Πάνω από την κορυφή του βουνού της Ντάρντιζας είχε μισοφανεί ένας ήλιος ολόχρυσος. Με μιας η ομίχλη διαλύθηκε κι η πρωινή παγωνιά έπαιρνε τώρα να σπάει. Το νερό σε κακάβια, ντενεκέδια, σκάφες, αλλά και στις κουρούπες των πουλερικών λίγο-λίγο ξεπάγωνε.
Η πρωινή παγωνιά έπαιρνε να γλυκαίνει, καθώς ένας ήλιος, περίλαμπρος, έλουζε τα πάντα γύρω που λαμποκοπάγαν.
Τα κρύσταλλα στις λούμπες που ‘χανε τα παπιά της παπαδιάς καμωμένες στη γειτονιά, λειώναν λίγο-λίγο. Στο καλντερίμι γυναίκες και παιδιά καθαροντυμένα ανεβαίναν στον αη-Νικόλα να μεταλάβουνε στην πρωινή λειτουργία της παραμονής των Χριστουγέννων. Οι άντρες μεταλαβαίναν πρωί, πριν μπει ακόμα ο παπάς στη λειτουργία, με μετάληψη που είχε για τούτο μα και για την κακιά την ώρα φυλαγμένη, σταυροκοπιόσανται, τρώγαν το αντίδωρο και κατόπιν παίρναν το δρόμο για τις δουλειές της μέρας.
Η Γαρούφω η μοδίστρα ανέβαζε τραβολογώντας μετά από μάχη ολόκληρη, σκασμένο στο κλάμα, το στερνοπούλι της. Χρονιάρα μέρα το καταχέριασε για τα καλά σήμερα. Δεν ήθελε, το αχρόνιαγο, να φορέσει το καινούργιο πανωφόρι που του ‘χε ραμμένο. Ήταν από γυναικεία ζακέτα, κομμάτι που της έμεινε στα ραφτικά της Γαρούφως, και κείνο -που το άκουσε;- δε στεκότανε με κανέναν τρόπο να του το φορέσει. Πόσα του ‘ταξε, βρε καλό μου, βρε χρυσό μου, βρε ποιός άλλος έχει τέτοιο, τίποτα. Του ‘δωκε και κείνη κατακεφαλιές με την ψυχή της. Τώρα το πήγαινε σηκωτό να μεταλάβει.
- Με χιλιοκόλασες, που να μη σώσεις πια, αχρόνιαγο! Μ’ έφαγες, που να σκάσεις, αντιπατέρα! Ω, ρε! Κουκί ήτανε κι έσκασε!
Έτσι μουρμούριζε σ’ όλο το δρόμο η Γαρούφω η μοδίστρα, πότε καλημερίζοντας και πότε σταυροκοπούμενη. Μα σε κάθε καινούργια αντίσταση του παιδιού, του άστραφτε κι άλλη κατραπακιά, δυνατότερη.
Η Κουτσολεϊμονιά σάρωνε το δρόμο μπροστά στο σπίτι της με φαγωμένη σαρωματιά, κουτσούμπι μοναχό, και περισσότερο έγδερνε παρά σκούπιζε το δρόμο που στο μέρος εκείνο ήταν χαλικόδρομος, παραπάνω ξεκίναγε το καλντερίμι, και καλημέριζε με πολυλογία ασταμάτητη τις γυναίκες που ανηφορίζαν για την εκκλησία.
Η πρωινή παγωνιά είχε γλυκάνει.
Ο Γιώργης του Μπουλαλά χτύπαγε τη δεύτερη καμπάνα, μα είχε συρτώσει από μέσα την πόρτα του καμπαναριού να μην ανέβει άλλο παιδί και μοιραστεί το χτύπημα της καμπάνας. Μάταια ο Μούστος του Σουρίδα, ο Γιώργης του Κωλοβερδή κι ο Κωστάκης του Αδαμάκου βροντάγαν με φωνές την πόρτα. Ο σύρτης ήταν γερός κι ο Γιώργης, δοσμένος ολόκληρος στο αριστοτεχνικό χτύπημα της καμπάνας, απ’ τις φωνές τους τίποτα δεν άκουγε.
Η Βγενιά ανέβαινε αργά-αργά τα σκαλοπάτια της εκκλησίας στηριγμένη στο μπαστούνι της. Με τ’ άλλο χέρι ακούμπαγε στη μάντρα, ενώ κουβέντιαζε δυνατά μοναχή της. Νόμιζες πως όσο αδυνατούσαν τ’ ασθενικά της πόδια, το κάλυπτε με το πάρα πάνω η γλώσσα της.
Τα παιδιά στο προαύλιο ξεσήκωναν τον κόσμο με τις φωνές και τα μάλωνε ο Κωσταντής ο επίτροπος. Κι ο Γιώργης ο Καρτσαγκούλιας ανέβαινε τραμπαλίζοντας πέρα-δώθε τα μακριά του πόδια και χασκογέλαγε μονάχος του παραξενεμένος που δεν τον πείραξαν ακόμα στο δρόμο τα παιδιά, με το μάτσο τα σμέρτα στη μασχάλη για να στολίσει η Φροσύνη η νεωκόρισσα την εικόνα της Γέννησης.
Στην εκκλησία ο παπα-Αντρέας μπήκε στην ακολουθία της παραμονής των Χριστουγέννων με τον Γιώργη τον Κοκόλα στο αριστερό αναλόγιο.
Η Παρθένος σήμερον τον προαιώνιον Λόγον
εν σπηλαίω έρχεται, αποτεκείν απορρήτως.
Χόρευε, η οικουμένη ακουτισθείσα
δόξασον μετά αγγέλων και των ποιμένων.
Από το δεξί ψαλτήρι ο Νάκης του Λαμπρούλια διάβαζε καμπανιστά τους ψαλμούς. Κύριε ότι προς Σε κεκράξομαι όλην την ημέραν εύφρανον την ψυχήν του δούλου Σου, ότι προς Σε ήρα την ψυχήν μου. ότι Συ, Κύριε, Χριστός και επιεικής και πολυέλαιος πάσι τοις επικαλουμένοις Σε. Ενώτισαι, Κύριε, την προσευχήν μου και πρόσχες τη φωνή της δεήσεώς μου. Εν ημέρα θλίψεώς μου εκέκραξα προς Σε, ότι επήκουσάς μου...
Κι ο Γιώργης ο Φαναράς, χωρίς την ποδιά του μαγαζιού, μα κουστουμαρισμένος και με το καινούργιο του μπαστούνι, κράταγε υπομονετικά το ίσο από το διπλανό στασίδι στον Γιώργη τον Κοκόλα που, γέρος πια, δεν τα καλοθυμότανε και τον διόρθωνε μεγαλοφώνως ο παπα-Αντρέας.
Εκείνος έκανε τότε ένα δυνατό άαααα και ξανάπαιρνε από την αρχή το κομμάτι που του κανοναρχούσε μέσα από το ιερό ο παπάς.
Ιδού καιρός ήγγικεν της σωτηρίας ημών.
Ευτρεπίζου σπήλαιον η Παρθένος ήγγικεν του τεκείν.
Βηθλεέμ, γη Ιούδα, τέρπου και αγάλλου
ότι εκ σου ανατέταλκεν ο Κύριος ημών...
Το βράδυ η αγορά πήχτρα στους καινουργιοφερμένους και τους μουσαφιραίους, ίδια όπως κάθε φορά στις εκλογές κι όπως το Μεγάλο Σαββάτο. Χαιρετούρες, καλοσωρίσματα, κεράσματα κι αστεία μα και γέλια δυνατά, από καρδιάς. Τα ούζα, με νηστίσιμο μεζέ, να πηγαινοέρχονται, μα η περιέργεια κι από τις δυό μεριές να μη λέει να καταλαγιάσει. Διηγήσεις και ιστορίες ατέλειωτες από τα παλιά, μα κι οι σημερινές του καθ’ ενός σκοτούρες.
Παραμονή του Χριστού απόψε! Μεγάλη μέρα, γιορτινή, χρονιάρα!
Τα σπίτια, φτωχικά και λουσάτα, δίπατα και χαμώγια, με τα παράθυρά τους ολόφωτα. Πίσω από το διάφανο, φρεσκοπλυμένο, κουρτινάκι διέκρινες ίσκιους ανήσυχους κι ακούραστους, τις νοικοκυρές να πηγαινοέρχονται ετοιμάζοντας και ταχτοποιώντας.
Τούτη την ώρα οι πολλές δουλειές ήσαν πια γινομένες. Απόμενε το βράσιμο της γαλοπούλας για να ‘ναι έτοιμη μετά την εκκλησία, τρώγαν νωρίς τα Χριστούγεννα μιας κι η λειτουργία σχόλαγε πρωί αφού ξεκίναγε νύχτα, καθώς και το σιδέρωμα των ρούχων. Κι έπρεπε όλοι να ναι φρεσκοσιδερωμένοι, ατσάκιγοι, και τα παπούτσια γυαλισμένα, χρυσές δουλειές απόψε οι λούστροι της αγοράς που περιμέναν έξω από τα καφενεία με τα κασελάκια τους. Τόσοι ξένοι θα ερχόσανται στο χωριό, τέτοια μέρα, αλλοίμονο!
Τα παιδιά κρυφοδοκιμάζανε τα γλυκά που περισσεύαν τούτες τις μέρες. Κι όλα, απ’ τις ατέλειωτες φροντίδες μέχρι τους μικροκαυγάδες για την ώρα του ξυπνήματος, για το φαΐ και του καθ’ ενός το ντύσιμο, όλα, μα όλα, με χαρά και γιορτινή διάθεση. Τέτοια μέρα μια φορά το χρόνο ξημέρωνε.
Στου Τούντα όμως το σπίτι φέτος τέτοια διάθεση δεν υπήρχε. Οι ετοιμασίες γίναν κατά πως έπρεπε, μα με κρύα καρδιά. Ο Νικολός ο Τούντας, σαν νοικοκύρης, έφερε στο σπίτι όλα τα απαραίτητα για να φκιαχτούν τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες κι ο,τι άλλο χρειαζόταν, τίποτα να μη λείψει στη φαμελιά του. Κι η Μαρουδή, με την έγνοια, το σαράκι, να την τρώει μέσα της, τα ‘φκιασε όλα παστρικά και νοικοκυρεμένα, όπως εκείνη ήξερε κι όπως ταίριαζε στις γιορτάδες. Όλα όμως τα ‘κανε με το στόμα σφιγμένο και το μάτι θολό, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγει την κακοσημαδιά στο σπίτι της.
Πέτρινο, δίπατο σπίτι. Το πατρικό της Μαρουδής. Μοναχοκόρη ήταν και, σαν συχωρεθήκαν οι δικοί της, φύγαν από του Νικολού το σπίτι που ‘ταν αδερφομοίρια, μπερδεμένα πράματα, κι ήρθαν στο πατρικό της που το ‘χαν ολάκερο δικό τους τώρα. Κι έτσι, αποφεύγοντας τα τσακώματα με του Νικολού τη συγγένεια, τα ‘χανε μ’ όλους καλά.
Μήγαρις και σπίτι; έλεγε η Μαρουδή. Μήτε σύγκριση με το δικό της. Χάρισμά τους λοιπόν.
Και με την Κουτσαλέξαινα γειτόνισσες από μικρές, μια πόρτα, λιγάκι μεγαλύτερη η Μαρουδή, πεντ’ έξι χρόνια, της μάθαινε μικρή το κέντημα και πως να κόβει χυλοπίτες. Περισσότερο σαν παιχνίδι το ‘βλεπε, μαζί με τα κουτσουνόρουμπα δηλαδή. Κι ύστερα της μάθαινε τα τραγούδια που λέγανε στο σχολείο, στην ωδική, κι ακόμα δυο στιχάκια κοριτσίστικα.
Ωραία μηλέα!
Πράσινα φύλλα, κόκκινα μήλα
πέφτουν εδώ στη μπουμπού...
Κι οι μανάδες τους αδερφικές φιλενάδες, γι’ αυτό τώρα είχανε τόσο σύνδεσμο τα σπίτια τους, ένα νοικοκυριό σχεδόν.
Β