Β
Κεφάλαιο 2ο:
H λατρεία των λειψάνων των αγίων στο Πρώιμο Βυζάντιο.
Οι Άγιοι ήταν κατά τη διάρκεια της ζωής τους και μετά το θάνατό τους μέλη - κλειδιά όχι μόνο για τη χριστιανική κοινότητα αλλά και για ολόκληρη τη μεσαιωνική βυζαντινή κοινωνία. Ως φίλοι του Θεού ή στρατιώτες του Χριστού οι Άγιοι κατείχαν τεράστια δύναμη. Θεωρητικά όλοι όσοι είχαν μετοικήσει στην αυλή του Θεού ήταν άγιοι, αλλά πρακτικά οι χριστιανικές εκκλησίες παρείχαν σε σχετικά μικρό αριθμό ανθρώπων τον τίτλο του αγίου και το προνόμιο της δημόσιας προσκύνησης. Η προσκύνηση και η λατρεία των ανθρώπων που θεωρήθηκαν άγιοι βρίσκεται στην καρδιά των τελετουργικών πρακτικών της ύστερης αρχαιότητας και της μεσαιωνικής, χριστιανικής κοινωνίας σε Ανατολή και Δύση. Μέσω της λατρείας των λειψάνων οι ζώντες χριστιανοί μπορούσαν ν’ αναζητήσουν την προστασία και βοήθεια του εξαγνισμένου, εξαγιασμένου νεκρού προσώπου που τώρα βρισκόταν στον παράδεισο. Εκτός απ’ τα λείψανα, η προσκύνηση των εικόνων των Αγίων, υπήρξε εξίσου σημαντική στις βυζαντινές περιοχές.
Οι χριστιανοί δια μέσου των Αγίων γίνονται κατά κανόνα ικανοί να πραγματοποιούν θαύματα με τη θεϊκή επικουρία. Μπορούσαν να θεραπεύσουν την ασθένεια, να αντιμετωπίσουν την πείνα, να σβήσουν καταστροφικές πυρκαγιές, να νικήσουν τους εχθρούς. Οι υπερφυσικές δυνάμεις των Αγίων, πάντα εντυπωσιακές και χρήσιμες, μπορούσαν να απευθύνουν αιτήσεις των θνητών στο Θεό με σκοπό αυτός να ευνοήσει τους προστατευόμενούς τους. Αφού ο χριστιανισμός διακήρυσσε την παγκοσμιότητα της αμαρτίας και τη συνακόλουθη θεϊκή κρίση και τιμωρία της, αν οι άνθρωποι επιθυμούσαν να απαλλαγούν απ’ τις συνέπειες των αμαρτιών τους, έπρεπε ν’ αναζητήσουν τη βοήθεια ενός αγίου. Οι ζωντανοί προσδοκούσαν θαύματα, όταν τα ζητούσαν απ’ τους Αγίους. Η υπερφυσική δύναμη που κατείχαν οι Άγιοι προέκυπτε ως άμεσο αποτέλεσμα του τρόπου ζωής τους ενόσω ζούσαν. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να θυμόμαστε ότι αυτή η δύναμη πιστευόταν ότι προέρχεται κατευθείαν απ’ το Θεό και ότι η τιμή που αποδιδόταν στους Αγίους θεωρούνταν ένα μέσο λατρείας του Θεού. Ο Αυγουστίνος της Ιππώνος παρατηρεί σχετικά (d. 430): «Οι προσφορές μας στα ιερά είναι προσφορές προς το Θεό. Οι μάρτυρες έχουν το δικό τους χώρο τιμής αλλά δεν λατρεύονται σε αντικατάσταση του Χριστού».
Το φύλο και ο μισογυνισμός επηρέασαν και δόμησαν τη θεωρία και την πράξη της προσκύνησης των λειψάνων στη μεσαιωνική χριστιανική κοινωνία με πολλούς τρόπους. Οι γυναίκες πάντοτε αποτελούσαν μειοψηφία ως τιμώμενες και εορταζόμενες αγίες απ’ τις χριστιανικές κοινότητες και ακόμη μικρότερη πλειοψηφία ανάμεσα σ’ εκείνους τους αγίους που τα λείψανά τους προσκυνούνταν ευρέως. Οι ζώσες γυναίκες αποκλείονταν σε μεγάλο βαθμό από εκείνες τις θέσεις της θρησκευτικής και πολιτικής ιεραρχίας που είχε αρμοδιότητα σε ζητήματα λατρείας αγίων. Ακόμη οι γυναίκες κατά καιρούς αποκλείονταν απ’ την πρόσβαση σε λείψανα αγίων. Ταυτόχρονα οι κληρικοί θεωρούσαν τις γυναίκες πιο επιρρεπείς απ’ τους άνδρες σε επικίνδυνες προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, γεγονός που μπορούσε να τις οδηγήσει σε απαγορευμένες ατραπούς ως προς τη χρήση των αγίων λειψάνων. Οι μάρτυρες ήταν εκείνοι που πρωτοαναγνωρίστηκαν ως άγιοι απ’ τις χριστιανικές προσκυνώντας και λατρεύοντας τα λείψανά τους. Η πρωιμότερη αφήγηση της χριστιανικής αγιογραφίας, το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου (περίπου 167 μ.Χ.), καταγράφει και τη διατήρηση του σώματος του μάρτυρος ως ιερού κειμηλίου και τον εορτασμό της μέρας του θανάτου του ως θρησκευτικής πανηγύρεως. Έτσι είναι φανερό ότι και η λατρεία των αγίων λειψάνων και η εκκλησιαστική - λειτουργική λατρεία των αγίων, ανάγουν την καταγωγή τους στις πρώιμες χριστιανικές κοινότητες.
Οι χριστιανοί γιόρταζαν τη μνήμη των μαρτύρων με γιορτές που λάμβαναν χώρα κοντά στους τάφους τους σε υπαίθρια κοιμητήρια. Μικροί ιεροί χώροι ανηγέρθησαν επίσης πάνω από τάφους μαρτύρων όπως για παράδειγμα του Πέτρου στο Βατικανό λόφο της Ρώμης. Όμως μόνο με την έκδοση του διατάγματος των Μεδιολάνων (313) και άλλων επισήμων αναγνωρίσεων του χριστιανισμού η δημόσια λατρεία μαρτύρων και αγίων απέκτησε καθολική αποδοχή και άρχισε ν’ αναπτύσσεται πραγματικά. Μια Σύνοδος Επισκόπων στη Γάγγρα το 340 μ.Χ. έφτασε στο σημείο να εκδώσει διάταγμα αφορισμού για κάθε χριστιανό που τολμούσε ν’ αμφισβητήσει την ιερότητα των λειψάνων. Στη διάρκεια του 4ου αιώνα κτίστηκαν μεγαλοπρεπείς εκκλησίες στα ιερά - μαρτύρια πολλών μαρτύρων. Και εδώ όπως και σ’ άλλες πτυχές της οργάνωσης της χριστιανικής εκκλησίας ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος έχει την πρωτοκαθεδρία κτίζοντας μια επιβλητική εκκλησία πάνω στον τάφο του αποστόλου Πέτρου. Αυτά τα ιερά, συνήθως απομακρυσμένα απ’ τα τείχη των πόλεων αποτέλεσαν ένα στοιχείο - κλειδί στην αστική τοπογραφία της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μερικά απ’ αυτά τα πρώιμα μαρτύρια ήταν αφιερωμένα σε γυναίκες όπως το ιερό της Ευλαλίας στη Μερίντα της Ισπανίας, της Κρισπίνας στη Θήβεσσα της Τυνησίας και της Θέκλας στη Σελεύκεια της Μικράς Ασίας. Ίσως το πιο σπουδαίο απ’ αυτά να ήταν το ιερό της Αγίας Ευφημίας στη Χαλκηδόνα κοντά στην Κωνσταντινούπολη, ένα μαζικό συγκρότημα που αποτελούνταν από τρεις χωριστές εκκλησίες. Σύμφωνα με τον Ευάγριο τον Ποντικό (+399), μέσω μιας μηχανικής κατασκευής, οι πιστοί της Αγίας Ευφημίας εισήγαγαν σφουγγάρια στον τάφο της τα οποία καλύπτονταν με το θαυματουργό αίμα της απορροφώντας το, γινόμενα μ’ αυτό τον τρόπο τα ίδια ιερά λείψανα τα οποία οι προσκυνητές μπορούσαν να πάρουν μαζί τους φεύγοντας.
Με την επίσημη αποδοχή του χριστιανισμού ασκητές και αργότερα Επίσκοποι, διδάσκαλοι και άλλοι, θεωρήθηκαν άγιοι υπό τον τίτλο του ομολογητού και του ιατρού των ψυχών, εφόσον κήρυτταν και δίδασκαν την ορθή πίστη. Κανείς δεν μπορούσε να γίνει άγιος σε πλήρη απομόνωση απ’ τη χριστιανική κοινότητα: έπρεπε πρώτα να γίνει αποδεκτός ως ενσάρκωση της αγιότητας απ’ την κοινότητα και αργότερα ν’ αναγνωριστεί επίσημα απ’ τις εκκλησιαστικές αρχές.
Όσον αφορά τη γυναικεία αγιότητα στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους, πρέπει να τονιστεί πως έπαιξε μεγάλο ρόλο στην καθιέρωση και στην εδραίωση της λατρείας των αγίων λειψάνων. Οι γυναίκες ως πιστές χριστιανές και ταυτόχρονα ως φορείς της αρχαίας μεσογειακής κοινωνικής παράδοσης αναλάμβαναν σημαντικές υπευθυνότητες κατά την ταφή και την κηδεία του νεκρού. Οι χριστιανές γυναίκες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας ενεπλάκησαν απ’ την αρχή στενά στη διαδικασία της εξεύρεσης και της κατασκευής ιερών για τα λείψανα των μαρτύρων. Και ενώ αυτή τους η δραστηριότητα μειωνόταν απ’ τον αυξημένο επισκοπικό έλεγχο στη λατρεία των λειψάνων, οι γυναίκες των αυτοκρατορικών και αργότερα κι άλλων αριστοκρατικών οικογενειών θα συνέχιζαν επί μακρόν να εξασκούν σημαντική επιρροή στη σύσταση και ίδρυση καινούργιων χριστιανικών προσκυνημάτων. Πραγματικά δύο απ’ τις σπουδαιότερες ανακαλύψεις αγίων λειψάνων στον ύστερο ρωμαϊκό κόσμο αποδίδονται σε γυναίκες, αφού ως τα χρόνια του Αμβροσίου Μεδιολάνων (+397 μ.Χ.), η μητέρα του Κωνσταντίνου Αγία Ελένη (+330 μ.Χ.) ανακάλυψε τα απομεινάρια του Τιμίου σταυρού στο Γολγοθά, ενώ η αυτοκράτειρα Πουλχερία επέβλεψε την ανακάλυψη των λειψάνων των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας το 451. Οι γυναίκες επίσης συγκαταλέγονται στους πιο αφοσιωμένους πανηγυριστές των ιερών χριστιανικών γιορτών που συρρέουν μαζικά στα ιερά των αγίων.
Η λατρεία των σημαντικών μαρτύρων και αγίων, είτε πανχριστιανική είτε τοπική, έλαβε με το χρόνο καθορισμένη μορφή περιλαμβάνοντας ανάγνωση αποσπασμάτων από το βίο του μάρτυρα - αγίου και μεγαλοπρεπείς τελετουργίες και πομπές περιφοράς των αγίων λειψάνων τους. Ιδιαίτερα οι μοναστικές κοινότητες είχαν υιοθετήσει μια σειρά εορτών μνημόνευσης των αγίων και προσευχής για τη μεσολάβησή τους στο Θεό. Λειτουργικά ημερολόγια και Μηναία συνδεόμενα με περιφέρειες, μοναστήρια και μοναχικά τάγματα διασώζονται αρκετά σε μεσαιωνικά λειτουργικά χειρόγραφα, ιδιαίτερα σε μαρτυρολόγια και συλλογές αγιογραφικών αναγνωσμάτων.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις θρησκευτικές πρακτικές με τις οποίες συνδέονται τα λείψανα στο μεσαιωνικό χριστιανισμό είναι ζωτικής σημασίας να τις θεωρήσουμε υπό το πρίσμα μιας εσχατολογικής προοπτικής. Ένας άγιος ήταν πάνω απ’ όλα μια ψυχή που κατοικούσε στον παράδεισο. Την ημέρα της κρίσης κάθε ανθρώπινο σώμα θα επανασυντεθεί στα εξ’ ων συνετέθη, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις της χριστιανικής θεολογίας. Έτσι τα λείψανα των αγίων ήταν μια ζωντανή απόδειξη της αέναης σωματικής τους υπόστασης στον κόσμο του εδώ και στον κόσμο του επέκεινα. Ιδωμένος μέσα σ’ αυτή την προοπτική ένας τάφος αγίου ή μια λειψανοθήκη αποτελούσε έναν ζωντανό διάμεσο - διαμεσολαβητή του ανθρώπου προς το Θεό. Επομένως τα ιερά λείψανα δεν ήταν απλώς σύμβολα των αγίων αλλά η συνεχιζόμενη φυσική τους παρουσία στον κόσμο. Όπως αναφέρει μια επιγραφή του 5ου αιώνα στον τάφο του αγίου Μαρτίνου της Tours (397 μ.Χ.): «Εδώ κείτεται ο ιεράς μνήμης Επίσκοπος Μαρτίνος, του οποίου η ψυχή βρίσκεται στα χέρια του Θεού, αλλά ο οποίος βρίσκεται συνέχεια ανάμεσά μας αποδεικνύοντας με τη δύναμη των θαυμάτων του τη χάρη και την ευλογία του». Και σύμφωνα με τον σύγχρονο μελετητή Peter Brown «τα λείψανα υπήρξαν τα συνδετικά στοιχεία γης και ουρανού».
Ορισμένα λείψανα αγίων τοποθετούνταν σε βωμούς εκκλησιών ως μέρος της διαδικασίας της καθιέρωσής τους ή τοποθετούνταν σε περίτεχνα διακοσμημένες λειψανοθήκες. Αυτές είτε βρισκόντουσαν σε εκκλησίες για δημόσια προσκύνηση, είτε σε ιδιωτικές οικίες πλουσίων ανθρώπων για ιδιωτική λατρεία. Οι κανονικές διατάξεις πάντως επέβαλαν να διατηρούνται τα λείψανα των αγίων και να φυλάσσονται στους βωμούς των εκκλησιών ως συστατικό στοιχείο της θεμελίωσής τους. Τα λείψανα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των πρώτων χριστιανικών χρόνων, δεν ωφελούσαν τους χριστιανούς μόνο στη διάρκεια της επίγειας ζωής τους, αλλά και κατά το θάνατό τους: οι ταφές κοντά στα ιερά αγίων που φυλάσσονταν λείψανα (ad. Sanctus) εκτιμώνταν και επιδιώκονταν ιδιαίτερα, αφού κατά την ημέρα της κρίσης η υπερφυσική δύναμη του λειψάνου θα μπορούσε να συμπαρασύρει το γειτνιάζοντα νεκρό στην αιώνια δόξα.
Η παλαιότερη καταγραφή συλλογής λειψάνων μαρτύρων εντοπίζεται στο Μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου (156 μ.Χ.). Πολυάριθμες, παρόμοιες αναφορές επιβιώνουν απ’ την περίοδο των διωγμών, εκ των οποίων περίπου οι μισές προέρχονται από τους βίους γυναικών μαρτύρων. Η δημόσια προσκύνηση των λειψάνων αυξήθηκε σε σημασία και γεωγραφική διασπορά κατά τη διάρκεια του 4ου και ως τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα μ.Χ., ιδιαίτερα υπό την σθεναρή επιρροή και προτροπή του Αμβροσίου Μεδιολάνων (397). Απ’ αυτή, τουλάχιστον, την εποχή η εκκλησιαστική ιεραρχία άρχισε να εξασκεί εξουσία και να καταβάλλει έντονες προσπάθειες στο να ελέγξει την προσκύνηση και λατρεία των λειψάνων απ’ τους λαϊκούς των χριστιανικών κοινοτήτων (ποίμνιο). Απασχολήθηκε και με την αυθεντικότητα των ίδιων των λειψάνων και με την ορθοδοξία των πρακτικών λατρείας και προσκύνησής τους.
Β
Κεφάλαιο 3ο:
Αναλυτική παρουσίαση Μαρτυρολογίων – Συναξαρίων - Βίων Αγίων (3ος – 6ος αιώνας μ.Χ.) - Προβλήματα που θέτουν. Επί μέρους Παρατηρήσεις - Επισημάνσεις.
Η λέξη Συναξάριον παράγεται από τη λέξη σύναξη. Στη γλώσσα της Εκκλησίας η λέξη σύναξη σημαίνει τη συνάθροιση των πιστών στο ναό προς τιμήν κάποιου αγίου. Στις συνάξεις αυτές οι Χριστιανοί από πολύ παλιά διάβαζαν κείμενα που μιλούσαν για τη ζωή των αγίων. Τα κείμενα αυτά πήραν σιγά-σιγά την ονομασία Συναξάρια. Βέβαια, οι συγκεντρώσεις των πιστών στους ναούς γίνονται και για να τιμηθούν διάφορα γεγονότα από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας. Γίνονται επίσης για να τιμηθούν οι άγγελοι, οι ευρέσεις και οι επανευρέσεις ιερών λειψάνων, διάφορα γεγονότα και υποθέσεις από την εκκλησιαστική ιστορία και γενικά το σχέδιο της θείας «οικονομίας». Στο παρελθόν σε κάθε τέτοια περίσταση το Συναξάριο διαβαζόταν ανάμεσα στις ωδές των κανόνων. Στα βιβλία της Εκκλησίας μετά το Κοντάκιο, τον Οίκο και το Μηνολόγιο με τους στίχους ακολουθεί συνήθως ένα υπόμνημα σε πεζό λόγο που μιλάει για την υπόθεση της εορτής. Το υπόμνημα αυτό είναι το Συναξάριο. Δεν πρόκειται για πλήρη βιογραφία του αγίου ή λεπτομερή έκθεση της υποθέσεως της εορτής. Είναι σχεδόν μια περιληπτική αναφορά όλων αυτών. Ακόμη και όταν είναι κάπως εκτεταμένο, το Συναξάριο δεν εξαντλεί πλήρως την εορταζομένη υπόθεση.
Τα Συναξάρια περιέχουν πολλές αλήθειες της πίστεως. Δεν είναι όμως δογματικά κείμενα με την αυστηρή σημασία του όρου και, φυσικά, δεν αρκούν μόνο αυτά για την πνευματική ωφέλεια των πιστών. Χρειάζονται και συμπλήρωμα. Η δική μας μελέτη, λοιπόν, θα πρέπει να είναι συνεχής και να εκτείνεται σε όλο το πλάτος των θεμάτων της πίστεως.
Η μετάφραση που κάναμε είναι περισσότερο νοηματική και όχι κατά λέξη. Είναι ελεύθερη απόδοση. Φυσικά αποφύγαμε να κάνουμε πολλές δικές μας προσθήκες, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να απομακρυνθούμε πολύ από το πρωτότυπο κείμενο. Σκοπός μας ήταν το νόημα και όχι το γράμμα του κειμένου.
Όπως είναι γνωστό, πολλές φορές η μετάφραση δε μπορεί να αποδώσει τέλεια το νόημα του πρωτοτύπου κειμένου. Δυστυχώς κάθε μετάφραση υπολείπεται του πρωτοτύπου. Για όσους, λοιπόν, έχουν κάποια απορία ή διαφωνία ως προς την απόδοση του κειμένου, σίγουρα ο καλύτερος δρόμος γι’ αυτούς είναι η μελέτη του πρωτοτύπου, γι’ αυτό και ζητούμε εκ των προτέρων τη συγγνώμη και την επιείκειά τους.
Στη μετάφραση αυτή συμβουλευτήκαμε πολλές φορές τον αντίστοιχο Συναξαριστή του Μοναχού Βίκτωρος Ματθαίου και του επισκόπου Οινόης Ματθαίου Λαγγή, καθώς και τα Συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου (παράφραση) του Αγίου Αθανασίου του Παρίου.
Στη συνέχεια ακολουθούν δύο λόγια για τον συγγραφέα των συναξαρίων, τον βυζαντινό λόγιο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο.
Για το βυζαντινό λόγιο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο οι πληροφορίες μας σχετικά με τη ζωή του είναι ελάχιστες. Για τα πρώτα χρόνια του δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Οι σύγχρονες μ’ αυτόν φιλολογικές ή άλλες πηγές σιωπούν. Κάποιες πληροφορίες για τη ζωή του συνάγονται μόνο από τα έργα του.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα γνωστά στοιχεία έζησε μετά το 1250 και μέχρι το 1330 μ.Χ. Έμεινε για πολύ καιρό στην Κωνσταντινούπολη. Βρισκόταν συχνά στο ναό της Αγίας Σοφίας και στη βιβλιοθήκη που υπήρχε εκεί. Στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (Migne P.G. τ. 145,609) διαφαίνεται η πληροφορία ότι διαβιούσε στις εγκαταστάσεις του ναού της Αγίας Σοφίας και ότι εκεί εργάσθηκε για τη συγγραφή των έργων του. Από τον κώδικα 79 της Βοδλιανής βιβλιοθήκης της Οξφόρδης αντλούμε την πληροφορία ότι χρημάτισε και πρεσβύτερος του ναού της Αγίας Σοφίας. Ο Βατικανός κώδικας 182, φ. 1 μας δίνει την πληροφορία ότι ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος έγινε και μοναχός, και πήρε το μοναχικό όνομα Νείλος. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Πάντως, αν έγινε αυτό, θα πρέπει να συνέβη περί τα τέλη του βίου του.
Το συγγραφικό του έργο είναι τεράστιο σε έκταση. Διακρίθηκε ως ιστορικός, ως εξηγητής των Γραφών, των Πατέρων και των υμνογράφων, ως ποιητής εκκλησιαστικών ύμνων και επιγραμμάτων, ως αγιολόγος και λειτουργιολόγος. Η πολυμέρεια του είναι εκπληκτική. Βέβαια, σε ένα έργο με τέτοια έκταση δεν είναι εύκολο να συναντήσουμε εξαντλητική έρευνα και συστηματική εργασία. Όμως παρά τις οποιεσδήποτε ελλείψεις του ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος είναι ένας από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς των αρχών του 14ου αιώνος.
Τα έργα του διαιρούνται από τους ειδικούς μελετητές σε:
Α. Ιστορικά
Β. Ποιητικά (ιστορικά, αγιολογικά, συνόψεις εκκλησιαστικών βιβλίων, θύραθεν)
Γ. Αγιολογικά - Λειτουργιολογικά
Δ. Εξηγητικά
Ε. Διάφορα
Μεγάλο μέρος του έργου του παραμένει ακόμη ανέκδοτο. Από τα εκδομένα πολλά έχουν εκδοθεί στην Patrologia Graeca του J. P. Migne τ. 145-147, αλλά βρίσκονται και σε άλλες εκδόσεις συλλογικά ή μεμονωμένα.
Πρόλογος Συναξαρίων
Σύντομος πρόλογος των Συναξαρίων του Ξανθοπούλου εις τα Συναξάρια του Τριωδίου. (Σήμερα έχουμε σαν ξεχωριστά βιβλία το Τριώδιο και το Πεντηκοστάριο. Παλαιότερα ήταν ένα βιβλίο και χωριζόταν σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος λεγόταν Τριώδιον Κατανυκτικόν και το δεύτερο Τριώδιον των Ρόδων ή Πεντηκοστάριον).
«Συναξάρια γραμμένα από το Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο για τις επίσημες εορτές του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. Αναφέρονται σε κάθε μια από αυτές, για το πώς ξεκίνησαν, γιατί είναι έτσι σήμερα και για ποιο λόγο θέσπισαν αυτές τις εορτές οι θεοφόροι Πατέρες μας, μαζί με κάποιες σχετικές παρατηρήσεις.
Αρχίζουν από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου και καταλήγουν στην Κυριακή των Αγίων Πάντων. Στην ακολουθία του Όρθρου πρέπει πρώτα να διαβάζεται το Συναξάριο του Μηναίου και έπειτα το αρμόδιο από τα παρόντα».
Ο Συναξαριστής που αποτελεί έργο του Διακόνου της Μεγάλης Εκκλησίας Μαυρικίου, κυκλοφορούσε σε χειρόγραφες συλλογές και ήταν γραμμένες σε γλώσσα αρχαΐζουσα, γι’ αυτό και δύσκολη για τους χριστιανούς της τουρκοκρατίας. Γι’ αυτό το λόγο ανέλαβε την μετάφρασή του «εκ του Ελληνικού εις την καθ’ ημάς κοινοτέραν διάλεκτον ο σοφός ανήρ, Μάξιμος ο Μαργούνιος Επίσκοπος Κυθήρων».
Βέβαια δεν περιορίσθηκε ο Άγιος, μόνο, στη μετάφραση, αλλά εργάσθηκε και κριτικά επάνω στα κείμενα, τα οποία αποκατέστησε, διόρθωσε, πλάτυνε, αναπλήρωσε τις ελλείψεις τους, σαφήνισε τα δυσνόητα και ομόρφυνε με διάφορες υποσημειώσεις, τις οποίες άντλησε απ’ τις ανεξάντλητες γνώσεις του. Αλλά, το σημαντικότερο, αποκάθαρε τον Συναξαριστή από όσα περιείχε «εναντία τη θεία γραφή και απίθανα παρά τω ορθώ λόγω και τοις κριτικοίς...», γιατί δεν υπήρχε άλλο βιβλίο της Εκκλησίας «τόσον άτακτον και ανεπιμέλητον, ωσάν ο Συναξαριστής».
Η έκδοση περατώθηκε το 1819 και φυσικά σε λίγο διάστημα εξαντλήθηκε. Μια Τρίτη έκδοση σε δύο τόμους έγινε το 1868 από το τυπογραφείο του Χ. Νικολαϊδου Φιλαδελφέως, ο οποίος προσάρμοσε κάπως το λεκτικό ιδίωμα «προς τα εν κοινή χρήσει κατά τους καθ’ ημάς χρόνους». Επίσης τον Συναξαριστή του 1868 επανεξέδωσε ο εκδότης κ. Σπανός σε φωτοτυπία.
Ο Μέγας Βασίλειος γράφει για τους βίους των Αγίων σε επιστολή του (επιστολή α΄): «οι βίοι των μακαρίων ανδρών ανάγραπτοι παραδεδομένοι, οίον εικόνες τινές έμψυχοι της κατά Θεόν πολιτείας, τω μιμήματι των αγαθών έργων πρόκεινται. Και τοίνυν, περί όπερ αν έκαστος ενδεώς έχοντος εαυτού αισθάνεται, εκείνω προσδιατρίβων, οίον από τινος κοινού ιατρείου, το πρόσφορον ευρίσκει τω αρρωστήματι φάρμακον».
Ο Συναξαριστής του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου βασίστηκε στους χειρόγραφους Συναξαριστές των σημαντικότερων Μονών του Αγίου Όρους: του Παντοκράτορα, του Πρωτάτου, των Μονών Διονυσίου και Κουτλουμουσίου. Και όπως γράφει ο ίδιος ο Νικόδημος ο Αγιορείτης «ου μόνον δε ταύτα, αλλ’ επιμελήθημεν να προσθέσωμεν εν τη μεταφράσει ημών ταύτη, και τας χρονολογίας εις κάθε αγίου Συναξάριον, όσας δηλαδή εδυνήθημεν να εύρωμεν. Ομοίως και τας ονομασίας των τόπων και πόλεων, καθώς δηλαδή τώρα ονομάζονται οι εν τοις Συναξαρίοις αναφερόμενοι τόποι και πόλεις, προς σαφήνειαν και κατάληψιν περισσοτέραν των αναγινωσκόντων. Ουχί δε πάσας τας ονομασίας επροσθέσαμεν, αλλ’ όσας ηδυνήθημεν να εύρωμεν».
Επίσης συνεχίζει: «επειδή δε πολλοί από τους εν τοις Συναξαρίοις περιεχομένους αγίους, έχουσι και βίους κατά πλάτος, μεταφρασμένους εις το απλούν και περιεχομένους εις τον Δαμασκηνόν, εις το Εκλόγιον, εις το νέον Εκλόγιον, εις τον Παράδεισον, εις τον νέον Παράδεισον, εις άλλα βιβλία. Δια τούτο επιμελήθημεν και εσημειώσαμεν εις το τέλος κάθε Συναξαρίου των τοιούτων αγίων, εις ποίον βιβλίον εκ των ανωτέρω ευρίσκεται ο κατά πλάτος βίος αυτών. Αλλά και τους Ελληνικούς βίους των ανωτέρω αγίων, και τους συγγραφείς αυτών, και μάλιστα Συμεών τον Μεταφραστήν, εσπουδάσαμεν να σημειώσωμεν, και εν ποίοις ιεροίς μοναστηρίοις του αγίου Όρους ευρίσκονται, προς είδησιν των φιλολόγων, καλώς ειδότες, ότι ουκ άχαρίς εστι παρ’ αυτοίς μία τοιαύτη είδησις».
Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει στις επιστολές του αξιομνημόνευτες απόψεις για τους βίους των αγίων: «Ώσπερ οι ζωγράφοι, όταν από εικόνων εικόνα γράφωσι, πυκνά προς το παράδειγμα βλέποντες, τον εκείθεν χαρακτήρα προς το εαυτών σπουδάζουσι μεταθείναι φιλοτέχνημα. Ούτω δη τον εσπουδακότα εαυτόν πάσι τοις μέρεσι της αρετής απεργάσασθαι τέλειον, οιονεί προς αγάλματα κινούμενα και έμπρακτα, τους βίους των αγίων αποβλέπειν, και το εκείνων αγαθόν, οικείον ποιείσθαι δια μιμήσεως».
Κατά το Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και τους επιμέρους βίους των αγίων του Συμεών του Μεταφραστή, ολόκληρη η κοινωνική κλίμακα αγιοποιείται εκπροσωπούμενη από εξαιρετικές περιπτώσεις ανθρώπων - αγίων: Πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, διάκονοι, μοναχοί, παρθένοι μοναχοί, βασιλείς, αυτοκράτειρες, βασιλομήτορες, αρχόντισσες, φτωχοί άνθρωποι του λαού, όλοι, ανεξάρτητα απ’ την κοινωνική τους θέση έχουν τη δυνατότητα να αγιοποιηθούν, ανάλογα με το ύψος της αρετής στο οποίο έχουν φτάσει. Επίσης την ίδια δυνατότητα αγιοποίησης, σε σχέση με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν, άνδρες και γυναίκες, των κατωτέρων λαϊκών τάξεων: γαιοκτήμονες, γεωργοί, τσαγκάρηδες, σκυτοτόμοι, όλοι, παντρεμένοι και ανύμφευτοι, σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο, μπορούν να μετέχουν της αγιότητας: «Δυνατόν και σφόδρα δυνατόν, και γυναίκας έχοντας την αρετήν μετιέναι, εάν θέλωμεν. Πώς; Εάν έχοντες γυναίκα ως μη έχοντες ώμεν. Εάν μη χαίρωμεν επί κτήσεσιν. εάν τω κόσμω χρώμεθα, ως μη καταχρώμενοι. Οι δε τινες ενεποδίσθησαν από γάμου ιδέτωσαν, ότι ουχ ο γάμος εμπόδιον, αλλ’ η προαίρεσις η κακώς χρησαμένη τω γάμω. Επεί ουδέ ο οίνος ποιεί την μέθην, αλλ’ η κακή προαίρεσις, και το πέραν του μέτρου χρήσθαι. Μετά συμμετρίας τω γαμώ χρώ, και πρώτος εν τη βασιλεία έση, και πάντων απολαύσεις των αγαθών».
Βίος του Συμεών του Στυλίτη
Αυτός ο Μέγας, κατά το Συναξαριστή, Συμεών καταγόταν από χωριό που ονομαζόταν Σισάν, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στην επαρχία των Σύρων και των Κιλικίων, κατά τα χρόνια του Λέοντα του μεγάλου, του επονομαζόμενου Μακέλλη, και του Μαρτυρίου, Πατριάρχη Αντιοχείας, το έτος υνζ΄ (457). Στη μέση του είχε δεμένο ένα σχοινί τραχύτατο, κατασκευασμένο από φοίνικες, ώστε όλη του η μέση πληγώθηκε τριγύρω και έβγαζε αίματα. Αγωνιζόταν απλά με μια πρωτοφανή και υπεράνθρωπη άσκηση. Επίσης κατασκεύασε ψηλό στύλο, που απείχε από τη γη τριανταέξι πήχες. Εκεί, εξαιτίας της φήμης του, τον επισκέπτονταν πλήθη και έθνη ανθρώπων από διάφορα μέρη της γης και βαπτίζονταν από τα χέρια του μακαρίου Θεοδώρητου, ο οποίος τίμησε το θρόνο της εκκλησίας της Κύπρου και αυτός πρώτος έγραψε τα σχετικά με τον όσιο Συμεών.
Προφήτευσε, δίχως να ψεύδεται, σύμφωνα με το βίο του, πολλά πράγματα τα οποία επρόκειτο να συμβούν: ξηρασία, πείνα, πανούκλα, επιδρομή ακριδών, τα οποία πραγματοποιήθηκαν με ακρίβεια. Και φερόταν έως και στους ζητιάνους και αγροίκους ανθρώπους σα να ήταν υπηρέτης. Μόνο εναντίον των αιρέσεων καταφερόταν με κάποιο θυμό ή μάλλον με ζήλο.
Σύμφωνα με το θρύλο και την παράδοση, τις σάλπιγγες με τον ήχο των οποίων οι ιερείς των Εβραίων γκρέμισαν τα τείχη της Ιεριχούς, επί Ιησού του Ναυή, τις μετέφερε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός στην Κωνσταντινούπολη και τις τοποθέτησε στο ναό της Αγίας Σοφίας (βλ. Δωδεκάβιβλος, σελ. 1152).
Ο αρχάγγελος Μιχαήλ, σύμφωνα με την πρώιμη βυζαντινή παράδοση στην τέχνη και στους βίους των Αγίων, παριστάνεται ως αρχιστράτηγος με άρματα και σπαθί. Γι’ αυτό πολλές φορές συμβολίζει τον πόλεμο με νικηφόρα έκβαση υπέρ των βυζαντινών όπλων.
Στο συναξάρι των Σαράντα Παρθένων το οποίο αναφέρεται στην εποχή του Λικινίου εν έτει 303 μ.Χ., έχουμε μνεία παρθεναγωγείου, ιδιότυπου βέβαια, καθώς οι Σαράντα Παρθένες - ασκήτριες που κατάγονταν απ’ την Αδριανούπολη ασπάστηκαν το χριστιανισμό έχοντας συλλογικό δάσκαλο και καθοδηγητή τον Διάκονο Αμμούν. Μάλιστα ο Αμμούν, εμφορούμενος από θεία δύναμη, άρπαξε και κρέμασε στον αέρα τον ιερέα των ειδώλων για πολλές ώρες, σύμφωνα με το βίο των Σαράντα Παρθένων. Οι θαυματουργίες αυτού του είδους είναι κοινός τόπος στα Μαρτυρολόγια των πρώτων Χριστιανικών αιώνων και της πρώιμης βυζαντινής περιόδου γενικότερα.
Στο βίο του Αγίου Μάμαντος (260 μ.Χ.) παρατηρούμε τα πρώτα ίχνη οικογενειακής λατρείας η οποία αργότερα επεκτάθηκε και συντέλεσε τα μέγιστα στην επίσημη αγιοποίηση του Μάμα. Ο Άγιος Μάμας καταγόταν απ’ την πόλη Γάγγρα της Παφλαγονίας και ήταν γόνος Χριστιανών οι οποίοι φυλακίστηκαν απ’ τους ειδωλολάτρες κατά την περίοδο που η μητέρα του τον κυοφορούσε (260 μ.Χ.). Έτσι ο Μάμας γεννήθηκε στη φυλακή κι όταν έμεινε ορφανός από τους μάρτυρες γονείς του (πέθαναν στη φυλακή απ’ τα βασανιστήρια) τον παρέλαβε και τον ανέθρεψε μια πλούσια χριστιανή ονόματι Αμμία. Και επειδή συνεχώς το μικρό ορφανό αποκαλούσε τη θετή του μητέρα μαμά, ονομάστηκε Μάμας. Σύμφωνα με την παράδοση ο Άγιος μετά τη γέννησή του παρέμεινε άφωνος επί πέντε χρόνια. Την πρώτη φορά που μίλησε, όντας πέντε ετών, πρόφερε στα λατινικά τη λέξη Μάμα, γι’ αυτό και ονομάστηκε Μάμας. Στα δεκαπέντε του σώζεται θαυματουργικά από πνιγμό στη θάλασσα και στη συνέχεια κρύβεται σ’ ένα σπήλαιο για το φόβο των ειδωλολατρών όπου τρέφεται με το γάλα ελαφιών. Η φρικιαστική σκηνή του μαρτυρίου του κατά την οποία ο Άγιος Μάμας βγαίνει απ’ το αμφιθέατρο κρατώντας με τα χέρια τα εντόσθιά του, γιατί επρόκειτο να χυθούν έξω και σ’ αυτή την κατάσταση φτάνει σε απόσταση ενός σταδίου έξω απ’ την Καισάρεια όπου και πεθαίνει, είναι πραγματικά μυθιστορηματική. Εκεί αργότερα η θετή του μητέρα Αμμία έκτισε ένα πολυτελή ναό στο όνομα του Αγίου Μάμα, εγκαινιάζοντας έτσι μιαν αρχικά οικογενειακή λατρεία. Αργότερα στον ίδιο ναό γιόρταζαν κάθε χρόνο οι Καισαρείς τη μνήμη του κατά την εποχή της άνοιξης.
Πάντως, ο τρόπος που ο Άγιος Μάμας επιβίωσε, θηλάζοντας γάλα ελαφίνων, οι οποίες συναγωνίζονταν η μια με την άλλη για το ποια θα προσφέρει το μαστό της στο μάρτυρα, θυμίζει το μύθο του Ρώμου και του Ρωμύλου, οι οποίοι -αντίστοιχα-επιβίωσαν θηλάζοντας γάλα λύκαινας. Αυτή η διείσδυση αρχαίων μύθων απ’ τη Ρώμη και την Ελλάδα στη χριστιανική παράδοση αποδεικνύει την ενσωμάτωσή τους στους βίους των Αγίων και τη συνέχεια του πολιτισμικού σύμπαντος απ’ την αρχαιότητα στο Βυζάντιο.
Ο άγιος Ιωάννης, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Νηστευτής, έζησε στα χρόνια του Ιουστίνου, του Τιβερίου και του Μαυρικίου (580μ.Χ.) στην Κωνσταντινούπολη. Όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία έγινε χαράκτης (τεχνίτης της χαρακτικής). Στον καιρό της πατριαρχείας του ξέσπασε στην Πόλη μεγάλο θανατικό. Για το λόγο αυτό ο άγιος έδωσε στον υπηρέτη του δυο κοφίνια, το ένα άδειο και το άλλο γεμάτο από μικρές πέτρες, δίνοντάς του παράλληλα την εξής οδηγία: να σταθεί στη λεωφόρο του βοός και να μετρήσει τους νεκρούς που κείτονταν εκεί. Κατόπιν να ρίξει τόσες πέτρες στο άδειο καλάθι όσοι και οι νεκροί που μέτρησε. Ο υπηρέτης ακολούθησε τις οδηγίες του με ακρίβεια: επί μια ολόκληρη ημέρα στήθηκε στη λεωφόρο του βοός κι όταν το βράδυ μέτρησε τις πέτρες διαπίστωσε ότι οι νεκροί εκείνη την ημέρα είχαν φτάσει τους τριακόσιους εικοσιτρείς. Την επόμενη μέρα έκανε το ίδιο και διαπίστωσε ότι οι νεκροί ήταν λιγότεροι. Κάνοντας το ίδιο για επτά συνεχείς ημέρες διαπίστωσε στο τέλος ότι το θανατικό σταμάτησε χάρη στην εκτενή προσευχή του Αγίου, όπως μας πληροφορεί ο βίος. Το παραπάνω περιστατικό μας φέρνει στο νου τον αρχαίο ελληνικό μύθο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας καθώς και το νεότερο παραμύθι του Κοντορεβιθούλη, αφηγήσεις στις οποίες η αντιστοιχία ανθρώπου - πέτρας συμβολίζει το στερέωμα της ζωής και την αύξηση ή ελάττωση των ανθρώπων στον πλανήτη ή στις πόλεις και τις κώμες.
Κάποια Παρασκευή γνωστοποιήθηκε στον Άγιο η είδηση ότι πρόκειται να διεξαχθούν ιπποδρομίες και θεατρικές παραστάσεις. Το θέαμα θα λάμβανε χώρα Σάββατο Πεντηκοστής, γι’ αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής παρακαλούσε το Θεό να φανερώσει σημείο θαυμαστό για να φοβηθούν οι άνθρωποι και να εμποδιστούν από ένα τέτοιο αμαρτωλό «παιχνίδι». Η απέχθεια του Αγίου προς τα κατάλοιπα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας στο χώρο της ψυχαγωγίας τον 6ο αιώνα μ.Χ., φανερώνει εν γένει την εχθρική στάση της καθεστηκυίας τάξης προς τον ειδωλολατρικό κόσμο που έπνεε τα λοίσθια. Πραγματικά, σύμφωνα με το βίο του Ιωάννη του Νηστευτή το δειλινό εκείνου του Σαββάτου και ενώ ο ουρανός ήταν ανέφελος ξέσπασαν φοβεροί ανεμοστρόβιλοι και δυνατοί άνεμοι και έπεσε τέτοια καταρρακτώδης βροχή ώστε αμέσως έφυγε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος απ’ τον ιππόδρομο, νομίζοντας πως είχε φτάσει η συντέλεια του κόσμου.
Μετά το θάνατο του Αγίου κι όταν το λείψανό του τέθηκε σε δημόσιο ασπασμό και λαϊκό προσκύνημα, προσήλθε ο έπαρχος Νείλος και καθώς φίλησε το λείψανο, αυτό σηκώθηκε και τον φίλησε με τη σειρά του σα να ήταν ζωντανό. Το γεγονός αυτό της παροδικής νεκρανάστασης του Αγίου Ιωάννη του Νηστευτή είναι απ’ τα πιο πρωτότυπα στην Αγιολογία της πρώιμης Βυζαντινής περιόδου και συνδέεται βέβαια με τ’ αντίστοιχα θαύματα του Χριστού (Ανάσταση του Λαζάρου, της κόρης του Ιαείρου, του γιού της χήρας της Ναϊν κ.ά.) και παράλληλα συμβολίζει το χριστοφόρο χαρακτήρα των Αγίων. («Ζει εν εμοί Χριστός»).
Η πιο συνηθισμένη ερώτηση, που υποβάλλουν οι ειδωλολάτρες ηγεμόνες στους χριστιανούς προς εξέταση και ανάκριση, αναφέρεται στο γένος, το επάγγελμά τους και τη χώρα καταγωγής τους. Και τα τρία αποτελούν καίρια και καθοριστικά σημεία της ταυτότητας του Ρωμαίου πολίτη και λίγο αργότερα του πρωτοβυζαντινού ανθρώπου.
Στο βίο της Αγίας Βασίλισσας διαβάζουμε πως αφού η Αγία κήδεψε και ενταφίασε το λείψανο του μάρτυρα ηγεμόνα μαζί με τον επίσκοπο, βγήκε έξω απ’ την πόλη της Νικομήδειας και φτάνοντας σ’ ένα τόπο που απείχε τρία σημεία απ’ το τείχος της πόλης κατόρθωσε με την προσευχή της να προκαλέσει ανάβλυση νερού από πέτρα. Το παραπάνω θαύμα του νερού αρκετά συνηθισμένο στους βίους της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, τα γεγονότα των οποίων διαδραματίζονται σε άνυδρες και ξηρές περιοχές (έρημος, βραχώδη τοπία).
Στο βίο του Αγίου ιερομάρτυρα Βαβύλα συναντούμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες και παραστατικές περιγραφές εικόνων και γεγονότων τα οποία συνδέονται με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Παραβάτη και την πόλη της Αντιόχειας, όπου ο Βαβύλας διετέλεσε επίσκοπος. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Νουμεριανού (284 μ.Χ.) ο Βαβύλας χειροτονήθηκε επίσκοπος Αντιόχειας διαδεχόμενος τον Ζεβίνο, σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας (βιβλ. ς΄, κεφ. κθ΄). Όταν λοιπόν έμαθε ότι ο αυτοκράτωρ Νουμεριανός έσφαξε απάνθρωπα το γιό του Πέρση βασιλιά, τον οποίο είχε λάβει ως ενέχυρο (όμηρο) για να τηρηθεί και να διασφαλισθεί η συνθήκη ειρήνης που είχε υπογραφεί με τους Πέρσες και ότι πρόσφερε θυσίες στα είδωλα καθώς επίσης και ότι επιχειρούσε να μολύνει την εκκλησία των Χριστιανών ζητώντας να εισέλθει σ’ αυτή ενώ ήταν φονιάς και ειδωλολάτρης, για όλους αυτούς λοιπόν τους λόγους ο Βαβύλας στάθηκε με τόλμη στις θύρες της εκκλησίας και διασχίζοντας το «τείχος» των σωματοφυλάκων και δορυφόρων του αυτοκράτορα άπλωσε το δεξί του χέρι στο στήθος του μιαρού ηγεμόνα και επιτιμώντας τον ικανώς τον εξέβαλλε απ’ την εκκλησία. Ο αυτοκράτωρ καταρχάς εσιώπησε και δεν έκανε καμιά κίνηση, φοβούμενος μήπως ξεσπάσει επανάσταση προερχόμενη απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος των χριστιανών, όμως πικρώς και βαρέως έφερε την ύβρη και την ατιμία που υπέστη. Για το λόγο αυτό ο Άγιος Βαβύλας αλυσοδεμένος ατιμωτικά και περνώντας από το μέσα της πόλης κατευθύνθηκε στη φυλακή.
Η παραπάνω αφήγηση του γεγονότος της σύγκρουσης κοσμικής εξουσίας και χριστιανικής εκκλησίας στα πρώτα της βήματα θυμίζει το ανάλογο περιστατικό ανάμεσα στον επίσκοπο Αμβρόσιο των Μεδιολάνων και τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Αυτή η κοινότητα του γενναίου και σταθερού φρονήματος ανάμεσα στους δύο ιεράρχες των πρωτοχριστιανικών χρόνων φανερώνει την αγνότητα, την απολυτότητα, την αυστηρότητα μα και το δυναμισμό της αρχαίας εκκλησίας.
Τον άγιο Βαβύλα ακολουθούσαν και τρία μικρά παιδιά, αδέλφια, που παρά τη μικρή τους ηλικία ήταν γνωστικά και συνετά σαν γέροντες. Η περιγραφή της ωραίας αυτής εικόνας μας παραπέμπει στο στερεότυπο του παιδαριογέροντα, που συναντάται πολύ συχνά στους βίους των Αγίων. Όταν πλησίαζε το τέλος του ο Βαβύλας τοποθέτησε μπροστά του τα τρία άκακα μικρά παιδιά κι όταν εκείνα αποκεφαλίστηκαν γινόμενα μάρτυρες, ο Βαβύλας αναφώνησε: «Ιδού εγώ και τα παιδία, ά μοι έδωκεν ο Θεός». Στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε και ο Βαβύλας το έτος 283 και τάφηκε απ’ τους Χριστιανούς με τις αλυσίδες στο λαιμό και στα πόδια, όπως ακριβώς τους είχε παραγγείλει ο άγιος όντας ακόμη εν ζωή. Η ταφή του αγίου με τις αλυσίδες μπορεί εύλογα να παραλληλισθεί με την αρχαιοελληνική συνήθεια της ταφής των ηρώων με τα όπλα τους. Εξάλλου, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιβεβαιώνει αυτόν τον παραλληλισμό στο δεύτερο λόγο του στον Ιερομάρτυρα Βαβύλα, λέγοντας: «μέλλων τοίνυν ο μακάριος αποσφάττεσθαι Βαβύλας, μέτα του σιδήρου το σώμα ταφήναι επέσκηψε, δεικνύς, ότι τα δοκούντα επονείδιστα είναι, ταύτα όταν δια τον Χριστόν γίνεται, σεμνά τε εστί και λαμπρά, και ου μόνον ουκ εγκαλύπτεσθαι, αλλά και σεμνύνεσθαι επ’ αυτοίς χρη τον πάσχοντα. Καν τούτω τον μακάριον Παύλον μιμούμενος, ός άνω και κάτω τά στίγματα, τά δεσμά, την άλυσιν έστρεφε, καυχώμενος και μεγαλοφρονών, εφ’ οίς ησχύνοντο έτεροι».
Όπως ακριβώς λοιπόν οι νικητές των πολέμων ήταν συνήθεια να θάπτονται με τα όπλα τους με τα οποία νίκησαν τους εχθρούς, έτσι ακριβώς και ο Βαβύλας θέλησε να ενταφιασθεί με τις αλυσίδες ως νοητά όπλα της πίστης. Γι’ αυτό γράφει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον λόγο του προς τον μάρτυρα Βαρλαάμ: «έτι γάρ και νυν παράκειται ταύτα τά όπλα τοίς του Χριστού στρατιώταις. Και καθάπερ τους αριστέας μετά των όπλων θάπτουσιν οι βασιλείς, ούτω και ο χριστός εποίησε και μετά των όπλων αυτούς έθαψεν. Ίνα και πρό της αναστάσεως δείξη πάσαν την δόξαν και την δύναμιν των αγίων».
Ενδιαφέρουσα είναι η παράδοση που μας διασώζει ο Θεοδώρητος στο γ΄ βιβλ., κεφ. θ΄ της εκκλησιαστικής του ιστορίας για τη «συνάντηση» του Ιουλιανού με τον μάρτυρα Βαβύλα: Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Αποστάτης πριν την εκστρατεία του στην Περσία ζήτησε απ’ τον Απόλλωνα στη Δάφνη να του προβλέψει το μέλλον. Και ο Απόλλωνας του είπε ότι εμποδίζεται απ’ τους γειτονεύοντες νεκρούς εννοώντας το λείψανο του Αγίου Βαβύλα και των μικρών παιδιών που μαρτύρησαν μαζί του. Εξαιτίας αυτής της πρόβλεψης - χρησμού ο Ιουλιανός φοβούμενος τη δύναμη των μαρτύρων πρόσταξε τους χριστιανούς να μεταφέρουν τα λείψανα του Αγίου Βαβύλα σ’ άλλο τόπο. Έτσι οι χριστιανοί χορεύοντας και τραγουδώντας τη μελωδία «αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοίς γλυπτοίς» προχώρησαν στη μετάθεση των λειψάνων του μάρτυρος, θεωρώντας την ήττα των δαιμόνων.
Ο άλλος Άγιος Βαβύλας που ήταν δάσκαλος στην Αντιόχεια και μαρτύρησε μαζί με τους ογδοντατέσσερις μαθητές του προβάλλεται ως πρότυπο δασκάλου-κατηχητή ως προς τη σχέση του με τους μαθητές του. Όταν ο Μαξιμιανός βρισκόταν στη Νικομήδεια ενώ ήδη είχε κηρύξει διωγμό κατά των Χριστιανών (298 μ.Χ.) οι χριστιανοί της περιοχής κρύβονταν από φόβο. Κατά το βίο του Βαβύλα ένας ειδωλολάτρης αποκάλυψε στο Μαξιμιανό το κρησφύγετο του Αγίου το οποίο βρισκόταν κάτω από μια κρυφή καμάρα: εκεί ο γέροντας Βαβύλας μυούσε στο χριστιανισμό τα μικρά παιδιά των χριστιανών, ωθώντας τα παράλληλα να αποστρέφονται την ειδωλολατρία.
Κατά τη στιγμή του μαρτυρίου και του θανάτου τους ο Βαβύλας έψαλλε ήσυχα: «Ιδού εγώ και τα παιδία, ά μοι έδωκεν ο Θεός». Μετά το θάνατό τους μερικοί χριστιανοί ερχόμενοι κρυφά τη νύχτα τοποθέτησαν τα λείψανά τους σ’ ένα μικρό πλοίο το οποίο τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, συνοδεία των χριστιανών αυτών. Έπειτα τα τοποθέτησαν, σύμφωνα με την παράδοση, σε τρεις λάρνακες και έτσι τα έθαψαν έξω απ’ τα τείχη της πόλης κατά το βορρά όπου βρίσκεται και η Μονή της Χώρας.
Ένα απ’ τα ιερά κειμήλια - λείψανα της αρχαίας ιστορίας του χριστιανισμού υπήρξε η ράβδος του προφήτη Μωυσή. Κατά το Γεώργιο Κωδηνό η θαυματουργή αυτή ράβδος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και ο αυτοκράτωρ βγήκε και την προϋπάντησε πεζός για να τιμήσει το γεγονός. Και αφού έχτισε ναό προς τιμήν της Θεοτόκου τοποθέτησε εκεί τη ράβδο. Αργότερα όμως τη μετέφερε στο Μέγα Παλάτιο.
Τα συναξάρια και οι βίοι των Αγίων της Πρωτοβυζαντινής περιόδου αναφέρουν με μεγάλη συχνότητα παραδόσεις που αφορούν τα ιερά κειμήλια της χριστιανοσύνης. Αυτές εντάσσονται στην προσπάθεια κράτους και εκκλησίας να εδραιώσουν θρησκευτικούς θεσμούς και τελετές, ενισχύοντας παράλληλα τη λαϊκή ευσέβεια.
Στο συναξάρι της Αγίας Ερμιόνης, κόρης του Αποστόλου Φιλίππου συναντούμε την περίπτωση μιας γυναίκας γιατρού στην οποία συρρέει πλήθος ανθρώπων με σκοπό να γιατρευτούν απ’ τις παθήσεις τους. Αργότερα η Αγία Ερμιόνη βρισκόμενη στη γεροντική της ήδη ηλικία ανοίγει στην Ασία ένα ιερό Πανδοχείο όπου δέχεται τους ξένους που έχουν ανάγκη από ψυχική και σωματική παρηγορία. Αν και γριά, υπομένει άκαμπτη τα περόνια στα πόδια της κι άλλα φρικτά μαρτύρια στα οποία την υποβάλλουν και μάλιστα το κουράγιο και η οξύνοιά της την ωθούν να εφεύρει το ακόλουθο τέχνασμα εξαπάτησης του αυτοκράτορα Αδριανού: η Αγία διηγείται στον Αδριανό το δήθεν όνειρό της που της έστειλε ο Θεός μέσα στο πυρωμένο τηγάνι. Σύμφωνα μ’ αυτό η Αγία έβλεπε τον εαυτό της να προσκυνά το μεγάλο Θεό Ηρακλή. Ο αυτοκράτορας ακούγοντάς το χαίρεται και προστάζει την Αγία να μπει στον ελληνικό ναό, να προσκυνήσει τα είδωλα, όντας βέβαιος πως σκοπεύει να εκπληρώσει το όνειρό της. Προς έκπληξη και απογοήτευση, όμως, του αυτοκράτορα η Αγία προσεύχεται στον αληθινό της Θεό, την προσευχή της συνοδεύουν βροντές και αστραπές και τα λατρευτικά αγάλματα του ναού (είδωλα για τους χριστιανούς) πέφτουν απ’ τα βάθρα τους, σπάζουν και γίνονται σκόνη. Τότε η Αγία Ερμιόνη βγαίνοντας απ’ το ναό απευθύνεται ειρωνικά προς τον Αδριανό και του λέει: τρέξε βασιλιά στο ναό και βοήθησε τους Θεούς σου γιατί έπεσαν και δεν μπορούν να σηκωθούν. Μετά απ’ αυτή την έσχατη ειρωνεία ο αυτοκράτωρ διατάζει να την αποκεφαλίσουν έξω απ’ την πόλη αλλά τελικά η Αγία πεθαίνει από φυσικό θάνατο, γιατί τα χέρια των Δημίων της ξεράθηκαν μετά από θερμή προσευχή της. Το λείψανό της το ενταφίασαν κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί σε κάποια τοποθεσία της Εφέσου.
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.