Ο στοχασμός πάνω στις μεθόδους παραγωγής συχνά διαχωρίζεται από το στοχασμό πάνω στην εκπαίδευση. Διάφοροι μετασχηματισμοί γίνονται ή κοντεύουν να γίνουν όσον αφορά τις μεθόδους παραγωγής, αλλά σε αρκετές χώρες η εκπαίδευση δεν κατορθώνει να τους λάβει υπόψη. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εκπαίδευση θα έπρεπε πάντα να προσαρμόζεται στις καινούριες μεθόδους παραγωγής (σε μερικές περιπτώσεις, εξάλλου, οι παραδοσιακές διαδικασίες της εκπαίδευσης και η παραδοσιακή κουλτούρα έχουν ορισμένες διαστάσεις που η διατήρησή τους είναι επιθυμητή), αλλά οι νέες κοινωνικές, οικονομικές και τεχνικές συνιστώσες της παραγωγής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μέσα στο δεδομένο ιστορικό πλαίσιο. Οι συνδυασμοί της γης, του κεφαλαίου και της εργασίας ποικίλλουν, όποια κι αν είναι η σπουδαιότητα που αποδίδεται σ’ αυτούς τους τρεις συντελεστές, και οι εκπαιδευτικές πολιτικές δεν μπορούν να αγνοούν τις νέες γεωγραφικές διαστάσεις της παραγωγής, τη δύναμη ή τις δυσχέρειες των εργατών στις εργασιακές διαπραγματεύσεις, και όλα αυτά στο παρόν και στο μέλλον καθώς και σε τοπική, εθνική και διεθνή κλίμακα.
Μια διάσταση, που επίσης χρειάζεται να έχουμε κατά νου, είναι η δυναμική της δημιουργικότητας και της συμμετοχής των ατόμων και ομάδων σε κοινωνικές, πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες που συχνά αναπτύσσονται παράλληλα προς τις συμβατικές εκπαιδευτικές διαδικασίες.
Έστω κι αν η καλλιτεχνική έκφραση σε όλες τις ποικίλες τεχνοτροπίες της αποτελεί μόνο ένα μέρος της πολιτιστικής έκφρασης, μια εκπαιδευτική πολιτική με ευαισθησία απέναντι στους ζωηρότερους συντελεστές ζυμώσεων μέσα στην κοινωνία παραχωρεί μια θέση σ’ αυτούς τους καλλιτέχνες-δημιουργούς (όχι κατ’ ανάγκη επαγγελματίες) κατά τη συγκρότηση του περιεχομένου της και τη διδασκαλία. Μπορεί επί παραδείγματι κάλλιστα να συνδυαστεί η θεατρική, κινηματογραφική, ποιητική, εικαστική (ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική κτλ.) δημιουργία με αρκετά εκπαιδευτικά περιεχόμενα, πράγμα που ήδη πραγματοποιείται με αρκετή αποτελεσματικότητα από ορισμένους καινοτόμους και εμπνευσμένους εκπαιδευτικούς και εκπαιδευτές ενηλίκων.
Η τάση προς την υποχρεωτική «δια βίου» ή ισόβια εκπαίδευση είναι ιδιαίτερα εμφανής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκατομμύρια ενηλίκων σε περισσότερες από εβδομήντα κατηγορίες είτε χρειάζεται να ξαναγυρίζουν στο σχολείο για να διατηρήσουν μια άδεια άσκησης επαγγέλματος, να κρατήσουν τη δουλειά τους, είτε «διατάσσονται» να υποβληθούν σε θεραπευτική επιμόρφωση για να αναπληρώσουν μια ατέλειά τους... «αυτές οι συνωμοσίες κατά της κοινωνίας, που τις ονομάζουμε επαγγέλματα και που ευδοκιμούν χάρη στην εκμετάλλευση της ειδωλολατρείας» (Μπέρναρντ Σω).
Η πασίγνωστη τάση των εκβιομηχανισμένων και εκβιομηχανιζόμενων χωρών να δημιουργούν ατέλειωτες ανάγκες στους πολίτες τους, που αποκαλούνται πελάτες και σπουδαστές, ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τους επαγγελματίες και τους θεσμούς τους, οι οποίοι επιζητούν τις επεκτεινόμενες αγορές. Οι απαρχές αυτής της τάσης τοποθετούνται το αργότερο στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, όταν τα πανεπιστήμια έγιναν «προκεχωρημένα φυλάκια επαγγελματικής αυτοσυνείδησης, προετοιμάζοντας απροσχημάτιστα νέους ανθρώπους για επαγγέλματα που δεν υπήρχαν ακόμα». Τώρα, στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, πολλά απ’ αυτά τα επαγγέλματα που με τη σειρά τους δημιούργησαν νέες ανάγκες, ενώ παράλληλα οι εταιρείες δημιουργούν νέες ανάγκες για προϊόντα, διαμέσου της διαφήμισης και άλλων μορφών χειραγώγησης από τα μαζικά μέσα, αποτελούν ήδη εγκαθιδρυμένο καθεστώς. Το έμβλημα των εταιρειών και των επαγγελματοποιημένων θεσμών θα μπορούσε να είναι η δυνητική ικανοποίηση όλων των μελλοντικών, κατασκευασμένων και πλασματικών, αναγκών.
Ο Κρίστιαν Μπέι, από την άλλη μεριά, αναφέρει ότι πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου είναι τα ελάχιστα προαπαιτούμενα για την υγεία και την ικανοποιητική διαβίωση, τα οποία είναι κατά βάση ίδια σ’ όλο τον κόσμο. Αν ο Μπέι έχει δίκιο, οι δάσκαλοι και οι επιμορφωτές θα έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά να υιοθετήσουν την άποψή του. Ο Μπέι ορίζει τα χρειώδη ως εύκολα εξακριβώσιμα δεδομένα. Τα είδη που οι άνθρωποι προσπαθούν να αποκτήσουν, ή λένε πως χρειάζονται ή θέλουν, πρέπει εξ ορισμού να καταταχθούν στα χρειώδη αυτών των ανθρώπων… Εξάλλου, η ουσιαστική ελευθερία είναι ζήτημα σχέσεων, όχι μόνο μέσα στο ίδιο το άτομο, αλλά και μεταξύ ατόμων σε οργανώσεις, ομάδες και κουλτούρες. Το αντίθετο της ελευθερίας, η καταπίεση, προκύπτει όταν το άτομο αλλοτριώνεται, εξαναγκάζεται, αποστερείται ή εξουσιάζεται.
Οι ενήλικοι ακούν δίχως τελειωμό πως επιβάλλεται να κάνουν μαθήματα για να συμβαδίζουν με την «έκρηξη των γνώσεων», διαφορετικά θα γίνουν πεπαλαιωμένα ανθρώπινα όντα. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της «έκρηξης» είναι στην πραγματικότητα ένας μαζικός πολλαπλασιασμός πληροφοριών, μεγάλο μέρος των οποίων είναι είτε άχρηστο είτε χρήσιμο μόνο στους επαγγελματίες, στις εταιρείες και στους γραφειοκράτες που μπορούν να το ερμηνεύσουν για να βρουν νέους τρόπους επιρροής στους ανθρώπους. Κι αν έχουν δίκιο όσοι παρατηρητές επισημαίνουν ότι πλησιάζουμε μιαν άλλη εποχή, στην οποία θα είναι σεβαστό ένα ευρύτερο φάσμα τύπων γνώσης, τότε η ισόβια εκπαίδευση που αποσκοπεί στη συμπόρευση με την επιστημονική και πρακτική γνώση, μπορεί να αναγνωριστεί ως αυτό που μεγάλο μέρος της, ήδη, είναι: μια σπατάλη χρόνου. Γιατί αυτοί οι τύποι γνώσης απλούστατα δεν μπορούν να διδαχθούν, χρειάζεται να μαθευτούν εμπειρικά και σε πραγματικές κοινωνικές, εργασιακές συνθήκες.