Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα θάρρους και αυτοθυσίας, στην παγκόσμια ιστορία, είναι αυτό των Ελλήνων που πολέμησαν τον Περσικό στρατό το 480π.Χ. στις Θερμοπύλες. Όπως γνωρίζουμε ο τότε Βασιλιάς των Περσών, και γιος του Δαρείου, Ξέρξης με περίπου δύο εκατομμύρια άντρες εισέβαλε στην Ελλάδα με στόχο βέβαια να την υποτάξει και να την συμπεριλάβει στις κτήσεις του βασιλείου του. Μερικές Ελληνικές πόλεις κράτη τότε συμμάχησαν και έστειλαν ένα μικρό αριθμό αντρών στις Θερμοπύλες με σκοπό να ανακόψουν την επέλαση των Περσών και να δώσουν τον χρόνο στους υπολοίπους να ετοιμαστούν για την τελική αναμέτρηση.
Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις Θερμοπύλες, καθώς και κάποια πριν αλλά και μετά από αυτά, μας παρουσιάζει ο Στίβεν Πρέσσφιλντ, στο ιστορικό μυθιστόρημά του «Οι πύλες της Φωτιάς». Ο τίτλος του πρωτότυπου είναι «Gates of fire» και κυκλοφόρησε στο εξωτερικό το 1998. Την μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα ανέλαβε η Βασιλική Κοκκίνου, για λογαριασμό των εκδόσεων Πατάκη, που κυκλοφόρησαν το βιβλίο τον Ιούνιο του 2001 με τον τίτλο, όπως είπαμε και παραπάνω, «Οι πύλες της Φωτιάς».
Ο Πρέσσφιλντ χρησιμοποιεί ένα ιδιοφυές τέχνασμα και μας παρουσιάζει τα γεγονότα ως μια αφήγηση που γίνεται προς και με εντολή του Βασιλιά Ξέρξη από τον μοναδικό Έλληνα επιζώντα της μάχης των Θερμοπυλών. Ο Έλληνας αυτός ονομάζεται Χίονης και βρέθηκε στις Θερμοπύλες ως βοηθός ενός γνωστού, στην Ιστορία, Σπαρτιάτη του Διηνέκη.
Στην αρχή της αφήγησης ο Χίονης μιλά για τα παιδικά του χρόνια στην πατρίδα του τον Αστακό της Ακαρνανίας. Εννέα ετών ήταν όταν στρατιώτες του Άργους εισέβαλαν στην πόλη του και σκότωσαν μεταξύ άλλων, όλη του την οικογένεια εκτός του ιδίου, της ξαδέλφης του Διομάχης και του δούλου τους Βρύαξη. Χάρη στις γνώσεις και την αγάπη του Βρύαξη έζησαν και έμαθαν να επιβιώνουν τα δύο παιδιά στα βουνά για τρία ολόκληρα χρόνια. Μετά τον θάνατο του προστάτη τους, η Διομάχη κατέφυγε στην Αθήνα ενώ ο δωδεκάχρονος τότε Χίονης πήγε στην Σπάρτη. Στην πόλη που εδώ και τρία χρόνια ήθελε να πάει για να λάβει στρατιωτική εκπαίδευση ώστε να μπορέσει να εκδικηθεί την δολοφονία της οικογένειας του.
Έτσι ο Χίονης βρέθηκε στην αγαπημένη του Σπάρτη αλλά αντί για στρατιωτική εκπαίδευση, του ανάθεσαν γεωργικές εργασίες. Η πλήρης αποτυχία του σε αυτό το πόστο ήταν η αιτία ώστε να γίνει βοηθός βοσκού στα ζώα που προορίζονταν για τις θυσίες. Και εκεί όμως δεν τα κατάφερε καλύτερα. Τελικά του ανατέθηκε να υπηρετεί έναν έφηβο, που μετείχε στην Αγωγή (την στρατιωτική εκπαίδευση των Σπαρτιατών), τον Αλέξανδρο. Κοντά στον Αλέξανδρο άρχισε ο Χίονης να λαμβάνει, έστω και έμμεσα, την στρατιωτική εκπαίδευση που ονειρευόταν. Η τύχη του χαμογέλασε όμως περισσότερο όταν έγινε βοηθός ενός από τους επιφανέστερους Ομοίους της Λακεδαιμόνας, του Διηνέκη.
Βρισκόμαστε, έτσι, με αυτά και με άλλα στο μέσο του βιβλίου όπου ο συγγραφέας φτάνει στα γεγονότα των Θερμοπυλών. Η Σπάρτη αποφασίζει να στείλει μια ομάδα τριακοσίων Ομοίων συνοδευόμενη φυσικά από τους είλωτες και τους βοηθούς τους. Στην ομάδα αυτή μετέχουν αποκλειστικά «Πατέρες», δηλαδή Όμοιοι που έχουν εν ζωή γιο, ώστε αν σκοτωθούν στην μάχη να συνεχιστεί η γενιά τους. Ο Διηνέκης έχει μόνο κόρες και έτσι δεν μπορεί να λάβει μέρος στην εκστρατεία. Χάρης όμως σε ένα περιστατικό, που πρωταγωνίστησε η γυναίκα του Αρέτη, «αποκτά» γιο και ταυτόχρονα και το δικαίωμα να είναι ένας από τους τριακόσιους.
Όπως είναι γνωστό το σώμα αυτό θα πήγαινε στις Θερμοπύλες και θα μαχόταν ώστε να μπορέσει να καθυστερήσει όσο το δυνατόν την επέλαση των Περσών. Με κεφαλή τον Βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα έφτασαν τελικά στα στενά μαζί με σύμμαχους από άλλες πόλεις. Πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες οι Έλληνες ήταν περίπου τέσσερις χιλιάδες, ενώ οι Πέρσες γύρω στα δύο εκατομμύρια.
Οι ήρωες των Θερμοπυλών κράτησαν καθηλωμένα εκεί τα Περσικά στρατεύματα επτά ημέρες. Την έκτη ημέρα ο Βασιλιάς Λεωνίδας έδιωξε τους συμμάχους και παρέμεινε να δώσει την τελευταία μάχη με όσους Σπαρτιάτες ήταν ζωντανοί καθώς και τους Θεσπιείς οι οποίοι αρνήθηκαν να αποχωρήσουν. Πεντακόσιες Ελληνικές ψυχές πολέμησαν και σκοτώθηκαν εκείνη την έβδομη ημέρα υπερασπιζόμενοι το δικαίωμα στην ελευθερία.
Κάπου εδώ σταματάει η αφήγηση του μοναδικού επιζώντα της μάχης αυτής, του Χίονη από τον Αστακό της Ακαρνανίας και μαζί με αυτήν και το εκπληκτικό ιστορικό μυθιστόρημα του Στίβεν Πρέσσφιλντ.
Αν μου άρεσε το βιβλίο; Μα θέλει και ρώτημα; Ο Πρέσσφιλντ είναι ένας ταλαντούχος και ιδιοφυής συγγραφέας. Καθώς περνούν οι σελίδες σε βάζει όλο και περισσότερο στο κλίμα της εποχής. Σε οδηγεί στη Σπάρτη του 5ου αιώνα π.Χ. και νιώθεις όσα σου λέει να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια σου. Έχεις ενταχθεί τελικά τόσο πολύ μέσα στο έργο του, που γίνεσαι ένας από τους Θεσπιείς πριν την πρώτη μάχη και βλέπεις απέναντι σου τους Μήδες του Ξέρξη. Ακούς από τα χείλη του Διηνέκη να λέει ότι θα πολεμήσετε υπό σκιάν, αφού τα βέλη των Περσών είναι τόσα πολλά ώστε καλύπτουν τον ήλιο. Είσαι έτοιμος να ακολουθήσεις το παράδειγμα του Πολύνεικου και να ανταλλάξεις την ασπίδα σου με κάποιον άλλο συμπολεμιστή σου, λίγο πριν την τελευταία πράξη αυτού του έργου. Και τελικά επιστρέφεις την πραγματικότητα, νιώθεις θλίψη για τον χαμό αυτών των ηρώων αλλά και ασύγκριτη περηφάνια που αυτοί οι «γίγαντες» είναι πρόγονοι σου.
Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου, όπως καταλαβαίνετε με μάγεψε. Είναι ένα από τα βιβλία που αξίζει τόσο να το διαβάσετε όσο και να το έχετε στην βιβλιοθήκη σας, μιας και αποτελεί ένα λογοτεχνικό κόσμημα. Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Επτά ημέρες πολέμου και ζωής...
Σε ένα στενό πέρασμα του όρους Καλλιδρόμου με τη θάλασσα, που λέγεται Θερμοπύλες, μακριά από τη γενέτειρά τους, στα 480π.Χ. τριακόσιοι επίλεκτοι Σπαρτιάτες πολεμιστές απώθησαν τους χιλιάδες πολεμιστές του Πέρση εισβολέα και έδωσαν με γενναιότητα τη ζωή τους, υπηρετώντας με ανιδιοτέλεια τη δημοκρατία και την ελευθερία. Μια απλή επιγραφή σε επιτύμβια στήλη δείχνει το μέρος όπου είναι θαμμένοι.
Ο Πρέσσφιλντ, που εμπνεύστηκε από εκείνη την επιτύμβια στήλη, έχει συνδυάσει με υπέροχο τρόπο τη γνώση με τη φαντασία. Οι πύλες της φωτιάς, όπου ο αφηγητής είναι ο μόνος επιζών της επικής εκείνης μάχης, ένας βοηθητικός του σπαρτιατικού πεζικού που βρέθηκε ημιθανής κάτω από ένα άρμα και πιάστηκε αιχμάλωτος, είναι μια εξαίσια περιγραφή της μύησης ενός ανθρώπου στο σπαρτιατικό τρόπο ζωής και θανάτου και των μυθικών αντρών και γυναικών που χάρισαν στον πολιτισμό αυτό την αθανασία.
Με αποκορύφωμα την επική μάχη, Οι πύλες της φωτιάς υφαίνουν ιστορία, μυστήριο και τραγικό έρωτα σε ένα λογοτεχνικό έργο που φέρνει την ομηρική παράδοση στον εικοστό πρώτο αιώνα.