Μες στην αστρόφεγγη βραδιά πέφτει ψιλό - ψιλό το χιόνι γύρω στην έρμη λαγκαδιά στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου λες και απλωμένη σιγαλιά είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται, ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό, μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά - τερπνά γύρω στην άφωνη την πλάση, και το χωριό γλυκοξυπνά την Άγια μέρα να γιορτάσει.
Έξω φυσά ο άνεμος σωρός είναι το χιόνι κρύο πολύ και τσουχτερό τη γη την περιζώνει.
Μα ξάφνου μέσα στη νυχτιά γλυκά χτυπά η καμπάνα «Χριστός γεννάται σήμερον» φωνάζει και η μάνα.
Κι ευθύς ο κάθε χριστιανός ντύνεται και κινάει μέσα στην άγρια νυχτιά στην εκκλησιά να πάει.
Την Παναγιά ευχαριστεί τη χαιρετά με πίστη γιατί αυτή εγέννησε του σύμπαντος τον Κτίστη.
Στο μικρό Χριστούλη δώρα φέραν μάγοι και βοσκοί δώρα από την καρδιά μας ο Χριστούλης καρτερεί.
Κι έχω πέντε στρατιωτάκια και μπισκότα τρία κουτιά και για τα φτωχά αδελφάκια έχω αγάπη στην καρδιά.
Όλα θα τους τα χαρίσω σήμερα τρανή γιορτή κι ο Χριστούλης μες στη φάτνη πόσο - πόσο θα χαρεί!
Χριστούγεννα σιμώνουν μεγάλη εορτή χαρά σ’ όλο τον κόσμο χαρά σ’ όλη τη γη.
Στο δέντρο του Χριστού μας ολόχαρα παιδιά εμπρός ας τραγουδούμε μ’ αγάπη στην καρδιά.
Ήρθαν τα Χριστούγεννα ξανά με τα δέντρα και τα δώρα τα πολλά, ψάλλουν όλα τ’ αγγελούδια όμορφα γλυκά τραγούδια.
Χαίρομαι διπλά κι εγώ γελαστά χοροπηδώ. Σήμερα γιορτάζω και τα γιορτινά μου βάζω.
Με λαχτάρα περιμένω καθαρό και στολισμένο χίλια δώρα στη γιορτή μου και ευχές για προκοπή μου.
Τα σύμπαντα γιορτάζουνε τη δόξα σου Χριστέ ψηλά στα ουράνια αγάλλονται αγγέλων στρατιαί.
Η κάθε ανθρώπινη φωνή κάθε θνητού λαλιά τη γέννησή σου ψάλλουνε μεγάλε βασιλιά.
Το Άγιο φως σου δω στη γη θα ζει παντοτινά και την αγάπη στις καρδιές αιώνια θα σκορπά.
Ήταν μια νύχτα φωτισμένη μια αστροφεγγιά, μια ξαστεριά κι ήταν θαρρείς αδελφωμένα άνθρωποι, δέντρα και θεριά.
Είχε κινήσει κι ένα αστέρι από τη βαθιά ανατολή και ουρανοδρόμιζε να φέρει στη γης το φέγγος το πολύ.
Ένα γαλήνιο καραβάνι τρεις μάγοι πάνε βιαστικά σμύρνα χρυσάφι και λιβάνι κρατούσανε ευλαβικά.
Στη Βηθλεέμ έχουνε φθάσει από πορεία μακρινή βρίσκουν αλλιώτικη την πλάση, είχαν ανοίξει οι ουρανοί.