ΦΥΣΗΜΑ ΑΕΡΑ ΑΠΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΟΤΑΝ κι οι κορφάδες των λουλουδιών στις αυλές γέρνανε κιόλας, χτυπημένες από τον πάγο.
Την παραμονή των Χριστουγέννων θα ξημέρωνε η αφέγγαρη τούτη νύχτα.
Ο Αυγερινός δέσποζε στο στερέωμα. Η ώρα του. Πλησίαζε πέντε το πρωί κι η παγωνιά, ένα κρύο ψιλό, τσουχτερό, να τσακίζει κόκκαλα.
- Χρόνια πολλά!
- Άνοιξε νουνά, εγώ είμαι!
Δυό γυαλιστερά δίφραγκα έδωκε, μισανοίγοντας την πόρτα της, στο Θανασάκη της Αντριάνας η Μαρουδή η Τούνταινα. Το ‘χε βαφτίσει σαν το ‘ριξε η μάνα του μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Μιας κι ήταν βαφτιστήρι της άνοιξε του παιδιού, να μην την παρεξηγήσει κιόλας η μάνα του. Ειδ’ άλλως όρεξη για χαιρετούρες και τραταρίσματα δεν είχε μέσα στις σκοτούρες και τον καημό της...
- Χρόνια πολλά!
- Χρόνια πολλά, καλέ!
- Έϊ, ανοίχτε! Χρόνια πολλά είπαμε!
Οι φωνές των παιδιών τραγουδιστές, κάπου-κάπου στριγγλιάρες, μα πάντα ζωντανές και όμορφες, αχολογάγαν στις γειτονιές μαζί με το ντράγκα-ντρούγκα που κάναν τα λεφτά στις τσέπες τους, έτσι καθώς ανεβοκατέβαιναν με μεγάλα πηδήματα σκάλες και καλντερίμια.
Έπαιρνε να χαράζει κι οι παιδικές φιγούρες ξεχωρίζαν καθαρότερα μέσα στα διπλά πανωφόρια, τα σκουφιά και τις λασπωμένες γαλότσες. Πέρα στα περιβόλια, μπροστά στου άι-Δημήτρη το εικονοστάσι, η Δημητρούλα της Πεντεφούνταινας είχε αρπάξει απ’ το μαλλί τη Νικολέττα του Μπαχαλόγιαννη και κόντευε να την μαδήσει γιατί δεν τα βρίσκαν οι δυό τους στη μοιρασιά.
- Οι τρεις δραμές της νουνάς μου είναι δικές μου, να σκάσεις μωρή! Δική μου νουνά δεν είναι η Μαριγούλα;
Πεισμωμένη χτυπιόταν σηκώνοντας το ξεχειλωμένο σκουφί που της έπεφτε στα μάτια, γιομάτη γρατζουνιές και μύξες απ’ τα κλάματα η Νικολέττα.
- Και το δίφραγκο του μπάρμπα μου του Πανάγου γιατί το μοιράσαμε, μωρή; Τον έχουμε μισακόνε; Επέμενε να την ξεμαλλιάζει, αναψοκοκκινισμένη, η Δημητρούλα της Πεντεφούνταινας.
Και πάνω στον καυγά, τα κλάματα και την επιμονή της Νικολέττας να κρατήσει ολόκληρες τις τρεις δραχμές της νουνάς της χωρίς να δώκει στη Δημητρούλα μερτικό, πέσαν από την τσέπη του ντρίλλινου πανωφοριού της και σκόρπισαν με το ανάλογο ντράγκα-ντρούγκα κατά γης μια χούφτα φράγκα, πενηνταράκια και δυο-τρία δίφραγκα.
Τα παιδιά που απ’ την αρχή παρακολουθούσαν τριγύρω τον καυγά, πέσανε τότε με τα μούτρα στον χαλικόδρομο κι αρπάζοντας ο,τι το καθ’ ένα πρόλαβε από των κοριτσιών τα κέρδητα, βάλθηκαν να χαθούν σαν αστραπή στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Τότε η Δημητρούλα της Πεντεφούνταινας κι η Νικολέττα του Μπαχαλόγιαννη ξεχάσαν μονομιάς και τη μοιρασιά και τα μαλλιοτραβήγματα, μπροστά στον κίνδυνο να χάσει η κάθε μια, όχι μονάχα το μισό από τις τρεις δραχμές της νουνάς, αλλά τα κέρδη από τα φετινά κάλαντα ολόκληρα.
Βάλθηκαν έτσι κι οι δυό τους τώρα να πετροβολάν και να παίρνουν στο κυνήγι βρίζοντας τα παιδιά, που με τις χούφτες σφιγμένες ανεβοκατέβαιναν πέρα δώθε σοκκάκια και καλντερίμια, να περισώσουν ο,τι προλάβουν από τα φράγκα και τα πενηνταράκια που μεσ’ από τα χέρια τους χάσανε. Αλλά θα το λέγαν και στις μανάδες τους αυτές όχι θα τους αφήναν έτσι, νομίσανε!
Με το χάραμα είχανε ξεμπερδέψει με τις ετοιμασίες οι νοικοκυράδες. Ζύμωμα, πλάσιμο -το φούρνισμα αργότερα-, σφάξιμο και μάδημα της γαλοπούλας.
Ξημερώνοντας θα ήσαν όλα έτοιμα, στην πέννα. Έπρεπε να ‘ναι κι η νοικοκυρά εύκαιρη, να μεταλάβει. Κι από την εκκλησία τρεχάτη να γυρίσει πίσω να ρίξει στο καυτό λάδι το τηγανόψωμο, να ζεστάνει το πετιμέζι, να το βρουν έτοιμο τα παιδιά, ξεροτηγανισμένο, σαν θα γυρίζαν απ’ τη μεταλαβιά, ξελιγωμένα από τη νηστεία των ημερών κι από το ολονύχτιο πέρα-δώθε για τα κάλαντα.
- Το ‘σφαξες το γαλί, μωρή;
- Τώωωωωρα! Με το που έσκασ’ ο ήλιος το ’χα κιόλας κουμανταρισμένο! Να το ξεκοιλιάσω θέλω μοναχά. Ένα θερίο πράμα, αδερφούλα μου, δε σηκώνεται. Το βαλα στην πελάτζα, εφτάμιση οκάδες έδειξε!
- Κι εμένανε το ίδιο, κουτσούμπι κι ας ήτανε γαλοπούλα. Δεν τη μάδησα ακόμα, τώρα βράζω το θερμό, ζύμωσα το πρωί και κατυστέρησα. Αλλά δεν είχα και πούθε να κάμω απ’ τα παιδιά, δεν είχανε αμποδιμούς τα ξεπουντουλωμένα. Από τη νύχτα που σηκώθηκα για το ζύμωμα, πιλαλάγανε τι λογά τα καντερίμια. Καρτεράου να φουσκώσει το ψωμί, να το φουρνίσω κι αργοτερούλια να καταπιαστώ με τη γαλοπούλα.
– Βάλτου και το μαγγάλι με θράκα κατ’ από το τραπέζι ωρή, θα γένει το ψωμί γληγορότερα.
- Το ‘χω βαλμένο! Τι αμαρτία, θα φουσκώσει!
- Θέλω να πα’ να μεταλάβω κιόλας ωρή, με το στανιό εψές κατάφερα να ξομολοηθώ. Πήγα στην άλλη ενορία, στον παπα-Πέτρο, αλλά κι εκεί πολύς ο κόσμος. Σάματις είχα τα κρίματα εγώ!... Τώρα να ιδώ πότε θα ξεμπερδέψω. Μίνια καμπάνα δεν εβάρεσε;
- Κάμε τη χρεία σου, νωρίς είν’ ακόμα. Με την τρίτη καμπάνα θα σου βάλω φωνή, παρέα θα πάμε, να ‘σαι αλλαγμένη μοναχά την ώρα κείνη. Σήμερα θ’ αργήσει η σκόλαση, τόσος κόσμος θα ‘ναι για μεταλαβιά, τι αμαρτία, θα προκάμουμε. Σαν γυρίσουμε μου δίνεις ένα χεράκι λιόκλαρα να κάψω το φούρνο, δεν έχω βλέπεις κι απ’ αλλού βοήθεια! Ένα χριστόψωμο έχω και δυό φρατζόλες ούλες κι ούλες, σιγά μην καθόμουνα να ξεπελαγιάσω, αλλά τι να ‘κανα!
Τούτες τις τελευταίες κουβέντες τις είπε χαμηλόφωνα η Μαρουδή του Τούντα, κάνοντας κι ανάλογη χειρονομία, κρυφοκοιτάζοντας κατά το παράθυρο του ίδιου του σπιτιού της.
Στην αποκεί μεριά του φράχτη η Κουτσαλέξαινα με κούνημα του κεφαλιού και σφιγμένο στόμα, έδειξε να συμμερίζεται της γειτόνισσάς της τον πόνο και βάλθηκε, ανασκουμπωμένη, να ξεκοιλιάσει τον τετράπαχο γάλο.
Θα γιορτάζανε με την πεθερά της Χριστούγεννα και τον κουνιάδο της τον ανύπαντρο, έτσι τα κανόνισε ο προκομμένος της.
Πάει δεν πάει μήνας που μιλήσαν, μετά τον καυγά για τη μοιρασιά, σαν πέθανε ο γέρος, ο πεθερός της κι ήθελε τώρα ο Κουτσαλέξης να τα ταιριάξει πάλι με τη μάνα και με τον αδερφό του. Ξέχασε όσα του σούρανε, η ίδια του η μάνα, λησμόνησε τις βρισιές και τις κατάρες για ένα φόρτωμα σανό πάρα πάνω που πήρε και ούτε τ’ ότι πήγε σώγαμπρος εκτιμήσανε, για να τους αφήκει ελεύτερο το πατρικό του.
Βέβαια έπεσε σε φαμελιά συσταζούμενη, δεν του φερθήκαν όπως άλλοι σε σώγαμπρο. Ξεσπιτωθήκαν για χάρη του γαμπρού τα πεθερικά του, στα γεράματα, γι’ αυτό εκείνος τους τίμαγε μα και η θυγατέρα τους παράπονο δεν είχε. Ε, ήτανε κομματάκι αράθυμος, μα έτσι χρωστάγανε να ‘ναι οι άντρες, και κείνη έτσι τον ήθελε. Μα τούτες τις μέρες είχε φαγωθεί να τα ταιριάξει με δαύτους, δεν τη ρώτησε βέβαια την Κουτσαλέξαινα, μονάχα απ’ έξω-απ’ έξω κάτι μισόλογα ξεστόμισε κείνος, μασημένες κουβέντες, αυτή δεν τόλμαγε ν’ αντιμιλήσει. Μόνο ετοιμαζόταν για τις γιορτάδες, μα με κρύα καρδιά. Σάμπως γινόταν να τα ξεχάσει!
Στη δική της αυλή η Μαρουδή η Τούνταινα, ανασκουμπωμένη, με τη μουσαμαδένια μπροστοποδιά της μπουγάδας και το φακιόλι σφιχτά στο κεφάλι της δεμένο, με μύτη, αυτιά και χέρια κατακόκκινα, ξυλιασμένα από την πρωινή παγωνιά, να σαρώνει τις αυλές και να λοξοκοιτάει πότε τη σφαγμένη και μες το αίμα κυλισμένη γαλοπούλα, δεμένη ακόμα στο παρμάκι της σκάλας και πότε με σφιγμένο στόμα κατά το παράθυρο της καλής της κάμαρης.
Β