Πρόλογος
Οι μητέρες των Τριών Ιεραρχών Εμμέλεια, Νόννα και Ανθούσα με την ισχυρή και ευεργετική επιρροή τους στο πλαίσιο της οικογένειάς τους «ανακήρυξαν» αγίους τους γιους τους Βασίλειο τον Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο αντίστοιχα. Οι τρεις «μέγιστοι φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος», με στοιχεία και πληροφορίες που αποθησαύρισαν στα Πατερικά τους συγγράμματα, παρουσιάζουν με χάρη και ιερό δέος τις μητέρες τους. Μας αφηγούνται τη θεοσεβούμενη ζωή τους, το έργο τους, τις θλίψεις και τις χαρές τους και κυρίως δεν παύουν, σε κάθε ευκαιρία, να τονίζουν το μεγάλο ρόλο που έπαιξαν στην εξέλιξή τους ως ανθρώπων, ως οντοτήτων υλικών και πνευματικών. Είναι άλλωστε γεγονός πως μεγάλοι παιδαγωγοί, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, λόγιοι και πολιτικοί συχνά ισχυρίζονται πως πίσω από μια μεγάλη προσωπικότητα, κατά κανόνα, κρύβεται μια μεγάλη μητέρα.
Τα ακόλουθα αποσπάσματα απ’ το έργο των τριών Ιεραρχών είναι πολύ χαρακτηριστικά για τις απόψεις τους ως προς το θέμα:
1.«Ουδέν μητρός ευσπλαγχνότερον. Και τούτο λέγω, ίνα τιμάσθαι νομοθετήσω τας μητέρας» (Γρηγόριος ο Θεολόγος, ΕΠΕ 5, 452).
2. «Εκ παιδός έλαβον έννοιαν περί Θεού παρά της μακαρίας μητρός μου» (Μέγας Βασίλειος, Μigne P.G. 32, 825).
3. «Τι μητρός συμπαθέστερον»; (Γρηγόριος ο Θεολόγος, Migne P.G. 35, 869).
4. «Ου το τεκείν ποιεί μητέρα, αλλά το θρέψαι καλώς». (Ιερός Χρυσόστομος, Migne P.G. 50, 621).
Β
Α) Εμμέλεια και Βασίλειος ο Μέγας.
Η Εμμέλεια καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από γένος ένδοξο και αρχοντικό. Οι πρόγονοί της κατείχαν λαμπρές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και μεγάλα πλούτη. Ο γιος τους Γρηγόριος σημειώνει γι’ αυτούς με θαυμασμό: «Στρατηγίαι τε και δημαγωγίαι και κράτος εν βασιλείοις αυλαίς. Έτι δε, περιουσίαι και θρόνων ύψη, και τιμαί δημόσιαι, και λόγων λαμπρότητες». Όμως οι πρόγονοί της ήταν και άνθρωποι μορφωμένοι κατά Θεόν. Ήταν οι «σεμνοί Καππαδόκαι», όπως τους χαρακτήρισε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μάλιστα η Εμμέλεια ήταν κόρη μάρτυρα ο οποίος φονεύτηκε κατ’ εντολή του οργισθέντος βασιλέως, αφού μεταβίβασε σ’ άλλους άρχοντες όλη την περιουσία του.
Η Εμμέλεια ονομάζεται απ’ το γιο της Γρηγόριο με απεριόριστο θαυμασμό «της εμμελείας όντως φερώνυμος». Εμμέλεια εξάλλου είναι η τέλεια αρμονία στη μουσική, στην ομιλία και μεταφορικά η ευπρέπεια, η κοσμιότητα. Γι’ αυτό η Εμμέλεια, όταν ήρθε ο καιρός να παντρευτεί, δεν προτίμησε να πάρει άνθρωπο εύπορο, με πλούτη και πολλά υλικά αγαθά. Ήθελε άνθρωπο εύτροπο, με ευγένεια ψυχής και καλή συμπεριφορά. Δεν θέλησε σύζυγο με θέση υψηλή και λαμπρό αξίωμα αλλά ένα σώφρονα και πιστό χριστιανό. Αυτό εξάλλου ήταν το ιδανικό της.
Την ίδια εποχή στη Νεοκαισάρεια του Πόντου ζούσε ένας χριστιανός νέος, ο Βασίλειος, γιος της «ευσεβέστατης» Μακρίνας. Καταγόταν κι αυτός από εξαιρετική οικογένεια, ήταν δάσκαλος της ρητορικής και με την πάροδο του χρόνου φήμη και αρετή, αν και η πρώτη περιοριζόταν μόνο στα τοπικά δικαστήρια. Στον Πόντο ήταν αγαπητός για τη μόρφωσή του, την κοινωνική του προσφορά και την ευσέβειά του: «Κοινόν παιδευτήν αρετής ο Πόντος τηνικαύτα προυβάλλετο» μας παραδίδει ο Γρηγόριος. Οι πρόγονοί του από τη μεριά του πατέρα του ήταν χριστιανοί, οι οποίοι καταδιώχτηκαν επί Μαξιμίνου (305-313 μ.Χ.) και ταλαιπωρήθηκαν πολύ κρυβόμενοι στα δάση του Πόντου. Η Μακρίνα, η μητέρα του Βασιλείου, η οποία «ευδόκιμος πάλαι κατά το γένος ην... ταις υπέρ Χριστού ομολογίαις τω καιρώ των διωγμών εναθλήσασα», στην πρώτη της παιδική ηλικία κατά το διωγμό των Χριστιανών επί Δεκίου (250 μ.Χ.), είχε καταφύγει στα δάση του Πόντου με πολλούς χριστιανούς της Νεοκαισαρείας και με τον επίσκοπό τους άγιο Γρηγόριο το Θαυματουργό, του οποίου υπήρξε αφοσιωμένη μαθήτρια.
Ο Βασίλειος, ο γιος της προαναφερθείσης Μακρίνας, παντρεύεται την Εμμέλεια και μετά το γάμο τους εγκαθίστανται στο πατρικό του σπίτι που βρισκόταν σε μεγάλο οικογενειακό κτήμα στους Αννήσους της Νεοκαισαρείας, κοντά στον Ίρι ποταμό του Πόντου. Οι δυο νέοι, των οποίων το γένος υπήρξε «ηρώων κατάλογος», όπως μας πληροφορεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, δεν είχαν καύχημά τους τον πατρώο κλήρο, όπως οι περισσότεροι συνομήλικοί τους, αλλά τη χριστιανική ευσέβεια: «Τούτω δε γενοίν τοιν αμφοτέροιν το ευσεβές επίσημον».
Το πρώτο παιδί της Εμμελείας είναι θυγατέρα «ώσπερ τις απαρχή καρπών, πρώτη της μητρώας νηδύος αναβλαστήσασα». Της δόθηκε το όνομα της γιαγιάς της Μακρίνας. Γύρω στο 330μ.Χ. απόκτησαν και δεύτερο παιδί, το Βασίλειο. Στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια υπήρχε η συνήθεια ο πρώτος γιος της οικογένειας να παίρνει το όνομα του πατέρα του, όπως στην εποχή μας παίρνει το όνομα του παππού του. Το ζευγάρι, βέβαια, απέκτησε κι άλλους γιους, τον Ναυκράτιο που ήταν δευτερότοκος από τα άρρενα παιδιά, το Γρηγόριο, τον Πέτρο και άλλες τέσσερις κόρες. Το πρώτο απ’ τα δέκα συνολικά παιδιά που απέκτησαν γεννήθηκε περί το 328 και το τελευταίο περί το 348. Δηλαδή μέσα σε διάστημα είκοσι ετών έκαναν δέκα παιδιά από τα οποία μόνο ένα δεν επέζησε, πράγμα ευτυχές για μια εποχή που η παιδική θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα αυξημένη.
Την εγκύκλιο μόρφωση των παιδιών ανέλαβε ο πατέρας: φρόντιζε ν’ αποκτήσουν γνώσεις, να κατακτήσουν όσο μπορούσαν την ανθρώπινη και τη θεία σοφία. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος παρουσιάζει τον πατέρα του Βασίλειο ως παιδαγωγό του πρώτου του γιου Βασιλείου: «Τα μεν δη πρώτα της ηλικίας υπό τω μεγάλω πατρί... διαπλάττεται πλάσιν την αρίστην τε και καθαρωτάτην... Υπό δη τούτω, και βίον και λόγον συναυξανομένους τε και συνανιόντας αλλήλοις, ο θαυμάσιος εκπαιδεύεται... Την εγκύκλιον παίδευσιν παιδευόμενος, και θεοσέβειαν εξασκούμενος, και, συνελόντι φάναι, προς την μέλλουσαν τελειότητα δια των εξ αρχής μαθημάτων αγόμενος». Μέσα όμως στην καθημερινότητα της οικογένειας παιδαγωγός των παιδιών ήταν η Εμμέλεια. Όλα τα παιδιά της τα ανέθρεψε με ιστορίες από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, με ύμνους, προσευχές και ψαλμωδίες. Στην ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών έπαιζε σπουδαίο ρόλο και η γιαγιά της οικογένειας Μακρίνα η «πρεσβυτέρα». Νύφη και πεθερά είχαν αγαστή συνεργασία στη χριστιανική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Αργότερα, για τη γιαγιά του Μακρίνα ο εγγονός της Βασίλειος έγραψε: «Ήν εκ παιδός έλαβον έννοιαν περί Θεού παρά της μακαρίας μητρός μου και της μάμμης Μακρίνης, ταύτην αυξηθείσαν έσχον εν εμαυτώ. Ου γαρ άλλα εξ άλλων μετέλαβον εν τη του λόγου συμπληρώσει, αλλά τας παραδοθείσας μοι παρ’ αυτών αρχάς ετελείωσα».
Ο μικρός Βασίλειος λοιπόν, ενώ διδασκόταν και από τους δυο γονείς του, απ’ τον πατέρα του τη «θύραθεν σοφία» και από τη μητέρα του την «εν Θεώ», προόδευε και στα μαθήματα και στην αρετή. Ο φίλος του Γρηγόριος ο Θεολόγος αφηγείται σχετικά: «Η ευτυχία αυτή συνέβη σε κείνον που είχε οικογενειακό παράδειγμα αρετής προς το οποίο ατενίζοντας ήταν άριστος εξ’ αρχής. Όπως βλέπουμε τα πουλάρια και τα μοσχάρια, ευθύς μόλις γεννηθούν, να σκιρτούν δίπλα στις μητέρες τους, έτσι κι αυτός έτρεχε κοντά στον πατέρα του, πουλάρι, χρεμετίζοντας, χωρίς να υστερεί πολύ στα άκρα κινήματα της αρετής. Και αν θέλετε, σα σε σκιαγραφία υποδήλωνε τη μελλοντική ωραιότητα της αρετής του, και πριν από τον καιρό της ακριβούς εικόνος της έκανε την προδιαγραφή-ιχνογράφημά της.»
Ο Βασίλειος, ύστερα από την εγκύκλιο μόρφωσή του στην Νεοκαισάρεια κοντά στον πατέρα του, πήγε στην Καισάρεια για ευρύτερες σπουδές. Αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη και κατέληξε στην Αθήνα για να λάβει ανώτερη μόρφωση. Σ’ αυτά τα κέντρα της παιδείας που έζησε για χρόνια, η κατ’ εξοχήν φιλοσοφία του και μεγαλύτερη «σπουδή» του ήταν «το ραγήναι κόσμου και μετά Θεού γενέσθαι τοις κάτω τα άνω πραγματευόμενον, και τοις αστάτοις και ρέουσι τα εστώτα και μένοντα κατακτώμενον».
Κατά την άποψη της μητέρας του Εμμελείας, που απηχούσε τις καθιερωμένες αντιλήψεις ανατροφής των παιδιών μεταξύ των χριστιανών μητέρων, η «κακή» μελέτη διηγήσεων της αρχαίας μυθολογίας είχε καταστρεπτική επίδραση στις τρυφερές ψυχές των παιδιών. Διότι θεωρούσε πως ήταν ντροπή και τελείως απρεπές να διδάσκεται μια απαλή και εύπλαστη ύπαρξη τα τραγικά πάθη, που έδωσαν αφορμή και θέματα στους τραγικούς και επικούς ποιητές της αρχαιότητας ή τις κωμικές «ασχημοσύνες» του Αριστοφάνη ή τις ντροπές των δεινών της Τροίας και να «καταμολύνεται», κατά κάποιο τρόπο, με τις πιο άσεμνες ιστορίες για γυναίκες. Έτσι κατόρθωσε να παραμείνουν τα παιδιά της οικογένειάς της ανεπηρέαστα από μύθους.
Για να μην μολύνονται λοιπόν οι ψυχές τους απ’ την αρχαία «βδελυρότητα» τα δίδασκε «άδειν ψαλμούς εκείνους τους φιλοσοφίας γέμοντας, οίον περί σωφροσύνης ευθέως, μάλλον δε προ πάντων περί του μη συνείναι πονηροίς». Ουσιαστικά τους μάθαινε να ψάλλουν τους ψαλμούς του Δαυίδ. Ο Γρηγόριος γράφει χαρακτηριστικά πως μ’ όλα αυτά και κυρίως με την αυστηρή επίβλεψη της μητέρας του η αδελφή του Μακρίνα «ασφαλιζόταν» απ’ τους κινδύνους που διέτρεχε μια νέα και ευειδής κοπέλα της εποχής της: « Και ομού μεν τη παιδαγωγία της μητρός άμωμον διεφύλασσεν εαυτή τον βίον εν μητρώοις οφθαλμοίς δια παντός ευθυνόμενόν τε και μαρτυρούμενον». Τότε, εξάλλου, υπήρχε και ο μεγάλος κίνδυνος του Αρειανισμού και έπρεπε να προφυλαχτούν τα παιδιά από την «ψυχοκτόνο» για τους Ορθοδόξους αίρεση. Αργότερα ο Βασίλειος, σε μια επιστολή προς τους συμπατριώτες του Νεοκαισαρείς, έγραψε, καυχώμενος για τη γιαγιά του ως διδασκάλισσα και «φρουρό» της ορθόδοξης πίστης: «Πίστεως δε της ημετέρας τις αν γένοιτο εναργεστέρα απόδειξις ή ότι τραφέντες ημείς υπό τίτθη μακαρία γυναικί, παρ’ ημών ωρμημένη; Μακρίναν λέγω την περιβόητον, παρ’ ης εδιδάχθημεν τα του μακαριωτάτου Γρηγορίου ρήματα, όσα προς αυτήν ακολουθία μνήμης διασωθέντα αυτή τε εφύλασσε, και ημάς έτι νηπίους όντας έπλαττε και εμόρφου τοις της ευσεβείας δόγμασιν».
Η Εμμέλεια δοκίμασε στην ατομική και οικογενειακή της ζωή πολλές θλίψεις, όπως μας πληροφορεί ο Γρηγόριος Νύσσης. Αρχικά, ορφάνεψε πρόωρα, προτού ακόμη παντρευτεί, κι από τους δυο γονείς της. Πεντάρφανη, απροστάτευτη κατ’ άνθρωπον βρίσκει μέσα στη δική της οικογένεια που δημιουργεί με το Βασίλειο το απάνεμο λιμάνι της. Ύστερα, ως μητέρα, ταλαιπωρήθηκε πολύ απ’ την ασθένεια του γιου της Βασιλείου που λίγο έλειψε να τον στείλει στο θάνατο. Ο αδελφός του Γρηγόριος αφηγείται πως αυτός σώθηκε από θαύμα: ο πατέρας τους είδε να παρουσιάζεται στον ύπνο του ο Χριστός και να του απευθύνει τα ίδια λόγια που είχε πει στον αξιωματούχο της βασιλικής αυλής του Ηρώδη: «πορεύου, ο υιός σου ζη» (Ιωάννη δ’ 50). Δυστυχώς και παρά το θαύμα που διενεργήθηκε, ο Βασίλειος παρέμενε φιλάσθενος όπως γράφει συχνά στις επιστολές του. Στους επισκόπους των παραλίων του Πόντου έγραψε ότι «η του σώματος ασθένεια συνεπόδισέ με, ην ουκ αγνοείτε πάντως, όση μοι πάρεστιν εκ της πρώτης ηλικίας μέχρι του γήρως τούτου». Το χρόνιο νόσημά του ήταν «τοις σπλάγχνοις ενιδρυμένον». Πιθανότατα έπασχε, απ’ την παιδική του ηλικία, κυρίως από ηπατίτιδα γι’ αυτό και γράφει: «η αρχαία μου πληγή, το ήπαρ». Υπέφερε βέβαια κι από άλλες ασθένειες που τον οδήγησαν σε πρόωρο γήρας και τελικά σε πρόωρο θάνατο σε ηλικία 49 ετών.
Ο θάνατος του συζύγου της Εμμελείας γύρω στο 348-349 μ.Χ., αμέσως μόλις γέννησε τον πέμπτο γιό τους Πέτρο, την έθλιψε βαθιά, σχεδόν τη συντάραξε. Ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει χαρακτηριστικά στο έργο του για τον βίο της οσίας Μακρίνας: «Ούτος ην ο τελευταίος των ωδίνων βλαστός, ος ομού τε υιός και ορφανός ωνομάσθη. Άμα γαρ τω παρελθείν τούτον εις φως, καταλείπει ο πατήρ τον βίον».
Η Εμμέλεια ύστερα απ’ το θάνατο του συζύγου της ανέλαβε εξ’ ολοκλήρου τη φροντίδα των εννέα παιδιών της. Κατά διαστήματα έπρεπε να πληρώνει φόρους σε τρεις επιτόπιους άρχοντες, επειδή η περιουσία της οικογένειάς της βρισκόταν σε αντίστοιχα επαρχιακά μέρη: στον Πόντο, στην Καππαδοκία και στην Αρμενία της Μικράς Ασίας. Παρά τις δυσκολίες της ζωής της κατόρθωσε να δώσει την πρέπουσα, για την εποχή της, αγωγή στις πέντε κόρες της, δηλαδή να τις κάνει καλές νοικοκυρές για να προσφέρουν τις πολύτιμες «υπηρεσίες» τους στα σπίτια που θα «άνοιγαν» μελλοντικά, ως οικοδέσποινες. Έτσι η πρωτότοκη Μακρίνα έμαθε εξ απαλών ονύχων απ’ τη μητέρα της να γνέθει μαλλιά και να πλέκει μάλλινα είδη. Ο αδελφός της Γρηγόριος μας πληροφορεί σχετικά: «Τούτοις συναυξανομένη και τοις τοιούτοις επιτηδεύμασι, και την χείρα προς την εριουργίαν διαφερόντως ασκήσασα, πρόεισιν εις δωδέκατον έτος, εν ω μάλιστα το της νεότητος άνθος εκλάμπειν άρχεται». Αργότερα εκτελούσε με επιτυχία κάθε εργασία απαραίτητη στο νοικοκυριό: «ταις ιδίαις χερσί παρεσκεύαζε τον άρτο».
Η Εμμέλεια βέβαια, σαν καλή χριστιανή μητέρα, φρόντισε από νωρίς να ασφαλίσει τις θυγατέρες της στο «ασφαλές και απάνεμο λιμάνι» του γάμου: οι τέσσερις αδελφές παντρεύτηκαν με τη βοήθεια της στοργικής τους μητέρας, αφού πήραν το ανάλογο μερίδιο από την πατρική περιουσία. Η περιουσία τους «κατά τον αριθμόν των τέκνων εννεαχή διετμήθη». Διανεμήθηκε εξ’ ίσου και στα εννέα αδέλφια, ασχέτως απ’ το γεγονός πως δε νυμφεύτηκαν τα τέσσερα: ο Βασίλειος, ο Ναυκράτιος, ο Πέτρος και η Μακρίνα. Αυτή η έμπρακτη χειρονομία ισότητας αρσενικών και θηλυκών τέκνων είναι πραγματικά πρωτοποριακή και συγκινητική για την εποχή της.
Η πολύτεκνη μητέρα Εμμέλεια είχε στο σπίτι πολύτιμη βοηθό τη μεγαλύτερη κόρη της Μακρίνα. Εργατική, ταπεινή και συνετή η Μακρίνα υπήρξε τροφός και διδασκάλισσα για τα μικρότερά της αδέλφια. Η μητέρα της, εκτιμώντας την προσφορά της, έλεγε χαρακτηριστικά: «ότι τα λοιπά των τέκνων τεταγμένω τινί χρόνω εκυοφόρησεν, εκείνην δε δια παντός φέρει πάντοτε τρόπον τινά τοις σπλάγχνοις εαυτής περιέχουσα». Οι δυο τους, μητέρα και κόρη, όταν «αποκαταστάθηκαν» όλα τα άλλα παιδιά, ασκήτευσαν σε μοναστήρι του Πόντου και, κατά δική τους επιθυμία μετά το θάνατό τους, τάφηκαν στο ίδιο μνήμα.
To πνεύμα της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης χαρακτήριζε την Εμμέλεια από τα παιδικά της χρόνια λόγω επίδρασης της οικογένειάς της. Ο Χριστιανισμός, εξάλλου, των πρώτων αιώνων, ανήγαγε τη φιλανθρωπία, τη βοήθεια προς τις χήρες, τα ορφανά και τους αναξιοπαθούντες σε ύψιστη κοινωνική αρετή. Έτσι το ζεύγος του Βασιλείου και της Εμμελείας επιδιδόταν σε έργα αγάπης: «πτωχοτροφείαι, ξενοδοχείαι, ...απόμοιρα κτήσεως Θεώ καθιερωθείσης». Αργότερα, και τα εννέα παιδιά της ζωής τους επιδόθηκαν με τον ίδιο ζήλο σε έργα ευποιίας και φιλανθρωπίας. Μάλιστα, τα πέντε απ’ αυτά, που αφιέρωσαν ολοκληρωτικά τη ζωή τους στην υπηρεσία της Εκκλησίας, διέθεσαν και την περιουσία τους ολόκληρη υπέρ των φτωχών και καταφρονεμένων.