Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Οι τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - μέρος Α!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 
Β 

Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Art Therapy, χοροθεραπεία, μουσικοθεραπεία, δραματοθεραπεία. (Μέρος Α)

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 6 από 12
επόμενη σελίδα

Β) Λογοτεχνία και Ψυχοθεραπεία

Η περίπτωση του Ρώμου Φιλύρα.

Ο Ρώμος Φιλύρας υπήρξε άλλος ένας ποιητής μας, που πέρασε τα σύνορα του δράματος κι εντάχτηκε στην κοινή ειμαρμένη του Βιζυηνού και του Μητσάκη. Η μοίρα μάλιστα το έφερε να ζήσει τα τελευταία χρόνια του στον ίδιο θάλαμο του Δρομοκαΐτειου, όπου έμειναν άλλοτε κι εκείνοι. Μια σύμπτωση που τον συγκλόνισε και στάθηκε η αιτία να κλαίει, να πονά, να ζει γενικά μέσα σ’ ένα μαρτύριο για την κοινή τους μοίρα. Γιατί ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας ήταν αισθαντικός και τρυφερότατος άνθρωπος. Ένα παιδί στην ψυχή. Ακόμα και μέσα στο Δρομοκαΐτειο οι εκδηλώσεις του ήταν ήρεμες χωρίς ποτέ, ώσπου να κλείσουν για πάντα τα μάτια του, να προκαλέσει πρόβλημα στους φύλακες ή τους επισκέπτες του. Στα φωτεινά διαλείμματα του μυαλού του γινόταν ο ρομαντικός ο ξεχωριστός ποιητής που οι στίχοι του ταξίδευαν τις Αθηναίες σε δειλινά με «χιλιοχρώματα», σε σεληνοβραδιές ασημένιες σε κύματα που «αναφρικάνε», όταν το «συνύχτερο» σύγκρυο τα κυκλώνει και στα «στερνόχυτα» φέγγη τ’ ουρανού! Ακόμα και στις πεθαμένες στιγμές του μυαλού του αγκάλιαζε με πικρό χαμόγελο τους άλλους συντρόφους του, που «τριγύριζαν γύρω του σαν μάταιες χίμαιρες και ακυβέρνητες ολοφυρόμενες σκιές». Τους έβρισκε μάλιστα ανώτερους από πολλούς υγιείς, που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι. Έγραψε γι’ αυτούς: «Το θείο ανυπόκριτο παιχνίδι τους πόσο ανώτερο και τιμιότερο των άλλων, που έχουν θέατρο την κοινωνία, την κοινωνία που εγώ γνώρισα. Εδώ ο καθένας είναι συνεπαρμένος από την τραγική πνοή του φρικτού εμβατηρίου, που παίζει, δημιουργώντας και καταστρέφοντας έξω από συνθήκες, νόμους και θεατές, το χιμαιρικό της ζωής μου όνειρο...».
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Οικονομόπουλος. Γεννήθηκε στο Κιάτο της Κορινθίας την 1η Αυγούστου του 1883 και εκεί τελείωσε το Δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο. Ο φιλόλογος και σχολάρχης τότε πατέρας του επιμελήθηκε ιδιαίτερα τη μόρφωσή του. Τον έστειλε στον Πειραιά να φοιτήσει στο γυμνάσιο, όπου διευθυντής ήταν ο φίλος του Ιάκωβος Δραγάτσης, ένας εξαίρετος εκπαιδευτικός και σοφός άνθρωπος, που άφησε όνομα στα ελληνικά γράμματα. Το 1905 μετακόμισε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Ακολούθησε κι αυτός το δρόμο των άλλων συνομηλίκων του, που είχαν τα μέσα να σπουδάσουν εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Η Αθήνα τότε ήταν παράδεισος για τους επαρχιώτες φοιτητές. Είχε όλα τα καλά κι η ζωή τους ήταν ονειρεμένη. Η πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση ήταν σε άνθηση. Κυρίως τα φιλολογικά σαλόνια και τα κέντρα, που σύχναζαν πνευματικοί άνθρωποι, έδιναν σε όσους είχαν ενδιαφέρον γύρω από τα γράμματα και τις τέχνες ό,τι ωραιότερο μπορούσε να προσφέρει οποιαδήποτε ξένη πρωτεύουσα.
Ο φοιτητής Γιάννης Οικονομόπουλος, έχοντας πραγματικό έρωτα με τη φιλολογία και την ποίηση, διψούσε να γνωρίσει τους ανθρώπους του πνεύματος. Δεν άργησε να βρεθεί στον κύκλο τους και να παρακολουθεί να λένε τα δικά τους, να καυγαδίζουν, να επαινούν και να κατακρίνουν, να σχολιάζουν πρόσωπα και πράγματα, ν’ απαγγέλλουν ποιήματα, να διαβάζουν διηγήματα να λένε τ’ αστεία τους. Κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλια τους. Γρήγορα έγινε αγαπητός. Ήταν νέος μ’ ενδιαφέροντα κι είχε ταλέντο, είχε δίψα για την ποίηση, ήταν μελετηρός και βαθύς γνώστης των φιλολογικών θεμάτων. Ήταν -επιπλέον- ωραίος άντρας. Γινόταν δεκτός μ’ ενθουσιασμό στα αθηναϊκά σαλόνια και η παρουσία του δημιουργούσε τις καλύτερες εντυπώσεις. Σε κάποια συντροφιά λογίων ο Λάμπρος Πορφύρας τον βάφτισε Ρώμο Φιλύρα και με αυτό το φιλολογικό ψευδώνυμο καθιερώθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Το 1910 ο Ρώμος Φιλύρας ντύνεται το χακί. Απλός στρατιώτης του 7ου πεζικού συντάγματος. Τον Απρίλη του ίδιου χρόνου στα ψιλά των εφημερίδων παρουσιάστηκε η εξής είδηση:
«Προχθές την πρωίαν ο στρατιώτης του 5ου λόχου του 7ου πεζικού συντάγματος Ιωάννης Οικονομόπουλος, ο γνωστός ποιητής υπό το φιλολογικόν ψευδώνυμον Ρώμος Φιλύρας, απεπειράθη ν’ αυτοκτονήσει δια του όπλου του, βληθείς κάτωθεν της σιαγώνος του. Ο αυτόχειρ στρατιώτης μετεφέρθη εις το Β΄ Στρατ. Νοσοκομείον, η δε κατάστασίς του είναι αρκετά σοβαρά».
Ο Φιλύρας σώθηκε χωρίς σοβαρές ζημιές στο πρόσωπό του πέρα από ένα μικρό σημάδι στην άκρη του σαγονιού του που καθόλου δεν άλλαξε το ωραίο αριστοκρατικό πρόσωπό του. Κανείς δεν έμαθε τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Ούτε αυτός, ούτε οι συγγενείς του είπαν κάτι σχετικό. Η μόνη εξήγηση που περπάτησε ανάμεσα στους φίλους και θαυμαστές του ήταν ότι δεν άντεξε τα «καψόνια». Θεώρησε, ότι ισοπέδωναν την προσωπικότητα και τον ανδρισμό του. ίσως να είναι έτσι, γιατί ο ευαίσθητος ποιητής Φιλύρας ήθελε να μην έχει η ζωή ασχήμιες και κτηνωδίες, παρά ομορφιά και καλοσύνη.
Στους πολέμους του 1912-13 πολέμησε ωστόσο με ηρωισμό και αυταπάρνηση, όπως όλος ο Ελληνικός λαός. Έδωσε το βροντερό παρόν του στο εθνικό προσκλητήριο σαν γνήσιος Έλληνας και μετείχε στις μάχες για την απελευθέρωση των αλύτρωτων ελληνικών εδαφών στην Ήπειρο και τη Μακεδονία. Έπαθε όμως κρυοπαγήματα και λίγο έλειψε να χάσει το ένα πόδι του.
Μετά την αποστράτευσή του ο νεαρός ποιητής ξαναγύρισε στις λογοτεχνικές συντροφιές, που σύχναζαν στα διάφορα καφενεία και εστιατόρια. Προτιμούσε ιδιαίτερα τη φιλολογική συντροφιά του Στέφανου Μπαρτζώκη (άλλος ιδιόρρυθμος -επιεικώς-, σημαντικός και φτωχότατος ποιητής μας), που είχε τακτικά μέλη το Σικελιανό, το Σκίπη, το Μελαχροινό, το Βώκο (άλλος ένας τρελός ποιητής μας, που πέθανε κι αυτός στο Δρομοκαΐτειο) κ.ά. Συνεργάστηκε σχεδόν σε όλα τα περιοδικά καθώς και στον περίφημο «Νουμά» του Ταγκόπουλου.
Ο Σήφης Κόλλιας, ο εξαίρετος εκπαιδευτικός και ξεχωριστός επίσης λογοτέχνης έγραψε για το Ρώμο Φιλύρα σε μια μελέτη του: «Ο Φιλύρας δεν ανήκει στους ποιητές με το εξωλογικό περιεχόμενο του ποιήματος, σ’ αυτούς που από μια ψυχολογική χωλότητα, δεμένοι στην ασάφεια, παριστάνουν τους ποιητές, με οικόσημο το παράλογο. Τα ποιήματα του Φιλύρα σκορπούν τη συγκίνηση στις καλλιεργημένες ψυχές με το πλούσιο συναίσθημα και τη μουσική δομή. Στην καρδιά του Φιλύρα όλα γίνονται ποίηση, λυρικές αναζητήσεις, αποκάλυψη του ωραίου, του ιδεατού. Η φύση, η νηνεμία της νύχτας, η μουσική του δειλινού, οι σερενάτες των φύλλων, το ηλιοβασίλεμα, η άνοιξη, όλα ρυθμοί και κραδασμοί, όλα μουσική και χρώμα, όλα... αποτυπώνει ήπια την παρουσία του πόνου και της οδύνης και αντικρίζει τη ζωή με βαθύτερη εγκαρτέρηση - με μια πνευματική πραότητα και λυρική γαλήνη...».
Ιδού μερικοί στίχοι του από «Το Φαληρικό δείλι» (Εφημ. Ακρόπολις) της 3/4/1916:

Την κρεμαστή, μαγική, φαντασμένη Καστέλα
που σαν να γνέφουνε οι βίλες της άπειρα «έλα»
και σαν να μοιάζει τη νύχτα τρανό μετερίζι
σαν ένας πύργος, που μόνος ο κύριος ορίζει-
το χιλιόχρωμο δείλι ροδίζει και βάφει
και με χυτό το στολίζει, καθάριο χρυσάφι,
και στο δρομάκι, που κάτω στην πόλη κυλάει,
σαν φωτισμένο μετέωρο πάει το τραμβάυ κ.λ.π.

Έγραψε αμέτρητους κι άλλους στίχους ο Φιλύρας για τις ομορφιές της Αθήνας και τις Αθηναίες, τις νύχτες και τα δειλινά της, τη θάλασσα και τα βουνά της, τον ουρανό και την άνοιξή της. Στο μικρό καφενεδάκι της Δεξαμενής στο Κολωνάκι, που στα παλιότερα χρόνια αποτελούσε πνευματική κολυμπήθρα, γιατί σύχναζαν οι μεγάλοι λογοτέχνες, με πρώτο - πρώτο τον Παπαδιαμάντη, ο Φιλύρας ήταν απαραίτητος.
Στη διάρκεια του μεσοπολέμου υπήρξε και κοσμικογράφος στην Εσπερινή του Γιάνναρου. Αυτή η ιδιότητα του άνοιξε τις πόρτες των αθηναϊκών σαλονιών και γνώρισε την υψηλή κοινωνία της πρωτεύουσας. Ευδοκίμησε να έχει σχέσεις με όλες εκείνες τις γυναίκες, που, όπως λέει και ο Καιροφύλας, ο εξαίρετος Αθηναιογράφος, «δεν έχουν κανένα άλλο σκοπό παρά την προβολή τους στις κοσμικές συγκεντρώσεις, από τις οποίες δεν λείπουν ποτέ. Ο ωραίος Ρώμος Φιλύρας, ονομαστός για την ομορφιά και την ποίησή του, έπαιξε όχι λίγες φορές το ρόλο του εραστή για πολλές αξιολάτρευτες κυρίες της παλιάς Αθήνας».
Κι ενώ είχε άπειρες ερωτικές επιτυχίες, σε καμιά δεν έμεινε πιστός για πολύ καιρό. Έψαχνε να βρει την ιδανική γυναίκα. Ακόμα κι εδώ έψαχνε να βρει το αγνό, το τρυφερό, το λυρικό, που να ταιριάζει με την αγνή και τρυφερή ψυχή του.

Έλα... και πάντα σε προσμένω
παντέρημος μες τη ζωή την πλάνα...

Ποτέ δεν τη βρήκε την ιδανική γυναίκα που γύρευε. Αυτή η ψυχική κατάσταση, που παρουσιαζόταν από καιρό σε πολλούς στίχους του, έδειχνε, πως κάτι τον απασχολούσε, γιατί μόνο παντέρημος δεν ήταν.
Σειρά οι καλόκαρδες κυρίες να του κάνουν συντροφιά. Κάποια αγωνία τον βασάνιζε για το μέλλον του. Στα 1920, γράφει ο Περάνθης εκδηλώθηκε η αρρώστια του, ύστερα από σεξουαλικό νόσημα. Τα πρώτα συμπτώματα της τρέλας. Από το 1911, που ο Φιλύρας είχε κάνει την πρώτη εμφάνισή του στην ποίηση, είχαν περάσει μόλις εννιά χρόνια. Στο διάστημα αυτό είχε παρουσιάσει ένα έργο πληθωρικό, είχε δώσει στην ποίηση νέα διάσταση. Είχε αγαπηθεί από γυναίκες και ομοτέχνους του. Γι’ αυτό έσκασε σα βόμβα η είδηση, πως ο Φιλύρας αρρώστησε. Τον πρώτο καιρό τα συμπτώματα της αρρώστιας του δεν ήταν τόσο έντονα. Στην καταστροφή μάλιστα της Σμύρνης, που ο Ελληνισμός συγκλονίστηκε από την εθνική περιπέτεια, ο Ρώμος Φιλύρας δεν έμεινε απαθής μπροστά στο δράμα των προσφύγων, που κατέκλυσαν την Αθήνα.
Δεν είναι οι χθεσινοί, δεν είναι οι απόκληροι, καθημερινά ναυάγια της Αθήνας, δεν είναι μιας πρωτεύουσας ξαστόχημα γέροι αφημένοι σκέλεθρα της πείνας. Είναι οι αδελφοί μας της Ασίας, στο χάλασμα που ρήμαξε απ’ το ντρόπιασμα τη Σμύρνη, που φύγαν ξάφνου, στη φοβέρα του άνομου, ενώ ως τα χθες έζησαν σ’ ευφροσύνη... Ωστόσο η αμείλικτη αρρώστια υπόσκαπτε ασταμάτητα την υγεία του. τον κυρίευσε βαριά μελαγχολία κι έκανε πράξεις που δεν ήταν ανεκτές από τον πολύ κόσμο. Λίγα χρόνια μετά από τα πρώτα συμπτώματα της βαριάς ψυχοπάθειας (προϊούσα γενική παράλυση τη χαρακτήρισαν οι γιατροί - όμοια με του Βιζυηνού και Μητσάκη), ο Ρώμος Φιλύρας εμφανίστηκε στην οδό Σταδίου ως βασιλιάς Ρωμανός ο Β..., μνηστήρας της πριγκίπισσας Ισλάνδης της Ιταλίας...! Όσοι τον αγάπησαν πραγματικά τον προστάτευαν και του συμπαραστέκονταν. Οι άλλοι είτε τον περιγελούσαν ή έμεναν αδιάφοροι, έτσι τα έχει τακτοποιήσει η ζωή. Να σε γλείφουν στη λάμψη σου και να χλευάζουν στην πτώση. Ο Σήφης Κόλλιας έγραψε για τη ζωή του σ’ εκείνη την περίοδο: «Ο Ρώμος Φιλύρας έβλεπε τους βαρβάρους τριγύρω, που τον περικύκλωναν να τον περιγελάσουν κι αισθανόταν βαθύ παράπονο για την σκληρότητα και την απονιά τους χαίρονταν, έλεγε που έβλεπαν την κατρακύλα τους προς την άβυσσο, λες και δεν ήταν αυτός που, με τους στίχους του, τους έκανε κάποτε να ονειρεύονται». Οι ταπεινοί με οδήγησαν στην άβυσσο και της ζωής μου στήσανε τα μάγια...
Το 1926 ο Φιλύρας κλείστηκε στο Δρομοκαΐτειο. Ήταν ανάγκη να του παρασχεθούν ιατρική βοήθεια και φάρμακα. Εκεί μέσα έγραψε τα απομνημονεύματά του. Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος τα επιμελήθηκε και ο εκδοτικός οίκος Γκοβόστη τα κυκλοφόρησε. Ο Σήφης Κόλλιας γράφει για τη χαρά που δοκίμασε ο τραγικός ποιητής όταν του ανάγγειλε το γεγονός μέσα στο ίδρυμα όπου είχε πάει να τον επισκεφτεί.
Είναι από τις λίγες χαρές του εξομολογήθηκε γεμάτος παράπονο, που δοκιμάζω στη ζωή μου. Ένας τόμος όμως είναι λίγος για να συμπεριλάβει όλα όσα έχω γράψει και είναι σκορπισμένα σε περιοδικά κι εφημερίδες. Ευτυχώς που βρέθηκε κι αυτός δηλ. ο Γκοβόστης. Κανένας άλλος δεν φρόντισε να δοθεί μια γιορτή για μένα ενώ γι’ άλλους γινότανε πανηγυρικές τιμές κι εκδηλώσεις. Οι παλιοί φίλοι, οι δημοσιογράφοι, οι ποιητές, οι πεζογράφοι, οι καλλιτέχνες οι θαυμαστές μου, που πρώτα τρέχανε να με βρουν, όπου και να’ μουνα για να μου πάρουν ένα ανέκδοτο ποίημα, μια φωτογραφία, ένα πεζό, μια κριτική ή μια συνέντευξη στον πόνο μου, εκτός από το Μιλτ. Μαλακάση, το Βασίλη Ηλιάδη και τον Αστέρη Κοββατζή, κανείς δεν ήρθε να με δει. Ας όψεται η «πετριά». Σχετικά με την «πετριά», το περιστατικό έχει ως εξής: Όταν ήταν μαθητής του δημοτικού σχολείου, κάποιος συμμαθητής του, σε κάποιο πετροπόλεμο που έπαιζαν, τον χτύπησε στο κεφάλι σοβαρά. Ένα τραύμα που επουλώθηκε με τον καιρό χωρίς να το φροντίσει γιατρός. Φαίνεται όμως πως το τραύμα αυτό δεν ήταν καθόλου επιπόλαιο, γιατί καθώς πίστευε κι ο ίδιος ο ποιητής προξένησε σοβαρή βλάβη στον εγκέφαλό του, που τον οδήγησε τελικά στην τρέλα.
Δεν ήταν μια απλή «πετριά» εκείνη, έλεγε συχνά, ήταν η «πετριά» που διατάραξε τη φυσιολογική λειτουργία του μυαλού μου. Ήταν η «πετριά» της τρέλας. Πιθανόν να είχε κάποια δόση πραγματικότητας η άποψη του. Η κύρια όμως αιτία λένε οι βιογράφοι του, ήταν η συφιλιδική ασθένεια. Αλλά και σε τούτη την περίοδο της ζωής του, της εγκατάλειψης και του σκότους ο Φιλύρας είχε πολλά και μεγάλα διαστήματα διαύγειας που τον ταξίδευαν, πάμφωτο, λυρικό, εκστατικό, στο όνειρο με το άρμα της φαντασίας.
Οι γιατροί που τον παρακολουθούσαν έμεναν εντυπωσιασμένοι από την κατάστασή του, γιατί η τρέλα δεν είχε πειράξει το ταλέντο του. σύμπτωμα κοινό, καθώς έγραψε σε μια μελέτη του ο ψυχίατρος Γ. Παπαδημητρίου, στους Βιζυηνό, Μητσάκη αλλά και στους Γκυ ντε Μωπασάν, Νίτσε κ.ά. και στους πέντε αποδείχτηκε πόσο η συφιλιδική αυτή ψυχοπάθεια ήταν καταστροφική στην κρίση και τη μνήμη και πόσο διακριτική στο ταλέντο τους.
Στον πόλεμο του 1940 ο Φιλύρας ήταν έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο. Στην κατάρρευση και την κατοχή βρισκόταν ακόμα εκεί κι εκεί αντιμετώπισε, παρέα με τους άλλους τρελούς που η βουβή θλιβερή ματιά τους πόσο άδολη και ανυπόκριτη ήταν η πείνα και η δυστυχία. Ακόμα και τότε έγραφε ότι πέθανε στις 9 του Σεπτέμβρη του 1942. Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε τον κύκλο των πνευματικών ανθρώπων. Είχε ζήσει 16 ολόκληρα χρόνια μέσα στο ψυχιατρείο, τα σκληρά της τραγικής ζωής του. Όταν χάθηκε, λέει ο Καιροφύλας, τον έκλαψαν όλοι γιατί ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, αγαθός και αληθινός ποιητής, κοσμικός αλλά και αγνός διανοούμενος. Είχε ηρεμήσει από τους ταπεινούς που τον οδήγησαν στο θάνατο. Στο Σήφη Κόλλια, τον άνθρωπο που στάθηκε δίπλα του όσο κανένας άλλος, είπε κάποτε: «οι άνθρωποι σε αγαπούν, όταν έχουν να πάρουν, όταν μπορούν να σ’ εκμεταλλευτούν».
Κι είχε αποτυπώσει αυτό του το παράπονο για τους «Ταπεινούς» με τούτους τους στίχους του που έγραψε στο άσυλο: Και τώρα που από τα μάγια τους εγλίτωσα, τα μάγια που έχουν όψη σαν το χνούδι, λέω στην ζωή των ταπεινών ανάθεμα κάθε φορά που σκύβω στο τραγούδι.

Β 

Η περίπτωση του Τορκουάτο Τάσσο (1544-1595).

Ο Τορκουάτο Τάσσο γεννήθηκε το 1544 στο Σορρέντο. Εξ αρχής η ζωή του υφαίνεται με αναστατώσεις και αγωνίες: Ο πατέρας του εξορίζεται. Η μητέρα του πεθαίνει. Ο μικρός Τορκουάτο ακολουθεί τον πατέρα του στη Ρώμη. Πηγαίνει έπειτα να σπουδάσει στη Βενετία, ύστερα στην Πάδουα, στη Βολωνία, τελικά στη Φερράρα. Εκεί δεν αργεί ν’ αναγνωρισθεί η ποιητική του ιδιοφυία. Ο δούκας Αλφόνσος Β΄ τον παίρνει στην ακολουθία του. Ο ποιητής συνθέτει τον «Αμύντα», ποιμενικό δράμα υποδειγματικό στο είδος του. Τρία χρόνια αργότερα τελειώνει το αριστούργημά του «Η απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ». Όμως, μέσα σ’ εκείνο το καταθλιπτικό κλίμα της εποχής, αρχίζουν να τον κατατρύχουν βασανιστικές αμφιβολίες για την ορθότητα του έργου του από άποψη δογματική: υπάρχει θέση για έρωτες και μαγγανείες και παρόμοια σε έπος που αποκλειστικός του στόχος είναι να υμνήσει τη χριστιανοσύνη; Δίνει το ποίημά του σε φίλους για να το μελετήσουν και να το ελέγξουν. (Η αλληλογραφία που ακολουθεί ανάμεσα στον ποιητή και τους κριτές του αποτελεί συγκλονιστικό τεκμήριο για την ατμόσφαιρα της πιεστικής θρησκοληψίας που επικρατούσε). Οι κριτικοί (πιο ακριβολογημένα: οι λογοκριτές), φανατικά προσκολλημένοι στο στενό ιδεολογικό κήρυγμα της Αντιμεταρρυθμίσεως, ζητούν τροποποιήσεις τέτοιες, που μεταβάλλουν το αριστούργημα σε στιχούργημα κατάλληλο αποκλειστικά για καλόγριες. Ο ποιητής αγωνίζεται να περισώσει το έργο του. Ταυτόχρονα όμως οι οξύτατες εσωτερικές του συγκρούσεις, ανάμεσα στον ελεύθερο πνευματικό άνθρωπο και τον στενά θρησκευόμενο, θεριεύουν. Τελικά, υποκύπτει: Ξαναγράφει το ποίημα σύμφωνα με τις επιταγές της λογοκρισίας. Το «διορθωμένο» έπος παίρνει τον τίτλο «Η κατακτηθείσα Ιερουσαλήμ»- κακότεχνο και αποτυχημένο κατασκεύασμα, που σύντομα θα ταφεί κάτω από τη σκόνη της λησμοσύνης. Ο ποιητής του έχει καταντήσει στο μεταξύ πνευματικό και ψυχικό κουρέλι. Κρίσεις θρησκοληψίας και μανία καταδιώξεως τον βασανίζουν. Τραυματίζει ένα υπηρέτη του δούκα, δραπετεύει, γυρίζει κακοντυμένος και άθλιος από τόπο σε τόπο. Επιστρέφει στη Φερράρα την ώρα ίσα - ίσα που ο δούκας παντρεύεται. Καθώς κανείς δεν του δίνει σημασία, ξεσπάει σε βρισιές -τον πιάνουν, τον αλυσοδένουν και τον κλείνουν εφτά χρόνια σε άσυλο φρενοβλαβών. Στα 1586 ελευθερώνεται. Για λίγο βρίσκει ησυχία στη Μάντουα. Μα δεν αργεί να κυριευθεί ξανά από κρίσεις. Φεύγει, περιπλανιέται από πόλη σε πόλη και πεθαίνει σ’ ένα μοναστήρι την άνοιξη του 1595 -την ώρα που ο Πάππας Κλήμης ο Α΄ τον καλούσε στο Καπιτώλιο για να τον στέψει ποιητή...
Ο Τάσσο έγραψε πολλά ποιήματα, καθώς και πεζά (φιλοσοφικούς διαλόγους, λόγους ρητορικούς, διατριβές σε θέματα ιστορικά και φιλολογικά). Τα πιο πολλά έχουν αξία περισσότερο γιατί αποτελούν σπαρακτική εικόνα της ταραγμένης ψυχής του. Το αριστούργημά του είναι «Η απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ», το μεγάλο έπος στην πρώτη μορφή του. Το θέμα έχει παρθεί από παλαιότερα χρονικά των σταυροφοριών. Γραμμένο σε αρμονικά οκτάστιχα, θεωρείται υποδειγματικό μνημείο λυρισμού κι επικής φαντασίας. Ωραιότερα μέρη του κρίνονται, όχι οι επικές αφηγήσεις, αλλά τα ερωτικά επεισόδια και οι παρένθετες αισθηματικές μυθιστορίες. Περισσότερο εκεί φανερώνεται η ψυχή του ποιητή, όπως καθρεφτίζεται στο πονεμένο, τρυφερό, κάποτε θρηνητικό του ύφος. Πλάι στις λαμπρές αρετές δε λείπουν τα ελαττώματα: Υπερβολική συσσώρευση εικόνων, εξεζητημένες αντιθέσεις, επιτηδευμένη κομψότητα και ρητορισμός. Είναι τα σημάδια της παρακμής, που έχει κιόλας σημάνει για την ιταλική λογοτεχνία, μαζί με τον ευρύτερο πολιτικό κι εθνικό ξεπεσμό της.
Θα χρειαστεί να περάσουν πολλές δεκαετίες, να γίνει ευρύτερα γνωστή η λεγόμενη «φιλολογία της αντιπολιτεύσεως», που για το φόβο διωγμών έμενε στα χρόνια της δημιουργίας της κρυφή, για να ξαναβρεθεί στο έργο του Καμπανέλλα, του Γαλιλαίου, του Τοριτσέλλι, ο δρόμος προς την ανανέωση.

Η Σιένα (Siena) σχεδόν συμβάδιζε τον 14ο αιώνα με την Φλωρεντία στην διακυβέρνηση, το εμπόριο και την τέχνη. Η επεξεργασία του μαλλιού, η εξαγωγή των προϊόντων της στην Ανατολή και το εμπόριο της Βία Φλαμίνια (Via Flaminia) μεταξύ Φλωρεντίας και Ρώμης έδωσαν στην πόλη αρκετή οικονομική άνεση. Και οι πτωχοί είχαν αρκετά οικονομικά μέσα, ώστε να επιχειρήσουν μια επανάσταση. Το 1371, οι εργάτες της εριουργίας πολιόρκησαν και κατέλαβαν το Δημόσιο Ανάκτορο (Palazzo Publico), έδιωξαν την κυβέρνηση των επιχειρηματιών και εγκατέστησαν το καθεστώς των μεταρρυθμιστών (riformatori). Η μεταρρυθμιστική κυβέρνηση εξασφάλισε στην Σιένα την πιο τίμια διοίκηση. Το 1385 οι πλούσιοι έμποροι εξεγέρθηκαν και παλι, ανέτρεψαν τους μεταρρυθμιστές και εξόρισαν από την πόλη τέσσερις χιλιάδες επαναστάτες εργάτες. Από τότε και όλο τον 15ο αιώνα η πόλη συγκλονίσθηκε από την φανατική διαμάχη των φατριών, που ξεπέρασε σε βιαιότητες τις συγκρούσεις οποιασδήποτε άλλης πόλεως της Ευρώπης. Πέντε κόμματα-μόντι (monti), δηλ. λόφοι, όπως τα έλεγαν οι κάτοικοι της Σιένας, εναλλάσσονταν στην εξουσία και κάθε φορά το κυβερνών κόμμα προχωρούσε σε φοβερές αντεκδικήσεις. Το αποτέλεσμα αυτής της αναταραχής ήταν η παρακμή της βιοτεχνίας και της τέχνης στην Σιένα. Στις αρχές του 16ου αι. η απελπισμένη πόλη ζήτησε και τέθηκε υπό την προστασία του αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄.

Αποθέωσε την ποίηση, με κέντρο τον Απόλλωνα, στην τοιχογραφία «Παρνασσός» στο Βατικανό. Σ’ αυτή την τοιχογραφία ο Ραφαήλ προβάλλει τον Αριόστο πλάι στον Αριστοφάνη, τον Αριστοφάνη, τον Όμηρο, την Σαπφώ, τον Πίνδαρο, τον Αλκαίο, τον Ανακρέοντα, τον Βεργίλιο, τον Οράτιο, τον Οβίδιο, τον Τερέντιο, τον Δάντη, τον Πετράρχη και τον Βοκκάκιο.
Μετά τον Δάντη και τον Πετράρχη, λοιπόν, και πριν από τον Τορκουάτο Τάσσο ή τον Σαίξπηρ ή τον Ρονσάρ κανένας Ευρωπαίος ποιητής δεν αναγνωρίστηκε όσο ο Λουδοβίκος Αριόστο. Σ’ ολόκληρη την ιταλική Αναγέννηση, την πρώιμη και την ώριμη, ο Αριόστο προβάλλει ως ο πιο ένδοξος ποιητής. Τον 16ο αιώνα η φήμη του είχε απλωθεί και έξω από την Ιταλία. Ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄ είχε σκοπό να τον ανακηρύξει, κοσμώντας την κεφαλή του με την δάφνη, ποιητή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά τον πρόλαβε το 1533 ο θάνατος και πρόσφερε αυτός στον ποιητή το στεφάνι της αθανασίας.
Λίγα χρόνια μετά τα μέσα του 16ου αιώνα συνδέθηκε με τον ηγεμονικό οίκο της Φερράρας, την δυναστεία των Έστε, ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Τορκουάτο Τάσσο (Torquato Tasso, 1544-1595). Βέβαια ο Τάσσο ανήκει χρονολογικά και ουσιαστικά σε μια περίοδο της ιστορίας του ευρωπαϊκού πνεύματος, που προϋποθέτει, θετικά ή αρνητικά, και ένα άλλο μεγάλο κίνημα, την Μεταρρύθμιση. Αλλ’ επειδή στα έργα του, παρά την αναγεννησιακή λαμπρότητα του λόγου τους, υπάρχει αρκετή δόση μεσαιωνικού πνεύματος, όπως και στα έργα του Μπογιάρντο και του Αριόστο, και επειδή ο ίδιος ο ποιητής συνδέθηκε με μια αυλή, που τότε θεωρούνταν σαν το ωραιότερο άνθος της ιταλικής μορφώσεως και του ιταλικού πολιτισμού, νομίζω ότι είναι ωφέλιμο να συνεξετασθεί εδώ και το έξοχο αυτό πνεύμα, που, στην σφαίρα του λόγου, καλύπτει την Φερράρα και την Ιταλία κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα.
Ο Τορκουάτο Τάσσο είχε πολλά ερεθίσματα, που τον ώθησαν στην ποίηση. Γεννήθηκε στο Σορρέντο (Sorrento), όπου η θάλασσα είναι ένα έπος, ο ουρανός ένα λυρικό ποίημα και κάθε βουνό μια ωδή. Έπειτα, ο πατέρας του Μπερνάρντο Τάσσο (Bernardo Tasso, 1493-1569) ήταν ποιητής, άνθρωπος με ευαισθησία και πάθος, ο οποίος είχε υμνήσει σε στίχους του την μεγάλη φίλη του Μικελάντζελο, την ποιήτρια Βιττόρια Κολόννα. Επί τρία χρόνια ο Τορκουάτο φοίτησε σ’ ένα ιησουϊτικό σχολείο στην Νεάπολη. Είχε προκαλέσει τον θαυμασμό για την ικανότητα του παιδικού μυαλού του να αφομοιώνει την λατινική και την ελληνική παιδεία, που του πρόσφεραν οι Ιησουΐτες δάσκαλοί του. Αργότερα ο πατέρας του τον έστειλε στην Πάδουα, για να σπουδάσει νομικά, αλλά το παράδειγμά του υπήρξε ισχυρότερο από τις εντολές του. ο νεαρός Τορκουάτο παραμέλησε τους νομικούς κώδικες και έγραψε στίχους. Στράφηκε, λοιπόν, στην φιλοσοφία και την λογοτεχνία, τις οποίες σπούδασε στην ίδια την Πάδουα και ύστερα στην Μπολόνια. Στα δεκαοκτώ του χρόνια ξάφνιασε τον πατέρα του, παρουσιάζοντας έτοιμο ένα δικό του έμμετρο αφήγημα με δώδεκα άσματα, το «Ρινάλντο» (Rinaldo). Αυτό το σχετικά μικρό έργο του Τορκουάτο, το οποίο είναι κράμα επικού ύφους, με πρότυπο τον Βεργίλιο, και ρομαντικού ιπποτικού περιεχομένου, δεν ήταν, βέβαια, έξοχο, αλλ’ η λεπτότητα του στίχου και η έμπνευση αποκάλυπταν το λαμπρό ποιητικό ταλέντο του δημιουργού του.
Όταν ο Τορκουάτο επέστρεψε στην Φερράρα, τον πήρε κοντά του ως γραμματέα του ο καρδινάλιος Λουίντζι ντ’ Έστε (Luigi d’ Este). Ο ποιητής εισήλθε με χαρά σ’ ένα περιβάλλον, που το ζωντάνευαν η μουσική, ο χορός, η φιλολογία, η τέχνη, αλλά και οι μηχανορραφίες και ο έρωτας. Δύο αδελφές του καρδιναλίου ενέπνευσαν ένα ιδιαίτερο αίσθημα στον Τάσσο: η αγέρωχη και ωραία Λουκρέτσια (Lucrezia), 9 χρόνια μεγαλύτερή του, και η ευσεβής και γλυκιά, αλλά με κάποιο παθολογικό ελάττωμα Λεονόρα (Leonora), 7 χρόνια μικρότερή του. Ο θρύλος, όπως αποκρυσταλλώθηκε στο υπέροχο δράμα «Τορκουάτο Τάσσο» του Γκαίτε και στο μεγάλο ποίημα «Ο θρήνος του Τάσσο» (The lament of Tasso) του Λόρδου Βύρωνα (Byron), παρουσιάζει τον Τορκουάτο Τάσσο να είναι ερωτευμένος με την μικρότερη αδελφή.
Στην αυλή της Φερράρας ο Τάσσο παρουσίασε το ποιμενικό του δράμα «Αμύντας» (Aminta), στο οποίο εκφράζεται με τα ωραιότερα και λυρικότερα λόγια ή νοσταλγία για ένα «χρυσούν αιώνα» της ανθρωπότητας (bel eta dell’oro), που τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι το ωραίο και ήμερο τοπίο, η ειδυλλιακή ειρήνη, οι βοσκοί, οι νύμφες και ο έρωτας. Το έργο αυτό είναι, πράγματι, ένα ποιητικό μαργαριτάρι. Ο Π. Κανελλόπουλος σημειώνει ότι «υπάρχουν κριτικοί της λογοτεχνίας που ισχυρίζονται ότι το αριστούργημα του Τάσσο δεν είναι το μεγάλο του έπος, που θα μας απασχολήσει παρακάτω, αλλά το ποιμενικό θεατρικό του έργο «Αμύντας».
Την ίδια εποχή, που ο Τορκουάτο Τάσσο έγραψε και είδε να παίζεται και να προκαλεί τον θαυμασμό και τον ενθουσιασμό των αυλικών της Φερράρας το έργο του «Αμύντας», το πνεύμα του ποιητή ήταν αφιερωμένο στην αποπεράτωση της συγγραφής του μεγάλου έπους «Η απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» (La Gerusalemme liberata). Το 1574/75 το είχε σχεδόν τελειώσει, αλλά το επεξεργαζόταν όλο και περισσότερο. Αυτό το μεγάλο έπος περιγράφει την κατάληψη της αγίας πόλεως από τους Χριστιανούς υπό την αρχηγία του Γοδεφρείδου ντε Μπουϊγιόν, το 1099, στην πρώτη Σταυροφορία.
Ο ποιητής αρχίζει με το δίστιχο, που θυμίζει Βεργίλιο:

Canto l’arme pietose, e l’capitano
Che il gran sepolchro libero di Christo
(Ψάλλω τα ευλαβή όπλα, και τον αρχηγό
που ελευθέρωσαν τον μέγα τάφο του Χριστού).

Στη συνέχεια καλεί την Μούσα να του εμπνεύσει ουράνια θέρμη στο στήθος του. Ο Θεός αποστέλλει τον αρχάγγελο Γαβριήλ να παρακινήσει τον Γοδεφρείδο να μην αργοπορεί και να σπεύσει στην Ιερουσαλήμ. Καθώς οι χριστιανοί πλησιάζουν στην πόλη, ο Τούρκος διοικητής της, Αλαδίν, διατάζει τους ανθρώπους του να μεταφέρουν μια εικόνα της Παναγίας από μια χριστιανική εκκλησία σ’ ένα μουσουλμανικό τέμενος, πιστεύοντας ότι η εικόνα θα του χαρίσει την νίκη. Την εικόνα την ξαναπαίρνουν οι χριστιανοί και την κρύβουν. Ο Αλαδίν διατάζει τη σφαγή όλων των χριστιανών της Ιερουσαλήμ. Η ωραία χριστιανή Σωφρονία προσφέρεται να θυσιαστεί για τους ομοθρήσκους της. Λέει ψέματα στον Αλαδίν ότι αυτή έκλεψε και έκαψε την εικόνα. Αυτός την καταδικάζει να καεί ζωντανή. Ο απαρηγόρητος εραστής της Ολίντο επιζητεί να πάρει αυτός την θέση της αγαπημένης του και αποδέχεται την ενοχή. Και οι δύο καταδικάζονται σε θάνατο, αλλά την τελευταία στιγμή σώζονται από την μουσουλμάνα ηρωίδα Κλορίντα. Ο Πλούτων, ο θεός του κάτω κόσμου, καλεί τους οπαδούς του σε συμβούλιο, για να επινοήσουν τρόπους να νικήσουν τους πολιορκητές Σταυροφόρους. Σαν όργανό τους διαλέγουν την ωραία Αρμίντα, μια νέα από την Δαμασκό με μαγικές ικανότητες. Ο ιππότης Ρινάλντο και άλλοι ιππότες παρασύρονται στον μαγικό κήπο του πύργου της και ο Ρινάλντο αναπαύεται στην αγκαλιά της. Ο Ταγκρέδος, ο τύπος του τέλειου χριστιανού ιππότη, γενναίος και ιπποτικός, θαυμάζει το θάρρος της Κλορίντα και την ερωτεύεται παρά τους φραγμούς της πίστεως. Σ’ ένα από τα ζωντανότερα άσματα του έπους η Κλορίντα μεταμφιέζεται σε άντρα και πολεμά τον Ταγκρέδο μέχρις ότου πέφτει νεκρή. Πεθαίνοντας τον παρακαλεί να την βαπτίσει χριστιανή. Ο Γοδεφρείδος στέλνει στρατιώτες, για να αναζητήσουν τον χαμένο Ρινάλντο και τους άλλους ιππότες. Τους ανακαλύπτουν στον πύργο της Αρμίντας, όπου αποστρέφουν το πρόσωπό τους από τις «γυμνές καλλονές», που κολυμπούσαν στην πισίνα της, και απελευθερώνουν τους συντρόφους τους, αιχμαλώτους της νέας Κίρκης. Θυμωμένη για την εγκατάλειψή της από τον Ρινάλντο, η Αρμίντα προσφέρει τον εαυτό της ως έπαθλο σ’ εκείνον, που θα σκοτώσει τον «άπιστο». Ο Τισιφέρνης αναλαμβάνει αυτή την αποστολή, αλλά ο Ρινάλντο τον φονεύει. Η Αρμίντα θέλει ν’ αυτοκτονήσει, αλλά ο Ρινάλντο την αποτρέπει με τον ανανεωθέντα έρωτά του. Αυτή συγκατατίθεται ν’ αλλάξει την πίστη της και τελικά παραδίνεται σ’ αυτόν με την φράση της Παρθένου «Ιδού η δούλη σου» (Ecco l’ancilla tua). Οι Σταυροφόροι σκαρφαλώνουν στα τείχη, σφάζουν τους Μουσουλμάνους, αλώνουν και ελευθερώνουν την αγία Πόλη και αναπέμπουν ευχαριστίες στον Θεό.
Στο μεγάλο έπος του Τάσσο διασταυρώνεται η ιστορία με την φαντασία και η μεσαιωνική ιπποτικότητα με την σοβαρότητα της αρχαίας ηρωικής εποχής. Οι απομιμήσεις και οι επιδράσεις των ποιητικών δημιουργημάτων παλαιοτέρων μεγάλων ποιητών πάνω στο έργο του είναι καταφανείς: του Ομήρου στις σκηνές των μαχών, του Βεργιλίου στην επίσκεψη στον Άδη, του Αριόστο στους έρωτες, του Δάντη και του Πετράρχη σε ιδέες και σ’ ολόκληρους στίχους. Η «απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» ίσως να μην είναι τόσο μεγαλειώδης όσο η Ιλιάδα, ούτε τόσο συναρπαστική όσο η Οδύσσεια, ούτε τόσο απέριττη όσο η Αινειάδα. Εντούτοις, συγκρατεί το ενδιαφέρον εξίσου ζωηρά με οποιοδήποτε μεγάλο έπος, το ύφος της είναι κοσμημένο με ευχάριστες στροφές και ποταμούς μελωδίας, τα πρόσωπά της είναι ζωντανά και τα επεισόδιά της συνδέονται επιδέξια με το κεντρικό θέμα. Πολλές από τις σκηνές της και τα επεισόδιά της ενέπνευσαν περίφημους ζωγραφικούς πίνακες.
Η Ιταλία υποδέχθηκε με ενθουσιασμό το έπος του Τάσσο και η Εκκλησία το επαίνεσε και για το θέμα και για την ευσέβειά του. Οι ηγεμονικές αυλές και τα σπίτια των απλών ανθρώπων αντηχούσαν από την μελωδία του. Την ίδια πλατιά και ενθουσιώδη υποδοχή βρήκε το ποίημα στην Αγγλία, την Γαλλία και την Ισπανία. Γι’ αυτή την θερμή ανταπόκριση των Ευρωπαίων στο έπος με την συγκλονιστική αφήγηση της πρώτης Σταυροφορίας υπάρχει και ένας άλλος σημαντικός ιστορικός λόγος, εκτός, φυσικά, της λογοτεχνικής αξίας του ποιήματος. Όταν ο Τ. Τάσσο έγραψε το ποίημά του, η Ευρώπη συγκέντρωσε στόλο, που συνάντησε και καταναυμάχησε τους Τούρκους στην Ναύπακτο (1571). Αλλά οι Τούρκοι ανασυγκροτήθηκαν γρήγορα και απειλούσαν σοβαρά την Ευρώπη και ιδιαίτερα την Ιταλία. Ο φόβος του Ισλάμ είχε διαποτίσει ολόκληρη την δυτική χριστιανοσύνη. Μέσα σ’ αυτή την τρομαγμένη ατμόσφαιρα άντρες και γυναίκες διάβαζαν με λαχτάρα τους συναρπαστικούς στίχους με την ενθαρρυντική ιστορία των πρώτων Σταυροφόρων του Γοδεφρείδου ντε Μπουϊγιόν, που οδήγησε ένα ταλαιπωρημένο, αλλά θριαμβευτικό χριστιανικό στράτευμα στην άλωση της Ιερουσαλήμ.
Στα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του ο ποιητής της «Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ» άρχισε να εμφανίζει βαρύτατα συμπτώματα ψυχοπάθειας. Έφυγε από την Φερράρα και γυρνούσε από πόλη σε πόλη, χωρίς να βρίσκει πουθενά ησυχία. Σωματικές και διανοητικές διαταραχές είχαν κλονίσει τα νεύρα του. Επιπλέον, τον βασάνιζαν σοβαρές θεολογικές αμφιβολίες γύρω από τα μεγάλα οντολογικά προβλήματα, όπως είναι τα προβλήματα της αθανασίας της ψυχής, της θεότητας του προσώπου του Χριστού, της κολάσεως κ.λ.π. Όλα αυτά συσκότιζαν το αρρωστημένο πνεύμα του και του δημιουργούσαν ένα αίσθημα αμαρτίας, που τον ωθούσε συχνά στην εξομολόγηση και την θεία μετάληψη. Είχε φρικτές οπτασίες της Δευτέρας Παρουσίας και έβλεπε τον Θεό να στέλνει τους κολασμένους στο αιώνιο πυρ. Νόμιζε ότι βρισκόταν κάτω από την επήρεια της μαύρης, της σατανικής μαγείας. Είχε παραισθήσεις καταδιώξεως. Υποπτευόταν τους υπηρέτες του ότι πρόδιναν τα μυστικά του και πίστευε ότι τον είχαν καταγγείλει στην Ιερά Εξέταση και κάθε ημέρα περίμενε ότι θα τον δηλητηρίαζαν. Τα ταραγμένα μυαλά του βασανίζονταν συχνά από ψευδαισθήσεις φωνών φαντασμάτων, τις οποίες άκουγε από κακά πνεύματα, που τρύπωναν στο δωμάτιό του, για να του κλέψουν τα ποιήματά του.
Όταν ο τραγικός αυτός οδοιπόρος οδήγησε τα βήματά του και πάλι στη Φερράρα, ο δούκας αναγκάσθηκε να τον κλείσει για επτά χρόνια στο ψυχιατρικό άσυλο της Αγίας Άννας. Αλλά ο Τ. Τάσσο δεν ήταν τελείως τρελός. Ο νους του δεν είχε περάσει σε βαθύ σκοτάδι. Είχε μεγάλα διαλείμματα διαύγειας, κατά τα οποία έγραφε πλήθος λυρικά ποιήματα. Από τα δύο περίπου χιλιάδες ποιήματα, που έγραψε ο Τάσσο σ’ όλη του την ζωή, αναδύεται ένας έξοχος λυρισμός. Μετά την απελευθέρωσή του από το άσυλο ο Τάσσο έγραψε το κύκνειο άσμα του, που ήταν η τραγωδία «Ο βασιλιάς Τορρισμόντο» (Il re Torrismondo). Το έργο, ως σύνολο, έχει ελαττώματα. Το πνεύμα του ποιητή ήταν πολύ κουρασμένο. Αλλά μέσα από το κουρασμένο πνεύμα του βγήκαν μερικοί στίχοι, που είναι έξοχοι και που περικλείουν την τραγωδία της ίδιας της ζωής του.
Στις αρχές του 1594 ο πάπας Κλήμης Η΄ του έδωσε μια σύνταξη και σχεδίαζε να τον στέψει ποιητή στο Καπιτώλιο, όπως είχε στεφθεί άλλοτε ο Πετράρχης. Το επόμενο έτος ο ποιητής εξαντλημένος χρειάστηκε να μεταφερθεί στο μοναστήρι του αγίου Ονουφρίου της Ρώμης για καλύτερη περιποίηση. Εκεί πέθανε σε ηλικία 51 ετών, ψιθυρίζοντας τα λόγια: «In manus tuas, Domine». Έτσι, το δάφνινο στεφάνι, αντί να τοποθετηθεί στην κεφαλή του, τοποθετήθηκε στον τάφο του, πάνω στον οποίο τέθηκε και η απλή επιγραφή: «Hic jacet Torquatus Tassus».

Η περίπτωση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1893-1943).

Γιος στρατηγού ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, γεννήθηκε στην Αθήνα στα 1893. σπούδασε νομικά, προτίμησε όμως ν’ αφοσιωθεί στη μουσική, τη ζωγραφική και τελικά στην ποίηση. Δημοσίευσε ποιήματά του σ’ ελληνικά και ξένα περιοδικά, καθώς και σ’ εφημερίδες. Φύση ακραία αισθηματική, προικισμένη (ή βαρυμένη) με καλλιτεχνική ευαισθησία παθολογική, αναζήτησε διέξοδο στη φυγή κι έζησε ζωή μοναστική. Η ψυχική διάθεση, που γεννήθηκε από τη θεληματική αυτή μόνωση, επιδεινώθηκε όταν ο πατέρας του πέθανε. Ακολούθησε γρήγορη οικονομική καταστροφή, έπειτα τα ναρκωτικά κι άλλες ψυχοφυσιολογικές ανωμαλίες. Στα σκληρά χρόνια της κατοχής ήλθε να προστεθεί η λησμοσύνη και η εγκατάλειψη από φίλους και θαυμαστές. Έτσι ολομόναχος, σχεδόν αποδιωγμένος, αυτοκτόνησε στα 1943. Χρειάστηκε έρανος για να συγκεντρωθούν τ’ απαραίτητα έξοδα για την κηδεία.
Δημοσίευσε μόνο μια συλλογή: «Ποιήματα», 1939. Μετέφρασε μ’ επιτυχία ποιήματα Γάλλων, Άγγλων και Ιταλών ποιητών. Έγραψε αξιόλογες κριτικές μελέτες για δικούς μας και ξένους λογοτέχνες.
Πρότυπο και ιδανικό του Λαπαθιώτη (καθώς και άλλων καλλιτεχνών ή «καλλιτεχνιζόντων» της εποχής) ήταν ο Άγγλος λογοτέχνης Όσκαρ Ουάιλντ: Αυτόν προσπαθούσε να μιμηθεί στην ποίηση και στη ζωή. Ανάλογος ο ερωτικός αισθησιασμός που πλημμυρίζει το έργο του. Κάποτε (μόνο στο περιεχόμενο, όχι στη μορφή) μας θυμίζει Καβάφη. Απελπισμένη θεώρηση της ζωής, απέραντη θλίψη, κούραση και φυγή εμπρός στο αδιέξοδο του προσωπικού του βίου - είναι οι τόνοι που ηχούν στην ποίησή του. Υπόστρωμα των μερικότερων θεμάτων του η αγωνία του θανάτου. Και η απόγνωση εμπρός στην αμείλικτη φθορά των πάντων - η σιγουριά για το μοιραίο πένθιμο τέρμα.
Η δημοτική του ομοιόμορφη και πιο επεξεργασμένη από του Καρυωτάκη. Και η τεχνική του πιο άρτια - χωρίς κι εδώ να συναντούμε αναζήτηση νέων μορφών. Έτσι κι αλλιώς, υγιής ή όχι (μάλλον όχι), όμως ειλικρινής και μουσικά ψιθυριστός, ο φυγόκοσμος κι εξωκοσμικός λυρισμός του Λαπαθιώτη συγκίνησε ιδιαίτερα τους φίλους αυτού του είδους της ποιήσεως.

Β 

Η περίπτωση του Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896).

Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Μιχαηλίδη. Γεννήθηκε στη Βιζύη (Βιζυηνός) της Θράκης στα 1849. Η δύσκολη ζωή του αποτελεί παράδειγμα σκληρής προσπάθειας και ανθρώπου που εργάστηκε με ακατάβλητη επιμονή για να πραγματοποιήσει τους ευγενικούς του στόχους. Ένδεκα ετών πήγε στην Πόλη να μάθει ραπτική. Δύο χρόνια έπειτα ταξίδευσε στην Κύπρο (στην υπηρεσία κάποιου μητροπολίτη), όπου και τελείωσε το σχολαρχείο. Επιστρέφοντας στην Πόλη πέτυχε να εισαχθεί στη Θεολογική Σχολή Χάλκης (όπου καθηγητή του είχε τον τυφλό λόγιο Ηλία Τανταλίδη, ο οποίος τον ενθάρρυνε στην κλίση του προς της ποίηση).
Την πρώτη ποιητική του συλλογή δημοσίευσε στην Πόλη. Στα 1873 ήλθε στην Αθήνα με υποτροφία του ομογενούς Ζαρίφη. Στα 1874 κέρδισε πρώτο βραβείο σε ποιητικό διαγωνισμό (με το δραματικό του έργο «Κόδρος»). Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κι συνέχισε τις φιλοσοφικές κι αισθητικές σπουδές του στη Γερμανία. Στα 1876 ποιήματά του βραβεύτηκαν πάλι στο Βουτσιναίο διαγωνισμό. Έπειτα ταξίδεψε στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Στα 1884 ο προστάτης του Ζαρίφης πέθανε και ο Βιζυηνός υποχρεώθηκε να γυρίσει στην Αθήνα. Από τότε μόνο πίκρες και βάσανα γνώρισε στη ζωή του. Παρά την αντίδραση που συναντούσε, επεδίωξε να εκλεγεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο. Τον ονόμασαν μόνο υφηγητή. Απογοητευμένος έφυγε για λίγο στο Παρίσι. Γρήγορα επέστρεψε. Τα νεύρα του είχαν αρχίσει να κλονίζονται. Διορίστηκε καθηγητής στο Ωδείο. Άτυχη αισθηματική περιπέτεια χειροτέρεψε την κατάστασή του. Τελικά χρειάστηκε να κλειστεί στο Φρενοκομείο. Εκεί, γράφοντας ακόμη στίχους σε σπάνια φωτεινά διαλείμματα, πέθανε έπειτα από τέσσερα χρόνια δυστυχίας, στα 1896.
Εκτός από σπουδαίες φιλολογικές και φιλοσοφικές μελέτες, ο Βιζυηνός έγραψε ποιήματα («Ποιητικά πρωτόλεια», «Βοσπορίδες αύραι», «Ατθίδες αύραι», «Ανά τον Ελικώνα»), το επικολυρικό δράμα «Κόδρος» και λίγα μεγάλα διηγήματα («Το αμάρτημα της μητρός μου», «Μοσκώβ Σελήμ», «Συνέπειαι μιας παλαιάς ιστορίας», «Ποίος ο φονεύς της μητρός μου» κ.λ.π.).
Τα θέματα του Βιζυηνού στα διηγήματά του προέρχονται από οικογενειακές αναμνήσεις και από το λαογραφικό υλικό της ιδιαιτέρας πατρίδας του. Ζωντανός μύθος, φυσική πλοκή, χαρακτήρες σωστά και βαθιά ψυχολογημένοι, αποτελούν χαρακτηριστικά προτερήματα. Από τα ποιήματά του, πολλά έχουν έμπνευση πατριωτική, άλλα περιγράφουν συναισθηματικές του καταστάσεις ή έχουν περιεχόμενο φυσιολατρικό, λαογραφικό κ.λ.π.
Ο Βιζυηνός έγραψε και στην καθαρεύουσα (απαλλαγμένη από τις αρχαϊστικές υπερβολές των Αθηναίων ρομαντικών) και σε στρωτή και λιτή δημοτική.
Σ’ ολόκληρο σχεδόν το έργο του Βιζυηνού συναντούμε διάχυτη την ίδια λεπτή ψυχική διάθεση, πότε χαρούμενη κι ανάλαφρη, πότε χρωματισμένη με νοσταλγική μελαγχολία. Όμως, ακόμη και όταν η μελαγχολία του γίνεται βαριά και πένθιμη, οι στίχοι του δεν έχουν τίποτε από τα νοσηρά παραφουσκώματα των Αθηναίων ρομαντικών, ούτε καταφεύγουν στο τεχνητό ηρωικό στοιχείο για να εντυπωσιάσουν, ούτε σε αφύσικες συγκρούσεις για να μας συγκινήσουν. Ευγένεια και απροσποίητη λιτότητα κερδίζουν τον αναγνώστη και προκαλούν αβίαστη και ολόψυχη τη συμμετοχή του στα ιστορούμενα.
Χάρη στα διηγήματά του, ο Βιζυηνός αναδείχθηκε μεγάλος πρωτοπόρος στο ξαναγέννημα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Μαζί με τον Βικέλα (και περισσότερο από εκείνον), αντιπροσωπεύει τ’ ορόσημο, που σημειώνει τη στροφή της νεώτερης λογοτεχνίας μας στον σωστό της δρόμο - την εποχή ίσα - ίσα που κινδύνευε να πνιγεί στις αναθυμιάσεις, τον στόμφο και τους γόους των ρομαντικών.

Β 

Η σιωπηλή μελαγχολία του Μητσάκη.

Πεζογράφος και δημοσιογράφος ο Μιχαήλ Μητσάκης, αποτελούσε μια ευγενική και κομψή φιγούρα της Αθήνας της τελευταίας εικοσαετίας του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1863 στα Μέγαρα, αλλά μεγάλωσε στη γενέτειρα της μητέρας του, τη Σπάρτη, όπου ως μαθητής εξέδιδε τη μαθητική εφημερίδα «Ταΰγετος». Το 1880 ήρθε στην Αθήνα, άρχισε να σπουδάζει νομικά, όμως τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Είχε κάνει μάλιστα τόσο εντυπωσιακή επαγγελματική καριέρα που τον αποκαλούσαν «μετρ». Σπάνια υπέγραφε με το όνομά του, χρησιμοποιούσε πολλά ψευδώνυμα, είχε δουλέψει στις σημαντικότερες εφημερίδες και περιοδικά της εποχής και επιχείρησε να εκδώσει δύο πολιτικοσατιρικές εφημερίδες που όμως απέτυχαν οικονομικά.
Τα δημοσιεύματα του Μητσάκη ποίκιλλαν κι αυτό διακρίνεται από τους γενικούς τίτλους που έδινε ο ίδιος: «Αθηναϊκαί σελίδες», «Εικόναι και σκηναί», «Ταξειδιωτικαί σημειώσεις», «Η φιλολογία μας», «Άνθρωποι και κτήνη». Σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία δεν υπήρχε. Τα πεζογραφήματά του, δεν εντάσσονταν στο πλαίσιο των καθιερωμένων διηγημάτων, ούτε τα δημοσιογραφικά του κείμενα ανήκαν στην αρθρογραφία της εποχής. Αν και είχε πολλούς θαυμαστές και οι διευθυντές των εφημερίδων τον διεκδικούσαν, η γενική παιδεία του ήταν ξεχωριστή και τα γαλλικά του θαυμάσια, ο Γρ. Ξενόπουλος ήταν καταπέλτης γι’ αυτόν: Θεωρούσε ότι είχε προσόντα αλλά ταυτόχρονα διακήρυττε ότι ο Μητσάκης δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχωρίσει εξαιτίας της αρρώστιας, η οποία πίστευε ότι δεν εκδηλώθηκε απλά κάποια στιγμή της ζωής του αλλά υπήρχε από τα νεανικά του χρόνια.

Αυτό που τον βασάνιζε.
Οι άνθρωποι της εποχής του, εκείνοι που τον θαύμαζαν ή και τον αγαπούσαν, ομολογούσαν ότι ήταν ιδιόρρυθμος. Είχε αποκτήσει κυρίως φήμη επικαιρική. Αυτό που τον βασάνιζε ήταν η έλλειψη βιβλίου. Αυτός που «πέταγε» κυριολεκτικά κείμενα στο λεπτό σε εφημερίδες και περιοδικά, δεν είχε αξιωθεί να δει τυπωμένο ολόκληρο ένα δικό του βιβλίο. (Το έκανε μετά τον θάνατό του ο φίλος του Δ. Ταγκόπουλος που συγκέντρωσε κείμενά του σε δύο τόμους). Συχνά έλεγε με πίκρα: «Την αποτυχία την έχω μέσα στο αίμα μου». Δεν ήταν όμως μόνο η έλλειψη βιβλίου που τον βασάνιζε. Ήταν και το γεγονός ότι πολλοί δεν του αναγνώριζαν φιλολογική βαρύτητα. Αυτό τον έκανε εριστικό, πίστευε ότι οι ομότεχνοί του τον υπέβλεπαν. Άρχισε σιγά - σιγά να γίνεται ευερέθιστος, συχνά επιθετικός. Το 1896 υπήρχε πια στον Μητσάκη μια φανερή μεταβολή. Η ευθυμία του μεταβλήθηκε σε σιωπηλή μελαγχολία. Η αγαθότητα σε βιαιότητα. Κάθε μέρα γινόταν και περισσότερο οξύθυμος, εγωιστικά απαιτητικός με τον εαυτό του, αλαζών και ασυμβίβαστος με τους άλλους.
Ένα βράδυ ανέβηκε στο δωμάτιο ενός σύνοικου, για να του διαβάσει μια κριτική για τον Παλαμά. Εκείνος είχε κάποιες αντιρρήσεις. Ο Μητσάκης μην αντέχοντας κανενός είδους κριτική του επιτέθηκε. Ήταν εκτός εαυτού και θα τον είχε πνίξει, αν δεν επενέβαιναν οι υπόλοιποι γείτονες. Αυτή ήταν η πρώτη δημόσια κρίση του. Στις 17 Απριλίου ο Μιχαήλ Μητσάκης εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο, και νοσηλεύεται, κατά τραγική σύμπτωση, στο ίδιο δωμάτιο όπου βρισκόταν ο Βιζυηνός, ο οποίος, δύο μέρες πριν είχε αποβιώσει. Η ιατρική γνωμάτευση ανέφερε: «επλήγη από εκφυλιστική φρενοπάθεια που εκδηλώνεται με μεγαλομανίες, κρίσεις παρορμητικής φοβίας και αόριστες ιδέες καταδιώξεως». Στο δελτίο ιατρικής παρακολούθησης αναφέρουν: «Είναι ευφυής, πλην όμως ανισόρροπος»... «έχει ήδη υποστεί μια παροδική κρίση στην Κέρκυρα πριν από τρία χρόνια». Στις 21 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Μητσάκης εγκαταλείπει το άσυλο χάρη στις φροντίδες του αδελφού του που ήταν αρχίατρος στο Ναυτικό.
Βέβαια, ξαναμπαίνει στο Δρομοκαΐτειο, ενώ κάποια στιγμή μεταφέρεται και στην Κέρκυρα. Στη διάρκεια του εγκλεισμού του στο Δρομοκαΐτειο, μουτζούρωνε μόνο μεγάλες κόλλες χαρτιού με ιερογλυφικά σχήματα, με περίεργα γράμματα, με ασυνάρτητες γαλλικές φράσεις. Έγραφε ποιήματα, στα γαλλικά, όμως λίγες ήταν οι φράσεις που είχαν νόημα κι αυτό ήταν αόριστο.

Θεωρήθηκε πρόδρομος του υπερρεαλισμού, ιδιαίτερα από τα κείμενά του που είχε γράψει στα γαλλικά. Ο Andre Pieyre de Mandiargus κρίνοντας αυτά τα γαλλικά ποιήματα θα γράψει: «Συναντάμε σχεδόν σε κάθε σελίδα, αυτό το είδος κλεισίματος του ματιού, που σαν από κοροϊδευτική συνενοχή οι καλλιτέχνες ή οι τρελοί ποιητές απευθύνουν πρόθυμα στον έξω κόσμο».

Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Art Therapy, χοροθεραπεία, μουσικοθεραπεία, δραματοθεραπεία. (Μέρος Α)

Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Art Therapy, χοροθεραπεία, μουσικοθεραπεία, δραματοθεραπεία. (Μέρος Α)

Β 

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 6 από 12
επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 

Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.

Β 
Β 
Περιεχόμενα Βιβλίου
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Α
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Β
Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών
Σχέσεις μητέρας - γιου στο πρώιμο Βυζάντιο
Μουσειοπαιδαγωγική - Μουσείο και Αγωγή
Βερολίνο
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (Μέρος Γ)
Μετέωρα
Το γυμνό στην Τέχνη
Αρχαιότητα
Το σχολείο ως πολυδύναμος πολιτιστικός οργανισμός
Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918 - 1922
Οι κανονισμοί των ορφανοτροφείων ΑΡΡΕΝΩΝ-ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ και ΘΗΛΕΩΝ-ΧΑΛΚΗΣ 1921
Στοιχεία θεατρικής παιδείας
Γιορτές αγλύκαντες
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
Η ακάνθινη απειλή
Β 
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β