Ανώνυμη Δ΄
Αναφέρεται ως Πόλη του Θεού η Αντιόχεια και ο Αββάς Ιωάννης, ηγούμενος του μοναστηριού των Γιγάντων.
Β
Ανώνυμη Ε΄
Σ’ ένα καπηλειό διαδραματίζεται η ακόλουθη σκηνή: ο μοναχός Σέργιος προστάζει τον κάπελα να φέρει όλα όσα συνηθίζουν να τρώνε σ’ αυτό το μέρος. Εκεί συναντά έναν προαγωγό ο οποίος, έκπληκτος για το ενδιαφέρον που του δείχνει, του λέει: «άνθρωπε του Θεού, με βρήκες σε καπηλειό παρέα με πόρνες να τρώγω - πίνω και να καυχιέμαι -εγώ βλέπεις κάνω κουμάντο και χωρίς την άδειά μου κανείς δεν τις αγγίζει, πρώτα σε μένα το λέει και όποια θέλει του την δίνω- και ακόμα, λες, θέλεις να μάθεις για τη ζωή μου. Θυμάμαι μια φορά, μπαίνω όπως το συνηθίζω σ’ ένα καπηλειό και βλέπω μια γυναίκα όμορφη, καθισμένη σε αργαλειό, να δουλεύει με παραγγελίες. Την λαχτάρησα και λέω στην ταβερνιάρισσα: από πού ξεφύτρωσε αυτή;»
Αυτή μου απάντησε: «Αν και τώρα έχει ξεπέσει, πάλι, όπως και να το κάνουμε, αρχόντισσα είναι». Μ’ έφαγε η περιέργεια να μάθω πως κατάντησε έτσι και μου εξήγησε εκείνη. «Ο άντρας της χρωστούσε στον άρχοντα αυτής της πόλης, της Αλεξάνδρειας δηλαδή, εκατό νομίσματα και επειδή δεν είχε να τα δώσει, τον έπιασε ο άρχοντας και τον έριξε στη φυλακή και πήρε και τα δυο της παιδιά και τα έκανε δούλους. Έτσι κι αυτή τριγυρνάει σ’ αυτά τα χάλια, δουλεύει μέρα νύχτα μήπως και μπορέσει να τους λευτερώσει». Τότε εγώ σκέφτηκα: «Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί να μην πάω με όποια θέλω απ’ αυτές που έχω στη δούλεψή μου, να κάνω το κέφι μου; Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει διαφορά σε τέτοια άνομη και βρώμικη πράξη».
Έτσι την άφησα να φύγει με τα εκατό νομίσματα. Εκείνη πήγε και τα έδωσε στον άρχοντα και ελευθέρωσε από τα παράνομα χέρια του τον άντρα της και τα παιδιά της».
Στη συνέχεια της διήγησης ο συγγραφέας παραθέτει ακόμη μια ιστορία καθημερινού κοινωνικού χαρακτήρα, η οποία προκύπτει μέσα απ’ τις εμπειρίες του προαγωγού-πορνοβοσκού: «Ήταν κάποτε ένας άρχοντας, βίαιος, αμαρτωλός και ξένος με την Εκκλησία του Χριστού. Στην Αλεξάνδρεια μια μέρα έτυχε να περάσει έξω από ένα γυναικείο μοναστήρι, απ’ αυτά που είναι εδώ, και είδε μερικές όμορφες μοναχές να κοιτάνε προς τα έξω και φούντωσε η λαχτάρα μέσα του. Έβαλε στρατιώτες να κυκλώσουν το μοναστήρι και με κάθε ασφάλεια να φυλάγουν τις πόρτες, μήπως ξεφύγει καμιά τους. Μπαίνει μέσα, τις μαζεύει όλες, τις μετράει και τις βρίσκει εβδομήντα. Μου τις παραδίνει και μου παραγγέλλει. «Δικές σου, κάντες ό,τι θέλεις. Κάθε μέρα, όσες και να σου ζητάω, να μου στέλνεις ώσπου να συμπληρωθούν εβδομήντα». Σηκώνομαι και πηγαίνω στις πόρνες της πόλης που είχα στη δούλεψή μου, τις μοιράζω όλο μου το ταπεινό βιός και τις πείθω να δεχτούν την κουρά και να φορέσουν μοναχικό σχήμα. Τις μπάζω στο μοναστήρι, τις αφήνω εκεί και παίρνω τις μοναχές και τις κρύβω αλλού. Κάθε μέρα εφοδίαζα τον τρισάθλιο εκείνον άρχοντα με τις κουρεμένες πόρνες, ώσπου συμπληρώθηκαν οι εβδομήντα. Μόλις συμπληρώθηκε ο αριθμός των πορνών, πάραυτα έφυγε από την πόλη ο κακοδαίμονων άρχοντας. Παίρνω τότε τις παρθένες μοναχές και τις πάω στο μοναστήρι, οφείλοντας να αφήσω ελεύθερες τις πόρνες. Όμως εκείνες μόλις είδαν τις δούλες και νύφες του Χριστού και Θεού μας, δεν θέλησαν να βγουν από εκεί δηλώνοντας. «Μια και μας έκανε άξιες ο Θεός, έστω και στα ψέματα, να φορέσουμε αυτό το άγιο σχήμα, μη γένοιτο να ξαναγυρίσουμε πια στη βρωμιά εκείνη και την απώλεια της ψυχής μας».
Παρέμειναν λοιπόν εκεί με το άγιο σχήμα ευχαριστώντας με μετάνοια ειλικρινή τον παντελεήμονα και παντοδύναμο Θεό».
Τελικά, ο μετανοημένος και ευαίσθητος «πορνοβοσκός-προαγωγός», επηρεασμένος απ’ τις πρωτότυπες εμπειρίες της ζωής του, μεταστρέφεται και αλλάζει τρόπο ζωής: παρακαλάει το Σέργιο να τον περιμένει μια-δυο μέρες και μοιράζει το βιός του στους φτωχούς ακολουθώντας τον στην μοναχική ζωή. Τρία χρόνια πέρασαν μαζί και «τελειώθηκε» εν Κυρίω στο τέλος του τρίτου έτους.
Ιουλίττα - Μαρτύριο της Αγίας Μάρτυρος Ιουλίττας.
Η Ιουλίττα υπήρξε πολύ πλούσια και ξακουστή για την περιουσία της. Όμως, σύμφωνα με τη διήγηση, κάποιος βίαιος άνθρωπος που αγαπούσε τα πλούτη και επιθυμούσε μετά μανίας τα ξένα πράγματα, όταν τη γνώρισε στενοχωριόταν, δυσφορούσε, την φθονούσε και ήταν εντελώς ασυγκράτητος. Εξ αιτίας των αρνητικών αυτών συναισθημάτων, συμπεριφέρεται ασυλλόγιστα, ξεσηκώνεται εναντίον της, αρχίζει να προβάλλει περισσότερες απαιτήσεις και να την πιέζει, ενώ αυτή δεν είχε κανέναν να τη βοηθήσει. Παραδείγματος χάριν της αποσπά περιοχές, κώμες, αφαιρεί με πονηρό τρόπο άλλα κτήματα και εντάσσεται σ’ αυτό που είπε ο προφήτης: «αλίμονο αν είσαι κοντά σε φαύλο». Επίσης, της κλέβει δούλους και κοπάδια, της παίρνει διάφορα περιουσιακά στοιχεία και την απογυμνώνει απ’ όλα τα υπάρχοντά της, εκμεταλλευόμενος το γεγονός της γυναικείας της αδυναμίας, καθώς αυτή ήταν εντελώς απροστάτευτη.
Τι έπρεπε να κάνει λοιπόν η εξαιρετική και συνετή αυτή γυναίκα; Αναρωτιέται ο συγγραφέας του βίου της. Να εγκαταλείψει σε ξένα χέρια σχεδόν όλη την περιουσία της, να μην πάει στα δικαστήρια, να μην ανακοινώσει την υπόθεσή της, να μην καταγγείλει τη βία και την επίθεση που δέχτηκε; Ποιος άνθρωπος αν πάθαινε ίδια πράγματα θα τα ανεχόταν, εκτός αν ήταν πέτρα, ξύλο, κάποια άψυχη ύλη ή ήταν αναίσθητος; Καταφεύγει λοιπόν η Ιουλίττα σε δίκη με άδικους δικαστές. Ο πλεονέκτης αντίπαλός της δωροδοκεί συνηγόρους, εξαγοράζει μάρτυρες, επηρεάζει δικαστές με δώρα και, τέλος, «εισάγει» με τρόπο πονηρό προς βοήθειά του τη δυναστεία που βασίλευε τότε. Ωστόσο, ο χρόνος που κατείχε η Ιουλίττα τα κτήματά της ήταν μακρύς και συνεχής, ενώ η δική του κατοχή ήταν μικρή και διακεκομμένη από τις συνεχείς καταδικαστικές παρεμβάσεις των νόμων. Γι’ αυτό λοιπόν την καταγγέλλει πως είναι ξένη προς την πίστη και τη λατρεία των θεών, ότι περιφρονεί τις βασιλικές αποφάσεις, ότι είναι χριστιανή και ότι γι’ αυτό δεν πρέπει να απολαμβάνει γενικά κανένα πλεονέκτημα ούτε να έχει κανένα προνόμιο και πρέπει να δώσει λόγο για την περιφρόνησή της στους θεούς. Μ’ αυτό το δόλιο τρόπο η αγία Ιουλίττα οδηγείται τελικά στο φρικτό της μαρτύριο.
Β
Καλή, Επίχαρις και Θεοδότη Παλαμά. (Φιλόθεου Κόκκινου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Λόγος για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης)
Οι γονείς του Γρηγορίου του Παλαμά είχαν σαν μέλημά τους, όχι μόνο οι ίδιοι καθημερινά να μελετούν τις διδαχές των μοναχών, διδασκάλων και πνευματικών Πατέρων, αλλά και τα παιδιά τους να τα στρέφουν και να τα οδηγούν στο ίδιο ακριβώς, κι όχι μόνο τα ώριμα που είχαν κάποια ηλικία, αλλά ακόμη και τα ανώριμα που για πρώτη φορά άρχιζαν να μιλούν τα ίδια και να κατανοούν αυτά που τους έλεγαν οι άλλοι, ώστε από την αρχή της ζωής τους να εντυπώνουν μέσα τους τα ιερά λόγια και τις διδασκαλίες κι αμέσως να διαμορφώνουν ανάλογα τις ψυχές τους. Η μητέρα του Γρηγορίου, της Καλής, της Επιχάρεως και της Θεοδότης Παλαμά, Καλή ή Καλλονή προσπάθησε να πείσει τον ετοιμοθάνατο σύζυγό της που είχε στενή σχέση με τον αυτοκράτορα να απευθυνθεί σ’ αυτόν ώστε να προστατεύσει τα πολλά παιδιά του, που εν καιρώ θα έμεναν ορφανά. Ο ρόλος της μητέρας που έμεινε χήρα σε νεαρή ηλικία με τα πολύ μικρά παιδιά της, από δω και στο εξής, είναι καθοριστικός.
Ωστόσο, η βαθύτερή της επιθυμία είναι να γίνει αμέσως μοναχή, δηλαδή να αφήσει το σπίτι της και τον κόσμο και ν’ αφοσιωθεί στην «αγγελική πολιτεία», όμως εμποδίζεται για λίγο απ’ το σκοπό και την επιθυμία της απ’ τους πνευματικούς της πατέρες και δασκάλους που τη συμβουλεύουν να πράξει «τα δέοντα» για τον εαυτό της μα κυρίως για τα παιδιά της, κάνοντας ό,τι πιο ωραίο υπάρχει για κείνα: ανατρέφοντας και διαπαιδαγωγώντας τα σύμφωνα με το νόμο του Χριστού. Αργότερα, η Καλή Παλαμά πραγματοποιεί την επιθυμία της για άσκηση και «ασκείται» κατά Χριστόν μαζί με τις θυγατέρες της. Όταν πεθαίνει, οι κόρες της στέλνουν αμέσως επιστολή από το Βυζάντιο προς τον αδελφό τους Γρηγόριο, γνωρίζοντάς του το θάνατό της και παρακαλώντας τον να τις επισκεφθεί για πνευματική καθοδήγηση.
Αυτός πείθεται από την πολύ δίκαιη και ελκυστική πρόσκληση των αδελφών του και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη έχοντας μαζί του και τους δυο αδελφούς του. Εκεί συναντώνται με τις αδελφές τους που δεν ντρόπιασαν την οικογένειά τους, θαυμάζουν τη γυναικεία τους αρετή και επαινούν τους αγώνες τους και την εξακριβωμένη απόλυτα καθαρή ζωή τους.
Όταν αργότερα στη Σκήτη της Βέροιας η Θεοδότη, μια από τις αδελφές, βάδιζε προς την εκδημία της, ζητούσε επίμονα την παρουσία και επίσκεψη του αδελφού της. Όταν έμαθε ότι εκείνος απουσίαζε, πληγώνεται μέσα της και θεωρεί ανάξιο τον εαυτό της να τον δει και να μιλήσει μαζί του για τελευταία φορά.
Β
Φεβρωνία - Βίος και Μαρτύριο της αγίας οσιομάρτυρος Φεβρωνίας.
Στη Νίσιβι (που ήταν υποτελής πόλη στους Ρωμαίους στη χώρα των Ασσυρίων) υπήρχε γυναικεία μονή σεμνών παρθένων των οποίων προϊσταμένη ήταν η εξαιρετική Βρυένη, μαθήτρια της διακόνου Πλατωνιάδας, η οποία τις εκπαίδευσε σωστά στην ασκητική ζωή. Εκεί ασκήτευαν ανάμεσα στις άλλες δυο τρυφερές νέες, η Πρόκλα και η Φεβρωνία, οι οποίες είχαν ακαταμάχητη ομορφιά, εξωτερική και εσωτερική, σύμφωνα με το βιογράφο τους. Είχαν μελετήσει κάθε βιβλίο της Γραφής και σοφά το μετέδωσαν στις άλλες ώστε η συγκλητική Ιέρεια από ιερό πόθο να ταυτισθεί με τη Φεβρωνία και να γίνουν σχεδόν αχώριστες. Αν και η Φεβρωνία ήταν φτωχή, κρίνεται αξιόλογη νύφη ακόμη και για άρχοντα, απ’ το συγγραφέα του βίου της, εξ’ αιτίας της ομορφιάς και της εσωτερικής της καλλιέργειας.
Όταν η Φεβρωνία οδηγείται στο μαρτύριο, το κόψιμο των μαστών της εξαγριώνει την αδελφική της φίλη Ιέρεια, που ξεσπά απέναντι στον άκαρδο δικαστή, λέγοντάς του τα ακόλουθα λόγια γι’ αυτό το γυναικείο ζωτικό όργανο και σύμβολο θηλυκότητας και μητρότητας: «Δεν γεννήθηκες και συ από γυναίκα; Δεν βύζαξες και συ; Πώς, λοιπόν, ανόσιε μισείς τόσο πολύ το φύλο που σ’ έφερε στη ζωή; Ο Θεός θα δει και θα κρίνει ανάμεσα σε σένα και σ’ αυτήν, ότι αποδείχτηκες πιο άγριος και από τα θηρία».
Β
Ματρώνα η Περγηνή
Συμεών του Μεταφραστή: Η ζωή, η δράση και η άσκηση της οσίας Ματρώνας.
Ο πασίγνωστος στους Βυζαντινολόγους συγγραφέας κάνει μια σχετικά μακροσκελή εισαγωγή μιλώντας για τη γυναικεία φύση σε συσχετισμό με την έννοια της «αγιότητας»: «Όταν επαινείται μια γυναίκα, το πιο αδύνατο πλάσμα της ανθρώπινης φύσης και το πιο δειλό στους σκληρούς κόπους της ζωής, τονώνεται ο έπαινος και στους άνδρες, αφού μπορεί σε όλους να τονώσει την αγάπη στο καλό. Στις γυναίκες, μιας και ανήκουν στο ίδιο γένος, βοηθά να πετύχουν τους ίδιους αγώνες και τις ίδιες αμοιβές, και στους άνδρες να μη φανούν, άνδρες αυτοί, κατώτεροι από τις γυναίκες και πιο άνανδροι στους κόπους».
Ο βίος της Ματρώνας, που συναγωνίσθηκε τους άνδρες στην αρετή και τους ξεπέρασε με τα υπερφυσικά κατορθώματά της, όπως θα δείξουν όσα θα λεχθούν καθώς θα προχωρεί η διήγηση, αποδεικνύει την ισοτιμία της γυναικείας αγιότητας προς την αντίστοιχη ανδρική και την εξίσωση των δυο φύλων, τουλάχιστον στο επίπεδο της θεωρητικής, θεολογικής σκέψης των πρώιμων βυζαντινών χρόνων.
Και ο Συμεών ο Μεταφραστής συνεχίζει την αφήγησή του:
«Υπάρχει μια χώρα, υποταγμένη στην ελληνική εξουσία, στα σύνορα της Κιλικίας και της Ισαυρίας, που λέγεται Παμφυλία. Αυτή ονομάσθηκε έτσι και γιατί γεννά παλικαριά και είναι πολυάνθρωπη, αλλά και γιατί έχει κατοίκους που ήρθαν απ’ όλες τις άλλες πόλεις. Μια πόλη της Παμφυλίας ονομάζεται Πέργη και είναι η πατρίδα που ανέθρεψε τη μακάρια αυτή Ματρώνα. Σ’ αυτήν οι γονείς της έδωσαν μόρφωση και αγωγή που ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο και όταν ήρθε σε ώρα γάμου -ήταν άλλωστε έξοχη και στην ομορφιά- παντρεύεται έναν άντρα όχι από τους πολλούς και τους τυχόντες, που ονομαζόταν Δομετιανός, και γίνεται μητέρα μιας κόρης στην οποία έδωσε αμέσως όνομα, που ταίριαζε με όσα θα συνέβαιναν στο μέλλον. Την ονόμασε Θεοδότη και την αφιέρωσε στον Θεό ακόμη από τα σπάργανα. Αξιέπαινο και επιθυμητό μετά το γάμο της να ζει μετρημένα και ταπεινά και να εφαρμόζει την φιλοκαλία όχι στις ψεύτικες ομορφιές και στα χτενίσματα των μαλλιών, αλλά στον εσωτερικό κόσμο της ψυχής, προσέχοντας να περνάει τη ζωή της με σωφροσύνη και σεμνότητα. Προτίμησε δηλαδή να φυλάξει στον τέλειο βαθμό τον λόγο του αποστόλου Παύλου. Πρέπει, λέει εκείνος, όσοι έχουν γυναίκες να είναι σαν να μην έχουν.
Κάποτε, πηγαίνει στην πρώτη των πόλεων, το Βυζάντιο, μαζί με τον άνδρα της, που τον είχε συνταξιδιώτη και πάντα μαζί της, αλλά όχι και συμμέτοχο στα σχέδιά της και γνώστη όσων είχε αυτή στο νου της. Αυτή που την παρακινούσε στην ανώτερη ζωή ήταν κάποια ευγενής. Όσες μέρες συνέβαιναν αυτά, ο Δομετιανός στενοχωριόταν και έπεφτε σε σκέψεις άπρεπες, λέγοντας ότι δεν βγαίνει σε καλό η συνεχής άσκηση, αλλά ότι, όπως λένε μερικοί, οδηγεί σε αισχρές επιθυμίες και έπαιρνε, όσο μπορούσε, όλα τα μέτρα και δεν την άφηνε να βγει ούτε έξω απ’ το δωμάτιο. Ένας λοιπόν αγώνας άρχιζε ανάμεσα στους δύο. Αυτός να μην της επιτρέπει να ασχολείται με τις ιερές της συνήθειες και αυτή να μην απομακρύνεται από τις ιερές συνάξεις. Αλλά, αν και αυτός δεν συμφωνούσε, στο τέλος και πιέζοντάς τον με πολλά παρακάλια, με κόπο τον πείθει να της δώσει άδεια να κάνει ό,τι επιθυμεί. Έτσι αυτή προσευχήθηκε μια μέρα και όταν βράδιασε και οι φύλακες του ναού παρακινούσαν όλους να βγουν έξω, η οσία, σε μια από τις στοές έξω από τον ναό βρήκε καταφύγιο κοντά σε κάποια Σωσάννα, που ήταν από παλιά γνωστή της. Αυτή, από τη νεαρή της ηλικία ακόμη, διάλεξε μαζί με την παρθενία και τη ζωή την αφιερωμένη στον Θεό. Αργότερα, είδε σε όραμα τον άνδρα της να την καταδιώκει κι αυτή, φεύγοντας, να σώζεται από μερικούς μοναχούς, πράγμα που της έδινε να καταλάβει ότι πρέπει να ζήσει τον μοναχικό βίο σε ανδρικό κοινόβιο. Έτσι θα έμενε άγνωστη και από τον άνδρα της και από τους άλλους. Λοιπόν, αφού κουρεύτηκε σύρριζα και ντύθηκε σαν ευνούχος, πήγε πάλι μαζί με την Ευγενία στον ναό των θείων Αποστόλων.
Η Ματρώνα λοιπόν, αφού προσποιήθηκε ότι είναι ευνούχος, καθώς έχει λεχθεί, και αφού ονόμασε τον εαυτό της Βαβύλα, φθάνει στο μοναστήρι του οσίου Βασιανού. Αφού έγινε δεκτή από τους μοναχούς, αμέσως επιδόθηκε σε πνευματικούς αγώνες, χωρίς να υποκρίνεται την ευλαβή με χλωμάδα στην όψη της και σκυθρωπότητα, αλλά, γνήσια και αληθινά, ζούσε την αρετή και φρόντιζε να κρύβεται με κάθε τρόπο, ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα να εξυψωθεί. Όλοι στο κοινόβιο εξεπλάγησαν, διότι ένας άνδρας, που ήταν μάλιστα και ευνούχος, με τόση σοφία τους καθοδηγούσε, ώστε να την προσέχουν ως δάσκαλό τους, αφού προηγουμένως επεδίωκαν να την μιμηθούν.
Κάποιος μοναχός, επειδή πρόσφατα από ηθοποιός είχε γίνει μοναχός, ζητούσε να του πει η οσία, γιατί έχουν τρυπηθεί και τα δύο αυτιά της. «Είναι δύσκολο πράγμα», έλεγε, «μια γυναίκα να συναναστρέφεται με άνδρες και να προσπαθεί να την θεωρούν εκείνοι άνδρα. Είναι αδύνατο να υποκρίνεται συνέχεια ότι είναι άνδρας χωρίς κάποτε να την καταλάβουν». Τότε ο φιλοπερίεργος μοναχός, πήρε στα χέρια του το ιερό Ευαγγέλιο, το άνοιξε τυχαία και βρήκε εκείνα τα λόγια που αναφέρουν πως η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με προζύμη, που το πήρε μια γυναίκα και το έβαλε μέσα σε τρία «σάτα» αλεύρι, έως ότου ζυμώθηκε ολόκληρο. Μπροστά στη συμβολική αποκάλυψη της ταυτότητάς της η Ματρώνα απάντησε: «Κατέταξα τον εαυτό μου στο ποίμνιό σου όχι γιατί ήθελα να προκαλέσω πειρασμό, αλλά γιατί ήθελα να αποφύγω τον πειρασμό από τα εμπόδια και να ξεφύγω από τις παγίδες του βίου». Κι αυτός με τη σειρά του της αντιλέγει: «Και πως, γυναίκα εσύ, πήγαινες στα ιερά μυστήρια με ακάλυπτο το κεφάλι σου και έδινες άφοβα το στόμα σου στους αδελφούς, όταν γινόταν ο ασπασμός της αγάπης;». Αυτή απάντησε: «Για τα θεία δώρα έκανα την άρρωστη και δεν έβγαζα εντελώς το κάλυμμα από το κεφάλι μου και έτσι πήγαινα να μεταλάβω των αχράντων μυστηρίων. Και τον ασπασμό, που είναι σύμβολο της αγάπης στους αδελφούς, δεν τον απέφευγα, γιατί πίστευα ότι προσφέρω τον εαυτό μου όχι σε στόματα κοινών ανθρώπων, αλλά σε ανθρώπους που επιθυμούν την τελειότητα των αγγέλων».
Αποκάλυψε επίσης ότι περνούσε ολόκληρα βράδια στις κατοικίες των ασκητριών. Και ότι επειδή ο άνδρας της άλλοτε την απειλούσε και άλλοτε την κτυπούσε, ήθελε, ει δυνατόν, να αποφύγει την καταπίεση και την πρόθεση του άνδρα της και ότι ζητούσε κάποιο τρόπο, ώστε και ο άνδρας της να την ξεχάσει και αυτή να πραγματοποιήσει την απόφασή της. Αυτά διηγούνταν και ότι έδωσε την κόρη της στα χέρια της Σωσάννας. Παρ’ όλα αυτά, η «ετυμηγορία» για την ασυνήθιστη, αντισυμβατική, σχεδόν παράταιρη τόλμη της Ματρώνας, είναι σκληρή. Το αρσενικό «στοιχείο», που την κρίνει για την πράξη της, της λέει: «από δω και πέρα αρμόζει ως γυναίκα να βάλεις στο κεφάλι σου κάλυμμα και να περιμένεις έτσι την ουράνια έγκριση».
Και ο Συμεών ο Μεταφραστής συνεχίζει στον ίδιο «κατανυκτικό» τόνο:
«Ο Κύριος, που όλα τα οικονομεί για το συμφέρον μας, μετέθεσε από τη ζωή το παιδί της Ματρώνας και το πήρε κοντά του, για να μη δώσει στον πονηρό αφορμή εναντίον της και μια και είχε γίνει γνωστό πια ότι ήταν γυναίκα, μήπως, με την πρόφαση της φροντίδας για το παιδί της, την αποτρέψει από τη μέριμνα του Κυρίου και σπείρει μέσα στο μυαλό της λογισμούς κοσμικούς. Γι’ αυτό δεν ένιωσε λύπη, αλλά χαρά για το πένθος αυτό και το θεώρησε όχι απώλεια του παιδιού της, αλλά απαλλαγή από τις φροντίδες γι’ αυτό και ξαλάφρωμα»
Ο σύζυγος όμως της Ματρώνας στη συνέχεια την αναζητά και ρίχνει την ευθύνη για την «αποδημία» της απ’ τον κόσμο στους μοναστικούς κύκλους: «Ωραία είναι, μοναχοί, πολύ ωραία τα έργα σας. Γιατί όμως θέλετε εσείς να χωρίζετε άδικα αυτούς που είναι νόμιμα παντρεμένοι; Δώστε μου τη γυναίκα μου, δώστε μου τη νόμιμη σύζυγό μου».
Οι μοναχοί, βέβαια, αντεπιτίθενται, προκειμένου να διατηρήσουν την επιρροή τους στην κοινωνία και τα κεκτημένα τους δικαιώματα: «Πρέπει εμείς πολύ να σκεφτούμε για την αδελφή, που απομακρύνθηκε από μας. Γιατί, αν και ήταν άλλου φύλου, επειδή όμως εντάχθηκε στον κύκλο τον δικό μας, πρέπει να θεωρούμε την απομάκρυνσή της από μας ως αφαίρεση ενός μέλους. Μήπως ο πονηρός, που κάθε μέρα μας πολεμάει, νικήσει τη σταθερότητά της, χρησιμοποιώντας τον άνδρα της ως όργανο μηχανορραφίας;».
Εκείνον τον καιρό, κάποιος γεωργός που εργαζόταν στο χωραφάκι του, έβλεπε επί πολλές ημέρες να βγαίνει από τη γη μια φλόγα και η λάμψη της να είναι συνεχής και να μη σταματάει. Αυτός, λοιπόν, επειδή ως γεωργός δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει βαθύτερα το γεγονός, πήγε και το ανέφερε στον επίσκοπο της πόλης. Ο Επίσκοπος, επειδή από το φαινόμενο αυτό κατάλαβε ότι αυτό που φανερώνεται είναι κάτι σπουδαίο, μαζί με τον κλήρο της δικαιοδοσίας του πήγε στον τόπο αυτό και, όπως έπρεπε, έκανε προσευχή και έδωσε άδεια να σκάψουν τη γη. Έσκαψαν και βρέθηκε μια στάμνα, που δεν έκρυβε μέσα της χρυσάφι ή κάτι άλλο παρόμοιο, που μπορεί να ελκύσει την ψυχή αυτού που αγαπά τα κοσμικά, αλλά έκρυβε ένα πολύτιμο πράγμα που άξιζε για όλα, τη σεβάσμια πράγματι κεφαλή του Ιωάννη του Βαπτιστή.
Επειδή λέγονταν ότι η μονή της Ματρώνας δεν επιτρέπει την είσοδο στους άνδρες, ο άνδρας της - εχθρός της έκρυψε τις προθέσεις του και προσποιούνταν τον ευσεβή και με τη μεσολάβηση μερικών γυναικών απαίτησε να δει τη Ματρώνα, για να πάρει την ευχή της και να την προσκυνήσει. Μετά από αναμονή επτά ημερών κανόνισε να τον συναντήσει ενώπιον των γυναικών σε μια ώρα εύκαιρη.
Η Ματρώνα, όταν συνάντησε τις γυναίκες και κατάλαβε σε πόσο μεγάλη ακτίνα περιτριγυρίζουν όλη εκείνη την περιοχή, παρακολουθώντας σχολαστικά τα ίχνη της, και ότι έγινε γνωστή από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και ότι σε λίγο θα είναι εύκολο να συλληφθεί, και απ’ αυτές απαλλάχτηκε με σοφή επινοητικότητα, ζητώντας να της δοθούν τρεις μόνον μέρες για να πάει στη χερσόνησο του Σινά, υποσχόμενη ότι ύστερα απ’ αυτές θα έρθει γρήγορα και θα συναντήσει αυτόν τον άνδρα.
Η Ματρώνα, φοβούμενη τον «διώκτη» της και ότι είναι πια σχεδόν θήραμά του, στενοχωρήθηκε πολύ κι από τον φόβο της έκανε προσωρινό κατάλυμά της ένα ναό των ειδώλων, που βρισκόταν στη Βηρυτό, επειδή θεώρησε καλύτερο να πέσει στα χέρια δαιμόνων ή θηρίων παρά να πιαστεί στα χέρια του Δομετιανού. Γιατί οι δαίμονες και τα θηρία, αν την πιάσουν, εξάπαντος θα βλάψουν μόνο το σώμα της. Ενώ ο άνδρας της, αν την υποτάξει, θα είναι καταστροφικότερος και από τους δαίμονες και από τα θηρία, γιατί μαζί με το σώμα μπορεί να βλάψει και την ψυχή της, σέρνοντάς την πάλι στα κοσμικά και εγείροντας επάνω της αξιώσεις, επειδή ήταν γυναίκα του. Όμως για κακή της τύχη, όπως ακριβώς συμβαίνει στα παραμύθια...: «άλλωστε είσαι νέα ακόμα και η ομορφιά σου είναι έξοχη και φοβάμαι πολύ για σένα μήπως, επειδή είσαι αξιαγάπητη, γίνει αυτό αφορμή να σε επιθυμήσουν ακόλαστα μάτια και προκληθεί στο σώμα σου καμιά προσβλητική πράξη, επειδή ο τόπος είναι απομονωμένος και δεν υπάρχει κανένας να σε βοηθήσει. Αλλά, αν πεισθείς σε μένα, θα σε οδηγήσω κάτω προς την πόλη, όπου και σπίτι θα βρεις όπως θέλεις και θα ζήσεις όπως σου αρέσει αθόρυβα και δεν θα σου λείπουν καθόλου τα απαραίτητα για να ζήσεις».
Και τη μορφή γριάς ζητιάνας πήρε με δόλο, και φωτιά φαινόταν να βγαίνει από τα μάτια του και έπεφτε στα πόδια της με μανία και θράσος εκφοβίζοντάς την και λέγοντας λόγια παράξενα και αισχρά. «Προς το παρόν θα σε φέρω σε αντιπαράθεση με τους κατοίκους της Βηρυτού, διότι τάχα προσβάλλεις τον ειδωλολατρικό ναό τους και δείχνεις, ότι όσο εξαρτάται από σένα τον παραμελείς».
Εξ αιτίας αυτού και μια γυναίκα ονόματι Σωφρόνη, που ζούσε με σωφροσύνη, όπως έλεγε και το όνομά της, προσηλωμένη στην ειδωλολατρική θρησκεία και μαζί μ’ αυτήν και άλλες που είχαν τις ίδιες δοξασίες, απαρνήθηκαν τους γονείς και τους φίλους και όλα τα κοσμικά, ανέθεσαν τον εαυτό τους στα χέρια της Ματρώνας και τέντωναν τα αυτιά τους, υπάκουες στα λόγια της. Αυτές μάλιστα σε λίγο χρονικό διάστημα αξιώθηκαν να πάρουν απ’ αυτήν το σωτήριο βάπτισμα.
Μια παρθένα ειδωλολάτρισσα, ιέρεια των ειδώλων, η οποία, αφού άκουσε για την οσία περιφρόνησε τους θεούς της, γέμισε με θείο ζήλο και όσα πρόσφεραν στους δαίμονες οι ειδωλολάτρες και προορίζονταν να καταναλωθούν σε ανόσιες θυσίες τα έδωσε στους πτωχούς. Τότε η Ματρώνα παρήγγειλε σε κάποιους συνασκητές της μοναχούς να πάνε να συναντήσουν τον επίσκοπο και να φέρουν μαζί τους έναν ιερέα και έναν διάκονο. Αυτό έγινε πολύ γρήγορα και στους ιερείς, που έφθασαν αμέσως, παρέδωσε την ιέρεια που πήγε κοντά της πρόσφατα, και τους ανέθεσε να την κατηχήσουν, να την βαπτίσουν και να την οδηγήσουν ξανά κοντά της. Τόσο λοιπόν αξιαγάπητη ήταν αυτή στις καρδιές των ακροατών της, αλλά αυτή η ίδια είχε λαχτάρα να συναντήσει πάλι τον Βασιανό. Επειδή αυτός έμενε στη Βασιλεύουσα, στην Κωνσταντινούπολη, και σ’ αυτήν ήταν και ο Δομετιανός, ο άνδρας της, την επιθυμία της την έδιωχνε ο φόβος του άνδρα της, μήπως φτάσει στη Βασιλεύουσα και πέσει στα χέρια του. Γι’ αυτό, μοιρασμένη μέσα της στις δύο αυτές σκέψεις, από τη λαχτάρα να δει τον πνευματικό της πατέρα και από τον φόβο του νόμιμου άνδρα της, σκεπτόταν να πάει μάλλον στην Αλεξάνδρεια, κι αν δεν μπορέσει να πάει εκεί, να πάει στην Αντιόχεια.
Όταν κάποτε έπεσε σε βαθύ ύπνο, είδε τρεις άνδρες. Ο καθένας απ’ αυτούς υποστήριζε ζωηρά τη θέση του και μάλωναν πολύ μεταξύ τους, για το ποιος από τους τρεις έπρεπε να προτιμηθεί να την πάρει για γυναίκα του. Τα ονόματά τους ήταν Αλέξανδρος, Αντίοχος, Κωνσταντίνος. Στον πιο νέο, που λεγόταν Κωνσταντίνος έπεσε ο «κλήρος». Αφού λοιπόν ξύπνησε η αγία και κατάλαβε τι θέλει να πει η ερμηνεία του ονείρου, αποφάσισε να αφήσει το ταξίδι προς την Αλεξάνδρεια ή την Αντιόχεια, δόθηκε ολόκληρη στο ταξίδι για την Κωνσταντινούπολη και έλεγε ότι αυτό αρέσει στο Θεό, που παρουσίασε καθαρά τη φανέρωση όσων ήταν κρυμμένα. Οι άλλοι συνασκητές της, της παρήγγειλαν: «Να φροντίσεις σε ποια χέρια θα μας αφήσεις μετά την αναχώρησή σου». Τότε η αγία ανακοίνωσε αμέσως στον επίσκοπο τα σχετικά μ’ αυτά και του μήνυσε να στείλει κοντά της δυο από τις διακόνισσες, με εγγυημένη την αρετή τους λόγω της ηλικίας τους. Στην Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκε στο ναό της Αγίας Ειρήνης, που ήταν κτισμένος δίπλα στη θάλασσα.
Προ πάντων έκρινε ότι δεν ήταν συμφέρον να κατηγορηθεί ότι εγκατέλειψε τον άνδρα της, εφ’ όσον κάποτε εντάχθηκε στη μοναχική πολιτεία, σκεφτόμενη ότι μπορούσε, μάλιστα, αυτό να γίνει αφορμή σκανδάλου. Η αγία, για να ελαφρύνει τη δύσκολη θέση της, πληροφορεί το Βασιανό ότι υπάρχουν στη Βηρυτό και άλλες αδελφές και ότι θέλουν να έρθουν κοντά της και να ζουν μαζί της. Ο Βασιανός αμέσως στέλνει γράμματα και τα ανακοινώνει αυτά στον επίσκοπο της Βηρυτού και όσες η Ματρώνα ζητούσε ονομαστικώς να έρθουν κοντά της, έδωσε άδεια να αποσταλούν το γρηγορότερο. Αυτές, λοιπόν, αφού στάλθηκαν από τη Βηρυτό και συγκατοίκησαν με τη Ματρώνα, ήταν εξαιρετικά υπάκουες σ’ αυτήν, εφ’ όσον και αυτή παρουσίαζε τον εαυτό της τέλειο υπόδειγμα αρετής. Αυτή η αρετή μιλούσε δημόσια γι’ αυτήν περισσότερο από πολλά στόματα. Σύχναζε κοντά της και η βασίλισσα Βερίνα, η σύζυγος του αυτοκράτορα Λέοντα, και είχε τη γνώμη ότι δεν τιμά τη Ματρώνα με την παρουσία της, αλλά μάλλον τον εαυτό της τιμά μ’ αυτό που κάνει.
Επίσης η σύζυγος του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ανθεμίου, ονόματι Ευφημία, αφού σχετίστηκε με την οσία και από την πείρα της πείσθηκε γι’ αυτήν, της ζήτησε να θεραπεύσει τη γυναίκα που εκείνον τον καιρό παντρεύτηκε τον πατρίκιο Σφοράκιο και είχε πέσει σε βαριά αρρώστια. Αυτή ήρθε σε συνεννόηση με την οσία και της είπε. «Η επίσημη καταγωγή μου, μου έχει εξασφαλίσει κτήματα περιττά και μάλιστα άφθονα σπίτια, μεγάλα και ωραία. Όσα απ’ αυτά θέλεις και τυχαίνει να είναι στην ίδια περιοχή, εγώ είμαι πρόθυμη να σου τα χαρίσω, για να κατοικούν σ’ αυτά πολλές ψυχές που πρόκειται να σωθούν και κυρίως για τη δική μου πνευματική ωφέλεια».
Η αγία, επειδή κατάλαβε με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με τον βιογράφο της, σε πόσες ψυχές θ’ ανοίξει από αυτό θύρα σωτηρίας, συμφώνησε να τα πάρει. Αφού έστειλε και προσκάλεσε τον διάκονο Μάρκελλο και του ανέθεσε την υπόθεση αυτή, τον στέλνει να δει όσα της υποσχέθηκε η άρρωστη να της δώσει.
Αυτός αφού είδε τα σπίτια, επέστρεψε και έλεγε ότι η τοποθεσία είναι κατάλληλη, ότι έχει στα δεξιά τη θάλασσα και από την άλλη μεριά γειτονεύει με το ασκητήριο του Βασιανού και ότι απαιτείται φροντίδα γι’ αυτά όχι λίγη και πρόχειρη, αλλά όσο γίνεται μεγαλύτερη. Δεν είχαν καλά-καλά φτάσει αυτές οι ειδήσεις και η υπόσχεση πραγματοποιήθηκε με γραπτή βεβαίωση της δωρεάς και αμέσως ο Θεός της ανταπέδωσε την ευεργεσία χαρίζοντάς της πλήρη υγεία. Ύστερα περιποιήθηκε γενναιόδωρα τα σπίτια αυτά και πρόσφερε με «ανοιχτό» χέρι όσα χρειάζονταν να ξοδευθούν για την επιδιόρθωση και την τακτοποίησή τους, αφού και «μέχρι σήμερα» όλοι ονομάζουν τα σπίτια αυτά «τα Σευηριανά».
Μεταξύ των γυναικών που εγκαταστάθηκαν στο καινούριο κοινοβιακό συγκρότημα τύχαινε να βρίσκονται και δυο αδελφές, αλλά που δεν σκέπτονταν όπως τα αδέλφια, δηλαδή κατά τον ίδιο τρόπο, και ήταν εντελώς διαφορετικές, ήταν όμως και οι δυο τους καταγόμενες από επίσημο και ξακουστό γένος. Η μία, επειδή αιχμαλωτίστηκε από έρωτα πνευματικό για την αγία, είπε στην άλλη. «εσύ φύγε, εγώ θα μείνω κοντά της, τα ξέχασα όλα και τον άνδρα μου και την οικογένειά μου και τους συγγενείς μου και, για να πω σύμφωνα με τα λόγια του θείου Δαβίδ, «διάλεξα μάλλον να μένω παραπεταμένη σε μια άκρη στον οίκο του Θεού μου, παρά να απολαμβάνω την ευτυχία του κόσμου». Όταν η Αθανασία, αυτό ήταν το όνομά της, τα είπε αυτά στην αδελφή της, δεν τη βρήκε σύμφωνη, αλλά φανερά να αντιλέγει και να υποστηρίζει ότι αυτή η ιστορία είναι εκδήλωση επιπολαιότητας και παράλογου ζήλου, που γρήγορα θα την κάνει να μετανιώσει. Τα έλεγε αυτά παρακινημένη μάλλον από σκέψεις κοσμικές, παρά από φρόνιμα σταθερό, όπως συμπληρώνει ο συγγραφέας. Για να μεταπείσει την αδελφή της, της τονίζει: «Γιατί, αν και μπήκε στο νου σου μέσα ένας θείος πόθος και σε κυρίεψε και δεν σ’ αφήνει, όμως πολλά με εμποδίζουν να σε ενθαρρύνω. Και το νεαρό της ηλικίας σου και το ότι δεν έχεις ασκηθεί στους κόπους και το ότι έχεις γεννηθεί μάλλον για να σε υπηρετούν, παρά για να υπηρετείς εσύ τους άλλους. Και το μεγαλύτερο, το εμπόδιο του άνδρα σου».
Τελικά η Αθανασία γι’ αυτό και «αναχώρησε», κρατώντας σταθερά τον σκοπό αυτόν και την πρόθεσή της και φροντίζοντας να ζει με σωφροσύνη και πνεύμα λιτότητας, όπως τη συμβούλεψε η αγία, θεωρώντας τα αυτά ως προπαιδεία για την ασκητική ζωή. Και μάλιστα, αφού πήγε σε κάποιον από τους αγρούς της και απομονώθηκε από τον σύζυγό της, επεδίωκε να ζει κι αυτή όπως η αγία, «ενθυμούμενη» την τροφή τις ίδιες ώρες με την αγία Ματρώνα και τρώγοντας λιτά, όπως ακριβώς εκείνη, κάνοντας προσευχές πριν και μετά το φαγητό και όσο μπορούσε μιμούμενη και στα άλλα τη μακάρια Ματρώνα.
Ενώ βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση και ζητούσε μια αφορμή για να χωρίσει με ευπρέπεια από τον σύζυγό της, συνέβη κάτι που της έδινε τη δυνατότητα να απαλλαγεί με πολλή αξιοπρέπεια. Γιατί, όταν αυτή έφυγε, όπως είπαμε προηγουμένως, ο σύζυγός της, που ήταν πολυδάπανος και ακόλαστος, χρειαζόταν περισσότερα χρήματα. Επειδή λοιπόν συνέβη να του λείψουν, πείθει τον υπηρέτη να αφαιρέσει κρυφά κάτι από τα κιβώτια της κυρίας και να το φέρει σ’ αυτόν. Πράγμα που έγινε, αλλά δεν ξέφυγε από την προσοχή της υπηρέτριας, που ήταν επιφορτισμένη να φυλάει τα πράγματα της κυρίας. Εκείνη πάλι, αφού τα έμαθε από την υπηρέτρια, άρπαξε αυτή τη λογική πρόφαση και έκανε το παν, για να επιτύχει το διαζύγιο. Τέλος, αφού έπεισε τον άνδρα της και πήρε μαζί της το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας που ανήκε σ’ αυτήν, εμπιστεύεται την ψυχή της στη Ματρώνα. Πηγαίνοντας κοντά της και προσφέροντάς της τα πλούτη της, της είπε. «Πάρε από μένα αυτά και κατέθεσέ τα στα απαραβίαστα θησαυροφυλάκια του Χριστού και μη παραμελήσεις μια ψυχή που κρατιέται από τη δική σου αγία ψυχή και εμπιστεύεται σε σένα όλα τα δικά της».
Η Ματρώνα, απ’ τη μια, επειδή δεν ήθελε τη διαχείριση ως ενοχλητική και αδιάκοπη απασχόληση, κι απ’ την άλλη, επειδή επιδοκίμαζε την ικέτιδα για την εκλογή της, βρισκόταν σε απορία για το τι πρέπει να κάνει. Ανακοινώνει λοιπόν στον Βασιανό την υπόθεση αυτή και, αφού πήρε τη γνώμη του, αποδέχεται την προσφορά και ξοδεύει ένα μέρος της περιουσίας σε έργα για τη μονή. Κάνει περίφραξη με ένα τείχος γύρω από το ασκητήριο και κτίζει τριώροφο οίκημα. Ο πρώτος όροφος, που ήταν και το ισόγειο, ήταν προορισμένος για κοιμητήριο-κοιτώνας των ασκητριών. Ο επόμενος όροφος, ο μεσαίος, που ήταν κατάλληλος για το Χειμώνα και είχε και ναό, ήταν χρήσιμος για τις ιερές συνάξεις του χειμώνα και ο τρίτος και τελευταίος, που ήταν κι αυτός στολισμένος με ωραιότατο ναό, ήταν πολύ καλός για το καλοκαίρι. Αυτά σωζόντουσαν μέχρι τις μέρες του συγγραφέα και διαλαλούσαν για την πολυδάπανη και μεγαλοπρεπή οικοδομή. Σ’ αυτά λοιπόν ξοδεύτηκαν, όπως είπαμε, μερικά από τα περιουσιακά στοιχεία της Αθανασίας. Και τα υπόλοιπα τα μοίρασε στα ασκητήρια των Ιεροσολύμων και σε άλλα φτωχά μοναστήρια και σε όσους γενικά στερούνταν των αναγκαίων. Για όλα αυτά δούλεψε θεάρεστα ο αξιοσέβαστος Μάρκελλος. Η Αθανασία λοιπόν, καθώς λέχθηκε, πέταξε τον πλούτο που κυλάει και χάνεται και αντί αυτού απέκτησε τον άφθαρτο πλούτο. Έζησε δεκαπέντε χρόνια μ’ αυτό το σύστημα και κατόπιν πέρασε θριαμβευτικά στην αιωνιότητα. Στο κοινόβιο, σαν σε ονειρικό όραμα, εμφανίστηκαν, κάποια μέρα του τέλους της επίγειας ζωής της Ματρώνας, μερικές γυναίκες σεμνές και κόσμιες, που έδειχναν στο πρόσωπό τους φανερά τα σημάδια της αρετής και έμοιαζαν να της δείχνουν με το χέρι κάποιο σπίτι πιο μέσα, φτιαγμένο με άρρητο κάλλος, που ούτε να το φτιάξει ανθρώπινο χέρι μπορεί, ούτε γλώσσα ανθρώπου είναι ικανή να το περιγράψει. Και προσκαλούσαν τη Ματρώνα να μπει σ’ αυτό το σπίτι, λέγοντάς της ότι «Είναι δικό σου και ότι έχει ορισθεί για σένα κατ’ εξαίρεση».
Β