Β |
Της Αγιά-Σοφιάς
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα, κι εξηνταδυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και Παπάς, κάθε Παπάς και Διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Nα μπούνε στο Χερουβικό και να βγει ο Βασιλέας.
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά, και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά να 'ρθουνε τρία καράβια,
τό 'να να πάρει το Σταυρό, και τ' άλλο το Ευαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
H Δέσποινα εταράχτηκε, και δάκρυσαν οι εικόνες.
-Σώπασε Κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι. |
|
Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης
Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πε, τος το μίλησε, πότ' έρθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το ηπάντησε, στέκει κι αναρωτά το:
-Καράβιν πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
-Έρχομαι ακ τ' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·
απέ την Πόλην έρχομαι, την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω·
κακά διά τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα·
οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην,
απώλεσαν τους χριστιανούς, εκεί και πανταχόθε.
-Στάσου, καράβι, να χαρής, πάλι να σε ρωτήσω:
Εκεί 'λαχε ο βασιλεύς, ο κύρης Κωνσταντίνος,
ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσά ανδρειωμένος,
ο πράγος, ο καλόλογος, η φήμη των Ρωμαίων;
-Εκεί 'λαχεν ο Δράγασης ο κακομοιριασμένος. |
|
Της Αγια-Σοφιάς
Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα 'αγια,
παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια°
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι".
Το δημοτικό αυτό τραγούδι μας έστειλε ο συγγραφέας Άρης Κυριαζής, τον οποίο και ευχαριστούμε πολύ. |
|
Πάρθεν η Ρωμανία
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην°
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)
Το δημοτικό αυτό τραγούδι μας έστειλε ο συγγραφέας Άρης Κυριαζής, τον οποίο και ευχαριστούμε πολύ. |
|
Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης
Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;"
-"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
Το δημοτικό αυτό τραγούδι μας έστειλε ο συγγραφέας Άρης Κυριαζής, τον οποίο και ευχαριστούμε πολύ. |
|
Β |
|
Β |
|