Οι σύγχρονες κοινωνιολογικές θεωρήσεις θέτουν τη γνώση στο επίκεντρο της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής μετεξέλιξης. Σ' αυτή την Κοινωνία της Γνώσης, όπου η Εκπαίδευση και η δια βίου Μάθηση είναι οι βασικοί μοχλοί ανάπτυξης και προόδου, η ολοκληρωμένη παιδεία αποτελεί τόσο προϋπόθεση, όσο και βασικό εργαλείο για την επιβίωση και την ανάπτυξη μιας χώρας, καθώς δημιουργεί πολίτες που διαθέτουν την απαραίτητη κατάρτιση και τις κατάλληλες ικανότητες και δεξιότητες έτσι ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον διεθνή ανταγωνισμό σε μια εκ των πραγμάτων διεθνοποιημένη οικονομία.
Ωστόσο, η έννοια και αντιστοίχως ο θεσμός της δια βίου μάθησης ιχνηλατείται χρονικά στα μέσα της δεκαετίας του 1960. H μάθηση βρισκόταν συχνά τότε προ τετελεσμένων γεγονότων, ιδίως όταν παγιδευόταν σε θεσμικές και πολιτικές ρυθμίσεις που περιόριζαν την ποικιλία των μορφών και προκαταλάμβαναν το ξετύλιγμα των διαδικασιών της.
Κατά τα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1960, το έργο του Ίλιτς και του Φρέιρε, καθώς και των άλλων επικριτών της σχολικής εκπαίδευσης και του ρόλου της στην ανάπτυξη του ανθρώπου, επεκτάθηκε στην πρακτική διάσταση της δια βίου μάθησης, ως συγκεκριμένης έννοιας με σαφώς ορισμένο περιεχόμενο, και ως κοινωνικού θεσμού. Ξεκινώντας από κριτήρια ιδεολογίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, τα γραπτά των επικριτών της τυπικής εκπαίδευσης πρόσθεσαν ένα στοιχείο σύγκρουσης και διαλόγου σε μία κατά τα άλλα τεχνική βιβλιογραφία, και διεύρυναν τις ανάλογες συζητήσεις αναμιγνύοντας σε αυτές ένα ευρύτερο φάσμα διανοουμένων και κοινωνικών επιστημόνων.
Ιστορικά, η ομάδα αυτών που ασκούν τη μη τυπική εκπαίδευση και οι δραστηριότητές τους έχουν υποδηλωθεί με ευρύτατη ποικιλία χαρακτηρισμών: επιμόρφωση ενηλίκων, αλφαβητισμός, λειτουργικός αλφαβητισμός, γεωργική εκπαίδευση, επιμόρφωση συνεταιριστών, αγροτική επιμόρφωση, πληθυσμιακή επιμόρφωση, προγραμματισμός οικογενειακής ζωής, διατροφική εκπαίδευση και εκπαίδευση κοινοτικής ενεργοποίησης (community development education). Επιπροσθέτως υπάρχει ένα ολόκληρο πλέγμα δραστηριοτήτων που συνδέονται με τη νεολαία, και στις οποίες περιλαμβάνονται οι κατασκηνώσεις εργασίας, τα εθνικά και διεθνή προγράμματα εθελοντικής υπηρεσίας και ο προσκοπισμός με όλες τις ποικίλες μορφές του. Επί αρκετές δεκαετίες οι δραστηριότητες αυτές υποστηρίχτηκαν από ευρύ φάσμα οργανισμών διεθνούς βοήθειας όπως η UNESCO, η UNICEF, ο FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας) και η ILO (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας), για να αναφέρουμε μόνο μερικούς. Επιπλέον, οι ιδιωτικές ή μη κυβερνητικές εθελοντικές οργανώσεις συχνά πρωτοστάτησαν στη δημιουργία και στήριξη τέτοιων προγραμμάτων σε διεθνή, εθνική και τοπική κλίμακα.
Διαφορές στον ορισμό και το περιεχόμενο της δια βίου μάθησης, παιδείας και εκπαίδευσης απορρέουν από τις αντιλήψεις κάθε συγγραφέα για την κοινωνία και τη μόρφωση. Η βαθύτερη φιλοσοφική και πολιτική επιφύλαξη του Ίλιτς ή του Όλιγκερ απέναντι σε κάθε μορφή θεσμοποιημένης επιτακτικής παιδείας, δεν συμβαδίζει λογουχάρη με τις ελπίδες που εναποθέτει ο Σβαρτς ή ο Τζέλπι στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων συστημάτων διαρκούς εκπαίδευσης.
Εξάλλου, η εξωσχολική εκπαίδευση, στην πιο γενική μορφή της, υπήρχε πάντοτε σε όλες τις κοινωνίες. Κάθε κοινωνία αναπτύσσει διαδικασίες κοινωνικοποίησης για να εξοικειώσει τους νέους με τα ήθη και τους κανόνες της. Οι διαδικασίες αυτές χρησιμοποιούν ποικίλες δομές, οι οποίες κυμαίνονται από την εντελώς άτυπη μάθηση ως μέρος της καθημερινής ζωής μέχρι περισσότερο δομημένες τελετουργίες, που συνδέονται με τη μετάβαση προς την κοινωνική κατάσταση μιας άλλης ηλικίας. Ο όρος αυτοφυής ή γηγενής εκπαίδευση (indigenous education) χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει αυτές τις μορφωτικές διαδικασίες.
Η αυτοφυής εκπαίδευση έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης και ονομασιών για προγράμματα που τουλάχιστον υπογραμμίζουν τον συμβολικό δεσμό ανάμεσα στο καινούργιο και το παλιό. Έτσι η εμπειρική αυτή βάση της μη τυπικής εκπαίδευσης συντελεί τα μέγιστα ώστε η τυπική και η μη τυπική εκπαίδευση να συγχωνεύονται σε μια ενοποιημένη εκπαιδευτική διαδικασία που είναι διαθέσιμη σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των επιμορφούμενων. Ήδη από τη δεκαετία του 1960 με τον όρο «πολιτικές της διαρκούς εκπαίδευσης» οι ξένοι ερευνητές κοινωνιολόγοι και παιδαγωγοί εννοούσαν τις πολιτικές που καταστρώνονται από τα διάφορα αρμόδια υπουργεία (Παιδείας, Εργασίας, Γεωργίας, Βιομηχανίας κτλ.), καθώς και από κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις (συνδικάτα, συνεταιρισμοί, πολιτιστικές κινήσεις κτλ.), σχετικά με την εκπαίδευση παιδιών, νέων και ενηλίκων στη φάση της αρχικής και της πρόσθετης κατάρτισης στους τυπικούς και μη τυπικούς τομείς της εκπαίδευσης. Επομένως με τον όρο «πρακτικές της διαρκούς εκπαίδευσης» εννοείται η εκπαίδευση όπως παρέχεται από ιδρύματα, ανεξάρτητες συλλογικές κινήσεις κτλ., καθώς και η ίδια η αυτομόρφωση. Όπως ακριβώς με τον όρο «πολιτική» εννοείται τόσο η πολιτική επιστήμη όσο και η πολιτική δράση.
Ήδη από τη δεκαετία του 1960, δεν υπάρχει μια ενιαία ιδεολογία της διαρκούς εκπαίδευσης αλλά αρκετές ιδεολογίες, που σχετίζονται με συγκεκριμένες ιστορικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, στις εκβιομηχανισμένες χώρες, στον καιρό της οικονομικής έξαρσης της δεκαετίας του 1960, η ιδεολογία του: «διαρκής εκπαίδευση = γενική μόρφωση» αντανακλούσε στην πραγματικότητα την ανάγκη ταχύρρυθμης επαγγελματικής κατάρτισης των εργατών στις μεσαίες και ανώτερες βαθμίδες. Δεν ήταν τελείως τυχαίο που ορισμένες χώρες ευνοούσαν περισσότερο από άλλες τις πολιτικές διαρκούς εκπαίδευσης. Αυτό σχετιζόταν με την επιτάχυνση της βιομηχανικής ανάπτυξης. Ούτε είναι τυχαίο που στις εκβιομηχανισμένες χώρες, σε περιόδους ανεργίας, η ιδεολογία του: «διαρκής εκπαίδευση = κατάρτιση για δουλειά και απάντηση στην ανεργία» έρχεται στο προσκήνιο, έστω κι αν η παρεχόμενη εκπαίδευση είναι κυρίως προσανατολισμένη προς τη γενική μόρφωση, και μάλιστα ακόμα και η επαγγελματική εκπαίδευση έχει περιορισμένη επίδραση στην απασχόληση.
Σήμερα, βιώνοντας τη μετάβαση από τη Βιομηχανική κοινωνία του 20ου αιώνα στην Κοινωνία της Γνώσης και της Πληροφορίας, στην Κοινωνία της δια βίου Μάθησης, αντιλαμβανόμαστε, στην καθημερινότητά μας, πως οι νέες τεχνολογίες πληροφόρησης και επικοινωνίας και οι γενικότερες επιστημονικές εξελίξεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της «νέας οικονομίας», της οποίας αφετηρία είναι και πάλι ο άνθρωπος και οι ανάγκες του.