Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Οι τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - μέρος Α!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 
Β 

Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Art Therapy, χοροθεραπεία, μουσικοθεραπεία, δραματοθεραπεία. (Μέρος Α)

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 10 από 12
επόμενη σελίδα

Συνέντευξη με την χορογράφο Κατερίνα Παυλάκη.

1η Ερώτηση:
Πιστεύετε ότι η τέχνη βοηθά στην αντιμετώπιση των ψυχικών προβλημάτων;
Ναι ή Όχι;
Αν ναι, δικαιολογήστε την απάντησή σας.
Απάντηση:
Μιλώντας πάντα για τον ελεύθερο χορό και όχι για τον έντεχνο ο οποίος χρειάζεται πολύ σωματική και πνευματική δουλειά που σημαίνει μεγάλη πίεση σε ένα άτομο με ψυχικά προβλήματα, πιστεύω ότι μέσα από την ισορροπία που φέρνει η σωστή άσκηση σε συνδυασμό με την μουσική, δίνει μια ελευθερία στο πνεύμα και στο σώμα που συντελεί στην έκφραση συναισθημάτων τα οποία δεν βρίσκουν διέξοδο με άλλους τρόπους.

2η Ερώτηση:
Γνωρίζετε περιπτώσεις ψυχικά άρρωστων ανθρώπων που ωφελήθηκαν από την επαφή τους με την τέχνη;
Ναι ή Όχι;
Αν ναι, σε ποιο τομέα βελτιώθηκε η συμπεριφορά τους (κοινωνικό, προσωπικό ή και στους δυο);
Απάντηση:
Ναι είχα αρκετούς μαθητές που είχαν προβλήματα προσωπικά και κοινωνικά και έχουν όχι μόνο βελτιωθεί αλλά έχουν ξεπεράσει και όλα τους τα προβλήματα.

3η Ερώτηση:
Χρησιμοποιείτε την τέχνη ως μέσο «αυτοθεραπείας»;
Απάντηση:
Στη ζωή μου ο χορός ήταν πάντα μέσον «αυτοθεραπείας».

4η Ερώτηση:
Τι προτείνετε για την «υιοθέτηση» της τέχνης ως τρόπου διατήρησης της ψυχικής υγείας;
Απάντηση:
Να υπάρχουν πάντα εμπνευσμένοι δάσκαλοι (πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο) οι οποίοι να βρίσκουν ήπιους τρόπους να βοηθούν ανθρώπους με προβλήματα, χωρίς να τους δημιουργούν μεγαλύτερα με την προσπάθεια για την τελειότητα που απαιτείται για τους επαγγελματίες της τέχνης. Η τέχνη σε ερασιτεχνικό επίπεδο μπορεί να φέρει την ισορροπία. Σε επαγγελματικό επίπεδο μπορεί να χειροτερέψει τα πράγματα.

5η Ερώτηση:
Θα επιθυμούσατε να διδάξετε την τέχνη σας σε ψυχικά ασθενείς ανθρώπους;
Απάντηση:
Ναι, το θεωρώ ιδιαίτερα ενδιαφέρον εξ’ άλλου το έχω ήδη κάνει.

6η Ερώτηση:
Ποια είναι η άποψή σας για τις ερωτήσεις μας;
Απάντηση:
Είναι ιδιαίτερα εύστοχες.

7η Ερώτηση:
Διδάσκεται κάποια χορευτική τεχνική;
Απάντηση:
Όχι, η χοροθεραπεία δεν απαιτεί χορευτική ικανότητα ή εκπαίδευση. Επικεντρώνεται μόνο στη θεραπευτική διαδικασία.

8η Ερώτηση:
Ποιος μπορεί να διδάξει χοροθεραπεία;
Απάντηση:
Οι χοροθεραπευτές είναι άτομα που έχουν σπουδάσει χορό ή ψυχολογία και μετά έχουν κάνει μεταπτυχιακό στη χοροθεραπεία με πολλά κλινικά εργαστήρια. Λόγω της σοβαρότητας του επαγγέλματος δεν μπορεί οποιοσδήποτε να το ασκήσει, γιατί υπάρχουν πολλές πιθανότητες να κάνει κακό, παρά καλό.

Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Art Therapy, χοροθεραπεία, μουσικοθεραπεία, δραματοθεραπεία. (Μέρος Α)

Β 

Ε) «Η ιστορία της τρέλας», Μισέλ Φουκώ, (εκδ. Ηριδανός).

Εισαγωγή.

«Πασκάλ: «όλοι οι άνθρωποι είναι τόσο αναπόφευκτα τρελοί που, όποιος δεν είναι τρελός, είναι διπλά τρελός». Κι ακόμη ένα κείμενο, του Ντοστογιέφσκι αυτή τη φορά, από το Ημερολόγιο του Συγγραφέα: «Ο καλύτερος τρόπος για να σιγουρευτείς ότι εσύ είσαι ο γνωστικός, δεν είναι το να κλείσεις μέσα το γείτονά σου».
Πρέπει να γραφτεί η ιστορία αυτής της «διπλής τρέλας» - αυτής της τρέλας που κάνει τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν, για να επικοινωνούν και ν’ αναγνωρίζονται, την ανοικτίρμονη γλώσσα της μη-τρέλας, με το δικαίωμα που τους δίνει η κυρίαρχη λογική να κλείνουν μέσα το γείτονά τους. Πρέπει να ξαναβρεθεί η στιγμή αυτής της συνωμοσίας, πριν εγκατασταθεί οριστικά στο βασίλειο της αλήθειας, πριν τη αναζωπυρώσει ο ζήλος της αντίδρασης. Πρέπει να προσπαθήσουμε, ψάχνοντας μέσα στην ιστορία, να συναντήσουμε το βαθμό μηδέν της ιστορίας της τρέλας, τη στιγμή που είναι ακόμη εμπειρία αδιαφοροποίητη, εμπειρία που ο χωρισμός τρέλας και λογικής δεν έχει προφτάσει ακόμη να διχάσει. Πρέπει, πιάνοντας τα χνάρια της απ’ την αρχή, να περιγράψουμε αυτήν τη «διπλή τρέλα» που, με τη χειρονομία της, έκανε από ένα σημείο και μετά τη Λογική και την Τρέλα να ξεπέσουν σε πράγματα απ’ άκρη σ’ άκρη εξωτερικά, κουφά σε κάθε άκουσμα και σχεδόν νεκρά το ένα για τ’ άλλο.
Πατάμε σίγουρα σ’ άβολη περιοχή. Για να τη διασχίσουμε θα χρειαστεί ν’ αρνηθούμε το βόλεμα που προσφέρουν οι καθιερωμένες αλήθειες, κι ούτε στιγμή να μην αφεθούμε να μας οδηγήσουν οι τυχόν επιστημονικές γνώσεις μας για την τρέλα. Καμιά από τις αντιλήψεις της ψυχο-παθολογίας δεν θα πρέπει να παίξει ρόλο καθοδηγητικό και, κυρίως, με το παιγνίδι των συνεπάγωγων αναχρονισμών. Το καθοριστικό είναι η χειρονομία που διαχώρισε την τρέλα, κι όχι η επιστήμη που καθιερώθηκε, όταν πια είχε συντελεστεί ο διαχωρισμός κι όταν η τάξη είχε αποκατασταθεί. Και πρώτιστη σε σημασία είναι η τομή που καθιέρωσε την απόσταση ανάμεσα στη λογική και στη μη-λογική, γιατί, ολοφάνερα, από δω ξεκινά η καταδυνάστευση που ασκεί η λογική πάνω στη μη-λογική, και που στόχο της έχει να της στερήσει κάθε αλήθεια που μπορεί να κλείνει σαν τρελά, σαν παράπτωμα ή σαν αρρώστια. Θα πρέπει λοιπόν, μιλώντας γι’ αυτήν την πρωταρχική διαμάχη, να μην περιμένουμε τη νίκη, αλλά ούτε και ν’ αποβλέπουμε σε μια νίκη. Να μιλήσουμε για τις χειρονομίες αυτές κοιταγμένες μέσα στην ιστορική προοπτική τους, αφήνοντας ανοιχτό το κάθε τι που μπορεί να μοιάζει με υπόθεση τελειωμένη, μ’ επανάπαυση μες σε μιαν αλήθεια. Να μιλήσουμε για κείνη τη χειρονομία της τομής, γι’ αυτήν την απόσταση, για το κενό αυτό που ανοίχτηκε ανάμεσα σ’ ό,τι είναι και σ’ ό,τι δεν είναι «λογική», δίχως να δίνουμε βάση στους ισχυρισμούς της λογικής ότι αποτελεί μιάν ολότητα.
Τότε, και τότε μονάχα, θα μπορέσει να φανεί η περιοχή εκείνη όπου ο τρελός κι ο γνωστικός, οι δύο χωρισμένοι τώρα πια άνθρωποι, είναι ακόμη αδιαχώριστοι και, σε μια γλώσσα πολύ πιο πηγαία, αδρή και πολύ πιο φρέσκια από τη γλώσσα της επιστήμης, λένε τα λόγια της ρήξης τους, λόγια που με τρόπο φευγαλέο μαρτυρούν ότι ακόμη μιλιούνται. Σ’ αυτόν το διάλογο τρέλα και μη-τρέλα, λογική και μη-λογική αντιφάσκουνε συγκεχυμένα: πριν γεννηθούν, είναι αχώριστες. Κι όταν χωρίζονται, υπάρχουν η μια μόνο για την άλλη, η μία μόνο ως προς την άλλη.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, καταμεσίς στον αδιατάραχτο κόσμο της διανοητικής πάθησης, δεν επικοινωνεί πια με τον τρελό: από τη μια στέκεται ο λογικός άνθρωπος, που για τα ζητήματα της τρέλας καθιστά υπεύθυνο το γιατρό κι έτσι αποκλείει κάθε άλλο δρόμο επαφής με την τρέλα, αφήνοντας ανοιχτό μονάχα εκείνον που περνά μέσ’ από τον αφηρημένο και γενικευτικό χαρακτήρα της αρρώστιας. Από την άλλη πλευρά, στέκεται ο άνθρωπος της τρέλας. Αυτός δεν επικοινωνεί με τους άλλους παρά μονάχα μέσ’ από μια λογική, το ίδιο αφηρημένη, που αποτελεί επιταγή, καταναγκασμό σωματικό και ηθικό, ανώνυμη πίεση της ομάδας, απαίτηση για συμμόρφωση. Όσο για γλώσσα κοινή, δεν υπάρχει. ή καλύτερα, δεν υπάρχει πια. Η καθιέρωση της τρέλας σαν αρρώστιας διανοητικής, στο τέλος του 18ου αιώνα, φανερώνει περίτρανα τον κομμένο διάλογο, κάνει το διαχωρισμό ένα δεδομένο και βουλιάζει στη λησμονιά όλες εκείνες τις μισοπρόφερτες λέξεις, δίχως σύνταξη καθορισμένη, τα σχεδόν ψελλίσματα που άλλοτε υπηρετούσαν τη συναλλαγή ανάμεσα στην τρέλα και τη λογική. Η γλώσσα της ψυχιατρικής, που δεν είναι παρά μονόλογος της λογικής για την τρέλα, δεν κατάφερε να επικρατήσει παρά μόνο έπειτα από μια τέτοια σιωπή.
Δεν προσπάθησα να γράψω την ιστορία αυτής της γλώσσας, αλλά μάλλον την αρχαιολογία αυτής της σιωπής.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν καθιερώσει μια σχέση σε κάτι που ονόμαζαν ύβρις. Η σχέση αυτή δεν λειτουργούσε μόνο σαν καταδίκη. Η ύπαρξη του Θρασύμαχου και του Καλλικλή αρκεί για να το δείξει, έστω κι αν τα λόγια τους φτάνουν σε μας περασμένα κιόλας μεσ’ απ’ την καθησυχαστική διαλεκτική του Σωκράτη. Ωστόσο ο αρχαίος Λόγος δεν είχε αντίθετο.
Ο Ευρωπαίος, μέσ’ από τα βάθη του Μεσαίωνα, έχει σχέση με κάτι που συγκεχυμένα ονομάζει: Τρέλα, Παράνοια, Παραλογισμό. Και πιθανόν ο δυτικός Λόγος να χρωστά τη βαθύτερη ουσία του σ’ αυτήν τη σκοτεινή παρουσία, όπως ακριβώς η σωφροσύνη των σωκρατικών συνομιλητών χρωστά κάτι από την παρουσία της στην απειλή της ύβρεως. Πάντως η σχέση Λόγου-Παράλογου αποτελεί, για τον δυτικό πολιτισμό, μια από τις διαστάσεις του χαρακτήρα του. συνοδεύει τα βήματά του πολύ πριν από τον Ιερώνυμο Bosch, και θα τον ακολουθήσει πολύ μετά τον Nietzsche και τον Artaud.
Τι νόημα λοιπόν μπορεί να’ χει μια τέτοια αντιμετώπιση της τρέλας, που επιχειρεί να ψάξει κάτω από την επιφάνεια της γλώσσας της λογικής; Πού θα μπορούσε να μας βγάλει ένας προβληματισμός, που δεν θέτει τα ερωτήματά του ακολουθώντας τη λογική μέσα στο οριζόντιό της γίγνεσθαι, αλλά προσπαθεί να ξαναχαράξει μέσα στο χρόνο κείνη τη σταθερή κάθετο που κάνει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, σ’ όλη τη διάρκεια, ν’ αντιπαραβάλλεται με ό,τι δεν είναι και να μετριέται σύμφωνα με το χάος του; Προς ποιά περιοχή λοιπόν θα’ πρεπε να κατευθυνθούμε, τέτοια που μήτε η ιστορία της γνώσης είναι, μήτε κι η σκέτη ιστορία, που δεν ελέγχεται ούτε από την τελεολογία της αλήθειας, ούτε από τη λογική αλληλουχία των αίτιων, που δεν αποκτούν αξία και νόημα παρά μόνο μετά απ’ τον διαχωρισμό; Αναμφίβολα, προς μια περιοχή όπου εκείνο που αποτελεί πρόβλημα δεν είναι η ταυτότητα ενός πολιτισμού, αλλά τα όριά του.
Η κλασική εποχή -από τον Willis έως τον Pinel, από τη μανία του Ορέστη του Ρακίνα μέχρι την Ιουλιέττα του μαρκήσιου ντε Sade και το Σπίτι του Κουφού του Goya-, καλύπτει ακριβώς το χρονικό διάστημα όπου τροποποιείται και διευθετείται η γλώσσα της συναλλαγής ανάμεσα στην τρέλα και τη λογική, με τρόπο ριζικό. Στην ιστορία της τρέλας, τούτη την αλλαγή τη σημαδεύουν δυο γεγονότα, με μια καθαρότητα μοναδική: το 1657, η δημιουργία του Γενικού Νοσοκομείου και η «μεγάλη εγκάθειρξη των φτωχών». Το 1974, η «απελευθέρωση» των έγκλειστων της Bicetre. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο μοναδικά και συμμετρικά γεγονότα, κάτι πραγματώνεται, που ο διφορούμενος χαρακτήρας του άφησε αμήχανους τους ιστορικούς της ιατρικής: για μερικούς, έχουμε ένα φαινόμενο τυφλής καταπίεσης μέσα σ’ ένα απολυταρχικό καθεστώς. Άλλοι πάλι όμως βλέπουν την φιλανθρωπία και την ιατρική ν’ ανακαλύπτουν βαθμιαία την τρέλα μέσα στη θετική αλήθεια της. Πράγματι, η δομή που σχηματίζουν αυτές οι δύο αντίστροφες ερμηνείες, μπορεί βέβαια να μη δίνει μια λύση στο διφορούμενο χαρακτήρα τους, αλλά σίγουρα τον καθορίζει. Αυτή η δομή δείχνει ολοκάθαρα το πέρασμα από την μεσαιωνική και ουμανιστική εμπειρία της τρέλας στη δικιά μας εμπειρία, που την τρέλα την περιορίζει αυστηρά μέσα στα πλαίσια της διανοητικής πάθησης. Από τον Μεσαίωνα μέχρι την Αναγέννηση, η σύγκρουση του ανθρώπου με την τρέλα ήταν μια σύγκρουση δραματική, που τον έφερνε αντιμέτωπο με τις μυστικές δυνάμεις του κόσμου. Η εμπειρία αυτή τυλίγονταν μέσα σε κατακλυσμούς από εικόνες παράξενες, εικόνες της Πτώσης, της Κρίσης, της Μεταμόρφωσης κι όλων των άλλων θαυμαστών μυστικών της Γνώσης. Στην εποχή μας, η τρέλα φιμώνεται μέσα στην μακαριότητα μιας επιστημονικής γνώσης που την αναλύει τόσο υπερβολικά, ώστε στο τέλος την ξεχνάει. Το πέρασμα από τη μια εμπειρία μέσα σ’ έναν κόσμο στερημένο από εικόνες και θετικότητα, κι οδήγησε σ’ ένα είδος σιωπηλής διαφάνειας που εκδηλώνεται σαν θεσμός βουβός, ασχολίαστη χειρονομία, γνώση επιφανειακή- δηλαδή μια τεράστια, ακίνητη δομή. Η δομή αυτή δεν ανήκει ούτε στο χώρο του δράματος, ούτε και της γνώσης. Μας δείχνει το σημείο όπου η ιστορία καθηλώνεται ανίσχυρη μπροστά στην τραγικότητα του ανθρώπου, αυτήν που όσο επιχειρεί να εξαλείψει, τόσο καταφέρνει να παγιώνει.
«Stultifera Navis».
Γύρω απ’ τα τέλη του Μεσαίωνα, η λέπρα εξαφανίζεται από τον δυτικό κόσμο. Στα περιθώρια της ανθρώπινης κοινότητας, κοντά στις πύλες των πόλεων, ξαπλώνονται έρημες πια εκτάσεις που αν κι η αρρώστια έπαψε να μαστίζει, τις άφησε στείρες κι ακατοίκητες για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τούτες οι εκτάσεις των λεπρών, για αιώνες θ’ ανήκουν στο χώρο του απάνθρωπου. Αλλά από τον 14ο μέχρι τον 15ο αιώνα, θα τους λάχει να γνωρίσουν και θα χρειαστεί να ξορκίσουν μια νέα ενσάρκωση του κακού, έναν άλλο μορφασμό του φόβου, αναβιώσεις τελετουργιών εξαγνισμού και διαπόμπευσης. Από τις αρχές του Μεσαίωνα και μέχρι το τέλος των Σταυροφοριών, τα λεπροκομεία είχαν πολλαπλασιαστεί κι οι «καταραμένες» πολιτείες τους είχαν πληθύνει σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Σύμφωνα με τον Ματθαίο Paris, υπήρχαν γύρω στις 19.000 σ’ όλη τη χριστιανοσύνη. Πάντως, γύρω στο 1266, την εποχή που ο Λουδοβίκος ο Η΄ ίδρυσε το θεσμό των λεπροκομείων στη Γαλλία, βρίσκουμε καταγραμμένους πάνω από 2.000. Και μόνο στην επισκοπή του Παρισιού υπήρχαν έως 43: ανάμεσά τους ήσαν το Bourg-le-Reine, το Corbeil, το Saint-Valere, και το φρικαλέο Champ-Pourri. Ήταν επίσης και το Charenton. Τα δυο μεγαλύτερα βρίσκονταν στα περίχωρα του Παρισιού Saint-Germain και Saint-Lazare: τα ονόματά τους θα τα ξανασυναντήσουμε μπροστά μας, δεμένα με την ιστορία μιας άλλης μάστιγας. Γιατί μετά τον 15ο αιώνα, όλα αδειάζουν. Το Saint-Germain από τον επόμενο αιώνα θα γίνει αναμορφωτήριο για παραστρατημένους νέους και στο Saint-Lazare, πριν από την εποχή του Saint-Vincent, δεν θ’ απομείνει παρά μόνο ένας λεπρός, «ο κύριος Langlois, δικηγόρος στο λαϊκό δικαστήριο». Το λεπροκομείο του Nancy που λογαριάζονταν ανάμεσα στα μεγαλύτερα της Ευρώπης, την εποχή της αντιβασιλείας της Μαρίας των Μεδίκων δεν στεγάζει παρά τέσσερις λεπρούς.

Μέχρι το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, ή και λίγο αργότερα, το θέμα του θανάτου βασιλεύει μονάχο του. Το τέλος του ανθρώπου, το τέλος του κόσμου μόνιμα απειλούν με τη μορφή επιδημιών και πολέμων. Ό,τι λυγίζει περισσότερο την ανθρώπινη ύπαρξη είναι τούτη η αναπόφευκτη κατάληξη, ο κανόνας απ’ όπου κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Η παρουσία που απειλεί μέσα απ’ τον ίδιο τον εσωτερικό χώρο του κόσμου, είναι μια παρουσία άσαρκη. Και να που, γύρω απ’ το τέλος του αιώνα, βλέπουμε τούτη τη μεγάλη ανησυχία να κάνει στροφή γύρω απ’ τον εαυτό της. Τώρα το θέμα του θανάτου το διαδέχεται ο εξευτελισμός της τρέλας και το συμβολικό φορτίο του. Ο άνθρωπος, ανακαλύπτοντας αυτή τη συμφορά που τον εκμηδενίζει και τον κάνει ένα τίποτε, μοιραία φτάνει να καταφρονά και να θεωρεί και την ίδια του την ύπαρξη σαν ένα τίποτε. Η φρίκη μπροστά στο απόλυτο και τελεσίδικο όριο του θανάτου, έρχεται τώρα και παγώνει μέσα στις γκριμάτσες μιας συνεχούς ειρωνείας. Τούτη τη φρίκη κοιτάζουν προκαταβολικά να την αφοπλίσουν, να την περιγελάσουν, να τη μαλακώσουν, δίνοντας της μια μορφή καθημερινή και συνηθισμένη, ταυτίζοντάς την αδιάκοπα με την όψη της ζωής, χωρίζοντάς την (και έτσι αποδυναμώνοντάς την) στα βίτσια, τις παλαβομάρες και τις γελοιότητες του καθενός. Όμως όλα αυτά σημαίνουν πως κι η εκμηδένιση που προκαλεί ο θάνατος καταντά πια ένα τίποτε, αφού βλέπουμε ότι έτσι κι αλλιώς ο θάνατος προϋπήρχε μέσα σ’ όλα, όλα τα σκέπαζε, αφού η ζωή δεν ήταν παρά μια ματαιότητα, σωρός από ασυναρτησίες και παραλογισμούς. Το κεφάλι που θα γίνει νεκροκεφαλή, είναι κιόλας αδειανό. Η τρέλα δίνει το «παρών» του θανάτου. Μα ακόμη και με την ηττημένη παρουσία της που, αποτυπωμένη στα σημάδια της καθημερινότητας, υπενθυμίζει ότι κιόλας βασιλεύει, προειδοποιεί ότι η λεία της θα ‘ναι πολύ φτωχή. Γιατί αυτό που ο θάνατος θα ξεσκεπάσει δεν θα ‘ναι παρά μια μάσκα, και τίποτ’ άλλο. Για ν’ αποκαλυφθεί το σαρκαστικό χαμόγελο του σκελετού, δεν χρειάζεται παρά να σηκώσει κανείς κάτι που δεν είναι μήτε ομορφιά, παρά μονάχα γύψινη μορφή και μπιχλιμπίδια ψεύτικα. Από τη μάταιη μάσκα μέχρι το πτώμα, το ίδιο χαμόγελο συνεχίζεται. Μα κείνο που συμβαίνει με το γέλιο του τρελού είναι ότι γελά, προκαταβολικά, με το γέλιο του θανάτου. Και ο τρελός, προλέγοντας το μακάβριο, το αφοπλίζει. Οι κραυγές της τρελής Μαργκό θριαμβεύουν, στην ακμή της Αναγέννησης, με τον ίδιο θρίαμβο του θανάτου που τραγουδιόταν στο τέλος του Μεσαίωνα, στους τοίχους του Campo-Santo.
Η υποκατάσταση του θέματος του θανάτου από το θέμα της τρέλας δεν φανερώνει μια ρήξη, αλλά περισσότερο μια στροφή μέσα στο ίδιο είδος ανησυχίας. Πάντα πρόκειται για το μηδέν της ύπαρξης, αλλά τούτο το μηδέν δεν αναγνωρίζεται πια σαν τέρμα εξωτερικό και τελειωτικό, που είναι ταυτόχρονα απειλή και κατάληξη. Γίνεται αισθητό από τα μέσα, σαν διαρκής και σταθερή μορφή της ύπαρξης. Κι ενώ άλλοτε η τρέλα των ανθρώπων στηριζόταν στο ότι έβλεπαν το θάνατο να πλησιάζει, και γι’ αυτό έπρεπε να τους επαναφέρει κανείς στη σοφία με το θέαμα του θανάτου, τώρα η σοφία στηρίζεται στο να διαπιστώνει κανείς παντού την τρέλα, να διδάσκει στους ανθρώπους ότι κιόλας δεν είν’ άλλο από νεκροί κι ότι, αν το τέλος βρίσκεται κοντά, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο επειδή η τρέλα θα γίνεται όλο και πιο οικουμενική, για να εξισωθεί με το θάνατο. Αυτό ακριβώς προφητεύει κι ο Eustache Deschamps:
«Είμαστε δειλοί, μίζεροι και κατσιασμένοι
γερασμένοι, πλεονέχτες και γλωσσοκοπάνες.
Άλλο δε βλέπω από τρελές, τρελούς.
Το τέλος πλησιάζει κι όλα μα όλα,
μα την αλήθεια, πάν κατά διαόλου».

Τα δεδομένα τώρα αντιστρέφονται. Το τέλος του κόσμου δεν είναι αυτό που θα δείξει, αναδρομικά, ότι οι άνθρωποι ήσαν τόσο τρελοί, που να μην τους απασχολεί. Η άνοδος της τρέλας, η ύπουλη έφοδός της, είναι που δείχνει ότι ο κόσμος βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, που η ίδια η ανθρώπινη τρέλα προκαλεί κι επιβάλλει.
Κάτω απ’ τις διάφορες μορφές της -εικαστικές ή λογοτεχνικές- αυτή η εμπειρία του παράλογου μοιάζει να ‘χει μιαν άκρα συνοχή. Ζωγραφική και κείμενο παραπέμπουν αδιάκοπα το ένα στο άλλο, όντας το ένα σχόλιο, και τ’ άλλο εικονογράφηση. Ο Χορός των τρελών είναι ένα και το αυτό θέμα, που βρίσκει και ξαναβρίσκει κανείς στις λαϊκές γιορτές, στις θεατρικές παραστάσεις, στις γκραβούρες, κι όλο το τελευταίο μέρος του Εγκώμιου της Μωρίας είναι χτισμένο πάνω στο πρότυπο μιας μεγάλης παράτας τρελών χορευτών, όπου το κάθε επάγγελμα κι ο κάθε ανθρώπινος χαρακτήρας ξετυλίγονται με τη σειρά τους, σχηματίζοντας το μεγάλο γαϊτανάκι της τρέλας. Είναι πιθανό ότι μέσα στον Πειρασμό της Λισαβώνας πολλές απ’ τις μορφές των φανταστικών φαύνων που κατακλύζουν τον πίνακα, είναι δανεισμένες από τις παραδοσιακές μάσκες.
...πισωδρομίζει, μα τι άλλο δείχνει η κίνησή του παρεχτός την προσπάθεια να κρατηθεί και να μην ξεπεράσει τα’ απαγορευμένα σύνορα της γνώσης; Κιόλας γνωρίζει -και τούτο είναι κι ο Πειρασμός του- εκείνο που θα πει αργότερα ο Cardan: «Η σοφία, όπως κι όλες οι πολύτιμες πρώτες ύλες, πρέπει να βγει απ’ τα κατάβαθα της γης». Και τούτη τη γνώση, την ασύλληπτη, την τρομερή, την απρόσιτη, ο τρελός την κατέχει. Τη στιγμή που ο άνθρωπος ο γνωστικός και σοφός δεν την διακρίνει παρά με σχήματα αποσπασματικά -και τόσο πιο ανησυχαστικά-, ο τρελός την κατέχει ολόκληρη, σαν μιαν άθικτη σφαίρα: αυτή η κρυστάλλινη σφαίρα που για τον οποιοδήποτε είναι αδειανή, στα δικά του ματιά φαντάζει γεμάτη, κατάφορτη απ’ το βάρος μιας αόρατης γνώσης. Ο Brueghel κοροϊδεύει τον σακάτη που προσπαθεί να μπει μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα. Αλλά η ίδια σφαίρα της γνώσης είναι αυτή που ιριδίζει, που ζυγιάζεται δώθε κείθε δίχως ποτέ να σπάζει -φανάρι πολύτιμο και συνάμα γελοίο, ανυπόστατο- στην άκρη της καρφίτσας που φορεί στον ώμο η Μαργκώ η τρελή. Και πάλι αυτήν βλέπουμε πίσω απ’ τον Κήπο των Απολαύσεων. Ένα άλλο σύμβολο της γνώσης είναι το δέντρο (το απαγορευμένο δέντρο, το δέντρο της αθανασίας, της επαγγελίας, του προπατορικού αμαρτήματος) που άλλοτε ήταν φυτεμένο στην καρδιά του επίγειου παράδεισου και τώρα, ξεριζωμένο, έχει γίνει κατάρτι στο πλοίο των τρελών, κι έτσι το βλέπουμε πάνω στην γκραβούρα που εικονογραφεί τις Stultiferae naviculae του Josse Bade. Σίγουρα το ίδιο είναι που ταλαντεύεται πάνω από το Πλοίο των Τρελών του Bosch.
Τι λοιπόν προμηνάει αυτή η γνώση των τρελών; Σίγουρα, για να’ ναι γνώση απαγορευμένη, θα πρέπει να προλέγει τη βασιλεία του Σατανά και συνάμα τη συντέλεια του κόσμου. Τη μέλλουσα ευτυχία, και τη μέγιστη τιμωρία. Την επίγεια παντοδυναμία, και την πτώση στα τάρταρα. Το Πλοίο των Τρελών διασχίζει ένα τοπίο απολαύσεων όπου τα πάντα προσφέρονται στην επιθυμία, ένα είδος καινούργιου παράδεισου, όπου ο άνθρωπος είναι λυτρωμένος από βάσανα και φροντίδες. Κι όμως δεν έχει ακόμη ξανακερδίσει την αθωότητά του. Μια τέτοια πλαστή ευτυχία είναι ο διαβολικός θρίαμβος του Αντίχριστου, είναι το Τέλος που κιόλας πλησιάζει. Είναι αλήθεια ότι τα οράματα της Αποκάλυψης δεν είναι κάτι το πρωτόφαντο για τον 15ο αιώνα, όμως είναι πολύ διαφορετικά τώρα από το παρελθόν. Η κομμάτι φανταιζίστικη εικονογραφία του 14ου αιώνα, όπου οι πύργοι γκρεμίζονται σαν πιόνια κι όπου το ζώο είναι πάντα ο παραδοσιακός Δράκος που η Παναγία κρατά σ’ απόσταση κι όπου, κοντολογίς, η θεία Τάξη είναι πανταχού παρούσα, αλλάζει χαρακτήρα. Την διαδέχεται το όραμα ενός κόσμου λεηλατημένου από κάθε σοφία και τάξη: μέσα στην κοσμοχαλασιά τα βουνά καταρρέουνε και γίνονται πεδιάδες, η γη αρπάζει φωτιά, η ζωή μαραίνεται και νεκρώνεται. Τούτο το τέλος δεν παίρνει την αξία περάσματος ή επαγγελίας. Είναι ο ερχομός μιας νύχτας που καταβροχθίζει τη γερασμένη λογική του κόσμου. Φτάνει να ιδούμε τους Ιππότες της Αποκάλυψης του Durer, τους ειδικά σταλμένους απ’ τον Θεό: δεν είναι διόλου οι άγγελοι του θριάμβου και του ελέους, μήτε οι κήρυκες της δίκαιης κρίσης, αλλά οι φρενιασμένοι πολεμιστές που χυμάνε για να εκδικηθούν. Ο κόσμος βουλιάζει μέσα στην οικουμενική Μανία. Η νίκη δεν είναι του Θεού ή του Διαβόλου, είναι η νίκη της τρέλας.
Η τρέλα προβάλλει απ’ όλες τις μεριές και μαγεύει τον άνθρωπο. Οι φανταστικές εικόνες που γεννά διόλου δεν είναι μορφές φευγαλέες που ευθύς σβήνουν απ’ την επιφάνεια των πραγμάτων. Αρκετά παράδοξα, μέσ’ απ’ το κάθε παραλογητό γεννιέται κάτι που κείτονταν κρυμμένο σαν μυστικό, σαν μια απρόσιτη αλήθεια, στα σπλάχνα της γης. Κάθε φορά που ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος στην τρέλα του, αντιμετωπίζει ταυτόχρονα την σκοτεινή αναγκαιότητα του κόσμου. Το ζώο που ελλοχεύει μες στους εφιάλτες του και στις νύχτες της στέρησης, είναι η ίδια του η φύση, εκείνη που θα χρειαστεί ν’ απογυμνωθεί μπρος στην αλύπητη κι αδυσώπητη αλήθεια της κόλασης. Οι απατηλές εικόνες της τυφλής παράκρουσης δεν είναι παρά η μεγάλη γνώση του κόσμου και, μέσα σε τούτο το χάος, μέσα σε τούτο το σύμπαν που τρελάθηκε, κιόλας διαφαίνεται η αγριότητα που θ’ ακολουθήσει σαν τ’ οριστικό τέλος. Με τέτοιες εικόνες η Αναγέννηση γύρεψε να εκφράσει τα προαισθήματά της για τις απειλές και τα μυστήρια του κόσμου, και σίγουρα σ’ αυτό το γεγονός οι εικόνες αυτές χρωστούν το τόσο βάρος τους και την τόσο μεγάλη συνοχή στη σύλληψή τους.
Την ίδια εποχή η λογοτεχνική, φιλοσοφική και ηθική θεματολογία της τρέλας έχει αλλιώτικη προέλευση.
Ο Μεσαίωνας την τρέλα την είχε κατατάξει στ’ αμαρτήματα. Από τον 13ο αιώνα συχνά τη βλέπουμε να φιγουράρει ανάμεσα στους κακούς πολεμιστές της Ψυχομαχίας. Τόσο στο Παρίσι όσο και στην Αμιένη συμμετέχει σε κείνες τις κακιές στρατιές με τα δώδεκα ζευγάρια, που αναμεταξύ τους σφετερίζονται την κυριαρχία της ανθρώπινης καρδιάς: Πίστη κι Ειδωλολατρεία, Ελπίδα κι Απελπισία, Φιλανθρωπία και Τσιγγουνιά, Λιτότητα και Τρυφή, Σύνεση και Τρέλα, Καρτερία και Οργή, Τρυφεράδα και Σκληρότητα, Ομόνοια και Διχόνοια, Υπακοή και Παράβαση, Σταθερότητα κι Αστάθεια. Στην Αναγέννηση η Τρέλα εγκαταλείπει την ταπεινή θέση της κι έρχεται να καταλάβει την πρωτοκαθεδρία. Ενώ άλλοτε το γενεαλογικό δέντρο της αμαρτίας, το δέντρο του γερο-Αδάμ, είχε για ρίζα του την έπαρση, τώρα ρίζα γίνεται η Τρέλα κι αυτή πλέον οδηγεί την κουστωδία που σχηματίζουν οι ανθρώπινες αδυναμίες. Σαν τρομερή Κορυφαία, τις οδηγεί, τις παρασέρνει, και τους δίνει ονόματα: «Ιδέτε τες εδώ, μέσα στη συντροφιά μου... Κείνη που σουρώνει τα βλέφαρα είναι η Φιλαυτία. Κείνη που με τα μάτια γελά και με τα χέρια χειροκροτάει είναι η Κολακεία. Κείνη που μοιάζει μισοκοιμισμένη είναι η Λήθη. Κείνη που κάθεται με χέρια σταυρωμένα είναι η Τεμπελιά. Η άλλη η μοσχομυρωδάτη και στεφανωμένη με τριαντάφυλλα είναι η Ηδονή. Κείνη που κοιτάζει δίχως να προσηλώνει τη ματιά είναι η Ανοησία. Κείνη η ροδομάγουλη και παχουλή είναι η Τρυφή. Και να, ανάμεσα σε τούτες τις νέες γυναίκες, δυο θεοί: ο θεός της Καλής Μάσας και του Βαθιού Ύπνου». Απόλυτο προνόμιο της Τρέλας: βασιλεύει σ’ ό,τι κακό υπάρχει στον άνθρωπο. Μα τάχατες δεν βασιλεύει έμμεσα και σ’ ό,τι καλό μπορεί να βγει απ’ τον άνθρωπο; Αίφνης, η φιλοδοξία φτιάχνει καλούς πολιτικούς, η τσιγγουνιά αυγαταίνει τα πλούτη, η αδιάκριτη περιέργεια ερεθίζει τους φιλόσοφους και τους επιστήμονες. Η Luise Labe αυτό θα το επαναλάβει μετά τον Έρασμο, και θα βάλει τον Ερμή να παρακαλέσει για λογαριασμό της τρέλας τους θεούς: «Μην αφήσετε απροστάτευτη τούτη την όμορφη Κυρά, που σας πρόσφερε τόση ευθυμία».
Τούτη η νέα αρχόντισσα έχει ελάχιστα κοινά με το σκοτεινό και παράξενο βασίλειο που περιγράψαμε πρωτύτερα, και που συγγένευε με τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου.
Βέβαια και τώρα η Τρέλα ασκεί έλξη, δίχως όμως και να μαγεύει. Θα την δούμε να βασιλεύει μέσα σ’ ό,τι το εύκολο και το ελαφρύ. Δίνει στον κόσμο γέλια και χάρες, όπως έδωσε στους Θεούς «τα νιάτα, την ευφυΐα, τον Βάκχο, το Σιληνό και τον χαριτωμένο φύλακα των κήπων». Όλα σ’ αυτήν είναι μια επιφάνεια αστραφτερή: διόλου δεν κρύβει αινίγματα.
Βέβαια όλο και κάτι έχει να κάμει με τους παράξενους δρόμους της γνώσης. Το πρώτο τραγούδι του ποιήματος του Brant αφιερώνεται στα βιβλία και τους σοφούς. Και στην γκραβούρα που εικονογραφεί αυτό το κομμάτι, στην λατινική έκδοση του 1497, βλέπει κανείς το Δάσκαλο θρονιασμένο ανάμεσα στα στιβαγμένα βιβλία, να φορεί πάνω απ’ την σκούφια του την κάπα του τρελού, στολισμένη με κουδούνια. Ο Έρασμος πάλι, στο γαϊτανάκι των τρελών του, αφιερώνει ιδιαίτερη θέση στους σοφούς: μετά τους Φιλολόγους έρχονται οι ποιητές, οι Ρήτορες, οι Συγγραφείς, κι ακολουθούν οι νομομαθείς. Πίσω απ’ αυτούς βαδίζουν οι «Φιλόσοφοι, που ο σκούφος κι η γενιάδα τους εμπνέουν σεβασμό». Τέλος ακολουθεί η βιαστική κι ατέλειωτη στρατιά των Θεολόγων. Βέβαια εδώ τα πράγματα αλλάζουν, γιατί αν η γνώση ενδιαφέρεται για την τρέλα, τούτο διόλου δεν συμβαίνει επειδή γυρεύει να της αποσπάσει μυστικά. Αντίθετα την θεωρεί σαν επιστέγασμα μιας επιστημοσύνης, βλαμμένης κι ανόητης. Μόνο σ’ ένα σημείο της μπορεί να ‘χει κάποιαν αλήθεια γνώσης: στο γεγονός ότι είναι τόσο γελοία που, αντί να ψάχνει στο μεγάλο Βιβλίο της εμπειρίας, χάνεται μέσα στη σκόνη των βιβλίων και σε ατέλειωτες και βαρετές επιχειρηματολογίες. Η επιστήμη κλίνει προς τη τρέλα, μόνο επειδή υπερβάλλει και πλαστογραφεί.
O vos doctores, qui grandia nomina fertis
Respicite antiquos patris, jurisque peritos.
Non in Candidulis pensebant dogmata libris
Arte sed ingenua sitibundum pectus alebant.
Σύμφωνα με το θέμα αυτό που είναι από παλιά γνωστό στη λαϊκή σάτιρα, η τρέλα εδώ εμφανίζεται σαν κωμική τιμωρία της γνώσης και της ξιπασμένης αμάθειας.
Τώρα πια η τρέλα, γενικότερα, δεν σχετίζεται με τις υποχθόνιες δυνάμεις αλλά με τον άνθρωπο και τις αδυναμίες του, τα όνειρα και τις αυταπάτες του. Στον Έρασμο δεν βρίσκουμε καμιά από τις σκοτεινές μορφές της τρέλας, τέτοιες που τις έβλεπε ο Bosch. Η τρέλα δεν παραμονεύει πια τον άνθρωπο. Διαγράφεται μονάχα στον ορίζοντά του ή, καλύτερα, γίνεται κάποια λεπτή σχέση διαλόγου, που ανοίγει ο άνθρωπος με τον εαυτό του. Η μυθολογική προσωποποίηση της τρέλας, για τον Έρασμο δεν είναι παρά ένα λογοτεχνικό πυροτέχνημα. Τι άλλο υπάρχει εκτός από παλαβομάρα, κι από ανθρώπους παλαβούς; «Όσους ανθρώπους βλέπω, τόσ’ αγάλματα μετρώ». Αρκεί να ρίξεις μια ματιά στις πιο σοφές, στις πιο καλοκυβέρνητες πολιτείες: «Τόση είναι η τρέλα που ανθεί εκεί και τόσες οι μορφές της, που κάθε μέρα γεννιούνται και καινούργιες, που μήτε ένας Δημόκριτος δεν θα’ φτανε να τις περιγελάσει». Τρέλα υπάρχει στον καθένα, κι ο καθείς την θρέφει με το να δίνει τόση σημασία στον εαυτό του και με το να συντηρεί τις αυταπάτες του. Η «Φιλαυτία» είναι η πρώτη από τις μορφές που η Τρέλα παρασέρνει στο χορό της, κι αυτό γιατί συνδέονται με σχέσεις ιδιαίτερα στενές: η εγωπάθεια είναι το πρώτο σημάδι της τρέλας, κι ακριβώς επειδή ο άνθρωπος είναι εγωπαθής, θεωρεί το λάθος σαν αλήθεια, το ψέμα σαν πραγματικότητα, την ομορφιά, την καλοσύνη, αυτός τις βλέπει σαν κακία κι ασχήμια: «Τούτος εδώ, πιο κακομούτσουνος κι από μαϊμού, θαρρεί πως είναι ωραίος σαν Νηρέας. Κείνος εκεί... Κρύβει και φανερώνει, λέει το αληθινό και το ψεύτικο, είναι σκιά και φως. Λάμπει. Μορφή κεντρική και καλόγνωμη, μορφή κιόλας εύθραυστη σε τούτη την μπαρόκ εποχή.
Ας μη μας ξαφνιάζει που τόσο συχνά την ξαναβρίσκουμε στην πλοκή των μυθιστορημάτων και στο θέατρο. Ας μη μας ξαφνιάζει που τη βλέπουμε να τριγυρνά στους δρόμους. Ο Francois Colletet τη συνάντησε χίλιες φορές:
«Στο δρόμο ξάφνου συναντώ
έναν αθώο που παιδιά
τον ακλουθάν κοροϊδευτά.
...Κοίτα το δόλιο φουκαρά
τι κάνει τάχα ο τρελός
μ’όλο του το κουρελαριό;
Τέτοιες παλάβρες είν’ πολλές
που ξεφωνίζουνε βρισιές...»

Η μορφή της τρέλας είναι πολύ συνηθισμένη μέσα στο κοινωνικό τοπίο. Καινούργια και ζωηρή είναι η έλξη που ασκούν τα παλιά αδελφάτα των «sots», οι γιορτές τους, οι συγκεντρώσεις τους και οι κουβέντες τους. Ο κόσμος παθιάζεται υπέρ ή κατά του Nicolas Joubert, που είναι πιο γνωστός με τ’ όνομα Angoulevent και που κηρύσσεται Πρίγκιπας των Sots, τίτλος που του δίνουν οι Valenti le Compte και Jacques Resneau: λίβελλοι, δίκες, αγορεύσεις. Ο δικηγόρος του διακηρύσσει και βεβαιώνει επίσημα ότι το κεφάλι του πελάτη του «είναι αδειανό, τζούφια κολοκύθα, λεμονόκουπα στιμμένη, κρανίο διαλυμένο, δίχως σταλιά μυαλό, δίχως μπούσουλα».
Ο Bluet d’Arberes, που τον φωνάζουν Prince de Permission, είναι προστατευόμενος των Crequi, των Lesdiguieres, των Bouillon, των Nemours. Το 1602 δημοσιεύει, ή δημοσιεύουν άλλοι για λογαριασμό του, τα έργα του όπου προειδοποιεί τον αναγνώστη ότι «δεν ξέρει μήτε γραφή μήτε ανάγνωση κι ούτε έμαθε ποτέ», μα ότι έχει την επιφοίτηση «του Θεού και των Αγγέλων». Ο Pierre Dupuis, που αναφέρει ο Regnier στην έκτη σάτιρά του είναι, κατά τα λεγόμενα του Brascambile, «ένας αρχιτρελός με μακριά φουστάνια». Και μοναχός του, στην Παράσταση περί της αφυπνίσεως του Μαίτρ Γκυγιώμ δηλώνει ότι «ο νους του έχει αψηλώσει μέχρι τον προθάλαμο τρίτου βαθμού του φεγγαριού». Και πλήθος ανάλογα πρόσωπα εμφανίζονται στην 14η σάτιρα του Regnier.
Η τρέλα στεγάζει παράξενα όλον ετούτο τον κόσμο των αρχών του 17ου αιώνα. Είναι παρούσα στην καρδιά των ανθρώπων, στον πυρήνα των πραγμάτων, παρουσία ειρωνική που μπερδεύει τα χαρτιά του αληθινού και του φανταστικού, και που διατηρεί μόλις κάποιαν ανάμνηση απ’ όσα απειλούν τραγικά τον άνθρωπο- παρουσία πιότερο ανήσυχη παρά ανησυχαστική, ένας εμπαιγμός της κοινωνίας, μια αστάθεια του λογικού.
Κι όμως, κιόλας αυτήν την εποχή, αρχίζουν να γεννιώνται οι νέες μορφές της.
«Χίλιες φορές πήρα στο χέρι το φανάρι
να βγω να ψάξω μέρα μεσημέρι...».

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 10 από 12
επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 

Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.

Β 
Β 
Περιεχόμενα Βιβλίου
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Α
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Β
Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών
Σχέσεις μητέρας - γιου στο πρώιμο Βυζάντιο
Μουσειοπαιδαγωγική - Μουσείο και Αγωγή
Βερολίνο
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (Μέρος Γ)
Μετέωρα
Το γυμνό στην Τέχνη
Αρχαιότητα
Το σχολείο ως πολυδύναμος πολιτιστικός οργανισμός
Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918 - 1922
Οι κανονισμοί των ορφανοτροφείων ΑΡΡΕΝΩΝ-ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ και ΘΗΛΕΩΝ-ΧΑΛΚΗΣ 1921
Στοιχεία θεατρικής παιδείας
Γιορτές αγλύκαντες
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
Η ακάνθινη απειλή
Β 
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β