Β
Δημόσιοι ρόλοι.
Στη δημόσια ζωή του πρώιμου βυζαντινού κράτους κυριαρχούσε η ανδρική παρουσία και δραστηριότητα τόσο θεσμικά όσο και στην πράξη. Στο βασικότερο εφόδιο των παιδιών για το μέλλον τους, τη μόρφωση, είχαν δικαίωμα μόνο τα αγόρια. Αν και αγόρια και κορίτσια μάθαιναν τα πρώτα γράμματα από τη μητέρα τους, στο σπίτι, μετά μόνο τα αγόρια μπορούσαν να φοιτήσουν στα σχολεία, με σπανιότατες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό, Άνδρες είναι αυτοί που παραδίδονται ως πρωταγωνιστές σε όλες τις πλευρές της δημόσιας ζωής (οικονομική, πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, πνευματική) μέσα από πηγές γραμμένες και πάλι μόνο από άνδρες. Εξάλλου, από νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν περιγράψει με τα μελανότερα χρώματα τη γυναικεία φύση και την επικίνδυνη επιρροή της στους άντρες, και πρόβαλλαν ως ιδανικό της σωστής κόρης και συζύγου την πλήρη υποταγή στον πατέρα και το σύζυγο. Η πολιτεία είχε θεσμοθετήσει τον αποκλεισμό της γυναίκας από κάθε δημόσια δραστηριότητα. Έπρεπε να ζει περιορισμένη και απομονωμένη στο σπίτι μακριά από τα μάτια των ανδρών, να ασχολείται με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών έχοντας συνείδηση της κατωτερότητας του φύλου της.
Στην πράξη όμως, η θέση της γυναίκας ήταν διαφορετική, χωρίς βέβαια να είναι ποτέ ισότιμη με του άνδρα. Πολλές γυναίκες βγήκαν στη δημόσια ζωή και σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά. Σε κείμενα του 4ου αιώνα και μεταγενέστερα παραδίδονται μαρτυρίες για γυναίκες που πέρα από την κατασκευή των βυζαντινών υφασμάτων (που θεωρούνταν οικιακή εργασία) ασκούσαν για βιοπορισμό το επάγγελμα της ιατρού, της ιατρομαίας, της μαίας, της καλλιγράφισσας ή και της ναυκλήρισσας. Τις μεγαλύτερες δυνατότητες συμμετοχής στην οικονομική στην οικονομική ζωή είχαν οι χήρες που, αν δεν ξαναπαντρεύονταν, διατηρούσαν το δικαίωμα της κυριότητας και διαχείρισης της οικογενειακής περιουσίας. Πολλές γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής επιδίδονταν επίσης σε έργα ευποιίας, όπως η ίδρυση γηροκομείων, οι δωρεές για την ανέγερση ναών και η εθελοντική εργασία στα νοσοκομεία της εποχής. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχάσουμε τις ξεχωριστές προσωπικότητες γυναικών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του βυζαντινού κράτους όπως η αυτοκράτειρα Ελένη και Θεοδώρα.
Η βυζαντινή κοινωνία μας επιφυλάσσει μια ακόμη κατηγορία του ανδρικού φύλου που όμως είχε κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους άλλους: ήταν οι ευνούχοι. Η ύπαρξη ευνούχων δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, αλλά την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο γνώρισαν σαφώς σημαντική αύξηση καθώς φαίνεται ότι έγιναν ζωτικό στοιχείο της αυτοκρατορικής αυλής από τη βασιλεία του Διοκλητιανού και μετά. Οι αυτοκράτορες τους προσλάμβαναν ως προσωπικό των ανακτόρων γιατί δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν το θρόνο ούτε απειλούσαν τη γνησιότητα των τέκνων της αυτοκρατορικής αυλής. Επιπλέον όμως, οι ευνούχοι βοηθούσαν ιδιαίτερα τον αυτοκράτορα στα καθήκοντά του εφόσον ήταν προσωπικοί του βοηθοί και το άμεσο περιβάλλον του. Η εγγύτητα και η οικειότητά τους προς τον αυτοκράτορα και τις γυναίκες της Αυλής, τις οποίες υπηρετούσαν και πρόσεχαν, τους έδωσαν σημαντικό ρόλο στην πρώιμη βυζαντινή κοινωνία μέσω της επιρροής που ασκούσαν. Ωστόσο, σε πολλά κείμενα διακρίνουμε μια γενική αντιπάθεια του βυζαντινού λαού προς τους ευνούχους.
Ιδιωτικοί ρόλοι - Η οικογένεια.
Η ηλικία γάμου για τους Βυζαντινούς ήταν τα 15 με 25 περίπου χρόνια για τα αγόρια και τα 13 έως 16 για τα κορίτσια. Στην όλη διαδικασία του γάμου αποφασιστικό ρόλο έπαιζε η συναίνεση των δύο συζύγων και απαιτούνταν η προσωπική υπευθυνότητα του καθενός. Ωστόσο, ο γάμος δεν αποκτούσε πλήρη υπόσταση και ισχύ πριν αποδειχθεί η δυνατότητα της νύφης να συμπληρώσει τον αναπαραγωγικό σκοπό της οικογένειας, πριν γεννήσει δηλαδή ένα παιδί. Την τελευταία αυτή ρύθμιση υπαγόρευε το παλιό ρωμαϊκό δίκαιο. Και οι δύο σύζυγοι είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν διαζύγιο. Οι γυναίκες σε περίπτωση μοιχείας ή παρανομίας ή διάπραξης ενέργειας που στρεφόταν εναντίον της ενώ οι άνδρες μπορούσαν να ασκήσουν το ίδιο δικαίωμα και σε ενδεχόμενη περίπτωση ανυπακοής ή ανάρμοστης συμπεριφοράς της συζύγου.
Μέσα στην οικογένεια, το βασικό κύτταρο της βυζαντινής κοινωνίας, οι σύζυγοι, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία όφειλαν να επιδεικνύουν αρετή και πίστη. Ιδιαίτερα οι γυναίκες είχαν ως αποκλειστικό σκοπό στη ζωή το γάμο και την τεκνοποιία ενώ η θέση τους μέσα σ’ αυτόν ήταν παραδοσιακά κατώτερη από του άνδρα. Οικονομική βάση της νέας οικογένειας ήταν η προίκα της γυναίκας.
Όσο για τα παιδιά, τα αγόρια ήταν πιο καλοδεχούμενα γενικά από τα κορίτσια αφού τα τελευταία σήμαιναν για τους γονείς τη μελλοντική υποχρέωση προικοδότησης που ήταν ιδιαίτερα βαριά για οικογένειες με χαμηλό εισόδημα και μικρή ή ανύπαρκτη περιουσία. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε ότι τα κορίτσια αντιμετωπίζονταν αρνητικά αφού συμμετείχαν στις διάφορες οικογενειακές υποχρεώσεις εξισορροπώντας έτσι τα αρνητικά επακόλουθα της γέννησής τους. Στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού, οι προοπτικές που ανοίγονταν για ένα παιδί μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού ήταν η πλήρης άρνηση και εγκατάλειψη από τους γονείς, η εκμετάλλευση (πρακτική εκμετάλλευση ή ακόμη και πώληση), και ο γάμος σε κάποια ηλικία ή η καταφυγή σε μοναστήρι.
Ο στρατός.
Η άμυνα του πρώιμου βυζαντινού κράτους οργανώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι δύο αυτοί αυτοκράτορες, προκειμένου να επιλύσουν το πρόβλημα των βαρβαρικών επιθέσεων σε έναν τόπο χωρίς να μένουν ανυπεράσπιστα τα υπόλοιπα σημεία των συνόρων, διαίρεσαν τον πρώην ρωμαϊκό στρατό σε δύο τμήματα: το στρατό προκαλύψεως και ανασχέσεως και το στρατό αντεπιθέσεως και κρούσεως. Το πρώτο τμήμα αποτελούσαν οι limitanei που είχαν ως αποστολή τη διασφάλιση των συνόρων από εχθρικές μικροεπιδρομές και την ανάσχεση του εχθρού, μέχρι να φτάσει το δεύτερο τμήμα. Αυτό αποτελούνταν από τους ονομαζόμενους comitatenses των στρατιωτικών διοικήσεων (magisterial militum) στα ενδότερα και εξεδίωκε γρήγορα και αποτελεσματικά τους εχθρούς. Η γενική εφεδρεία των βυζαντινών ενόπλων δυνάμεων ανήκε στους comitatenses palatini, στρατιωτικούς που έδρευαν κυρίως στην πρωτεύουσα, τη Βιθυνία και τον Πόντο. Οι τρόποι στρατολογίας του βυζαντινού στρατού κατά τους 4ο και 5ο αιώνα ήταν τρεις: ο κληρονομικός, ο εθελοντικός και ο φορολογικός. Σύμφωνα με τον πρώτο κάποια άτομα ήταν υποχρεωμένα να υπηρετήσουν επειδή ήταν γιοι στρατιωτών. Ο δεύτερος περιλάμβανε εθελοντές, τόσο βυζαντινούς όσο και βάρβαρους μισθοφόρους. Τέλος, κατά τον τρίτο τρόπο, οι βυζαντινοί φορολογούμενοι υπολόγιζαν την περιουσία τους και ανάλογα με το πόσο μεγάλη ήταν.
Ο καιρός του Ιουστινιανού.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία στις αρχές του 6ου αιώνα παρουσίαζε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Πέρα από μια σειρά φυσικών καταστροφών και μεγάλων επιδημιών (πανούκλας, ίσως) που ταλαιπωρούσαν ήδη απ’ τον προηγούμενο αιώνα το λαό, οι εξωτερικοί κίνδυνοι ήταν ιδιαίτερα αισθητοί στην Ανατολή (Πέρσες), στη Δύση (Γότθοι, Βάνδαλοι) και στο Βορρά (Άντες, Ούννοι, Άβαροι και Σλάβοι). Σαν να μην έφθαναν αυτά, η κοινωνική ζωή στο εσωτερικό παρουσίαζε επίσης σοβαρά προβλήματα που συνίσταντο σε διαφθορά του διοικητικού μηχανισμού και σε μια περίεργη κοινωνική ζύμωση, τα χαρακτηριστικά της οποίας αναφάνηκαν μέσα από την εξέγερση των δήμων. Αιτία της ζύμωσης αυτής, την οποία ανέδειξε η διαφθορά των διοικητικών υπηρεσιών, ήταν η έλλειψη του θεσμικού πλαισίου, το οποίο άφηνε ευρύτατα περιθώρια κατάχρησης της εξουσίας στους διοικητικούς υπαλλήλους και δεν κατοχύρωνε τους μικρούς γαιοκτήμονες και μικροκαλλιεργητές από την επεκτατική απληστία των μεγαλογαιοκτημόνων.
Η κοινωνική ζύμωση επιτεινόταν από τη συντηρούμενη από την πολιτική εξουσία οξύτατη θρησκευτική αντιπαράθεση των οπαδών και των αντιπάλων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (451), που δίχαζε βαθύτατα τόσο την ηγεσία όσο και το λαό της αυτοκρατορίας. Οι συνέπειες της κοινωνικής ανησυχίας ήταν ιδιαίτερα αισθητές μέσα στην Κωνσταντινούπολη, αφού οι δήμοι συμμετείχαν στη αντιπαράθεση εκμεταλλευόμενοι τις θρησκευτικές και κοινωνικές αντιθέσεις. Οι Βένετοι και οι Πράσινοι που βρίσκονταν σε συνεχή ανταγωνισμό, προσέδωσαν σ’ αυτόν και θρησκευτική διάσταση, αφού οι Βένετοι υποστήριζαν τους οπαδούς της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι δε Πράσινοι τους αντιπάλους της Μονοφυσίτες. Η γενική κοινωνική κρίση κατέληξε στα αιματηρά γεγονότα της περίφημης Στάσης του Νίκα (από το κοινό σύνθημα των στασιαστών), που διαδραματίστηκαν στον Ιππόδρομο και αναστάτωσαν την Κωνσταντινούπολη για μια εβδομάδα περίπου (11- 8 Ιανουαρίου 532). Η Στάση απείλησε το θρόνο του Ιουστινιανού, αλλά η δυναμική και αποφασιστική παρέμβαση της Θεοδώρας και η δράση των στρατηγών Βελισάριου και Μούνδου κατέστειλαν τη στάση και αποκατέστησαν την τάξη στην Πρωτεύουσα. Ο Ιουστινιανός, αφού εξήλθε πια πανίσχυρος από τη Στάση του Νίκα, επιδόθηκε πιο αποφασιστικά στη θεσμοθέτηση των αναγκαίων εσωτερικών μεταρρυθμίσεων που αποκατέστησαν μια κοινωνική ισορροπία στην αυτοκρατορία.
Οι Δήμοι- Εξέλιξη.
Τα κίνητρα της συγκρότησης των δήμων, όπως αρχικά υποστηρίχθηκε ήταν πολιτικά. Σήμερα έχει διαπιστωθεί ότι δήμοι δεν είχαν μονομερή χαρακτήρα αλλά σε καθέναν από αυτούς συνυπήρχαν διάφορες ροπές, πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές. Η επικρατέστερη σήμερα εκδοχή για τα στοιχεία που διέκριναν τους δήμους μεταξύ τους είναι ότι ήταν κοινωνικά και θρησκευτικά. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, της Κωνσταντινούπολης, οι Βένετοι προέρχονταν από την παλιά ελληνορωμαϊκή αριστοκρατία και τους κύκλους των ανακτόρων και ήταν οπαδοί του Δόγματος της Χαλκηδόνας, ενώ τα στελέχη των Πρασίνων προέρχονταν από την εύπορη αστική τάξη ή ήταν υπάλληλοι και πλούσιοι αυλικοί που είχαν σχέσεις με την Ανατολή και απέκλιναν προς μη ορθόδοξες θεολογικές διδασκαλίες. Τα προβλήματα φαίνεται να άρχισαν όταν από τα μέσα του 5ου αιώνα κάθε δήμος άρχισε να αποκτά δικό του πολιτικό προσανατολισμό. Με την ευκαιρία δημόσιων τελετών, συγκεντρώνονταν στον ιππόδρομο, όπου κάθε δήμος είχε καθορισμένη θέση, και μπορούσαν να εκδηλώνουν με ευπρέπεια αιτήματα και επιθυμίες που απηύθυναν προς τη σύγκλητο και τον αυτοκράτορα. Η πολιτική τους δράση, αντίρροπη προς τις απολυταρχικές τάσεις της βυζαντινής εξουσίας, δεν είναι δυνατόν να παρακολουθηθεί σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας με συνέχεια, φαίνεται ωστόσο ότι μαχητικότεροι και ζωηρότεροι ήταν οι Πράσινοι. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 5ο αιώνα και μέχρι το 532 (Στάση του Νίκα) στον Ιππόδρομο είχε αναπτυχθεί μεταξύ του αυτοκράτορα και των δήμων (φορέων της κοινής γνώμης) διάλογος που έτεινε να μεταβληθεί σε χαρακτηριστικό στοιχείο της βυζαντινής πολιτικής ζωής. Στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής οι δήμοι εξελίχθηκαν σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα και αποτέλεσαν από τα μέσα του 5ου αιώνα ως και το 610 ανασχετικό παράγοντα της αυτοκρατορικής απολυταρχίας.
Οι πρώιμες Βυζαντινές Πόλεις.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα και αλλού μας έχουν αποκαλύψει ένα σημαντικό αριθμό πόλεων που ταυτίζονται με τα μεγάλα αστικά κέντρα της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου: τους Φιλίππους, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο, τη Νικόπολη, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, την Έφεσο, τη Μίλητο, τις Σάρδεις, την Αφροδισιάδα, την Απάμεια, τη Σεβάστεια, τη Γάζα, την Ταρσό, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, το Σίρμιο, τη Σερδική και άλλα πολλά. Η εικόνα που παρουσίαζαν έδειχνε πόλεις ζωντανές και ακμάζουσες. Πρόκειται για τις ίδιες, τις παλιότερες ελληνορωμαϊκές, στις οποίες η ζωή συνεχίστηκε ακριβώς όπως πριν, με ελάχιστες αλλαγές. Οι κάτοικοι επισκεύασαν τα ρωμαϊκά κτήρια και τα ξαναχρησιμοποίησαν, έμεναν στα σπίτια και δούλευαν στα μαγαζιά και τα εργαστήρια. Επίσης, έφτιαξαν όσα δημόσια κτήρια τους ήταν χρήσιμα. Στα θέατρα έδιναν παραστάσεις παντομίμας, στα λουτρά φρόντιζαν την προσωπική τους υγιεινή, στις αποθήκες φύλαγαν την τροφή τους και στις δεξαμενές το νερό που έφερναν στην πόλη μέσω των υδραγωγείων. Στις πλατείες θαύμαζαν έργα τέχνης, όπως σιντριβάνια και αγάλματα των πολιτικών αρχόντων, και διάβαζαν τις πληροφορίες που ανακοινώνονταν με επιγραφές, ενώ οι ιππόδρομοι έγιναν μάρτυρες των αγώνων μεταξύ ιππικών αρμάτων αλλά και... αντίπαλων κοινωνικών ομάδων.
Εμπορικό κέντρο της πόλης ήταν η αγορά. Τις συνοικίες συνέδεσαν οι παλιές οδικές αρτηρίες που επισκευάστηκαν και κάποιες φορές οι νέες που κατασκευάστηκαν.
Στη θρησκευτική ζωή των κατοίκων εστιάζεται η μεγαλύτερη αλλαγή στις πρώιμες βυζαντινές πόλεις. Χτίστηκαν τόποι λατρείας για τη νέα χριστιανική θρησκεία, εκκλησίες και μοναστήρια, και κοντά τους οι κατοικίες των επισκόπων, ενώ οι παλιοί αρχαίοι ναοί είτε εγκαταλείφθηκαν είτε μετατράπηκαν σε εκκλησίες. Επίσης, πολυτελείς κολυμβητικές δεξαμενές και νυμφαία μετατράπηκαν σε Βαπτιστήρια. Τέλος, μετά τη Ρωμαϊκή Ειρήνη, οι νέες, πιο ανασφαλείς συνθήκες επέβαλλαν την οχύρωση των πόλεων με ισχυρά τείχη, τα περισσότερα της εποχής του Μεγάλου Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού.
Έτσι κύλησε η ζωή μέχρι την αναστάτωση που έφερε το τέλος του 5ου και ο 6ος αιώνας. Οι ανασκαφές μάς δείχνουν καταστροφές και πυρκαγιές και οι γραπτές πηγές μιλούν για σειρά καταστρεπτικών σεισμών και αλλεπάλληλων εχθρικών επιδρομών και λεηλασιών. Τα περισσότερα από τα αστικά κέντρα, που είχαν απλωθεί και αναπτυχθεί στις κοιλάδες και τα παράλια της Μεσογείου και των Βαλκανίων για περίπου μια χιλιετία, δεν μπορούσαν πια να επιβιώσουν. Μετά την καταστροφή τους εγκαταλείφθηκαν και ο πληθυσμός τους σταδιακά, μέσω μιας διαδικασίας που θα εξελιχθεί στη Μεσοβυζαντινή περίοδο, κατέφυγε σε φυσικά οχυρές και δυσπρόσιτες τοποθεσίες κοντά στην παλιά πόλη, όπου έχτισε τα σπίτια του -με τις πέτρες που έφερε από τα κατεστραμμένα κτήρια- και οργάνωσε τη ζωή του με μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας.
Το πρώιμο βυζαντινό σπίτι.
Οι κατοικίες των Βυζαντινών κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο δε φαίνεται να άλλαξαν καθόλου σε σχέση με τη Ρωμαϊκή. Από τις αγροικίες της υπαίθρου έχουμε μαρτυρίες μόνο για τα μεγάλα κτίσματα των πιο εύπορων αγροτών. Επρόκειτο για κτίσματα στο πρότυπο της ρωμαϊκής villa (έπαυλη), εξοπλισμένα με χώρους κατάλληλους για τη διαμονή των ενοίκων, αλλά και με αποθήκες ή χώρους βοηθητικούς για τις αγροτικές εργασίες. Από τις καλύβες των φτωχών αγροτών που χτίζονταν με ευτελέστερα υλικά δεν έχει σωθεί βέβαια τίποτε.
Περισσότερα γνωρίζουμε για τις αστικές κατοικίες, από τις οποίες πολλά παραδείγματα μας έχουν αποκαλύψει οι αρχαιολογικές ανασκαφές. Οι πολλαπλές οικοδομικές φάσεις που παρουσιάζουν τα κτήρια αυτά, μας δίνουν να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι της εποχής προτιμούσαν να επισκευάζουν και να κατοικούν τα ήδη υπάρχοντα σπίτια, παρά να κατασκευάζουν καινούργια. Ωστόσο, πέρα από τα επισκευασμένα σπίτια, που παρέμεναν στο σχέδιο της Ρωμαϊκής εποχής, ακόμη και οι νέες κατασκευές ακολούθησαν το μοντέλο της ρωμαϊκής αστικής οικίας. Αυτό βασικά συνίστατο σε ένα σύνολο κυρίων δωματίων και βοηθητικών χώρων, διαρθρωμένων γύρω από μια κεντρική αυλή (το αίθριο) ενώ την εικόνα συμπλήρωναν, καμιά φορά, μικρές αυλές δευτερεύουσας σημασίας. Σημαντική καινοτομία της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου ήταν η εμφάνιση για πρώτη φορά των οικιακών εγκαταστάσεων υγιεινής (λουτρού), πιθανόν επειδή η χριστιανική θρησκεία επέβαλε μια νέα αντίληψη για το σώμα και τη δημόσια έκθεσή του.
Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν στην οικοδομική δραστηριότητα της εποχής ήταν οι αργοί λίθοι και τα τούβλα, καθώς και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων και ρωμαϊκών κτηρίων που είχαν καταρρεύσει. Εξαιρετικής σπουδαιότητας είναι ο τρόπος που διακοσμούνταν τα σπίτια αυτά, αφού ο πλούτος και η ποιότητα της διακόσμησης έπρεπε να δηλώνει -και να συμφωνεί με- την κοινωνική θέση του ιδιοκτήτη του: συχνά συναντάμε πέρα από συντριβάνια, μαρμάρινες κολώνες και κάποια περίτεχνα (π.χ. μαρμάρινα) τραπέζια ή πάγκους, αλλά και καταπληκτικά ψηφιδωτά που κοσμούσαν τα πατώματα στα κεντρικά δωμάτια.
Η ύπαιθρος χώρα.
Το πρώιμο Βυζάντιο φαίνεται ότι ήταν οργανωμένο κυρίως σε πόλεις και λιγότερο σε κωμοπόλεις ή χωριά. Υπήρχαν δηλαδή οι πολυάνθρωπες και οικονομικά ισχυρές κεντρικές πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια και η Έφεσος, που κυρίως στηρίζονταν στο εμπόριο, τη ναυτιλία και τη βιοτεχνική παραγωγή. Ακολουθούσαν κάποια άλλα κέντρα, συνήθως παραθαλάσσια ή παραποτάμια, όπως η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος, η Μίλητος και η Σεβάστεια, που ήταν εμπορικά κέντρα και με καλή βιοτεχνία.
Η υπόλοιπη ύπαιθρος περιλάμβανε τα κέντρα των αγροτικών περιοχών στην ενδοχώρα, που ήταν επίσης σημαντικές πόλεις, όπως η Αδριανούπολη, η Ναισσός, η Καισάρεια της Καππαδοκίας, η Λαοδίκεια, η Αμάσεια και η Λάρισα. Κάποιες άλλες πόλεις ή συχνότερα μικρότερες κωμοπόλεις ήταν οργανωμένες σε στρατιωτικά οχυρά, κοντά στα σύνορα ή στα επίκαιρα σημεία των στρατιωτικών οδών: τέτοιες ήταν το Σίρμιο, το Δορόστολο, η Αγχίαλος, τα Σύναδα, το Στόμπι, η Σερδική, η Άγκυρα, η Θεοδοσιούπολη, η Άμιδα, η Έδεσσα και η Μελιτηνή. Την εικόνα της βυζαντινής υπαίθρου συμπλήρωναν οι διάσπαρτες και, μάλιστα, καμιά φορά αμυντικά τειχισμένες αγροικίες (villae), με τις αγροτικές τους εκτάσεις και τα βοηθητικά τους κτίσματα (μύλους κ.λ.π.).
Β
Παράρτημα: Ο πρωτομάρτυρας Άγιος των Άγγλων, St. Alban (Άγιος Αλβανός).
Είναι τόσο κοντά στο Λονδίνο, κι όμως, για να μπορέσει να το διακρίνει ο νεοέλληνας επισκέπτης της βρετανικής πρωτεύουσας, θα χρειαστεί ματιά που να μένει στη λάμψη της μαντάμ Τυσσώ και της Καρυάτιδας. Πόσο μάλλον στα καταστήματα της Όξφορντ Στρήτ! Πρόκειται, εν τούτοις, για ένα τόπο που δέχεται επισκέπτες και προσκυνητές επί δεκαεπτά σχεδόν αιώνες αδιάκοπα.
Μιλάμε για την κωμόπολη Σαιντ Ώλμπανς (St. Albans, δηλαδή πόλη του Αγίου Αλβανού), που δεν απέχει ούτε μια ώρα με το τραίνο από την πρωτεύουσα. Το όνομά της -και μάλιστα την ίδια της την ύπαρξη- τα οφείλει στο γεγονός ότι στα χώματά της μαρτύρησε ο πρωτομάρτυρας των Βρετανών, Άγιος Αλβανός.
Μολονότι η ιστορικότητα του προσώπου και του μαρτυρίου του θεωρείται βέβαιη, δεν μπορεί να γίνει με σιγουριά λόγος για λεπτομέρειες. Ο Αλβανός πρέπει να ήταν κάτοικος του Βερουλάμιουμ, μιας από τις πόλεις που έχτισαν οι Ρωμαίοι κατά τους τρισήμισυ αιώνες κυριαρχίας τους στη Βρετανία (43 - 409μ.Χ.). Για την ακρίβεια, το Βερουλάμιουμ ήταν η ανάπτυξη ενός οικισμού που υπήρχε ήδη από την εποχή του σιδήρου (1ος αιώνας π.Χ.) και έφτασε, κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, σε τέτοια ακμή, ώστε να είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της ρωμαϊκής Βρετανίας με επτά ναούς, θέατρο κ.τ.λ.
Πότε ακριβώς έζησε ο Άγιος Αλβανός; Διάφορες πηγές τοποθετούν το μαρτύριό του σε χρονολογίες που απέχουν μεταξύ τους έναν αιώνα, δηλαδή από το 209 (επί του διωγμού που εξαπέλυσε κατά των Χριστιανών ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος), μέχρι το 305 (επί του διωγμού που διέταξε ο Διοκλητιανός).
Παρόλο που ήταν παγανιστής, ο Αλβανός πρόσφερε το σπίτι του ως καταφύγιο σε κάποιον διωκόμενο χριστιανό ιερέα. Καθώς η φιλοξενία αυτή κρατούσε μέρες, έκανε εντύπωση στον οικοδεσπότη η συμπεριφορά του φυγάδα, ο οποίος πολλές στιγμές του εικοσιτετραώρου τις αφιέρωνε σε θερμή προσευχή. Όταν λοιπόν ο Αλβανός εκδήλωσε ενδιαφέρον για τη χριστιανική πίστη, ο ιερέας τον κατήχησε σιγά-σιγά και τελικά ο Βερουλάμιος έγινε μέλος της χριστιανικής εκκλησίας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μία από εκείνες τις καθόλου σπάνιες στην εκκλησιαστική ιστορία περιπτώσεις, όπου η ιεραποστολή -κάλεσμα στην καινούρια πίστη- είναι η ίδια η ζωή του χριστιανού.
Τότε, όμως, ο διοικητής της πόλης πληροφορήθηκε ότι στο σπίτι του Αλβανού κρυβόταν ο ιερέας και έστειλε να τον συλλάβουν. Ο Αλβανός τον φυγάδευσε ανταλλάσσοντας ρούχα μαζί του. Ντυμένος με τον μανδύα του ιερέα συνελήφθη και οδηγήθηκε στον κριτή. Εκεί κατηγορήθηκε τόσο για την υπόθαλψη του διωκόμενου κληρικού, όσο και για αποστασία από την προγονική του θρησκεία. Αρνούμενος να αποκηρύξει την πίστη του στο Χριστό, υπέμεινε βασανιστήρια και τελικά αποκεφαλίστηκε στο λόφο λίγο πιο πέρα από την πόλη, ενώπιον πλήθους λαού και εν μέσω «θαυμαστών» σημείων.
Δεν μας είναι γνωστό πως λεγόταν ο ιερέας. Η εντύπωση πως το όνομά του ήταν Αμφίμπαλους δημιουργήθηκε αργότερα, από παρανόηση της ελληνικής λέξης «αμφίβολος», με την οποία κάποιοι αγιολόγοι διευκρίνιζαν ακριβώς ότι το όνομά του μένει άγνωστο. Η παράδοση λέει ότι και ο ίδιος μαρτύρησε αργότερα με λιθοβολισμό.
Ο Άγιος Αλβανός ενταφιάστηκε στο σημείο του μαρτυρίου του. Ο τάφος του έγινε γρήγορα τόπος προσκυνήματος και θαυμάτων και στεγάστηκε σε ναό. Το 793 ο αγγλοσάξωνας βασιλιάς Όφα ίδρυσε εκεί βενεδικτίνικο μοναστήρι. Με το πέρασμα των αιώνων (και κυρίως με έργα των Νορμανδών από το 1066 και μετά) υψώθηκε μεγάλος καθεδρικός ναός, για οικοδομικό υλικό του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα τα κτίσματα του Βερουλάμιουμ, το οποίο είχε πλέον ερημώσει. Πάνω στο λόφο του μαρτυρίου, δίπλα στο ναό, φτιάχτηκε σιγά-σιγά νέα πόλη, αυτή που υπάρχει σήμερα ως πόλη του αγίου Αλβανού. Το 1539 ο τάφος και το μοναστήρι καταστράφηκαν στο πλαίσιο της αντιρωμαικής - αντιπαπικής πολιτικής του βασιλιά Ερρίκου Η΄, όσα δε λείψανα υπήρχαν κάηκαν ή φυγαδεύτηκαν με αβέβαιη κατάληξη. Πέρασαν τρεις αιώνες για να ξεκινήσουν εργασίες αποκατάστασης του κενοταφίου. Σήμερα ο καθεδρικός ναός του αγίου Αλβανού ανήκει στους Αγγλικανούς, οι Ορθόδοξοι όμως τον επισκέπτονται για να προσκυνήσουν το σημείο του μαρτυρίου και να τελέσουν Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία.
Η τιμή προς τον άγιο διατρέχει τόσο το χρόνο όσο και τον τόπο, από τα βρετανικά νησιά ως την ανατολή. Έχουμε τη μαρτυρία ότι ο περίφημος άγιος Γερμανός (περ. 378 - 446), επίσκοπος της γαλλικής πόλης Ωσσέρ, προσκύνησε το 429 και άφησε στο ναό λείψανα αγίων που είχε φέρει μαζί του. Ως ευλογία, του δόθηκε τμήμα των λειψάνων του αγίου Αλβανού. Η ανταλλαγή λειψάνων, εξάλλου, συνηθιζόταν στα πρώιμα χριστιανικά χρόνια ως καθιερωμένη πρακτική φανέρωσης και δήλωσης της ενότητας των τοπικών εκκλησιών σ’ ένα εξαγιασμένο σύνολο, καθώς και έκφρασης της πίστης στην καθολικότητα και παγκοσμιότητα των αγίων ως «καρπών» ολόκληρης της Εκκλησίας. Δεν γνωρίζουμε τι απέγιναν τα λείψανα που πήρε ο Άγιος Γερμανός. Πιθανολογείται ότι μέρος τους πρόσφερε στη Ρώμη και μέρος τους κράτησε στην Ωσσέρ, όπου και έχτισε ναό προς τιμή του αγίου Αλβανού.
Λέγεται ότι το 927 ο Πάπας πρόσφερε λείψανο του Αγίου Αλβανού στη βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ, ως δώρο για το γάμο της με τον γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Β’, ο οποίος τελέστηκε στη Ρώμη. Με τη σειρά της η Θεοφανώ εμπιστεύτηκε το λείψανο στο ναό του Αγίου Παντελεήμονος στην Κολωνία, όπου ετάφη και η ίδια το 991. Πρόσφατα, δηλαδή στις 29 Ιουνίου 2002, ο ρωμαιοκαθολικός εφημέριος του αγίου Παντελεήμονα δώρισε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Αλβανού τμήμα λειψάνου που πιστεύεται ότι ανήκει στον Άγιο.
Β
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.