Β |
Πώς το τρίβουν το πιπέρι
Πώς το τρι, άιντε βρε παιδιά,
πώς το τρίβουν το πιπέρι.
Πώς το τρίβουν το πιπέρι,
του διαβόλου οι καλογέροι.
Με το γο, άιντε βρε παιδιά,
με το γόνατο το τρίβουν.
Με το γόνατο το τρίβουν,
και το ψιλοκοπανίζουν.
Με τη μυ, άιντε βρε παιδιά,
με τη μύτη τους το τρίβουν.
Με τη μύτη τους το τρίβουν,
και το ψιλοκοπανίζουν.
Με τη γλω, άιντε βρε παιδιά,
με τη γλώσσα τους το τρίβουν.
Με τη γλώσσα τους το τρίβουν,
και το ψιλοκοπανίζουν.
Με τον κω, άιντε βρε παιδιά,
με τον κώλο τους το τρίβουν.
Με τον κώλο τους το τρίβουν,
και το ψιλοκοπανίζουν.
Με τον που, άιντε βρε παιδιά... |
|
Ανέβηκα στην πιπεριά
Ανέβηκα στην πιπεριά,
μαυρομάτα και ξανθιά.
Για να κόψω ένα πιπέρι,
συ ‘σαι το γλυκό μου ταίρι.
Βλέπω μια κόρη κι άλλαζε,
και την καρδιά μου τάραζε.
Και μου λέει μη φοβάσαι,
βαλ’ το χέρι σου και πιάσε.
Την τσίμπησα μες το λαιμό,
σκούζει φωνάζει «Όχι εδώ».
Και μου λέει «Παρακάτω,
από το λαιμό πιο κάτω».
Την τσίμπησα στα δυο βυζιά,
σκούζει φωνάζει «Kερατά».
Και μου λέει «Παρακάτω,
απ’ τα δυο βυζιά πιο κάτω».
Την τσίμπησα στον αφαλό,
σκούζει φωνάζει «Oύτ’ εδώ».
Και μου λέει «Παρακάτω,
απ’ τον αφαλό πιο κάτω».
Την τσίμπησα στα γόνατα,
φωνές και ξελιγώματα.
Και μου λέει «Παραπάνω,
απ’ τα γόνατα πιο πάνω».
Σκύβω κι ο μαύρος τι να δω,
να ρεματάκι δροσερό.
Γύρω γύρω είχε βούρλα,
και στη μέση μια βρυσούλα.
Ήτανε και κατηφόρα,
έβαλα και λίγη φόρα.
Πέφτει σκούζει απ’ τη χαρά της,
και την άκουσ’ ο μπαμπάς της.
Tι έχεις κόρη μ’ κι είσαι κάτου,
κι είν’ τα πόδια σου στ’ αυτιά του.
Mέγας πόνος μ’ έχει πιάσει,
και με τρίβει να περάσει. |
|
Παντρεύουνε τον κάβουρα
Παντρεύουνε τον κάβουρα, ωωω
και τού δίνουν τη χελώνα,
ντράγκα ντρούγκα τα ’ργανα ώρε τα ’ργανα.
Καλέσαν και τον πόντικα, ωωω
τα συμβόλαια να γράψει,
ντράγκα ντρούγκα τα ’ργανα ώρε τα ’ργανα.
Καλέσαν το σκαντζόχοιρο, ωωω
λεν τα στέφανα ν’ αλλάξει,
ντράγκα ντρούγκα τα ’ργανα ώρε τα ’ργανα.
Καλέσαν και το τζίτζικα, ωωω
για να παίξει το βιολί του,
ντράγκα ντρούγκα τα ’ργανα ώρε τα ’ργανα.
Καλέσαν και το γάιδαρο, ωωω
για να πάει να τραγουδήσει,
ντράγκα ντρούγκα τα ’ργανα ώρε τα ’ργανα.
Καλέσαν και το μέρμηγκα, ωωω
τα προικιά να κουβαλήσει,
ντράγκα ντρούγκα τα ’ργανα ώρε τα ’ργανα.
Καλέσαν και την αλεπού, ωωω
λεν τις κότες να μαδήσει,
ντράγκα ντρούγκα τα ’ργανα ώρε τα ’ργανα.
Καλέσαν και το βάτραχο, ωωω
το νερό να κουβαλήσει,
ντράγκα ντρούγκα τα ’ργανα ώρε τα ’ργανα. |
|
Πως πετούν τα πουλιά
Πως πετούν τα πουλιά,
θα πετάξω κι εγώ,
στου χορού τη χαρά,
την τρελή Αποκριά.
Εις τα πόδια φτερά,
το γοργό το ρυθμό,
με καινούργιους σκοπούς,
ας χορέψω κι εγώ.
Να πιερότοι, να και κολομπίνες,
να κομφετί, να και σερπαντίνες,
γύρνα κι απ' εδώ γύρνα κι απ' εκεί,
για να δούμε ποιος θα ζαλιστεί. |
|
Καρναβάλι
Καλώς το καρναβάλι,
με τους τρελούς χορούς,
που ντύνει μασκαράδες,
μεγάλους και μικρούς.
Καλώς το που σκορπάει,
κορδέλες κομφετί,
είναι για τα παιδάκια,
η πιο τρελή γιορτή.
Χορέψτε τραγουδήστε,
μου λέει η γιαγιά,
αχ πόσο θα 'θελα και 'γω,
να μπόραγα παιδιά. |
|
Ένα μουνί στη κερασιά
Ένα μωρέ ένα, ένα μουνί
στη κερασιά κι ο πούτσος
από κάτω.
Πέντη μωρέ πέντη, πέντη
μετάνοιες έκανε. Πέντη
μετάνοιες έκανε,
μουνί κατέβα κάτω,
μουνί κατέβα κάτω.
Δε κα' μωρέ δε κατεβαίνω
πούτσκαρε. Δε κατεβαίνω
πούτσκαρε γιατ' είσαι
κορδωμένος.
Μπαίνεις μωρέ μπαίνεις,
μπαίνεις πολύ - πολύ βαθειά.
Μπαίνεις πολύ - πολύ βαθειά
και βγαίνεις μαραμένος. |
|
Τις μεγάλες αποκριές
Τις μεγάλες αποκριές
φέραν ένα τσβάλ' ψωλές
τρέξαν οι αρχοντοπούλες
τρέξαν και τσ' αρπάξαν ούλες.
Και μια χήρα παπαδιά
δεν επρόλαβε καμιά.
Πιάνει, τνάζει τα τσβάλια,
βρίσκει μια με δυο κεφάλια.
Τούτη κάνει για τα μένα
πούν' τα μηριά μ' σγκαμένα.
Τήνε βάζει στην τσουκάλα
για να κάν' μεγάλ' κεφάλα.
Τήνε βάζει στο λαΐνι
να χοντρύνει, να μακρύνει. |
|
Σαράντα μνιά με κύκλουσαν
Σαράντα μνιά μπρε-μπρε-μπρε
σαράντα μνιά με κύκλουσαν.
Σαράντα μνιά με κύκλουσαν
τον πούτσο να μη φάνε.
Κι ο πούτσος μου μπρε-μπρε-μπρε
κι ο πούτσος μου καμαρωτός.
Κι ο πούτσος μου καμαρωτός
τ' αρχίδια μου ρωτάει.
Τι λέητ' ησείς μπρε-μπρε-μπρε
τι λέητ' ησείς αρχίδια μου;
Τι λέητ' ησείς αρχίδια μου,
μπουρώ να τα γαμήσω;
Να τα γαμή' μπρε-μπρε-μπρε
να τα γαμήσεις πούτσκαρη.
Να τα γαμήσεις πούτσκαρη
κι ημείς θα σι βοηθούμε.
Μόνου ν' αφή' μπρε-μπρε-μπρε
μόνου ν' αφήσεις κι για μας.
Μόνου ν' αφήσεις κι για μας
να μπούμε λίγου μέσα. |
|
Το μουνί το λένε Γιώτα
Το μουνί το λένε Γιώτα
και τον πούτσο Παναγιώτα.
Και τον πούτσο Παναγιώτα
κι όποιον θέλεις σύρε ρώτα.
Κι όποιον θέλεις σύρε ρώτα,
το κεφάλι μπαίνει πρώτα.
Το κεφάλι μπαίνει πρώτα
και τ' αρχιδια κλείν' την πόρτα. |
|
Με τη θειά μου την Κοντύλω
Με τη θειά μου την Κοντύλω,
επηγαίναμε στο μύλο.
Κούντα γω και κούντα κείνη,
δίν' ο Θεός και πέφτ' εκείνη,
πάνω γω από κάτω εκείνη.
«Αχου Θειά και να' σουν ξένη,
και το τι' θελε να γένει».
«Κάμε, γιέ μου, τη δουλειά σου,
κι εγώ είμαι πάλι θειά σου».
Να κι ο μπάρμπας από πέρα,
τράκα τρούκα τη μαχαίρα.
«Βρ' ανιψιέ, καταραμένε,
κι ίντα πολεμάς, καημένε»;
«Μπάρμπα, θερμασιά την πιάνει,
και την πλάκωσα να γιάνει».
«Πλάκωσ' την καλά, παιδί μου,
όπου να' χεις την ευχή μου». |
|
Β |
|
Β |
|
Β |