Δράμα και θεραπεία στην Αρχαία Ελλάδα.
«Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστη των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», Αριστοτέλης.
Προτού το αρχαίο δράμα εξελιχθεί και πάρει θεατρική μορφή, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αναπτύξει δραματοποιημένες σκηνές, μικρά ή μεγάλα δρώμενα, που συνοδεύονταν και ενισχύονταν από τη μουσική ως μέσο θεραπείας. Σχεδόν 3.000 χρόνια πριν, στο ελληνικό αρχαίο θέατρο η λατρεία του Διονύσου είχε τελετουργική μορφή. Το δράμα και το θέατρο δεν αποτελούσαν τρόπους καθαρής διασκέδασης. Ήταν μορφές έκφρασης οι οποίες είχαν σκοπό:
1. Να διδάξουν το θεατή.
2. Να προκαλέσουν αλλαγές.
3. Να επηρεάσουν τα γεγονότα.
Είναι βέβαιο ότι η δραματική έκφραση ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής των αρχαίων Ελλήνων. Οι Έλληνες είχαν τελετουργίες που σηματοδοτούσαν όλο τον κύκλο της ζωής: είχαν τελετές για την αλλαγή των εποχών, για τη συγκομιδή, την αρρώστια, τη λατρεία των θεών. Ο χορός, η μίμηση, η μουσική και το δράμα έδιναν στους συμμετέχοντες και στους θεατές την ευκαιρία να βιώσουν τις αλλαγές της ζωής και να εκτονώσουν τη συναισθηματική τους φόρτιση.
Β
Ασκληπιεία: Τα πρώτα Δραματοθεραπευτικά Κέντρα.
Τα θεραπευτήρια του Ασκληπιού, τα Ασκληπιεία, αριθμούν περί τα 320 στην αρχαία Ελλάδα, ενώ υπήρχε και ένα στην Πέργαμο. Μεταξύ των πιο γνωστών ήταν της Επιδαύρου και της Κω όπου γεννήθηκε ο Ιπποκράτης, πατέρας της ιατρικής, ο οποίος καταγόταν από τη γενιά των Ασκληπιάδων των Αθηνών.
Στα θεραπευτήρια αυτά, που υπήρξαν τα πρώτα δραματοθεραπευτικά κέντρα εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά αρχές προετοιμασίας οι οποίες χρησιμοποιούνται και σήμερα στη δραματοθεραπεία:
1. Ο θεραπευόμενος ερχόταν στα Ασκληπιεία οικειοθελώς, επιζητώντας θεραπεία.
2. Όταν έφθανε στο Ασκληπιείο, ο ιερέας-γιατρός οδηγούσε τον ασθενή στο άδυτο. Το άδυτο ήταν ένα οίκημα που κατέληγε μέσω μιας στοάς σε ένα άνοιγμα με κίονες. Εκεί οι ασθενείς χαλάρωναν, έκαναν ηλιοθεραπεία και συζητούσαν με το γιατρό.
3. Στη συνέχεια ο ασθενής ασκούνταν σωματικά και πνευματικά στο ωδείο (μουσικοθεραπεία).
4. Το διάβασμα (βιβλιοθεραπεία) συμπλήρωνε τη θεραπεία.
5. Το θέατρο αποτελούσε ένα από τα βασικά μέσα για τη θεραπεία του ατόμου. Ο ασθενής αφηνόταν στη μαγική δύναμη του θεάτρου προκειμένου να ταυτιστεί με τους ήρωες του έργου, το οποίο είχε επιλεγεί προσεκτικά. Επρόκειτο συνήθως για έργο θρησκευτικού περιεχομένου και ενίσχυε με αυτό τον τρόπο την πίστη του ατόμου.
6. Η υγιεινή διατροφή, η αποτοξίνωση και η προσευχή ολοκλήρωναν μια θεραπεία που, όπως προαναφέρθηκε, απέδιδε την ίδια σημασία στο σώμα, στην ψυχή και στο πνεύμα.
Β
Εισαγωγή στη Δραματοθεραπεία.
Η δραματοθεραπεία ανήκει στις ψυχοδυναμικές θεραπείες και χρησιμοποιεί «μέσα» από το χώρο της τέχνης. Πολλά συναισθήματα, που βρίσκονται μέσα μας και δεν μπορούν να εκφρασθούν με λόγια, παίρνουν μορφή με τη βοήθεια της δραματοθεραπείας, η οποία σταδιακά μπορεί να μετατραπεί σε λεκτικές εκφράσεις, σε λόγο. Η δραματοθεραπεία χρησιμοποιεί τη δυναμική του δράματος για να θεραπεύσει το «δράμα της ψυχής», όπως χρησιμοποιεί και τη δυναμική της μουσικής και των εικαστικών τεχνών.
Ιστορικά, υπάρχει σχέση ανάμεσα στη δραματική έκφραση και στη θεραπευτική διαδικασία. Ακριβώς αυτή η θεραπεία μέσω του δράματος ονομάζεται δραματοθεραπεία.
Αυτή η σχέση θεραπείας μπορεί να παρατηρηθεί στα ακόλουθα επίπεδα:
1. Δημιουργική έκφραση.
2. Επικέντρωση σε συγκεκριμένο σκοπό.
3. Ψυχοθεραπεία.
Η εμφάνιση της δραματοθεραπείας έγινε για πρώτη φορά στην Αγγλία κατά τις δεκαετίες μεταξύ του 1940-1950, ως αποτέλεσμα των ιδεών περί εξανθρωπισμού της ψυχικής θεραπείας. Η θεραπεία μέσω δράματος υιοθετήθηκε κατόπιν από την ψυχιατρική και τα ειδικά σχολεία με επιτυχή αποτελέσματα.
Η δραματοθεραπεία αντλεί τις γνώσεις της από τρεις κυρίως τομείς:
1. Την ψυχοθεραπεία.
2. Την κοινωνική ανθρωπολογία και την εξελικτική ψυχολογία.
3. Το δράμα και το θέατρο.
Οι δυνατότητες της δραματοθεραπείας είναι πολλές. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να βοηθήσει:
- Να ξεπεραστούν δυσκολίες που αντιμετωπίζει το άτομο σε τομείς όπως ο συναισθηματικός, ο νοητικός, ο κοινωνικός.
- Να ενισχυθεί η ανάπτυξη του εσωτερικού δυναμικού του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται με:
1. Την αναγνώριση και την ανάπτυξη των δυνατοτήτων του ανθρώπου.
2. Τις διαπροσωπικές σχέσεις και την αντιμετώπιση των συγκρούσεων.
3. Την αναζήτηση της χαράς.
Η δραματοθεραπεία αποτελεί μια ομαδική διεργασία που εξερευνά σε πολλά επίπεδα τη δραματική συναλλαγή των μελών της. Εκτός από τις ομάδες, όμως, μπορεί να εφαρμοστεί και σε μεμονωμένα άτομα, αφού τα απόντα μέλη γίνονται παρόντα με τη φαντασία. Μέσα από τη δραματοθεραπεία «κάτι αλλάζει», έστω και αν στην αρχή ο θεραπευόμενος δεν συνειδητοποιεί τι είναι αυτό.
Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ανάλογα με τη βάση της διαδικασίας της θεραπείας, διακρίνονται τα ακόλουθα μοντέλα δραματοθεραπείας:
- Μοντέλο δημιουργίας ιστορίας, από το θεραπευόμενο ή την ομάδα.
- Μοντέλο χρήσης ρόλων, για δραματοποίηση.
- Τελετουργικό μοντέλο, για τη διευκόλυνση της εκτόνωσης των συναισθημάτων.
- Αισθητικό μοντέλο, που δίνει έμφαση στο καλλιτεχνικό μέρος.
- Συνειρμικό μοντέλο, όπου γίνεται χρήση παραμυθιών και ιστοριών.
Β
Σύμβολα, συμβολισμοί, συμβολοποίηση.
Πάρα πολλά πράγματα ξεπερνούν τα όρια της ανθρώπινης αντίληψης. Η μετατροπή των αισθητηριακών εμπειριών σε ιδέες οι οποίες πρέπει να εκφραστούν με τη δημιουργία συμβόλων είναι αναγκαία. Αυτό είναι μια φυσική ικανότητα του ανθρώπινου νου (του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου).
Μέσα από τις συμβολοποιήσεις μπορούμε να μάθουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ανθρώπινη ψυχή. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι θρησκείες -οι οποίες αποτελούν το πρώτο καθαρτήριο της ψυχής του ανθρώπου- χρησιμοποιούν σύμβολα. Η συμβολική γλώσσα εκφράζεται πολλές φορές με εικόνες και τελετουργίες.
Στην πραγματικότητα, η συμβολική γλώσσα προϋπήρξε της ομιλίας. Μόνο πολύ αργότερα στην ιστορία του ανθρώπου η ομιλία διεκδίκησε την ηγεμονία των συμβόλων. Φυσική ιδιότητα του ανθρώπινου νου είναι η μετατροπή των αισθητηριακών εμπειριών σε ιδέες που πρέπει να βρουν έκφραση, είτε με την ομιλία είτε με τη χρήση συμβόλων, και οδηγούν σε απεικονίσεις του εαυτού του ανθρώπου και των άλλων. Το νόημα καθαυτό δεν βρίσκεται στην αιτία, αλλά στο δημιουργικό μέρος του θέματος. Η δραματοθεραπεία και η μουσική έχουν κοινό τους γνώρισμα τη χρήση συμβόλων που γίνονται πράξη μέσα από τη συμβολοποίηση.
Ο άνθρωπος αρχικά εξέφρασε τη σχέση του με το Θεό μέσα από το ομαδικό τραγούδι, το οποίο έδειχνε την από κοινού αναγνώριση και το σεβασμό στο υπέρτατο Ον. Μπορούμε ίσως να συγκρίνουμε αυτού του είδους τη θρησκευτική ομάδα με την αρχική ιδέα του Freud, ότι η ομάδα λειτουργεί μέσω ενός αρχηγού, στον οποίο τα μέλη προβάλλουν το Υπερεγώ τους και μέσω αυτής της βασικής αναγνώρισης εδραιώνουν την έννοια της ομάδας (Freud, 1921).
Β
Ορισμένα «πιστεύω» για την υγεία και την ασθένεια.
Οι διαφορετικοί πολιτισμοί, οι διαφορετικές εμπειρίες και τα διαφορετικά «πιστεύω» συνεπάγονται και διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης της «ασθένειας», είτε αυτή είναι σωματική είτε ψυχική. Για παράδειγμα, μια διαφορά ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική ιατρική είναι ότι η πρώτη βρίσκεται μακριά από την κουλτούρα του θεραπευόμενου.
Η δυτική ιατρική δεν πιστεύει στην ανάγκη αυτή, ούτε θεωρεί ότι είναι κάτι θετικό που θα βοηθήσει στην ίαση, ενώ η αντίθετη αντίληψη επικρατεί στην ανατολική κουλτούρα καθώς και στις πρωτόγονες φυλές. Στις φυλές της Μαλαισίας Cenoi και Temiar οι γιατροί-μάγοι τους, οι λεγόμενοι Σαμάνοι, γιατρεύουν τα εγκαύματα με φλούδες μπανάνας. Στη φυλή Temiar, οι μητέρες θηλάζουν τα παιδιά τους μέχρι την ηλικία των 4-5 χρόνων, κάνοντάς τους συγχρόνως μασάζ, επειδή το θεωρούν απαραίτητο για την υγεία τους, ενώ τα πιέζουν να μην μπουσουλήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή θεωρούν το μπουσούλημα χαρακτηριστικό γνώρισμα των ζώων. Εκτός αυτού, σε κάθε πολιτισμό υπάρχει ένα πιστεύω αναφορικά με το φύλο του παιδιού- αρσενικό ή θηλυκό- (πολιτιστικό «πιστεύω»).
Για την προστασία της υγείας υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις:
1. Η λαϊκή αντιμετώπιση. Εδώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι συμβουλές της γιαγιάς και της μητέρας. Συμβουλευόμαστε οποιονδήποτε είχε την ίδια εμπειρία, τον κάθε απλό άνθρωπο, τη γυναίκα ή τη γραμματέα του γιατρού. Υπάρχουν έντονα «πιστεύω» για το τι είναι υγιεινό ή όχι.
2. Η παραδοσιακή αντιμετώπιση. Βρίσκεται ανάμεσα στη λαϊκή και την παραδοσιακή αντιμετώπιση. Έχει τελετουργικό χαρακτήρα και πρακτική χωρίς νομική δύναμη, όπως συμβαίνει στην επιστημονική αντιμετώπιση. Οι πρακτικοί αυτού του χώρου λειτουργούν στο πλαίσιο του ιερού (ξεμάτιασμα, ευχές υπέρ υγείας, ευχέλαιο κ.λ.π.). οι θεραπευτές του παραδοσιακού συστήματος πρέπει να ανήκουν στο ίδιο πολιτισμικό πλαίσιο με το θεραπευόμενο προκειμένου να γίνει αποδεκτός αυτός ο τρόπος ίασης και να υπάρξει στη συνέχεια θετικό αποτέλεσμα.
3. Η επιστημονική αντιμετώπιση. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει το επιστημονικό μοντέλο και η νομική κάλυψη για τη διάγνωση της ασθένειας, τη χορήγηση των φαρμάκων και, εφόσον χρειαστεί, την ανάκληση της ελευθερίας επιλογής του ασθενή σε ό,τι αφορά τη θεραπεία του.
Τα τρία αυτά «συστήματα» υγείας είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και να αλληλεπικαλύπτονται, ανάλογα με τον πολιτισμό, τις αξίες και τη φιλοσοφία του ατόμου.
Σε ό,τι αφορά τη δραματοθεραπεία, αυτή έχει αυξημένη θεραπευτική δύναμη επειδή αντιμετωπίζει το πρόβλημα ολιστικά, λαμβάνοντας υπόψη και χρησιμοποιώντας ανάλογα την εμπειρία ζωής του πελάτη-θεραπευόμενου. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι κινείται μεταξύ της επιστημονικής και της παραδοσιακής αντιμετώπισης της υγείας.
Β
Ορισμένα «πιστεύω» για το σώμα.
Εφόσον δεσμευτεί και μείνει πιστός στο σκοπό της θεραπείας και έχει πίστη για το θεραπευτικό αποτέλεσμα, ο θεραπευόμενος θα αρχίσει σταδιακά να:
1. Αλλάζει τον τρόπο που αισθάνεται και σκέπτεται. Θα είναι λιγότερο αγανακτισμένος, αχάριστος, καταπιεστικός ή εξαρτημένος.
2. Κάνει διαφορετικές επιλογές, που δεν συμφωνούν με τα παλιά πρότυπα. Είναι πιθανό να κάνει νέους φίλους και να απορρίψει τον προηγούμενο κοινωνικό περίγυρο.
3. Σταματά να μισεί τον εαυτό του και σταδιακά αρχίζει να τον αποδέχεται.
4. Αναγνωρίζει την αξία του και αυξάνει την αυτοπεποίθησή του.
5. Αγαπά τον εαυτό του και αισθάνεται «καλά» χωρίς να υποκρίνεται.
6. Αποκτά τη δύναμη ώστε να μην επιστρέφει σε παλιά πρότυπα και συνήθειες.
Β
Προληπτική θεραπευτική μέσω της δραματοθεραπείας.
Αν ο θεραπευτής θέλει να δουλέψει προληπτικά με τη δραματοθεραπεία, θα πρέπει να ρίξει το βάρος του στη μάθηση των αξιών της ζωής, στους τρόπους καλλιέργειάς τους, δίνοντας έμφαση και νόημα στη ζωή και στα δυνατά σημεία του θεραπευόμενου. Οι τομείς στους οποίους χρειάζεται να επικεντρωθεί είναι οι ακόλουθοι:
1. Γνώση: Για πολλούς ανθρώπους η κατοχή γνώσεων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη.
2. Συναίσθημα: Έκφραση συναισθημάτων με ειδικές δραματοποιήσεις, ιδιαίτερα όταν υπάρχει άγχος.
3. Φαντασία: Ασκήσεις για τη χρησιμοποίηση της φαντασίας, ειδικά όταν ο θεραπευτής δουλεύει με παιδιά που έχουν αρνητικά συναισθήματα για τους γονείς τους και θέλουν να τους τιμωρήσουν.
4. Ελεύθερο γράψιμο: Για ανθρώπους που δυσκολεύονται να εκφραστούν λεκτικά, όπως είναι οι έφηβοι. Με το γράψιμο παρουσιάζεται εντονότερα το Εγώ του ατόμου.
5. Αξιολόγηση θετικών σημείων: Αναζητούνται και αξιολογούνται τα θετικά σημεία του ατόμου που μπορεί να υπάρχουν- ακόμη και σε μια δύσκολη κατάσταση.
6. Ζωγραφική: Είναι μια δυνατότητα δημιουργικής έκφρασης. Σε αυτή είναι έντονη η παρουσία του ασυνείδητου.
7. Συγγραφή ιστοριών: Μέσα από τις ιστορίες διαφαίνονται οι βαθύτερες ανάγκες του ατόμου που είναι δύσκολο να εκφραστούν σε πραγματικό επίπεδο γιατί εμπεριέχουν έντονα και αρνητικά συναισθήματα ή γιατί δεν αποτελούν συνειδητοποιημένες ανάγκες.
8. Δραματοποίηση: Σε αυτή την περίπτωση δραματοποιούνται οι πιο έντονες σκηνές των ιστοριών.
Β
Ο ρόλος στη δραματοθεραπεία.
Κατά τη διάρκεια της δραματοθεραπείας ο θεραπευόμενος έχει τη δυνατότητα να «φτιάξει» ρόλους στα πλαίσια μιας δραματοποιημένης ιστορίας, ενός μύθου ή ενός παραμυθιού. Αυτός ο ρόλος μπορεί να λειτουργήσει και να συγκρουστεί με τους ρόλους που δημιούργησαν τα άλλα μέλη της θεραπευτικής ομάδας.
Με τον ίδιο «ζωντανό» τρόπο ο θεραπευόμενος έχει την ευκαιρία να βιώσει μια πραγματικότητα, τη δική του, μέσα από τη μεταφορά και το συμβολισμό. Συγχρόνως διατηρεί την απαιτούμενη ψυχολογική απόσταση για να συνειδητοποιήσει με λιγότερο πόνο ότι αυτή η πραγματικότητα είναι η δική του και τον αφορά. Στη δραματοθεραπεία η απόσταση που παίρνει ο θεραπευόμενος μέσω του ρόλου τον βοηθά να φθάσει πιο βαθιά μέσα του από ό,τι αν δούλευε απευθείας το πρόβλημά του.
Στη δραματοθεραπεία υπάρχουν δύο πραγματικότητες:
1. Η θεατρική πραγματικότητα.
2. Η προσωπική πραγματικότητα.
Η θεατρική πραγματικότητα είναι αυτή που επιτρέπει τη διατήρηση της απόστασης, αφού ένας ρόλος παίζεται «ως εάν» να ήταν κάποιος μέσα σε αυτόν. Έτσι διερευνώνται τα όνειρα και οι φαντασιώσεις που σχετίζονται με τους διάφορους ρόλους ή με κάποιον συγκεκριμένο. Οι δραματοποιημένοι ρόλοι γίνονται το μέσο για την εξερεύνηση του προσωπικού μας εσωτερικού θεάτρου που έχει τους δικούς του πραγματικούς ρόλους.
Β
Τα παραμύθια και οι θρύλοι ως εργαλεία στη δραματοθεραπεία.
Και αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα,
και η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει.
Γ. Σεφέρης.
Η διάκριση ανάμεσα στο παραμύθι και τις άλλες μορφές συμβολικού λόγου, όπως είναι ο μύθος και οι λαϊκές παραδόσεις, είναι δύσκολη, αν και υπάρχουν μεταξύ τους πραγματικές διαφορές. Ο μύθος έχει εθνολογικά στοιχεία, αλλά ανήκει σε όλο το ανθρώπινο γένος. Οι θρύλοι έχουν λογική, ιστορικές βάσεις και πολλές φορές τραγικό τέλος, ενώ το παραμύθι αναφέρεται μόνο στο χώρο της φαντασίας και του υπερφυσικού. Στο παραμύθι ακόμη γίνεται αναφορά και σε μη ανθρώπινες δυνάμεις οι οποίες δρουν σε ένα διαφορετικό κόσμο. Το παραμύθι λειτουργεί σε μαγικά πλαίσια, έξω από τα όρια του χρόνου. Έχει μια ρομαντική γοητεία και παρουσιάζει με έναν αποδεκτό τρόπο αρχέτυπους συμβολισμούς. Ασχολείται με τις προσωπικές εμπειρίες του ήρωα, με τα χαρακτηριστικά του οποίου μπορεί να ταυτιστεί ο κάθε άνθρωπος, ζώντας συγκρούσεις του καλού με το κακό, του θάρρους με τη δειλία, και βιώνοντας τη νίκη της εξυπνάδας ενάντια στη δύναμη. Έτσι, τα ατομικά συναισθήματα και οι προσωπικές καταστάσεις γίνονται πανανθρώπινες και ο άνθρωπος αισθάνεται μέρος του κόσμου.
Μολονότι τα παραμύθια υπάρχουν εδώ και χιλιάδες χρόνια και έχουν αναπτυχθεί σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, η πλοκή τους παρουσιάζει ομοιότητες από χώρα σε χώρα και τα «θέματά» τους είναι σχετικά περιορισμένα. Τα «θέματα» που εμφανίζονται πιο συχνά, τα οποία επαναλαμβάνονται κάθε φορά με διαφορετική πλοκή, αφορούν τη σεξουαλικότητα, την πορεία για την ανακάλυψη και το ξύπνημά της, καθώς και την ψυχική ανάπτυξη στην πορεία της ζωής.
«Η μύηση, αν και συγκαλυμμένη, αποτελεί έκφραση ενός ψυχοδράματος που εκπληρώνει μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη». Καλοί και κακοί, βασιλιάδες και βασίλισσες, αδελφές και αδελφοί, μητριές και μητέρες είναι ρόλοι που υπάρχουν και στον πραγματικό κόσμο. Σε όλα τα παραμύθια υπάρχει ένα ατομικό σενάριο, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τους βασικούς ρόλους όσο και την πλοκή σύμφωνα με την οποία εξελίσσονται οι ρόλοι αυτοί.
Β
Αντιμετώπιση του άγχους σε παιδιά μέσα από ιστορίες.
Βιβλιοθεραπεία.
Η αφήγηση ιστοριών είναι μια θεραπευτική μέθοδος γνωστή από πολύ παλιά, όπως φαίνεται από τη μυθολογία της αρχαίας Ελλάδας και των άλλων χωρών.
Οι ιστορίες μοιάζουν με ένα ταξίδι στον κόσμο του πραγματικού ή στο χώρο της φαντασίας. Στην Ανατολή, ο σοφός καθόταν σε μέρη όπου οι περαστικοί, αν ήθελαν, μπορούσαν να τον ακούσουν να αφηγείται μια ιστορία, η οποία περιλάμβανε άλλες μικρότερες. Ο περαστικός λοιπόν άκουγε τις ιστορίες και μπορούσε να διδαχθεί από αυτές.
Μέχρι περίπου το 17ο αιώνα, εκτός από τα παιδιά, ιστορίες άκουγαν και οι μεγάλοι.
Στην Αφρική η αφήγηση των ιστοριών γινόταν μέσα σε κλειστό χώρο και ποτέ στην ύπαιθρο, επειδή υπήρχε ο φόβος ότι θα τις ακούσουν τα πνεύματα και θα τις ζωντανέψουν (Mooli Lahat, Dramatherapy Course, 1989).
Οι ιστορίες αφήνουν πάντοτε μεγάλα περιθώρια στη φαντασία του κάθε ανθρώπου, επιτρέποντάς του να πλάσει στο μυαλό του όπως εκείνος θέλει τους τόπους, τους ήρωες και τα αντικείμενα, σε αντίθεση με την τηλεόραση η οποία με τις εικόνες περιορίζει τη φαντασία και την υποτάσσει στις υποκειμενικές ανάγκες του ατόμου.
Αποτέλεσμα της θεραπείας μέσω αφήγησης ιστοριών είναι η βιβλιοθεραπεία, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία και στις Η.Π.Α. Οι υπεύθυνοι βιβλιοθηκονόμοι των νοσοκομείων μεριμνούν για τα βιβλία των ασθενών τα οποία συστήνονται από το γιατρό και αποτελούν μέρος της θεραπείας ενός ασθενή. Αυτή η μέθοδος εντάσσεται στο ολιστικό μοντέλο θεραπείας.
Επειδή ο δραματοθεραπευτής χρησιμοποιεί στη θεραπευτική διαδικασία σύμβολα και μεταφορές, είναι απαραίτητο να χειρίζεται ιστορίες, μύθους και παραμύθια έτσι ώστε να ανιχνεύεται η αλήθεια του θεραπευόμενου με τον πιο αυθεντικό τρόπο, καθώς στη δραματοθεραπεία η θεραπευτική διαδικασία δεν πρέπει να περνά μέσα από τον έλεγχο της σκέψης και της λογικής. Γι’ αυτό ο δραματοθεραπευτής είναι απαραίτητο να πλουτίζει τις γνώσεις του σε ιστορίες και μύθους, αλλά και να μπορεί να δημιουργεί ο ίδιος ιστορίες ή να βοηθά τον πελάτη να πλάσει τις δικές του.
Οι ιστορίες σε όλο τον κόσμο έχουν κοινά χαρακτηριστικά και ομοιότητες, ανάλογα με την κουλτούρα του κάθε λαού. Και αυτό γιατί ορισμένες ανάγκες φαίνεται να είναι οικουμενικές και διαχρονικές.
Β
Το ψυχόδραμα και οι διαφορές του με τη δραματοθεραπεία.
Η τεχνική του ψυχοδράματος αναπτύχθηκε από τον Εβραίο γιατρό J. L. Moreno ανάμεσα στα 1920 με 1930. Ως μέθοδος βρίσκεται πιο κοντά στην ψυχανάλυση, αφού βασική του αρχή είναι ότι το άτομο ενδιαφέρει περισσότερο από την ομάδα. Το ψυχόδραμα επιτρέπει στο άτομο να αντιληφθεί το ρόλο που παίζει σε μια δεδομένη στιγμή ή κατάσταση, καθώς και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών της ομάδας. Αυτό που συνήθως συμβαίνει στο παρόν διερευνάται και εξηγείται τόσο από την προσωπική ιστορική διάσταση της ζωής του ατόμου όσο και από τη συλλογική ζωή της ομάδας. Πρόκειται δηλαδή για την αναζήτηση της αλήθειας του ατόμου μέσα από τον αυτοσχεδιασμό, την αναπαράσταση για την επίλυση των συγκρούσεων (παρελθόντος, παρόντος ή μέλλοντος). Η συναισθηματική απήχηση που μπορεί να έχει το πρόβλημα του ατόμου στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας το βοηθά να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις δυσκολίες του. Από τη στιγμή που το πρόβλημα του ενός γίνει πρόβλημα της ομάδας, όλοι μαζί θα αναζητήσουν τη λύση του μέσω του πειραματισμού και του αυτοσχεδιασμού. Ο Moreno ανέπτυξε τη μέθοδο αυτή σε ένα θέατρο της Νέας Υόρκης και χρησιμοποίησε τεχνικές από την εκπαίδευση των ηθοποιών.
Ο Moreno στήριξε τον τρόπο θεραπείας του στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Σύγκρινε τα τρία επίπεδα του θεάτρου με τα διαφορετικά επίπεδα της προσωπικότητας, τα οποία το άτομο δεν γνωρίζει αλλά μπορεί να ανακαλύψει μέσα στη θεραπευτική διαδικασία του ψυχοδράματος. Επιπλέον έδωσε έμφαση στην ανάγκη του πελάτη για κάθαρση και για έκφραση του «θεραπευτικού ποταμού» των συναισθημάτων του.
Εκτός από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο Moreno εμπνεύστηκε την αντιστροφή των ρόλων από τους σωκρατικούς διαλόγους, ενώ από την Commedia dell’ Arte και από τα μαθήματα του Stanislawski υιοθέτησε τις θεωρίες του αυθορμητισμού και των διαπροσωπικών σχέσεων της ομάδας. Από τις μεθόδους του Stanislawski, που ήταν άνθρωπος του θεάτρου, ο Moreno δανείστηκε ορισμένα στοιχεία, όπως ο αυτοσχεδιασμός και η κατάργηση των γραπτών κειμένων.
Στο ψυχόδραμα υπάρχουν πέντε βασικά στοιχεία τα οποία συντελούν στη διερεύνηση του βιώματος ή της σύγκρουσης:
1. Η «σκηνή», όπου θα λάβει χώρα το ψυχόδραμα.
2. Ο πελάτης-πρωταγωνιστής, ο οποίος παρουσιάζει το πρόβλημα.
3. Ο σκηνοθέτης-θεραπευτής, ο οποίος οδηγεί και καθοδηγεί τη δράση.
4. Οι δευτεραγωνιστές, που ενσαρκώνουν τους ρόλους.
5. Το κοινό, από το οποίο επιλέγονται οι δευτεραγωνιστές.
Ο Moreno προτείνει πως τα άτομα θα πρέπει να παίζουν και να δραματοποιούν πραγματικές σκηνές που να ανταποκρίνονται σε πραγματικά γεγονότα της ζωής τους.
Οι κυριότερες διαστάσεις του ψυχοδράματος είναι τρεις:
- Θεραπευτική.
- Εκπαιδευτική.
- Ψυχοκοινωνιολογική και ερευνητική.
Το θεραπευτικό ψυχόδραμα χρησιμοποιεί τις ακόλουθες τεχνικές:
1. Εμφάνιση του Εγώ, όπου αναπαριστάται μια κατάσταση ή σχέσεις με κάποια πρόσωπα από το περιβάλλον του πελάτη-θεραπευόμενου.
2. Μονόλογος, όπου, ενώ ο θεραπευόμενος αναπαριστά κάποια σκηνή της πραγματικής ζωής του, εκφράζει με χαμηλή φωνή τα κρυφά συναισθήματα και τις σκέψεις του για το μέλος της ομάδας που υποδύεται ένα πρόσωπο του περιβάλλοντός του, π.χ. μητέρα, πατέρα, σύζυγο κ.ά.
3. Αντιστροφή των ρόλων, όπου ο θεραπευόμενος επαναλαμβάνει τη σκηνή που μόλις έπαιξε υποδυόμενος άλλους ρόλους, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να μπει στη θέση και να νιώσει τα συναισθήματα των άλλων προσώπων.
4. Καθρέφτης, όπου ένα από τα μέλη της ομάδας, ένας δευτεραγωνιστής, αντανακλά τις αντιδράσεις και την εικόνα του πρωταγωνιστή-πελάτη, δίνοντάς του έτσι την ευκαιρία να δει πώς τον βλέπουν οι άλλοι.
Β
Ο Δραματοθεραπευτής.
Τα επιθυμητά χαρακτηριστικά του καλού θεραπευτή.
Απαραίτητο είναι πάντως να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του θεραπευτή από τα χαρακτηριστικά της στάσης του προς το θεραπευόμενο. Αυτό ισχυρίζεται ο Rogers, ο οποίος υποστηρίζει ότι η αποτελεσματικότητα της θεραπείας εξαρτάται από τη στάση του θεραπευτή. Σύμφωνα με τον Rogers, ο θεραπευτής πρέπει να έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά:
1. Ζεστασιά, που συνδέεται με την πλήρη και άκριτη αποδοχή του θεραπευόμενου, και γνήσια φροντίδα.
2. Ενσυναίσθηση, που είναι η ικανότητα του θεραπευτή να μπορεί να κατανοεί τον άλλο «μπαίνοντας στη θέση του», χωρίς όμως να χάνει τα προσωπικά του όρια.
Η γνησιότητα του θεραπευτή πρέπει να συνοδεύεται από τα ανάλογα συναισθήματα.
Από έρευνες που έχουν γίνει πάνω στο θέμα προκύπτει ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι μεν σημαντικά, δεν είναι όμως αρκετά από μόνα τους.
Προσωπική ανάλυση.
Σύμφωνα με τον Freud, και ο ίδιος ο θεραπευτής θα πρέπει να περάσει τη διαδικασία της ατομικής του ανάλυσης. Γι’ αυτόν η ψυχοθεραπεία θα έχει βραχεία διάρκεια, ενώ κάθε πέντε περίπου χρόνια θα πρέπει να έχει μερικές συναντήσεις με το θεραπευτή του. Υπάρχουν σήμερα αρκετές θεωρητικές προσεγγίσεις που απαιτούν από το θεραπευτή μακρόχρονη θεραπεία.
Ένα βασικό, επομένως, ερώτημα έχει να κάνει με το εάν τελικά η θεραπεία του θεραπευτή τελειώνει. Μια κοινή απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι πράγματι η θεραπεία κάποτε τελειώνει και ο θεραπευτής έχει μάθει να κάνει αυτή την εργασία μόνος του. Σε ό,τι αφορά τη διάρκειά της, θα λέγαμε ότι πολλά χρόνια θεραπείας δεν σημαίνουν απαραίτητα και περισσότερες αλλαγές. Δεν υπάρχει ένας γενικός «κανόνας» για την ιδανική διάρκεια της θεραπείας. Αυτό εξαρτάται από τις ανάγκες του εκπαιδευόμενου, ενώ για το θεραπευτή απαιτούνται το λιγότερο τέσσερα χρόνια ειδικών σπουδών.
Η θεραπεία βοηθά το θεραπευτή να αναγνωρίσει τα «τυφλά του σημεία» και ταυτόχρονα να κατανοήσει τη θέση στην οποία βρίσκεται ο θεραπευόμενος.
Επειδή το επάγγελμά του έχει πολλές απαιτήσεις, ο θεραπευτής χρειάζεται να γνωρίζει τα όρια της δουλειάς του, όπως και τα προσωπικά του όρια. Είναι σημαντικό να μπορεί να δεχθεί το γεγονός ότι ο κάθε θεραπευόμενος αλλάζει όσο ο ίδιος θέλει και ότι ένας θεραπευτής μπορεί να μην είναι κατάλληλος για όλους τους θεραπευόμενους. Για το λόγο αυτό χρειάζεται η συνεργασία με συναδέλφους για εποπτεία, στήριξη και ανταλλαγή απόψεων. Το πιο σημαντικό από όλα, βεβαίως, είναι ότι ο θεραπευτής θα πρέπει να φροντίζει την προσωπική του ζωή και να μην καλύπτει βασικές του ανάγκες μέσα από τις θεραπευτικές σχέσεις.
Β
Η ομαδική δραματοθεραπεία.
Εισαγωγή.
Η ομαδική ψυχοθεραπεία ή ομαδική θεραπεία αποτελεί μια αναγνωρισμένη και ιδιαίτερα διαδεδομένη μορφή θεραπείας. Βασίζεται στις διεργασίες και στα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη συνάντηση μιας ομάδας ανθρώπων για κάποιο χρονικό διάστημα με έναν εκπαιδευμένο θεραπευτή. Μορφές ομαδικής θεραπείας έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς στις ανθρώπινες κοινωνίες. Σε επιστημονική όμως βάση παρατηρήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα και αναπτύχθηκαν κυρίως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αναγκαιότητα της ομαδικής θεραπείας προέκυψε όχι μόνο λόγω του οικονομικού χαρακτήρα της αλλά και διότι της αναγνωρίζονται μοναδικά θεραπευτικά χαρακτηριστικά.
Η αρχηγία.
Ομάδες δημιουργούνται και λειτουργούν ακόμη και όταν δεν έχει οριστεί κάποιος ως αρχηγός. Στις θεραπευτικές ομάδες το ρόλο του αρχηγού μπορεί να αναλάβει είτε ο θεραπευτής είτε ένα μέλος. Αυτός είναι ο φυσικός «αρχηγός», ο «οδηγός» (κατά τον Beck). Ανάλογα με το ρόλο που διαδραματίζει στην ομάδα, ο αρχηγός διαφέρει:
1. Αρχηγός έργου (task leader): είναι αυτός που καθοδηγεί την εκτέλεση του «έργου» της ομάδας. Τη συγκαλεί, διαλέγει τα μέλη, θέτει και διαφυλάττει τα όρια.
2. Συναισθηματικός οδηγός (emotional leader): είναι αυτός που εκφράζει πλούσια συναισθήματα, βοηθά, αλλάζει ο ίδιος και γίνεται πρότυπο για τους άλλους και στήριγμα στη διεργασία.
3. Αποδιοπομπαίος οδηγός (scapegoat leader): αυτός γίνεται το αντικείμενο επίθεσης των μελών, φορτώνεται τα αρνητικά στοιχεία ανακουφίζοντας τους άλλους, ζητά συνεχώς διευκρινίσεις (στην πραγματικότητα για λογαριασμό των άλλων) και, γενικά, λειτουργεί θετικά για την ομάδα (αλλά ίσως όχι για τον εαυτό του).
4. Αμφισβητίας οδηγός (defiant leader): είναι αυτός που εκφράζει αμφιθυμία για τη συμμετοχή του στην ομάδα, θέτει το θέμα της εξάρτησης και της εξουσίας, συσπειρώνει γύρω του άλλα μέλη.
Η παρουσία των διαφόρων «οδηγών» και η αναγνώρισή τους μπορεί είτε να αποδειχθεί χρήσιμη στην ομάδα είτε να παρεμποδίσει το έργο της, ανάλογα με το πώς θα γίνει ο χειρισμός του θέματος.
Τους παραπάνω ρόλους ο θεραπευτής πρέπει να τους εναλλάσσει, γιατί έτσι δημιουργεί ένα σταθερό πλαίσιο στην ομάδα.
Στην ομαδική δραματοθεραπεία οι τεχνικές του δράματος ξεπερνούν το λόγο και δίνουν έμφαση στη δράση και την απελευθέρωση της δημιουργικότητας και του κρυμμένου δυναμικού. Αμέσως παρακάτω θα περιγράψουμε τις φάσεις ανάπτυξης της ομάδας και θα παρουσιάσουμε τα ζητήματα που προκύπτουν στην καθεμιά από αυτές.
Σύμφωνα με τον Yalom, οι πέντε στόχοι που εκπληρώνονται με την ομαδική θεραπεία είναι:
1. Οικουμενικότητα. Η επίγνωση ότι το ίδιο πρόβλημα το αντιμετωπίζουν και άλλοι.
2. Αλτρουισμός. Μαθαίνεις να βοηθάς το συνάνθρωπό σου.
3. Επαναπαρουσίαση εμπειριών της οικογένειας. Ξαναζείς την οικογένειά σου, χωρίς να είναι η ομάδα η πραγματική σου οικογένεια.
4. Μίμηση των πραγμάτων. Θέλεις να κάνεις πράγματα που αρέσουν στους άλλους.
5. Καινούργιοι τρόποι επικοινωνίας. Ανακαλύπτεις και χρησιμοποιείς νέους τρόπους να σχετίζεσαι με τους άλλους.
Επιπρόσθετα, μέσα στην ομάδα το άτομο:
- Αναπτύσσει το αίσθημα ότι ανήκει κάπου και ότι γίνεται αποδεκτό.
- Αποκτά πιο σαφή και συνειδητή αντίληψη της θέσης του και του ρόλου του.
- Κινητοποιείται ώστε να αναθεωρήσει στάσεις και πεποιθήσεις λόγω της δυναμικής της ομάδας.
Στόχος στη δραματοθεραπεία είναι η εξερεύνηση και η γνωριμία με τους τρεις εαυτούς μας και στη συνέχεια η εναρμόνισή τους:
1. Ο κοινωνικός εαυτός (το πώς μας βλέπουν οι άλλοι).
2. Ο αληθινός εαυτός (το πώς βλέπει ο καθένας τον εαυτό του).
3. Ο ιδανικός εαυτός (το πώς θα ήθελε ο καθένας να είναι).
Πρωταρχικό καθήκον του θεραπευτή κατά την παρέμβαση στην κρίση είναι η αναγνώριση της συμπεριφοράς του θεραπευόμενου και η τοποθέτησή του σε έναν από τους παραπάνω κωδικούς. Ο ψυχοθεραπευτής πρέπει να βρει το υλικό που «συντηρεί τη φλόγα του πελάτη του, ώστε να μπορέσει να την τροφοδοτήσει και εκείνος με το ίδιο υλικό» (Mooli Lahat). Έτσι:
- Κάποιοι άνθρωποι λειτουργούν έντονα με το συναίσθημα. Κλαίνε εύκολα, λένε τον πόνο τους στους άλλους [A(ffect)].
- Άλλοι αντεπεξέρχονται καλύτερα όταν έχουν αναλάβει κάποιο ρόλο, ανήκουν κάπου ή γνωρίζουν τις δομές της εργασίας τους [S(ocial)].
- Κάποιοι επιθυμούν να υπάρχει στη ζωή τους τάξη και οργάνωση και να είναι όλα ξεκάθαρα [C(ognitive)].
- Κάποιοι άλλοι εκτονώνονται με τη σωματική άσκηση, π.χ. καθαριότητα, μασάζ, χαλάρωση [Ph(ysical)]. Στην κατηγορία αυτή ανήκει το παιδί το οποίο αισθάνεται πόνους στην κοιλιά όταν δεν θέλει να πάει σχολείο.
- Υπάρχουν επίσης τα άτομα που ξεφεύγουν με τη φαντασία [I(magination)]. Πολλές φορές επιστρατεύουμε τη φαντασία προκειμένου να αποφύγουμε μια σοβαρή πίεση, την οποία δεν αντέχουμε. Η φαντασία αποτελεί ένα κατάλληλο μηχανισμό για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων.
- Τέλος υπάρχουν οι άνθρωποι που βλέπουν τα πράγματα αισιόδοξα ή απαισιόδοξα [B(eliefs)].
Β
Η Φανταστική Πραγματικότητα στη Θεραπεία.
Η ιστορία που θα ήθελες να ακούσεις
Mooli Lahat.
Πρόκειται για μια εξειδικευμένη τεχνική που απευθύνεται κυρίως σε ικανούς και έμπειρους θεραπευτές. Η εφαρμογή της είναι πολύ αποτελεσματική ειδικά με απρόθυμους πελάτες ή με άτομα που βρίσκονται σε κρίση. Επειδή ο αφηγητής είναι ταυτόχρονα και ενεργό μέλος, χρειάζεται προσοχή για να είναι σίγουρο ότι η ιστορία αυτή δεν θα είναι «η δική του».
Η φανταστική πραγματικότητα αποτελεί μια προσωπική πραγματικότητα όπου μπορούν να συμβούν τα πάντα, ακόμη και τα πιο απίθανα. Είναι μια σωτήρια διέξοδος για τον άνθρωπο που έχει δεχθεί σοβαρά πλήγματα και συχνά είναι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει και να αντέξει το δυνατό πόνο. Το ότι, για παράδειγμα, ένας γονέας που έχει χάσει το παιδί του ισχυρίζεται ότι επικοινωνεί μαζί του μπορεί να αποτελεί το μοναδικό τρόπο για να αντέξει τον πόνο του. Ή το ότι ένα παιδί ή ενήλικος που κακοποιήθηκε συχνά λέει: «Δεν θυμάμαι τίποτε, δεν ένιωσα τίποτε, ήταν σαν να μην ήμουν εγώ, μόνο το σώμα μου ήταν εκεί» μπορεί να δείχνει τον τρόπο για να αντέξει κανείς το σοκ του βιασμού.
Η φανταστική πραγματικότητα είναι βοηθητική : αποτελεί το μεταβατικό στάδιο. Είναι αυτό που ονειροπολούμε και φαντασιώνουμε για να αντέξουμε τη χρονική περίοδο κατά την οποία βιώνουμε έναν ισχυρό πόνο. Η φαντασία διαφέρει από την ονειροπόληση, όπου εξελίσσεται ένας φανταστικός διάλογος. Φαντασία σημαίνει να αναπολούμε το παρελθόν και να ονειρευόμαστε το μέλλον. Με τον τρόπο αυτό μετριάζεται η επιθετικότητά μας, γιατί αισθανόμαστε ότι έχουμε αυτό που θέλουμε. Η φανταστική πραγματικότητα είναι ο χώρος όπου αφενός δημιουργούμε ποικίλες δυνατότητες και αφετέρου δεν δεχόμαστε κριτική.
Μια έρευνα σε 700 άτομα στο Ισραήλ έδειξε ότι το 68% των ατόμων στα Σώματα Ασφαλείας, όταν βρίσκονται σε δύσκολη αποστολή, φαντασιώνουν ότι παίζουν σε κάποια ταινία με ανάλογο σενάριο και δυσκολίες. Έτσι μόνο μπορούν να επιβιώσουν και να ξεπεράσουν τη μεγάλη ένταση. Ο Mooli Lahat, ο οποίος δουλεύει με τη φανταστική πραγματικότητα, μου ανέφερε ότι και ο ίδιος εφάρμοσε τη συγκεκριμένη μέθοδο και κατόρθωσε να ξεπεράσει ένα μεγάλο προσωπικό του δράμα.
Οι δραματοθεραπευτές είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με τη φανταστική πραγματικότητα. Η δραματοθεραπεία- όπως και η παιγνιοθεραπεία- δουλεύουν με τη φανταστική πραγματικότητα, δημιουργώντας μια ιστορία μέσω της οποίας προχωρά η θεραπεία. Η τεχνική αυτή όμως μπορεί να εφαρμοστεί και από θεραπευτές που ακολουθούν άλλες μεθόδους, επικεντρώνοντας την τεχνική της φανταστικής πραγματικότητας μόνο στην αφηγηματική θεραπεία.
Β
Χαρακτηριστικά που καταδεικνύουν τη θεραπευτική βελτίωση του θεραπευόμενου.
1. Ο θεραπευόμενος αποδέχεται τον εαυτό του, έστω και αν ακόμη θέλει να βελτιώσει ορισμένες πλευρές.
2. Αποδέχεται τους άλλους και δεν προσπαθεί πλέον να τους αλλάξει. Ξέρει ότι μόνο τον εαυτό του μπορεί να αλλάξει.
3. Αγαπά τον εαυτό του- προσωπικότητα, εμφάνιση, απόψεις, αξίες, σώμα, επιτυχίες- και δεν περιμένει την αναγνώριση αποκλειστικά μέσα από μια σχέση.
4. Αναγνωρίζει τα συναισθήματά του και αποδέχεται τη σεξουαλικότητά του.
5. Ανοίγεται στους κατάλληλους ανθρώπους και δεν εκτίθεται στην εκμετάλλευση εκείνων που δεν νοιάζονται γι’ αυτόν.
6. Όταν κρίνει ότι μια σχέση του (ερωτική ή φιλική) είναι καταστροφική, έχει την ικανότητα να τη διακόψει.
7. Έχει φίλους και προσωπικά ενδιαφέροντα για να στηρίζεται σε δύσκολες στιγμές.
8. Δίνει μεγάλη σημασία στην ηρεμία του.
9. Ξέρει να προστατεύει τον εαυτό του, την υγεία του, τη χαρά του.
10. Αναρωτιέται: «Είναι καλή αυτή η σχέση για μένα; Μου επιτρέπει να είμαι ο εαυτός μου, να αναπτυχθώ;».
11. Γνωρίζει ότι μια σχέση είναι σωστή και έχει μέλλον αν οι σύντροφοι έχουν κοινά ενδιαφέροντα, στόχους, αξίες και είναι δεμένοι συναισθηματικά.
Β
Η εφαρμογή της Παιγνιοθεραπείας στη Δραματοθεραπεία.
Η παιγνιοθεραπεία είναι μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία στην οποία το παιχνίδι κατέχει κεντρικό ρόλο. Βασίζεται στην υπόθεση ότι η χρήση του παιχνιδιού βοηθά στην καλύτερη και ευκολότερη έκφραση των συναισθημάτων και των προβλημάτων του ανθρώπου σε σύγκριση με το λεκτικό τρόπο επικοινωνίας.
Στην παιγνιοθεραπεία λαμβάνεται υπόψη η θεωρία του παιχνιδιού, σύμφωνα με την οποία κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να παίξει, και ο τρόπος που παίζει εξαρτάται τόσο από το οικογενειακό όσο και από το πολιτισμικό του περιβάλλον:
- Παίζοντας μαθαίνουμε για τον εαυτό μας.
- Παίζοντας μαθαίνουμε για τον κόσμο.
- Παίζοντας μαθαίνουμε για τα οργανωμένα σχήματα.
- Παίζοντας αναπτύσσουμε τη φαντασία.
- Παίζοντας αποκτούμε την ικανότητα να κατανοούμε τα σύμβολα.
- Παίζοντας αναπτύσσουμε τις έννοιες και το παράδοξο του ελέγχου και της ελευθερίας.
- Παίζοντας μαθαίνουμε το σώμα.
Η παιγνιοθεραπεία είναι μια μέθοδος που δεν παραβιάζει τις άμυνες του «πελάτη» και απευθύνεται κυρίως σε παιδιά (αλλά και σε ενήλικους).
Τα παιδιά που ξεκινούν παιγνιοθεραπεία έρχονται αντιμέτωπα με τη λογική του «ελέγχου» καθώς και με καθορισμένους κανόνες, των οποίων η κατάργηση οδηγεί σε σύγχυση. Μέσω της παιγνιοθεραπείας τίθενται προοδευτικά τα όρια της σχέσης ελευθερίας - ελέγχου.
Οι αλλαγές και η υπευθυνότητα κατακτώνται σταδιακά από τα παιδιά, γι’ αυτό είναι αναγκαίο μαζί με αυτά να εκπαιδεύονται και οι γονείς τους. Το καταπιεσμένο παιδί ανησυχεί μήπως λερωθεί από τα παιγνίδια, τα χρώματα, την άμμο κ.λ.π. (γι’ αυτό το λόγο και δεν χρησιμοποιούνται οι δακτυλομπογιές από την πρώτη συνεδρία). Υπάρχουν παιδιά που απλώς ανησυχούν μήπως λερωθούν, και άλλα (τα οποία συνήθως αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες) που συνδυάζουν το «λέρωμα» με την καταστροφή: ελέγχοντας τον εαυτό τους ώστε να μη λερωθούν, αισθάνονται ότι ελέγχουν τη βία. Όταν το πρόβλημα εμφανίζεται ανάμεσα σε δύο άτομα (π.χ. παιδί και μητέρα), τότε ο θεραπευτής είτε δουλεύει και με τους δύο μαζί είτε μόνο με τον ένα και τον άλλο τον αναλαμβάνει κάποιος άλλος ειδικός.
Β
Βιβλιογραφία.
1) Unkefer, R., (Ed.) (1990). Music therapy in the treatment of adults with mental disorders. New York: Schirmer.
2) Valentine, C.W., (1913). The aesthetic of musical intervals among children and adults. British Journal of Psychology, 6, 190-216.
3) Vickers, W.D., (1983). Project looking back: A structured reminiscence experience. Activities, Adaptation, and Aging 3:31-37.
4) Vinsonneau, G., (1996). Idente culturelle: Paris: Armand Colin.
5) Viret J., (1976). Improvisation dans M. Honegger, Science de la musique, Paris, Bordas, I, 483-484.
6) Vygotsky, L.S., (1978). Mind in Society. Cambridge, MA: Harvard University Press.
7) Vygotsky, L.S., (1934/86). Thought and Language. Cambridge, MA: MIT Press.
8) Warja, M., (1994). Sounds of music through the spiralling path of individuation: A Jungian approach to music psychotherapy. Music Perspectives 12:75-83.
9) Wasserman, N., Plutchik, R., Deutsch R. & Takemoto Y., (1973). A music therapy evaluation scale and its clinical applications to mentally retarded adult patients. Journal of Music Therapy 10:64-77.
10) Waters, A.J., & Uderwood, G., (1999). Processing pitch and temporal structures in music reading: Independent or interactive processing mechanisms? European Journal of Cognitive Psychology, 11, 531-553.
11) Watson, C.S., & Foyle, D.C., (1985). Central factors in discrimination and identification of complex sounds. Journal of the Acoustical Society of America, 78, 375-380.
12) Watzlawick, P., (1986). Le langage du changement, ParisΒ : Le Seuil, Points No 186.
13) Watzlawick, P., Beavin, H., Don Jackson, (1979). Une logique de la communication, ParisΒ : Le Seuil, Points No 102.
14) Wedin, L., (1972). A multidimensional study of perceptual-emotional qualities in music. Scandinavian Journal of Psychology, 13, 241-257.
15) Weiner, M.B. Brok, A. J. & Snadowsky., (1987). Working with the aged, 2d ed. Norwalk, CT: Appleton-Century-Crofts.
16) Weiss, D.J., (1972). Averaging: An empirical validity for magnitude estimation. Perception and Psychophysics, 12, 385-388.
17) Wheeler, B. (1983). A psychotherapeutic classification of music practices: A continuum of procedures. Music Therapy Perspectives 1:8-16.
18) Whitbourne, S.K., (1996). The aging individual. New York: Springer.
19) Williams, J.E., Best, D.L., Boswell, D.A., Mattson, L.A. & Graves, D.J., (1975). “Preschool Racial Attitude Measure II”, Educational and Psychological Measurement 35 (1): 3-18.
20) Williams, J.E. & Morland, J.K., (1976). Race, color and the young child. Chapel Hill: University of North Carolina Press.
21) Wilson, G.T., Nathan, P.E., O’ Leary, K.D. & Clark, L.A., (1996). Abnormal psychology: Integrating perspectives. Boston: Allyn and Bacon.
22) Winner, E., (1982). Invented worlds. Cambridge, MA: Harvard University Press.
23) Winnigton-Ingram, R.P., (1980). Pythagoras. In S. Sadie (Ed.). The new Grove dictionary of music and musicians (Vol. 15, p. 485). London: Macmillan.
24) Wolfe, J.R., (1983). The use of music in a group sensory training programs for regressed geriatric patients. Activities, Adaptation, and Aging, 3:49-62.
25) Wylie,. M.E., (1990). A comparison of the effects of old familiar songs, antique objects, historical, summaries, and general questions on the reminiscence of nursing-home residents. Journal of Music Therapy, 27:2-12.
26) York, E., (1994). The development of a quantitative music skills test for patients with Alzheimer’s disease. Journal of Music Therapy, 31:280-296.
27) Zimmerman, M.P., (1971). Musical characteristics of children. Reston, VA: Music Educators National Conference.
Β
Ελληνική Βιβλιογραφία.
1) Αδαμόπουλος, Γ. Αισθητήρια όργανα, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 13, Ιατρική και Υγεία. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
2) Αριστοτέλης, Πολιτικά. Τόμοι 2, μετάφραση Β. Μόσκοβη (1994). Αθήνα: Χ. Καρατζάς. Κλασσική Βιβλιοθήκη.
3) Αθανασόπουλος, Κ., (19750. Ορθόδοξος Λειτουργική, Λάρισα: [χ.ε.].
4) Βοσνιάδου, Σ. (2002). Εισαγωγή στην ψυχολογία. 2η έκδ., Τόμοι 2. Αθήνα: Gutenberg, Ψυχολογία/18.
5) Γεώργας, Δ. 91986). Κοινωνική Ψυχολογία. Τόμοι 2. Αθήνα: εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών.
6) Γιαννοπούλου, Α. (1988). Ψυχιατρική Νοσηλευτική, Αθήνα: [χ.ε.].
7) Δημητρόπουλος, Ε., (1993). Συμβουλευτική και Συμβουλευτική Ψυχολογία: η θεωρία της, η πράξη της, οι εφαρμογές της. 2η Αθήνα: εκδ. Γρηγόρη.
8) Θεόκριτος, Ειδύλλια, αρχαίο κείμενο, έμμετρη απόδοση και σχόλια Ν.Γ. Νικολάου. Τόμοι 5. Αθήνα: [χ.ε.], 1987-1991.
9) Κακλαμάνης Α., Καμμάς Α. (1998). Η ανατομική του ανθρώπου. Αθήνα: Μ-EDITION.
10) Καράς, Σ, (1982). Μέθοδος Ελληνικής Μουσικής. Τόμοι 2. Αθήνα: Αθανασόπουλος, Θεωρητικό.
11) Κοσμίδου, Χρ, Γαλανουδάκη, Αθ., (1996). Συμβουλευτική θεωρία και πρακτική. Αθήνα: Εκδ. Ασημάκης.
12) Κρασανάκης, Γ. (1983). Ψυχολογία της Νοημοσύνης. Αθήνα: [χ.ε.].
13) Κωσταρείδου-Ευκλείδη, Α. (1998). Ψυχολογία κινήτρων (γ΄ έκδ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
14) Μαλικώση Λοίζου Μ., (1996). Συμβουλευτική Ψυχολογία (γ΄ έκδ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
15) Μάνος, Κ. (1997). Ψυχολογία του εφήβου. Αθήνα: έκδ. Γρηγόρη.
16) Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής, (αναθεωρημένη έκδ.). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
17) Μάρκος, Κ. (1995). Ακριτικά δημοτικά τραγούδια. Σε βυζαντινή και Ευρωπαϊκή μουσική σημειογραφία. Αθήνα: επιμ. Εκδ. Φοινίκη.
18) Μιχαήλ-Δέδε, Μ. (1987). Γιορτές-Έθιμα και τα τραγούδια τους. Αθήνα: Φιλιππότη. Λαογραφία-Παράδοση 9.
19) Νέστορος, Ι.Ν., Βαλλιανιάτου, Ν.Γ., (1990/1996). Συνθετική Ψυχοθεραπεία, με στοιχεία ψυχοπαθολογίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
20) Παπαδάτου, Δ., Εισαγωγή στην Ψυχολογία, Αθήνα: εκδ. Ζερμπίνης.
21) Παπαδιαμάντης, Αλ., Άπαντα, Αθήνα, εκδ. Δόμος.
22) Παπαδόπουλος, Ν.Γ., Ζάχος Δ.Η. (1985). Ψυχολογία, Αθήνα: Κέντρο Ψυχολογικών Ερευνών.
23) Παπαρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, υπό Π. Καρολίδου. Αθήνα: Ν.Δ. Νίκας Α.Ε.
24) Παρασκευόπουλος Ι., (1994). Ψυχολογία Ατομικών Διαφορών. Αθήνα: [χ.ε.].
25) Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, εισαγωγή στο έργο του Παυσανία, αποκατάσταση του αρχ. Κειμένου, μετάφραση και σημειώσεις ιστορικές, αρχαιολογικές, μυθολογικές Ν.Δ. Παπαχατζή (1974-1981). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
26) Πλάτανου, Β., (2002). Ελληνικά Λαϊκά Πανηγύρια. 2η έκδοση. Αθήνα: Φιλιππότη, Λαογραφία-Παράδοση 29.
27) Πλάτων, Πολιτεία, τόμοι 5, μετάφραση Δ.Γ. Κολοντές, Ζ. Γκρουμούτη, εποπτεία μετάφρ. Β.Γ. Μανδηλαράς, εισ. –σημ. Δ.Γ. Κολοντές, (1992). Αθήνα: Κάκτος.
28) Πλάτων, Πρωταγόρας, κείμενο, μετάφραση, σχόλια Κ.Ν. Πετρόπουλου, (1981). Αθήνα: εκδ. Πατάκης.
29) Πλούταρχος, Λύσανδρος-Σύλλας, Βίοι Παράλληλοι, εισαγ. σημ., μτφρ. Λ. Κουσούλας, (1999). Αθήνα: εκδ. Πατάκης.
30) Πλούταρχος, Λυκούργος-Νούμας, Βίοι Παράλληλοι, εισαγ. σημ., μτφρ. R. Flaceliere, E. Chambry, M. Juneaux, (1964), 2η έκδ. Paris: Les Belles Lettres.
31) Πλούταρχος, Περί μουσικής, μτφρ. Fr. Lassere, (1954). Olten & Lausanne.
32) Πολέμης, Ι., Άπαντα τα πρωτότυπα και θεατρικά, επιμ. Βαλέτα. (1970). Αθήνα: Δωρικός.
33) Πολύζος, Ν., (1981). Το δημογραφικό πρόβλημα. Αθήνα: Εξάντας.
34) Πόρποδας, Κ., (1992). Θέματα Ψυχολογίας και γλώσσας, Λύση προβλημάτων, Τόμοι 2. Αθήνα: [χ.ε.].
35) Σέργη, Γ., Νεοελληνικά Λαϊκά Νανουρίσματα και Ταχταρίσματα. Αθήνα: εκδ. Φιλιππότη, Λαογραφία-Παράδοση 28, Αθήνα 2000.
36) Σουίδα, (ή Σούδα), (1928-1935). Λεξικόν, τόμ. 1-5, Λειψία: έκδ. Α. Adler.
37) Φουντούλης, Ι., Λογική Λατρεία. Θεσσαλονίκη: [χ.ε.].
38) Φωτάκος (Φώτης Χρυσανθόπουλος), Απομνημονεύματα της ελληνικής επαναστάσεως. Αθήνα: εκδ. Μπούρας.
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.