Κατά τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους οι ορεινοί όγκοι της Πίνδου, από την Ήπειρο μέχρι τη Μακεδονία, ήταν προπύργια ενός πολιτισμού, το μεγαλείο του οποίου δεν έχει ακόμη αναδειχθεί στο σύνολο του.
Το ύψωμα Καστρί, απέναντι από τα βουνά Βασιλίτσα και Τσούργιακα, ανήκει στην ανατολική πλευρά του ορεινού όγκου της Πίνδου και τις χαμηλές απολήξεις της. Περιβάλλεται από πλούσια νερά, παραπόταμους του Βενέτικου (Φιλίππιος) που σχηματίζουν στην απότομη δυτική πλευρά του βράχου γραφικούς καταρράκτες. Το ύψωμα ελέγχει τα περάσματα προς τα Γρεβενά, αλλά κυρίως προς την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ενώ ο Βενέτικος ποταμός οδηγεί στα νότια και ανατολικά στον ποταμό Αλιάκμονα και επομένως προς τη Μακεδονία. Είναι φανερή η στρατηγική σημασία της θέσης και μόνο χάρη στα φυσικά χαρακτηριστικά της, γεγονός που εναρμονίζεται προς τα ιστορικά δεδομένα: Το Καστρί βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της αρχαίας χώρας των Τυμφαίων, της χώρας που συνέδεε τη Μακεδονία με την Ήπειρο δυτικά και νότια του Αλιάκμονα.
Το 1998 με μικρές δοκιμαστικές τομές και για σύντομο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια το 1999 οριστικά, άρχισε στο ορεινό χώρο ανάμεσα στις δύο κοινότητες του Δήμου Θ. Ζιάκα, την Αλατόπετρα και το Πολυνέρι και συγκεκριμένα στο ύψωμα Καστρί (υψόμ. 1.200 μ.) συστηματική αρχαιολογική ανασκαφική έρευνα. Η εργασία του αρχαιολόγου στο Καστρί είναι δύσκολη, αφού όλα φτάνουν στην κορυφή με τα πόδια. Τα λείψανα των αρχαίων οικοδομημάτων δεν ήταν ορατά και μόνο τα απολεπίσματα της λιθαρπαγής πρόδιδαν την παρουσία τους.
Τα αρχιτεκτονικά μέλη είχαν χρησιμοποιηθεί για την οικοδόμηση των οικιών των σύγχρονων χωριών στους δύο τελευταίους αιώνες. Ωστόσο, οι παρατηρήσεις της επιφανειακής έρευνας επιβεβαιώθηκαν με τη συστηματική ανασκαφή.
Η αρχαία πόλη στην οποία ανήκει η ακρόπολη στο Καστρί απλώνεται στα πόδια του υψώματος και βλέπει προς τα ανατολικά και νότια. Σημείο των ορίων της είναι ο ναΐσκος των Αγίων Θεοδώρων, που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας πύργος των αρχαίων τειχών.
Η αρχαία πόλη «θύμα» λιθοκλοπής
Το Καστρί δεν έχει ερευνηθεί προηγουμένως ποτέ συστηματικά, αλλά οι προφορικές πληροφορίες αναφέρουν με επίταση διάφορες απόπειρες λαθρανασκαφής. Άλλωστε είναι ορατά στον τόπο τα ίχνη της εκτεταμένης και συνεχούς λιθοκλοπής, η οποία προκάλεσε μεγάλη καταστροφή, όπως και σε ολόκληρη την περιοχή του Νομού Γρεβενών.
Η θέση αναφέρεται στο σχετικό κατάλογο των αρχαιολογικών θέσεων των Γρεβενών που κατήρτισε η ομάδα των Αμερικανών αρχαιολόγων του Πανεπιστημίου της Minnesota με τους αριθμούς 153 - 156 με επιφανειακά στοιχεία – ευρήματα της εποχής χαλκού, σιδήρου και ιστορικών χρόνων.
Η περιοχή και η θέση Καστρί χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερο φυσικό κάλλος καθώς περιτριγυρίζεται από χείμαρρους και μικρούς ποταμούς, παραπόταμους του Βενέτικου που σχηματίζουν μάλιστα στη δυτική πλευρά θαυμαστούς καταρράκτες. Παράλληλα η θέση έχει έναν προφανή στρατηγικό χαρακτήρα αφού ελέγχει τους δρόμους προς την Ήπειρο (Σαμαρίνα) και τα Γρεβενά. Οι μικροί ποταμοί οδηγούν στον Αλιάκμονα και τη Μακεδονία.
Είναι φανερό ότι όλες οι μετακινήσεις στην Τυμφαία χώρα και την περιοχή αυτή βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο αυτής της άγνωστης αρχαίας πόλης στο Καστρί.
Η Τυμφαία χώρα αποτέλεσε αντικείμενο ενδιαφέροντος των βασιλικών οίκων της Ηπείρου και της Μακεδονίας και αποτέλεσε το πέρασμα προς τη Θεσσαλία για τα μακεδονικά και ρωμαϊκά στρατεύματα. Αναφέρονται στην περιοχή σπουδαίες πόλεις, όπως το Αιγίνιο, ενώ ως κύρια θεότητα της χώρας λατρεύεται ο Ζευς ο Δειπάτυρος.
Προς το παρόν, το όνομα της πόλης παραμένει άγνωστο και, μολονότι θεωρείται βέβαιο ότι ήταν ένα σημαντικό κέντρο της περιοχής, επιβάλλεται να προχωρήσει περισσότερο η έρευνα, προκειμένου να γίνουν γνωστά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Η ακρόπολη και το ιερό της
Το 1999 υπήρξε αποφασιστική περίοδος, αφού με την έναρξη των ανασκαφών ήρθαν στο φως τα λείψανα των θεμελίων ενός ναού χωρίς πτερό, με πρόδρομο και πρόσοψη (διαστ. 21x11,5 μ.). Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του πλατώματος και η είσοδός του ανοίγεται προς ανατολάς με τρίβαθμη κλίμακα.
Τα θεμέλια του ναού είναι ισχυρά και οικοδομήθηκαν από μεγάλους πλακερούς λίθους, ενώ στο νότιο τοίχο καθώς και στο θυραίο τοίχο στο εσωτερικό του ναού σώζεται ένα μέρος του ύψους τους, οικοδομημένου από διπλή σειρά λευκών λίθων.
Οι φυσικοί βράχοι της θέσης στηρίζουν τις γωνίες του οικοδομήματος μολονότι η στρωματογραφική έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί και παρά το γεγονός ότι η επίχωση είναι ιδιαίτερα ταραγμένη, ο ναός μπορεί με τη βοήθεια κυρίως της κεραμικής να χρονολογηθεί στο τέλος του 4ου αι. π.Χ.
Ανάλογα χαρακτηριστικά παρατηρούνται και στο σχηματισμό των θεμελίων ενός ακόμη οικοδομήματος που αποκαλύφθηκε στη νότια πλευρά του πλατώματος και αμέσως νότια και δυτικά του ναού. Πρόκειται για μια δωρική στοά, της οποίας τα θεμέλια των τοίχων, καθώς και πολλά θραύσματα δωρικών κιόνων και άλλων αρχιτεκτονικών μελών ήρθαν στο φως.
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι κατά την οικοδόμηση έγινε ένας συνδυασμός του δομημένου θεμελίου με το φυσικό βράχο, ο οποίος λαξεύτηκε, έτσι ώστε να δεχτεί την κρηπίδα της κιονοστοιχίας στη βορειοδυτική γωνία της στοάς ή τους τοίχους. Αμέσως βόρεια του βόρειου τοίχου έχουν αποκαλυφθεί τμήματα δωρικών κιόνων και ένα μεγάλο θραύσμα ενός δωρικού επιστυλίου μήκους 1,80 μ., ευρήματα που επιτρέπουν τη μερική γραφική αποκατάσταση της στοάς.
Εντυπωσιακό οικοδόμημα – μνημείο
Απέναντι από το ναό και στο κέντρο του μεγάλου πλατώματος αποκαλύφθησαν τα θεμέλια ενός εντυπωσιακού σε μέγεθος οικοδομήματος, του οποίου η μορφή και η λειτουργία δεν είναι ακόμη σαφείς. Το είδος των θεμελίων των τοίχων, που ανεσκάφησαν, καθώς και τα θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών προδίδουν μνημειώδη χαρακτήρα, αλλά συγχρόνως έναν ιδιαίτερο σύνθετο χαρακτήρα στη μορφή και τη χρήση. Αρχιτεκτονικά μέλη, όπως ένα δωρικό κιονόκρανο, που βρέθηκαν εδώ φανερώνουν την ύπαρξη ενός δεύτερου ορόφου. Το τελικό μέγεθος του οικοδομήματος δεν είναι ακόμη γνωστό αν και οι αποκαλυφθείσες διαστάσεις του τώρα ανέρχονται σε 18x14 μ.
Η θέση των μνημειακών κτηρίων που έχουν αποκαλυφθεί ως σήμερα στο Καστρί φανερώνει την ιδιαίτερη και σκόπιμη οργάνωση του χώρου, έτσι ώστε να σχηματίζεται μπροστά στο ναό μια κεντρική πλατεία, ενώ ένα δρόμος, βόρεια του ναού, οδηγεί στην κορυφή του υψώματος.
Μολονότι είναι βέβαιο ότι το οικοδομικό συγκρότημα που έχει ανασκαφεί ως τώρα βεβαιώνει τη μορφή του ιερού, φαίνεται ότι το ιερό αυτό θα πρέπει να εκτείνεται σ’ ολόκληρη την έκταση του μεγάλου πλατώματος και περιλαμβάνει περισσότερα οικοδομήματα απ’ όσα έχουν αποκαλυφθεί, όπως προδίδουν τα σχετικά ίχνη.
Παραμένει άγνωστη η θεότητα η οποία λατρευόταν στο ναό και το ιερό, είναι βέβαιο όμως ότι έχει ιδιαίτερη σημασία για την πόλη, αφού διενεργείται η λατρεία της στην ακρόπολη και το ιερό της γνωρίζει τόση φροντίδα.
Η χρονολόγηση των αποκαλυφθέντων οικοδομημάτων στον 4ο αι. π.Χ. με την πρόοδο της ανασκαφής ισχυροποιείται όλο και περισσότερο. Τα στοιχεία της κεραμικής, η μορφή των αρχιτεκτονικών μελών καθώς και άλλα ευρήματα (νομίσματα κ.λ.π.) οδηγούν σε μια χρονική περίοδο από το τέλος του 4ου αι. π.Χ. ως τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. για την ίδρυση των κτηρίων, ενώ η χρήση τους πρέπει να εκτείνεται έως και τα ελληνιστικά χρόνια, ενώ η καταστροφή τους τοποθετείται περί το 150 π.Χ.
2003: Στο φως η δυτική πύλη
Κατά τη διάρκεια της πενταετούς ανασκαφικής έρευνας και κυρίως κατά την περίοδο του 2000-2003 άρχισαν να έρχονται στο φως στο νότιο τμήμα του πλατώματος τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου, του τείχους, που προστατεύει το ύψωμα και την ακρόπολη με το ιερό. Είναι χτισμένο σε μεγάλους λίθους και ακολουθεί την πορεία και τη μορφή των βράχων.
Το αποκαλυφθέν τμήμα σε μήκος πλέον των 12 μέτρων στη νότια πλευρά του πλατώματος φαίνεται να στεφανώνει το ύψωμα και θα πρέπει να συνδέεται με το τείχος της αρχαίας πόλης, όπου πρέπει να ανήκει και ο πύργος του ναΐσκου των Αγίων Θεοδώρων. Κατά το 2003 ήρθε στο φως η δυτική πύλη του τείχους της ακρόπολης με μια εντυπωσιακή μορφή.
Παρά το γεγονός ότι η ανασκαφική έρευνα βρίσκεται ακόμα στο αρχικό της στάδιο, τα αποτελέσματα αποδεικνύονται ενθαρρυντικά. Η εικόνα του ιερού, του οχυρωμένου μέσα στην περιοχή της τειχισμένης ακρόπολης, είναι βέβαιη και αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του ιερού αυτού.
Όλα τα αρχαιολογικά δεδομένα μιλούν με βεβαιότητα για μια σπουδαία πόλη της χώρας των Τυμφαίων, πιθανώς για μια από τις πόλεις που παραδίδουν οι γραπτές πηγές. Η συνέχιση της έρευνας στο Καστρί φαίνεται ότι θα δώσει τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία που θα φωτίσουν τα ερωτήματα και τα προβλήματα που θέτει ο χώρος με τα ιδιαίτερα φυσικά χαρακτηριστικά και την ξεχωριστή παρουσία του ιερού της ακρόπολης. Παράλληλα φωτίζεται ο ελληνικός πολιτισμός της αρχαιότητας στους μεγάλους ορεινούς όγκους της χώρας, που προφανώς δεν υπήρξαν έρημοι, αλλά φύλαξαν μια αξιόλογη ζωή.
Β
Ανασκαφή στο Καστρί Αγ. Θεοδώρων Πολυνερίου Γρεβενών – Η ταυτότητα του έργου
Επιστημονικώς υπεύθυνη
Δρούγου Στυλλιανή, καθηγήτρια κλασικής αρχαιολογίας Α.Π.Θ.
Συνεργάτες
Χρ. Καλλίνη, αρχαιολόγος, υποψήφια διδάκτωρ
Λ. Τρακατέλλη, αρχαιολόγος, υποψήφια διδάκτωρ
Ζ. Αλ Σααγιάχ, αρχιτέκτων
Ν. Χατζηδάκης, αρχιτέκτων
Ι. Γκάτζιος, τοπογράφος
Φορείς χρηματοδότησης
Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Γρεβενών
Διάρκεια έργου
1999 – 2004
Το έργο συνδέεται και με τα προγράμματα 7952 και 20999 με επιστημονικώς υπεύθυνο τον κ. Παπανικολάου και τους ίδιους συνεργάτες.
Β
Η ακρόπολη μιας άγνωστης ακόμη αρχαίας πόλης των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, που ανήκε στην Τυμφαία Χώρα του βασιλείου της Μακεδονίας, ερευνάται στο Καστρί Πολυνερίου του νομού Γρεβενών, στο πλαίσιο προγράμματος της Επιτροπής Ερευνών του Α.Π.Θ. Από τις ανασκαφές, που ξεκίνησαν το 1998 και γίνονται σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, σε μια περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους στην ανατολική Πίνδο, διαπιστώθηκε ότι εντός των τειχών της ακρόπολης υπάρχει ένα σημαντικό αρχαίο ιερό. Με «αφετηρία» τα κτίρια του ιερού αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια ενός ναού, μιας δωρικής στοάς και άλλων δημόσιων οικοδομημάτων. Παράλληλα, πολύ πρόσφατα –εντός του 2003– ήρθε στο φως, με μια εντυπωσιακή μορφή, η δυτική πύλη του τείχους της ακρόπολης. Εξάλλου, κατά τις ανασκαφές, απέναντι από τον ναό αποκαλύφθηκε ένα εντυπωσιακό σε μέγεθος οικοδόμημα, με μνημειώδη χαρακτήρα, το οποίο ήταν πιθανώς διώροφο, όπως φανερώνει η ύπαρξη συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών μελών (π.χ., ενός δωρικού κιονόκρανου). Πάντως, δεν έχουν ακόμη συγκεκριμενοποιηθεί η μορφή και η λειτουργία του. Η ίδρυση των οικοδομημάτων χρονολογείται στα χρόνια της βασιλείας του Αλεξάνδρου ή λίγο αργότερα, αν και η εγκατάσταση στο συγκεκριμένο ύψωμα τοποθετείται χρονικά σε πολύ προγενέστερες εποχές. Η ακρόπολη εκτιμάται ότι καταστράφηκε γύρω στο 150 π.Χ. Άγνωστη παραμένει η θεότητα που λατρευόταν στον ναό και το ιερό, είναι βέβαιο όμως ότι είχε ιδιαίτερη σημασία για την πόλη, αφού η λατρεία της διενεργείτο στην ακρόπολη και το ιερό της γνώριζε ιδιαίτερη φροντίδα.