Μουσικοθεραπεία και σχολική κοινότητα.
Οι μουσικοθεραπευτές μπορούν να εργαστούν ακόμα και σε σχολικό περιβάλλον παράλληλα με την υπόλοιπη εκπαιδευτική κοινότητα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές φορές κάτω από την ίδια σχολική στέγη συνυπάρχουν μαθητές φυσιολογικοί, μαθητές με ειδικές σωματικές ή νοητικές ανάγκες, μαθητές που προέρχονται από οικογένειες που παλιννόστησαν, ή μαθητές που χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα και για τους οποίους απαιτείται η συνδρομή του Μουσικοθεραπευτή με ιδιαίτερο χειρισμό που μπορεί ορισμένες φορές να είναι θεραπευτικός. Με άλλα λόγια, αφού η σχολική κοινότητα λόγω της τόσο μεγάλης ποικιλομορφίας έχει διάφορες ανάγκες, ο μουσικοθεραπευτής μπορεί να προσφέρει στο σχολείο αρκετές υπηρεσίες, όπως:
1) Να διδάξει σε μαθητές με ειδικές ανάγκες που φοιτούν όμως σε κανονικές τάξεις παράλληλα με τους υπόλοιπους μαθητές.
2) Να διδάξει σε τάξεις για μαθητές με ειδικές ανάγκες που διαμορφώνονται όταν η κοινή παρακολούθηση προκαλεί προβλήματα.
3) Να παρέχει μουσικοθεραπευτικές υπηρεσίες σ’ όποιο μαθητή από τη σχολική κοινότητα έχει ανάγκη τέτοιου είδους υπηρεσία.
4) Να λειτουργήσει συμβουλευτικά μαζί με την υπόλοιπη εκπαιδευτική κοινότητα σχετικά με θέματα προσαρμογής των μαθητών.
5) Να ενταχθεί στη ζώνη της πρόσθετης διδακτικής στήριξης και δημιουργικής απασχόλησης που λειτουργεί στα σχολεία.
Επειδή ο κάθε μαθητής είναι μοναδικός και παρουσιάζει συγκεκριμένα προβλήματα που καθορίζονται από την προσωπικότητά του και το περιβάλλον του, χρειάζεται η παρέμβαση να είναι εξατομικευμένη. Οι μουσικοθεραπευτές μέσα σε μια σχολική κοινότητα μπορεί να παρέχουν τεσσάρων κατηγοριών θεραπευτικές παρεμβάσεις:
1) Με τις μουσικές δραστηριότητες μπορεί να στηρίξουν γνωστικές ικανότητες που εμπεδώνονται κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
2) Η μουσική μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο επιβράβευσης ή ενίσχυσης αλλαγών συμπεριφοράς.
3) Με τις μουσικές δραστηριότητες μπορεί να προσφέρουν κοινωνική και συναισθηματική στήριξη.
4) Η μουσικοθεραπεία μπορεί τέλος να λειτουργήσει ως υποστηρικτική διδασκαλία στο μάθημα της μουσικής.
Β
Ο ρόλος της μουσικής στην πρόσληψη, διατήρηση και ανάσυρση γνώσεων.
Οι μουσικές δραστηριότητες που σχεδιάζει ο μουσικοθεραπευτής μπορεί να καλλιεργούν ικανότητες που αποτελούν στόχους του μαθήματος (Gfeller, 1984). Πιο αναλυτικά, οι μουσικές δραστηριότητες εύκολα μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην εμπέδωση βασικών γνωστικών εννοιών, όπως για παράδειγμα η ταξινόμηση αντικειμένων (η δημιουργία δηλαδή λογικών τάξεων με βάση, για παράδειγμα, το μέγεθος των αντικειμένων), η σειριοθέτηση (η τοποθέτηση δηλαδή των αντικειμένων σε μια λογική σειρά που
Β
Μουσικοθεραπευτικές προσεγγίσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση.
Μπορεί η μουσική να αλλάξει τα φυλετικά στερεότυπα στα παιδιά;
Είναι δύσκολο ν’ αλλάξει κανείς τα στερεότυπα, γιατί πληρούν σημαντικές γνωστικές λειτουργίες. Στο γνωστικό επίπεδο, τα στερεότυπα οργανώνουν τον κόσμο γύρω μας κάνοντας λογικά τα ερεθίσματα που δέχεται ο οργανισμός, με άμεσο τρόπο (π.χ. με τη στενή επαφή με άλλους ανθρώπους) ή με έμμεσο τρόπο (π.χ. με τα Μ.Μ.Ε.). Στο κοινωνιολογικό επίπεδο τα στερεότυπα βοηθούν πάλι στην οργάνωση του περιβάλλοντος δίνοντας νόημα σε πολλές διαφορές και ανισότητες (π.χ. το χαμηλό οικονομικό επίπεδο ορισμένων μειονοτήτων).
Ως επακόλουθο, ελάχιστες έρευνες σχετικά με αλλαγές σε στερεότυπα που γίνονται σε εφαρμοσμένο πλαίσιο στην πραγματική ζωή, έχουν, απ’ όσο γνωρίζουμε, δημοσιευθεί. Από αυτές, ελάχιστες είχαν ως θέμα τους τα φυλετικά στερεότυπα. Η έρευνα των Hill και Agoustinos (2001) είναι απ’ τις πιο αξιόλογες. Θέμα της είναι η αλλαγή των φυλετικών στερεοτύπων σε γηγενείς αυστραλούς. Η μελέτη των Mullet - Neto που θα αναφέρουμε στη συνέχεια εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα στόχευε στη μείωση των φυλετικών στερεοτύπων σε έγχρωμους και σε λευκούς πληθυσμούς.
Συχνά ανάμεσα σε ευρω - αμερικανούς και αφρικανο - αμερικανούς συναντάμε την προκατάληψη ανοιχτόχρωμο δέρμα/σκουρόχρωμο δέρμα (Williams & Morland 1976) που δέχεται συνήθως φυλετική ερμηνεία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υποτίθεται ότι η προκατάληψη αυτή αντικατοπτρίζει τις μαθησιακές εμπειρίες μιας πολυεθνικής κοινωνίας όπου, αυτοί που έχουν λευκό δέρμα απολαμβάνουν μια καλύτερη θέση, ενώ ταυτόχρονα, αυτοί που έχουν σκουρόχρωμο δέρμα αντιμετωπίζουν προκαταλήψεις. Όμως, η αποκλειστική υιοθέτηση της συγκεκριμένης ερμηνείας έχει αμφισβητηθεί, κυρίως όταν παρατηρήθηκαν προκαταλήψεις «ανοιχτόχρωμο/σκουρόχρωμο δέρμα» σε παιδιά προσχολικής ηλικίας στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Ιαπωνία και στην Πορτογαλία. Είναι γνωστό ότι οι μαθητές στις χώρες αυτές δεν έρχονται σε καθημερινή επαφή με σκουρόχρωμου δέρματος παιδιά ή με την έννοια της φυλής σε συνδυασμό με το σκούρο δέρμα στο σχολικό περιβάλλον.
Συνεπώς, η προκατάληψη σκούρο-ανοιχτό δέρμα πρέπει να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες. Το πιθανότερο είναι ότι η προκατάληψη αυτή δηλώνει μια γενικότερη προκατάληψη που συνδυάζεται με τα χρώματα. Η λειτουργική αυτή σχέση στηρίζεται στο θετικό αποτέλεσμα που βρέθηκε ανάμεσα στους δυο αυτούς παράγοντες σε παιδιά των χωρών όπου μελετήθηκε η συγκεκριμένη προκατάληψη (Williams & Morland 1976).
Οι Neto και Williams (1997) έδειξαν ότι η προκατάληψη δεν επηρεάζεται μόνο από το φύλο, αλλά και από την ηλικία. Τα επίπεδα προκατάληψης ήταν πιο υψηλά σε οκτάχρονα απ’ ότι σε πεντάχρονα παιδιά (γεγονός που αποδεικνύει το ρόλο της ηλικίας στη διαμόρφωση των προκατάληψεων).
Οι Neto και Paiva (1998) έκαναν μια έρευνα, στην οποία έλαβαν μέρος οκτάχρονα παιδιά διγενή (από μικτό γάμο λευκού-μαύρου), λευκά οκτάχρονα παιδιά από γονείς μίας φυλής και μαύρα οκτάχρονα παιδιά από γονείς μίας φυλής. Σε αυτή την έρευνα ο ίδιος τύπος προκατάληψης βρέθηκε ανεξάρτητα από τη φυλετική προέλευση του παιδιού. Με τον τρόπο αυτό κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η προκατάληψη υπέρ του λευκόχρωμου δέρματος είναι ένα κοινό φαινόμενο για όλους τους πολιτισμούς. Παρ’ όλα αυτά, διαπιστώθηκε ότι τα λευκά διγενή παιδιά είναι πιο ένθερμα για το λευκόχρωμο δέρμα απ’ ότι τα μαύρα διγενή παιδιά.
Η έρευνα των Neto και Mullet (2002) διαφέρει μεθοδολογικά από τις προηγούμενες έρευνες. Όπως ισχυρίζεται ο Cotton (1993) τα προγράμματα που στοχεύουν στην εξάλειψη των στερεότυπων πρέπει (α) να αποτελούν μέρος του σχολικού αναλυτικού προγράμματος για να είναι αποτελεσματικά. Δηλαδή, θα πρέπει να είναι μακροπρόθεσμα και να απευθύνονται σε μικρής ηλικίας παιδιά και (β) να σχεδιαστούν ειδικά, ώστε να ταιριάζουν στις ευαισθησίες των παιδιών και να γίνονται το ίδιο δεκτά από τους γονείς, τους άλλους εκπαιδευτικούς, το σχολείο και τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης.
Για τους παραπάνω λόγους το συγκεκριμένο πρόγραμμα εξάλειψης των στερεότυπων απευθυνόταν σε νεαρούς μαθητές και σχεδιάστηκε με σκοπό να ενταχθεί εύκολα στο σχολικό αναλυτικό πρόγραμμα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το πρόγραμμα μουσικής που δινόταν στο πλαίσιο ενός τυπικού μαθήματος μουσικής στην Πορτογαλία (the Gondomar Musical Program). Κατά τη διάρκεια του μαθήματος, τα μικρά παιδιά μάθαιναν συνήθως παραδοσιακά και σύγχρονα τραγούδια της Πορτογαλίας. Με το πρόγραμμα μείωσης των στερεότυπων που εφαρμόστηκε, τα παιδιά έμαθαν παράλληλα με τα κανονικά πορτογαλικά τραγούδια και τραγούδια από την περιοχή του Πράσινου Ακρωτηρίου. Πράσινο Ακρωτήρι (Capo verde) ονομάζονται τα αφρικανικά νησιά του Ατλαντικού Ωκεανού, που αποτελούν υπερπόντια Πορτογαλική αποικία. Τα νησιά αυτά αποικίσθηκαν μετά την έλευση των πορτογάλων από νέγρους δούλους, οι οποίοι βαθμιαία αναμείχθηκαν μεταξύ τους και διαμόρφωσαν τον έγχρωμο πληθυσμό των μιγάδων Κρεολών. Η Σεζάρια Έβορα, η «ξυπόλητη» τραγουδίστρια, έκανε παγκοσμίως γνωστή την παραδοσιακή μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου.
Οι σχεδιαστές του προγράμματος πίστεψαν ότι η μουσική θα μπορούσε να επηρεάσει πολύ τους μαθητές γιατί αυτό ήταν κάτι που ήδη είχε γίνει με τη μουσική τζαζ και μπλουζ, που πρωτοξεκίνησε από έγχρωμους, αρχικά στις Ηνωμένες Πολιτείες και αργότερα κατέκτησε όλη την Ευρώπη. Η μουσική τζαζ και μπλουζ άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι ανοιχτού δέρματος λαοί έβλεπαν τους σκουρόχρωμου δέρματος λαούς. Αυτή τη μοναδική δύναμη που έχει η μουσική θέλησαν να εκμεταλλευτούν οι σχεδιαστές του προγράμματος για ν’ αλλάξουν τα στερεότυπα των νέων παιδιών.
Η υπόθεση ήταν συνεπώς η εξής: αν τα παιδιά μάθαιναν τραγούδια παραδοσιακά των Κρεολών του Πράσινου Ακρωτηρίου κατά τη διάρκεια του κανονικού μαθήματος θα έπρεπε να δείξουν λιγότερες προκαταλήψεις στα λευκού/ σκούρου χρώματος στερεότυπα σε σχέση με τα παιδιά που μάθαιναν μόνο πορτογαλικά τραγούδια (τα προβλεπόμενα από το σχετικό αναλυτικό πρόγραμμα). Παράλληλα με αυτή τη γενική υπόθεση οι ερευνητές αναρωτήθηκαν αν το αποτέλεσμα του προγράμματος θα ήταν το ίδιο ανεξάρτητα από την ηλικία των συμμετεχόντων ή πιο απλά, ποιοι θα είχαν περισσότερο κέρδος από αυτό το πρόγραμμα, τα μικρότερα ή τα μεγαλύτερα παιδιά;
Το δείγμα αποτελούνταν από 193 παιδιά που πήγαιναν σε δημοτικά σχολεία σε μια περιοχή κοντά στο Πόρτο της Πορτογαλίας (Gondomar). Προέρχονταν από αγροτικές οικογένειες (σε σχέση με το επάγγελμα των γονέων και τη μόρφωσή τους). Οι ηλικίες μεταξύ 7 και 10 ετών.
Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για να ελεγχθούν οι φυλετικές συμπεριφορές ήταν οι πορτογαλικές μεταφράσεις των τυπικών οδηγιών και ιστοριών για μέτρηση φυλετικών στάσεων προσχολικής ηλικίας ΙΙ (γνωστό ως PRAM II, των Williams, Best, Boswell, Mattson & Graves, 1975) μαζί με τις τυποποιημένες φωτογραφίες-ερεθίσματα. Το PRAM II είναι ένα διπλής επιλογής διαγνωστικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση φυλετικών στάσεων και σχεδιάσθηκε για παιδιά ηλικίας 3-9 ετών. Στην ολοκληρωμένη του μορφή, το PRAM II αποτελείται από 36 ερωτήματα: 24 ερωτήματα φυλετικής στάσης και 12 στερεότυπα ερωτήματα φυλετικού ρόλου. Στην παρούσα έρευνα, μόνο δώδεκα από τα τριάντα έξι ερωτήματα χρησιμοποιήθηκαν, αυτά της σειράς Α (μια επιτομή του PRAM II) (Η σειρά Α και η σειρά Β έχουν υψηλού βαθμού συσχετισμό).
Β
Μουσική και Ψυχολογία. Της Λιάννας Πολυχρονιάδου-Πρίνου (Ψυχολόγου - Μουσικοθεραπεύτριας).
Η πολυπλοκότητα του ψυχισμού.
Η μουσική αγγίζει τον άνθρωπο σε ένα προλεκτικό αρχαϊκό επίπεδο της προσωπικότητας, ξεπερνώντας τις αντιστάσεις της διανόησης και της λογικής σκέψης. Η κατάλληλη για τον κάθε άνθρωπο μουσική, οδηγεί στο πρώτο στάδιο της χαλάρωσης - στη μυϊκή υποτονία. Η χαλάρωση που επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο προκαλεί συναίσθημα ευφορίας, που ευνοεί μια καινούργια διαθεσιμότητα και μεγαλύτερη δεκτικότητα σε εξωτερικούς ερεθισμούς. Σ’ αυτό ακριβώς το στάδιο η μουσική παύει να είναι απλώς ένα στοιχείο χαλάρωσης και παίζει ρόλο θεραπευτικό. Κοινό στοιχείο πάντως όλων των ερευνών είναι η διαπίστωση ότι οι οργανικές αντιδράσεις του ανθρώπου στο μουσικό ερέθισμα εξαρτώνται άμεσα από τη συγκινησιακή επίδραση που ασκεί η μουσική σ’ αυτόν.
Γιατί όμως ορισμένοι ήχοι μας αγγίζουν περισσότερο από κάποιους άλλους; Ποιοι είναι οι παράγοντες που καθορίζουν ώστε η ίδια μουσική σύνθεση να προκαλεί σε άλλους μεγάλη ευχαρίστηση και σε άλλους θλίψη;
Στον θεραπευτικό τομέα η αναζήτηση των κατάλληλων για κάθε άτομο ηχητικών - μουσικών ερεθισμάτων αποτελεί εξαιρετικά υπεύθυνη επιστημονική διαδικασία. Για το ίδιο μουσικό κομμάτι στην ίδια ερμηνεία, οι προσωπικοί τρόποι αντίδρασης μπορεί να είναι πολλοί και ποικίλοι, όχι μόνο ανάλογα προς τη μόρφωση του ακροατή αλλά και προς τη βαθύτερη προσωπικότητά του. Οι συγκινησιακές απαντήσεις στην ακρόαση ενός μουσικού κομματιού είναι η συνισταμένη διαφόρων παραγόντων, από τους οποίους οι πιο σημαντικοί είναι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, η ιδιοσυγκρασία, η μόρφωση, το κοινωνικο - πολιτιστικό και κληρονομικό περιβάλλον, το ίδιο το μουσικό έργο καθώς και η ψυχική διάθεση του ατόμου κατά τη συγκεκριμένη στιγμή της ακρόασης. Λόγου χάριν, η απελπισία μιας τυραννισμένης ψυχής καθρεπτίζεται ενδεχομένως καλύτερα σε ένα έργο με μεγάλες ρυθμικές διακυμάνσεις παρά σε ένα ήρεμο μουσικό κομμάτι με πολύ απαλό ρυθμό.
Είναι ακόμη ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι η επίδραση της μουσικής στην ψυχολογία του ανθρώπου είναι πιο άμεση και έντονη όταν πρόκειται για άτομα με αδύνατη μουσική μόρφωση. Αντίθετα, άτομα με πλατιά μουσική καλλιέργεια ή επαγγελματίες μουσικοί έχουν κριτική προδιάθεση σε κάθε νέα ακρόαση που τροφοδοτεί αντιστάσεις στη συγκινησιακή επίδραση της μουσικής. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει πως οι μουσικοί δεν είναι δεκτικοί στα οφέλη της μουσικοθεραπείας. Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα, γίνεται η επιλογή των μουσικών κομματιών που χρησιμοποιούνται στη μουσικοθεραπεία ανάλογα με την προσωπικότητα κάθε ατόμου και τη συγκεκριμένη στιγμή. Πρέπει βέβαια να τονίσουμε ότι, στο πλαίσιο της μουσικοθεραπείας, ο όρος μουσική δεν περιορίζεται σε ένα είδος ή σε μία εποχή, αλλά καλύπτει ευρύτατο πεδίο, στο οποίο περιλαμβάνονται από τη σιωπή και τα μεμονωμένα μουσικά στοιχεία ως τις πιο περίπλοκες μουσικές συνθέσεις που εκφράζουν όλους τους πολιτισμούς και όλες τις εποχές. Η μουσική σύνθεση επιτρέπει συχνά τη συνήχηση-συνύπαρξη διαφορετικών ήχων, αντιφατικών συναισθημάτων, αλληλοσυγκρουόμενων συγκινήσεων και υπό αυτήν την έννοια ανταποκρίνεται στην πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού. Γι’ αυτό μπορεί να εκφράσει ψυχικές καταστάσεις που με λόγια δεν μπορούν να εκφραστούν εύκολα.
Β
Δεκτικές και ενεργητικές μέθοδοι.
Η μεθοδολογία της μουσικοθεραπείας αφορά δύο βασικούς τύπους: τις «δεκτικές» μεθόδους που βασίζονται στη μουσική ακρόαση και τις ενεργητικές μεθόδους που βασίζονται στο μουσικό ή ηχητικό αυτοσχεδιασμό. Φυσικά, οι δύο αυτοί τύποι τεχνικών μπορεί θαυμάσια να συνδυάζονται μεταξύ τους ή και με άλλες μορφές έκφρασης, την κίνηση, το χορό, την εικαστική έκφραση, το θέατρο κ.λ.π. Άλλωστε, σκοπός κάθε θεραπείας δεν είναι να αποδείξει την αποτελεσματικότητα κάποιων μεθόδων ή θεωριών, αλλά να βοηθήσει ουσιαστικά το άτομο ή τα άτομα ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο, χρησιμοποιώντας εκείνα τα μέσα ή τρόπους έκφρασης στα οποία το συγκεκριμένο άτομο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο. Ως προς αυτό, κάθε θεραπευτής, παιδαγωγός, εμψυχωτής καλείται να αναπτύξει όλες του τις ικανότητες ευαισθησίας, εξυπνάδας, γνώσης, φαντασίας και κυρίως να εμπνευσθεί από το άτομο ή τα άτομα με τα οποία καλείται να εργασθεί. Εξάλλου, όλα τα πλάσματα είναι χαρισματικά, ανεξάρτητα από το εξωτερικό τους πρόβλημα, και μπορούμε να τα βοηθήσουμε αρκεί να πιστέψουμε σ’ αυτά. Όσο για τους τομείς εφαρμογών της μουσικοθεραπείας δεν υπάρχει κανένας περιορισμός. Είτε πρόκειται για τομείς πρόληψης είτε για τομείς θεραπείας, παιδαγωγικής ή εκπαίδευσης. Εφαρμογές μπορεί να υπάρχουν σε εκπαιδευτικούς χώρους, σε φορείς υγείας, σε χώρους κοινωνικής πρόνοιας, σε κέντρα ευεξίας, σε χώρους επιχειρήσεων κ.λ.π.
Β
Η επιθυμία της επικοινωνίας. Της Θεανώς Ευαγγελοπούλου (Ψυχολόγου - Ακουστικο-ψυχο-φωνολόγου)
Τα οφέλη της αγωγής.
Η ηχοθεραπευτική ακουστική εξάσκηση είναι πολύ αποτελεσματική στα άτομα (παιδιά – εφήβους - ενήλικες) που υποφέρουν από διαταραχές στη συγκέντρωση προσοχής, από προβλήματα δυσλειτουργίας ακουστικής αγωγιμότητας, από μαθησιακές δυσκολίες και δυσλεξία, από δυσλειτουργία λόγου - ομιλίας και γλωσσικής ανάπτυξης, από στρες, άγχος, εντάσεις και κατάθλιψη και από αισθητηριακές δυσλειτουργίες. Είναι αποτελεσματική γενικώς σε άτομα που επιθυμούν να εξασκήσουν το αυτί τους, που υποφέρουν από προβλήματα μνήμης και συγκέντρωσης, από προβλήματα οργάνωσης και παραγωγικότητας, από προβλήματα στη λειτουργία και στη λεκτική έκφραση, από προβλήματα στην αυτοεκτίμηση και στην συναισθηματική ολοκλήρωση, από προβλήματα στη στάση του σώματος, στην ισορροπία του σώματος και στον συντονισμό κινήσεων, από προβλήματα στη φωνή και στο τραγούδι, γενικά στη μουσικότητα.
Από την ηχοθεραπευτική ακουστική εξάσκηση μπορούν να ωφεληθούν μαθητές πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας, τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με στόχο να ξεπεράσουν τις μαθησιακές τους δυσκολίες ή με σκοπό να ενισχύσουν και να επαυξήσουν τη μαθησιακή τους απόδοση. Επίσης, τραγουδιστές και μουσικοί για να δώσουν στη φωνή τους επιπλέον ποιότητα, τονικότητα, τέμπο, αρμονία και μουσικότητα. Εκπαιδευτικοί, δημόσιοι ομιλητές, ηθοποιοί, δικηγόροι, πωλητές και γενικά όσοι επιθυμούν να αποκτήσουν καλή ροή λόγου, καλή άρθρωση, προφορική αρμονική έκφραση. Όσοι επιθυμούν να μάθουν ξένες γλώσσες εύκολα, άνετα και με τη σωστή προφορά. Οφέλη έχουν επίσης άτομα της τρίτης ηλικίας για να εξασκήσουν τη μνήμη τους, την καθαρότητα και την οργάνωση της σκέψης τους και τη βιολογική και ψυχολογική τους ισορροπία, οι έγκυες γυναίκες (για να ενεργοποιηθεί μέσω του οστέινου σκελετού του σώματός τους το αυτί του εμβρύου), άτομα που εργάζονται στην βιομηχανία, στο εμπόριο και γενικά σε επικοινωνιακά επαγγέλματα (για να αυξήσουν την οργανωτική τους ικανότητα, την παραγωγικότητα και την επικοινωνιακή τους ικανότητα) καθώς επίσης άτομα όλων των ηλικιών, για να αποκτήσουν την ενέργεια που απαιτείται, ώστε να επιτύχουν τους προσωπικούς και επαγγελματικούς τους στόχους. Η ακουστική ενεργοποίηση (Μέθοδος Tomatis) είτε χρησιμοποιείται για να διορθώσει προβλήματα ακουστικής επεξεργασίας είτε για να αυξήσει ικανότητες, αποτελεί αποτελεσματικό μέσον για άτομα όλων των ηλικιών, ώστε να αναπτύξουν και να φτάσουν στο μέγιστο του δυναμικού τους.
Β
Το τεστ ψυχοακουστικής διερεύνησης.
Μεταξύ πολλών άλλων, το τεστ ψυχοακουστικής διερεύνησης μετρά την ικανότητα του αυτιού να ακροάται, να συνειδητοποιεί τον ήχο, να αποκωδικοποιεί τον ήχο, ώστε να δίνει μια απάντηση. Με απλά λόγια, μετράει την ικανότητα του ατόμου για συνείδηση. Ακρόαση, όχι ικανότητα για ακοή. Αυτή είναι μια βασική διαφορά από το τονικό ακοόγραμμα.
Το «ηλεκτρονικό αυτί» ή αλλιώς «προσομοιωτής ακρόασης» λειτουργεί ως ιδανικό ανθρώπινο αυτί, που μέσω του φαινομένου του εθισμού (conditioning) επανεκπαιδεύει οστεομυϊκά το αυτί του ατόμου να αποκτήσει τις επιθυμητές ιδιότητες ενός αυτιού που ενεργοποιεί τον εγκέφαλο, που μεταβιβάζει το μήνυμα σωστά στον ακουστικό φλοιό, που αποκωδικοποιεί, που επικοινωνεί. Χρησιμοποιείται πλούσιο υλικό ειδικά επεξεργασμένων μαγνητικών ταινιών βασικά μουσικής του Μότσαρτ, αλλά και άλλων μουσικών ερεθισμάτων π.χ. ήχων φύσης, λόγου, μητρικής φωνής κ.ά. Αυτά δίδονται μέσω ειδικών ακουστικών άλλοτε φιλτραρισμένα και άλλοτε αφιλτράριστα, ανάλογα με τις ανάγκες αποκατάστασης των δυσλειτουργιών του αυτιού, όπως αυτές αποκαλύπτονται στο τεστ ψυχοακουστικής διερεύνησης.
Εν συντομία το «ηλεκτρονικό αυτί» αποκαθιστά τη συνειδητή ακρόαση που εμπεριέχει ψυχολογική διάσταση. Ακροώμαι σημαίνει «θέλω να ακούσω» και αυτό είναι ένα ενεργητικό φαινόμενο εν αντιθέσει με το «ακούω» που είναι ένα παθητικό φαινόμενο.
Β
Στέρηση και ανάταση στο έργο του Χαλεπά. Του Μάνου Στεφανίδη (Επιμελητή της Εθνικής Πινακοθήκης - Διευθυντή Μουσείου Φρυσήρα).
Είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς πιο έκδηλο συμβολισμό από την κατασταλτική μητρική μορφή της Μήδειας και την απαγορευτική μορφή του Σατύρου... Η Μήδεια και ο Σάτυρος που επανέρχονται κάθε τόσο στο έργο του και θα μπορούσαν να θεωρηθούν a priori γονεϊκές εικόνες υπερβολικά μυθικές...». Είναι, νομίζω, ανώφελο να επαναλάβουμε ότι η μοναδική, καλλιτεχνικά, μορφή του Γιαννούλη Χαλεπά παραμένει δραματικά αταξινόμητη όσον αφορά στη διεθνή τέχνη του 20ου αιώνα, και αμήχανα απροσδιόριστη όσον αφορά στην εντόπια δημιουργία μας. Ο Χαλεπάς είναι μεγάλος, ακούμε στερεότυπα. Ναι, αλλά γιατί;
Το 1971 μια υποδειγματική μελέτη ήρθε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της περιορισμένης βιβλιογραφίας περί τον Χαλεπά. Η Ντανιέλε Κάλβο - Πλατερό κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση το ψυχαναλυτικό της δοκίμιο με τίτλο «Ο Γλυπτικός χώρος του Γιαννούλη Χαλεπά». Σε αυτό, με οδηγό την φροϊδική μελέτη «Ο Μωϋσής του Μιχαήλ Αγγέλου» (1914), επιχειρεί να ερμηνεύσει το έργο του συνταρακτικού Τήνιου μέσα από τη διαδικασία της Sublimierug (Εξιδανίκευσης), του Οιδιπόδειου συμπλέγματος και της «αρχής της ηδονής». Στηριζόμενη στην, συχνά μυθοποιημένη, βιογραφία του γλύπτη, εντοπίζει τέσσερα κύρια θέματα που επανέρχονται στη δουλειά του: τη Μήδεια που σκοτώνει τα παιδιά της, τον Σάτυρο και τον Έρωτα, τον Οιδίποδα και την Αντιγόνη και την Κοιμωμένη (παραλλαγή της, η «Πεντάμορφη»). Η ίδια θα υπογραμμίσει: Ο ίδιος ο Γιαννούλης Χαλεπάς εξορκίζει τον ίδιο τον εαυτό του προβάλλοντας τις φαντασιώσεις του. Πρόκειται, κατά κάποιον τρόπο, για το αντίστροφο μιας μαγικής πράξης. Καταστροφικές, εσωτερικές μορφές προβάλλοντας προς τα έξω και, ακινητοποιημένες στην ύλη, γίνονται λίγο πολύ ακίνδυνες...
Ο Χαλεπάς, με αρκετά βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό, εγκλείεται το 1888 στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας ως «πάσχων εξ’ ανοίας». Ήδη, από το 1878 ο προικισμένος αυτός δημιουργός που γεννήθηκε το 1851, έχει διακόψει κάθε καλλιτεχνική εργασία εκδηλώνοντας κατά καιρούς φαινόμενα μελαγχολίας, κατάθλιψης, αλαλίας, αυτοκτονικής τάσης. Από την Κέρκυρα εξέρχεται το 1902 και έπειτα από ένα σύντομο πέρασμα από την Αθήνα επιστρέφει στον Πύργο της Τήνου, ασχολούμενος με ποιμενικές εργασίες υπό την άγρυπνη επίβλεψη της μητέρας του. Η άκρα του ευαισθησία έρχεται σε σύγκρουση τόσο με το συντηρητικό καλλιτεχνικό κλίμα των Αθηνών, όσο και με την «αθώα», στα όρια της βαρβαρότητας, ελληνική επαρχία. Το ταλέντο του εκλαμβάνεται ως αδυναμία και η ιδιαιτερότητά του θεωρείται νοσογόνα.
Σχέδια.
Το 1981 ο Δημήτρης Παπαστάμος εκδίδει τα «Σχέδια του Γιαννούλη Χαλεπά», τα οποία, προφανώς και για πρώτη φορά στη βιβλιογραφία μας, τα ταυτίζει με τα εξπρεσιονιστικά και παράφορα σχέδια του Μπουζιάνη.
Πρόκειται για τον συγκλονιστικό αριθμό 533 σχεδίων - σελίδων που βρέθηκαν στα εννέα λογιστικά κατάστιχα -(ένα δέκατο εντοπίστηκε από τον Μαρίνο Καλλιγά στη Γαλλία)- της οικογενειακής επιχείρησης του Ιωάννη Χαλεπά, και τα οποία διέσωσαν οι ανιψιές του Γιαννούλη, Ειρήνη Χαλεπά και Κατερίνα Χαλεπά - Κατσάτου. Όλο αυτό το υλικό που πρέπει να φιλοτεχνήθηκε από το 1902 έως το 1918, ταξινομείται θεματικά (άγγελοι, επιτύμβια, σάτυροι κ.λ.π.), χωρίς όμως να ερμηνεύεται συνθετικότερα. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για έναν περιορισμένο αριθμό βασικών, βασανιστικών θεμάτων στα οποία ο Χαλεπάς επιμένει... Οι σελίδες του είναι συχνά κατάγραφες από σχέδια, στα οποία βρίθουν τα σεξουαλικά σύμβολα ή οι ερωτικοί υπαινιγμοί. Ο στερημένος Χαλεπάς βρίσκει μέσα από την ενστικτώδη σχεδιαστική διαδικασία, τη βαθύτερή του υπεραναπλήρωση. Τα σχέδιά του είναι σχέδια γλύπτη. Στέκονται, δηλαδή, στο σύνορο περιγράμματος και φόρμας, γραμμής και περιγραφής. Φιλοτεχνούνται συχνά σαν μονοκοντυλιές χωρίς φωτοσκιάσεις και με πληθωρικό το αίσθημα της κίνησης. Επίσης βρίθουν από σύμβολα (π.χ. σπαθιά και κούπες της τράπουλας τ’ ανδρικά και τα γυναικεία μόρια αντίστοιχα), αυτοπροσωπογραφίες και από δυνατότητες αφήγησης επάλληλες η μία στην άλλη, ώστε να προκύπτει ένας σχεδιαστικός λαβύρινθος. Ο περιορισμένος χώρος του χαρτιού ασφυκτιά, οι προς μορφοποίηση έμμονες ιδέες ασφυκτιούν, ο δημιουργός ασφυκτιά.
Υπάρχουν παλιές μαρτυρίες αλλά και σποραδικές νεότερες πληροφορίες ότι ο Χαλεπάς σχεδίαζε σε στρατσόχαρτα ή κατασκεύαζε μικροσκοπικές μορφές από πηλό κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κέρκυρα. Πέρα όμως και τις προσωπικές μου έρευνες στο νησί των Φαιάκων, τίποτε δεν έχει εντοπιστεί που να μπορεί να του αποδοθεί με ασφάλεια. Ο Χαλεπάς επί σχεδόν μισόν αιώνα από το 1878 ως το 1920 έχει ταυτιστεί με τον όρο «ζωντανότερος» που του απέδωσε ο Κωστής Παλαμάς.
Ο Χαλεπάς διατύπωσε το ριζοσπαστικό του έργο στην απόλυτη απομόνωση και εν πολλοίς στη συγκατάβαση ή τη χλεύη. Παρότι συνέλαβε όμοια όπως και ο Κάφκα ή ο Μπροχ την τραγική διάσταση του ανθρώπου του στερημένου από τον ζωτικό του Μύθο, εντούτοις δεν βρέθηκε σ’ ένα artistic milien, σ’ ένα αισθητικό περίγυρο που θ’ ανταποκρινόταν θετικά στην πρότασή του και θα τον επέβαλε στη σύγχρονή του ευρωπαϊκή δημιουργία δυναμικά και ισότιμα. Η αδυναμία αυτή συνιστά κυρίως αδυναμία του εθνικού μας πολιτισμού...
Β
Βιβλιογραφία.
1) Μάνος Στεφανίδης, «Ιδιοτελής Αθανασία, περιπτώσεις ανάτασης της ύλης στη γλυπτική του Γιαννούλη Χαλεπά», «Καθημερινή», Κυριακή του Πάσχα, 1999.
2) Στρατής Δούκας, «Γιαννούλης Χαλεπάς», εκδ. «Κέδρος», β΄ έκδοση, Αθήνα 1978.
3) Πήτερ Φούλερ, «Τέχνη και Ψυχανάλυση», μετ. Ηρώ Κανακάκη, εκδ. «Νεφέλη» 1988.
4) Μαρίνος Καλλιγάς, «Γιαννούλης Χαλεπάς», έκδοση της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα, 1972.
Β
Η παράνοια ως αρετή. Του Άρη Μαραγκόπουλου (Συγγραφέα).
Η περίπτωση του Γεωργίου Βιζυηνού και η «δημιουργική παραφροσύνη» του.
Αυτή η πτυχή της ασθένειάς του υπήρξε, στην εποχή του, αλλά και αργότερα, η περισσότερη διογκωμένη, εφόσον τροφοδοτούσε (κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που συμβαίνει ακόμα και σήμερα στο Ιουράσειο πάρκο των Γραμμάτων μας) άφθονο το κουτσομπολιό των λογοτεχνικών κύκλων - δεδομένου ότι στηριζόταν και σε συγκεκριμένα περιστατικά, όπως π.χ. στις μουσικές επιδόσεις της παιδίσκης που κατά σύστασή του εισήχθη στο Ωδείο Αθηνών κ.λ.π. Αυτή, η βαρέως μυθολογημένη πλευρά, επένδυσε φορτικά και το γνωστό ποίημα του «Το Φάσμα μου» που παρουσιάστηκε ως «το πρώτον του ποίημα, όπερ έγραψεν άμα εισήλθεν εις το φρενοκομείον», το οποίο όμως είναι παραλλαγή προγενέστερου ποιήματος που αναφέρεται στον θάνατο της κόρης του βασιλιά Γεωργίου Αλεξάνδρας (1891)... Οπωσδήποτε η ψυχική ένταση που τον υποχρεώνει να ξαναδουλέψει αυτό το ποίημα στο ψυχιατρείο και όχι κάποιο άλλο, κάτι σημαίνει (εις βάρος της σχετικής μυθολογίας): πράγματι, το ποίημα αυτό ζωγραφίζει τις οδυνηρότερες πτυχές του ίδιου ψυχικού προβλήματος, το οποίο, είχε ψύχραιμα ο ίδιος παραστήσει (ένα χρόνο πριν από την αρχική σύνθεση του ποιήματος) στο γράμμα προς τον αδελφό του. Ιδού οι δύο πρώτες στροφές αυτής της πασίγνωστης σύνθεσης:
Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά
‘που εχαιρόμουν μια φορά
έτσι σε μιαν ώρα,
μεσ’ αυτή την χώρα
όλα αλλάξαν τώρα.
Και από τότε που θρηνώ,
Το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου
μετεβλήθη εντός μου,
και ο ρυθμός του κόσμου.
Β
Τέχνη της ελπίδας. (Επιμέλεια αφιερώματος: Πέγκυ Κουνελάκη).
Οι πρώτες έρευνες άρχισαν στο Πανεπιστήμιο της Χαϊλδεμβέργης στις αρχές της δεκαετίας του ‘20, από τον ψυχίατρο Hans Prinzhorn που έγραψε και το πρώτο βιβλίο «Η τέχνη των ψυχικά ασθενών». Αναφερόταν σε ένα μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών που ζούσαν εκείνη την εποχή σε ψυχιατρεία των γερμανόφωνων χωρών. Δημιούργησε, ταυτόχρονα, την πρώτη συλλογή έργων τέχνης ψυχικά ασθενών. Δεν δίσταζε, μάλιστα, να κάνει αναφορές για τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα στα έργα των Μαξ Ερνστ, Πολ Κλέε και Ζαν Ντιμπιφέ με τη συγκεκριμένη τέχνη. Εδώ, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Hans Prinzhorn λίγο αργότερα εντάχθηκε στον Ναζισμό και η συλλογή του χρησιμοποιήθηκε ως μέτρο σύγκρισης με τη Σύγχρονη Τέχνη, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο πολυσυζητημένος όρος «Εκφυλισμένη Τέχνη», που έριξε στον Καιάδα πολλούς σύγχρονους καλλιτέχνες. Πολλά σπουδαία έργα εκείνης της εποχής καταστράφηκαν, αφού «εντάχθηκαν» από τον Χίτλερ και τους ομοϊδεάτες του στη λεγόμενη «Εκφυλισμένη τέχνη».
Αν η συλλογή του Prinzhorn χρησιμοποιήθηκε ιδεολογικά από τους Ναζί, το βιβλίο του, όμως, παραμένει ακόμη και σήμερα σημαντικό. Λειτούργησε, μάλιστα, ως ερέθισμα σε μετέπειτα ψυχιάτρους να ερευνήσουν την συγκεκριμένη γκρίζα περιοχή της τέχνης, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο. Αποκαλύφθηκε ότι υπήρχαν προγενέστερες συλλογές, στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Αγγλία. Η μελέτη τους από τους επιστήμονες άλλαξε τα δεδομένα για τους ψυχικά ασθενείς και τις αισθητικές παραμέτρους που χαρακτήριζαν τα έργα τους. Καθώς τα χρόνια περνούσαν και οι ειδήμονες όλο και συγκέντρωναν περισσότερο εικαστικό υλικό, άρχισαν να δημιουργούνται μουσεία σε όλο τον κόσμο. Ας μην ξεχνάμε ότι η ιδέα ενός μουσείου με έργα ψυχικά ασθενών γεννήθηκε για πρώτη φορά σε άσυλο της Βρέμης το 1909.
Αν επιμένουμε περισσότερο στην εικαστική δημιουργία των ψυχικά ασθενών, είναι γιατί οι έρευνες έχουν αποδείξει ότι ένας μεγάλος αριθμός αυτών των ανθρώπων εκφράζεται μέσω αυτής. Κι ακόμη, είναι πια φανερό, ότι οι εικαστικές τέχνες όπως και τα όνειρα απεικονίζουν σε μεγάλο βαθμό τον ψυχικό κόσμο των ανθρώπων, μορφοποιούν τους φόβους, τις ελπίδες και τις προσδοκίες τους. Πολλές φορές οι εικόνες που παράγονται ξεπερνούν τα στενά ατομικά πλαίσια των δημιουργών τους και επεκτείνονται στο συλλογικό υποσυνείδητο, γεγονός που διαπιστώνεται, αν παρατηρήσουμε με προσοχή έργα καλλιτεχνών που έζησαν στις παρυφές της «κανονικής ζωής».
Τα τελευταία χρόνια άρχισε και στην Ελλάδα η μελέτη αλλά και η συλλογή της τέχνης των ψυχιατρείων, γεγονός που επικυρώθηκε από την πρωτοβουλία της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρίας, η οποία έθεσε υπό την αιγίδα της την έκθεση «Τέχνη στην Ψυχιατρική», συμμετέχοντας μ’ αυτήν στον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας της Υγείας. Ήταν μια πρωτοβουλία που έφερε στο φως μια ενδιαφέρουσα εικαστική πραγματικότητα και έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς ψυχικά ασθενείς, ανθρώπους ξεχασμένους τόσο από τους συνανθρώπους τους όσο και από την ίδια την κοινωνία, να δείξουν τις δημιουργικές τους ικανότητες. Οι εκθέσεις που μέχρι σήμερα έχουν διοργανωθεί, περιόδευσαν σε περισσότερες από είκοσι ελληνικές επαρχιακές πόλεις και βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό στο να εξοικειωθεί το κοινό με τους ψυχικά ασθενείς. Συνέβαλαν, επίσης, στο να σπάσει η προκατάληψη, να ιδωθούν με διαφορετικό μάτι οι ευαίσθητα διατυπωμένες ανησυχίες ανθρώπων που χωρίς να είναι εντελώς εγκαταλελειμμένοι στη μοίρα τους, παραμένουν οι περισσότεροι κοινωνικά εξόριστοι, εγκλωβισμένοι στα στενά όρια ενός ασύλου.
Μέσα απ’ αυτές τις εκθέσεις αποδείχτηκε η αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός μουσείου έργων ψυχικά ασθενών και στην Ελλάδα. Ένα μουσείο που θα στεγάσει τα έργα άγνωστων καλλιτεχνών που στο πλαίσιο της εργασιοθεραπείας δημιουργούν καθημερινά, αλλά και κάποιων επωνύμων καλλιτεχνών, που για διαφορετικούς λόγους, αλλά πολύ ανθρώπινους, πέρασαν μέρος της ζωής τους σε δημόσια ψυχιατρικά καταστήματα σ’ όλη την Ελλάδα.
Τέλος, μιας και μιλάμε για το μουσείο θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί το ήδη υπάρχον στο Δρομοκαΐτειο. Μια συγκινητική προσπάθεια που στεγάζει ενθυμήματα ασθενών που τέλειωσαν τη ζωή τους εκεί, ενώ σε ένα μικρό παράρτημά του εκτίθενται πίνακες ασθενών που έζησαν για πολλά χρόνια στο Δρομοκαΐτειο.
Β
Τέχνη και ψύχωση. Του Παύλου Βασιλειάδη (Ψυχιάτρου, Διευθυντή του Ψυχικού Τμήματος Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης).
Αν εξερευνήσει κανείς τη σχέση της τέχνης και της ψύχωσης, όπως και τον χώρο όπου συναντούνται, βρίσκεται αυτόματα αντιμέτωπος με το ερώτημα που έθεσε ο καθηγητής Π. Γκόρσεν στον κατάλογο της έκθεσης “Kunst und Wahn” («Τέχνη και Τρέλα») πως δηλαδή μια κατάσταση που αποδιοργανώνει το πνεύμα (ψύχωση) θα μπορούσε να συνδεθεί με μια κατάσταση, που εμπεριέχει πνεύμα και το εξυψώνει (τέχνη). Θα μπορούσε η σύνδεση αυτή να φέρει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία, ή αλλιώς, υπάρχει το ασυμβίβαστο σε αυτό το δίπολο;
Μέχρι τώρα η σχέση αυτή χρωματίζονταν από ένα γκρίζο φίλτρο που έμπαινε ανάμεσα στον θεατή και τη ζωγραφική ενός ατόμου με ψυχική διαταραχή. Το έργο τέχνης του ατόμου αυτού δεν μπορούσε να αυτονομηθεί και ταυτιζόταν με την ψυχοπαθολογία του δημιουργού του. Στους χαρακτηρισμούς της τέχνης αυτής κυριαρχούσε το στοιχείο της ψυχιατρικής. Οι έννοιες «σχιζοφρενική τέχνη» (Κ. Γιάσπερς) και «ψυχοπαθολογική τέχνη» (Ρ. Βόλματ) θα λέγαμε ότι προσδιορίζουν μια κλινική κατάσταση, που περιορίζει, ωστόσο, τη δημιουργική δυναμική, που εισχωρεί βαθιά μέσα στην ιδιαιτερότητα της ψύχωσης.
Β
Η «δημιουργική ψύχωση».
Ο όρος «δημιουργική ψύχωση» που χρησιμοποίησε ο Π. Γκόρσεν και ο παλαιότερος όρος «δημιουργική ορμή» (creative spell) του ψυχαναλυτή Ε. Κρις (1965) υποσημαίνουν την άλλη όψη του θέματος αυτού. Και οι δύο, περισσότερο δε ο Π. Γκόρσεν προσεγγίζουν την καλλιτεχνική δραστηριότητα των ατόμων με ψύχωση όχι από τη «μη φυσιολογική» πλευρά της τέχνης αλλά από τη «φυσιολογική» πλευρά της ψύχωσης. Ο Κρις, συγκεκριμένα, αναφέρει ότι μερικοί ασθενείς κατά τη διάρκεια της ψύχωσης αφιερώνονται σε κάποιες δημιουργικές δραστηριότητες, οι οποίες γεμίζουν σχεδόν τη ζωή τους. Ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο στα ψυχιατρικά νοσοκομεία είναι οι καλυμμένες επιφάνειες των τοίχων με ζωγραφιές, λέξεις και σχήματα από τους ασθενείς οι οποίοι χρησιμοποιούν χρώματα ή διάφορα υλικά (κομμάτια χαρτί, ξύλα, ψωμί κλπ), ώστε να δημιουργήσουν ζωγραφιές και μικροαντικείμενα. Η ορμή αυτή για δημιουργία εμφανίζεται συχνότερα στα αρχικά στάδια της ψύχωσης, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και αργότερα.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η τάση αυτή για δημιουργία αποτελεί μια νέα απασχόληση, που αλλάζει τη μορφή της ασθένειας και ίσως σηματοδοτεί και την εξέλιξή της. Η προηγούμενη ενασχόληση ή εκπαίδευση με την τέχνη δεν φαίνεται να επηρεάζει την ξαφνική αυτή έκρηξη δημιουργικής δραστηριότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Α. Βόφλι, ο Φ. Σόνενστερν και πολλοί άλλοι ζωγράφοι με ψύχωση που δεν είχαν καμία σχέση με την τέχνη πριν από την εμφάνιση της ψύχωσης. Στη διάρκεια της ψύχωσης η σχέση του εγώ με το περιβάλλον και την πραγματικότητα χαλαρώνει και το άτομο βιώνει απόσυρση και αδιαφορία για την πραγματικότητα. Η χαλάρωση της σχέσης με τον εξωτερικό κόσμο αντιμετωπίζεται με έντονες προσπάθειες για να υπάρξει και πάλι η επαφή με την πραγματικότητα. Μια από τις προσπάθειες για αποκατάσταση στη διάρκεια της ψύχωσης, θα μπορούσε να θεωρηθεί και η καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία στην περίπτωση αυτή αποτελεί επιφαινόμενο της ψύχωσης.
Όταν η ψύχωση ενός ατόμου παίρνει τη μορφή της «δημιουργικής ψύχωσης», του δίνει τη δυνατότητα να ταξινομήσει τις σκέψεις του, κάνοντας μια συμμετρική ζωγραφιά, να «πλαισιώσει» τον πίνακά του οριοθετώντας έτσι συμβολικά τη ζωή του ή να απεικονίσει τους φόβους του, ώστε να μπορεί να τους ελέγξει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί ίσως και μια θεραπευτική διαδικασία που προστατεύει το άτομο από την πλήρη παλινδρόμηση και αφήνει άθικτο ένα μέρος του Εγώ, το οποίο με την παρουσία της ψύχωσης ενεργοποιείται. Ίσως το συγκεκριμένο του Εγώ να αφορά την ιδιαίτερη αυτή δημιουργικότητα ή το «ταλέντο», που, θα μπορούσε να πει κανείς, στις περιπτώσεις αυτές αντιστέκεται στην ψύχωση ή, ακόμη περισσότερο, ότι είναι πιο ισχυρό από αυτήν. Στην προσπάθεια να ξαναδημιουργηθεί η ισορροπία με την πραγματικότητα ο καλλιτέχνης σε ψύχωση χρησιμοποιεί συχνά μια ιδιαίτερη ζωγραφική γλώσσα, με φορμαλιστικά στοιχεία, γέμισμα της επιφάνειας, προσωπικούς συμβολισμούς κ.λ.π., ένα χαρακτηριστικό δηλαδή κανάλι έκφρασης και επαναδόμησης της πραγματικότητας. Το κανάλι αυτό είναι το καινούργιο στοιχείο που ενσωματώνεται στον χώρο της Τέχνης, προσθέτοντας μια ευρύτερη γνώση και αντίληψη της όλης πραγματικότητας.
Στο εξωτερικό, η τέχνη αυτή έχει πάρει τις διαστάσεις που την καθιέρωσαν και την εξισώνουν με την υπόλοιπη τέχνη. Έχουν γίνει πολλές εκθέσεις και έχουν γραφεί πολλά βιβλία για την τέχνη αυτή που χαρακτηρίζεται είτε σαν Art Brut (Ωμή Τέχνη), είτε σαν Outsider Art, δηλαδή την τέχνη των ατόμων με σχιζοφρένεια, των οραματιστών, των ερημιτών, των μέντιουμ, των φυλακισμένων κ.λ.π., και γενικώς την τέχνη που παράγεται έξω από τον χώρο της κυρίαρχης τέχνης και των κυρίαρχων ρευμάτων, από άτομα που δεν είχαν ή έχουν κάποια σχέση με την τέχνη. Θα θέλαμε να εκφράσουμε κάποια επιφύλαξη για τον τελευταίο όρο (Outsider Art), διότι δεν νομίζουμε ότι υπάρχει κάτι κοινό στις ψυχικές διεργασίες που δημιουργούν τέχνη ανάμεσα σ’ ένα ερημίτη ή φυλακισμένο και ένα άτομο με ψυχική διαταραχή. Ωστόσο, ο όρος βλέπει την τέχνη αυτή μέσα από μια κοινωνική οπτική και από αυτή την πλευρά τα άτομα με σχιζοφρενική διαταραχή όντως βιώνουν μια άλλη πραγματικότητα, στενά προσωπική και ορισμένοι από αυτούς που είναι καλλιτέχνες, έχουν την ικανότητα να την εκφράζουν μέσα από την τέχνη.
Β
Εκθέσεις.
Η περισυλλογή της τέχνης των ψυχιατρείων, η οποία επικυρώνεται με την πρωτοβουλία της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, ήταν σημαντική για την ελληνική εικαστική πραγματικότητα. Έδωσε το έναυσμα σ’ έναν σημαντικό αριθμό ατόμων ξεχασμένων από την κοινωνία, να δείξουν έμπρακτα τις σημαντικές δημιουργικές τους ικανότητες στην τέχνη. Οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες αισθάνθηκαν έναν αέρα ψυχικής ευφορίας που είδαν τα έργα τους να εκτίθενται σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, να παίρνουν θετικά σχόλια, να συναντούν το ενδιαφέρον των θεατών και να συνομιλούν με τους φιλότεχνους και το κοινό. Ο Τύπος και οι ειδικοί επεσήμαναν ότι «δημιουργήθηκε μια μέθεξη επικοινωνίας, μια γιορτή καλλιτεχνικής δημιουργίας σ’ όλη την Ελλάδα». Όσοι συνάντησαν αυτούς τους καλλιτέχνες απόρησαν για τα ταλέντα που ήταν κρυμμένα στα ψυχιατρεία. Ένα σημαντικό βήμα αποδοχής και αλληλοσεβασμού του διαφορετικού συνάνθρωπου, επιτεύχθηκε. Οι καλλιτέχνες της έκθεσης ένιωσαν να σπάζει η ένοχη σιωπή και η κοινωνική υποκρισία χρόνων γύρω από τα ψυχιατρεία και άνοιξαν τα φτερά τους.
Η συσχέτιση της τέχνης του «κεντρικού ρεύματος» και των «εναλλακτικών πηγών ενεργείας» της απασχολεί σήμερα επιφανή μουσεία όπως το Whitney της Ν. Υόρκης. Παράλληλα, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από εκείνες τις εκθέσεις, με ευχάριστη έκπληξη διαπιστώνει κανείς ότι ήταν από τις πρώτες στον κόσμο που είδαν το θέμα με το σύγχρονο ερμηνευτικό βλέμμα με το οποίο σήμερα οργανώνονται πολλές τέτοιες εκθέσεις (Βαρκελώνη, Βιέννη κ.ά.) ή άλλες αισθητικές, κοινωνιο-ανθρωπολογικές και μουσειακές έρευνες που καταθέτουν στο Ιντερνετ εκατοντάδες σελίδες γεμάτες με πληροφορίες και φωτογραφίες έργων. Υπάρχει μάλιστα η τάση να θεωρείται η Art Brut, είτε ανεξάρτητη μορφή νέας τέχνης, «ωμής» αλλά και γνήσιας, είτε ως τμήμα της Outsider Art στην οποία περιλαμβάνουν και την τέχνη των ναίφ, τις θρησκευτικές φαντασιώσεις κ.ά.
Και στις δύο περιπτώσεις η τέχνη αυτή θεωρείται ότι έχει ειλικρίνεια, αμεσότητα και πνευματικότητα σε πολύ πιο αξιόπιστο επίπεδο από την τέχνη του «κυρίως ρεύματος», όπως περίπου τα λουλούδια μιας βουνοπλαγιάς δίνουν περισσότερη αίσθηση φρεσκάδας από τα καλλιεργημένα.
Το αναμφίβολο αυτό γεγονός θα πρέπει να οφείλεται σε ευρύτερες ιδεολογικές καταστάσεις που ζούμε όλοι στο τέλος ενός αιώνα και στην αρχή ενός νέου. Υπάρχει καταρχάς ένας εμφανής κορεσμός των φιλοτέχνων από την τέχνη του «κυρίως ρεύματος», η οποία υποτίθεται ότι προσφέρει το ελεύθερο καλλιτεχνικό βλέμμα αλλά στην ουσία είναι τέχνη καλλιεργημένη από ένα ασφυκτικά ελεγχόμενο γραφειοκρατικό σύστημα.
Ταυτόχρονα, το ευρύ κοινό είναι πλέον «οπτικώς εγγράμματο» και συχνά μπορεί να ανακαλύπτει εξ ιδίας πρωτοβουλίας τις αξίες των εναλλακτικών εικαστικών εκφράσεων, ή έστω να μην έχει τις αναστολές που είχε παλιότερα.
Β
Ανάγκη ειδικού μουσείου.
Συνεπώς, τόσο στον υπόλοιπο κόσμο όσο και στην Ελλάδα, είναι πλέον ώριμες οι συνθήκες για ένα κεντρικό όργανο, το οποίο θα επισημοποιήσει την ψυχιατρική και μουσειολογική έρευνα που έγινε στα πρόσφατα χρόνια. Ένα μουσείο είναι πλέον απαραίτητο, ώστε να συγκεντρώνονται, να μελετώνται και να παρουσιάζονται στο ευρύτερο κοινό τα έργα αυτά, τα οποία μέχρι πρότινος χάνονταν στην ανωνυμία.
Ταυτόχρονα, σ’ έναν τέτοιο κεντρικό μουσειακό χώρο θα μπορούσαν να γίνουν και επιστημονικές συναντήσεις οι οποίες θα συντονίζουν το έργο ψυχιάτρων, ιστορικών της τέχνης ή και ζωγράφων με εμπειρία στο καλλιτεχνικό έργο ψυχιατρικών μονάδων, όπως μεταξύ άλλων στο Αιγινήτειο, το Δρομοκαΐτειο κ.ά.
Κυρίως, όμως, ένα τέτοιο μουσείο θα βοηθήσει στο να επικοινωνεί το ευρύ κοινό με τα «χρώματα της ψυχής», να εμπλουτίζει την καλλιτεχνική εμπειρία και να περιορίζει τις προκαταλήψεις ακόμη περισσότερο.
Σημείωση:
Η έκθεση «Τέχνη στην Ψυχιατρική» (Ίδρυμα Γουλανδρή - Χόρν, 2001) οργανώθηκε από την Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία, για την Παγκόσμια Ημέρα της Υγείας 2001, ενώ οι ομότιτλες Α΄ (1997) και Β΄ (1998) πανελλήνιες εκθέσεις (στην Αθήνα και σε 20 άλλες πόλεις) με έργα από τις ψυχιατρικές μονάδες όλης της χώρας πραγματοποιήθηκαν από επιτροπή γνωστών ιστορικών τέχνης, ψυχιάτρων και ζωγράφων, με πρωτοβουλία και χορηγία της φαρμακευτικής εταιρείας «Lundbeck Hellas SA». Οι ίδιοι συντελεστές προετοιμάζουν τώρα την ίδρυση σχετικού μουσείου και κέντρου μελετών στην Αθήνα.
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.