Β
Τα συναξάρια και οι βίοι της πρώιμης βυζαντινής περιόδου (πρώτοι χριστιανικοί αιώνες – 6ος αι. μ.Χ.), ως προς τη δομή, τη σύλληψή τους και τους κοινούς τόπους που περιέχουν, αποτέλεσαν τα πρότυπα της μεγάλης αγιολογικής παραγωγής του Βυζαντίου σ’ όλους τους μετέπειτα αιώνες (7ος – 15ος αιώνας).
Πολλές φορές οι αριθμοί των μαρτύρων που μας παραδίδουν τα συναξάρια είναι απίστευτα υπερβολικοί, γι’ αυτό ο μελετητής υποθέτει πως ενδέχεται να είναι πλασματικοί και εκ των υστέρων κατασκευασμένοι. Σ’ αυτή την περίπτωση εντάσσονται και οι 3.628 μάρτυρες που θανατώθηκαν επί Μαξιμιανού το έτος 290 γιατί ήταν χριστιανοί που κρύβονταν απ’ το φόβο του διωγμού στα βουνά και τα σπήλαια της Νικομήδειας.
Ο Αβδαίος ο επίσκοπος υπήρξε ένας απ’ τους πολλούς μάρτυρες του διωγμού που εξαπέλυσε κατά των χριστιανών ο βασιλιάς των Περσών Ισδιγέρδης το έτος 412 ενόσω αυτοκράτωρ του βυζαντίου ήταν ο Θεοδόσιος ο μικρός. Ο Αβδαίος πιάστηκε απ’ τον αρχιμάγο και αναγκάστηκε να προσκυνήσει τον ήλιο και τη φωτιά, αλλά επειδή κατά κανένα τρόπο δεν πειθόταν, μαστιγώθηκε έως θανάτου σ’ όλο του το σώμα με κλαδιά ροδιάς γεμάτα από αγκάθια.
Στο Συναξάρι των Αγίων Ευδοξίου, Ρωμύλου, Ζήνωνος και Μακαρίου είναι ενδιαφέρον γιατί αντιμετωπίζει με τρόπο συμπιληματικό και πυκνωτικό τους αλλεπάλληλους διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων κατά των χριστιανών (το Συναξάρι περιέχει αναφορές στο διωγμό του Τραϊανού το 98 μ.Χ. και στο διωγμό του Διοκλητιανού το 290 μ.Χ.). Ο Ρωμύλος έζησε επί της εποχής του Τραϊανού και είχε το αξίωμα του πραιποζίτου. Ο Τραϊανός σύμφωνα με το συναξάρι ήλεγξε τον αυτοκράτορα επειδή εξόρισε και θανάτωσε 11.000 χριστιανούς στρατιώτες, αριθμό υπερβολικά μεγάλο γι’ αυτό και δύσκολα πιστευτό απ’ τον ερευνητή. Προφανώς πρόκειται για εκ των υστέρων κατασκευασμένη ιστορία με σκοπό την ηθική εξύψωση και εδραίωση της νέας θρησκείας (Χριστιανισμού).
Ο Ευδόξιος ήταν κόμης κατά το αξίωμα στο οποίο υποβιβάστηκε από το ανώτερο του Πριμμικηρίου εξαιτίας της χριστιανικής του ιδιότητας. Διαβλήθηκε λοιπόν στον ηγεμόνα της Μελιτινής που ήταν μητρόπολη της Μικρής Αρμενίας κοντά στον Ευφράτη ποταμό. Ο Ευδόξιος μαθαίνοντας ότι έρχονται άνθρωποι του ηγεμόνα για να τον συλλάβουν, φόρεσε πολύ φτωχικότερα ενδύματα απ’ αυτά που φορούσε συνήθως για να μην τον γνωρίσουν και να παραμείνει απαρατήρητος. Όταν μάλιστα τον συνάντησαν οι απεσταλμένοι και τον ρώτησαν που βρίσκεται ο κόμης Ευδόξιος, ο Άγιος τους υποσχέθηκε να τους δείξει τον καταζητούμενο αν προηγουμένως επισκέπτονταν τον οίκο του για να τους περιποιηθεί και να τους ξεκουράσει απ’ τον κόπο της οδοιπορίας. Το τελευταίο τέχνασμα του Άγίου, δηλαδή η εκβιαστική πρόσκληση που τους απευθύνει για να αποδειχθεί η αγιότητά του, έρχεται σε αντίθεση με την αρχική του μεταμφίεση στην οποία υποθέτει κανείς πως καταφεύγει για να ξεφύγει απ’ τις αρνητικές συνέπειες του διωγμού: Ο άγιος υποδέχεται τους διώκτες του και τους περιποιείται φιλοφρόνως, ενώ λίγο αργότερα ομολογεί πως αυτός είναι ο ζητούμενος Ευδόξιος. Οι στρατιώτες λυπήθηκαν πολύ στο άκουσμα της αποκάλυψής του γι’ αυτό και του προσφέρουν ως αντάλλαγμα της φιλοξενίας του την άδεια να αναχωρήσει προς άγνωστη κατεύθυνση, δηλαδή να ξεφύγει. Ουσιαστικά μ’ αυτό τον τρόπο παραβαίνουν τις εντολές του άρχοντά τους, όμως ο άγιος τους αιφνιδιάζει με την απόφασή του να τους ακολουθήσει. Προτού αναχωρήσει, κάλεσε τη γυναίκα του Βασίλισσα και της ανέθεσε τη φροντίδα όλων των πραγμάτων του οίκου του. Έπειτα της έδωσε εντολή να μην κλάψει καθόλου για το θάνατό του, αλλά να τιμήσει την ημέρα του θανάτου του με κάθε φαιδρότητα και χαρά, κατασκευάζοντας παράλληλα στο χωριό του έναν ευτελή τάφο χωρίς επιγραφή.
Ο Ευδόξιος προτού το μαρτύριό του λύνει ευθαρσώς τη στρατιωτική του ζώνη η οποία ήταν σύμβολο του αξιώματός του μαζί με άλλους 1.104 χριστιανούς στρατιώτες ως ένδειξη άρνησης να θυσιάσουν στα είδωλα. Επτά μέρες μετά το θάνατό του ο Ευδόξιος εμφανίζεται στο όνειρο της γυναίκας του και την προστάζει να πει στο φίλο του Μακάριο να μεταβεί στον οίκο του ηγεμόνα προκειμένου να λάβει κι αυτός τον ποθητό για τους χριστιανούς μαρτυρικό θάνατο. Έτσι και συμβαίνει. Η εμφάνιση αγίου σε όνειρο (κατ’ όναρ) αποτελεί συχνό φαινόμενο στους βίους και στα Συναξάρια της πρώιμης Βυζαντινής περιόδου και παραπέμπει σε παραδόσεις της αρχαίας ελληνικής θρησκείας που φαίνεται ότι επιβίωσαν ανά τους αιώνες («ενύπνια» στα αρχαία Ασκληπιεία).
Στο Συναξάρι του Αγίου Σώζοντος ο οποίος καταγόταν απ’ τη Λυκαονία (περιοχή της Καππαδοκίας που συνορεύει στο νότο με την Κιλικία) υπάρχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες που αναφέρονται στην εποχή του: τέλος 3ου αιώνα - αρχές 4ου αι. μ.Χ. Κατά την νεότητά του ο Άγιος Σώζων ήταν ταυτόχρονα ποιμένας προβάτων και ποιμένας λογικών ανθρώπων (ιερέας). Στην Πομπηούπολη της Κιλικίας, δηλαδή στην επαρχία του Αγίου, συνέβη το παρακάτω αξιομνημόνευτο περιστατικό, σύμφωνα με το βιογράφο του: ο Άγιος μπήκε κρυφά στο ναό των ειδώλων και έκοψε το δεξιό χέρι ενός χρυσού ειδωλολατρικού αγάλματος. Ύστερα το πούλησε και με τα χρήματα που αποκόμισε βοήθησε πολλούς φτωχούς. Όμως, επειδή εξαιτίας της κλοπής του πολλοί άνθρωποι συκοφαντούνταν και βασανίζονταν άδικα ως ύποπτοι διάπραξης του αδικήματος, ο Σώζων από ευσπλαχνία προς αυτούς και από παρρησία προς την ευσέβεια φανέρωσε τον εαυτό του στους υπηρέτες του ναού ομολογώντας την πράξη του.
Μετά το θάνατό του οι δήμιοί του άναψαν μεγάλη φωτιά για να κάψουν τα μέλη του που απόμειναν αλλά τότε μια φοβερή βροντή ακολουθούμενη από ραγδαία βροχή και χαλάζι σβήνουν τη φωτιά, διασκορπίζουν τους δήμιους και γενικά προκαλούν πανικό. Μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο βρήκαν την ευκαιρία μερικοί χριστιανοί να συμμαζέψουν τα μαρτυρικά λείψανα τα οποία έλαμπαν μέσα στη νύχτα με ένα παράδοξο φως προτού τον ενταφιασμό τους. Το τελευταίο αυτό γεγονός φυσικά αποτελεί κοινό τόπο στους βίους και τα Συναξάρια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, καθώς πιστοποιεί την αγιότητα ενός μάρτυρος.
Ο μάρτυρας Σεβηριανός κατοικούσε στη Σεβάστεια κατά την εποχή του άρχοντος Λικινίου του δουκός το έτος 315 και ήταν περιβόητος για την χριστιανική του πίστη και αφοσίωση. Ανήκε στην ανώτερη τάξη των συγκλητικών (Senatores) και διαβλήθηκε στο Λυσία ο οποίος θανάτωσε και τους σαράντα μάρτυρες, ότι μεταστρέφει πολλούς ειδωλολάτρες στο χριστιανισμό και ότι, επειδή ήταν πλούσιος, είχε την ευχέρεια και την δυνατότητα να περιποιείται τους φυλακισμένους χριστιανούς προσφέροντάς τους πλούσιες δεξιώσεις και να τους ενθαρρύνει, προτρέποντάς τους να είναι απειθείς στις βασιλικές διαταγές. Μάλιστα κατά τον κοινό τόπο των περισσοτέρων Συναξαρίων και βίων οι σοφές απαντήσεις του Αγίου κατά την ανάκριση αποστομώνουν και θυμώνουν περισσότερο τον ειδωλολάτρη ηγεμόνα, ο οποίος στο τέλος θανατώνει με σκληρό τρόπο τον Άγιο.
Όταν το λείψανο του Αγίου Σεβηριανού μεταφέρθηκε στη Σεβάστεια κι όλοι οι χριστιανοί της πόλης βγήκαν με προθυμία να το υποδεχτούνε, έτυχε να πεθάνει ένας δούλος του Αγίου. Η γυναίκα του πεθαμένου δούλου επειδή δεν μπορούσε κι αυτή να βγει για να προϋπαντήσει το άγιο λείψανο όπως οι συντοπίτες της, έκλαιγε και οδυρόταν πικρά για το νεκρό άνδρα της αφενός, αφετέρου δεν είχε κανέναν να την συλλυπηθεί και να την παρηγορήσει, εφόσον είχε απομείνει μόνη της στον κόσμο. Μέσα στην τρομερή της απόγνωση απευθύνθηκε στο νεκρό άνδρα της και του είπε: «σήκω άνδρα μου να βγούμε για να υποδεχθούμε τον αγαπητό μας αφέντη ο οποίος έρχεται μέσω του λειψάνου του». Πρόσθετε, δε, κι άλλα τέτοια παρακινητικά λόγια, συνομιλώντας με τον άνδρα της σα να ήταν ζωντανός. Και τότε συνέβη το παράδοξο θαύμα της νεκρανάστασης του δούλου: με τα πολλά παρακάλια της γυναίκας του ο νεκρός σηκώθηκε και παραμερίζοντας τα σάβανα και τα νεκροσέντονα από πάνω του έζωσε τη μέση του και αμέσως έτρεξε να προϋπαντήσει το λείψανο του μάρτυρα και αφέντη του, προκαλώντας σ’ όσους τον είδαν απορία, έκπληξη και θαυμασμό. Ο αναστημένος νεκρός δούλος του Αγίου Σεβηριανού έζησε ακόμη δεκαπέντε χρόνια, μετά την παρέλευση των οποίων πέθανε για δεύτερη φορά.
Το λείψανο του Αγίου Σεβηριανού ενταφιάσθηκε σε μια τοποθεσία της Σεβάστειας, η οποία φανερώθηκε αργότερα, μετά από θεοσημία: κατά θαυματουργικό τρόπο εμφανίστηκε στην τοποθεσία ένας αετός ο οποίος κρατούσε ένα ωραιότατο στεφάνι πλεγμένο από ευωδιαστά άνθη. Στη συνέχεια έριξε το στεφάνι στο επίμαχο σημείο στο οποίο ήταν ενταφιασμένο το λείψανο του μάρτυρα. Απ’ το σημείο αυτό οδηγούμενοι οι χριστιανοί, έσκαψαν και βρήκαν το λείψανο για να το λατρέψουν με αφοσίωση.
Το μαρτύριο του Θεοφάνους του Ομολογητού που ασκήτεψε και ομολόγησε λίγο πριν την εποχή του Διοκλητιανού, επί των αυτοκρατόρων Κάρου και Καρίνου (283 μ.Χ.), αποτελεί ενδιαφέρουσα διήγηση που απηχεί βίους ασκητών της Μέσης Βυζαντινής περιόδου. Ο Όσιος Θεοφάνης γεννήθηκε από ειδωλολάτρες γονείς και πίστεψε στο Χριστό με τρόπο παράδοξο, όταν ήταν ακόμη πολύ νέος στην ηλικία: βλέποντας δηλαδή μια μέρα ένα παιδί που κινδύνευε να πεθάνει απ’ το ψύχος το λυπήθηκε και έβγαλε τα ιμάτιά του να το ντύσει. Επειδή όμως ο πατέρας του τον ρώτησε που βρίσκονται τα ρούχα του ο Άγιος απάντησε με σοφία πως ενέδυσε μ’ αυτά το Χριστό. Τότε ο ειδωλολάτρης πατέρας του τον ρώτησε ποιος είναι αυτός ο Χριστός δηλώνοντας έγνοια και περιφρόνηση προς τη νέα θρησκεία, αφού σε αντίθεση με τους χριστιανούς σέβονταν τον Ερμή, τον Απόλλωνα και τους άλλους Θεούς. Εξαιτίας της τάσης του πατέρα του, ο Άγιος Θεοφάνης τον αρνήθηκε ως ασεβή και ειδωλολάτρη. Στη συνέχεια εμφανίζεται άγγελος Κυρίου, παίρνει τον Άγιο και τον ανεβάζει στο όρος Διαβηνό, όπου τον παραδίδει σ’ έναν ασκητή, ο οποίος ασκούνταν στο όρος αυστηρά επί 75 χρόνια. Ο ασκητής αυτός δίδαξε στο Θεοφάνη την ασκητική πολιτεία και τα ιερά γράμματα και οι δυο, δάσκαλος και μαθητής τρέφονταν από άγγελο Κυρίου με τρόπο θαυματουργικό, πράγμα που αποτελεί κοινό τόπο στη χριστιανική παράδοση και πρωτοσυναντάται στην Παλαιά Διαθήκη. Μετά από πέντε χρόνια πέθανε ο γέρος ασκητής και ο Θεοφάνης συνέχισε μόνος την ασκητική του βιωτή για 58 ακόμη χρόνια. Έπειτα οδηγούμενος από άγγελο βρήκε απ’ το σπήλαιό του καθήμενος πάνω σ’ ένα λιοντάρι και προχωρώντας με αυτό σε απόσταση εξήντα σταδίων, δηλαδή οκτώμισι μιλίων, κήρυττε παντού το Χριστιανισμό. Για το λόγο αυτό οι αυτοκράτορες Κάρος και Καρίνος τον συνέλαβαν και του έδωσαν εκατό ραπίσματα στο πρόσωπο. Έπειτα, αφού τον βασάνισαν με διάφορους τρόπους, παρατηρώντας ταυτόχρονα ότι με τα θαύματα που έκανε ελκύονταν πλήθη ειδωλολατρών στο χριστιανισμό, ντράπηκαν κατά τον Συναξαριστή και άφησαν τον Άγιο να πολιτεύεται όπως ήθελε. Βέβαια η πληροφορία αυτή περί ντροπής των ηγεμόνων και περί της συνακόλουθης απελευθέρωσης του Αγίου πρέπει να χαρακτηριστεί υπερβολική και εν πολλοίς κατασκευασμένη εκ των υστέρων προκειμένου να καταδειχθεί η ανυπέρβλητη σοφία των χριστιανών, το θαυμαστό τους ήθος και η ακατάβλητη ψυχική τους δύναμη, στοιχεία που κατατροπώνουν τους ειδωλολάτρες αλλά και που ταυτόχρονα αποτελούν αντικείμενα θαυμασμού απ’ αυτούς.
Μετά την απελευθέρωσή του ο όσιος Θεοφάνης ανέβηκε πάλι στο σπήλαιο, όπου ασκήτευε και μετά την παρέλευση 17 χρόνων απήλθε προς Κύριον. Έζησε συνολικά 75 χρόνια.
Στο μαρτυρολόγιο της Μηνοδώρας, Μητροδώρας και Νυμφοδώρας που αναφέρεται σε γεγονότα των χρόνων του Μαξιμιανού (περίπου 304 μ.Χ.) υπάρχει ο «κοινός τόπος» του τέλους του μαρτυρίου τους, ο οποίος συναντάται σε πάμπολλους άλλους βίους μαρτύρων της πρωτοχριστιανικής περιόδου. Σύμφωνα μ’ αυτόν, ο ειδωλολάτρης δικαστής των παραπάνω Αγίων γυναικών άναψε δυνατό καμίνι μέσα στο οποίο έριξε τα μαρτυρικά λείψανα των Αγίων αλλά αμέσως τότε ακούστηκαν απ’ τον ουρανό βροντές και αστραπές οι οποίες απ’ τη μια μεριά έκαψαν δίκαια τον άδικο δικαστή, ενώ απ’ την άλλη διαφύλαξαν αβλαβή τα Άγια λείψανα επειδή έπιασε ξαφνικά ραγδαία βροχή και σβήστηκε η φωτιά της καμίνου. Από εκεί τα πήραν κάποιοι χριστιανοί και τα ενταφίασαν με μεγαλοπρέπεια στον ίδιο τον τόπο του μαρτυρίου τους. Τις πληροφορίες αυτές μας μεταφέρει ο Συμεών ο Μεταφραστής ο οποίος και έγραψε το μαρτύριο αυτό στα ελληνικά.
Στους βίους του μάρτυρα Βαρυψαβά και της αυτοκράτειρας Πουλχερίας που ανακηρύχθηκε αγία (αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του μικρού και σύζυγος του αυτοκράτορα μαρκιανού περ. 450 μ.Χ.) συναντούμε τους μεσαιωνικούς θρύλους, πασίγνωστους στην ανατολική και δυτική χριστιανοσύνη, για το αίμα του Ιησού που περισυνελέγη στο ιερό ποτήριο το επονομαζόμενο Graal. Ανάλογο μεσαιωνικό θρύλο - κοινό τόπο για την αποτύπωση των στιγμάτων του Χριστού σε ανθρώπινη σάρκα συναντούμε στο βίο του αποστόλου Κλήμεντος.
Οι περιπέτειες των πρώτων Χριστιανών και οι αναγκαστικές αλλαγές του τόπου της διαμονής τους εξαιτίας των διωγμών αποτυπώνονται με παραστατικότητα στο μαρτυρολόγιο του Αγίου Αυτονόμου που έζησε επί αυτοκράτορος Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Διαγράφονται επίσης με ενάργεια και ζωντάνια ο θρησκευτικός φανατισμός και οι αιματηρές συμπλοκές εθνικών (ειδωλολατρών) και χριστιανών σ’ αυτή τη σκληρή και μεταβατική εποχή.
Στο μαρτυρολόγιο του Κορνηλίου του εκατοντάρχου γίνεται αναφορά στα δυο άκρα αντίθετα της φιλοσοφίας και ιδεολογίας της ανατολικής μεσογείου κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Απ’ τη μια αντιπαρατίθενται οι Έλληνες - Εθνικοί στους Ιουδαιόφρονες και απ’ την άλλη οι ελληνίζοντες Ιουδαίοι λειτουργούν ως ενδιάμεσοι εκπροσωπώντας τη χρυσή μεσότητα. Επιπλέον στο μαρτυρολόγιο του Αγίου Κορνηλίου γίνεται νύξη στην άποψη των πατέρων για τη σημασία του κλήρου - λαχνού στην επιλογή των Αποστόλων που επρόκειτο να κηρύξουν το Θείο λόγο στα έθνη.
Στο μαρτυρολόγιο της Αγίας Αριάδνης για την οποία ράγισε πέτρα και την υποδέχτηκε στο εσωτερικό της, σύμφωνα με την παράδοση, προκειμένου να γλιτώσει απ’ τους δήμιούς της, υπάρχουν εικόνες αποκάλυψης καθώς οι διώκτες της αφανίζονται από φοβερούς αγγέλους, οι οποίοι καλπάζουν με τ’ άλογά τους κρατώντας κοντάρια στα χέρια τους και χτυπώντας μ’ αυτά τους διώκτες της Αγίας. Η Αγία Αριάδνη έζησε κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Αδριανού και Αντωνίου (117 μ.Χ.) έως το έτος 139 και ήταν δούλοι του άρχοντα Τερτύλου, πρώτου της πόλεως των Προμισέων που βρισκόταν στο θέμα της Φρυγίας Σαλουταρίας.
Απ’ τους βίους με πλοκή και στοιχεία παραμυθιού, οι οποίοι πραγματικά είναι πολλοί, ξεχωρίζει και γι’ αυτό πρέπει να επισημανθεί ο βίος του μάρτυρα Ευσταθίου και της συνοδείας του, δηλ. της συζύγου του Θεοπίστης και των υιών του Αγαπίου και Θεοπίστου. Στην αφήγηση αυτού του αξιόλογου μαρτυρολογίου υπάρχουν περιπέτειες, χωρισμοί, αναγνωρίσεις και επανασυνδέσεις του Αγίου και των μελών της οικογενείας του όπως ακριβώς συναντώνται αντίστοιχα μοτίβα και φαινόμενα στα λαϊκά παραμύθια και τις λαϊκές αφηγήσεις.
Πολλά παραμυθιακά στοιχεία υπάρχουν επίσης στο βίο του προστάτη αγίου των θαλασσινών, του Φωκά που τελείωσε μαρτυρικά τη ζωή του καιόμενος σε ειδωλολατρικό λουτρό. Το μαρτυρικό του τέλος αποκαλύφθηκε στον άγιο με σημείο παράδοξο: ένα περιστέρι ήρθε και τοποθέτησε το κεφάλι του στεφάνι (σύμβολο - προάγγελο του κατοπινού του μαρτυρίου), στη συνέχεια στάθηκε στο κεφάλι του και μίλησε μ’ ανθρώπινη φωνή, λέγοντας: «ποτήριον εκεράσθη εις σε και πρέπει να το πίης». Και πραγματικά, εκπληρώνοντας την προφητεία του πουλιού «μ’ ανθρωπινή λαλίτσα» των παραλογών, των λαϊκών παραμυθιών μα και των δημοτικών μας τραγουδιών, ο άγιος Φωκάς μαρτύρησε επί αυτοκράτορος Τραϊανού, το έτος 101 μ.Χ.
Στο συναξάρι της πρωτομάρτυρος και ισαποστόλου Θέκλης, τα μοτίβα του τάφου που ισοδυναμεί με κρυψώνα, της πέτρας που σχίζεται, δηλαδή που ανοίγει για να δεχτεί την Αγία και να την αναπαύσει, ψυχικά και σωματικά, απ’ τις έγνοιες της παρούσης ζωής, και τέλος της ερωτικής απόρριψης του άρχοντα Αλέξανδρου, απ’ την Αντιόχεια, εκ μέρους της Αγίας Θέκλης, θυμίζουν ανάλογα μοτίβα αρχαιότατων θρύλων και παραμυθιών, ενώ παράλληλα παίζουν καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης του μύθου και στον τρόπο που αυτός κλείνει τον κύκλο του.
Η διήγηση για τη μετάσταση του αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, εμπεριέχει αναφορές στη δουλεία καθώς επίσης και έμμεσες και άμεσες νύξεις στο μύθο του Μινώταυρου και στις ανθρωποθυσίες στα θεμέλια κτίσματος που διασώζουν αρχαιότατοι μύθοι και παραλογές. Αυτά ιχνηλατούνται στα σημεία εκείνα της διήγησης που περιγράφεται ένα ειδωλολατρικό λουτρό μέσα στο οποίο σύμφωνα με την παράδοση κατοικούσε ένας άγριος δαίμονας ο οποίος τρεις φορές το χρόνο συνήθιζε να πνίγει ένα νέο ή μια νέα. Μάλιστα, όταν θεμελιωνόταν το λουτρό ο μιαρός αυτός δαίμονας έπεισε τους χτίστες να χτίσουν στα θεμέλιά του ζωντανούς ένα νέο και μία νέα με σκοπό ν’ αντηχεί μεγαλόπρεπα το λουτρό.
Στην ίδια διήγηση παρατηρείται απόδοση ανάλογων με τις χριστιανικές αντιλήψεις απόψεων στους εθνικούς - ειδωλολάτρες. Μάλιστα ένας ειδωλολάτρης ιερέας και μάγος του ιερού του Απόλλωνα στην Πάτμο, ο επονομαζόμενος Κύνωψ, παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με τους χριστιανούς ασκητές στην ασκητική του πολιτεία και ερημία. Επίσης φαινόμενα όπως η ταχυδακτυλουργία και η αυτοκτονία λόγω έσχατης φτώχιας παραπέμπουν σε λαϊκές διηγήσεις και παραμύθια, παράλληλη όμως δημιουργούν μια ιδιότυπη γοητευτική ατμόσφαιρα θίγοντας κοινωνικά καλώς και κακώς κείμενα μίας ορισμένης χρονικής περιόδου(μεταβατική περίοδος απ’ την αρχαιότητα στο πρώιμο Βυζάντιο).
Στο συναξάρι του Αγίου Καλλιστράτου και των σαρανταεννέα μαρτύρων περιγράφεται η κατάσταση στην Καρχηδόνα και τη Βόρεια Αφρική στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Απ’ αυτή την περιγραφή συμπεραίνει κανείς πως η χριστιανική λατρεία δεν είχε ακόμη επεκταθεί στις τάξεις των στρατιωτών καθώς λίγοι χριστιανοί στρατιώτες υπηρετούσαν στα ρωμαϊκά όπλα της Βόρειας Αφρικής την εποχή αυτή.
Ένα πολύ ενδιαφέρον συναξάρι, που πληρεί σχεδόν στο έπακρο τους όρους της λαϊκής αφήγησης καθώς κλείνει με το σχήμα του κύκλου και το μοτίβο της αντεκδίκησης, είναι το συναξάρι του μάρτυρα Γοβδελαά, γιου του βασιλιά των Περσών Σαβωρίου, και των συν αυτώ αθλησάντων Δάδα, Κασδόου και Κασδόας, της κόρης του Σαβωρίου.
Στη διήγηση αυτή οι οικογενειακοί δεσμοί υποχωρούν μπροστά στο θρησκευτικό μένος και τη δίψα για εξουσία, ενώ ο αδελφικός δεσμός των Αγίων παιδιών του Σαβωρίου ενδυναμώνεται χάρη στην κοινή χριστιανική τους πίστη. Το μοτίβο του μάγου που βρίσκεται στη φυλακή για τα πολλά κακά που διέπραξε (του επονομαζόμενου Γάργαλου), η καταγραφή βασανιστηρίων και μαρτυρίων των χριστιανών εν τω γίγνεσθαι και στο πρωτότυπο κατά κάποιο τρόπο από χριστιανούς ιερείς, η διαπόμπευση του νεκρού σώματος του Αγίου απ’ τους διώκτες του που περιγραφόμενη θυμίζει τη γνωστή σκηνή απ’ την Ιλιάδα της διαπόμπευσης του νεκρού Έκτορα καθώς και η αναφορά του συμβολικού αριθμού «τρία» ως παραπομπή στην Αγία Τριάδα, όλα αυτά συνενώνουν και συγχωνεύουν την αρχαιοελληνική παράδοση με το χριστιανικό πνεύμα.
Στο βίο του Αγίου Γρηγορίου, Επισκόπου της μεγάλης Αρμενίας, ο οποίος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (περίπου 290μ.Χ.), τα όνειρα λειτουργούν ως μοχλός της αιφνίδιας μεταβολής της τύχης (χαρακτηριστικό στοιχείο των παραμυθιών και των λαϊκών αφηγήσεων). Επίσης η μεταμόρφωση ανθρώπου σε χοίρο που περιγράφεται σ’ αυτό το συναξάρι μας παραπέμπει άμεσα στα μυθολογικά στοιχεία της Οδύσσειας (μεταμόρφωση των συντρόφων του Οδυσσέα απ’ τη μάγισσα Κίρκη). Μ’ αυτούς τους διηγηματικούς τρόπους και τα παραμυθιακά τεχνάσματα, το ιστορικό γεγονός του εκχριστιανισμού των Αρμενίων επενδύεται με μαγικό χαρακτήρα και αγγίζει τα σύνορα του θρύλου.
Οι περιπέτειες ως συστατικό στοιχείο του παραμυθιού συναντώνται με μεγάλη συχνότητα στο μαρτυρολόγιο των αγίων - μαρτύρων Ριψιμίας, Γαιανής και των τριανταδύο παρθένων - μαρτύρων που έζησαν στα χρόνια του Διοκλητιανού (292μ.Χ.).
Στο συναξάρι των μαρτύρων Κυπριανού και Ιουστίνης της παρθένου, οι οποίοι έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου (250μ.Χ.) αναφέρονται μαγικά βιβλία και μαγικά ερωτικά φίλτρα τα οποία χρησιμοποίησε ο έμπειρος κατά τη μαγική τέχνη Κυπριανός προς χάριν του εθνικού Αγλαίδα για να προσελκύσει στον έρωτά του την παρθένα και χριστιανή Ιουστίνα.
Είναι χαρακτηριστικό επίσης το γεγονός πως στην καθιέρωση της λατρείας των λειψάνων του αγίου Κυπριανού έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο γυναίκες, φιλόθεες και φιλομάρτυρες, όπως τις αποκαλεί ο βίος του, μια εκ των οποίων, η Ματρώνα ή Ρουφίνα, καταγόταν απ’ το γένος του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μάλιστα, τα λείψανα του αγίου Κυπριανού φημίζονταν για τη θαυματουργική τους χάρη όχι μόνο ανάμεσα στους χριστιανούς αλλά και στους κύκλους των ειδωλολατρών.
Στο συναξάρι του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου υπάρχει αυτούσιος ο μύθος του ακέφαλου ανθρώπου, καθώς ο άγιος, αφού αποκεφαλίστηκε, πήρε το κεφάλι του στα χέρια του και διήνυσε απόσταση δύο μιλίων κρατώντας το έως ότου συνάντησε στο δρόμο του μια γυναίκα ονόματι Κατούλα στην οποία, κατά θεία πρόνοια, χάρισε το κεφάλι του ως θησαυρό αποθέτοντάς το στις παλάμες της. Στο ίδιο συναξάρι, επίσης, οι συνέπειες της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και του φανατισμού με τις καταστροφικές τους προεκτάσεις ωθούν τον άγιο Διονύσιο στο χριστιανικό του κήρυγμα κατά αυτής της μισαλλοδοξίας και υπέρ της αγάπης προς όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους.
Το συναξάρι του μάρτυρα Αυδάκτου και της κόρης του Καλλισθένης, οι οποίοι έζησαν γύρω στο 235μ.Χ. παρουσιάζει αρκετά στοιχεία λαϊκών αφηγήσεων ή παραμυθιών: γυρίσματα της τύχης και ανατροπές (μεταβάσεις απ’ την κακή τροπή στη θετική τροπή) στη μοίρα των ηρώων-αγίων, τεχνάσματα και μεταμφιέσεις για εικονική αλλαγή φύλου -πράγμα προσφιλές στη βυζαντινή αγιολογία όλων των εποχών-, αγιοποίηση συγγενικού προσώπου (στην προκειμένη περίπτωση του πατέρα απ’ την κόρη).
Στη διήγηση για τον Απόστολο Θωμά υπάρχουν συγκεκριμένα χωρία φρικιαστικών περιγραφών που θυμίζουν παραλογές και λαϊκά παραμύθια: Καταξεσχισμένα μέλη ανθρώπων που τα περιφέρει ένας σκύλος στο στόμα του, στη διάρκεια ενός γαμήλιου γλεντιού, θαυματουργικές κατασκευές μεγαλοπρεπών παλατιών. Βέβαια, παράλληλα σ’ αυτά, αναφέρονται και οικονομικοί όροι καθώς σε κάποια σημεία χρησιμοποιείται ορολογία εμπορικών συναλλαγών.
Στο συναξάρι του Ιουλιανού του πρεσβυτέρου και Καισαρίου του διακόνου υπάρχει το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα και των γιών του: «καθώς περπατούσε ο Λοξώριος στο γιαλό συνάντησε μεγάλο και φοβερό φίδι που μπλέχτηκε στα πόδια του και αφού χτύπησε δυνατά με την ουρά του όλα τα μέλη του Λοξωρίου τον άφησε άπνοο και νεκρό». Εδώ παρατηρούμε ότι ο Θεός των χριστιανών τιμωρεί τον ειδωλολάτρη διώχτη των Αγίων Λοξώριο με τρόπο παρόμοιο μ’ αυτόν που ο Θεός των εθνικών τιμωρεί τον Λαοκόοντα.
Στην περίπτωση της Αγίας Πελαγίας της παρθένου η αυτοκτονία της προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των διωκτών της, οδηγεί στην αγιοποίησή της. Εδώ επαληθεύεται έτσι το ρητό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Στο συναξάρι των μαρτύρων Κάρπου, Παπύλου, Αγαθοδώρου και Αγαθονίκης βρίσκουμε την πληροφορία πως οι γιατροί είχαν δούλους για να εξασκούν αποτελεσματικότερα την τέχνη τους. Στην παραπάνω διήγηση τα ζώα δείχνονται σπλαχνικότερα απ’ τους ανθρώπους, καθώς ένα λιοντάρι μιλά με ανθρώπινη φωνή (εξωλογικό στοιχείο) στους διώκτες των Αγίων και τους εμποδίζει στο να εκδηλώνουν περισσή ωμότητα εναντίων τους.
Όπως στο συναξάρι του μάρτυρα Λογγίνου του εκατόνταρχου, έτσι και σ’ άλλους βίους Αγίων παρατηρείται ο ακόλουθος κοινός τόπος: οι Άγιοι ετοιμάζουν πολύ πριν το θάνατό τους τον τάφο τους και τα απαραίτητα για την κηδεία τους, καθώς οι ατυχίες της ζωής και η τραγική ειρωνεία της μοίρας τους αφήνουν αδιάφορους, γιατί αυτοί βιώνουν τη βεβαιότητα του θανάτου και της ανάστασης στην καθημερινότητά τους. Άλλωστε η μοναστική φιλοσοφία και στάση ζωής είναι διαποτισμένη απ’ το διαρκές χαροποιό πένθος που επιφέρει η χαρμολύπη.
Στο συναξάρι της Αγίας Σεβαστιανής συναντούμε ξανά το παραμυθιακό στοιχείο του ανθρωπομορφισμού των ζώων, καθώς ένα μεγαλόσωμο λιοντάρι πλησιάζει την Αγία και την επαινεί παράδοξα με ανθρώπινη φωνή. Ανθρωπομορφισμός των ζώων εξάλλου υπάρχει και στη βυζαντινή αγιογραφία, η οποία βασίζεται σε πατερικά κείμενα, βίους Αγίων και μαρτυρολόγια - συναξάρια.
Στο συναξάρι των Αγίων Νικάνδρου επισκόπου Μύρων και Ερμαίου του πρεσβυτέρου, που χειροτονήθηκαν απ’ τον Απόστολο Τίτο, υπάρχει η αναφορά του εγκλεισμού τους σε τάφο, ενώ ήταν ακόμη ζωντανοί, πράγμα που μας φέρνει στο νου το αντίστοιχο περιστατικό απ’ την τραγωδία Αντιγόνη του Σοφοκλή: και εκεί ο απάνθρωπος τύραννος Κρέων, όπως και εδώ ο απάνθρωπος ειδωλολάτρης άρχοντας, προστάζουν το βασανισμό και εξευτελισμό των ηθικά ανώτερων ανθρώπων.
Στη διήγηση για το θρήνο του προφήτη Ιερεμία εξαιτίας της άλωσης της Ιερουσαλήμ και για την έκσταση του Αβιμέλεχ, υπάρχουν πολλά στοιχεία παραμυθιών της Ανατολής (π.χ. το λυχνάρι του Αλαντίν, χίλιες και μία νύχτες κ.τ.λ.) καθώς τα κοινότυπα μοτίβα της ωραίας κοιμωμένης και του σταματήματος - παγώματος του χρόνου, προσδίδουν στη βυζαντινή αυτή διήγηση ανατολίτικο χρώμα και γοητεία.
Στο συναξάρι των μαρτύρων Αύκτου, Ταυρίωνος και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι μαρτύρησαν στην Αμφίπολη της Μακεδονίας, η πίστη στο Χριστό αποδεικνύεται ισχυρότερη απ’ τους δεσμούς του αίματος και τις οικογενειακές σχέσεις γιατί προέχει η πνευματική συγγένεια που αποκτάται μέσω της κοινής συμμετοχής στη χριστιανική ιδιότητα. Αυτό το φαινόμενο συναντάται με ιδιαίτερη συχνότητα στα συναξάρια και στους βίους της παλαιοχριστιανικής εποχής και της πρώιμης βυζαντινής περιόδου.
Στο συναξάρι του μάρτυρα Μίλου, επισκόπου και θαυματουργού και των δύο μαθητών του, περιγράφονται οι πολλές μετακινήσεις του Αγίου από τόπο σε τόπο και οι περιπέτειες του σ’ όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μέσα σε μια ατμόσφαιρα αναταραχής στο πλαίσιο της πρώτης - αρχαίας εκκλησίας, όπου η αοριστία των αδιαμόρφωτων ακόμη δογμάτων, το τυχαίο αστάθμητων παραγόντων, οι προσωπικοί ανταγωνισμοί των εκκλησιαστικών ταγών, η εμφάνιση των αιρέσεων και ο φόβος του εκκλησιαστικού πληρώματος, εξαγνίζονται μέσα από την εκδίκηση και την προφητική ικανότητα -μαγική πρόβλεψη- πρόρρηση του Αγίου Μίλου. Με τον τρόπο αυτό η αντίθεση μεταξύ απίστων ειδωλολατρών και πιστών χριστιανών λήγει προς όφελος των δευτέρων.
Στο βίο του μεγαλομάρτυρος Μηνά απ’ το Κοτυάειον της Φρυγίας Σαλουταρίας, ο οποίος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (περίπου 296 μ.Χ.), ως κεντρικοί άξονες της αφήγησης, τονίζονται η αξία των χρημάτων και η ιδιότητα του Αγίου ν’ αποδίδει δικαιοσύνη στους ανθρώπους και να κρατά μ’ αυτόν τον τρόπο τις κοινωνικές ισορροπίες.
Η αλυσίδα των μαρτύρων απλώνεται σ’ όλη την έκταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και συνενώνει τις περιοχές της Δύσης με τις περιοχές της Ανατολής μέσα απ’ το ύψιστο ιδανικό τους που ήταν η «μίμηση Χριστού». Έτσι στο συναξάρι του Αγίου Μαρτίνου του θαυματουργού επισκόπου Φραγκίας, που έζησε επί αυτοκράτορος Τραϊανού (98 μ.Χ.), παρουσιάζεται ο ακόλουθος κοινός τόπος σε συναξάρια Δύσης και Ανατολής: ο Άγιος Μαρτίνος μεταβάλλει σε χρυσό ένα ζωντανό περιστέρι για να βοηθήσει έναν φτωχό άνθρωπο στις ανάγκες της σκληρής ζωής του και στη συνέχεια αποκατέστησε το περιστέρι.
Στο συναξάρι - διήγηση για τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ματθαίο υπάρχει «προτύπωση» του ασκητικού ιδανικού, ως προς τον τρόπο της ζωής του (μονοχίτων και χωρίς στέγη) καθώς και απηχήσεις παλιών μύθων και αρχαίων παραδόσεων: «Αφ’ ου δε επέρασε καιρός εφάνη εις αυτόν ως παιδίον ο Θεός εκείνος όστις διέπλασεν από το χώμα τον άνθρωπον και εξαπλώσας την δεξιάν του δίδει εις τον απόστολον μίαν ράβδον και λέγει αυτώ. λάβε ταύτην και καταβάς από το βουνόν και πορευθείς εις την πόλιν Μυρμήνην φύτευσον την ράβδον ταύτην εις το κατώφλιον του εκείσε αγίου οίκου. Η οποία ριζωθείσα και υψωθείσα από την δεξιάν μου χείρα θέλει γενή δένδρον πολύκαρπον. Και από μεν τα άκρα των κλάδων του θέλει καταβή γλυκασμός μέλιτος, από δε τας ρίζας του θέλει αναβλύσει πηγή ύδατος, από την οποίαν λουόμενοι οι θηριογνώμονες άνδρες της πόλεως και από τον γλυκασμόν του δένδρου μεταλαμβάνοντες θέλουν γλυκανθή κατά τας αισθήσεις και θέλουν παύσει από του να πράττωσι παρανομίας».
Στο βίο του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας του θαυματουργού, που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (περ. 275 μ.Χ.), αντιπαραβάλλεται το όραμα προς το όνειρο («ενύπνιον»), αναφέρονται αρδευτικά έργα και αποξηράνσεις (μιας λίμνης) ερμηνευόμενα ως θαυματουργικές επεμβάσεις του αγίου, καθώς επίσης απηχούνται μύθοι του Αισώπου (π.χ. του Ψευτολαζάρου με το λύκο και τα πρόβατα δηλ. του μύθου με τον ψεύτη βοσκό), αποκαλύπτονται και εκδηλώνονται αρνητικά αισθήματα (ρατσισμός) κατά των Εβραίων και τέλος τονίζονται τα στοιχεία της φύσης.
Στο συναξάρι του μάρτυρα Ρωμανού που έζησε στα χρόνια του Μαξιμιανού (303 μ.Χ.), η βία που ασκείται εκ μέρους του αγίου προς τον ειδωλολάτρη έπαρχο Ασκληπιάδη και το ναό των ειδώλων και ο παραλληλισμός του νερού προς το άφθαρτο νερό της μακαριότητας αποτελούν κοινούς τόπους στα συναξάρια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Με τον ίδιο τρόπο, στο συναξάρι του Άζη του θαυματουργού που άκμασε επί Διοκλητιανού (289 μ.Χ.) και καταγόταν απ’ τη χώρα των Ισαύρων, παραλληλίζεται η πειθαρχία που απαιτεί το στρατιωτικό επάγγελμα με τον ασκητισμό της ερημητικής ζωής των αγίων, πράγμα που αποτελεί έναν ακόμη κοινό τόπο.
Στο συναξάρι του μάρτυρα Δάσιου, ο οποίος έζησε στα χρόνια του Μαξιμιανού (περ. 298 μ.Χ.) στην πόλη Δορύστολο ή Δορόστολο κοντά στο Δούναβη, αναφέρεται ανθρωποθυσία την οποία είχαν συνήθεια να επιτελούν οι ειδωλολάτρες κάθε χρόνο στη γιορτή του Κρόνου: «Προ τριάκοντα δε ημερών της μιαράς εορτής ταύτης διέλεγον ένα στρατιώτην νέον και ωραίον κατά την όψιν και ητοίμαζον αυτόν εις θυσίαν. Ενδύοντες δε αυτόν φορέματα βασιλικά, τον παρεκίνουν να κάμνη πρώτον πάσαν επιθυμίαν και έπειτα τον έσφαζον επάνω εις τον βωμόν του Κρόνου».
Απ’ το παραπάνω χωρίο του συναξαριστή διαπιστώνουμε πως κατά τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. τα πανάρχαια, αποτρόπαια και φρικτά έθιμα των ανθρωποθυσιών τελούνταν κατ’ εξαίρεση σε περιοχές της βόρειας Βαλκανικής.
Στο συναξάρι των μαρτύρων Βαλλεριανού και Τιβουρτίου που μαρτύρησαν στη Ρώμη την εποχή του Διοκλητιανού (288μ.Χ.), συναντούμε το εύρημα του αρραβώνα ανάμεσα σε δυο μελλοντικούς Αγίους, ο οποίος γίνεται το όχημα και το μέσο για να καταλήξουν αυτοί στον εν Χριστώ αρραβώνα και στον εν Χριστώ έρωτα (στην προκειμένη περίπτωση αρραβωνιάστηκαν οι άγιοι Βαλλεριανός και Κικιλία). Το μοτίβο του αρραβώνα, με την παραπάνω έννοια και κατάληξη, αποτελεί κοινό τόπο σε αρκετούς απ’ τους βίους της πρώιμης βυζαντινής περιόδου (είτε γράφτηκαν σ’ αυτή, είτε αναφέρονται σ’ αυτή).
Στο βίο του αγίου Κλήμεντος, επισκόπου Ρώμης, αναφέρεται ένα πρωτότυπο θαύμα του, που ανακαλεί συνειρμούς απ’ τις ιστορίες της Παλιάς Διαθήκης και συγκεκριμένα απ’ τη διήγηση για την Ερυθρά Θάλασσα: «έκτοτε δηλαδή κατ’ έτος εις την μνήμην του αγίου τούτου Κλήμεντος αποσύρεται η θάλασσα μέσα τρία μίλια και ο τόπος της θαλάσσης γίνεται γη ξηρά, εις την οποίαν κάθηνται οι εκεί συναθροιζόμενοι Χριστιανοί έως ημέρας επτά, και ούτω γίνεται εις αυτούς μεγάλη χαρά και ευφροσύνη δια το τοιούτον θαυμάσιον».
Στο συναξάρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου Αλεξανδρείας, που άκμασε στα χρόνια του Μαξιμιανού (περ.296μ.Χ.), φανερώνεται απόλυτη αδιαλλαξία των Ορθοδόξων κατά των αιρετικών (συγκεκριμένα κατά του Αρείου και των οπαδών του). Μάλιστα με μιαν αλληγορία - μεταφορά που παρατίθεται στη διήγηση, εκείνη του σχισμένου υποκαμίσου του Παιδίου - Χριστού, αποδίδεται εύγλωττα η καταστροφική «σημασία» των αιρέσεων για το σώμα της νεοσύστατης Χριστιανικής Εκκλησίας.
Στο βίο του μάρτυρα Παραμόνου και των 370 μαρτύρων γίνεται αναφορά σε ιαματικό λουτρό το οποίο βρισκόταν σε μια περιοχή της Βαλσατίας (ή Μπάστρας), κοντά στο στόμιο (εκβολές) του ποταμού Τίγρη. Το λουτρό αυτό ονομαζόταν ιερό εξαιτίας των θερμών πηγών του με ιαματικές, θεραπευτικές ιδιότητες διαφόρων ασθενειών.
Ένας ενδιαφέρων και «αρχαιόπρεπος» βίος, για τις ομοιότητες που παρουσιάζουν στοιχεία του περιεχομένου του με ορισμένα σημεία του μύθου της Αντιγόνης, της ομώνυμης Αρχαίας Τραγωδίας, είναι ο βίος της μάρτυρος Μυρόπης, που έζησε επί αυτοκράτορος Δεκίου (250 μ.Χ.). Εν συνόλω, θυμίζει βίους της Μέσης βυζαντινής περιόδου, κυρίως ως προς τη δομή της αφήγησης και τις υπερβολές που παρουσιάζει. Η μάρτυς Μυρόπη, σαν άλλη Αντιγόνη, αψηφά τις διαταγές του ειδωλολάτρη άρχοντα Νουμερίου και ενταφιάζει το λείψανο του μάρτυρα Ισιδώρου: ο νόμος του κράτους και οι κοσμικές επιταγές, εφόσον έρχονται σε αντίθεση με το θρησκευτικό καθήκον και την ηθική συνείδηση, παραμερίζονται και παραβαίνονται. Ο σιωπηρός αυτός παραλληλισμός ανάμεσα στην Αντιγόνη (αρχαία ηρωίδα) και στη χριστιανή μάρτυρα Μυρόπη που διατρέχει ολόκληρη τη διήγηση, κορυφώνεται στο τέλος, στη σκηνή κατά την οποία ο χορός των αγγέλων, σαν άλλος χορός αρχαίας τραγωδίας, περιβάλλει τη φυλακή της αγίας και ψάλλει τον τρισάγιο ύμνο.
Στο Συναξάρι των 300 μαρτύρων, που θανατώθηκαν από ξίφος στην Αφρική, εξαίρεται ο ρόλος των γυναικών στην δυναμική πάταξη του Αρειανισμού σε σχέση με τον υποτονικό και, εν πολλοίς, προδοτικό ρόλο των ανδρών στην ίδια υπόθεση. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο παράθεμα: «Επειδή όμως δεν εδυνήθη να την καταπείση, επρόσταξε να βαπτισθή και χωρίς να θέλη από τον επίσκοπον των Μεδιολάνων, Αρειανόν και αυτόν όντα. Η δε ορθόδοξος γυνή εξελθούσα από την κολυμβήθραν εζήτησε δύο οβολούς από την δούλην της και τους έδωκεν εις τον επίσκοπον λέγουσα. Λάβε την πληρωμήν δια το κοινόν λουτρόν όπου με έλουσες, εξευτελίζουσα δηλαδή με τον λόγον τούτον το Αρειανικόν βάπτισμα. Τούτο δε μαθούσα η Σουνίλδη παρευθύς επρόσταξε και κατέκαυσαν την μακαρίαν. Όθεν ο ανήρ αυτής φοβηθείς την βάσανον του πυρός υπήγεν αυτόκλητος και εβαπτίσθη εκ δευτέρου εις το βάπτισμα του Αρείου. Ύστερον δε, ενώ απήρχετο έφιππος εις ένα ευκτήριον οίκον ευρισκόμενον έμπροσθεν της πόλεως, κατεκάη ο άθλιος υπό κεραυνού πεσόντος εξ ουρανού. Και ούτως εκ πείρας έμαθεν ότι η του Θεού οργή και καταδίκη έγινεν εις αυτόν δυνατωτέρα από το πυρ το πρόσκαιρον, με το οποίον η γυνή του εκάη».
Στην ωφέλιμη διήγηση για το μάρτυρα Μείρακα η αναφορά στη ζωή του, ως στοιχείου δυνάμεως και κύρους παραπέμπει στις μαγικές ιδιότητες που συνήθως διαθέτουν οι ζώνες των λαϊκών παραμυθιών. Βέβαια, επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η ζώνη υπήρξε ταυτόχρονα και σύμβολο στρατιωτικού αξιώματος.
Το Συναξάρι που αναφέρεται στη μνήμη των μαρτύρων Ευστρατίου Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστου, οι οποίοι έζησαν στα χρόνια του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού (296 μ.Χ.), είναι αρκετά πρωτότυπο, σε σχέση με τα περισσότερα, καθώς αποκαλύπτει το φόβο και την αμφιβολία που ταλανίζει τους μελλοντικούς αγίους σχετικά με το άδηλο της έκβασης της εις Χριστόν ομολογία τους. Έτσι η αδύναμη ανθρώπινη φύση τους καταφεύγει σε τεχνάσματα μαντικά τα οποία, μέσω «σημείων» θα τους γνωστοποιήσουν το μέλλον τους. Και στα λαϊκά παραμύθια, πολλές φορές και σε δύσκολες περιστάσεις, οι ήρωες καταφεύγουν σε μάντεις, μάγους ή γητευτές, ικανούς να προδιαγράφουν θετικές εξελίξεις για το μέλλον τους, ή απλούστερα, να προβλέπουν τη μελλοντική εξέλιξη των γεγονότων της ζωής τους. Γιατί πάντα οι απότομες αλλαγές των καταστάσεων φοβίζουν τους ανθρώπους.
Και στο συναξάρι των μαρτύρων Φιλήμονος και Απολλωνίου (290 μ.Χ.) υπάρχει το τέχνασμα της μεταμφίεσης που παίζει σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής της διήγησης αλλά ταυτόχρονα διασώζεται και η αρχαία ελληνική μυθολογική παράδοση του Αρίωνα και του δελφινιού. Επομένως διαπιστώνεται πως οι αρχαίες παραδόσεις εισχωρώντας στους βίους των Αγίων κατόρθωσαν να διατηρηθούν επί αιώνες μετά Χριστόν, χωρίς να εξαλειφθεί η βαθύτερή τους ουσία. Για του λόγου το αληθές παραθέτω το σχετικό χωρίο από το αντίστοιχο συναξάρι: «Είτα μόλις ελθών εις εαυτόν και μαγείαν ο ανόητος την θαυματουργίαν νομίσας έρριψεν αυτόν εις την θάλασσαν ομού με τους πιστεύσαντας τέσσαρας Προτικτόρους, τους οποίους όλους έβαλεν εντός πέντε σάκκων ομού με άμμον. Παρευθύς δε εις δελφίν μεγαλώτατος ανασύρας και τους πέντε σάκκους και λαβών αυτούς επάνω εις τους ώμους του τους εξέβαλεν εις την παραθαλασσίαν της Αλεξανδρείας. Οι δε δούλοι του αγίου Αρριανού προσμένοντες κατά την προσταγήν εκείνου εις τον αιγιαλόν και ιδόντες τα λείψανα των αγίων φερόμενα επί του δελφίνος εθαύμασαν, ως ήτον εύλογον να θαυμάσωσιν».
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.