Το 1891 το Αθηναϊκό περιοδικό «Αττικόν Μουσείο» δημοσιεύει το «Κτίσται», το ποίημα με το οποίο ένα χρόνο μετά εγκαινιάζει τη συνήθειά του να κυκλοφορεί σε τυπωμένα φέιγ βολάν επιλεγμένα ποιήματα, που αργότερα συγκεντρώνει σε χρονολογικές και θεματικές συλλογές. Συχνά η υπογραφή του εμφανίζεται και σε λογοτεχνικά ή ιστορικά άρθρα, όπως περί του Κυπριακού ζητήματος ή υπέρ της επιστροφής των Ελγινείων μαρμάρων του Παρθενώνα.
1911: ημερομηνία ορόσημο για το έργο και τη ζωή του Κωνσταντίνου Καβάφη: σε ηλικία 48 ετών
- Οριστική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο παρελθόν και τους μελλοντικούς του στόχους.
- Αρχειοθέτηση του έργου του από τον ίδιο.
- Οι ένοχες εξομολογήσεις άνομων ερώτων, οι μυθολογικοί ήρωες, η Τροία, η Ρώμη, το Βυζάντιο δίνουν τη θέση τους στην ελληνιστική Αντιόχεια, στα χρόνια της μεγάλης ακμής και παρακμής της μετακλασικής εποχής.
Ο Καβάφης αναπαράγει με υστερική λεπτομέρεια, -χάρη στη σχεδόν επιστημονική του μελέτη- τις «κατακτημένες» γι' αυτόν ιστορικές περιόδους και τις ανάγει σε χώρο και χρόνο δράσης των πρωταγωνιστών του. Η Αλεξάνδρεια γίνεται οριστικά και αμετάκλητα, για τον ίδιο, η «αγαπημένη πολιτεία» - λέει γι αυτήν: «Σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη».
Εμπνέεται στίχους οικουμενικής αξίας, μείγμα στωικότητας, κυνισμού και απαισιοδοξίας, μιλώντας για το ερωτικό παιχνίδι της νιότης, το ανελέητο πέρασμα του χρόνου, τα γηρατειά, το θάνατο, για τα σχέδια της ζωής «που βγήκαν όλα πλάνες».
Οι εσωτερικές φωνές
- Δέκα φωνές μου φωνάζουν όχι. Κάνω πάλι το ερώτημα: Καβάφη, μπορείς να γράψεις θέατρο; Είκοσι πέντε φωνές μου φωνάζουν πάλι όχι. Κάνω πάλι το ερώτημα: Καβάφη, μπορείς να γράψεις ιστορία; Εκατόν είκοσι πέντε φωνές μου λένε μπορείς να γράψεις».
- «Εγώ είχα δύο ιδιότητες. Να κάνω ποιήματα και να γράψω ιστορία. Ιστορία δεν έγραψα και είναι αργά πλέον. Τώρα, θα πείτε, πως ξέρω ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορία; Το καταλαβαίνω. Κάνω το Πείραμα και ερωτώ τον εαυτό μου: Καβάφη, μπορείς να γράψεις μυθιστόρημα;
«Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις –και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα– από εκεί μονάχα θα με νοιώσουν». («Κρυμμένα», 1908)
Ένας μεγάλος κύκλος νέων της πρωτοπορίας και μη νέων λογοτεχνών, και ανάμεσα σ' αυτούς οι εκλεκτότεροι, είναι την ώρα τούτη σχεδόν αποκλειστικά γυρισμένοι στα ποιήματα του Καβάφη, που είναι το κέντρο και το καμάρι μιας μερίδας της Αλεξανδρινής φιλολογίας (…) ο Καβάφης, ιδιόρρυθμος, καινοτρόπος, έχει στο ενεργητικό του ό,τι μας θυμίζει, συχνότατα, το παράγγελμα του αρχαίου.
«Μύθους να πλέκεις, ποιητή, όχι λόγους». Αλλά τα παραγγέλματα δεν ωφελούν. Μονάχα ο άνθρωπος πίσω απ΄ αυτά λογαριάζεται. Παραμερίζοντας, για να μη μακρύνω ακόμα το λόγο, τα καθέκαστα της ποιητικής του τέχνης ή ατεχνίας, όπως θέλετε πέστε την, και της φιλοσοφίας του, φτάνω στο συμπέρασμα.
Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ Κ. ΠΑΛΑΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ
«Τα έργα του Καβάφη, στίχος, γλώσσα, έκφραση, μορφή και ουσία, μου φαίνονται σα σημειώματα που δεν ημπορούν ή που δεν καταδέχονται να γίνουν ποιήματα. Τη γνώμη μου αυτή την είπα προ ετών, κι έγινε κάποιος θόρυβος»
Κωστής Παλαμάς “Le Figaro en Grece”, 10 Φεβρουαρίου 1929
Όταν ο Καβάφης έρχεται στην Ελλάδα, το 1932, χτυπημένος από καρκίνο του λάρυγγα, για να κάνει τραχειοτομή, παρελαύνει από το ξενοδοχείο του ολόκληρη η πνευματική Αθήνα. Το ίδιο συνέβη και στον Πειραιά για το κατευόδιο. Τον Απρίλη του 1933 η κατάστασή του επιδεινώνεται σοβαρά. Η φίλη του Ρίκα Σεγκοπούλου του ετοιμάζει μια βαλιτσούλα για το νοσοκομείο, που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του. Διαισθάνεται ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει και ξεσπάει σε αναφιλητά. Καθώς δεν μπορεί να μιλήσει της γράφει: «Αυτή τη βαλίτσα την αγόρασα πριν 30 χρόνια, ένα βράδυ βιαστικά για να πάω στο Κάιρο για διασκέδαση. Τότες ήμουν υγιής, νέος κι όχι άσχημος». Στις 29 του ίδιου μήνα, ξημέρωμα των γενεθλίων του, αφήνει την τελευταία του πνοή. Το τελευταίο του ποίημα «Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας» είναι το μόνο που δεν πρόλαβε να δει δημοσιευμένο.