Β)Παρουσίαση νεότερων δημοσιευμάτων για τους πολιτικούς θεσμούς κατά τον 7ο αι.
Τη βιβλιογραφική παρουσίαση των σημαντικότερων, νεότερων δημοσιευμάτων σε αγγλική, γαλλική και ελληνική γλώσσα θα συνοδεύει σύντομος σχολιασμός και επισήμανση των κυριότερων σημείων και συμπερασμάτων τους που αναφέρονται στον 7ο αιώνα.
1) Michael Mc Cormick, Eternal victory, Triumphal rulership in late antiquity, Byzantium and the Early Medieaval West. Cambridge 1986.
Αν και ο Ιωάννης Λυδός στο «De magistratibus» ισχυρίζεται ότι θα σχολιάσει μόνο την κρίση στην αρχαία ιστορία της Ρωμαϊκής δημοκρατίας, θα ήταν δύσκολο για ένα σύγχρονο να μην προσέξει την οξεία παρατήρηση του Ιωάννη Λυδού, ότι το πιο εμφανές πράγμα για τους ανθρώπους που βρίσκουν καταφύγιο σε λειτουργικές εκκλησιαστικές τελετές σε καιρό πολέμου, είναι η προσδοκία της ήττας τους. Και σίγουρα, δεν θα εκπλαγεί απ' τις εξελίξεις που θα λάβουν χώρα στις δεκαετίες μετά το θάνατο του Ι. Λυδού.
Αυτές οι εξελίξεις, κατά τον Mc Cormick, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: α) αντικατάσταση των κοσμικών τελετών της νίκης από θρησκευτικές, β) επιλεγμένο και περιορισμένο ακροατήριο (θεατές) των τελετών νίκης (τουλάχιστον αρχικά): αριστοκρατικός χαρακτήρας, αυτών των τελετών.
Άρα, η έννοια ενός ανέγγιχτου απ' τον χρόνο και απαράλλαχτου βυζαντινού τυπικού νίκης πρέπει να αναθεωρηθεί. Δεν υπάρχει η λεγομένη τυπική υστερορωμαϊκή ή Βυζαντινή τελετή νίκης. Η έμφαση, καθώς πλησιάζουμε στον 7ο αι. μετακινείται απ' τις θριαμβευτικές παρελάσεις μέσα στην πόλη, στις θριαμβικές παρελάσεις στον Ιππόδρομο, απ' τα θεάματα με άγρια θηρία, στις ιπποδρομίες, απ' τις τεράστιες μαζικές διακηρύξεις του ρωμαϊκού όχλου σε πιο ελιτιστικές, αριστοκρατικές συγκεντρώσεις, απ' τις γιορταστικές εκδηλώσεις για τις νίκες επί εσωτερικών εχθρών, στις γιορτές για τις νίκες επί εξωτερικών εχθρών. Και βέβαια, η κατεύθυνση της αλλαγής δεν πρόκειται πλέον να αντιστραφεί. Η σταθερή πρόοδος του Χριστιανικού στοιχείου την προωθεί ακόμα περισσότερο. Οι τελετές της νίκης δεν μπορούν, βέβαια, να αποτελέσουν παράγοντες ιστορικής αλλαγής. Πρέπει, εν τούτοις, να αναγνωριστούν ως συμπτώματα αυτής της αλλαγής.
2) David Olster, The dynastic Iconography of Heraclius’ early Coinage. Jahrbuch der osterreichischen byzantinistik 32/2. XVI Internationaler byzantinistenkongress Akten II/2, Wien 1982. σ. 399-408.
Μια εξέταση της έκδοσης νομισμάτων του Ηρακλείου, που ακολούθησαν την ανακήρυξη του γιου του Ηρακλείου ― Νέου Κωνσταντίνου σε αυτοκράτορα, μπορεί να συμπληρώσει τις σπάνιες γραπτές πηγές μας, να ρίξει φως στην επίσημη παρουσίαση αυτού του γεγονότος και να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της δυναστικής πολιτικής του Ηρακλείου.
Το στρατιωτικό πορτραίτο του Ηρακλείου ως μονοκράτορα, απ' το 610-613, ανήκει στον τύπο του πορτραίτου που κυριάρχησε κατά τον 6ο αι. όταν, εντούτοις, ο Ηράκλειος άρχισε να εμφανίζεται με το γιο του, αντικαθιστά στα νομίσματά του τη στρατιωτική ενδυμασία με την πολιτική ενδυμασία, δηλ. τη χλαμύδα.
Ο Ηράκλειος δημιούργησε τρεις εικονογραφικές παραδόσεις στα νομίσματά του. ότι ο Ηράκλειος ήταν ενημερωμένος για την ειδική φύση αυτής της εικονογραφίας που στήριξε την διαδοχή και επομένως τη δυναστεία του στο θρόνο, δεν υπάρχει αμφιβολία. Το μενταγιόν απ' την Επιφάνεια της Κύπρου και ο δίσκος της Κυρήνειας είναι μαρτυρίες για το σύγχρονο ενδιαφέρον γι' αυτό το συμβολισμό. Κατά τη διάρκεια του 6ου αι. η εικονογραφία της διαδοχής χρησιμοποιήθηκε απ' τους αυτοκράτορες που δεν είχαν οριστεί απ' τους προκατόχους τους. Η σύνδεση της εικονογραφίας της διαδοχής και της οικογενειακής εικονογραφίας στον όψιμο 6ο αι. χρησιμοποιήθηκε και απ' τον Μαυρίκιο και απ' τον Ηράκλειο. Και ακόμη περισσότερο η πιθανή σύνδεση της ανακήρυξης ενός γιου σε αυτοκράτορα με τα εικονογραφικά νομισματικά πορτραίτα ρίχνει φως στη διαφορετική πολιτική που ακολούθησε ο καθένας.
Και ο Ηράκλειος και ο Μαυρίκιος συνέδεσαν τους εαυτούς τους με τους γιούς τους, και στην εξουσία και στα νομίσματα, αλλά ο Ηράκλειος, κατά τον Olster, πολύ περισσότερο φιλόδοξα και τολμηρά, και στις δύο σφαίρες, σε σχέση με τον Μαυρίκιο.
Ο G. Ostrogorsky πίστεψε ότι η βασιλεία του Ηρακλείου σημείωσε την έναρξη του μεσοβυζαντινού συστήματος των συναυτοκρατόρων αλλά και ότι η παλατιανή επανάσταση του Κων/νου Ε΄ κατά των αδελφών του έδωσε τέλος στο σύστημα των αυτοκρατορικών ισοτίμων.
Η Αικ. Χριστοφιλοπούλου επίσης υποστήριξε πως ο Ηράκλειος προσπάθησε να εγκαταστήσει ένα σύστημα ισότιμων συναυτοκρατόρων για τους γιους του. Κατά τον F. Dolger ο Ηράκλειος δεν είχε καμμιά επιθυμία να δημιουργήσει ένα σύστημα ισότιμων συναυτοκρατόρων, αλλά μόνο διαδόχων.
3) Ν. Oikonomides, Correspondance between Heraclius and Kavadh-Siroe in the Paschal Chronicle (628) Byzantion 41, Bruxelles 1971. σ. 296-281.
α) Το υπομνηστικόν του Σιρόη.
Το κείμενο του Siroe χαρακτηρίζεται απ' τους Βυζαντινούς ως υπομνηστικόν. Ο Σεβαίος αναφέρεται σ' αυτό ως «διεύθυνσις». Ο όρος «υπομνηστικόν» συνήθως χρησιμοποιείται για ένα κείμενο που απευθύνεται στον βυζ. αυτοκράτορα με σκοπό την απαίτηση λύσης σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Στην πρώιμη βυζ. περίοδο, ο ίδιος όρος φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν για συγκεκριμένα βυζ. αυτοκρατορικά έγγραφα. Εν τούτοις, το κείμενο του Σιρόη γράφτηκε στην Περσική γλώσσα, γι' αυτό ο Οικονομίδης υποθέτει πως ο όρος υπομνηστικόν είναι μετάφραση του αντίστοιχου περσικού όρου για αυτό το έγγραφο.
β) Η αντιγραφή του Ηρακλείου.
Εκείνο το μέρος της απάντησης του Ηρακλείου όπου θα μπορούσε να βρεθεί η τίτλωσή του ως εγγράφου, δυστυχώς δεν έχει διασωθεί. Ο αυτοκράτορας ο ίδιος, εντούτοις, σε γράμμα του προς τους Κωνσταντινοπολίτες, κάνει αναφορά στην επιστολή του προς τον Siroe με την λέξη «αντιγραφείν». Αυτός ο όρος ο οποίος είναι ισοδύναμος της γενικής αντίληψης της απάντησης, θα πρέπει να σχετίζεται με τη λέξη «αντιγραφή», η οποία συχνά χαρακτηρίζει έγγραφα των βυζ. αυτοκρατόρων στους επικεφαλής των ξένων κρατών.
γ) Η απάντηση του Σιρόη.
Οι παραπάνω είναι οι τρεις κύριες πηγές μας για την αλληλογραφία ανάμεσα στους δύο ηγεμόνες.
4) Suzanne Spain Alexander, Heraclius, Byzantine Imperial Ideology and the David Plates. Speculum 52, 2 (1977) 217-237.
«Τα πιάτα του Δαυίδ», ένα σετ από 9 ασημένιους δίσκους, που είναι μοιρασμένοι στο μητροπολιτικό μουσείο της Ν. Υόρκης και στο αρχαιολογικό Μουσείο στη Λευκωσία της Κύπρου, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα ωραιότερα διασωθέντα δείγματα της κοσμικής Βυζ. τέχνης. Προϊόντα της αυλικής βιοτεχνίας, ανακαλύφτηκαν το 1902 στη Λάπηθο (βυζ. Λαμπούσα) της Κύπρου. Αποτελούν μέρος του δεύτερου θησαυρού που βρέθηκε εκεί, οι οποίοι θάφτηκαν προφανώς πριν την Αραβική κατάκτηση της Λαπήθου στα 653/654. Οι δίσκοι παρουσιάζουν γεγονότα της νεανικής ζωής του Δαυίδ, παρμένα απ' τον 16ο-18ο ψαλμό, ο οποίος δίνει έμφαση στην αξία του νέου Δαυίδ και στη νομιμότητα της απαίτησής του να διαδεχτεί το Σαούλ σαν βασιλιάς των Ιουδαίων. Με βάση τις επίσημες σφραγίδες ελέγχου που τέθηκαν κατά τη διαδικασία της κατασκευής τους, χρονολογούνται στα 613-629/630, δηλ. στα πρώτα 2/3 της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641).
Παρά την υψηλή τους ποιότητα, οι δίσκοι του Δαυίδ μόνο τελευταία άρχισαν να λαμβάνουν την προσοχή που τους αξίζει. Νωρίτερα, ο A. Grabar τοποθέτησε τους δίσκους σ' ένα αυλικό πλαίσιο προτείνοντας ότι ο σκοπός των καλλιτεχνών ήταν να σκιαγραφήσουν ένα παράλληλο ανάμεσα στη βασιλεία του Δαυΐδ και των σύγχρονων βυζ. αυτοκρατόρων. Ο Ernst Kitzinger αναγνώρισε κάποιους υπαινιγμούς στο στυλ των δίσκων: αναβιώνοντας χαρακτηριστικές ποιότητες της τέχνης του Θεοδοσίου Ι, οι καλλιτέχνες τους, για λογαριασμό του αυτοκράτορά τους, κατέβαλαν συνειδητή προσπάθεια ―κάτι τελείως φυσικό για έναν νικητή σφετεριστή, όπως ο Ηράκλειος― να εντείνουν το παραδοσιακό και ιδιαίτερα να μιμηθούν πρότυπα και ιδανικά που συνδέονταν με τις πρώτες μέρες της αυτοκρατορίας.
Συμπεράσματα: Σ' αυτό το άρθρο η S. Spain Alexander καταδείχνει ότι η σύνδεση ανάμεσα στο βυζ. αυτοκράτορα και το Δαυΐδ δεν είναι τόσο απλή όσο υπέθεσε ο A. Grabar, και παρόλο που η επίκληση στο Θεοδοσιανό στυλ είναι αναμφισβήτητη, οι δίσκοι δεν προέρχονται απ' τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου, όπως υπαινίσσεται ο Kitzinger, αλλά απ' το τέλος του χρονικού διαστήματος που μας παρέχουν οι επίσημες σφραγίδες ελέγχου. Η Alexander, ακόμη, δείχνει πως οι δίσκοι του Δαυΐδ ανήκουν στην περίοδο που ακολουθεί την νίκη του Ηρακλείου κατά των Περσών, κατά την οποία ο Ηράκλειος απασχολήθηκε με την εικόνα του, το κύρος της αρχής του και τον ιστορικό ρόλο της εξουσίας του.
Ομάδες ομοιοτήτων ανάμεσα στη ζωή του Ηρακλείου και στη ζωή του Δαυίδ, που επισημαίνονται στο άρθρο: 1) στην πολιτική ζωή, 2) στην προσωπική ζωή και 3) στη διαδοχή.