριστήσασα τον Θεόν εκάλεσε τας συγγενείς αυτής και γειτονίσσας. Σαρώνει τον οίκόν της, ευτρεπίζει το νεκροκράββατον και ετοιμάζει όλα τα επιτήδεια εις τον ενταφιασμόν της. Φανερώνει δε και εις τας άλλας γυναίκας τα λόγια, όσα της ελάλησεν ο άγγελος δια την εις τους ουρανούς αυτής μετάστασιν. Και εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων δεικνύει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, το οποίον έδωκεν εις αυτήν ο άγγελος. Τούτο δε ήτο κλάδος του φοίνικος. Αι δε προσκληθείσαι γυναίκες, το λυπηρόν τούτο ακούσασαι μήνυμα, εθρήνουν και με δάκρυα το πρόσωπον αυτών έλουον, ελεειναίς φωναίς οδυρόμεναι. Παύσασαι όμως από τους θρήνους παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. Η δε Θεοτόκος τας εβεβαίωνεν ότι, αφ’ ού μετασταθή εις τους ουρανούς, θα διαφυλάττη όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον. Όθεν με τα τοιαύτα παρηγορητικά λόγια έπαυσε την υπερβολικήν αυτών λύπην. Έπειτα διώρισεν η Πάναγνος περί των δύο φορεμάτων τα οποία είχεν, ότι δηλαδή αι δύο χήραι αι εις αυτήν γνώριμοι και φίλαι, αίτινες ετρέφοντο παρ’ αυτής, αυταί να λάβωσιν εκάστην ανά εν φόρεμα... Ενώ δε ταύτα διέτασσεν η πάναμωμος, ώ του θαύματος! Έγινεν αιφνιδίως ήχος δυνατής βροντής και ευθύς ήλθον εκεί πάμπολλα νέφη, τα οποία αρπάσαντα από τα πέρατα της οικουμένης τους Αποστόλους έφερον αυτούς εις την οικίαν της Θεοτόκου. Ομού δε με τους Αποστόλους ήλθε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, ο άγιος Ιερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος και οι λοιποί θεόσοφοι ιεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι».
Η Παναγία, ως φιλάνθρωπη αρχόντισσα, φροντίζει να ετοιμάσει τα σχετικά με τον ενταφιασμό και την κηδεία της ήδη εν ζωή και εκ των προτέρων, προκειμένου να διευκολύνει τους συγγενείς και φίλους στην προετοιμασία της εκφοράς της. Μάλιστα, ο «σύλλογος» των γυναικών που συγκαλεί για να προλειάνει το έδαφος για τη «φυγή» της απ’ τον κόσμο, φέρνει στο νου τον, μελλοντικά, σημαντικό και ρυθμιστικό ρόλο, εν πολλοίς, των γυναικών στις μεγάλες θρησκευτικές κρίσεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας (π.χ. χριστολογικές αιρέσεις: Αγία Ευφημία και κυρίως Εικονομαχία).
H διήγηση που αναφέρεται στην ανάμνηση της εισόδου του Ιερού Μανδηλίου ή της Αχειροποίητης (αχειρότευκτης) εικόνας του Χριστού στην Κωνσταντινούπολη, μετά τη μεταφορά της απ’ την Έδεσσα, περιέχει πληροφορίες για τη στρατιωτική τέχνη και τις πολιορκίες πόλεων. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα: «Λαβών λοιπόν ο επίσκοπος την αγίαν εικόνα του Κυρίου και λιτανείαν ποιήσας με αυτήν υπήγεν εις τον τόπον της πόλεως, εις τον οποίον έσκαπτον απ’ έξω οι Πέρσαι, καθώς από τον ήχον των χαλκών οργάνων τους ενόησαν. Ότε δε επλησίασεν εκεί ο επίσκοπος, έρριψεν από το έλαιον του λύχνου εις την ητοιμασμένην υπό των Ε- δεσσηνών φωτίαν και παρευθύς η φωτία ανάψασα ηφάνισεν όλους τους Πέρσας. Αλλά και εις την φωτίαν την οποίαν ήναψαν έξω της Εδέσσης οι Πέρσαι, την οποίαν έτρεφον ξύλα άπειρα κοπέντα από τα εκεί πλησίον δέντρα, και εις ταύτην λέγω την φωτίαν άμα επλησίασεν ο επίσκοπος ομού με την θείαν εικόνα, ευθύς εσηκώθη δυνατός άνεμος και γυρίσας την φλόγα κατά των Περσών εδίωκε τούτους και κατέκαιεν. όθεν ταύτα παθόντες οι Πέρσαι ανεχώρησαν άπρακτοι».
Η φωτιά και το λάδι σ’ αυτή την πολιορκία σχημάτιζαν ένα πραγματικά ισχυρό αμυντικό και επιθετικό όπλο σε μορφή μείγματος, που μας θυμίζει ένα άλλο, αήττητο, στη θάλασσα κυρίως, όπλο - μείγμα των Βυζαντινών: το υγρόν πυρ.
Στο συναξάρι των μαρτύρων Στράτωνος, Φιλίππου, Ευτυχιανού και Κυπριανού, αντιδιαστέλλεται το θέατρο, ως συνήθεια συνδεόμενη με την ειδωλολατρεία, προς τον χριστιανικό, ηθικό τρόπο ζωής. Σύμφωνα με το βίο, όταν αδειάζουν τα θέατρα, γεμίζουν οι χριστιανικοί ναοί. Οι παραπάνω άγιοι «διατρίβοντες εις την Νικομήδειαν, επίτηδες ανέβαιναν εις το θέατρον, δια να κατηχώσι τον εκεί λαόν των Ελλήνων και να μακρύνωσι μεν αυτούς από την ειδωλολατρείαν, να τους φέρωσι δε εις την πίστιν του Χριστού. Μίαν φοράν λοιπόν ιδών ο άρχων της Νικομηδείας άδειον και χωρίς ανθρώπους το θέατρον και ερωτήσας έμαθε την αιτίαν. Ότι δηλαδή οι λαοί διδασκόμενοι από τους αγίους μάρτυρας αφήκαν τας ηδονάς του θεάτρου και μεταχειρίζονται νέον τρόπον ζωής, καταφρονήσαντες τας συνηθείας των πατέρων και των προγόνων των». Με τον τρόπο αυτό οι άγιοι προκαλούσαν το κοινό αίσθημα της εποχής τους: ανατρέποντας τα καθιερωμένα.
Στο Συναξάρι των αυταδέλφων Παύλου και Ιουλιανής, που έζησαν στην εποχή του αυτοκράτορος Αυρηλιανού (270μ.Χ.), είναι έντονη και καταλυτική η σωτήρια επέμβαση των αγγέλων στη ζωή τους: άγγελος τους απελευθερώνει απ’ τα δεσμά της φυλακής θρέφοντάς τους παράλληλα με ουράνια τροφή και άγγελος πάλι σώζει την Ιουλιανή απ’ την ατίμωση στο πορνοστάσιο (οίκος ανοχής). Βέβαια, και οι δύο αυτές αγγελικές, θαυματουργικές επεμβάσεις αποτελούν κοινούς τόπους στους βίους των αγίων της πρώιμης, μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου. Είναι χαρακτηριστικά τα σχετικά χωρία απ’ το βίο του Παύλου και της Ιουλιανής: «Έπειτα εφέρθησαν εις την φυλακήν οι άγιοι, ο Παύλος λέγω και η αδελφή του, φέροντες σιδηράς αλύσους. Άγγελος δε Κυρίου ελθών έλυσεν αυτούς από τα δεσμά και άρτον έδωκεν εις αυτούς, από τον οποίον φαγόντες και δυναμωθέντες ευχαρίστησαν τον Θεόν...Την δε αγίαν Ιουλιανήν έβαλον εις εν πορνοστάσιον δια να ατιμασθή από ασώτους ανθρώπους, αλλ’ άγγελος Κυρίου επιστάς, με τον κονιορτόν των ποδών του ετύφλωσεν όσους προσήρχοντο δια να ατιμάσωσι την αγίαν».
Στο βίο των μαρτύρων Αδριανού και Ναταλίας, οι οποίοι έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (298μ.Χ.), εξαίρεται το μαρτύριο υπέρ του Χριστού ως το ανώτατο ηθικό χρέος του χριστιανού ανθρώπου που υπερτερεί, φυσικά, και της πίστης στην αξία της οικογένειας. Το μαρτύριο, επίσης εξαίρεται ως μέσο κοινωνικής προβολής και καταξίωσης στην κοινωνία-κοινότητα των πρώτων χριστιανών. Η τάση τους και η επιθυμία τους να μαρτυρήσουν για το Χριστό φαίνεται στο ακόλουθο χωρίο: «Επρόσθετε δε και τούτο η μακαρία Ναταλία ονομάζουσα εαυτήν αθλίαν και δυστυχή, διότι δεν έμεινεν εις αυτήν ούτε μίαν ημέραν η δόξα του να ονομάζεται γυνή μάρτυρος, αλλά την μακαριότητα και ευτυχίαν, όσην ήλπιζε να λάβη, διεδέχθη αιφνιδίως δυστυχία και αθλιότης». Έτσι, η Ναταλία, σύζυγος του Αδριανού, τον προτρέπει σθεναρά προς το μαρτύριο.
Στη συνέχεια, ωστόσο, του βίου, η απάνθρωπη υπερβολή της Ναταλίας ίσως αποτελεί κατασκευή ιδεολογική του αγιογράφου για να εδραιωθεί και να εξυψωθεί σε μεταφυσικά επίπεδα η νέα θρησκεία: «Έπειτα έκοψαν τας χείρας και τους πόδας του καθώς και των άλλων Χριστιανών, εις έκαστον δε μέλος του αγίου το οποίον εκόπτετο συνεβοήθει και η γυνή του Ναταλία και έβαλε το μέλος εκείνο επάνω εις τον άκμωνα, δια να κοπή. Και τον μεν δήμιον παρεκάλει να κτυπά δυνατώτερα την κοπίδα και την σφύραν, δια να προξενήται εις τον άγιον πόνος περισσότερος και δριμύτερος, τον δε Αδριανόν ανεθάρρυνε και ενεδυνάμωνε να υπομένη ανδρείως, τους πόνους».
Β
Κεφάλαιο 4ο:
Διαπλοκή προφορικότητας (λαϊκών αφηγήσεων και μύθων - παραμυθιών) με τα γραπτά Αγιολογικά Κείμενα (Μαρτυρολόγια, Συναξάρια, Βίους Αγίων) της Πρώιμης Βυζαντινής Περιόδου. Η σχέση τους με το μαγικό παραμύθι.
Προκειμένου να γίνει πιο εύληπτη η διαπλοκή προφορικότητας (λαϊκών αφηγήσεων και παραμυθιών) με τα γραπτά αγιολογικά κείμενα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, θα παραθέσω, στη συνέχεια, ορισμένα θεωρητικά στοιχεία και παραδείγματα για το μαγικό παραμύθι, απαραίτητα στην παρούσα μελέτη. Επίσης, η ανάλυση και κωδικοποίηση των μοντέλων δράσης των παραμυθικών ηρώων από τον Α. J. Greimas (A. J. Greimas, Structural Semantics. An Attempt at a Method. Translated by D.McDowell, R.Schleifer and A.Velie, University of Nebraska Press, Lincoln and London, 1983, pp. 197-211) θυμίζει τον τρόπο δράσης των αγίων - ηρώων των βίων και συναξαρίων (αγιολογικών κειμένων).
Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο μαγικό παραμύθι, τι ακριβώς εννοούμε; Σύμφωνα με τον Τοντόρωφ, η Οδύσσεια αλλά και ο Δον Κιχώτης είναι μεγάλα μαγικά παραμύθια, ενώ ο Μπαλζάκ, ο Ουγκώ και ο Φλομπέρ, εξάλλου είναι παραμυθάδες (Τσβετάν Τοντόρωφ, Εισαγωγή στη Φανταστική Λογοτεχνία, μετ. Αριστέα Παρίση, Οδυσσέας, Αθήνα, 1991,198). Οπωσδήποτε, να παραδειγματίζει κανείς, μέσω μιας ιστορίας, είναι εύκολο και ωραίο. Η δυσκολία είναι να ανιχνεύσουμε τα βασικά γνωρίσματα της μαγικής αφήγησης, ώστε να τη συσχετίσουμε με την παράλογη αφήγηση.
Κατά τη Λαογραφία, ως επιστήμης του προφορικού πολιτισμού, μαγικό είναι το είδος του «καθαρού» παραμυθιού στο οποίο παρουσιάζονται «εξωτικές και απίθανες περιπέτειες των ηρώων» (Βασική Βιβλιοθήκη, 48, 1957: Δημ. Λουκάτος, «Νεοελληνικά Λαογραφικά Κείμενα», 60). Υπερφυσικά όντα και οντάρια (δράκοι, λάμιες, νάνοι κ.τ.λ.) εμφανίζονται και παρεμβαίνουν στην εξέλιξη της πλοκής. Τα μαγικά όντα αλλάζουν μορφή αλλά και μεταμορφώνουν ανθρώπους, ζώα και πράγματα: συχνά ένα μικρό βατραχάκι ή ένα φίδι σαράντα μέτρων υποκρύπτουν μαγεμένα βασιλόπουλα και τανάπαλιν (Σύμφωνα με την ταξινόμηση των μαγικών παραμυθιών του Αυδίκου, 81κ.εξ.).
Το μαγικό παραμύθι υπάγεται στη φανταστική λογοτεχνία. Συγγενεύει, εξάλλου, με την έντεχνη μυθοπλασία διάσημων συγγραφέων του 20ου αιώνα. Ακόμη και το είδος του δημοτικού μας τραγουδιού που ονομάζεται «Παραλογές» είναι μαγικό, υπακούοντας στους κανόνες της τριμερούς διαίρεσης που δέχονται φιλόλογοι και λαογράφοι. Βέβαια, η μαγική αφήγηση στις μέρες μας, σύμφωνα με ομάδα λαογράφων μελετητών, έχει αλλάξει μορφή, καθορίζοντας, ως ακολούθως, και την τύχη όλων των παραμυθιών: «Από τον προφορικό λόγο πέρασε στην έντεχνη γραπτή αφήγηση: οι άθλοι των τρομερών μεταναστών που πήγαν στις νέες χώρες, τα κατορθώματα των καουμπόηδων πέρασαν στα γουέστερν. Οι σχέσεις των ανθρώπων με τις μηχανές, η έρευνα των βυθών και του διαστήματος έγιναν θέματα διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας. Όμως, όσο κι αν το παραμύθι άλλαξε μορφή, ο στόχος του μένει πάντα ίδιος: να τέρπει και να ψυχαγωγεί ξεπερνώντας τα εθνικά όρια» (Ελληνικός Λαϊκός Πολιτισμός. Τόμος πρώτος. Στοιχεία για την κοινωνική οργάνωση των Ελλήνων στα χρόνια της Ξενοκρατίας και τα μνημεία του Λόγου (Από ομάδα εργασίας), Γνώση, Αθήνα, 1985, 273).
Εις επίρρωσιν των παραπάνω, ο Μερακλής διαβεβαιώνει πως «η θαυμάσια και μεταφυσική ουσία του παραμυθιού δε χάθηκε στην εποχή μας», όπως άλλωστε και σε καμμιά άλλη εποχή.
Στο μαγικό παραμύθι και στις περιπτώσεις θνητών γυναικών με υπερφυσικές δυνάμεις, οι κακές πτυχές της γυναικείας φύσης διαπερνούν το παραμύθι υπόγεια και συγκαλυμμένα. Νεαρές και όμορφες κοπέλες είναι ασυμβίβαστο να είναι κακές. Όμως όταν η γυναίκα περάσει στην ωριμότητα, τότε ανεμπόδιστα πια της αποδίδονται καταστρεπτικές δυνάμεις. Συνήθως ζηλιάρα μητριά στο λυκόφως της ωραιότητάς της ή κακιά πεθερά, αποστερημένη οριστικά από κάθε θηλυκό χαρακτηριστικό, προκαλεί το κακό στις νεότερες γυναίκες. Έχοντας στη διάθεσή της ένα σωρό μαγικά μέσα, δακτυλίδια, καρφοβέλονα, κλειδωτήρια κ.ά. μεταμορφώνει τη δύστυχη προγονή της σε πουλί (στο παραμύθι της «Μαρδίτσας», Γ. Ιωάννου, σ. 119) ή αποπειράται να τη θανατώσει (στο παραμύθι «Η Πούλια και ο Αυγερινός», Γ. Ιωάννου, ό.π. σ. 214-218). Σαν πεθερά υποβάλλει τη νύφη της σε άπειρα βασανιστήρια ή την οδηγεί σε βέβαιο χαμό:
«Και σαν πήγαν στο βασιλικό παλάτι, έκαμε χαρά και την πήρε γυναίκα. Ο βασιλιάς αγάπησε τη νύφη του κι η βασίλισσα τη φτόνησε. Μια μέρα, που βγήκε το βασιλόπουλο όξω, φωνάζει η βασίλισσα τις δούλες και τις λέει να πάρουν τη νύφη της να σεργιανίσ’ και να τη ρίξουν στο πηγάδι. Κι οι δούλες έκαμαν καθώς επρόσταξεν η βασίλισσα» (Αστερνός και Πούλιω (Γ.Ιωάννου, ό.π., σ. 212)).
Δίκαια λοιπόν το κοινωνικό σύνολο τις ονομάζει: «κακούργα», «σκύλα», «φαρμάκι πεθερά», «που να μη σώσει και να μη φτάσει να σηκωθεί, να ξυλιάσει και να ξερομαραθεί η αχρόνιστη». Όλες αυτές οι ώριμες ή γριές γυναίκες συμπεριφέρονται άσπλαχνα, γιατί αγωνίζονται πάντοτε, με τον ένα ή τον άλλο υπονοούμενο τρόπο, να διατηρήσουν το ενδιαφέρον του άντρα. Η μητριά, γιατί επισκιάζεται η ομορφιά της στα μάτια του καθρέφτη ή του ήλιου, συμβολικούς κριτές του αντρικού φύλου, και η πεθερά, γιατί κινδυνεύει να εκτοπισθεί από την καρδιά του γιου της.
Μόνο όταν οι γυναίκες είναι ουσιαστικά άφυλες, με άλλα λόγια όταν παύουν να έχουν ενδιαφέρον για το άλλο φύλο και συμβιβάζονται με την απουσία ερωτισμού στη ζωή τους, μόνο τότε διαθέτουν δυνάμεις θετικές -προφητείες, συμβουλές ή μαγικά δώρα- τις οποίες θέτουν στην υπηρεσία των ανθρώπων:
«Ήταν ένας ψαράς και δεν αποκτούσε παιδιά. Μια μέρα περνά μια γριά, βλέπει τη γυναίκα του ψαρά και της λέει: ...Αν έπιανε ο άντρας σου το χρυσό ψάρι, θα αποκτούσατε παιδιά... Και να το κάνετε έξι κομμάτια. Ένα κομμάτι να φας εσύ κ’ ένα ο άντρας σου και θα κάνετε δύο παιδιά. Ένα κομμάτι η σκύλα, και θα κάνει δύο σκυλιά...» [Τα δίδυμα αδέρφια (Γ.Μέγα, σ. 55)].
Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις θνητές γυναίκες που χρησιμοποιούν υπερφυσικές δυνάμεις -για το καλό ή το κακό- κατέχει η Γυναίκα - Δημιουργός, όπως εσωκλείεται στο γνωστό ήδη παραμύθι «του κυρ-Σιμιγδαλένιου». Η ηρωίδα, ανικανοποίητη από τους υποψήφιους μνηστήρες της, αποφασίζει να κατασκευάσει η ίδια τον άντρα που θα παντρευτεί από «ένα τσουβάλι μύγδαλα, ένα τσουβάλι σιμιγδάλι και ένα τσουβάλι ζάχαρη».
Για τον Max Luthi, το παραμύθι αυτό εντάσσεται σ’ έναν ευρύτερο κύκλο παραμυθιών που έχουν ως θέμα την εμψύχωση και ενανθρώπιση μιας κούκλας. Ο κυρ-Σιμιγδαλένιος κατασκευάστηκε κυρίως από ζάχαρη και αυτό κάτι δείχνει. Αν το δούμε από ψυχολογική πλευρά, η βασιλοπούλα δημιουργεί τον αγαπημένο της από αυτήν την ίδια. Δεν αγαπάει άλλον άνθρωπο, αγαπάει μιαν εικόνα, που τη φτιάχνει η ίδια και για την ίδια που την ανασταίνει και τη φροντίζει. Δεν αγαπάει τον άλλον, αγαπάει τον εαυτό της. Η εικόνα, που έχει μέσα της, είναι γλυκιά γι’ αυτήν και κυριεύεται από αυτήν. Για να το πούμε με όρους της ψυχολογίας, η νέα φτιάχνει μια ιδανική εικόνα του εαυτού της, που τη μεταφέρει σ’ έναν άνθρωπο. Δεν ερωτεύεται στο βάθος τον άλλον άνθρωπο, αλλά το γλυκό είδωλο που αναδύθηκε από μέσα της (Μ. Γ. Μερακλής: «Θέμα και μοτίβο» στο Έντεχνος λαϊκός λόγος, σ. 105-106).
Δεν θα είχαμε επιχειρήματα για να διαφωνήσουμε με την παραπάνω ερμηνεία, θα θέλαμε όμως να επιστήσουμε την προσοχή σε ένα σημείο, το οποίο ενδεχομένως θα φώτιζε και από άλλη πλευρά τη γυναικεία αυτή μορφή. Τα υλικά της δημιουργίας, που είναι καρποί της γης, μας παραπέμπουν συνειρμικά σε αρχέγονες λατρείες, με επίκεντρο τη Μητέρα-Γη, που αναπτύχθηκαν σε κοινωνίες καθαρά αγροτικές. Η θεότητα αυτή λατρευόταν στην παλαιολιθική εποχή, πολύ πριν εμφανισθούν οι πατριαρχικοί μύθοι που μιλούν για Θεό-δημιουργό. Οι πρωτόγονες γεωργικές κοινωνίες, έχοντας εύστοχα παρατηρήσει τις αντιστοιχίες ανάμεσα στη γονιμότητα του γυναικείου κορμιού και της φύσης, οδηγήθηκαν με το ένστικτό τους σε θεότητα θηλυκή. Ο παραλληλισμός γης και γυναίκας είναι συνεχώς εμφανής. Η βασική προϋπόθεση ότι όλα γεννιούνται και όλα ξαναγυρίζουν με το θάνατό τους στην αρχική ζωοδότρα πηγή, τη Γη, ο αέναος κύκλος ζωής και θανάτου φέρει στο φως τις πρωταρχικές ανθρώπινες δοξασίες και φοβίες που διαποτίζονται από σεβασμό για το γυναικείο φύλο (Πρβ. Μ. Εliade: “La Terre-Mere et les Hiιrogamies cosmiques”, Eranos-Jahrbuch (XXII), 1953, σ. 57-95).
Κάτω από αυτό το πρίσμα, θα θεωρήσαμε το παραμύθι του Σιμιγδαλένιου, με το αρχέγονο υλικό που εσωκλείει, σαν το κλειδί για την κατανόηση συνολικά των υπερφυσικών γυναικών των παραμυθιών. Όποια μορφή και αν παίρνουν, πότε με προσωπείο τρομακτικό και πότε μειλίχιο, πότε καταστροφικές και πότε ζωογόνες, όλες αυτές οι γυναικείες μορφές, η μια δίπλα στην άλλη, συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο, συμπληρωματικό, καθόλου αντιφατικό, παρά τις αντιθέσεις του, πρόσωπο της Γυναίκας. Αυτό που χαράχθηκε στην αυγή του πολιτισμού και που διαμέσου των αιώνων ακρωτηριάσθηκε, χάθηκε, παραλλάχθηκε ή διατηρήθηκε σε λανθάνουσα κατάσταση, ανεξήγητο πολλές φορές στο σημερινό αναγνώστη. Της Γυναίκας - Θεάς που μέσα από τη φυσιολογία του σώματός της ζει, γνωρίζει μέχρι τα μύχια της ψυχοσύνθεσής της το μυστήριο της ζωής.
Εάν η θνητή γυναίκα των λαϊκών παραμυθιών με τη γήινη παρουσία της προσγειώνει τον ακροατή με τρόπο πιο απτό στην πραγματικότητα, η υπερφυσική γυναίκα διασώζει και ενσαρκώνει το προαιώνιο, πανανθρώπινο δέος μπροστά στο ακατανόητο νόημα της ζωής και του θανάτου (Ενδιαφέρουσα μελέτη, κατά βάση ανθρωπολογική, για τη διαχρονική, διπολική, πολύμορφα εκφρασμένη, παρουσία της γυναίκας στο μύθο, στο Μ. D. Mascetti: Το τραγούδι της θεάς Εύας (μετάφραση Β.Αλιφέρη), Γκοβόστη, Αθήνα). Η δισυπόστατη μορφή της σε όλες της τις παραλλαγές αγκαλιάζει αυτό που αναζητεί η ανθρώπινη ψυχή και που η εξωτερίκευσή του διατρέχει εσωτερικές διαδρομές, όπως τόσο γνήσια μας διδάσκει το λαϊκό παραμύθι.
Το γεγονός ότι από την αρχαία Ελλάδα δεν μας έχει διασωθεί κανένα γνήσιο παραμύθι ούτε λαϊκή παράδοση, οδήγησε πριν από αρκετά χρόνια στη διατύπωση της θεωρίας, πως ο αρχαίος ελληνικός λαός ήταν από τους λίγους εκείνους λαούς ίσως και ο μόνος που μέσα στον κόσμο του δεν είχε παραμύθια. Είναι αλήθεια πως η γραπτή παράδοση των Ελλήνων απέφυγε να δώσει την προσήκουσα σημασία στη λαϊκή δημιουργία και φαίνεται παράλληλα να μην ενδιαφέρθηκε και πάρα πολύ να τη διασώσει. Στην παραπάνω όμως ασταθή θεωρία της παντελούς έλλειψης παραμυθιών, αντιτίθεται η άφθονη παρουσία παραμυθικών και λογοποιικών θεμάτων στις ηρωικές παραδόσεις, γεγονός που αποτελεί αδιαφιλονίκητη απόδειξη, ότι οι αρχαίοι Έλληνες και παραμύθια είχαν και λογοποιίες, οι οποίες μεταβιβάστηκαν στους βυζαντινούς μέσω των μαρτυρολογίων, συναξαρίων και των βίων των αγίων της πρώιμης, μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου.
Δημιουργία παραμυθιού με τις λειτουργίες του Β. Προπ.
Ο Β. Προπ μελετώντας τα ρώσικα μαγικά παραμύθια προχώρησε στην ανάλυση της δομής τους και διαπίστωσε ότι υπάρχουν σταθερά και αμετάβλητα στοιχεία που αφορούν τα δρώντα πρόσωπα. Τα αμετάβλητα αυτά στοιχεία είναι γνωστά ως λειτουργίες και ανέρχονται σε 31 (βλ. Προπ Β., Μορφολογία του παραμυθιού, μετ. Παρίση Α. Καρδαμίτσας, Αθήνα 1987). Ο εκπαιδευτικός μπορεί να εμπλέξει τα παιδιά στη δημιουργία παραμυθιών με βάση τις λειτουργίες του Προπ. Αυτό προϋποθέτει την εξοικείωση των παιδιών με τις λειτουργίες.
Η συχνή ακρόαση λαϊκών παραμυθιών συντελεί στην προσέγγιση των λειτουργιών από τα παιδιά. Είναι χρήσιμο μετά από κάθε αφήγηση ο εκπαιδευτικός να θέτει συγκεκριμένες ερωτήσεις με στόχο να εντοπιστούν οι λειτουργίες μια-μια. Στη συνέχεια ο εκπαιδευτικός επιλέγει με τα παιδιά τις λειτουργίες που θεωρούνται απαραίτητες για την οργάνωση της αφηγηματικής πλοκής και προχωρεί αρχικά σε ομαδική δημιουργία παραμυθιού.
Οι λειτουργίες του Προπ είναι οι ακόλουθες:
(31 Λειτουργίες δρώντων προσώπων στο λαϊκό παραμύθι)
(Μετά την αρχική κατάσταση)
1. Απουσία
2. Απαγόρευση
3. Παράβαση
4. Διερεύνηση
5. Εκχώρηση
6. Εξαπάτηση
7. Συνενοχή
8. Δολιοφθορά
9. Μεσολάβηση
10. Έναρξη της αυτενέργειας
11. Αναχώρηση
12. Α΄ λειτουργία του δωρητή
13. Αντίδραση του ήρωα
14. Εφοδιασμός μαγικού μέσου
15. Τοπική μετακίνηση
16. Πάλη
17. Σημάδεμα
18. Νίκη
19. Εξάλειψη
20. Επιστροφή
21. Καταδίωξη
22. Διάσωση
23. Μη αναγνωρίσιμη άφιξη
24. Αβάσιμες απαιτήσεις
25. Δύσκολο πρόβλημα
26. Λύση
27. Αναγνώριση
28. Ξεσκέπασμα
29. Μεταμόρφωση
30. Τιμωρία
31. Γάμος
Οι βασικές λειτουργίες πάνω στις οποίες μπορεί να οργανωθεί μια μυθοπλασία είναι οι ακόλουθες:
Βασικές λειτουργίες μυθοπλασίας παραμυθιού (κομβικές λειτουργίες αφηγηματικής δομής). (Ενδιαφέρον παρουσιάζει το βιβλίο, Μια φορά κι έναν καιρό... αλλά ...μπορεί να γίνει και τώρα, του Ε. Αυδίκου, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1999, που αποτελεί μια πρόταση για τη διαμόρφωση του χώρου της εκπαίδευσης σε χώρο εκκόλαψης παραμυθάδων).
1. Απαγόρευση-παράβαση
2. Δολιοφθορά
3. Αναχώρηση
4. Βοηθός
5. Μαγικό μέσο
6. Μεταφορά
7. Πάλη-νίκη
8. Επιστροφή
9. Τιμωρία
10. Γάμος-αμοιβή
Έχει αποδειχτεί ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αντιμετωπίζουν δυσκολίες ως προς την οργάνωση - δομή μιας δικής τους αφήγησης. Η αφήγηση μιας ιστορίας από τα παιδιά είναι σύνθετη δραστηριότητα και απαιτεί τριβή με πολλά, διαφορετικά είδη λόγου. Οι αυθόρμητες αφηγήσεις των νηπίων στερούνται της σχέσης αιτίου και αποτελέσματος καθώς και του απαραίτητου αριθμού επεισοδίων που βασίζονται στις αιτιώδεις σχέσεις.
Οι μυθοπλαστικές δεξιότητες των νηπίων δεν βασίζονται σε επεισόδια και δεν περιλαμβάνουν εμπόδια (Για την ανάπτυξη της ικανότητας των παιδιών να λένε ιστορίες βλ. ομότιτλο άρθρο στο βιβλίο, κείμενα εξελικτικής ψυχολογίας, α΄ τ.. ΓΛΩΣΣΑ, επιμ. Βοσνιάδου σ., Gutenberg, Αθήνα 1995, σ. 113).
Προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης της ικανότητας μυθοπλασίας και της κατανόησης των αφηγηματικών δομών ο εκπαιδευτικός / εμψυχωτής μπορεί να μυήσει τα παιδιά ακολουθώντας διάφορες τακτικές. Η περίπτωση των ερωτήσεων που ακολουθούν και που υποβάλει ο εκπαιδευτικός στα παιδιά, συντελούν στην καλλιέργεια της μυθοπλαστικής ικανότητας (Για την καλλιέργεια της μυθοπλαστικής ικανότητας των νηπίων με βάση τις βασικές αφηγηματικές δομές βλ. Με ένα Φι και ένα Πι-Φτιάχνω παραμύθια, Τσιλιμένη Τ., Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000).
Ποιος ήταν (ο πρωταγωνιστής)
Που ήταν
Τι έκανε (τι συνέβη)
Γιατί (αιτίες δημιουργίας κατάστασης)
Τι έγινε μετά
Τι έγινε στο τέλος.
Σύμφωνα με την παραπάνω επιστημονική και φιλολογική ανάλυση του μαγικού παραμυθιού, απ’ τη μια μεριά, και την προφανή και αποδεδειγμένη διαπλοκή των πρωτοβυζαντινών αγιολογικών κειμένων με στοιχεία λογοτεχνικής προφορικότητας και λαϊκών, προφορικών μυθικών παραδόσεων, από την άλλη, αποκαλύπτεται με ενάργεια και καθαρότητα ο τρόπος που η λογοτεχνική δημιουργία, γραπτή και προφορική, ενοποιείται στο πρώιμο Βυζάντιο: το γεγονός αυτό αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα πολιτισμική πρωτοτυπία, αφού με εσωτερικά, λεπτά νήματα, οι δυο ομόριζες συνιστώσες της λογοτεχνικής δημιουργίας, προφορική λογοτεχνική παράδοση και γραπτή λογοτεχνική παραγωγή συνδέουν με άρρηκτους δεσμούς την αρχαία ελληνική λαϊκή και λόγια σκέψη και φιλοσοφία με την αντίστοιχη πρώιμη χριστιανική - βυζαντινή.
Β
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.