Βία της μουσικής.
Το ροκ, μουσικοί και κοινωνικό φαινόμενο πρωτοφανές στην ιστορία της ανθρωπότητας, θέτει το καυτό ερώτημα της σχέσης μεταξύ μουσικής και βίας. Η ιστορία του είναι γεμάτη βία. Ο Τζιμ Μόρισον, αρχηγός των Ντορς, απόστολος του σεξ, του αλκοόλ και του LSD, πέθανε σε νεαρή ηλικία από καρδιακή προσβολή μέσα στη μπανιέρα του, στο Παρίσι. Ο Τζίμι Χέντριξ και η Τζάνις Τζόπλιν πέθαναν από κατάχρηση ναρκωτικών. Η acid rock θεωρείται συνώνυμο των πανκ και των ποδοσφαιρικών συγκρούσεων στην Αγγλία. Οι οπαδοί των Μετάλλικα και των Γκανς εντ Ρόουζες έχουν κάψει αυτοκίνητα και σε μια πρόσφατη συναυλία στο Μόντρεαλ ρήμαξαν το στάδιο και τραυμάτισαν δώδεκα άτομα. Οι Σεξ Πίστολς δηλώνουν στο τραγούδι τους «Αναρχία στο Ηνωμένο Βασίλειο»: «θέλω να καταστρέψω τους περαστικούς, γιατί θέλω να’ μαι αναρχικός». Ο Τζον Φίλιπς, μέλος των Μάμας εντ Πάπας, φέρεται να ισχυρίζεται, κατά τον μουσικολόγο Ντέιβιντ Τέιμ, ότι κάθε συγκρότημα μπορεί να οδηγήσει ένα πλήθος σε υστερική φρενίτιδα ακολουθώντας μια σειρά ρυθμών. Ο ίδιος το πέτυχε στο Φοίνιξ το 1967. Όταν το Hell’s Angels ξεσήκωσε τους θεατές της συναυλίας των Ρόλινγκ Στόουνς στην Καλιφόρνια, ο Μικ Τζάγκερ παρατήρησε ότι «κάτι τέτοιο συμβαίνει κάθε φορά που παίζω αυτό το τραγούδι».
Η βία εκφράζεται, όχι τόσο έντονα βέβαια, στους στίχους μουσικής της πόλης όπως η ραπ (μια πρόσφατη επιτυχία του Άις Τ ονομάζεται «Μπάτσος φονιάς») και η free jazz («δεν είμαστε θυμωμένοι νέοι, είμαστε εξοργισμένοι!», διακήρυττε ο σαξοφωνίστας Άρτσι Σεπ στα τέλη της δεκαετίας του ’60). Εδώ η βία φαίνεται στους στίχους, στους τίτλους των τραγουδιών, στις δηλώσεις των μουσικών και την ίδια τη μουσική: στο δυνατό ήχο, το «γρατσούνισμα» και τη διαστρέβλωση της ροκ, στις σφυριές της ραπ, στα σαξόφωνα που ουρλιάζουν και τις εναλλασσόμενες νότες της τζαζ, στην πληθωρική κυριαρχία του μπάσου στη ρέγκε. Η βία συνδέεται επίσης με άλλα είδη μουσικής. Στην ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Το κουρδιστό πορτοκάλι», ο Άλεξ, ο πρωταγωνιστής, πηδάει από το παράθυρο έχοντας τρελαθεί από τη μουσική του Μπετόβεν. Στην Κούβα τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, οι συναυλίες αντίπαλων συγκροτημάτων που έπαιζαν λαϊκή μουσική γνωστή ως σον κατέληγαν σε καβγάδες και επέμβαση της αστυνομίας.
Η βία είναι παρούσα και σε πολλές άλλες, καινούργιες και παλιές, μουσικές παραδόσεις, αλλά με ελεγχόμενη μορφή: στους θρήνους των μοιρολογιών των γυναικών των Βαλκανίων, σε μερικά τραγούδια της Σενεγάλης, οι στίχοι των οποίων είναι ένα πικρόχολο υβρεολόγιο για τις νέες γυναίκες που μπαίνουν στην οικογένεια, στο ρυθμό των τυμπάνων των αφρικανών αφηγητών γκριστ, που ξεσήκωναν κάποτε τους πολεμιστές και σήμερα παίζουν παρόμοιο ρόλο για όσους συμμετέχουν σε αγώνες πάλης. Είναι παρούσα στην πολεμική μουσική, στα σαλπίσματα των κυνηγών και στα θρίλερ για να δημιουργεί ατμόσφαιρα.
Βία υπάρχει επίσης στην κλασική μουσική: στο «Σαούλ» του Χέντελ, στην Ηρωϊκή συμφωνία του Μπετόβεν, στις όπερες εν γένει -του Βέρντι, για παράδειγμα, ο οποίος είπε κάποτε ότι ήθελε να εκφράζει «τα πάθη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο» και όλες σχεδόν οι ηρωίδες του πεθαίνουν με τραγικό τρόπο- στην Τέταρτη συμφωνία του Μάλερ, στη Φανταστική συμφωνία του Μπερλιόζ με το δραματικό Dies irae και στην Ιεροτελεστία της άνοιξης του Στραβίνσκι, όπου μια παρθένα θυσιασμένη στους θεούς πεθαίνει χορεύοντας (στη διάρκεια της πρώτης παράστασης ξέσπασαν φοβερές διαμαρτυρίες): ο κατάλογος δεν τελειώνει ποτέ.
Β
Μια εξαιρετική δύναμη.
Είναι δυνατόν, διερωτάται ο μουσικολόγος Ζιλμπέρ Ρουζέ στο βιβλίο του για τη μουσική και την έκσταση, να έχει η μουσική τη μαγική δύναμη να οδηγεί τους ανθρώπους στην κατάσταση τρέλας που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν «μανία»; Ή μήπως δεν έχει αντικειμενική πραγματικότητα; Ο Ρουζέ παραθέτει ένα απόσπασμα από τον Τιμόθεο τον Μιλήσιο, ο οποίος έζησε τον τέταρτο αιώνα π.Χ. και είπε κάποτε ότι η μουσική «είχε τη δύναμη να τραβήξει τον Αλέξανδρο από ένα γεύμα για να πάρει τα όπλα κι έπειτα να τον σύρει πίσω στους καλεσμένους του με υπέροχη αρμονία». Αναφέρει επίσης τον Βοήθιο, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο δωρικός ρυθμός ενέπνεε την αρετή, ενώ ο φρυγικός τα πάθη και τη βία, και τη θεωρία του Αριστοτέλη για το ήθος των τρόπων, η οποία ήταν ανάλογη με τη θεωρία του Βοήθιου. Ο Ρουζέ καταλήγει στο ότι η μουσική μπορεί να φέρει τον άνθρωπο σε κατάσταση έκστασης σε μερικές περιπτώσεις και ηρεμίας σε άλλες, καθώς και ότι «αντλεί τη δύναμή της από την ενσωμάτωσή της σ’ ένα δεδομένο σύνολο αναπαραστάσεων».
Είναι αλήθεια ότι, για να κατανοήσουμε το συμβολισμό ενός συγκεκριμένου είδους μουσικής, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε το σύνολο των αναπαραστάσεων στο οποίο είναι ενσωματωμένη και το πλαίσιο όπου εκτελείται. Στη Δύση, για παράδειγμα, οι μείζονες ρυθμοί φέρνουν χαρά και αγαλλίαση και οι ελάσσονες προκαλούν μελαγχολία, ενώ στην Ανατολή άλλες μελωδίες όπως τα αραβικά μακάμ και τα ινδικά ράγκας δημιουργούν διαφορετική διάθεση. Με τον ίδιο τρόπο, τα τύμπανα και οι τρομπέτες θεωρούνται πολεμικά μουσικά όργανα, ενώ το φλάουτο συνδέεται με βουκολικούς ήχους. Όλα αυτά συνδέονται με νοητικούς συνειρμούς που καθορίζονται κυρίως από τον πολιτισμό.
Ο Λάιμπνιτς μιλούσε για την παραφωνία που προκαλούσε «συμπτώματα άγχους». Παρ’ όλα αυτά σήμερα, που είναι διάχυτη στη σύγχρονη μουσική, η παραφωνία έχει χάσει μεγάλο μέρος του ανήσυχου χαρακτήρα της (οι μαζούρκες του Σοπέν, όταν ακούστηκαν για πρώτη φορά, κατηγορήθηκαν για την «κακοφωνία» τους). Η χρήση των διπλών μπάσων από τον Βέρντι στην εισαγωγή της τελευταίας σκηνής του Οθέλλου, η χρήση των κρουστών από τον Μπερλιόζ στη Φανταστική συμφωνία και των βιολιών από τον Χίτσκοκ για να τονιστεί η δραματική ένταση φανερώνουν ότι οι μουσικές προτιμήσεις καθορίζονται από τον άνθρωπο και την παιδεία του.
Η μουσική όμως, όταν νοείται ως σύνολο οργανωμένων ήχων και συνεπώς ως ακουστικό φαινόμενο, δημιουργεί ορισμένα φυσικά και ψυχολογικά αποτελέσματα επιστημονικά αποδεδειγμένα. Ορισμένοι ρυθμοί και συχνότητες ήχων, για παράδειγμα, μπορούν να επιταχύνουν ή να επιβραδύνουν το μεταβολισμό του ανθρώπου ή και να προκαλέσουν ύπνωση. Ο Τζον Ντάιαμοντ, ειδικός στη φυσιολογία της συμπεριφοράς, απέδειξε πως η σχετική δύναμη ορισμένων μυών, λειτουργία που υπολογίζεται εύκολα, ποικίλλει ανάλογα με το είδος της μουσικής που ακούν οι άνθρωποι. Είναι επίσης γνωστό ότι τα ζώα και τα φυτά αντιδρούν στη μουσική. Σύμφωνα με μελέτες που έγιναν στην Ινδία, τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα φυτά απεχθάνονται το χέβι μέταλ και προσπαθούν όσο μπορούν να απομακρυνθούν από το ενοχλητικό ηχείο, ενώ λατρεύουν τα βιολιά της κλασικής μουσικής και μεγαλώνουν περισσότερο στους ήχους της ντίσκο.
Ο θόρυβος προκαλεί βία και μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην αυτοκτονία. Έχει διαπιστωθεί ότι ορισμένοι τεχνητοί ήχοι, ιδίως όσοι προέρχονται από μηχανές που λειτουργούν διαρκώς, έχουν παθολογικές επιπτώσεις στην κυτταρική δομή του οργανισμού και μερικές φορές μπορεί να προκαλέσουν καρκίνο, ενώ οι φυσικοί ήχοι, όπως ο ήχος των κυμάτων ή το τιτίβισμα των πουλιών και ορισμένα είδη κλασικής ή αφρικανικής μουσικής δημιουργούν μια αίσθηση ευφορίας και μπορεί, συνδυαζόμενοι με τους βιορυθμούς μας, να εξαλείψουν παθήσεις.
Η μουσικοθεραπεία είναι πολύ δημοφιλής τα τελευταία χρόνια. Μέλη της ερευνητικής ομάδας παιδιατρικής αναισθησιολογίας στο Νοσοκομείο Παίδων του Παρισιού και γιατροί σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια έχουν χρησιμοποιήσει προσεχτικά επιλεγμένα είδη μουσικής για να μειώσουν την εξάρτηση των ασθενών τους από τα ηρεμιστικά. Στη Βιρμανική άρπα (1956), έξοχη ταινία του Ιάπωνα σκηνοθέτη Κον Ιτσικάβα, ένας στρατιώτης - μουσικός εξαλείφει τη διάθεση των συμπολεμιστών του για πόλεμο όταν παίζει μουσική και τραγουδά.
Η μελέτη τη σχέσης μουσικής και βίας θέτει το ερώτημα της πολιτικής πλευράς της μουσικής. Σε πολλά μέρη του κόσμου, όπως οι βάρδοι του Νεπάλ, οι γκριστ ή οι μουσικοί της Αιθιοπίας, θεωρούνται παρίες ή υποδεέστεροι κοινωνικά και αναγκάζονται να ζουν μες στη φτώχεια, τοξικομανείς και αλκοολικοί. Η μουσική χρησιμοποιείται συχνά ως όργανο κυριαρχίας. Σε ορισμένες αφρικανικές κοινωνίες οι καλαμένιες φλογέρες μαζί με άλλα όργανα συνοδεύουν την τελετουργική παρέλαση των μασκών, η οποία διαιωνίζει την ανδρική κυριαρχία και δεν πρέπει να την παρακολουθούν γυναίκες και παιδιά.
Ο Γάλλος συγγραφέας Ζακ Αταλί παρατήρησε ότι στις δυτικές κοινωνίες οι ανώτερες τάξεις ενθάρρυναν ανέκαθεν την καλλιτεχνική δημιουργία κυρίως για να διατηρήσουν την καθεστηκυία τάξη και να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους. Τη δεκαετία του ’50, ο δομινικανός δικτάτορας Ραφαέλ Τρουχίλο υ Μολίνα ενθάρρυνε το μερένγκε, χορό που μοιάζει με σάμπα, αλλά πρόσταζε τους μουσικούς να εξυμνούν τις αρετές του και εξόριζε όσους δεν το έκαναν. Σε πολλές χώρες η μουσική χρησιμοποιείται για προπαγανδιστικούς σκοπούς και οι κρίσεις γι’ αυτή αποτελούν επιδοκιμασία της χειραγώγησης και της μισαλλοδοξίας.
Τα αυταρχικά αποικιακά καθεστώτα συνέδεσαν αυθαίρετα τα τύμπανα με τη βία και την κραιπάλη και απαγόρευσαν για μεγάλο διάστημα τη μουσική των μαύρων. Η Κορίν Ελέν, συγγραφέας της new age, ισχυρίζεται ότι η τζαζ συμβαδίζει με την εγκληματικότητα των νέων. Αυτός ο αβάσιμος ισχυρισμός είναι γεμάτος προκαταλήψεις, διότι πώς είναι δυνατόν η όμορφη και εκφραστική μουσική της Σάρα Βον ή της Έλα Φιτζέραλντ να συνδέεται με την εγκληματικότητα των νέων; Γιατί πρέπει να συνδέεται γενικά η τζαζ μ’ αυτό το κοινωνικό πρόβλημα, όταν οι περισσότεροι νέοι μουσικοί της έχουν αποφοιτήσει από ωδεία και πανεπιστήμια, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών της είναι διανοούμενοι; Όταν η μουσική αυτή, αντί να οδηγεί στην εγκληματικότητα, αποτελεί, αντίθετα, σανίδα σωτηρίας για πολλούς στερημένους μαύρους και ισπανόφωνους εφήβους των γκέτο στις αμερικανικές πόλεις;
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ορισμένες ομάδες άσκησης πίεσης που υποστηρίζουν την ηθική της πλειοψηφίας χαρακτηρίζουν ορισμένους δίσκους της ροκ «αισχρούς», με την ελπίδα ότι οι δίσκοι αυτοί θα αποσυρθούν από την αγορά. Προσπάθησαν επίσης να απαγορεύσουν μια έκθεση φωτογραφίας του Ρόμπερτ Μάπλθορπ και άλλα καλλιτεχνικά γεγονότα που δεν ανταποκρίνονταν στα ιδανικά τους. Από την άλλη πλευρά, ορισμένα είδη μουσικής όπως το «μούζακ», που αυξάνουν, υποτίθεται, τις πωλήσεις και την κατανάλωση στα εστιατόρια και λειτουργούν στην ουσία ως ένα είδος ακουστικής πλύσης εγκεφάλου και ως ηχητική ρύπανση, ακούγονται όλη την ημέρα σε εμπορικά κέντρα και άλλους δημόσιους χώρους.
Ο Ζακ Αταλί παρατήρησε επίσης πως «η βιομηχανία του θεάματος, το star system και οι μεγάλες επιτυχίες είναι ενδείξεις μιας βαθιά ριζωμένης θεσμικής και πολιτιστικής αποικιοποίησης». Σ’ αυτό το πλαίσιο, η μουσική, εξεγειρόμενη, μερικές φορές βίαια, εναντίον της επίσημης τέχνης και της αυτοματοποιημένης κοινωνίας, γίνεται όργανο αντίστασης κατά της εξουσίας. «Η μουσική υπάρχει», προσθέτει ο Αταλί, «για να μας βοηθά να ακούμε τον ήχο της αλλαγής. Μας αναγκάζει να ανακαλύψουμε νέες κατηγορίες, ν’ αποκτήσουμε καινούργια ορμή που θα ανανεώσει τη θεώρηση της κοινωνίας, η οποία έχει αποστεωθεί, έχει παγιδευτεί κι αργοπεθαίνει». Αυτό ισχύει κυρίως για το ροκ και την επαναστατική στάση του απέναντι στο κατεστημένο, για την τζαζ, τη ραπ και τη ρέγκε: για όλες τις μουσικές μορφές που διακηρύσσουν την ταυτότητα των μαύρων και απορρίπτουν τα παλιά μοντέλα μαζί με την υποκρισία και την απανθρωπιά του υλισμού. Σε ορισμένες τελετουργικές συγκυρίες, κυρίως στα φεστιβάλ, τα ανατρεπτικά τραγούδια χρησιμοποιούνται συχνά για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια για το κατεστημένο.
Β
Η αναζήτηση της αρμονίας.
Η μουσική δημιουργεί ή εκφράζει τη βία; Και αν πράγματι εκφράζει τη βία, μήπως με την εξύψωση των βίαιων παρορμήσεων και τη διάλυση της έντασης, καθαίρει και «μαλακώνει το στήθος του άγριου»; Κατά τον Αταλί, η μουσική είναι η «καταγραφή των δονήσεων και των σημείων της κοινωνίας». Αναμφίβολα είναι βαθιά ριζωμένη στην ομαδική ψυχολογία: το ροκ, η ραπ, η free jazz και η ρέγκε εκφράζουν τη βιαιότητα των πολιτισμών που τις δημιούργησαν. Αλλά οι άνθρωποι δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν από το περιβάλλον τους: η εσωτερική βία του ανθρώπου επηρεάζει την κοινωνία και αντιστρόφως. Και ενώ η μουσική αντικατοπτρίζει το ομαδικό gestalt μιας κοινωνίας, ο συγκεκριμένος τρόπος έκφρασης απηχεί τα συναισθήματα του μουσικού.
Στην Κίνα, την Αίγυπτο, την Ινδία και την αρχαία Ελλάδα πίστευαν ότι η μουσική είχε συγκεκριμένη ηθική αξία και δύναμη να ανυψώνει ή να υποβιβάζει την ψυχή. Στην αρχαία Κίνα η αυτοκρατορική κυβέρνηση συνυπήρχε αρμονικά με δώδεκα ουράνιους τόνους και στη διάρκεια της βασιλείας των κομφουκιανών Τσιν ορισμένα «ηρωικά» τραγούδια και μουσικά όργανα είχαν τη φήμη ότι μετρίαζαν τη βιαιότητα του καθεστώτος. Η κλασική μουσική διαπνέεται από πνευματικότητα: ο Ντον Τζοβάνι του Μότσαρτ προκαλεί τη θεϊκή οργή δολοφονώντας έναν ευγενή και καίγεται στην κόλαση. Ο Λιστ φιλοδοξούσε να συνθέσει εμπνευσμένα έργα και ο Βάγκνερ πίστευε στην ηθική θεώρηση της τέχνης, παρ’ όλο που η «Τετραλογία» του παρουσιάζει την πτώση της ανθρωπότητας μετά την απομάκρυνσή της από τους θεούς και την απόγνωση του καλλιτέχνη που αντιμετωπίζει τη δυστυχία του κόσμου.
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ζαν Ντουβινιό έγραψε ότι η τέχνη εκφράζει «νοσταλγία για ένα χαμένο είδος επικοινωνίας με τη μορφή ενός απαγορευμένου ονείρου που αναβιώνει διαρκώς από την ασυγκράτητη επιθυμία των ανθρώπινων παρορμήσεων». Συνεχίζει λέγοντας ότι ένα επιτυχημένο έργο τέχνης «οικοδομεί ξανά πίσω μου μια ενότητα που συνενώνει τα θραύσματα μιας κατακερματισμένης ανθρωπότητας». Τώρα που έχει γκρεμιστεί ο ιδεαλισμός, η φιλοσοφία της μουσικής ανήκει στο παρελθόν και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (τα οποία τείνουν να προβάλλουν την οπτική εικόνα εις βάρος του μουσικού μηνύματος) μας βομβαρδίζουν με βάρβαρη και εικονοκλαστική μουσική, χρέος των μουσικών και των καλλιτεχνών εν γένει είναι να υιοθετήσουν ηθική στάση. Οι δημιουργοί του εικοστού αιώνα με τη μεγαλύτερη επιρροή, κυρίως οι δημιουργοί ταινιών, που η τέχνη τους συγκαταλέγεται στις ισχυρότερες μορφές έκφρασης της εποχής μας -καλλιτέχνες όπως ο Κουροσάβα, ο Οζού και ο Σατιατζίτ Ράι- υπήρξαν ένθερμοι ανθρωπιστές.
Η μουσική ευρυθμία προϋποθέτει τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική αρμονία, γαλήνη με τον εαυτό σου και το σύμπαν. Η βία, με η λανθάνουσα μορφή της, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης και του σύμπαντος γενικότερα. Αλλά ότι εκδηλώνεται και ξεσπά με έναν παροξυσμό συνήθως σε μουσική ή σε άλλες μορφές τέχνης, είναι σύμπτωμα κοινωνικής εξέγερσης ή έλλειψης εσωτερικής ισορροπίας ή βασάνου, συναισθηματικής στέρησης και περιορισμένης ανάπτυξης.
Κι όπως ο άνεμος μπορεί από απαλό αεράκι να γίνει μαινόμενος τυφώνας, έτσι και η μουσική μπορεί να μας γοητεύσει ή να μας καταστρέψει. Οι μουσικοί πρέπει να δημιουργούν έργα που πλουτίζουν τη ζωή μας και συμβάλλουν στην αρμονία της ανθρωπότητας χωρίς να κάνουν συμβιβασμούς στην ποιότητα της τέχνης τους (μερικές μορφές θεραπευτικής μουσικής, όπως η μουσική της «Νέας Εποχής» δεν έχουν καμιά αισθητική αξία).
Όταν η μουσική αγγίζει την τελειότητα, μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε για λίγο το Θεό. Σύμφωνα με τη βουδιστική άποψη, γίνεται η τελειότερη τέχνη, το μονοπάτι προς τη φώτιση. Κατά τον σοφό ταοϊστή Ζουανγκτζί, «η μουσική δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να παραμείνουν αγνοί, απλοί, ειλικρινείς κι έτσι να ανακαλύψουν ξανά αυτά τα πρωτόγονα συναισθήματα». (Λίγους αιώνες αργότερα ο Βάγκνερ θα χρησιμοποιούσε τη μουσική για να εξερευνήσει τις πρωτόγονες μορφές έκφρασης). Ο μεγάλος βιολονίστας Γεχούντι Μενουχίν είπε κάποτε ότι «η μουσική φέρνει τάξη στο χάος». Και ο Νίτσε κατέληξε, χαριτολογώντας, ότι «χωρίς τη μουσική, η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα».
Β
Henri Duparc (1848-1933). Γάλλος συνθέτης.
Άτομο με εξαιρετικά αυτοκριτική διάθεση, κατέστρεψε τα περισσότερα από τα πρώτα έργα του! Τα 16 τραγούδια του είναι πρότυπα ευαισθησίας προς το ποιητικό κείμενο σε συνδυασμό με τη μελωδική έμπνευση και το αρμονικό ύφος που βασίζεται στον Βάγκνερ. Από το 1885 και μετά σταμάτησε να συνθέτει λόγω ανίατης νευρικής πάθησης.
Να ξεκινήσεις μαθήματα μουσικής.
Οι επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο μέτρησαν το δείκτη ευφυΐας παιδιών ηλικίας έξι ετών που είχαν κάνει μαθήματα μουσικής και διαπίστωσαν ότι κατά μέσο όρο τρεις μονάδες υψηλότερες από το IQ των υπολοίπων παιδιών. Ο επικεφαλής της έρευνας καθηγητής Ψυχολογίας Glenn Schellenberg τόνισε ότι η διαφορά οφείλεται στις δεξιότητες που πρέπει να αποκτήσει κάποιος για να μάθει μουσική, συμπεριλαμβανομένης της απομνημόνευσης, της έκφρασης συναισθημάτων, της γνώσης μουσικών διαστημάτων και χορδών. Τα ευεργετικά οφέλη αφορούν και στις μεγαλύτερες ηλικίες, αν και σε μικρότερο ποσοστό. Η μελέτη έρχεται να υποστηρίξει άλλες παλαιότερες έρευνες, όπως αυτή που διατύπωσε ότι η μουσική του Μότσαρτ αυξάνει προσωρινά τις δυνατότητες επίλυσης προβλημάτων, τη μελέτη επιστημόνων του Χονγκ Κονγκ που βρήκε ότι τα παιδιά που μαθαίνουν μουσική κατέχουν ανώτερες λεκτικές δεξιότητες μνήμης και μια σειρά ερευνών της προηγούμενης δεκαετίας που απέδειξαν ότι το άκουσμα της κλασικής μουσικής αυξάνει το IQ. Πάνω στο ίδιο αντικείμενο κινήθηκε και η έρευνα του Πανεπιστημίου του Τορόντο, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Αύγουστο, με τους Καναδούς ειδικούς να αποδεικνύουν ότι τα μαθήματα πιάνου κάνουν εξυπνότερα τα παιδιά, ενώ έχουν θετικές επιδράσεις και στον εγκέφαλο των ενηλίκων.
Β
Ροβέρτος Σούμαν.
Στα 20 του χρόνια ο Σούμαν αμφέβαλε ακόμα, αν θα μπορούσε να δημιουργήσει κάτι ανώτερο στη μουσική σύνθεση. Είχε όμως τον εγωισμό να γίνει βιρτουόζος στο πιάνο.
Όταν, ύστερα από σπουδές δύο χρόνων στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Λειψίας, αποφάσισε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική, πήρε μαθήματα πιάνου από το φημισμένο καθηγητή Βήκ και μαθήματα σύνθεσης από το Χάιριχ. Μια παράλυση όμως των δακτύλων των χεριών του, από ασύνετη εξάσκηση, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την επιθυμία του να γίνει βιρτουόζος στο πιάνο. Η μοίρα λοιπόν τον οδήγησε στη μουσική σύνθεση. Τα πρώτα έργα του ήταν αποκλειστικά για πιάνο.
Τα σπουδαιότερα απ’ αυτά είναι: «Βαριασιόν», «Αβέγκ» και «Παπιγιόν», «Σπουδές Παγκανίνι» και «Ιντερμέτσα», «Εμπρομπτό» (σε θέματα της Κλάρας Βήκ), «Καρναβάλι» και οι σονάτες σε Φα δίεση μείζονα και Σολ ελάσσονα.
Το 1837 ο Σούμαν πήγε στη Βιέννη, όπου είχε μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες. Επειδή όμως δεν βρήκε εκείνο που περίμενε, γύρισε το 1839 στη Λειψία.
Ένα χρόνο αργότερα το Πανεπιστήμιο της Λειψίας τον ονόμασε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής. Τότε ο Φρειδερίκος Βήκ, ο καθηγητής του, συμφώνησε για το γάμο με την κόρη του Κλάρα.
Αρχικά ο Σούμαν έγραψε αποκλειστικά έργα για πιάνο. Μετά το γάμο του όμως, άρχισε να γράφει έργα για τραγούδι (τη χρονιά του γάμου του έγραψε περισσότερα από 100 τραγούδια).
Συνέθεσε λοιπόν τον «Κύκλο τραγουδιών» σε στίχους του ποιητή Άιχεντορφ. Τους κύκλους τραγουδιών «Γυναικεία αγάπη» και «Αγάπη ποιητή». Εκτός απ’ αυτά συνέθεσε τις συμφωνίες σε Σι ύφεση μείζονα και Ρε μείζονα, τα τρία κουαρτέτα για έγχορδα, και το κουιντέττο με πιάνο, το κοντσέρτο για πιάνο και το μελόδραμα «Γενοβέφη».
Όταν παραιτήθηκε από τη διεύθυνση του νέου Περιοδικού της μουσικής που κατείχε επί 10 χρόνια, πήγε στη Δρέσδη, όπου αφοσιώθηκε στη σύνθεση, μακριά από κάθε δημόσια εμφάνιση και για θεραπεία μιας νευρικής υπερέντασης. Επειδή όμως εργαζόταν πολύ συνθέτοντας, χειροτέρεψε η κατάστασή του και μόνο όταν ανέλαβε την διεύθυνση μιας ανδρικής και αργότερα μικτής χορωδίας, βελτιώθηκε η υγεία του.
Το 1850 διορίστηκε αρχιμουσικός στο Ντύσσελντορφ, θέση που κατείχε πριν απ’ αυτόν ο Μέντελσον, ο Κίτς και ο Χίτλερ. Αν και δεν διακρινόταν ιδιαίτερα για τα προσόντα του στη διεύθυνση ορχήστρας, βρήκε το δρόμο του.
Η νευρασθένειά του όμως τον έκανε οξύθυμο, σε βαθμό μάλιστα, ώστε το 1853 να αντικατασταθεί από άλλο νεώτερό του μουσικό. Αυτό τον ερέθισε τόσο, ώστε το Φεβρουάριο του 1854, σε μία έξαψη του, έπεσε στο Ρήνο για να πνιγεί. Τον έσωσαν όμως και τον έκλεισαν σε μια νευρολογική κλινική κοντά στη Βόννη. Εκεί έζησε ακόμη δύο χρόνια και πέθανε στις 29 Ιανουαρίου 1856.
Η γενικότητα η οποία χαρακτήριζε τη δημιουργία της μουσικής το 18ο αιώνα, άρχισε στη διάρκεια του 19ου αιώνα να υποχωρεί σε μια ειδικότητα του ταλέντου. Έτσι στις μεγάλες μουσικές φυσιογνωμίες του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα, δηλαδή στους Βάγκνερ και Μπράμς, βλέπουμε το διαχωρισμό στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ο Βάγκνερ ασχολήθηκε με τη δραματική μουσική, ενώ ο Μπράμς με τη συναυλιακή και τη μουσική δωματίου.
Β
Hugo Wolf (1860-1903). Αυστριακός συνθέτης.
Ως μουσικοκριτικός, στη Βιέννη δημιούργησε πολλούς εχθρούς για το φανατισμό με τον οποίο επαινούσε τον Βάγκνερ και κατέκρινε τον Μπραμς. Από το 1888 ανακάλυψε την ποίηση του Μαίρικε, άρχισε να αντλεί από αυτή δεκάδες τραγούδια, όπου η τέχνη του λιντ (=γερμανικό τραγούδι) έφτασε σε ένα από τα πιο αξιόλογα στάδια εκλεπτυσμένης και περίπλοκης επεξεργασίας, με το πιάνο όχι πια να συνοδεύει απλώς, αλλά να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τραγουδιού.
Η φήμη του απλώθηκε γρήγορα και ιδρύθηκε στο Βερολίνο η «Εταιρεία Χούγκο Βολφ».
Έχοντας διαβάσει πολλούς Γερμανούς και Γάλλους συγγραφείς είναι σε θέση να εμβαθύνει στο πνεύμα των ποιητών που μελοποιεί με σπάνια αισθαντικότητα και δύναμη και γι’ αυτό θεωρείται από πολλούς ισάξιος του Σούμπερτ!
Έγραψε θαυμάσια τραγούδια, μουσική δωματίου, χορωδιακά έργα και όπερες. Πέθανε κλεισμένος σε φρενοκομείο μόλις 43 χρονών!
Β
References - Αναφορές στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία:
Als, H. A., Lawhon, G., Duffy, F.H., McNulty, G.B., Gibes-Grossman, R., & Blickman, J.G. (1994). Individualized developmental care for the very low birth-weight preterm infant. Journal of the American Medical Association, 272 (11), 853-858.
Arnand, K.J., & Hickey, P.R. (1987). Pain and its effects in the human neonate and fetus. New England Journal of Medicine, 317, 1322-1329.
Audio-Therapy Innovations, Inc., 800-537-7748. https://win-edge.com/BabyGoTo Sleep.shtml. BMG/Discovery Music. https://get music.com.
Boyd, B. (1994). Lullabies from around the world. Milwaukee, WI: Hal Leonard Publishing.
Bray, P.F., Shields, W.D., Wolcott, G.J.,& Madsen, J.A. (1969). Occipitofrontal head circumference: An accurate measure of intracranial volume. Journal of Pediatrics, 75 (2), 303-305.
Caine, J. (1991). The effects of music on the selected stress behaviors, weight, caloric and formula intake, and length of hospital stay of premature and low birth-weight neonates in a newborn intensive care unit. Journal of Music Therapy, 28, 88-100.
Cassidy, J.W., & Ditty, K.M. (1998a, November). Gender differences among newborns on a transient otoacoustic emissions test for hearing. Paper presented at the annual conference of the American Music Therapy Association, Cleveland, OH.
Cassidy, J.W., & Ditty, K.M. (1998b). Presentation of aural stimuli to newborns and premature infants: An audiological perspective. Journal of Music Therapy, 35 (2), 70-87.
Coleman, J.M., Pratt, R.R., Stoddar, R.A., Gerstmann, D.R. & Abel, H. (1998). The effects of male and female singing and speaking voices on selected physiological and behavioral measures of premature infants in the intensive care unit. International Journal of Arts Medicine, 5 (8), 4-11.
Collins, S.K. (1996). Music therapy and nursing in the neonatal intensive care unit. In M.R.Froehlich (Ed.), Music therapy with hospitalized children: A creative arts child life approach (pp. 73-76). Cherry Hill, NJ: Jeffrey Books.
Collins, S.K. & Kuck, K. (1991). Music therapy in the neonatal intensive care unit. Neonatal Network, 9(6), 23-26.
Daiken, L. (1959). The lullabye book. London: Adlard.
Decker-Voigt, H.H., & Maetzel, F.K. (1997). Cardiovascular complaints music and health. Energon: The scientific-medical music program [Book and CDs]. Hamburg, Germany: PolyGram GmbH.
Delos International. 1645 North Vine St., Suite 340, Hollywood, CA 90028; 800-364-0645. https://www.delosmus.com/.
Devlin, B., Daniels, M., & Roeder, K. (1997). The heritability of IQ. Nature, 388, 468-471.
Gerhardt, K. J., & Abrams, R.M. (1996). Fetal hearing: Characterization of the stimulus and response. Seminars in Perinatology, 20(1), 11-20.
Hack, M., Breslau, N., Weissman, B., Aram, D., Klein, M., & Borawski, E. (1991). Effect of very low birth-weight and subnormal head size on cognitive abilities at school age. The New England Journal of Medicine, 325 (4), 231-237.
Hepper, P.G., & Shahidullah, B.S. (1994). Development of fetal hearing. Archives of Disease in Childhood, 71, F81-F87.
Johnston, M.V. (1995). Neurotransmitters and vulnerability of the developing brain. Brain and Development, 17, 301-306.
Lewit, E.M., Baker, L.S., Corman, H., & Shiono, P. H. (1995). The direct cost of low birth-weight. The Future of Children, 5 (1), 35-56.
Lipton, B. H. (1998). Nature, nurture, and the power of love. Journal of Prenatal and Perinatal Psychology and Health, 13 (1), 3-10.
Logan, B. (1991). Infant outcomes of a prenatal stimulation pilot study. Prenatal and Perinatal Psychology Journal, 6 (1), 7-31.
Lynam, L. (1995, September-October). Developmental care in the intensive care nursery: Putting prevention into practice. Neonatal Intensive Care, 37-41.
MMB Music, Inc., 3526 Washington Ave., Contemporary Arts Building, St. Louis, MO 63103-1019.
Music for Little People, P.O. Box 1460, Redway, CA 95601; 1-800-346-4445. https://www.mflp.com.
Nocker-Ribaupierre, M. (1995). Auditive Stimulation nach Fruhgeburt Ein Beitrag zu Musiktherapie. Stuttgart: G. Fischer.
Nocker-Ribaupierre, M. (1999). Premature birth and music therapy. In T. Wigram & J. DeBacker (Eds.), Clinical application of music therapy in developmental disability, pediatrics and neurology. London: Jessica Kingsley.
Perleberg Musik. Gewerbestrasse 13, 44866 Bochum, Germany; Fax 49 2327 292 155. https://www.perleberg.de.
Petryshen, P., Stevens, B., Hawkins, J., & Stewart, M. 91997). Comparing nursing costs for preterm infants receiving conventional vs. developmental care. Nursing Economics 15(3), 138-150.
Polygram Records, New York, NY. https://www.polygram-us.com/.
Rauscher, F.H., Shaw, G.L., & Ky, K.N. (1995). Listening to Mozart enhances spatial-temporal reasoning: Towards a neurophysiological basis. Neuroscience Letter 185 (1), 44-47.
Rauscher, F.H., Shaw, G.L., Levine, L.J., Wright, E. L., Dennis, W.R., & Newcomb, R. L. (1997). Music training causes long-term enhancement of preschool children’s spatial-temporal reasoning. Neurological Research, 19 (1), 218.
Righetti, P.L. (1996). The emotional experience of the fetus: A preliminary report. Pre-and Perinatal Psychology Journal, hol11 (1), 55-65.
Schwartz, F.J. (1997). Perinatal stress reduction, music, and medical cost savings. Journal of Prenatal and Perinatal Psychology and Health, 12 91), 19-29.
Schwartz, F.J., Ritchie, R., Sacks, L., & Phillips, C. (1998, July). Perinatal stress reduction, music, and medical cost savings. Paper presented at the VII International Music and Medicine Symposium, Melbourne, Australia.
Shahidullah, S., & Hepper, P.G. (1992). Hearing in the fetus: prenatal detection of deafness. International Journal of Prenatal and Perinatal Studies, 4 (3/4), 235-240.
Sheth, R.D., Mullett, M.D., Bodensteiner, J.B., & Hobbs, G.R. (1995). Longitudinal head growth in developmentally normal preterm infants. Archives of Pediatric Adolescent Medicine 149, 1358-1361.
Shetler, D.J. (1989). The inquiry into prenatal musical experience: A report of The Eastman Project 1980-1987. Pre-and Perinatal Psychology Journal, 3 (3), 171-189.
Someday Baby, 800-965-2229. https://www.lullabyes.com/.
Standley, J.M. (1996, October). The effect of music and multimodal stimulation on physiologic and developmental responses of premature infants in neonatal intensive care. Presented at the VI International Society of Music in Medicine Symposium, San Antonio, TX.
Standley, J.M. (1998a, July). The effect of contingent music to increase non-nutritive sucking of premature infants. Presented at the VII International Society of Music in Medicine Symposium, Melbourne, Australia.
Standley, J.M. (1998b, November). Effect of music intervention on head circumference of premature infants: A post-hoc analysis of music research in neonatal intensive care. Paper presented at the annual conference of American Music Therapy Association. Cleveland, OH.
Transitions Music, 1930 Monroe Drive, Atlanta, Georgia 30324; 1-800-492-9885. https://www.transitionsmusic.com.
Winick, M. (1969). Malnutrition and brain development. Journal of Pediatrics, 74 (5), 667-679.
Zahr, L.K., & Traversay, J.D. (1995). Premature infant responses to noise reduction by earmuffs: Effects on behavioural and physiologic measures. Journal of Perinatology, 15 (6), 448-455.
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.