Β
Στο βίο της οσιομάρτυρος Σωσάννης (300 μ.Χ.) που μεταμφιέστηκε σε άνδρα και μετονομάστηκε Ιωάννης για να εισαχθεί σε ανδρικό κοινόβιο - μοναστήρι, υπάρχει μυθιστορηματική πλοκή καθώς και η πληροφορία ότι κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο στην περιοχή της Παλαιστίνης και συγκεκριμένα στην πόλη της Ιερουσαλήμ υπήρχαν μεικτά κοινόβια-μοναστήρια όπου συμμόναζαν άνδρες και γυναίκες.
Στο συναξάρι του Αγίου Μοδέστου (298 μ.Χ.) αναβιώνουν οι μύθοι και οι ιστορίες, αφού κυρίως υποφώσκει ο παραλληλισμός των περιπετειών του Αγίου με τις περιπέτειες του Ιωσήφ λόγω της κακίας και της ζήλιας των αδελφών του. Επομένως για άλλη μια φορά «η ιστορία επαναλαμβάνεται» και τα «σημεία και τέρατα» που εμφανίζονται στη βάπτιση του Αγίου ανακαλούν επίσης τα αντίστοιχα παράδοξα φαινόμενα που παρουσιάσθηκαν στη βάπτιση του Χριστού: «Ότε δε εβαπτίζετο ο άγιος, συνέβη θαύμα παράδοξον. Εφάνη δηλαδή στύλος πυρός από τους ουρανούς καταβαίνων, ο οποίος επεστηρίζετο επάνω εις την κεφαλήν του βαπτιζομένου.
Στο συναξάρι του μάρτυρα Βονιφατίου που έζησε στην εποχή του Διοκλητιανού και προερχόταν από κατώτερο κοινωνικό στρώμα (συγκεκριμένα ήταν δούλος κάποιας συγκλητικής ονόματι Αγλαίδος) υπάρχει πρωτότυπη πραγματικά πληροφορία πως ακόμη και οι ειδωλολάτρες αναζητούσαν λείψανα χριστιανών Αγίων γιατί είχαν πεποίθηση στη θαυματουργική τους βοήθεια και προστασία. Βέβαια στην περίπτωση του Βονιφατίου, εξαιτίας της στενής τους σχέσης με την κυρία του και της εκτίμησής της προς το πρόσωπό του, η αγιοποίησή του προβάλλει εξαιρετικά μεγαλοπρεπής και φανερή στην εποχή του Διοκλητιανού, εποχή διωγμών και κατατρεγμών για τους χριστιανούς. Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα του συναξαρίου: «Η δε Αγλαίς μετά χαράς προϋπαντήσασα το άγιον λείψανον και πολυτελώς τούτο τιμήσασα ενεταφίασεν αυτό τέσσαρα μίλια σχεδόν έξω της πόλεως Ρώμης. Ύστερον δε ωκοδόμησε και ναόν εις το όνομά του εν τω μέσω της πόλεως κατά το κάλλος και κατά την ύλην λαμπρότατον, όπου καθ’ εκάστην πηγάς ιαμάτων προχέει».
Στο συναξάρι των 10 μαρτύρων που αγίασαν στην Κρήτη επί Δεκίου (250 μ.Χ.), παρακολουθούμε τη διαπόμπευση των μαρτύρων απ’ τον όχλο των εθνικών: «Εις διάστημα λοιπόν τριάκοντα ολοκλήρων ημερών εδιώκοντο οι του Χριστού αθληταί από τους ατάκτους έλληνας και ενεπαίζοντο και εδέροντο και ελιθοβολούντο και εκολαφίζοντο (ήγουν με βαθουλήν την παλάμην εκτυπώντο όπισθεν εις τον λαιμόν, ώστε εκ του κτυπήματος εγίνετο κρότος προς εμπαιγμόν) και εμπτύοντο εις το πρόσωπον και εσύροντο κατά γης επάνω εις τας κοπρίας».
Στη διήγηση για τη φυγή της Θεοτόκου στην Αίγυπτο παρουσιάζεται σ’ όλο του το μεγαλείο ο χαρακτηριστικός τρόπος σκέψης των βυζαντινών, δηλ. η εκ των υστέρων λογική ερμηνεία των ιερών γεγονότων: «Διότι αν δεν έφευγεν ο Κύριος, αλλά συνελαμβάνετο από τον Ηρώδην, ει μεν και εφονεύετο από εκείνον, βέβαια ήθελεν εμποδισθή η σωτηρία των ανθρώπων, ει δε και δεν εφονεύετο, δια να τελειώση την οικονομίαν βεβαίως ήθελε φανή εις τους πολλούς ότι δεν εφόρεσε την ανθρωπίνην φύσιν πραγματικώς και κατά αλήθειαν, αλλά μόνον κατά δόκησιν και φαντασίαν. Επειδή, αν εφόρει σάρκα αληθή, βεβαίως ήθελε κοπή από την σπάθην. Αν λοιπόν οι άθλοι αιρετικοί ετόλμησαν να είπωσι τούτο, ότι δηλαδή κατά φαντασίαν ο Κύριος εγεννήθη, ως ο θεομάχος Μάνης και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι, αν και δεν έλαβον εις τούτο καμμίαν αιτίαν και αφορμήν, πόσω μάλλον ήθελον ειπεί τούτο εάν εύρισκον και αιτίαν; Δια τούτο λοιπόν φεύγει ο Κύριος εις την Αίγυπτον δια τας ρηθείσας δύο αιτίας. Και προς τούτοις ίνα συντρίψη και τα εν Αιγύπτω ευρισκομένα είδωλα».
Στο Συναξάρι της αγίας Δόμνας που έζησε κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού και καταγόταν απ’ τη Νικομήδεια «ιέρισσα υπάρχουσα του εν τω παλατίω ναού», είναι φανερός, από διάφορα περιστατικά, ο θρησκευτικός συγκρητισμός των πρωτοχριστιανικών χρόνων.
Στο βίο του μάρτυρα Φιλεταίρου που έζησε επί Διοκλητιανού (286 μ.Χ.) εξαίρεται η ομορφιά ως αξία, κληροδοτημένη απ’ την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα: η εξωτερική εμφάνιση του αγίου περιγράφεται με λεπτομέρειες κολακευτικές (μεγαλόσωμος, ωραίος κ.τ.λ.). Βέβαια, ο αγιογράφος τονίζει τον παράγοντα θαύμα ως τον αποφασιστικότερο στη μεταστροφή του ειδωλολάτρη ηγεμόνα απέναντι στον άγιο, όμως σπεύδει να συμπληρώσει πως και το κάλλος και το λαμπρό γένος του συνέβαλαν, με τον τρόπο τους, στο να αφήσει ελεύθερο τον άγιο. Στο ίδιο επίσης συναξάρι γίνεται αναφορά στις απαρχές του μοναχισμού στο όρος της Σιγριανής.
Στο βίο του μάρτυρα Καρτερίου (298 μ.Χ., επί Διοκλητιανού) διαπιστώνουμε από πολύ συγκεκριμένες αναφορές πως η ζωή του αγίου με το μαρτυρικό του θάνατο αποτελεί επανάληψη της ζωής του Χριστού (μίμησις Χριστού): «Εβραίος τις εκεί παριστάμενος εθυμώθη πολλά και λαβών ο αλιτήριος εν ακόντιον εκτύπησε με αυτό και διεπέρασε την πλευράν του αγίου. Και πρώτον μεν εξήλθεν ύδωρ από την πλευράν του τόσον πολύ, ώστε έσβεσε το πυρ της καμίνου, ύστερον δε εξήλθε και αίμα και ούτω παρέδωκεν ο γενναίος αγωνιστής την ψυχήν του...».
Στο βίο του οσίου Παύλου του Θηβαίου, που έζησε κατά τους χρόνους του Δεκίου και του Ουαλλεριανού (255μ.Χ.), μέσα στη βαριά ατμόσφαιρα των διωγμών, συναντούμε την ξεχωριστή, πραγματικά εξαιρετική περίπτωση της επιβράβευσης της δειλίας του αγίου, ο οποίος καταφεύγει στα βουνά για ν’ αποφύγει τα μαρτύρια του διωγμού κατά των Χριστιανών. Στη συνέχεια, όμως, επανορθώνει την πρότερή του δειλία - φόβο με τον οσιακό του βίο.
Ο μάρτυς Πάνσοφος που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου (250μ.Χ.) αντιμετωπίζει και «ελέγχει» τις πλάνες των Ελλήνων-εθνικών (ειδωλολατρών) με τα ίδια τους τα όπλα: «από τους ιδίους μύθους τους οποίους είχον». Το γεγονός αυτό πιστοποιεί τη δύναμη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (φιλοσοφίας, ρητορικής κ.τ.λ.) καθώς και το ότι οι χριστιανοί λόγιοι εκμεταλλεύτηκαν τον πλούτο της για να θεμελιώσουν τα δόγματα και τη φιλοσοφία της καινούριας θρησκείας.
Στο συναξάρι της μάρτυρος Ευφρασίας που έζησε στα χρόνια του Μαξιμιανού (290μ.Χ.) ο θάνατος προβάλλεται προτιμότερος της ατίμωσης για την αγία, η οποία χρησιμοποιεί το ακόλουθο τέχνασμα για να τον πετύχει: «παρεδόθη εις ένα βάρβαρον εκείνον ότι, αν δεν την πειράξη, θα τω δώση εν ιατρικόν, δια του οποίου θα διαφυλάττεται απλήγωτος από τας μαχαίρας και από τα ακόντια των εχθρών του. Ταύτα δε λέγουσα επρόσθεσε και τούτο, ότι, εάν θέλης να πληροφορηθής ότι τούτο το οποίον σοι λέγω είναι αληθινόν, δοκίμασον εις τον λαιμόν μου, και ευθύς εξέτεινε τον λαιμόν της. Ο δε βάρβαρος νομίσας ότι λέγει λόγια αληθινά εκτύπησε δυνατώτερα εις τον λαιμόν της με την σπάθην και απέκοψε την αγίαν αυτής κεφαλήν».
Παρατηρεί κανείς πως το μαγικό γιατρικό που χαρίζει άτρωτο σώμα απέναντι στα φονικά όπλα συναντάται με μεγάλη συχνότητα και στα λαϊκά παραμύθια και αποτελεί στοιχείο παράδοξο και υπερφυσικό που συνδέεται με τη μαγεία.
Το συναξάρι του μάρτυρα Νεοφύτου που γεννήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας και έζησε στα χρόνια του Δεκίου και του Διοκλητιανού (290μ.Χ.) αποτελεί, ουσιαστικά, μια παραπομπή - παλινδρόμηση στους βίους της Μέσης Βυζαντινής Περιόδου και, κατά πάσα πιθανότητα, το γεγονός αυτό συνδέεται οπωσδήποτε με τη χειρόγραφη παράδοση του συγκεκριμένου βίου και των βίων της Πρωτοβυζαντινής περιόδου γενικότερα.
Στο βίο του αγίου Νεοφύτου συναντάται το υπερφυσικό - μαγικό στοιχείο του περιστεριού που μιλά με ανθρώπινη φωνή, πράγμα που ανακαλεί στο νου μας τα προσωποποιημένα πουλάκια του δημοτικού μας τραγουδιού.
Το συναξάρι του Αποστόλου Τιμοθέου περιγράφει με υπερβολή και χριστιανικό ζήλο μια παραδοσιακή γιορτή των εθνικών κατοίκων της Εφέσου ονόματι «Καταγώγιον», η οποία προκαλεί τα φιλοπερίεργα αισθήματα του αναγνώστη: «Μίαν δε φοράν βλέπων τους Έλληνας ότι εις μίαν πάτριον εορτήν Καταγώγιον ονομαζομένην έκαμνον αταξίας, είδωλα βαστάζοντες εις τας χείρας, προσωπίδας βάλλοντες εις τα πρόσωπα, τραγωδούντες, ορμώντες ληστρικώς επάνω εις άνδρας και γυναίκας και φονεύοντες ο εις τον άλλον, ταύτα, λέγω, βλέπων εθερμάνθη από το πυρ του θεϊκού ζήλου και δεν υπέφερε τα τοιαύτα άτοπα, αλλ’ εδίδασκεν αυτούς και παρεκίνει να παύσωσι τας αταξίας ταύτας».
Στο βίο του Μαϋσιμά του Σύρου που συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στο 14ο κεφάλαιο της Φιλοθέου ιστορίας υπάρχουν πολλές αναφορές στη γεωργική ζωή της πρώιμης βυζαντινής περιόδου: αναφέρεται έμμεσα η κοινότητα χωρίου και οι βαρύτατοι φόροι τους οποίους όφειλαν να αποδώσουν οι χωρικοί στο κράτος μέσω του αυθέντη του χωρίου Λητώϊου, η επίθεση των χωρικών στον φοροεισπράκτορα για να εκδικηθούν την καταπίεση που τους ασκούσαν και η οποία συμπεραίνεται έμμεσα απ’ την αλληλουχία των γεγονότων του βίου.
Ο όσιος Ζωσιμάς στις διδασκαλίες του (διδαχές) περί θυμού, τις οποίες διασώζει ο Ευεργετηνός στη σελίδα 499, εκφράζει την άποψη, που επιβεβαιώνει με τη μαρτυρία του συγκεκριμένου περιστατικού που παραθέτει, πως υφίστατο ρατσισμός εν μέσω των ασκητών της ερήμου. Ο ρατσισμός των ασκητών στρεφόταν κατά ενός μαύρου ασκητή, Αιθίοπα στην καταγωγή, του Αββά Μωϋσή: «Καθώς και ο Αββάς Μωϋσής, ότε μεν το πρώτον εξουδενώθη από τους πατέρας, ειπόντας. «Τι και ο Αιθίοις ούτος έρχεται εν μέσω ημών;», τότε εταράχθη μεν, αλλά δεν ελάλησεν, ως μόνος έλεγεν. Ότε δε δεύτερον υβρίσθη από τους κληρικούς και εδιώχθη από το ιερατείον, τότε όχι μόνον δεν εταράχθη, αλλά και τον εαυτόν του επέπληξεν ειπών: «Σποδόδερμε, μελανέ καλώς σοι εποίησαν. Μη ών γαρ άνθρωπος, τι έρχη εν μέσω ανθρώπων;».
Στο βίο του οσίου Συμεών του επιλεγομένου παλαιού υπάρχει το παραμυθιακό στοιχείο των τριών μήλων που ενέχει και το συμβολισμό της Αγίας Τριάδος.
Στη διήγηση για την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου που μαρτύρησε επί Τραϊανού (110 μ.Χ.) λέγεται ότι τα λιοντάρια που κατασπάραξαν τον άγιο άφησαν άθικτη την καρδιά του, πληροφορία που ανακαλεί στο νου μας διάφορους μύθους και θρύλους για τη μαγική δύναμη της καρδιάς.
Οι άγιοι-μάρτυρες Σιλουανός επίσκοπος, Λουκάς διάκονος και Μώκιος ο αναγνώστης που μαρτύρησαν επί Νουμεριανού (284 μ.Χ.) αποτελούν εξαίρεση για τον τρόπο του θανάτου τους: πρώτα θηριομάχησαν με σθένος και στη συνέχεια παρέδωσαν το πνεύμα τους, ενώ τα θηρία ευλαβήθηκαν τα λείψανά τους και έφυγαν απ’ την αρένα χωρίς καν να τα αγγίξουν.
Στη φιλόθεο ιστορία του Θεοδωρήτου Κύρου σώζεται το συναξάρι του οσίου Ζήνωνος ο οποίος καταγόταν απ’ την Καισάρεια της Καππαδοκίας, ήταν γόνος πλουσίας και περηφανούς οικογενείας και υπήρξε διακομιστής των γραμμάτων του αυτοκράτορος Ουάλεντος (365 μ.Χ.) αυτός λοιπόν ο γραμματισμένος και μορφωμένος ασκητής, για να καλύψει τις πνευματικές του ανάγκες προσέφευγε στο δανεισμό βιβλίων: «Είχε δε συνήθειαν πάσαν Κυριακήν να έρχεται εις την εκκλησίαν και να μεταλαμβάνη τα θεία μυστήρια και πάλιν εγύριζεν εις το κελλίον του. Ελάμβανε δε από τους φίλους έν βιβλίον και το ανεγίνωσκεν όλον, και ούτως έδιδεν εκείνο και άλλο ελάμβανε».
Στο συναξάρι του οσίου Αγαπητού, επισκόπου Σινάου, που έζησε επί Διοκλητιανού στη Μικρά Ασία, υπάρχουν αναφορές στην τροφή των ασκητών (φλοιοί λουπιναρίων και στάχτη), στην υποχρεωτική στράτευση, στο φαινόμενο της αποποίησης της εξουσίας από τον επίσκοπο τη στιγμή της χειροτονίας του και σε αρδευτικά έργα που προβάλλονται, βέβαια, ως θαύματα του Αγίου Αγαπητού: «Δαμιανού δε του θεοφιλεστάτου επισκόπου Σιλανδέων (έστι δε η Σίλανδος πόλις ευρισκομένη εν Λυδία) τα χωράφια ο παραρρέων ποταμός, όστις έτρεχε τον χειμώνα, τα ηφάνιζεν. Ο δε άγιος Αγαπητός δια προσευχής του εγύρισε τον ποταμόν από άλλον τόπον και ούτως έμειναν αβλαβή τα του επισκόπου χωράφια». Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η περιουσία της εκκλησίας και παράλληλα τιθασεύονται οι φυσικές δυνάμεις απ’ τη θαυματοποιό δραστηριότητα του Αγίου, η οποία και πιστοποιεί την εγκυρότητα της Αγιότητάς του.
Στο βίο της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, των πέντε της αδελφών, των δύο της γιών και του δούκα Σεβαστιανού, οι οποίοι μαρτύρησαν επί Νέρωνος (66 μ.Χ.), τα πλήθη των ειδωλολατρών προσηλυτίζονται στο χριστιανισμό από δέος και φόβο για τα παράδοξα θαύματα των Αγίων και οι γυναίκες τους (των εθνικών) παρουσιάζονται επιρρεπείς στα πλούτη, στη χλιδή, στην πολυτέλεια. Εξάλλου η γνώμη του αγιογράφου για τις γυναίκες εν γένει είναι αρνητική (εξαίρεση αποτελούν σ’ αυτό τον κανόνα οι Άγιες γυναίκες των οποίων τους βίους περιγράφει) και αυτό επιβεβαιώνεται απ’ το επόμενο χωρίο του συναξαριστή: «Ήρχισε λοιπόν ο βασιλεύς να απορή και να διαλογίζεται με ποίους τρόπους και τέχνας να νικήση τους αγίους. Και τους μεν άνδρας επρόσταξε να βάλωσιν εις μίαν σκοτεινοτάτην φυλακήν, την δε αγίαν και τας αδελφάς της να τας φέρωσιν εις το χρυσόν αυτού κουβούκλιον και εκεί να στρώσωσιν επτά κλίνας χρυσάς και επτά χρυσούς θρόνους και τράπεζαν και να βάλωσιν έμπροσθέν των χρήματα πολλά και στολίδια χρυσά και φορέματα και ζώνας χρυσάς». Οι περισσότεροι βίοι της πρωτοβυζαντινής και, βέβαια, της παλαιοχριστιανικής εποχής πολύ περισσότερο, διακρίνονται από χρονολογικές ανακρίβειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτό αποτελεί ο βίος της οσιομάρτυρος Ευδοκίας της από Σαμαρειτών, που έζησε επί αυτοκράτορος Τραϊανού.
Η οσία Δομνίνη η νέα, το βίο της οποίας έγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στο 30ο κεφάλαιο της Φιλοθέου Ιστορίας του, επεδείκνυε εξαιρετική αλληλεγγύη προς τους ασκητές. Για του λόγου το αληθές παραθέτω το παρακάτω απόσπασμα: «Με τούτους τους ιερούς αγώνας διήρχετο όλην την ημέραν και νύκτα η τρισολβία και προς τούτοις υπηρέτει και ανέπαυε με όλας της τας δυνάμεις τους τότε οσίους και ασκητάς. Αλλά και εκείνους όσοι ήρχοντο προς αυτήν τους έστελλε μεν να καταλύσωσιν εις την οικίαν του αρχιερέως (του Θεοδωρήτου δηλαδή), τα δε χρειαζόμενα όλα αυτά τα έπεμπεν εις αυτούς, διότι εσυγχωρείτο να λαμβάνη από τα υπάρχοντα της μητρός και των αδελφών της και να τα εξοδεύη εις ελεημοσύνην, ίνα εκ της ελεημοσύνης ευλογηθώσι και αυξηθώσι περισσότερον».
Στο βίο της αγίας Ευθαλίας, μάρτυρος και παρθένου, που καταγόταν απ’ τη Σικελία, διαπιστώνουμε πως ο θρησκευτικός φανατισμός χωρίζει οικογένειες, πράγμα που αποτελεί διαχρονικό φαινόμενο.
Στο συναξάρι του Πιονίου του πρεσβυτέρου που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορος Δεκίου (περ.251μ.Χ.), έχουμε έμμεσες νύξεις στα γεωλογικά φαινόμενα των σεισμών και των ηφαιστείων με τις παρακάτω φράσεις: «πύρινη βροχή» και «φυσικόν πυρ, το οποίον αναβλύζει εκ της γης σε πολλά μέρη του κόσμου».
Ο μάρτυρας Πάπας που κρεμάστηκε σε δέντρο άκαρπο και άγονο προκάλεσε σ’ αυτό, με τρόπο θαυματουργικό, ανθοφορία: το δέντρο βλάστησε φύλλα, άνθη και καρπούς ταυτόχρονα, πράγμα που απηχεί αρχέγονους μύθους με το μαγικό αριθμό τρία και ωθεί σε πολλές αναγωγές σε λαϊκές παραδόσεις.
Στο βίο του μάρτυρα Παγχαρίου, που έζησε επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (286 - 305μ.Χ.), ακολουθείται η αντίστροφη, απ’ ότι συνήθως, πορεία: ο Παγχάριος δεν υπήρξε ειδωλολάτρης που μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό αλλά χριστιανός που αρχικά προσηλυτίζεται στη θρησκεία των εθνικών και αλλαξοπιστεί, όμως στο τέλος επανακάμπτει πανηγυρικά στο Χριστιανισμό και μάλιστα ακολουθεί το δρόμο του μαρτυρίου. Ο Παγχάριος «κατήγετο μεν από την χώραν των Ουσάνων, εκ της πόλεως της καλουμένης Βιλλαπάτης, ήτο δε υιός γονέων Χριστιανών, άνθρωπος υψηλός εις το μέγεθος και ωραίος. Ελθών δε εις την Ρώμην εφιλιώθη με τον Διοκλητιανόν, όθεν έγινε και πρώτος των αρχόντων της Συγκλήτου και υπερβολικώς ηγαπάτο από τον βασιλέα. Δια την υπερβολικήν δε ταύτην αγάπην ηρνήθη, φευ!την εις Χριστόν πίστιν και έγινεν ομόφρων με τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς διώρισε να λαμβάνη ο Παγχάριος κατ’ έτος διάφορα σιτηρέσια από την βασιλείαν, άλλα μεν με έγγραφον διατύπωσιν, άλλα δε και με βασιλικήν προσταγήν, ίνα δια τούτων έχη πάσαν απόλαυσιν και ανάπαυσιν».
Ο βίος της αγίας Δροσίδος, θυγατέρας του αυτοκράτορα Τραϊανού (99μ.Χ.) και των πέντε Κανονικών που μαρτύρησαν μαζί της παρουσιάζει μοτίβα και αφηγηματικούς τρόπους που συναντώνται σε λαϊκά παραμύθια των αγροτικών - παραδοσιακών κοινωνιών (Ο κακός αρραβωνιαστικός, ο ρόλος του δημοσίου λουτρού, ο φούρνος και το καμίνι ως σημεία αναφοράς μαρτυρίων και βασανισμού.).
Στο βίο του αγίου Αρτέμονος, πρεσβυτέρου Λαοδίκειας, που έζησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού, συναντούμε μια θαυματουργική -μαγική- μυθική σκηνή κατά την οποία δυο άγγελοι κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό με σχήμα αετών για να τιμωρήσουν τον ασεβή - ειδωλολάτρη άρχοντα Κόμη: τον αρπάζουν από το άλογό του και τον πετούν στο λέβητα να καεί. Εξάλλου, ο αετός ως σύμβολο δύναμης, αρχοντιάς και μεγαλοπρέπειας συναντάται συχνά και σε λαϊκά παραμύθια (προφορική παράδοση) μα και σε λόγιες διηγήσεις (Ιστορία - γραπτή παράδοση).
Ο βίος των αγίων αυταδέλφων Αμφιανού και Αιδεσίου που μαρτύρησαν επί Μαξιμιανού (295μ.Χ.) και καταγόντουσαν απ’ τη Λυδία της Μικράς Ασίας μνημονεύει καταναγκαστικά έργα τα οποία ήταν υποχρεωμένοι να φέρουν εις πέρας οι Χριστιανοί στην Αίγυπτο: «Ο δε αδελφός του Αιδέσιμος κατεδικάσθη να ταλαιπωρήται εις τα μέταλλα του χαλκώματος τα εις την Αίγυπτον ευρισκόμενα. Βλέπων δε τον άρχοντα Ιεροκλέα να τιμωρή τους Χριστιανούς κατεφρόνησον την ζωήν του και εκτύπησεν αυτόν με την ιδίαν του χείρα, όθεν ετιμωρήθη με διάφορα βάσανα».
Οι μεταμορφώσεις, οι εξαπατήσεις, τα θεατρικά τεχνάσματα και μοτίβα (σημαντικός ρόλος πορνοστασίου, ανδρική αμφίεση παρθένου γυναίκας, εφεύρεση μηχανών και δόλων) καθιστούν το βίο των μαρτύρων Θεοδώρας και Διδύμου (295μ.Χ.) ελκυστική λαϊκή αφήγηση με μυθιστορηματική, πραγματικά, πλοκή.
Στο συναξάρι του μάρτυρος Καλλιοπίου, που μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (294μ.Χ.), έχουμε στην κυριολεξία μίμηση Χριστού ως προς τον τρόπο θανάτωσης του αγίου, γιατί: «Η δε μήτηρ αυτού παρεκάλεσε τους διώκτας να μη θανατώσωσι με άλλον θάνατον τον υιόν της, παρά με σταυρόν, και δια τούτο και μόνον έδωκεν εις αυτούς πέντε χρυσά νομίσματα. Εσταυρώθη λοιπόν ο άγιος κατακέφαλα και, ότε ήλθεν η Τρίτη ώρα της μεγάλης Παρασκευής, τότε ο του Χριστού ποθεινότατος μάρτυς παρέδωκε το πνεύμα. Αφ’ ου δε κατέβασαν το σώμα του μάρτυρος από τον σταυρόν, εχύθη η φιλόπαις μήτηρ και ενηγκαλίσθη τον αγαπητόν της υιόν, έχουσα δε αυτόν εις τας αγκάλας της ελιποθύμησε».
Στο συναξάρι του μάρτυρα Αντίπα, επισκόπου Περγάμου, που μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (83 μ.Χ.) διατυπώνεται η ιδέα πως η παλαιότητα μιας θρησκείας πιστοποιεί και την αξία της: «Εφέρθη λοιπόν εις τον ηγεμόνα ο άγιος. Ο δε ηγεμών εσπούδαζε να πείση αυτόν ότι τα παλαιότερα αυτά είναι και τιμιώτερα, και ότι επομένως η μεν των Ελλήνων θρησκεία ως παλαιά και αυξηθείσα με πολλούς χρόνους είναι τιμιωτέρα, η δε των Χριστιανών πίστις, επειδή ήρχισεν εις τους υστέρους χρόνους και εδέχθη από ολίγους ανθρώπους, δια τούτο είναι και ατιμωτέρα».
Στο συναξάρι της Μεγάλης Τρίτης εκφράζεται η αρχαιοελληνική, κατά βάση, αντίληψη ότι: «ύπνος ο θάνατος λέγεται» αφού «ενύσταξαν όλαι αι παρθένοι και εκάθευδον, ήγουν απέθανον».
Επίσης, στο συναξάρι του Μεγάλου Σαββάτου η ακόλουθη σκηνή θυμίζει, σε βασικά σημεία, ανάλογη διήγηση - σκηνή της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: «Αλλ’ ο Άδης από του νυν κάτω συστρέφεται και ιλιγγιά αισθανόμενος πως πάσχει από δύναμιν κραταιοτάτην και αήττητον. Το λοιπόν, ύστερον από ολίγον έχει να ξεράση δια της του Χριστού αδίκου καταπόσεως, του στερροτάτου και ακρογωνιαίου λίθου, και όλους εκείνους, οπού εξ’ αρχής εκατάφαγε και την παμφάγον του γαστέρα εγέμισε», όπως περίπου κι ο Κρόνος έτρωγε ζωντανά τα παιδιά του, καταπίνοντάς τα ολόσωμα.
Στο βίο του μάρτυρα Κοδράτου και των συντρόφων του (253 μ.Χ.) συναντούμε την έννοια του πνευματικού αθλητισμού, η οποία αποτελεί κοινό τόπο για τους περισσότερους βίους της πρωτοχριστιανικής και πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα: «Επειδή ο άρχων έβλεπε τον αθλητήν, ότι δεν μαλακώνεται ούτε με απειλάς, ούτε με υποσχέσεις δωρεών, αλλά με την δύναμιν των λόγων του επάλαιεν αυτόν και τα είδωλα ήλεγχε...».
Στο βίο του αγίου Χριστοφόρου, που μαρτύρησε επί Δεκίου (250 μ.Χ.) η αντίθεση ανάμεσα στους αγγέλους του φωτός και τους αγγέλους του σκότους, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, στο λευκό και στο μαύρο, γίνεται συμβολική, παραπέμποντας σ’ αρχέγονους μύθους και πολιτισμικές, αντιλήψεις, βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία μας. Το σχετικό όραμα του αγίου Χριστοφόρου είναι χαρακτηριστικό: «Έλεγε δηλαδή ο μακάριος ότι έβλεπεν ένα άνδρα υψηλόν μεν κατά το μέγεθος του σώματος, ωραίον δε κατά το πρόσωπον, ο οποίος εφόρει λευκά, και με τας ακτίνας, αι οποίαι ήστραπτον από το πρόσωπόν του, ενίκα και εσκέπαζε τον λαμπρότατον ήλιον. Επί δε της κεφαλής του υπήρχε λαμπρός στέφανος και τριγύρω του ίσταντο στρατιώται πυρίμορφοι, προς τους οποίους πολεμήσαντες τινές άλλοι μαύροι και άσχημοι εφάνησαν ότι ενικήθηκαν. Ύστερον δε στραφείς ο φοβερός εκείνος άρχων με θυμόν ετάραξε και κατεπάτησεν όλους εκείνους τους πολεμίους και ούτως έλαβε το κατ’ αυτών κράτος και την ισχύν».
Στο βίο του αγίου Θαλλελαίου, που μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Νουμεριανού (284 μ.Χ.), διαπιστώνουμε ότι ένας αρχαιοελληνικός μύθος, ο μύθος του Οιδίποδα, στα βασικά του, τουλάχιστον, σημεία, μεταφέρεται / «περνάει» αλώβητος σ’ ένα χριστιανικό αγιολογικό κείμενο: ο άγιος Θαλλέλαιος «εφέρθη εις τον άρχοντα Θεόδωρον, ο οποίος, επειδή δεν εδυνήθη να πείση τον άγιον να θυσιάση εις τα είδωλα, επρόσταξε να τρυπήσωσι τους αστραγάλους του και να περάσωσι σχοινίον από αυτούς. Έπειτα να κρεμάσωσιν αυτόν κατακέφαλα. Οι υπηρέται λοιπόν ενόμισαν ότι εξετέλεσαν την προσταγήν του άρχοντος και ετρύπησαν τους αστραγάλους του αγίου και τον εκρέμασαν. Τη δε αληθεία ούτε τον ετρύπησαν, ούτε τον εκρέμασαν, διότι επατάχθησαν από αορασίαν και αλλοιωθέντες τον νουν από τινα θείαν δύναμιν δεν ήξευραν τι έκαμνον, ώστε τρυπήσαντες εν ξύλον εκρέμασαν αυτό αντί του αγίου».
Το συναξάρι που αναφέρεται στους μάρτυρες Μελέτιο το στρατηλάτη, Ιωάννη, Στέφανο, Σεραπίωνα τον Αιγύπτιο, Καλλίνικο τον μάγο. Επίσης στη μνήμη των: Κομήτων και Τριβούνων δώδεκα. Γυναικών τριών, Μαρκιανής, Παλλαδίας και Σωσάννης. Δύο νηπίων, Κυριακού και Χριστιανού και του υπολοίπου πλήθους 11.208! αναφέρει καταστροφές αρχαίων έργων τέχνης από θρησκευτικό φανατισμό μερίδας χριστιανών και εξαιτίας της εκδικητικής τους μανίας λόγω των διωγμών που υπέστησαν.
Στο συναξάρι του αγίου Ισαακίου, ηγουμένου της μονής των Δαλμάτων του ομολογητού, ο οποίος έζησε στα χρόνια του Ουάλλεντος του Αρειανού (364μ.Χ.), και το οποίο διηγείται ο Θεοδώρητος Κύρου στα κεφάλαια λ΄, λα΄ και λβ΄του 4ου βιβλίου της Εκκλησιαστικής του Ιστορίας, αποκαλύπτεται η βυζαντινή ιδεολογία της νίκης: «επειδή ο Ουάλης εκατηγόρει τον στρατηγόν Τραιανόν ότι ενικήθη από τους Γότθους δια δειλίαν, εκείνος απεκρίθη με παρρησίαν: ουκ εγώ, έφη, ω βασιλεύ, ήττημαι, αλλά συ πρόη την νίκην, κατά του Θεού παραταττόμενος και την εκείνου ροπήν προξενών τοις βαρβάροις. Παρά σου γαρ πολεμούμενος εκείνοις συντάττεται. Τω Θεώ η νίκη έπεται και τοις υπό του Θεού στρατηγουμένοις προσγίνεται, ή ουκ οίσθα, έφη, τίνας των εκκλησιών, τίσι παραδέδωκας ταύτας; Ταύτα δε και Αρίνθεος και Βίκτωρ (στρατηγοί γαρ ήσαν και αυτοί) συνωμολόγησαν ούτως έχειν και τω βασιλεί μη χαλεπαίνειν παρήνεσαν».
Στο βίο του μάρτυρα Ιουστίνου του Φιλοσόφου, που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου (160μ.Χ.) διαφαίνεται έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στους ειδωλολάτρες φιλοσόφους και τους απολογητές του Χριστιανισμού.
Στο βίο του οσίου Εράσμου απ’ τη Χερμελία της Αχρίδος, που έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού (209μ.Χ.), υπάρχει το φαινόμενο αποποίησης της εξουσίας του αρχιερατικού αξιώματος εκ μέρους του αγίου αλλά ταυτόχρονα διαφαίνεται και η προσωπική επιθυμία του αγίου να αγιοποιηθεί. Αυτή πιστοποιείται απ’ το ακόλουθο χωρίο: «ότε ήλθεν ο καιρός της αυτού τελειώσεως, επροσκύνησε κατ’ ανατολάς τρεις φοράς και παρακαλέσας τον Θεόν να χαρίζη άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον εις όλους όσους ήθελον επικαλεσθή μετά πίστεως το όνομά του και ήθελον εκτελέσει την μνήμην του, ήκουσε θείαν φωνήν άνωθεν λέγουσαν: «Ούτως έσται ως προσηύξω, και περισσότερον γενήσεται, εμού θεράπον Έρασμε».
Στο βίο του αγίου Μητροφάνους, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, που έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου (320μ.Χ.), γίνεται φανερή η κληρονομική διαδοχή που ίσχυσε, κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, στην πλήρωση του αρχιερατικού - επισκοπικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο χωρίο: «αφ’ ου δε απέθανεν ο άγιος Τίτος, έγινεν επίσκοπος του Βυζαντίου Δομέτιος ο πατήρ του αγίου Μητροφάνους. Αποθανόντος δε του Δομετίου έγινεν επίσκοπος ο υιός αυτού Πρόβος και, αφ’ ου εκείνος εκυβέρνησε την Εκκλησίαν χρόνους δέκα, απήλθε προς Κύριον και ευθύς ο άγιος ούτος Μητροφάνης, ο του Πρόβου μεν αδελφός, του δε Δομετίου υιός, ανέβη εις τον θρόνον του Βυζαντίου».
Ο βίος της αγίας Ποταμιαίνης, η οποία μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (304μ.Χ.) αναφέρεται, με τα μελανότερα χρώματα, στη δεινή θέση των δούλων γυναικών στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου: «ήτο εις την Αλεξάνδρειαν η αγία αύτη Ποταμιαίνη, δούλη ακολάστου και ασελγούς αυθέντου και ωραία κατά πολλά εις το πρόσωπον. Ταύτην εβίασε πολλάκις ο αυθέντης της εις αισχράν πράξιν, αλλά μη δυνηθείς να την καταπείση εις το κακόν του θέλημα, εθυμώθη και παρέδωκεν αυτήν εις τον άρχοντα της Αλεξανδρείας λέγων: «η νέα αύτη είναι δούλη μου και δεν συγκατανεύει εις τας προτάσεις μου. Δια τούτο ιδού παραδίδω αυτήν εις τας χείρας σου δια να την κάμης, και με κολακείας και με απειλάς, να κλίνη εις το θέλημά μου. βεβαιώθητι δε ότι, εάν ταύτην την χάριν μοι κάμης, θέλω σε ανταμείψει και εγώ καθώς πρέπει. Αν όμως δεν πεισθή, παίδευσον ως Χριστιανήν και με πικρόν θάνατον τελείωσον αυτήν».
Στο βίο του αγίου Νεανίσκου του σοφωτάτου μάρτυρος το χρυσό δαχτυλίδι ως δώρο, ανταποδοτικό ευεργεσίας ή πρόσκτημα μαγικής δύναμης, κατέχει σημαντική - συμβολική θέση (όπως, άλλωστε, συμβαίνει και στις λαϊκές αφηγήσεις ή στα παραμύθια): «Γυρίσας δε ο άγιος και ιδών την δούλην ακολουθούσαν ένευσεν εις αυτήν με την χείρα του, δια να υπάγη πλησίον του, και ότε υπήγε τη έδωκεν εν χρυσόν δακτυλίδιον, το οποίον είχεν εις την χείρα του και είπεν εις αυτήν: ευχαριστώ σοι, γύναι, διότι με την προδοσίαν σου έγινες πρόξενος εις εμέ τοιούτων αγαθών».
Στο βίο του αγίου Φιλονείδους, επισκόπου Κουρίου της Κύπρου, που έζησε επί Διοκλητιανού (300μ.Χ.) υπάρχουν τρία πολύ ενδιαφέροντα σημεία τα οποία θα αναφέρω και θ’ αναλύσω στη συνέχεια. Στο κείμενο παραδίδεται η πληροφορία πως ο Διοκλητιανός εξέδωσε μια διαταγή κατά την οποία οι ειδωλολάτρες μπορούσαν αλλά και έπρεπε να βιάζουν τους χριστιανούς για να τους μολύνουν και να προκαλέσουν φθορά στα σώματά τους. Ο άγιος Φιλονείδης για ν’ αποφύγει τον φοβερό αυτό εξευτελισμό προέβη σε απόπειρα αυτοκτονίας: ανέβηκε σ’ ένα υψηλό τόπο και «δέσας την κεφαλήν του και το πρόσωπόν του σκεπάσας με το ένδυμά του έκλινε τα γόνατα εις προσευχήν. Αφ’ ου δε προσευχήθη εις πολλήν ώραν, έρριψε τον εαυτόν του κάτω όρθιον. Προ του δε το σώμα να καταβή κάτω, εν τω μεταξύ παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού».
Είναι άξιο παρατήρησης το γεγονός ότι ο αγιογράφος του Φιλονείδου, προκειμένου να μετριάσει το «μελανό» της αυτοκτονίας (την οποία καταδικάζει απερίφραστα η Εκκλησία), καταφεύγει σ’ ένα αποτελεσματικό εύρημα: αυτό του ακαριαίου θανάτου στον αέρα, προτού το σώμα πέσει στη γη. Στη συνέχεια της διήγησης ο άγιος εμφανίζεται σε δυο περιπατητές με λαμπρότητα και κάλλος αρχαίου Έλληνα εφήβου. Η περιγραφή της εμφάνισης αυτής είναι πραγματικά πολύ παραστατική: «Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν περιεπάτουν δύο άνθρωποι προ πολλού αποστήματος της πόλεως. Εις τούτους λοιπόν εφάνη ο άγιος ούτος Φιλονείδης τρέχων γυμνός έμπροσθέν των και φορών μεν στέφανον εις την κεφαλήν, αλειμμένος δε ων με μύρα ευώδη, όστις κρατών κλάδων Βαΐων εις τας χείρας του έλεγεν: ευχαριστώ σοι, Χριστέ μου, ότι εν σοι νενίκηκα, διότι συ από την επίγειον θύραν με ανεβίβασες εις την πύλην των ουρανών».
Στο βίο του μάρτυρος Ιουλιανού του Αιγυπτίου ή Λίβυος που έζησε στην εποχή του Διοκλητιανού (298 μ.Χ.) υπάρχουν αρκετές αναφορές σε φαντάσματα θρύλους, στον αιγυπτιακό πάπυρο που εμποτισθείς με έλαιο χρησιμεύει ως καύσιμη ύλη, σε αρχαίες ελληνικές και ελληνιστικές αντιλήψεις περί ψυχής (προσωποποίηση ψυχής όπως κι άλλων αφηρημένων εννοιών, σύμφωνα με τη γνωστή, ελληνική συνήθεια). Προς πιστοποίηση των παραπάνω, παραθέτω τα ακόλουθα αποσπάσματα:
«όθεν πρώτον επρόσταξεν ο αλιτήριος να καύσωσι το μοναστήριον του ομού με όλους όσους ευρίσκοντο εντός αυτού. Τότε δε είχον καταφύγει εις αυτό και ο Επίσκοπος και οι της χώρας ιερείς και κληρικοί, οίτινες όλοι έλαβον δια πυρός τον του μαρτυρίου στέφανον. Άδεται δε λόγος, ότι εις τον τόπον εκείνον του μοναστηρίου ακούονται φωναί έως της σήμερον, κατά τον καιρόν της ιεράς Ακολουθίας, και ότι πολλαί ενέργειαι θαυμάτων γίνονται εις τους προσερχομένους εν τω τόπω εκείνω».
«Εφέρθησαν λοιπόν όλοι από τον ηγεμόνα εις τον ναόν των ειδώλων και σφραγίσαντες εαυτούς με το σημείον του τιμίου σταυρού, τα μεν γόνατα έκλιναν εις προσευχήν εν τη γη, με τα όμματα δε της ψυχής θεωρήσαντες εις τον ουρανόν εκρήμνισαν όλα τα είδωλα και ως κονιορτόν ελέπτυναν, τον δε ναόν κατεβύθισαν εις την γην. Όθεν άδεται λόγος ότι έως της σήμερον φαίνεται εις τον τόπον εκείνον από μακράν φωτιά, ήτις καίει κάτωθεν».
«Ύστερον δε έδεσαν τα άκρα των χειρών και των ποδών των αγίων με δεμάτια παπυρίου βρεγμένα από έλαιον, και ούτως έδωκαν φωτίαν εις τους παπύρους και ήναψαν ως λαμπάδες».
«Αλλ’ όμως τα λείψανα των αγίων μαρτύρων εγνωρίσθησαν ύστερον, καθότι τα μεν αίματα των αγίων έπηξαν και εσωρεύθησαν επάνω εις τα σώματά των, αι δε άγιαι ψυχαί των εφαίνοντο καθήμεναι επάνω εις τα σώματά των, εις είδος και σχήμα παρθένων».
Στο Συναξάρι του μάρτυρα Αφροδισίου που καταγόταν απ’ την Κιλικία, υπάρχουν προσωποποιήσεις ζώων όπως συμβαίνει και στο λαϊκό παραμύθι (λέαινα που μιλά με ανθρώπινη φωνή και ελέγχει τη σκληρότητα των ειδωλολατρών). Επίσης συναντώνται στοιχεία που θυμίζουν αρχαίους μύθους (π.χ. Αντιγόνης) και παραλογές (πολύστιχα αφηγηματικά ποιήματα με μαγικές, τραγικές, αποτρόπαιες και ζοφερές υποθέσεις). Χαρακτηριστικό είναι το επόμενο χωρίο: «Βλέπων δε τούτο ο τύραννος επρόσταξε να σχισθή μία πέτρα και εις το μέσον αυτής να βληθή ο άγιος. Επάνω δε αυτού να βληθή το άλλο ήμισυ της πέτρας, υπηρετούντων εις τούτο πεντήκοντα πέντε στρατιωτών»
Στο βίο της μάρτυρος Αγριππίνης η νεοπλατωνική ιδέα του πνευματικού έρωτα - αρραβώνα διαγράφεται με ενάργεια: «Αραβωνισθείσα λοιπόν πνευματικώς με τον Χριστόν ανδρείως και θαρσαλέως εμβήκεν εις το μαρτύριον και δια τον έρωτα και αγάπην του νυμφίου της Χριστού παρέδωκε τον εαυτόν της εις πολλά βάσανα και μαρτύρια».
Στο βίο της αγίας Φεβρωνίας, η οποία έζησε επί Διοκλητιανού (288 μ.Χ.) περιγράφεται η ζωή ενός γυναικείου κοινοβίου της πρώιμης περιόδου και η τελική αυτοκτονία του άρχοντα που προσπαθούσε να το καταστρέψει: «Εκεί λοιπόν υπήγον οι στρατιώται του Σελήνου και συντρίψαντες τας θύρας με πελέκεις εμβήκαν εις το μοναστήριον και ευθύς γυμνώσαντες τας μαχαίρας των ήθελον να κατακόψωσι την Βρυαίνην. Παρεκάλεσεν όμως αυτούς Πρίμος ο του Λυσιμάχου ανεψιός να μη κτυπήσωσιν αυτήν, διότι αυτός εφέρετο πάντοτε προς τους Χριστιανούς με συμπάθειαν και ευσπλαχνίαν. Αρπάσαντες δε την Φεβρωνίαν έφερον αυτήν εις τον Σελήνον».
«...Ο δε Σελήνος έξω φρενών γενόμενος εθεώρησεν εις τον ουρανόν και εμούγγρισεν ως βους. Έπειτα κτυπήσας την κεφαλήν του εις μίαν κολόναν κακώς ο κακός την ψυχήν απέρριψε».
Στο Συναξάρι του αγίου Σίμωνα εκφράζεται η απέχθειά του προς κάθε μορφή κοσμικής εξουσίας. Η περίπτωσή του αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα των περισσοτέρων αγίων που έχουν στενές σχέσεις με άρχοντες και ηγεμόνες (και τις επιζητούν). Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στον αντισυμβατικό και στο συμβατικό τύπο αγίων είναι εγγενής στα αγιολογικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου.
Στο βίο του αγίου μάρτυρα Ανέκτου που μαρτύρησε κι έζησε στην εποχή του Διοκλητιανού (298 μ.Χ.) απηχούνται οι παλαιότατοι μύθοι του ακέφαλου φαντάσματος και της ανάβλυσης γάλακτος αντί αίματος απ’ το κόψιμο του λαιμού του αγίου (θάνατος με αποκεφαλισμό). Το κείμενο του βίου καταλήγει: «Ηκολούθησε δε και άλλο θαύμα φρικτόν, διότι λαβών ο μάρτυς εις τας χείράς του την αγίαν του κεφαλήν επεριπάτησε τόπον έως δύο σημεία, και ούτως απήλθε νικηφόρος εις τα ουράνια».
Επίσης θρύλοι για ορισμένα απ’ τα ιερά κειμήλια της Ορθοδοξίας που υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη διασώζονται στο Συναξάρι της Σαμαρείτιδος: «Αυτήν την Σαμαρείτιδα ωνόμασεν ο Χριστός ύστερον Φωτεινήν, η οποία και υπέρ Χριστού εμαρτύρησεν επί του Νέρωνος μετά των εαυτής επτά υιών δια πολλών και ποικίλων σκληροτάτων και πικροτάτων βασάνων αθλήσασα. Έστω δε και τούτο εις είδησιν, ότι το στόμα εκείνου του πηγαδίου, ο βασιλεύς Ιουστινιανός το έφερε με τιμήν από την Σαμάρειαν εις την Κωνσταντινούπολιν, εις τον μέγαν ναόν της Αγίας Σοφίας, και το έβαλεν επάνω εις το φρέαρ, οπού ήτον έξω εις τον νάρθηκα. Ωσαύτως έφερε και τον λίθον εκείνον, επάνω εις τον οποίον ο Χριστός καθήμενος διελέγετο με την Σαμαρείτιδα, και παντοίων νόσων και παθών ήσάν ποτε θεραπευτικά».
Ο όσιος Αστείος, επίσκοπος Δυρραχίου, «τελείωσε» τη ζωή του μ’ ένα πολύ πρωτότυπο αλλά συνάμα βασανιστικό και φρικιαστικό τρόπο: «μέλιτι χρισθείς και υπό μελισσών κεντούμενος». Έζησε επί των χρόνων του αυτοκράτορος Τραϊανού (98μ.Χ.) και επειδή «επέμενεν εις την πίστιν του Χριστού, εχρίσθη με μέλι και εσταυρώθη επί ενός ξύλου πλησίον του τείχους της πόλεως, κατά τον καιρόν του θέρους, ότε καίει ο ήλιος. Όθεν κατακεντούμενος από σφήκας και μελίσσας και μυίας παρέδωσε την ψυχήν του εις χείρας Θεού και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον».
Το όνομά του Αστείος δεν πρέπει να το εκλάβουμε ως παρατσούκλι, παρά τον ιδιόμορφο τρόπο με τον οποίο έληξε η ζωή του, γιατί η λέξη «αστείος» ως επίθετο δεν είχε, τότε, τη σημερινή έννοια: σήμαινε τον κάτοικο του άστεως, τον αναθρεμμένο στην πόλη και μεταφορικά το μορφωμένο, τον ευγενικό, τον κοινωνικό, τον ευφυή, τον αγαπητό.
Στο βίο του μεγαλομάρτυρα Προκοπίου που έζησε επί Διοκλητιανού (290 μ.Χ.) υπάρχει μιαν ενδιαφέρουσα νύξη στον τρόπο που καθιερώθηκαν «εκ των υστέρων» οι εικόνες κατά την πρώιμη ήδη βυζαντινή περίοδο. Η έκφραση «εκ των υστέρων», στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρεται στην υστερόχρονη λογική ερμηνεία της καθιέρωσής τους, δηλαδή της πλήρους επικράτησής τους ως ιερών, στο Βυζάντιο. Είναι χαρακτηριστικό το παραπάνω σχετικό παράθεμα: «...Ευθύς δε άμα ετελειώθη ο σταυρός, εφάνησαν εις αυτόν τυπωμέναι τρεις εικόνες έχουσαι γράμματα Εβραϊκά, τα οποία εφανέρωνον τίνος είναι αι εικόνες, διότι άνωθεν μεν εγράφετο Εμμανουήλ, από δε το έν μέρος εγράφετο Μιχαήλ και από το άλλο μέρος Γαβριήλ».
Στο θρύλο για την αγία Βερονίκη την αιμορροούσα, την οποία θεράπευσε ο Χριστός, υπάρχει η πληροφορία για ύπαρξη αγαλμάτων θρησκευτικής σημασίας καθώς αυτή «εις ευχαριστίαν της ευεργεσίας ετεχνούργησε καλώς τον ανδριάντα του Κυρίου και τούτον έστησεν έμπροσθεν του οίκου της, δια να τιμάται σχετικώς και να προσκυνήται από όλους».
Σύμφωνα με την παράδοση, στα πόδια του αγάλματος του Χριστού φύτρωσε ένα βότανο, το οποίο είχε την ιδιότητα να θεραπεύει διάφορες ασθένειες. Το άγαλμα όμως το κατέστρεψε και πήρε το χάλκωμά του ή ο Μαξιμίνος πριν το Μεγάλο Κωνσταντίνο ή ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός ο Παραβάτης, τοποθετώντας στη θέση του τον ανδριάντα του Δία. (Βλ. Προλεγόμενα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου στο «Πηδάλιον»).
Ο βίος της αγίας μεγαλομάρτυρος Χριστίνας, που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Σεβήρου (200 μ.Χ.) στην περιοχή της Τύρου περιέχει αρκετά στοιχεία που θυμίζουν προφορικές, παραμυθιακές διηγήσεις και, σε μερικές περιπτώσεις απηχούν αρχαίες ελληνικές μυθολογικές παραδόσεις.
Η Χριστίνα ήταν κόρη «ενός στρατηλάτου, Ουρβανού ονομαζομένου, ο οποίος αναβιβάσας αυτήν επάνω εις ένα πύργον υψηλόν την επρόσταζε να μένη εκεί ομού με τους θεούς του, τους κατεσκευασμένους από χρυσόν και άλλην πολύτιμην ύλην. Η δε αγία σκεφθείσα με τον ορθό λογισμόν ότι βεβαίως δεν είναι θεοί τα άψυχα είδωλα τα υπό ανθρώπων κατασκευαζόμενα και κατά νεύσιν Θεού ιδούσα τον ουρανόν δι’ ενός παραθυρίου και στοχασθείσα από τα ποιήματα τον Ποιητήν συνέτριψε τα είδωλα του πατρός της και διεμοίρασεν αυτά εις τους πτωχούς».
«...Έπειτα ερρίφθη εις την θάλασσαν και εκεί έλαβε μεν υπό του Κυρίου το άγιον βάπτισμα, εξήχθη δε υπό θείου Αγγέλου εις την στερεάν». Απ’ το δεύτερο χωρίο γίνεται φανερή η σημασία του θαλασσινού νερού ως καθαριστικού, εξαγνιστικού και αγιαστικού μέσου. Το νερό, εξάλλου, απ’ την ελληνική αρχαιότητα είχε συμβολική, εξαγνιστική, λειτουργία.
Στο βίο της οσιομάρτυρος Παρασκευής που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου (140 μ.Χ.) συναντούμε απόηχους μύθους με φοβερούς δράκοντες που βγάζουν απ’ το στόμα τους καπνούς: «...έπεμψεν αυτήν εις ένα δράκοντα φοβερώτατον, φωλεύοντα έξω της πόλεως, εις τον οποίον είχον συνήθειαν και έρριπτον τους καταδικασμένους εις θάνατον και τους έτρωγεν. Ότε δε η αγία υπήγεν εις τον τόπον εκείνον, βλέπων αυτήν ο δράκων εσφύριζε μεγάλως και ανοίξας το στόμα του εξέβαλε καπνόν πολύν. Η δε αγία πλησιάσασα εις τον δράκοντα είπεν: έφθασεν, ώ θηρίον, εναντίον σου η οργή του Θεού».
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.