Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  ΕΙΔΑ .:ΤΑΞΙΔΙΑ .:ΣΥΝΤΑΓΕΣ .:ΒΙΒΛΙΑ .:ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ .:ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ .:ΔΙΑΦΟΡΑ .:ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ .:ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ .:ΤΥΧΑΙΑ ΣΕΛΙΔΑ Β 
Β 
Β 
Β 
Τραγούδια... Αρχική Βιβλιοθήκης ...Κλέφτικα και Επαναστατικά Δημοτικά!
Για να επιστρέψετε στα Τραγούδια κάντε κλικ εδώ! Για να επιστρέψετε στο Έγραψαν κάντε κλικ εδώ!
Β 
Β 

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει την βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου.
"Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ' ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν' η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-"Ήλιε μ', δεν κρους τ' από ταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;".

Up

Τα κλεφτόπουλα

Μάνα μου τα, μάνα μου τα κλεφτόπουλα,
τρώνε και τραγουδάνε, άιντε πίνουν και γλεντάνε. (δις)

Μα ένα μικρό, μα ένα μικρό κλεφτόπουλο,
δεν τρώει, δεν τραγουδάει, βάι δεν πίνει, δεν γλεντάει. (δις)

Μόν' τ' άρματα, μόν' τ' άρματα του κοίταζε,
Του τουφεκιού του λέει: «Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη!». (δις)

Τόσες φορές, τόσες φορές με γλύτωσες,
απ' των εχθρών τα χέρια κι απ' των Τούρκων τα μαχαίρια. (δις)

Και τώρα με, και τώρα με παράτησες,
σαν καλαμιά στον κάμπο, βάι δε ξέρω τι να κάνω. (δις)

Up

Κλέφτικη ζωή

Μαύρη μωρέ πικρή είν' η ζωή που κάνουμε (δις)
Εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες (δις)

Όλη μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο (δις)
όλη μερούλα πόλεμο, το βράδυ καραούλι (δις)

με φό- μωρέ με φόβο τρώμε το ψωμί(δις)
Με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε (δις)

Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε (δις)
ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε.

Up

Σαράντα παλικάρια

Σαράντα παλικάρια από τη Λε-, από τη Λεβαδιά,
πάνε για να πατήσουνε την Τροπό-, μωρ’ την Τροπολιτσά.

Στο δρόμο που πηγαίνανε, γέροντα, μωρ’ γέροντα απαντούν,
Γεια σου, χαρά σου γέρο, καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.

Πού πάτε παλικάρια, πού πάτε ορέ, πού πάτε ορέ παιδιά,
Πάμε για να πατήσουμε την Τροπό-, μωρ’ την Τροπολιτσά.

Έλα και συ ρε γέρο, να πάμε για, να πάμε για κλεψιά,
Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιατί ’μαι γέ-, γιατί ’μαι γέροντας.

Περάστε από τη στάνη κι από τα πρό-, κι από τα πρόβατα,
και πάρτε τον υιό μου τον πιο μικρό-, τον πιο μικρότερο.

Που ’χει λαγού ποδάρια και πέρδικας, και πέρδικας φτερά,
και ξέρ’ τα μονοπάτια απ’ όλους πιο, απ’ όλους πιο καλά.

Up

Σαράντα παλικάρια (παραλλαγή)

Σαράντα παλικάρια από τη Λεβαδιά,
καλά κι αρματωμένα, πάνε για κλεψιά.
Πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό,
πάνε και για κάψουν χώρες και νησιά.
Κάνα δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο,
γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνειά.
Επήγαν και τον βρήκαν σε βαθιά σπηλιά,
Οπ' έλιωνε τα ασήμι κι έφτιανε κουμπιά.

"Γειά σου, χαρά σου, γέρο", "Καλώς τα παιδιά,
καλώς τα παλικάρια, τα κλεφτόπουλα".
"Σήκω να βγούμε, γέρο, κλέφτες στα βουνά".
"Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιατ' εγέρασα.
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα
Και πάρτε τον γιο μου τον μικρότερο,
που' χει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη.
Ξέρει τα μονοπάτια και τα σύρματα,
ξέρει και τα λημέρια που λημέριαζα,
ξέρει τις κρύες βρύσες που 'πινα νερό,
ξέρει τα μοναστήρια που 'παιρνα ψωμί,
και ξέρει και τις τρύπες που κρυβόμουν.

Αυτού μπροστά που πάτε στο Καλό Χωριό,
έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά.
Τήρα μη σας μεθύσουν και σας πιάσουνε,
και στον Κατή σας πάνε, σας κρεμάσουνε".

Του γέρου την ορμήνεια την ξεχάσανε,
επήγαν και μεθύσαν και τους πιάσανε.
Σαν τ' άκουσε κι ο γέρος, χαμογέλασε,
κουμπούρια ξεκρεμάει κι αρματώνεται.

Στο δρόμο που πηγαίνει, βρίσκει τον πασά:
"Ώρα καλή, πασά μου και Τουρκοκριτή,
να βγάλεις τα παιδιά μου απ' τη φυλακή".

Up

Παιδιά της Σαμαρίνας

Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα, (δις)
παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα,
παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα.

Σαν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά, (δις)
ψηλά στη Σαμαρίνα, μωρέ παιδιά καημένα,
ψηλά στη Σαμαρίνα, κι ας είστε λερωμένα.

Τουφέκια να μωρέ μην ρίξετε, (δις)
τραγούδια να μην πείτε, μωρέ παιδιά καημένα,
τραγούδια να μην πείτε, κι ας είστε λερωμένα.

Να μην τ’ ακούσει μωρέ η μάνα μου, (δις)
κι η δόλια η αδελφή μου, μωρέ παιδιά καημένα,
κι η δόλια η αδελφή μου, κι ας είστε λερωμένα.

Και βγουν στη στράτα μωρέ να σας δουν, (δις)
και ’ρθουν και σας ρωτήσουν, μωρέ παιδιά καημένα,
και ’ρθουν και σας ρωτήσουν, κι ας είστε λερωμένα.

Μην πείτε πως μωρέ λαβώθηκα, (δις)
βαριά για να πεθάνω, μωρέ παιδιά καημένα,
βαριά για να πεθάνω, κι ας είστε λερωμένα.

Να πείτε πως μωρέ παντρεύτηκα, (δις)
πήρα καλή γυναίκα, μωρέ παιδιά καημένα,
πήρα καλή γυναίκα, κι ας είστε λερωμένα.

Την πέτρα έχω μωρέ πεθερά, (δις)
τη μαύρη γης γυναίκα, μωρέ παιδιά καημένα,
τη μαύρη γης γυναίκα, κι ας είστε λερωμένα.

Κι αυτά τα μωρέ λιανολίθαρα, (δις)
αδέρφια και ξαδέρφια, μωρέ παιδιά καημένα,
αδέρφια και ξαδέρφια, κι ας είστε λερωμένα.

Up

Του Κίτσου

Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
“Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
όπ' έχουν κλέφτες σύνοδο, όπ' έχουν τα λημέρια”.

Τον Κίτσο τον επιάσανε, στην φυλακή τον πάνε,
χίλιοι τον πάν' από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,
κι όλο ξοπίσω πήγαινεν η δόλια του η μανούλα.
"Κίτσο μου που 'ναι τ' άρματα, που τα χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;".

"Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν' κλαις τα 'ρημα τ' άρματα, τα 'ρημα τα τσαπράζια;".

Up

Ο Κατσαντώνης

-Απόψε είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
θολό ποτάμι πέρναγα, και πέρα δεν εβγήκα.
Είχε θολά τα ρέματα και τα νερά βαμμένα,
κεφάλια εκύλουνε μπροστά, κεφάλια κι από πίσω.
'Ξήγα τ', Αντώνη μ', ‘ξήγα το τ' όνειρο που μ' εφάνει.
-Παιδιά μου μη σκοτίζεστε κι εγώ σας το ξηγάω.
Τούρκους πολλούς θα κόψουμε θα πάρουμε και πλιάτσικα!

Up

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά (Των Κολοκοτρωναίων)

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
που 'χουν τ' ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
"Χριστέ μας, 'βλόγα τα σπαθιά, 'βλόγα μας και τα χέρια".

Κι ό Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
"Τούτ' οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ', στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι,
εγώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς μου,
ν' αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,
'τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω".

Up

Δέσπω Μπότση

Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται; Μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.
Η Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δήμουλα τον πύργο.

Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει.
-Σκλάβες Τουρκών μη ζήσουμε, παιδιά μου αγκαλιαστείτε!

Χίλια φουσέκια ήταν εκεί, κι αυτή φωτιά τους βάνει,
και τα φουσέκια ανάψανε κι όλες φωτιά γενήκαν.

Up

Έχε γεια καημένε κόσμε

Έχε γεια καημένε κόσμε,
έχε γεια γλυκιά ζωή.

Έχετε γεια βρυσούλες,
κάμποι, βουνά, ραχούλες,
έχετε γεια βρυσούλες,
κι εσείς Σουλιωτοπούλες.

Στη στεριά δεν ζει το ψάρι,
ούτε ανθός στην αμμουδιά,
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε,
δίχως την ελευθεριά.

Έχετε γεια βρυσούλες,
κάμποι, βουνά, ραχούλες,
έχετε γεια βρυσούλες,
κι εσείς Σουλιωτοπούλες.

Up

Η απιστία του Δελβίνου

Σύγνεφο μαύρο σκέπαζε το Σούλι και την Κιάφα,
ολημερίς εχιόνιζε, ολονυχτίς χιονίζει.
Απ' το Συστράνι πρόβαινε ένας λιγνός Λεβέντης
που από τα Γιάννενα πικρά, μαύρα μαντάτα φέρνει.

-Τα παλικάρια τα καλά τα χάνουν οι συντρόφοι!
Ακούστε Φώτου τα παιδιά, του Δράκου παλικάρια,
το Δέλβινο το άπιστο πρόδωσε τα παιδιά σας.
Τ' Αλή πασά του τα φερε, τα έξ' αράδα αράδα.
Κι αυτός τα τέσσερά 'σφαξε, δυονών ζωή χαρίζει,
του Δήμου Δράκου τον υιό, κι εν' αδερφό του Φώτου.

Κι εκείνοι καθώς τ' άκουσαν, βαριά τους κακοφάνει.
-Δέσποτα και Πρωτόπαπα, βάλε το πετραχήλι,
να ψάλεις τα μνημόσυνα των έξ' παλικαριών μας!
Τα δυο, καθώς τα τέσσαρα σφαμμένα τα μετρούμε,
ούτε κι ο τύραννος ζωή των Σουλιωτών χαρίζει,
ούτε Σουλιώτης, ζωντανός στα χέρια του λογιέται!

Up

Αθανάσιος Διάκος

Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι
το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ' ο Καλύβας έρχεται, νουδ' ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.

Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνει.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
-Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω την Αλαμάνα,
που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια.

Παίρνουνε τ' αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
-Καρδιά παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε!
Σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε!

Up

Κάτω στου βάλτου τα χωριά

Κάτω στου βάλτου τα χωριά
Ξηρόμερο και Άγραφα
Και στα πέντε βιλαέτια
Φάτε, πιείτε μωρ’ αδέρφια.

Εκεί είν’ οι Κλέφτες οι πολλοί
ούλοι ντυμένοι στο φλούρι
κάθονται και τρων και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν.

Πιάνουν και γράφουν μια γραφή
βρίζουν τα γένια του κατή
γράφουνε και στο Κομπότι
προσκυνούνε το δεσπότη.

Βρε Τούρκοι κατσετε καλα
γιατί σας καίμε τα χωριά!
Γρήγορα το αρματολίκι
γιατ’ ερχόμαστε σα λύκοι.

Up
Β 
Β 
Β 
Δείτε:
Ποίηση
Νανουρίσματα
Πεζά
Μύθοι
Τραγούδια
Μελέτες
Β 
Δείτε επίσης:
Ακριτικά Δημοτικά
Χριστουγεννιάτικα τραγούδια
Πρωτοχρονιάτικα τραγούδια
Αποκριάτικα τραγούδια
Κρητικά Δημοτικά
Παιδικά τραγούδια
Ποντιακά τραγούδια
Διάφορα Δημοτικά
Κλέφτικα Δημοτικά 1821
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Δείτε το αφιέρωμα της Ματιάς για τις εθνικές εορτές, την 25η Μαρτίου 1821, την 28η Οκτωβρίου 1940, κάνοντας κλικ εδώ!
Β 
Up
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β