Απόψε, παραμονή Χριστουγέννων, έφυγε νωρίς απ’ την αγορά ο Νικολός. Δεν είχε κέφι αυτός μήτε για χωρατά, μήτε για ούζα κι ιστορίες.
Θα γύριζε στο σπίτι να κρατήσει συντροφιά στη θυγατέρα του που περίμενε ανήμπορη στο κρεβάτι, γιατί η μάνα της θα ‘χε δουλειές άλλωστε η Αγνούλα στον πατέρα της είχε αδυναμία. Και κείνος το ίδιο, άλλο αν τόσα χρόνια δεν ήξερε πως να της το δείξει κι ούτε που χρειάστηκε δηλαδή. Ε, δε μπόρηγε και να σαλιαρίζει με το κορίτσι. Να τους πάρει το χωριό στην κοροϊδία, να τους πιάσουν οι κουσκουσούρες στο στόμα τους!
Και μόλις έφτανε, αμέσως θα ψαχούλευε πέρα-δώθε το κουμπί στο ραδιόφωνο με το κλαρωτό κάλυμμα μέχρι να βρει σταθμό που να μεταδίδει τα κάλαντα από διάφορους τόπους και Χριστουγεννιάτικές ιστορίες, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα κι όπως τότε που το ‘χανε πρωτοπάρει κι όλο τον ρώταγε, μικρή αυτή, πως χωράγαν μέσα σε κείνο το κουτάκι τόσοι άνθρωποι να κουβεντιάζουνε, να παίζουνε τα βιολιά και να τραγουδάνε και κείνος δεν ήξερε να της απαντήσει. Γέλαγαν με την καρδιά τους κι η Μαρουδή κάθε απόγιομα που έβανε να λιβανίσει σαν άναβε το καντήλι, θυμιάτιζε στα κλεφτά καλού-κακού και το ράδιο, να ξορκίσει του οξαποδώ τα καμώματα.
Τούτο θα της θύμιζε απόψε και θα γελάγαν!
Θα γελάγαν, όχι γιατί είχε καμιά όρεξη για χάχανα ο Νικολός ο Τούντας, μα γιατί έτσι έπρεπε, έτσι ο γιατρός τους είχε παραγγείλει. Και τα κατάφερνε γιατ’ ήταν άντρας αυτός, έκανε πέτρα την καρδιά, ας τον έτρωγε το μαράζι. Όχι σαν τη Μαρουδή που την παίρναν συχνά τα κλάματα μπροστά στο κορίτσι και τότε τσακιζόταν να φύγει, τάχα το φαΐ θα άρπαζε στον τέντζερη, τάχα η γειτόνισσα η Κουτσαλέξαινα τη φώναζε στην αυλόπορτα.
Φέτος το Μάρτη το κορίτσι έκλεινε τα δεκαεννιά. Κι όπως ήταν μοναχοκόρη, καλοπροικισμένη και ζηλευτή, τα προξενιά δίναν και παίρναν από τα δεκαπέντε της. Όμως δε θέλαν οι γονέοι της να το σκλαβώσουν από τώρα το κορίτσι, δεν είχαν κι άλλο. Να τους φύγει μεσ’ από τα χέρια τους πρωτού καλά-καλά ξεκόψει, που λέει ο λόγος, απ’ το ρογοβύζι; Κι η ίδια δεν ήθελε! Αφού ακόμα τα κουτσουνόρουμπα και τ’ άλλα της παιχνίδια δεν τα ’χανε πετάξει. Α, μπα! Ήταν νωρίς!
Όμως καιρό τώρα έβλεπε η Μαρουδή πως χλώμιαινε, έλειωνε λίγο-λίγο σαν το κερί το κορίτσι κι όλο πιο ανόρεχτη γινότανε.
Το βράδυ, στο κρεβάτι, το κουβέντιασε με τον Νικολό κι είπανε πως θα ‘ταν της ηλικίας, της αγάπης καμώματα, ε πια καιρός της. Ξέχασε κείνη τα δικά της, της έλεγε ο Νικολός. Από τη μύτη πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει, της σιγοτραγούδαγε για να την πειράξει.
Και συμφωνήσαν να την ξεμοναχιάσει και, με το καλό, να την ξομολογήσει η μάνα της. Δε σκοπεύαν αυτοί να το κακοκαρδίσουν το παιδί τους, που ένα το είχαν, το καμάρι τους. Όποιον ήθελε, χαρά τους να τόνε πάρει, αρκεί να την αγάπαγε και κείνος. Για το χατήρι της και σώγαμπρο θα μπάζαν στο σπίτι, ας μην είχε δεύτερο παντελόνι. Είχαν εκείνοι.
Αρκεί να βλέπανε το κορίτσι χαρούμενο. Άλλωστε της Αγνούλας της είχαν εμπιστοσύνη, γιατί μέχρι τώρα στο παραμικρό δεν τους κακοκάρδισε. Με την ευχή τους λοιπόν, έτσι συμφωνήσαν εκείνο το βράδυ στο κρεβάτι κρυφοκουβεντιάζοντας κάτω από την κουνουπιέρα και γυρίσαν πλευρό να τους πάρει ο ύπνος ευτυχισμένους, κάνοντας όνειρα. Πρώτα θα καμαρώναν νύφη τη μονάκριβή τους, το καλύτερο νυφικό θα της παίρναν, το ακριβότερο, να δείξει η ασπράδα του προσώπου της κι η ομορφιά της, να σκάγαν κάτι κακούργες ψυχές, Σαββατογεννημένες, που καλή κουβέντα δε χρωστάγαν να ειπούν.
Κι ύστερα εγγονάκια πολλά, να χοροπηδάνε, να ξεσηκώνουν τον κόσμο, να τους παίρνουν τα μυαλά με τις φωνές, τα χάχανα και τα παιχνίδια, που θα ‘ναι γέροι αυτοί και θα ζαλίζονται εύκολα!
Μα αλλιώτικα λογαριάζαν τα μελλούμενα κι αλλιώς εκείνα ήρθανε.
Το άλλο πρωί η Αγνούλα, μετά από έναν μακρύ και άγριο βήχα, πολύ πιο άγριο και βασανιστικό από εκείνον που την ταλαιπωρούσε τελευταία και το έκρυβε με χίλιες δυό δικαιολογίες, έφτυσε αίμα!...
Το ίδιο βράδυ με το νυχτερινό τραίνο την πήρε στην Αθήνα ο πατέρας της για τους γιατρούς και τα νοσοκομεία. Κι άφησαν μονάχη πίσω τη Μαρουδή να σκίζει τα μάγουλα και τα ρούχα της, να πληγιάζει τα πόδια της στις προσευχές και τις μετάνοιες, να δέρνεται και να συρομαδιέται.
Μέσα σε τέσσερις μήνες σκέβρωσε, καμπούριασε κι ασπρίσαν τα μαλλιά της. Πήγαινε να χάσει τα λογικά της, να της σαλέψει κόντεψε. Για δουλειές και χτήματα μυαλό δεν είχε, παρά με μια μπουκιά ξερό ψωμί δερνόταν καθημερινά στα ξωκκλήσια αφιερώνοντας ο,τι της βρισκότανε και τάζοντας πολύ περισσότερα, καίγοντας λαμπάδες στου κοριτσιού το μπόι κι ανάβοντας καντήλια με στερεμένα από δάκρυα τα μάτια. Και τις νύχτες, εκείνες τις αξημέρωτες νύχτες της μητρικής αγωνίας, να φωτιέται, άυπνη, με παρακαλετό ατέλειωτο.
Φεύγοντας με το κορίτσι ο Νικολός, πήρε μαζί του και ο,τι λεφτά τους βρίσκονταν.
Σε λίγες μέρες η Μαρουδή πούλησε τον αργαλειό, τα μύγδαλα της χρονιάς, τη γαϊδούρα με το σαμάρι μαζί και του τα ‘στειλε μ’ έναν μπόγο ρούχα κι άλλα χρειαζούμενα, κλείνοντας ανάμεσά τους τη λαχτάρα και την αγωνία της.
Για τούτο οι φετινές γιορτές των Χριστουγέννων σε τίποτα δε μοιάζαν με άλλες για τη Μαρουδή. Γιορτές αγλύκαντες, φαρμακωμένες.
Από την κουζίνα άκουγε μέσα στην καλή την κάμαρη τα ξερόγελα του Νικολού καθώς διηγόταν χίλια-δυό στο κορίτσι που τον άκουγε ανόρεχτα, και κούναγε το κεφάλι κοιτάζοντας χαμηλά στο παραγώνι τη χόβολη, σφίγγοντας το στόμα η Μαρουδή.
Όπως έριξε νερό στη γαλοπούλα που έβραζε στον μεγάλο τέτζερη πάνω στην πυρωστιά με τη φούρλα, απόμεινε με το μπρίκι στο χέρι καθισμένη στο σκαμνί, πότε ν’ αφαιρείται χωρίς να σκέφτεται τίποτα και πότε να συγκρίνει τις φετινές γιορτές με άλλες, παλαιότερες. Και ξαφνικά χωρίς η ίδια να καταλάβει πως, τα χείλια της τα φαρμακωμένα ψελλίσαν, χωρίς να βγαίνει φωνή, μοιρολόι παλιό, ξεχασμένο...
Λάλα το αηδόνι, λάλα το,
σ’ όλα τα περιβόλια
και στο δικόνε μου μπαξέ
πουλί μου μη λαλήσεις,
γιατί έχω κόρη άρρωστη,
βαρειά, για να...
Κακό που το ‘παθε! Τι ξεστόμισε η μαυρισμένη; Πως βγήκε από το έρμο της στόμα τέτοια βαρειά κουβέντα, ασήκωτη; Φτου φτου φτου! Διάολε γυβεντισμένε! έφτυσε τρεις φορές τον κόρφο της για την κακοσημαδιά κι απόδιωξε κάθε σκέψη κακιά από το μυαλό της, ψάχνοντας για την ελπίδα στα λόγια των γιατρών και τις ευχές συγγενών και γειτόνων.
Αμέσως πετάχτηκε πάνω, έσφιξε το φακιόλι στ’ αχτένιστα μαλλιά της -που καιρός για χτενίσματα και λούσα- έλυσε τη μπροστοποδιά και μπήκε, φουριόζα, με χασκόγελα στην καλή κάμαρη να εξιστορήσει στην Αγνούλα της και στο Νικολό το πως μιλήσανε το πρωί στην εκκλησία, πριν τη μεταλαβιά, η Κουτσαλέξαινα με την πεθερά της.
Ταχιά θα κάμουν αντάμα Χριστούγεννα, με το στανιό η Κουτσαλέξαινα, μα τι να ‘κανε. Κι αν δεν επέμενε ο παπα-Αντρέας στην ξομολόγηση να τους τα ταιριάξει, μήτε που θα ‘θελε να την ιδεί στα μάτια της τη σκατόγρια, έτσι την έλεγε, μετά από όσα της είχε καμωμένα.
Της έφερε στην κούπα ζουμί από τη γαλοπούλα που έβραζε της Αγνούλας η μάνα της, με μπόλικο λεϊμόνι, να στηλωθεί το παιδί. Αργότερα θα έτρωγε για να πιει και τα χάπια της, με τους δυό γονέους να την παραστέκουν και να την παρακαλάν να κατεβάσει ακόμα δυό μπουκίτσες, όπως τότε που ήταν μικρή και την κυνηγάγαν με το πιάτο στη γειτονιά, να δυναμώσει το καμάρι τους, η ακριβή τους, που εκείνοι άλλο στον κόσμο δεν είχαν μήτε φροντίδα και έγνοια καμιά.
Απ’ έξω πατήματα και κουβέντες ηχούσαν στο καλντερίμι, μαζί με κανέν’ αλύχτισμα σκυλιού. Θα πέφταν για ύπνο νωρίς απόψε, να ξυπνήσουν πρωί, αχάραγο, να ντυθούν τα γιορτινά και, οικογενειακώς, ν ανηφορίσουν για την εκκλησία στην πρωινή λειτουργία της Γέννησης.
Η νύχτα ήταν αφέγγαρη. Τα φρεσκοασβεστωμένα πεζούλια κι οι μαντρότοιχοι ξεχωρίζαν, πεντακάθαρα, στο σκοτάδι. Μα άλλο τίποτα δεν έβλεπες. Κανένα σκυλί μονάχα ακουγόταν ν’ αλυχτάει πότε-πότε κι άλλοτε, μαζί με τα κοκόρια, κανένα ξεμανταλωμένο παραθυρόφυλλο να χτυπάει πέρα-δώθε στο φύσημα του γραίου.
Το κλαψοπούλι που έκρωξε πεντ’ έξι φορές πέρα κατά του Τσελάμπρου τη βρύση, το άκουσε στον ύπνο της η Κουτσαλέξαινα.
Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές ανακαθισμένη στο κρεβάτι με το φόβο μπας και ξυπνήσει τον νοικοκύρη της που ροχάλιζε δυνατά, έφτυσε τον κόρφο της πάλι τρεις φορές, κούνησε άλλες τόσες το κεφάλι με σφιγμένο στόμα κι αφού σηκώθηκε, ακροπατώντας, να ιδεί μην ξεσκεπάστηκαν τα παιδιά, τα δυό μικρά περισσότερο που κοιμόσανται μαζί κι όλο τρωγόσανται σαν τα κοκόρια, ξαναγύρισε να πέσει στα ρούχα, αναστατωμένη.