Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 
Β 

Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Η τέχνη στην ιστορική της διάσταση

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 4 από 10
επόμενη σελίδα

Βυζαντινά μνημεία. (επιλεκτική παρουσίαση)

Το εντοίχιο ψηφιδωτό – τεχνική δύσκολη και δαπανηρή – θα καθιερωθεί ως το λαμπρότερο μέσο έκφρασης της Χριστιανικής Τέχνης κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης – ζωντανό μουσείο βυζαντινού πολιτισμού – σώζει τα περισσότερα, αρχαιότερα και αντιπροσωπευτικότερα στον ελλαδικό χώρο μνημεία της πρωτοβυζαντινής περιόδου.
Αγ. Γεώργιος (Ροτόντα). Το περίκεντρο μαυσωλείο, που είχε κτίσει ο Γαλέριος στη Θεσ/νίκη, κοντά στο ανάκτορό του και την αψίδα του Θριάμβου του (τέλη 3ου αι.), μετατράπηκε έναν αιώνα αργότερα σε χριστιανικό ναό και αφιερώθηκε στη Θεία Δύναμη (αργότερα στους Αγ. Αγγέλους και τέλος στον Άγ. Γεώργιο). Ο ψηφιδωτός διάκοσμος, που χρονολογείται στον 5ο αιώνα, αποτελεί άριστο δείγμα της πρώιμης βυζαντινής ζωγραφικής. Η κεντρική παράσταση με τον Χριστό-θριαμβευτή, πλαισιωμένο από μορφές προφητών και αποστόλων, δεν σώζεται. Στην κατώτερη ζώνη του τρούλλου, οι μορφές των αγίων μαρτύρων στέκουν με επίσημη επιβλητικότητα αλλά και έκφραση γεμάτη ζωντάνια. Λαμπρά αρχιτεκτονήματα περιβάλλουν τις μορφές: αν και προσομοιάζουν όψεις ανακτόρων (σε σκηνογραφίες ελληνιστικών θεάτρων), ο συμβολισμός παραπέμπει στην Ουράνειον Ιερουσαλήμ.
Rotonda: Λιτότητα στα εκφραστικά μέσα και απόκοσμο μεγαλείο...
Όσιος Δαυίδ (Μονή Λατόμου). Σε ανάλογη με του προηγουμένου μνημείου ατμόσφαιρα, αν και σε κλίμακα πολύ μικρότερη, μας μεταφέρει το θαυμάσιο ψηφιδωτό, στην κόγχη του παλαιοχριστιανικού ναού του Οσίου Δαβίδ, της Μονής Λατόμου στη Θεσ/νίκη.
Εμπνευσμένο από αντίστοιχες οπτασίες των οραματιστών προφητών Ιεζεκιήλ και Αββακούμ, απεικονίζει την αποκάλυψη του μεγαλείου του Θεού (Θεοφάνεια). Στα χρόνια της Εικονομαχίας, το ψηφιδωτό σκεπάστηκε με δέρμα βοδιού και επιχρίσθηκε με κονίαμα, για να προστατευθεί. Ένας σεισμός, στις αρχές του 9ου αι., αποκαλύπτει το ψηφιδωτό με την παράσταση της Θεοφανείας στα έκπληκτα μάτια ενός μοναχού. Από τότε ο ναός αφιερώνεται στο Σωτήρα Χριστό. (Η απόδοση στον όσιο Δαβίδ έγινε στον αιώνα μας, μιας και το παρελθόν του ναού είχε ξεχαστεί). Η παράσταση είναι μοναδική, τόσο ως εικονογραφική σύλληψη όσο και ως καλλιτεχνική εκτέλεση, καθιστώντας το μικρό ναό ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της χριστιανικής Ανατολής. Στο κέντρο εικονίζεται ο Χριστός, ντυμένος την πορφύρα. Με έκφραση ρωμαίου αυτοκράτορα στο νεανικό, αγένειο πρόσωπό του, κάθεται πάνω σε ουράνιο τόξο, μέσα σε φωτεινή «δόξα», ενώ τον περιστοιχίζουν τα σύμβολα των τεσσάρων ευαγγελιστών. Κάτω χαμηλά, οι τέσσερις ποταμοί του Παραδείσου. Και στα δυο άκρα, οι προφήτες. Η αλλόκοσμη μορφή του προφήτη Ιεζεκιήλ, αντιδιαστέλλεται έντονα στο κυριαρχικό και ήρεμο μεγαλείο του Θεανθρώπου.
Η παράσταση αυτή, με τον έντονα οραματικό της χαρακτήρα και την καινούργια, «καθαρά βυζαντινή γλώσσα της συγκεντρωμένης σοβαρότητας» (Delvoye), έρχεται να προσθέσει «ένα νέο ρίγος στη μέχρι τότε εικονογραφία της Βυζαντινής Τέχνης», παρατηρεί ο βυζαντινολόγος Τίτος Παπαμαστοράκης.
Μονή Σινά. Στον μεγαλόπρεπο και «απαράκλητο» βραχώδη τόπο, όπου ο θεόπτης Μωϋσής εισέδυσε στο «γνόφο» της θεϊκής αγνωσίας και της κρυφιομύστου σιγής, έχουν διασωθεί μερικά από τα πιο λαμπρά δείγματα της βυζαντινής Τέχνης, όλων των εποχών. Οι κηρόχυτες εικόνες (εγκαυστική τεχνική) είναι μοναδικές στο είδος τους - με τη φρεσκάδα (χρωματική καθαρότητα, λαμπρότητα & αντοχή) του χρησιμοποιηθέντος τεχνικού μέσου, την αμεσότητα της έκφρασης (θυμίζουν πολύ τα πορτραίτα Φαγιούμ), και την επιβλητικότητα του συνόλου. Στην αψίδα του Καθολικού δεσπόζει η ψηφιδωτή παράσταση της Μεταμόρφωσης (περ. 560 μ.Χ.): τα εύρωστα, συμπαγή σώματα των προφητών και αποστόλων στροβιλίζονται μέσα στο αχανές χρυσό βάθος, γύρω από την κεντρική μορφή του Χριστού, αποκομμένα εντελώς από τον γήινο χώρο, που δηλώνεται υποτυπωδώς. Συνθετική δύναμη & προχωρημένη αφαιρετική γλώσσα με μεταφυσικές προεκτάσεις...
Μαυσωλείο της Galla Placidia. Στη Ραβέννα της βόρειας Ιταλίας, το μαυσωλείο που έχτισε η Γάλλα Πλακιδία (αδελφή του αυτοκράτορα Ονωρίου), στολίστηκε ολόκληρο με λαμπρά ψηφιδωτά σε μπλε βάθος. Τα θέματα διακατέχει έντονο θριαμβευτικό πνεύμα, που συμβολίζει τη νίκη της χριστιανικής Εκκλησίας. Η παράσταση του Καλού Ποιμένα είναι ίσως η πιο γνωστή. Ιδιαίτερα συνηθισμένο στη ζωγραφική των Κατακομβών το ειδυλλιακό αυτό θέμα, διαποτίζεται εδώ με αυτοκρατορικό μεγαλείο: ο Χριστός, με πορφυρό ιμάτιο και χρυσό χιτώνα, κρατά – αντί για τον ποιμενικό αυλό – ένα μεγάλο σταυρό. Η όλη σύνθεση χαρακτηρίζεται από σχεδιαστική άνεση και ελληνιστική χάρη (5ος αι.).

Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης

Ο Βυζαντινός Κλασσικισμός

Α΄ φάση (9ος – 11ος αι.).
Μετά τη μακροχρόνια περίοδο της Εικονομαχίας (727-843), η οποία ανέκοψε την εξέλιξη της αγιογραφίας (υποκαθιστώντας την θεολογικά διδακτική ιστόρηση των ναών με παρακμιακούς «ανεικονικούς διακόσμους»), ο τελικός θρίαμβος της Ορθοδοξίας (843) ανοίγει νέους ορίζοντες στην ανατολική χριστιανική Τέχνη. Η πολιτική δύναμη της αυτοκρατορίας, η οικονομική ακμή και η κοινωνική γαλήνη γίνονται το σταθερό πλαίσιο που επιτρέπει στην Εκκλησία να καθορίσει τις βασικές αρχές ενός συγκροτημένου εικονογραφικού προγράμματος στην ιστόρηση των ναών.
Μετά από μια περίοδο αβεβαιότητας και δικαιολογημένης έλλειψης πείρας, οι βυζαντινοί ζωγράφοι μπόρεσαν σύντομα να ξαναδιδαχτούν τις αρχές και το θεματολόγιο της ορθόδοξης εικονογραφίας και -με τη διαρκή κρατική υποστήριξη και τη γενικότερη λαϊκή αποδοχή- κατάφεραν να αναδείξουν τη διδακτική ιστόρηση του ναού σε υψηλή εικαστική τέχνη.
Ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη οι μνήμες και οι αξίες του κλασσικού παρελθόντος -σύμφωνα με τις οποίες το εξωτερικό, σωματικό κάλλος της μορφής αντιστοιχεί στην ψυχική και πνευματική ομορφιά- φαίνεται πως έμειναν αλώβητες σε όλη τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Το μαρτυρούν τα θαυμάσια Κωνσταντινουπολίτικα χειρόγραφα του 9ου και 10ου αιώνα, καθώς και τα λιγοστά αλλά ανυπέρβλητου κάλλους δείγματα μνημειακής τέχνης (ψηφιδωτά), που διασώθηκαν στην κόγχη της Αγίας Σοφίας.
Στον 11ο αιώνα, τα χαρακτηριστικά της μνημειακής ζωγραφικής συνοψίζονται στον ψηφιδωτό διάκοσμο τεσσάρων μνημείων: του Οσίου Λουκά στη Φωκίδα (1011-1015), της Αγ. Σοφίας στο Κίεβο (1037-1043), της Νέας Μονής στη Χίο (1042-1085) και της Μονής Δαφνίου στην Αττική (1080-1100).

Μονή Οσίου Λουκά.
Στις δυτικές πλαγιές του Ελικώνα, όχι μακριά από τους Δελφούς και πολύ κοντά στα ερείπια της ακρόπολης του αρχαίου Στειρίου, σώζεται το μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο μοναστηριακό συγκρότημα του 11ου αι. στην Ελλάδα.
Χτισμένο με αρχαία υλικά, στη θέση όπου ενταφιάστηκε το λείψανο ενός τοπικού οσίου - του μυροβλήτου, ιαματικού και προορατικού ασκητού Λουκά του Στειριώτου (+953) - δεσπόζει στη γύρω περιοχή με τους επιβλητικούς και αρμονικούς όγκους των δύο εκκλησιών του. (Η προφητεία του οσίου για την ανακατάληψη από τους Βυζαντινούς της Κρήτης επαληθεύτηκε λίγα χρόνια μετά την κοίμησή του και είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των δωρεών προς τη Μονή, από τους άρχοντες του τόπου και κυρίως της Βασιλεύουσας).
Η αρχαιότερη εκκλησία, αφιερωμένη στην Παναγία, έχει μικρότερες διαστάσεις και χρονολογείται στα τέλη του 10ου αιώνα. Σταυροειδής τετρακιόνιος ναός, με κομψές αναλογίες και ραδινό τρούλλο, ωραία πλινθοπερίβλητη τοιχοποιία με ψευδοκουφικό διάκοσμο, θα γίνει σύντομα αρχιτεκτονικό πρότυπο για τον ελλαδικό χώρο.
Ο μεγαλύτερος ναός (το καθολικό) χτίστηκε στις αρχές του 11ου αιώνα, για να στεγάσει το θαυματουργό λείψανο του οσίου. Διώροφη συμπαγής κατασκευή με πλατύ τρούλλο και υπόγεια κρύπτη, αποτέλεσε το πρότυπο νέου αρχιτεκτονικού τύπου – γνωστού ως ελλαδικού οκταγωνικού – που συναντάμε στον 11ο αι. και σε άλλους, μικρότερους αλλά σημαντικούς, ναούς (Νέα Μονή Χίου, Δαφνί, Αγ. Σωτήρα Λυκοδήμου, κ.α.).
Η πρώτη εντύπωση της βαριάς μεγαλοπρέπειας, που προκαλεί η στιβαρή εξωτερική μορφή του ναού, χάνεται ολότελα στο αντίκρυσμα του εσωτερικού του – όπου το παιχνίδισμα του μυσταγωγικά εισερχομένου φωτός πάνω στις πολύχρωμες επιφάνειες των επενδυμένων με θαυμάσια μάρμαρα και περίλαμπρα ψηφιδωτά τοίχων, δημιουργεί ένα «αίσθημα θείας ευρυχωρίας», ξεπερνώντας κάθε άλλο – αρχαιότερο ή μεταγενέστερο – ναό του ελλαδικού χώρου.
Η άριστα σωζόμενη εικονογράφηση του ναού παρουσιάζει σπουδαίο θεολογικό ενδιαφέρον, καθώς καθορίζεται από την κεντρική θέση του λειψάνου στο ναό και τον χαρακτήρα του «μαρτυρίου», που πήρε γι’ αυτό. Η επιλογή και η διάταξη των σκηνών δεν είναι τυχαία, ούτε και η παράταξη τόσων μεμονωμένων μορφών, αλλ’ ακολουθούν μία λογική, με ιδιαίτερη σημασία, αλληλουχία.
Εκείνο όμως που προσδίνει στο ναό τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα, είναι η μοναδική λαμπρότητα αυτής της διακόσμησης, στην οποία η τραχύτητα και η αυστηρότητα του μοναστικού επαρχιακού ύφους συναντάται με την άκρατη λιτότητα και την ιερατική μεγαλοπρέπεια της Βασιλεύουσας. Οι άκαμπτες στάσεις των κοντόχονδρων, συχνά, σωμάτων διαπνέονται από την πιο μεγάλη ηρεμία (Delvoye). Τα πρόσωπα στις συνθέσεις έχουν περιορισθεί στα απολύτως απαραίτητα (για παράδειγμα στη Σταύρωση και στην Ανάσταση). Το φυσικό τοπίο δηλώνεται ελάχιστα και πάντα με ακραία σχηματοποίηση. Όλα μοιάζουν να πλέουν σ’ ένα ατέλειωτο χρυσό βάθος. «Ο χώρος δεν υπάρχει πίσω από τα πρόσωπα, υπάρχει μπροστά τους, έτσι που ο πιστός να νιώθει πώς συμπεριλαμβάνεται κι ο ίδιος» (Delvoye).
Τα χρώματα είναι έντονα αλλά λιγοστά, ένας έντονος «γραμμισμός» κυριαρχεί στο αδρό σχέδιο. Όπως σωστά ειπώθηκε, «η επιθυμία της υπερβατικότητας απομακρύνει τη φροντίδα για νατουραλιστική ομορφιά. Ο Όσιος Λουκάς υπήρξε ένα από τα τελευταία αντιπροσωπευτικά δείγματα της συστηματικής αυστηρότητας που θριάμβευσε στον βυζαντινό πολιτισμό την εποχή της δεσποτικής μοναρχίας των Μακεδόνων αυτοκρατόρων».

Νέα Μονή.
Άλλο πνεύμα εκφράζει η ψηφιδωτή διακόσμηση στη Νέα Μονή της Χίου (περ. 1042-1048). Αν και οι στάσεις των μορφών διατηρούν ακόμα την αυστηρότητα & ακαμψία των αρχών του αιώνα, ωστόσο διακρίνει κανείς στην απόδοση των φυσιογνωμιών μία προσπάθεια ψυχογραφικής αποτύπωσης. Οι έντονες και τολμηρές φωτοσκιάσεις αποτελούν επιδράσεις του νεοκλασικού πνεύματος που διαπνέει αυτή την εποχή τη βυζαντινή πνευματική και καλλιτεχνική ζωή.

Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης

Η τέχνη της εποχής των Παλαιολόγων (1261-1453 μ.Χ.).

- Μνημειώδης ζωγραφική-> Υιοθετεί τις μεθόδους των φορητών εικόνων.
α. Τοιχογραφία: αντικαθιστά το ψηφιδωτό. Νέα θέματα απ’ τον ευαγγελικό κύκλο, το βίο της Παναγίας, τον Ακάθιστο Ύμνο και τους βίους των Αγίων.
- Έμπνευση απ’ τις μικρογραφίες (δέντρα, βράχοι, αρχιτεκτονήματα).
- Οι ζωγράφοι για πρώτη φορά υπογράφουν τα έργα τους.
β. Ψηφιδωτά: Στη Μονή της Χώρας στην Κων/πολη (αρχές 14ου αι.). – Τοιχογραφίες στο κοιμητηριακό παρεκκλήσι της ίδιας Μονής. Όλα τα έργα στη Μονή της Χώρας εκτελέστηκαν με έξοδα του μεγάλου Λογοθέτη Θεόδωρου Μετοχίτη (αριστοκρατικοί και λόγιοι κύκλοι της πρωτεύουσας).
- Μιστράς- Παλαιολόγοι -> Στενοί δεσμοί με την Κων/πολη (Παντάνασσα, Άγιοι Θεόδωροι, Αφεντικό, Άγιος Δημήτριος).
Θεσ/νίκη (Τεχνοτροπία της Κων/πολης): Άγιος Ευθύμιος, Άγιος Δημήτριος, Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός, Άγιοι Απόστολοι.
- Ζωγράφος Καλλιέργης απ’ τη Θεσ/νίκη -> Εκκλησία του Χριστού στη Βέροια.
- Μανουήλ Πανσέληνος: Ζωγράφος του Πρωτάτου στο Άγιον Όρος.
- Μιχαήλ Αστραπάς και Ευτύχιος: Αγιογράφησαν πολλές εκκλησίες στη Σερβία.
- «Σχολές»:
α. Κων/πολης
β. Θεσ/νίκης
γ. Επαρχιακά εργαστήρια στα Βαλκάνια.

Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης

Φύλλις Β. Όουτς, Ιστορία του επίπλου στη Δύση (εξέλιξη, τεχνικές και στυλ απ’ την Αρχαία Αίγυπτο μέχρι σήμερα), εκδ. φόρμα. 1979,1981. (απόσπασμα)

«Στην αρχαία Ελλάδα οι κουρτίνες και τα μαξιλάρια, οι χρωματιστοί τοίχοι και τα μωσαϊκά δάπεδα έδιναν μια πρόσθετη εντύπωση πλούτου.
Ανάκλιντρα ή κρεβάτια για ύπνο υπήρχαν και στο υπόλοιπο σπίτι. Τα καθίσματα ποίκιλαν, από τα φορητά πτυσσόμενα σκαμνιά, μέχρι την επίσημη στητή καρέκλα τα μπράτσα, που λεγόταν θρόνος. Οι θρόνοι, τα καθίσματα των θεοτήτων ή των διακεκριμένων ανθρώπων, ήταν πλούσια στολισμένοι με πολύτιμες ψηφίδες, σε μοναδικές συνθέσεις από φοίνικες, ρόδακες και έλικες ή περίτεχνα σκαλισμένοι με τρόπο γλυπτικό. Υπήρχαν θρόνοι με ψηλή πλάτη, ή και χωρίς καθόλου πλάτη, με μπράτσα ή χωρίς μπράτσα.
Μια από τις πιο όμορφες και γνωστές καρέκλες που έφτιαξαν οι Έλληνες, ήταν μια κομψή καρέκλα με όμορφες αναλογίες, καμπυλωμένη την πλάτη στο ύψος των ώμων, πόδια που έμοιαζαν με σπαθιά και πλεχτό κάθισμα. Μετά τον 5ο αιώνα π.Χ., έγινε μία καρέκλα άχαρη, με βαθιά, βαριά πλάτη. Από μια μεγάλη ποικιλία σκαμνιών, προτιμούσαν ιδιαίτερα τον δίφρο οκλαδία, ένα ελαφρά πτυσσόμενο σκαμνί, που ήταν εύκολο να το μεταφέρουν οι δούλοι όποτε ήθελε να το χρησιμοποιήσει ο κύριός τους. Συνήθως είχε πόδια ζώου, σταυρωτά, καμπυλωμένα, που άλλοτε απέληγαν σε οπλές στραμμένες προς τα έξω κι άλλοτε σε πόδια λιονταριού στραμμένα προς τα μέσα. Ο δίφρος, ένα άλλο σκαμνί με πλατιά χρήση, είχε τέσσερα τορνευτά πόδια, που καμιά φορά ενισχύονταν με τραβέρσες. Υπήρχαν και πολλά χαμηλά σκαμνιά που συμπλήρωναν τα ανάκλιντρα ή τις καρέκλες και που συχνά στηρίζονταν σε μικρά καμπυλωμένα πόδια ζώων με νύχια λιονταριού.
Μεγάλες γερές κασέλες, που έμοιαζαν με τις παλιότερες Αιγυπτιακές, χρησιμοποιούνταν ακόμη, για κάθε είδους αποθήκευση. Ντουλάπες και σιφονιέρες δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί και όσα αντικείμενα δεν ήταν άμεσης χρήσης, κρέμονταν στους τοίχους, στην κουζίνα ή στα καθημερινά δωμάτια. Τα τρόφιμα φυλάσσονταν σε στάμνες ή μεγάλα δοχεία. Οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν μία ποικιλία μικρών κουτιών και για τα μικροπράματά τους, τους καθρέφτες, τα κοσμήματα, τα κεντήματα μαλλί που έγνεθαν, τα παιχνίδια και τα υπόλοιπα μικροαντικείμενα του νοικοκυριού.
Οι μακεδόνες εισέβαλαν και ανέλαβαν τον έλεγχο της Ελλάδας στα μέσα του π.Χ. αιώνα. Με μια εκπληκτική εκστρατεία, ο αρχηγός τους Αλέξανδρος κατέκτησε όλα τα εδάφη, από την Ελλάδα μέχρι την Ινδία. Η Ελληνική τέχνη ακολούθησε τα βήματα και τα πρότυπα της κλασσικής περιόδου κι έγινε η εικονογραφημένη γλώσσα ενός μεγάλου μέρους του γνωστού τότε κόσμου, που έζησε ακόμη και μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, όταν η αυτοκρατορία κατέρρευσε και διασπάστηκε σ’ ένα μεγάλο αριθμό εμπόλεμων πόλεων-κρατών. Η ενότητα αποκαταστάθηκε στα τέλη του δευτέρου αιώνα π.Χ. όταν ανέλαβαν τον έλεγχο της περιοχής οι Ρωμαίοι ιδρύοντας επαρχίες γύρω από ολόκληρη τη Μεσόγειο. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν κράτος ενιαίο, που εκτεινόταν από τον Ατλαντικό μέχρι τον Ευφράτη, τη Μαύρη θάλασσα, το Δούναβη και το Ρήνο κι από τη Βόρεια θάλασσα μέχρι τη Σαχάρα και τις Αραβικές ερήμους.
Οι Ρωμαίοι εκτίμησαν και διατήρησαν τα πολιτιστικά και διανοητικά επιτεύγματα του Ελληνικού κόσμου που κατέκτησαν κι έγιναν οι μεγάλοι προστάτες της τέχνης του αρχαίου κόσμου. Στόλισαν τα σπίτια και τους κήπους τους με παλιά και σύγχρονα διακοσμητικά και χρηστικά μέσα. Στη Ρώμη διασώζονται αρχοντικά και μέγαρα πολλών μέτρων, με μια κύρια αίθουσα υποδοχής μήκους 15 μέτρων. Στην Πομπηία, τη μοναδική πόλη που είχε ιαματικά λουτρά και ήταν εμπορικό κέντρο, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν αρχοντικά, με μωσαϊκά δάπεδα, τοιχογραφίες, αυλές με κιονοστοιχίες και νερό, δωμάτια με θέρμανση κι αποχωρητήρια και παράθυρα που είχαν φοβερά ωραία θέα. Οι Ρωμαίοι δεν ενδιαφέρονταν και πολύ για την εξωτερική εμφάνιση των σπιτιών και των επαύλεών τους. Δεν είχαν παράθυρα προς το δρόμο και καμιά φορά, χρησιμοποιούσαν και τις δύο πλευρές της εισόδου για καταστήματα. Αυτό το εσωστρεφές σπίτι έμοιαζε σαν δύο τετράγωνα κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Το πρώτο τετράγωνο αποτελούσε ένα ψηλό atrium, που στέγαζε τον οικογενειακό βωμό και τα προγονικά αγάλματα και χρησιμοποιούταν το μισό σαν αυλή και τ’ άλλο μισό σαν αίθουσα υποδοχής, στο κέντρο της, με το impluvium από κάτω για να μαζεύει τα νερά της βροχής βρισκόταν το ιδιωτικό κομμάτι του σπιτιού με το περιστύλιο, που πλαισίωναν κολόνες και συχνά στολιζόταν μ’ αγάλματα, λίμνες και σιντριβάνια. Στο πάνω πάτωμα βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια, οι αίθουσες υποδοχής, η κουζίνα. Η οικογένεια πέρναγε την περισσότερη ώρα της στο περιστύλιο και γευμάτιζε στο ύπαιθρο, γύρω από ένα πέτρινο τραπέζι. Εκεί υπήρχε συνήθως μικρός κήπος, όταν όμως το σπίτι είχε μεγαλύτερες διαστάσεις, ο κήπος βρισκόταν στο πίσω μέρος.
Τα σπίτια είχαν λιγοστά έπιπλα: κρεβάτια, τραπέζια, καρέκλες, ανάκλιντρα, κηροπήγια και κασέλες παρέμεναν τα βασικά. Οι μορφές των επίπλων ήταν απλές, στα πλούσια όμως σπίτια η διακόσμηση ήταν περίτεχνη. Τα δωμάτια πλουτίζονταν με τοιχογραφίες, που συχνά απεικόνιζαν σκηνές από την Ελληνική μυθολογία, και μωσαϊκά δάπεδα. Πολύχρωμες κουρτίνες, άφθονα μαξιλάρια και καλύμματα πρόσθεταν στη γενική εντύπωση. Ακόμη και στις επαρχίες τα σπίτια διέθεταν κάποιο μέσο επίπεδο ανέσεων.
Για τα οικογενειακά γεύματα χρησιμοποιούσαν ένα μικρό δωμάτιο. Οι πλούσιοι διέθεταν για τις συνεστιάσεις τους μια μεγάλη, επίσημη αίθουσα το triclinium. Το συμπόσιο ήταν το σημαντικότερο γεγονός της Ρωμαϊκής κοινωνίας. Ρωμαίος οικοδεσπότης προσκαλούσε συνήθως τρεις ως εννιά φιλοξενούμενους. Τις πιο πολλές φορές υπήρχαν τρία ανάκλιντρα, αρκετά ευρύχωρα, για να χωρά το καθένα τρεις ανθρώπους μισοξαπλωμένους. Άλλοτε πάλι, υπήρχε ένας ημικυκλικός καναπές, που λεγόταν sigma, για έξι, εφτά ή οχτώ άτομα. Οι καλεσμένοι, έβγαζαν τα παπούτσια τους, ξάπλωναν στα ανάκλιντρα στον αριστερό τους αγκώνα γύρω από στρογγυλά κινητά τραπέζια. Κάθε καλεσμένος είχε στη διάθεσή του υπηρέτη, που του έπλενε τα χέρια, τον σέρβιρε και του έφεγγε μέχρι το πέρας του γεύματος. Τα μπρούτζινα ή ασημένια κηροπήγια, τοποθετημένα σε κατάλληλη θέση για να φωτίζουν την αίθουσα του φαγητού κι ένας καινούργιος τύπος κονσόλας, ήταν ίσως τα μοναδικά καινούργια έπιπλα που εμφανίστηκαν σ’ αυτή την περίοδο. Η κονσόλα στηριζόταν σε τρία πόδια κι έμπαινε στον τοίχο. Ένα νεωτερισμός ήταν ένα μεγαλύτερο τραπέζι, με μια μεγάλη ξύλινη ή μαρμάρινη επιφάνεια, που στηριζόταν σε μια περίτεχνα σκαλισμένη μαρμάρινη βάση, διακοσμημένη με γρυπαετούς κι άλλα μυθικά ζώα, και που χρησιμοποιούταν σαν τραπέζι για κάθισμα. Επίσης πολύ συνηθισμένα ήταν τα μεταλλικά τρίποδα που στήριζαν τους δίσκους.
Παρόλο που ο Ελληνικός τύπος ανακλίντρου βρισκόταν ακόμη σε χρήση, στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα εμφανίστηκε ένα χαρακτηριστικό Ρωμαϊκό ανάκλιντρο, με ψηλή πλάτη και πλευρά και μ’ ένα χοντρό στρώμα. Χρησιμοποιούνταν επίσης χαμηλά υποπόδια με μαξιλάρια, καρέκλες και σκαμνιά. Τα Ρωμαϊκά σκαμνιά και καθίσματα βασίζονταν σε Ελληνικά πρότυπα. Οι γυναίκες, ιδιαίτερα για την τουαλέτα τους, προτιμούσαν μια πιο λεπτοδουλεμένη καρέκλα που είχε στρογγυλευμένη πλάτη. Μερικά πτυσσόμενα σκαμνιά φτιάχνονταν από μπρούτζο ή από σίδερο. Η καρέκλα curule ήταν ένας τύπος πτυσσόμενου σκαμνιού, που χρησιμοποιούσαν οι ανώτατοι δικαστικοί. Είχε καμπυλωμένα πόδια και διακοσμητικά ένθετα από φίλντισι, δίπλωνε, κι έτσι μπορούσε εύκολα να τη μεταφέρει κάποιος υπηρέτης ή να μπει σ’ ένα άρμα.
Έπιπλα που βασίζονταν σε Ρωμαϊκά πρότυπα κατασκευάζονταν από τους τεχνίτες σ’ ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Ρωμαϊκά μεταλλικά πτυσσόμενα σκαμνιά βρέθηκαν σε τάφους στη Βρετανία και το Βέλγιο. Σιδερένια εργαλεία που βρέθηκαν σε ανασκαφές θυμίζουν πολύ αυτά που χρησιμοποιούνται και σήμερα. Οι Ρωμαίοι εισήγαγαν αρκετές καινοτομίες στην κατασκευή των πριονιών, βάζοντας τους τα δόντια εναλλάξ δεξιά και αριστερά, μπορούσαν πια να χρησιμοποιούν το πριόνι και προς τις δύο διευθύνσεις. Εμφανίστηκαν ακόμη οι κορδέλες σε διάφορα μεγέθη και διαδόθηκε πλατιά η χρήση της πλάνης.
Παρ’ όλη τη φαινομενική ευημερία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διέσπειρε το εργατικό δυναμικό και τους πόρους της, ενώ αντίθετα δεν προωθήθηκε η τεχνολογία που θα μπορούσε να αντισταθμίσει αυτή την κατάσταση. Οι κοινωνικές ανισότητες και οι ψηλοί φόροι, για τη συντήρηση του στρατού, των διοικητών και των πολυδάπανων προγραμμάτων της Ρώμης, προκάλεσαν αναταραχές. Μέχρι το 250 μ.Χ. η Αυτοκρατορία είχε κιόλας αποδυναμωθεί, 150 χρόνια πριν έρθουν από το Βορρά οι βάρβαροι, που, όπως συνήθως λέγεται, συντέλεσαν στην πτώση της κι οδήγησαν την Ευρώπη στη Σκοτεινή Εποχή.

Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης

Βυζάντιο, πρώιμος μεσαίωνας και Γοτθική Ευρώπη.

Το 330 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας τη Ρώμη στο Βυζάντιο, μια Ελληνική πόλη στις ακτές του Βοσπόρου, που τη μετονόμασε Κωνσταντινούπολη. Το όνομα «Βυζάντιο» συνήθως χρησιμοποιείται για ολόκληρο το ανατολικό κομμάτι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπό την κυριαρχία του Κωνσταντίνου και των διαδόχων του, η Κωνσταντινούπολη έγινε ένας εκλεπτυσμένος διάδοχος της Ρώμης. Η πόλη ήταν ένα υβρίδιο - ανάμεσα σε Δύση κι Ανατολή, λειτουργούσε σα μια καινούργια Ρώμη, με Ρωμαϊκή άρχουσα τάξη, με ελληνόφωνο πληθυσμό, και μάλιστα πολλούς ανατολίτες, και με θρησκεία τη νέα Χριστιανική πίστη. Απ’ το ιδιόρρυθμο αυτό μείγμα αναπτύχθηκε ένας δυναμικός πολιτισμός, μια μοναδική μορφή τέχνης.
Στο απόγειό της τον 6ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη ήταν το κέντρο μιας τεράστιας αυτοκρατορίας που εξουσίαζε Βόρεια Αφρική, Αίγυπτο, Συρία, Αρμενία, Μικρά Ασία, Σικελία, τμήματα της Ιταλίας και της Ισπανίας. Παρόλο που τα σύνορα δεν ήταν σταθερά, η τέχνη ολόκληρης αυτής της περιοχής παρέμεινε ουσιαστικά Βυζαντινή στο χαρακτήρα για περισσότερα από χίλια χρόνια και η επίδραση της απλώθηκε κι ακόμη παραπέρα. Ακόμη και στη Σκωτία και την Ιρλανδία, μπορεί να βρεθούν Βυζαντινά μοτίβα αναμεμειγμένα με τα Κελτικά.
Στο επίκεντρο των εμπορικών δρόμων, η Κωνσταντινούπολη έγινε το σημαντικότερο εμπορικό, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της εποχής. Επίσης ήταν το κατεξοχήν κέντρο τέχνης, συγκεντρώνοντας και υποστηρίζοντας τους πιο χαρισματικούς καλλιτέχνες και τεχνίτες όλων των ειδών. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες ήταν προστάτες και συλλέκτες των έργων τέχνης και τα ανάκτορα τους ήταν θαυμάσια επιπλωμένα. Τα εργοστάσια και τα εργαστήρια των τεχνιτών βρίσκονταν μέσα στα τείχη του μεγάλου Ανάκτορου των Αυτοκρατόρων κι ήταν ξακουστά για το ελεφαντόδοντο, τη μεταλλοτεχνία, τα σμάλτα και τα κεντήματα τους. Εδώ επίσης παράγονταν και τα περίφημα μεταξωτά που χρησιμοποιούσε η βασιλική οικογένεια και οι πλούσιοι για τα ρούχα και τις κουρτίνες τους.
Τα σπίτια των πλουσίων στην πόλη ήταν στραμμένα προς τα μέσα και χτίζονταν γύρω από μια κεντρική αίθουσα υποδοχής που ανήκε στους άνδρες του σπιτιού. Τα τρία δωμάτια του πρώτου ορόφου ανήκαν κι αυτά στους άντρες. Γυναίκες, παιδιά, υπηρέτες ζούσαν στο δεύτερο όροφο.
Δυστυχώς δε σώζονται οικιακά έπιπλα και οι μόνες μαρτυρίες που έχουμε δίνονται από εικονογραφήσεις της περιόδου αυτής - χειρόγραφες διακοσμήσεις, ελεφαντόδοντο, τοιχογραφίες και μωσαϊκά. Τα ψηφιδωτά, η μεγάλη τέχνη του Βυζαντίου, μας δίνουν κι αυτά πολλές πληροφορίες.
Υπήρχαν αρχοντικά που ήταν επιπλωμένα με άνεση και πλούτο, άφθονα μαξιλάρια, κουρτίνες και υφαντά στρωσίδια. Τα ψηφιδωτά δείχνουν καθαρά την ανάμειξη των δύο τεχνών και περιοχών, που αποτέλεσαν τη βάση της Βυζαντινής τέχνης - της γεμάτης χάρη λεπτότητας του Ελληνισμού και του αυστηρού φορμαλισμού της Ανατολής. Σταδιακά, ο νατουραλισμός έδωσε τη θέση του σε στατικές, τυποποιημένες φιγούρες, πολύχρωμα αφηρημένα μοτίβα και σύμβολα που έγιναν σημαντικότερα απ’ την προοπτική, τις αναλογίες και την αίσθηση του χώρου. Αυτή η συγχώνευση αντικατοπτρίζεται σ’ ολόκληρη τη μικροτεχνία.
Οι κομψές, ευαίσθητες, καμπύλες μορφές που ήταν συνυφασμένες με τα διακοσμητικά στοιχεία, εκτοπίστηκαν από βαριά στατικά σχήματα, που ταίριαζαν άλλωστε με την πομπώδη λαμπρότητα των Βυζαντινών ανακτόρων και σπιτιών. Η επίπλωση των αυτοκρατορικών ανακτόρων ήταν ιδιαίτερα μεγαλοπρεπής. Έχουμε μαρτυρίες για τραπέζια συμποσίων φτιαγμένα ολόκληρα από ελεφαντόδοντο και χρυσάφι. Στην αίθουσα του παλατιού υπήρχε ένα ολόχρυσο τραπέζι, τόσο μεγάλο που χώραγε γύρω του τριάντα ανάκλιντρα. Στα βασιλικά συμπόσια οι καλεσμένοι μισοξάπλωναν με το Ρωμαϊκό τρόπο και σερβίρονταν από ένα χρυσό δίσκο. Όταν η βασιλική οικογένεια γευμάτιζε χρησιμοποιούσε καρέκλες, ενώ σε πολλά νοικοκυριά χρησιμοποιούσαν απλούς πάγκους. Οι Βυζαντινοί έστρωναν τα τραπέζια τους με πολλή φροντίδα και χρησιμοποιούσαν όμορφα κεντημένα υφάσματα. Μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια ήταν γνωστά, παρόλο που πολύς κόσμος έτρωγε με τα χέρια. Τα τραπέζια, πέτρινα συνήθως ή μεταλλικά, ακολουθούσαν τα Ρωμαϊκά πρότυπα. Τα περισσότερα τραπέζια φαγητού, ήταν κυκλικά ή σε σχήμα D. Στα λιγότερο πλούσια σπίτια συνήθιζαν να χρησιμοποιούν απλά ξύλινα ορθογώνια τραπέζια. Μερικά περίτεχνα κομμάτια είχαν και ντουλάπια κάτω από την τάβλα του τραπεζιού. Ευτυχώς οι Βυζαντινοί διατήρησαν και χρησιμοποίησαν όλες τις τεχνικές και τη δεξιότητα των κλασικών επιπλοποιών.
Τα έπιπλα που συνήθως απεικονίζονται είναι θρόνοι και καρέκλες. Οι θρόνοι πρέπει να ήταν κατασκευές κύρια από ξύλο, αρχιτεκτονικές στη μορφή, με ζωγραφική διακόσμηση. Συνήθως συνοδεύονταν από ένα υποπόδιο, στήνονταν σε βάθρο με ουρανό. Μερικοί ήταν πολύ εντυπωσιακοί, κατασκευασμένοι από πολύτιμους λίθους, διακοσμημένοι με πετράδια, ντυμένοι με πανάκριβα και σπάνια υφάσματα και μαξιλάρια.
Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος έδωσε εντολή να του φτιάξουν μια μηχανική κατασκευή για να εντυπωσιάζει τους επισκέπτες με την αυτοκρατορική του μεγαλοπρέπεια. Απεσταλμένος του Βασιλιά της Ιταλίας άφησε μια περιγραφή αυτού του κατασκευασμένου θρόνου που μπορούσε, όπως φαίνεται, να ψηλώνει ή να χαμηλώνει κατά βούληση. Πλάι είχε δύο μπρούτζινα ή επιχρυσωμένα λιοντάρια, που άγγιζαν το έδαφος με τα πόδια τους, είχαν το στόμα τους ανοιχτό και βρυχώνταν με γλώσσες που έτρεμαν. Στο θρόνο υπήρχε ένα μπρούτζινο δέντρο με κλαδιά γεμάτα πουλιά διαφόρων ειδών. Καθώς ο απεσταλμένος πλησίαζε τα πουλιά κελαηδούσαν, το καθένα με ιδιαίτερη φωνή.
Το Βυζάντιο φημίζεται για τα όμορφα ανάγλυφα πάνω σε επιφάνειες από ελεφαντόδοντο που ενσωματώνονταν σε πολλά αντικείμενα και σε κασέλες
Μερικές καρέκλες στο Βυζάντιο έχουν μια ασυνήθιστη κοίλη βάση και καμπυλωμένη πλάτη με Ρωμαϊκή μορφή. Τα κύρια δομικά μέλη είναι στολισμένα με ανάγλυφες παραστάσεις φυλλωμάτων και φρούτων, πουλιών και ζώων. Οι ενδιάμεσοι ταμπλάδες έντεχνα σκαλισμένοι, απεικονίζουν σκηνές από τη ζωή του Χριστού, του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και των Αποστόλων.
Οι καρέκλες και τα σκαμνιά που πάντα είχαν την προτίμηση του κόσμου, κλασικά πτυσσόμενα ή με μορφή Χ και με αναρτημένα δερμάτινα καθίσματα, διατηρήθηκαν. Επίσης κατασκευάστηκαν απλά πλαισιωμένα σκαμνιά και πάγκοι, όπως και σκαμνιά με τορνευτά πόδια. μερικά μάλιστα τορνευτά κομμάτια ήταν εξαιρετικά περίτεχνα. Ακόμη, πολύ διαδομένα ήταν τα υποπόδια, σε πολλά σχήματα και μεγέθη, που ταίριαζαν με τις διάφορες καρέκλες και τους θρόνους.
Υπήρχε μια αφθονία από κουτιά για κάθε χρήση, από τη μικρή κοσμηματοθήκη μέχρι τη μεγάλη κασέλα, που εκτός από την αποθήκευση μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σαν κάθισμα, κρεβάτι ή τραπέζι. Μερικά είναι πρωτόγονη δομή, άλλα όμως είχαν σκελετό και ταμπλαδωτές πλευρές, ήταν ζωγραφισμένα ή στολισμένα με όμορφο ξύλο, χρυσό, ασήμι ή ελεφαντόδοντο, ενώ άλλα ήταν ολόκληρα επενδυμένα με ελεφαντόδοντο. Παρόλο που τα είδη του νοικοκυριού και ο ρουχισμός αποθηκεύονταν συνήθως σε κασέλες, καμιά φορά έμπαιναν και στα ράφια των ντουλαπιών, που εμφανίζονται σε εικονογραφίες της εποχής. Μέχρι τότε δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί οι γκαρνταρόμπες ούτε κι οι σιφονιέρες.
Στα μοναστήρια και τα ανάκτορα, τα ανεκτίμητα χειρόγραφα φυλάσσονταν σε βιβλιοθήκες. Μερικές ήταν περίτεχνα έργα επιπλοποιών, με μορφή αρχιτεκτονική, αετώματα και παραστάδες ή με διακοσμητικά σχέδια.
Οι Βυζαντινοί σεβάστηκαν βαθιά τη γνώση που κληρονόμησαν από τον αρχαίο κόσμο κι αυτό αντικατοπτρίζεται στα πολυάριθμα αναλόγια και θρανία των εικονογραφιών. Είχαν διάφορες μορφές, αυτό όμως που μάλλον προτιμούσαν ήταν ένας συνδυασμός θρανίου και αναλόγιου. Το θρανίο είχε συχνά προσαρμοσμένο στη μία πλευρά ένα ντουλάπι με ράφια ενώ στο αναλόγιο η πινακίδα στηριζόταν μ’ ένα βραχίονα, που μπορούσε να τη ρυθμίζει σε διάφορες θέσεις. Υπήρχαν βέβαια και αναλόγια αυτομεταφερόμενα. Η καλλιγραφία ήταν μια τέχνη που ασκούσαν πολλοί μορφωμένοι και το έργο των γραφέων και των εικονογράφων έχαιρε μεγάλης εκτίμησης.
Τα απλά κρεβάτια ακολουθούσαν κλασικές μορφές, χάθηκαν όμως τα χαριτωμένα προσκεφάλια. Μερικά είχαν περίτεχνα τορνευτά πόδια, ενώ άλλα είχαν δομή αρχιτεκτονική με ουρανό και κολόνες. Οι πλούσιοι διέθεταν όμορφα κεντητά λινά σκεπάσματα, κουβέρτες, παπλώματα και καλύμματα κρεβατιών. Από τις διάφορες συλλογές οικιακών ειδών που σώζονται- ασημικά, μαχαιροπήρουνα, λυχνάρια και κρεμάστρες, ζυγαριές και ζύγια, κηροπήγια και πιατικά- αλλά και από τις απογραφές που έχουν σωθεί, μπορούμε να συμπεράνουμε πως οι πλούσιες τάξεις των εμπόρων είχαν κατακτήσει ένα ψηλό επίπεδο ζωής.
Αντίθετα με την ευημερία της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, η δυτική Ευρώπη έπεφτε σταδιακά, σε μια κατάσταση παρακμής. Μετά τη μετακίνηση του Κωνσταντίνου στο Βυζάντιο, η Ρώμη ήταν πια μια επαρχιακή πόλη και μόνο, παρόλο που παρέμενε έδρα του «Αυτοκράτορα της Δύσης». Για περισσότερα από διακόσια χρόνια, οι λεγεώνες μάταια προσπαθούσαν ν’ αναχαιτίσουν τους βαρβάρους. Τα περισσότερα κέντρα αστικής ζωής, που είχαν ήδη αποδυναμωθεί και ερημωθεί, ουσιαστικά καταστράφηκαν. Μόνον όπου υπήρχε κάποιο θρησκευτικό κέντρο ή κάποιο παλιό εργοστάσιο που κατάφερε να επιβιώσει, μπορούσε και μια πόλη να συνεχίσει να λειτουργεί. Σ’ αυτή την Ευρώπη, οι Γερμανοί αρχηγοί έχρισαν τους εαυτούς τους βασιλιάδες ή άρχοντες και οι χωρικοί δούλευαν γι’ αυτούς, μ’ αντάλλαγμα την παροχή προστασίας. Επιβαλλόταν ο ισχυρός. Κάστρα ξεφύτρωσαν παντού, οι πόλεις απόκτησαν τείχη, θρησκευτικά κτίρια οχυρώθηκαν. Ενόσω η Αυτοκρατορία κατέρρεε, η Εκκλησία αποκτώντας δύναμη, απλώθηκε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και κράτησε ζωντανή την παλιά γνώση. Η ζωή ήταν για όλους πολύ σκληρή και οι οικιακές τέχνες έπρεπε να ξεκινήσουν από πρωτόγονες αφετηρίες.
Τρεις παράγοντες υπαγόρευσαν το σχεδιασμό των επίπλων το Μεσαίωνα και των σπιτιών όπου ζούσαν οι άνθρωποι: η γεμάτη μετακινήσεις ζωή των ανώτατων και των μεσαίων τάξεων και οι κανόνες της ιεραρχίας.
Τα σπίτια στη μεσαιωνική δυτική Ευρώπη δεν είχαν όλα την ίδια κάτοψη όμως είχαν ένα κοινό στοιχείο: το χωλ, ένα κύριο δωμάτιο που χρησιμοποιούσαν καθημερινά. Σε πολλά σπίτια ήταν και το μοναδικό δωμάτιο που χρησίμευε σαν υπνοδωμάτιο, σα δωμάτιο εργασίας, κουζίνα και στάβλος για τα ζώα του σπιτιού με πλευρικές πτέρυγες, χτισμένα όπως μια εκκλησία με κυρίως ναό και πλευρικά τοιχώματα για να γεφυρώνονται μεγάλα ανοίγματα, όλα αυτά ήταν πολύ διαδομένα τους παλιούς εκείνους χρόνους. Επίσης υπήρχε μια κεντρική εστία κι ο καπνός έφευγε από ανοίγματα της στέγης. Η μια πτέρυγα χρησιμοποιούταν σαν αποθηκευτικός χώρος και δωμάτιο υπηρετών και η άλλη συνήθως σα στάβλος για τα ζώα. Αυτός ο τύπος σπιτιού είναι σε χρήση μέχρι και το 15ο αιώνα.
Έναν άλλο τύπο σπιτιού, συνηθισμένο τον 11ο και 12ο αιώνα τον αποτελούσαν μέρη με δύο ή τρεις ορόφους. Σε κάθε όροφο υπήρχε ένα χωλ κι ένα εσωτερικό δωμάτιο. Υπήρχαν επίσης τα Νορμανδικά σπίτια-πύργοι ή φυλάκια, με τρεις-τέσσερις ορόφους που, χρησιμοποιούνταν βέβαια σαν κατοικίες, αλλά ήταν σχεδιασμένα σαν στρατιωτικά κτίρια και είχαν φρουρά.
Το μεσαιωνικό χωλ, με την κεντρική του εστία και αρκετούς ανθρώπους που πηγαινοέρχονται, χρειαζόταν έπιπλα που θα μπορούσαν να στήνονται γύρω-γύρω από τους τοίχους, αλλά και να απομακρύνονται ή να αποθηκεύονται, όποτε δε βρίσκονταν σε χρήση. Αυτό ίσχυε και για τα διμερή σπίτια και για τα κάστρα. Άλλος παράγοντας που επηρέασε τον τύπο της επίπλωσης, ήταν η γεμάτη μετακινήσεις ζωή, που έκαναν οι άρχοντες. Τα πρώτα χρόνια του Μεσαίωνα τεράστιες εκτάσεις της Ευρώπης παρέμεναν ακατοίκητες, κι έτσι οι ιδιοκτήτες γης έπρεπε να μετακινούνται συνεχώς για να μπορούν να διαχειρίζονται τις διασκορπισμένες ιδιοκτησίες τους. Τα σπίτια τους μπορούσαν να βρίσκονται σε απόσταση το πολύ εκατό μίλια μεταξύ τους κι όποτε ο ίδιοι έλειπαν έμεναν συνήθως άδεια. Τα έπιπλα έπρεπε να είναι βαριά, ακίνητα και πολυμεταχειρισμένα για να αποφεύγονται οι κλοπές, ή ελαφριά κι εύκολα να αποσυναρμολογηθούν για να μεταφερθούν σ’ ένα άλλο σπίτι.
Ένα μεγάλο νοικοκυριό αριθμούσε συνήθως πάνω από εκατό ανθρώπους γι’ αυτό συνήθως ήταν απαραίτητα πολλά άλογα, κάρα, και μουλάρια για φόρτωμα, ώστε να μεταφέρονται οι κασέλες που ήταν παραγεμισμένες με τις πλούσιες ταπετσαρίες, τις κουρτίνες, τα μαξιλάρια και τα στρωσίδια- με την κύρια δηλαδή επίπλωση των κάστρων και των σπιτιών των φεουδαρχών. Τα πιατικά, τα κοσμήματα και τα ρούχα, τα έπιπλα, ακόμη και τα τζάμια από τα παράθυρα, μεταφέρονταν κάθε φορά που ήταν ανάγκη. Κάθε λεπτεπίλεπτο στοιχείο ήταν και τρωτό, κι αυτός ήταν ένας παράγοντας καθοριστικός για το σχεδιασμό τους. Η γαλλική λέξη για τα έπιπλα, «meubles», είναι κατάλοιπο της εποχής και αρχικά, σήμαινε οτιδήποτε κινητό, ή μεταφερόμενο.
Στις φεουδαλικές κοινωνίες της περιόδου αυτής, η δύναμη του άρχοντα γίνεται γνωστή και συντηρείται με τρόπο τελετουργικό: η περιουσιακή κατάστασή του έπρεπε να φαίνεται. Ο τρόπος ζωής ενός ανθρώπου της Αυλής οριζόταν από κανόνες της ιεραρχίας. Τα ρούχα που φόραγε, τα έπιπλά του, ο κώδικας συμπεριφοράς, τα φαγητά που έτρωγε, όλα προσδιορίζονταν από την κοινωνική του θέση κι αυτό είναι το σημαντικότερο στοιχείο στην εξέλιξη του σχεδιασμού επίπλων τα χρόνια του Μεσαίωνα. Υπαγόρευε τα υλικά, το σχήμα, τη διακόσμηση του κάθε επίπλου, μ’ έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο. Οι καρέκλες είχαν έναν ειδικά σοβαρό ρόλο σ’ αυτούς τους κανόνες της ιεραρχίας. Στο σπίτι του άρχοντα κανείς επισκέπτης δεν καθόταν σε σκαμνί. Αν πάλι κάποιος ευγενής προσκαλούσε τον άρχοντα σπίτι του, του παραχωρούσε συνήθως την καρέκλα του κι ο ίδιος χρησιμοποιούσε σκαμνί. Πιθανά μάλιστα δεν καθόταν καν στο επίσημο τραπέζι, αν παρευρίσκονταν και ανώτεροί του.
Στα συμπόσια συνήθως υπήρχε μια σημαντική θέση, η επίσημη καρέκλα, που προοριζόταν για τον άνθρωπο με τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Από εδώ και η κύρια σημασία της αγγλικής λέξης “chairman” που σημαίνει πρόεδρος και χρησιμοποιείται γι’ αυτόν που κάθεται στο κεφάλι του τραπεζιού. Η επίσημη αυτή καρέκλα ξεχώριζε από τις άλλες με κουρτίνες που έπεφταν από πίσω και τον ουρανό που είχε από πάνω. Οι υπόλοιποι ομήγυρης κάθονταν σε σκαμνιά ή πάγκους.
Ο ουρανός του καθίσματος έγινε σύμβολο κοινωνικής θέσης, και συχνά έμπαινε για να τιμηθεί ένας σημαντικός επισκέπτης. Ουρανό είχαν και οι θρόνοι, οι καρέκλες, τα κρεβάτια κι ακόμη, καμιά φορά, έπιπλα όπως ο μπουφές που δεν ήταν στην αποκλειστική χρήση ενός και μόνο ανθρώπου.
Ο μπουφές ή dressoir ήταν ένας άλλος προσδιορισμός κοινωνικής θέσης. Ήταν απλό κλιμακωτό έπιπλο με ράφια, που ο αριθμός τους δήλωνε και την κοινωνική θέση του κατόχου: ένας βαρόνος είχε συνήθως δύο σειρές ράφια, ο αμέσως ανώτερος παραπάνω και ούτω καθεξής, μέχρι το βασιλικό dressoir. Γάλλοι πρεσβευτές δώρισαν στον Ερρίκο VIII της Αγγλίας ένα dressoir με δώδεκα σειρές ράφια. Ο μπουφές τοποθετούνταν στο χωλ ή στη μεγάλη αίθουσα και χρησίμευε για να επιδεικνύει η οικογένεια τα πιατικά της και για να σερβίρεται κρασί στους σημαντικούς επισκέπτες. Κανένας μπουφές δεν έχει σωθεί από τον Μεσαίωνα, πιθανά εξαιτίας του μεγέθους και της πρόσκαιρης ξυλοκατασκευής τους (τους έντυναν πάντα με πλούσια υφάσματα, όποτε επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν). Όταν πια βάρυναν πολύ για να μπορούν να χρησιμοποιούνται καθημερινά, εμφανίστηκε ένας πολύ μικρός μπουφές. Αυτός όχι μόνο ντυνόταν με ύφασμα, αλλά η φανερή πια ξύλινη επιφάνειά του σκαλιζόταν με διακοσμητικά στοιχεία. Ήταν το πιο χρήσιμο έπιπλο για αποθήκευση και μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί όπως κι ο παλιότερος μπουφές.
Στη Γαλλία οι κανόνες της ιεραρχίας έφτασαν σε ακρότητες. Η ζωή στην Αυλή της Βουργουνδίας ήταν εξαιρετικά πολυδάπανη και η επίδρασή της ήταν αισθητή και στην Αγγλία. Από την εποχή της Νορμανδικής εισβολής υπήρχε στενή επαφή ανάμεσα στις δύο πλευρές του πορθμού, κι έτσι η γλώσσα και οι τρόποι κάθε Αυλής ήταν παρόμοιοι.
Αργότερα Φλαμανδοί έμποροι έφεραν στην πατρίδα τους, την Γκεντ, τις Βρυξέλλες, την Μπρυζ και την Ύπρ, πρότυπα επίπλων, που ενσωματώθηκαν τελικά στα ήρεμα, κομψά εσωτερικά των αστικών σπιτιών που απεικονίζονται στη ζωγραφική του Βαν Άϊκ, του Ρογκίρ βαν ντερ Βέϊντεν και του Ρόμπερτ Κάμπιν.
Με την επιστροφή του ιδιοκτήτη, ένα σπίτι μπορούσε γρήγορα ν’ αλλάξει μορφή, με την χρήση των υφασμάτων -προχειροφτιαγμένα τραπέζια και καρέκλες κρύβονταν κάτω από τα υφάσματα και τα μαξιλάρια- ενώ τα οικόσημα, οι ταπισερί και άλλα καλύμματα, που έμπαιναν εκείνη την ώρα, πρόσδιναν ζεστασιά και χρώμα. Τα όμορφα υφάσματα και οι γούνες δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα πολυτέλειας και μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν. Στις περισσότερες απογραφές της εποχής, τα υφάσματα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή κι ήταν τα πιο ακριβά κομμάτια. Οι πολύτιμοι χρυσοί ή ασημένιοι δίσκοι, για το τραπέζι ή την εκκλησία, σαν σύμβολα κοινωνικής θέσης ήταν εξίσου σημαντικοί. Τα πράγματα λοιπόν που είχε κανείς δεν φανέρωναν το προσωπικό του γούστο, αλλά την οικονομική του κατάσταση και την κοινωνική του θέση.
Ο ρόλος που έπαιζε το χωλ στη ζωή των σπιτιών σ’ ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη, ήταν τόσο σημαντικός, που συχνά η λέξη χωλ ταυτιζόταν και με το ίδιο το σπίτι- έτσι στη μεσαιωνική Γαλλία η salle και στην Ιταλία το domus, σήμαινε τη μεγάλη αυτή αίθουσα, αλλά και ολόκληρο το σπίτι. Ακόμη και στη σημερινή Αγγλία, αρκετά σπίτια μιας κάποιας κοινωνικής σειράς αποκαλούνται The Hall.
Στο χωλ, το τραπέζι των τιμών ή επίσημο τραπέζι, ήταν μόνιμο έπιπλο. Έμπαινε πάνω σε βάθρο και βρισκόταν στη μια άκρη του δωματίου, απέναντι από τα παραπετάσματα του τζακιού. Εδώ, στην επίσημη καρέκλα, καθόταν ο ιδιοκτήτης, με τα σημαντικά πρόσωπα του σπιτιού του και τους καλεσμένους. Για τους υπόλοιπους του σπιτιού έβαζαν τραπέζια, κάθετα στο επίσημο τραπέζι. Τα τραπέζια αυτά ήταν βαριές τάβλες, που στηρίζονταν σε τρίποδα κι έμεναν σταθερές με το βάρος τους. Στο τέλος του δείπνου τα τραπέζια λύνονταν κι αποθηκεύονταν. Ήταν σχετικά στενά, κι έτσι καθίσματα έμπαιναν μόνο στη μια πλευρά, για να υπάρχει καλύτερη εξυπηρέτηση.
Το επίσημο τραπέζι, και καμιά φορά και τα άλλα, στρωνόταν συνήθως μ’ ένα όμορφο μάλλινο ύφασμα, κατακόκκινο, με κεντημένες άκρες, που έφταναν μέχρι το πάτωμα. Από πάνω έμπαιναν δυο λευκά υφάσματα που άφηναν να φαίνονται μόνο οι άκρες του από κάτω υφάσματος. Επειδή τα ξύλα για το κόψιμο του ψωμιού, που χρησιμοποιούσαν στις αρχές του Μεσαίωνα, δεν ήταν αρκετά για την καθαριότητα, δυο λευκά κομμάτια ύφασμα ήταν απαραίτητα για να προφυλάσσουν αυτό που βρισκόταν από κάτω. Επίσης χρησίμευαν και σαν πετσέτες φαγητού, γιατί ήταν ακόμη πολύ συνηθισμένο να τρώνε με τα δάχτυλα. Τα πρώτο πράγμα που έμπαινε στο τραπέζι και το τελευταίο που απομακρυνόταν, ήταν το «αλάτι». Στη συνέχεια έφερναν από το dressoir τα ποτήρια. Ο καθένας έφερνε μαζί του και χρησιμοποιούσε το δικό του μαχαίρι, ενώ η χρήση του πηρουνιού διαδόθηκε με αργούς ρυθμούς στη Δυτική Ευρώπη και στη Γαλλία. Στην Αγγλία έφτασε πια το 13ο ή 14ο αιώνα. Γύρω-γύρω στο χωλ υπήρχαν πάγκοι ή κασέλες, που στα πλούσια σπίτια των ευγενών, ήταν στρωμένες με χαλιά και μαξιλάρια. Κουρτίνες με χαρούμενα μοτίβα έκοβαν τα ρεύματα και πρόσθεταν χρώμα.
Στην πλευρά του χωλ όπου έβαζαν τα σερβίτσια, κοντά στα παραβάν, χρησιμοποιούσαν κι ένα έπιπλο που έμοιαζε με το μικρό dressoir κι είχε πρόχειρο λειτουργικό
Σε μια πριγκιπική κατοικία υπήρχαν συνήθως δύο χωλ: το ένα ήταν η Μεγάλη Αίθουσα για τα συμπόσια και τις επίσημες συναντήσεις, που επικοινωνούσε με το επίσημο υπνοδωμάτιο του βασιλιά ή του δούκα. Το επίσημο κρεβάτι του ήταν εξαιρετικά στολισμένο, αλλά δεν κοιμόταν ποτέ εκεί. Καμιά φορά όμως το χρησιμοποιούσε για κάθισμα, αντί της επίσημης καρέκλας, κι όταν κάποιο καινούργιο μωρό γεννιόταν στη βασιλική οικογένεια, το έβαζαν εκεί τη μέρα της βάφτισής του. Ένα μικρότερο χωλ, που συνδεόταν με τα ιδιωτικά υπνοδωμάτια, χρησιμοποιούνταν για τα καθημερινά γεύματα και άλλες δευτερεύουσες λειτουργίες.
Οι άμεσοι ιπποκόμοι ή οι φρουροί του άρχοντα, είχαν συχνά τα κρεβάτια τους στο δωμάτιό του, ενώ οι υπηρέτριες συνήθως κοιμόντουσαν στο δωμάτιο της κυρίας. Χρησιμοποιούσαν αχυρένια στρώματα ή, αν ήταν πιο τυχεροί, ένα ράντσο, που μπορούσε να φυλαχτεί κάτω από το μεγάλο κρεβάτι. Στο βιβλίο «Οι εύθυμες σύζυγοι του Γουίντσορ», το δωμάτιο του Φάλσταφ, στο Γκάρτερ Ιν, περιγράφεται με «ένα κρεβάτι κι ένα ράντσο...». Σπάνια είχε ο καθένας το κρεβάτι του σ’ ένα μεσαιωνικό σπίτι- οι υπηρέτες κοιμόντουσαν όλοι μαζί, αδερφοί και αδερφές, ακόμη κι εντελώς ξένοι. Στα πανδοχεία ήταν πολύ φυσικό να μοιράζεται κανείς το κρεβάτι του μ’ έναν ξένο. Οι άνθρωποι δεν ήταν σεμνότυφοι και κοιμόντουσαν όλοι γυμνοί.
Τα μεσαιωνικά υπνοδωμάτια δεν είχαν και πολλές παραλλαγές. Εκτός από το κρεβάτι και τις κουρτίνες, υπήρχε συνήθως μια κασέλα, μια καρέκλα και μια ξύλινη βέργα, όπου κρέμαγαν τα ρούχα. Καμμιά φορά, υπήρχαν δυο βέργες. Στη δεύτερη κούρνιαζαν τα γεράκια! Άνεση και χρώμα σ’ αυτό το αραιά επιπλωμένο δωμάτιο, έδιναν οι πλούσιες κουρτίνες, τα μαξιλάρια, τα κιλίμια, οι βαμμένοι τοίχοι και τα ζωγραφισμένα έπιπλα.
Κρεβάτι, ή lit, εκείνη την εποχή σήμαινε στρώμα και στρωσίδια- μόνον οι πιο τυχεροί είχαν κρεβάτι με σκελετό, και μέχρι και το δέκατο ένατο αιώνα ήταν πολύ συνηθισμένο, οι υπηρέτες να κοιμούνται πάνω σε ψάθες. Σκελετοί κρεβατιών με κάποιο ενδιαφέρον δεν σώζονται πριν το 15ο αιώνα και γνώση για τα παλιότερα στυλ, έχουμε κύρια από τις ζωγραφικές παραστάσεις. Ένα τέτοιο κρεβάτι με σκελετό, του 12ου αιώνα, στηριζόταν σε τέσσερις στύλους, που έφταναν τριάντα πόντους περίπου πιο ψηλά από τα στρωσίδια, είχαν ανάγλυφες διακοσμήσεις και απέληγαν σε μικρές μπάλλες. Ένα χαμηλό πλαίσιο, κράταγε το στρώμα και τα στρωσίδια στη θέση τους. Οι κουρτίνες που ήταν κρεμασμένες από ράγες γύρω από το κρεβάτι, διαμορφώνοντας έτσι έναν ιδιωτικό χώρο, αποτελούσαν τμήμα της κρεβατοκάμαρας κι όχι του ίδιου του κρεβατιού.
Το 13ο αιώνα, ο ουρανός έγινε ένα σημαντικό στοιχείο του υπνοδωματίου. Στην αρχή κρεμόταν από την οροφή και δεν συνδεόταν οπτικά με το κρεβάτι. Άνθρωποι με χαμηλότερη κοινωνική θέση, είχαν κρεβάτια με μισό ουρανό. Η ποιότητα των υφασμάτων, οι κουρτίνες και οι γούνες υποδήλωναν κι αυτές την κοινωνική θέση του ιδιοκτήτη. Ακόμη κι οι κούνιες φανέρωναν την κοινωνική θέση της οικογένειας- το μωρό μιας οικογένειας ευγενών είχε δυο κούνιες, μια επίσημη, όταν έρχονταν επισκέπτες και μια για τη νύχτα.
Η κασέλα ήταν το πιο συνηθισμένο, αλλά και το πιο απαραίτητο κομμάτι της μεσαιωνικής επίπλωσης. Στην πιο πρωτόγονη μορφή της, αποτελούταν από το κοίλο μέρος ενός κορμού, τέσσερις κατακόρυφες πλευρές και μια βάση, που ήταν καρφωμένες ή σφηνωμένες μεταξύ τους, και από ένα καπάκι. Η κατασκευή αυτή εξελίχτηκε με τη χρήση δυο πλευρικών στηριγμάτων, που στο πάνω μέρος τους προσάρμοζαν την μπροστινή και την πίσω επιφάνεια, απομακρύνοντας έτσι τη βάση από το υγρό δάπεδο. Οι κασέλες χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση, αλλά και για κάθισμα, κρεβάτι ή τραπέζι.
Τη Ρωμανική περίοδο- από το 10ο μέχρι το 12ο αιώνα- η πιο αγαπητή μέθοδος διακόσμησης μιας κασέλας ήταν το πελεκητό σκάλισμα. Οι πιο όμορφες κασέλες ήταν διακοσμημένες με αρχιτεκτονικά μοτίβα, όπως για παράδειγμα οι τοξοστοιχίες. Επίσης, βάφονταν συνήθως με χαρούμενα χρώματα. Τα σιδερένια τμήματα, που ήταν απαραίτητα στις κακές ξύλινες συνδεσμολογίες ή υπήρχαν για πρόσθετη ενίσχυση του σκελετού, συχνά αποτελούσαν και τη βάση της διακόσμησης. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις οι σιδεριές ήταν βαρύτερες κι από την ίδια την κασέλα κι οι σιδεράδες τις εξέλιξαν σε έργα τέχνης.
Για τα ταξίδια, πιο βολικό ήταν ένα απλό κιβώτιο, χωρίς καθόλου προεξοχές, που συχνά είχε κι ένα καπάκι θολωτό, για να μην κρατάει τα νερά. Αυτές οι κασέλες ταξιδιού, έπρεπε ν’ αντέχουν σε οποιαδήποτε κακή μεταχείριση και να φορτώνονται στ’ άλογα ή στα καρά.
Το αρμουάρ (armoire) ήταν το μεσαιωνικό ισοδύναμο του σύγχρονου ντουλαπιού. Άλλοτε ήταν αυτοφερόμενο κι άλλοτε αποτελούσε μέρος του κτιρίου, οπότε και κατασκευαζόταν μαζί με τον σκελετό. Ήταν κύρια αποθηκευτικός χώρος, με ράφια ή και χωρίς ράφια, έκλεινε με φύλλα και είχε συνήθως μνημειακό στυλ και διακόσμηση. Μερικά είχαν μικρές θυρίδες ή συρτάρια αντί για ράφια κι άλλα είχαν ξύλινες βέργες για το κρέμασμα των ρούχων. Ένας τύπος με διακοσμητικά διάτρητα φύλλα χρησιμοποιούταν πιθανά για την αποθήκευση των τροφίμων. Από τα πολύ λίγα που σώζονται, τα περισσότερα βρέθηκαν σε θρησκευτικά κτίρια.
Παρότι εκείνη την εποχή υπήρχαν επίσης επιβλητικοί θρόνοι, πέτρινοι, μεταλλικοί ή ξύλινοι με αρχιτεκτονική μορφή, τα σκαμνιά σε σχήμα Χ ή τα πτυσσόμενα, αποδείχτηκαν τα πιο αγαπητά, αλλά και τα πιο απαραίτητα καθίσματα του μεσαίωνα. Ήταν αναπαυτικά, ελαφριά και μεταφέρονταν εύκολα. Το Ρωμαϊκό κάθισμα που χρησιμοποιούσαν οι δικαστικοί και που ακόμη χαρακτηριζόταν από μιαν επίσημη μεγαλοπρέπεια, έγινε το κάθισμα των βασιλιάδων και άλλων σημαντικών προσώπων, λαϊκών και κληρικών. Αποκτούσε μάλιστα πρόσθετη μεγαλοπρέπεια καθώς τοποθετούνταν σ’ ένα βάθρο, με υποπόδιο κι αναπαυτικά μαξιλάρια και είχε πιθανά έναν ουρανό από πάνω. Ο «θρόνος του Νταγκομπέρ», που κακώς ονομάζεται έτσι και που χωρίς αμφιβολία ήταν ο θρόνος κάποιου κυβερνήτη της εποχής του Καρλομάγνου, ήταν ένα επιβλητικό πτυσσόμενο σκαμνί από επιχρυσωμένο μπρούτζο με πόδια ζώου και κεφάλια λιονταριού στην κορυφή τους. Το 12ο αιώνα, ο ηγούμενος Σούγκερ το τροποποίησε, προσθέτοντας μια αυστηρή πλάτη και μπράτσα. Έτσι, το πτυσσόμενο σκαμνί, με την πλάτη, τα μπράτσα και τ’ αναπαυτικά μαξιλάρια, έγινε μια πολυθρόνα.
Συνηθισμένα ήταν και τα σκαμνιά με τα τέσσερα πόδια, τορνευτά ή ορθογωνικά, όπως και πάγκοι με πλάτη ή χωρίς πλάτη με παρόμοια κατασκευή που βρέθηκαν σε κάστρα ή σπίτια εμπόρων. Ο πάγκος θεωρούνταν ανώτερος από το σκαμνί και συχνά χρησιμοποιούνταν σαν κρεβάτι. Τα πέτρινα καθίσματα, χτισμένα δίπλα ή μέσα στον τοίχο, ήταν ένα πολύ συνηθισμένο στοιχείο των θρησκευτικών κτιρίων, βρέθηκαν όμως και σε σπίτια.
Στη δυτική Ευρώπη, η τεχνική της ξυλουργικής βελτιωνόταν με πολύ αργούς ρυθμούς. Μέχρι και το 1200, χρησιμοποιούσαν τις γκινισιές και τα μόρσα με μεγάλα καρφιά για ενίσχυση. Όταν όμως το 13ο αιώνα η επιπλοποιία βελτιώθηκε, τα μόρσα ενισχύονταν πια με καβίλες κι εμφανίστηκαν οι ενώσεις με δόντια. Τη Γοτθική περίοδο, οι σιδερένιες ενισχύσεις δεν ήταν πια απαραίτητες, παρόλο που οι σιδερένιες διακοσμήσεις όχι μόνο επέζησαν, αλλά και εξελίχτηκαν σε ξεχωριστή μορφή τέχνης.
Η δρύς ήταν το πιο συνηθισμένο ξύλο σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Η καρυδιά χρησιμοποιούνταν σε μικρότερο βαθμό στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, και τα πιο μαλακά ξύλα στην κεντρική Ευρώπη.
Η πριονοκορδέλα εφευρέθηκε στη Γερμανία το 1320 και συντέλεσε σε πολλές από τις αλλαγές που συναντάμε στα έπιπλα προς τα τέλη του Μεσαίωνα. Το υδραυλικό πριόνι έδωσε τη δυνατότητα να πριονίζουν τις ξύλινες τάβλες, αντί να σκίζουν τους κορμούς με τσεκούρι και σκεπάρνι. Οι τεχνίτες μπορούσαν τώρα να δημιουργούν ελαφρύτερα και πιο όμορφα διακοσμημένα έπιπλα, που μάλιστα είχαν μεγάλη ζήτηση. Στη δυτική Ευρώπη εξελίχτηκε μια καινούργια τεχνική: οι χοντρές, πελεκητές, βαρύτιμες ξύλινες τάβλες, αντικαταστάθηκαν από ορθογωνικά πλαίσια, που τα αποτελούσαν οριζόντιες και κατακόρυφες σανίδες, συνδεδεμένες με μόρσα, κι όπου ενσωματώνονταν λεπτοί ξύλινοι ταμπλάδες. Αυτός ο τύπος πλαισιωτής κατασκευής μπορούσε να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε έπιπλο. Στη Βόρεια Ευρώπη, μάλιστα χρησιμοποιήθηκε πολύ στην επένδυση εσωτερικών τοίχων, γνωστή σα γουέινσκοτ (wainscot).
Το 14ο αιώνα τα έπιπλα αντικατόπτριζαν τις αλλαγές που συμβαίνανε στη μεσαιωνική κοινωνία. Η ειρήνη είχε σταδιακά αποκατασταθεί στην Ευρώπη, και με την ανάπτυξη του εμπορίου, η διακυβέρνηση έγινε περισσότερο συγκεντρωτική, καθώς και τα προβλήματα γίνονταν πιο πολύπλοκα. Οι ευγενείς, βασιλιάδες και πρίγκηπες, έκαναν λιγότερες μετακινήσεις κι έτσι συντηρώντας πια λιγότερα σπίτια, μπορούσαν να συγκεντρώνουν τον πλούτο τους σ’ αυτά. Όσο για τους πλούσιους έμπορους και τους τραπεζίτες των πόλεων, αυτοί, αναζητούσαν όλο και περισσότερες ανέσεις.
Το χωλ, παρόλο που εξακολουθούσε να είναι το σημαντικότερο δωμάτιο του σπιτιού, άρχισε να χάνει σιγά-σιγά τη σπουδαιότητά του, καθώς μικρότερα δωμάτια αποκτούσαν ειδικές χρήσεις. Τα έπιπλα, που έπαψαν να μένουν κολλημένα στον τοίχο άρχισαν να κινούνται μέσα στο δωμάτιο και να παίζουν έναν καινούργιο ρόλο. Τα υφάσματα και οι κουρτίνες έχασαν τη σπουδαιότητά τους από τη στιγμή που το ξύλο όχι μόνο ήταν εμφανές στα έπιπλα, αλλά έντυνε και τους τοίχους.
Όσο συμβαίνανε αυτές οι αλλαγές, το γοτθικό στυλ κέρδιζε έδαφος στη δυτική Ευρώπη. Η λέξη «γοτθικό» κατάγεται μάλλον από την Ιταλία, όπου χρησιμοποιούνταν προσβλητικά για να χαρακτηρίσει την αρχιτεκτονική του Μεσαίωνα, δεν είναι όμως καθαρό από ποιόν. Αποδόθηκε στον Ραφαήλ, τον Βαζάρι και άλλους. Το στυλ γεννήθηκε το 12ο αιώνα στη Γαλλία, γρήγορα απλώθηκε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ακμάζοντας, ιδιαίτερα στο Βορρά, τους τέσσερις επόμενους αιώνες. Στο γνησιότερο και πιο αρμονικό κορύφωνά του έφτασε στη Γαλλία. Στην Αγγλία ήταν απλούστερο και λιγότερο εκλεπτυσμένο. Το στυλ αυτό ποτέ δεν απασχόλησε πολύ τους Ιταλούς και ιδιαίτερα στο νότο. Τόσο γιατί η κλασσική παράδοση δεν είχε ποτέ χαθεί εντελώς από την Ιταλία, όσο και γιατί το γοτθικό στυλ στην αρχιτεκτονική, με τις μεγάλες γυάλινες επιφάνειες, δεν ταίριαζε στο κλίμα της. Ο γοτθικός σχεδιασμός λίγο επηρέασε το ιταλικό έπιπλο και ήδη το 15ο αιώνα, με την Αναγέννηση, άρχισαν να αναβιώνουν στην Ιταλία οι παλιές παραδόσεις.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη η εξέλιξη της γοτθικής αρχιτεκτονικής, γρήγορα επηρέασε και το σχεδιασμό των επίπλων. Από τότε που χτίστες και ξυλουργοί δουλεύουν δίπλα-δίπλα στους καθεδρικούς ναούς και τις εκκλησίες, εμφανίστηκαν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην οικοδομική και την επιπλοποιία. Η ξυλεπένδυση επηρεάστηκε άμεσα από την τοιχοποιία κι όλα τα είδη χτιστής διακόσμησης- λωβόμορφα ανοίγματα, φυλλώματα, απολήξεις και παραστάδες- υιοθετήθηκαν και στο σχεδιασμό των επίπλων. Πολλά έπιπλα και ιδιαίτερα οι κασέλες, θύμιζαν μικρογραφίες κτιρίων. Οι ταμπλάδες σκαλίζονταν με φλογόμορφες διακοσμήσεις, όπως και τα ψηλά παράθυρα των εκκλησιών. Οι ταμπλάδες με πτυχές που μιμούνται ύφασμα, που επινόησαν και χρησιμοποίησαν πρώτοι οι Φλαμανδοί τεχνίτες, παράγονταν φτηνά και ικανοποιούσαν εύκολα μια όλο και μεγαλύτερη αγορά. Έτσι έγιναν το πιο αγαπητό κι ευπροσάρμοστο μοτίβο στις ξυλεπενδύσεις, τις καρέκλες, τους πάγκους και τις κασέλες, εκκλησιαστικές και κοσμικές.
Παρόλο που οι αρχιτεχνίτες ξυλογλύπτες ήταν πολύ απασχολημένοι φτιάχνοντας υπέροχα στασίδια για τη χορωδία, τέμπλα και άλλες ξύλινες κατασκευές για εκκλησιαστικά κτίρια, ή δημιουργία των συντεχνιών κι ο μεγάλος αριθμός ειδικευμένων μαστόρων τη γοτθική περίοδο, φανερώνουν μιαν αυξανόμενη κοσμική υποστήριξη. Αυτό, με τον καιρό, οδήγησε σε μια μεγάλη ποικιλία τόσο επίπλων όσο και χρήσεων. Υπήρχαν πια μεγαλύτερα περιθώρια επιλογής τραπεζιών, σε διάφορα μεγέθη και σχήματα. Εμφανίστηκε ένας μπουφές πιο περίτεχνος, με ράφια στο πάνω μέρος του, για την έκθεση κι επίδειξη των ασημικών, με κλειστό ντουλάπι στη μέση και βάση στο κάτω μέρος. Αυτό το έπιπλο δεν έμπαινε μόνο στο χωλ, αλλά και στην αίθουσα όπου διασκέδαζαν τώρα οι σημαντικοί καλεσμένοι. Τα πτυσσόμενα σκαμνιά, αν και συνηθίζονταν ακόμη, παραχώρησαν σιγά-σιγά τη θέση τους σε πιο επίσημες καρέκλες-πολυθρόνες με ψηλή πλάτη, με ταμπλάδες και κάθισμα που έμοιαζε με κουτί. Τη γοτθική περίοδο εμφανίστηκε κι ένας άλλος τύπος σκαμνιού. Είχε ένα επίπεδο ξύλινο χοντρό κάθισμα και για πόδια δύο σανίδες στα πλάγια που άνοιγαν προς τα κάτω. Κάτω από το κάθισμα υπήρχε για ενίσχυση μια τραβέρσα, αρκετά φαρδιά, που διαπερνούσε τις πλευρικές σανίδες και στερεωνόταν ακόμη πιο γερά με σφήνες. Πάγκοι με αρκετά μεγάλο μήκος, που στην ουσία ήταν μακρύτερα σκαμνιά, κατασκευάζονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Μια καινοτομία του 15ου αιώνα ήταν κι η ντουλάπα για τις στολές ή τα τρόφιμα, με διάτρητα διακοσμημένα φύλλα, για λόγους αερισμού. Καμιά φορά, το έπιπλο αυτό έμπαινε και στο υπνοδωμάτιο, για ν’ ανακουφίζει την πείνα της νύχτας.
Το κρεβάτι έγινε πια ένα αυτομεταφερόμενο έπιπλο κι έπαψε να μπαίνει δίπλα στον τοίχο. Ο ουρανός κι οι κουρτίνες στηρίζονταν στους στύλους του κρεβατιού, που αποτελούσαν τώρα μέρος του σκελετού και σπανιότερα μόνο κρέμονταν από την οροφή ή τους τοίχους. Στον ξύλινο σκελετό του κρεβατιού έδιναν τώρα μεγαλύτερη προσοχή και το εμφανές ξύλο είχε ανάγλυφες διακοσμήσεις. Από τότε που η επίσημη αίθουσα χρησιμοποιήθηκε και σαν καθιστικό, το κρεβάτι χρησιμοποιήθηκε κι αυτό σαν καναπές, υποδέχονταν τους επισκέπτες. Άνθρωποι με σημαντική κοινωνική θέση υποδέχονταν συχνά τους καλεσμένους τους στο κρεβάτι.
Οι κουρτίνες μαζεύονταν και δίπλωναν στη μεριά των ποδιών δίνοντας εικόνα αχλαδιού, για ν’ αφήνουν τη μέρα περισσότερο ελεύθερο χώρο.
Ακόμη και στα πλουσιότερα σπίτια, δεν υπήρχε ενότητα στη συνολική διαρρύθμιση ενός δωματίου - τα έπιπλα φαίνονταν τοποθετημένα στην τύχη δεν είχαν συγκεκριμένη θέση».

Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης

Β 

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 4 από 10
επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 

Β 

Β 

Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.

Β 
Β 
Περιεχόμενα Βιβλίου
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Α
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Β
Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών
Σχέσεις μητέρας - γιου στο πρώιμο Βυζάντιο
Μουσειοπαιδαγωγική - Μουσείο και Αγωγή
Βερολίνο
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (Μέρος Γ)
Μετέωρα
Το γυμνό στην Τέχνη
Αρχαιότητα
Το σχολείο ως πολυδύναμος πολιτιστικός οργανισμός
Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918 - 1922
Οι κανονισμοί των ορφανοτροφείων ΑΡΡΕΝΩΝ-ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ και ΘΗΛΕΩΝ-ΧΑΛΚΗΣ 1921
Στοιχεία θεατρικής παιδείας
Γιορτές αγλύκαντες
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
Η ακάνθινη απειλή
Β 
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β