Η εκκλησία ολόφωτη, ντυμένη τα γιορτινά της για τη μεγάλη μέρα. Καινούργια απλάδια στρωμένα, δανεισμένα από την προίκα κοριτσιών ανύπαντρων, για να ‘ρθουν σύντομα οι χαρές τους, και λευκές κορδέλες δεμένες παντού.
Η φαρδιά θολωτή ξύλινη πόρτα με τα πολύχρωμα τζαμάκια, κάτω από το καλλιγραφημένο «Αύτη η Πύλη του ουρανού...», άνοιγε κάθε τόσο να μπαίνουν οι ενορίτες και την έκλεινε βιαστικά ο Κώστας ο Σκαρτσής, ο επίτροπος, που στεκόταν στο παγκάρι με τον πρόεδρο της Κοινότητας και τον άλλο επίτροπο τον Φώτη τον Λιαρίτση για να μοιράζουν στον κόσμο τα κεριά και τις λαμπάδες, να κάνουν που και που κανένα δυνατό σσσσσσστ, σαν χρειαζόταν.
Η εικόνα της Γέννησης, ομορφοστολισμένη, όλο χρυσάνθεμα και γιασεμιά καρφωμένα στο στεφάνι από σμέρτα που την τύλιγε, πάνω στον ξύλινο σκαλιστό της θρόνο, λαμποκόπαγε στη φλόγα των κεριών που κρατάγαν τα δυό μανουάλια και φωτίζαν τις αμέτρητες θαμπάδες πάνω στο τζάμι απ’ τά φιλήματα.
Όλα καθαρά και ταχτοποιημένα. Κι όλα να μυρίζουν λιβάνι αγιορείτικο και δροσερά χειμωνιάτικα λουλούδια.
Η Φροσύνη η νεωκόρισσα πηγαινοερχόταν, να σβήνει κεριά, να δίνει καρέκλες σε γκαστρωμένες, άρρωστους, ηλικιωμένους, και πότε-πότε μέχρι την πόρτα του ιερού για ν’ αποπάρει τα παιδιά που, γύρω στο μαγγάλι που έκαιγε για ζεστασιά αλλά και για του θυμιατού τις ανάγκες, ξεμασκλίζαν ένα πρόσφορο που τους είχε ο παπάς δομένο.
Τα μάλωνε η Φροσύνη γιατί της γιομίζαν τ’ απλάδια ψίχουλα και ποιός τα τίναζε μετά, καθώς και γιατί μαλώναν συνέχεια μεταξύ τους κι όπως ο παπάς δεν τους μίλαγε φτάναν έξω στο εκκλησίασμα οι αγριοφωνάρες τους.
Εκείνα, μες στα παιχνίδια και τα τσακώματα, είχαν το νου τους και κοιτάγαν κάθε τόσο από την πόρτα να ιδούν μπας κι έρχεται ο Κωσταντής ο Τσουκάλας, ο επίτροπος, γιατί μονάχα εκείνον φοβόσανται επειδή τους άστραφτε από ένα σκαμπίλι και μετά τα έβγανε από τ’ αυτί έξω στον κόσμο και τα ντρόπιαζε. Στο σκόλασμα άκουγε απ’ τις μανάδες, και τι δεν άκουγε!
Όλοι καθαροί, ντυμένοι τα γιορτινά τους! Παρ’ όλο το τσουχτερό κρύο και τον αέρα που δερνόταν έξω, γλυκειά ζεστασιά απλωνόταν στην εκκλησία.
Τι θαυμάζεις Μαριάμ, τι εκθαμβείσθε το εκ Σου..., έψελνε ο Νίκος ο Σπυράκης από το δεξιό αναλόγιο. Κι ο Γιώργης ο Κοκόλας, καθαροντυμένος και φρεσκοξυρισμένος, όλο κοψίματα, σήμερα ευτυχώς ήρθε ξεμέθυστος είπε το πρωί ο παπάς στον πρόεδρο τον Μέλτη τον Φραγκαλέξη που ήταν κι επίτροπος στην εκκλησία, συνέχιζε όχι μόνο με τη φωνή μα και με τα χέρια του, εκφραστικότατα, μελωδώντας στον ύμνο.
Δεύτε ίδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός
ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ,
μετά των μάγων ανατολή των Βασιλέων.
άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί
ποιμένες αγραυλούσιν ωδήν επάξιον.
Δόξα εν υψίστοις λέγοντες,
τω σήμερον εν Σπηλαίω τεχθέντι
εκ της Παρθένου και Θεοτόκου
εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
Σε λίγο τέλειωνε η ακολουθία των Ωρών, μπαίνανε πια στη λειτουργία. Ο παπα-Αντρέας έβγαινε τώρα για τη Μικρά Είσοδο με το Ευαγγέλιο ψηλά σηκωμένο, με τα καινούργια του χρυσοκόκκινα άμφια φρεσκοσιδερωμένα -στην πέννα τον είχε η παπαδιά- και τα παιδιά να προπορεύονται με τις λευκές ποδιές και τις τόρτσες με λευκό κερί και κολλαριστές κορδέλες, όλα τα είχε στην εντέλεια ετοιμασμένα η Φροσύνη η νεωκόρισσα.
Ο Γιάννης του Πέτρου του Κόλβερη, θυμωμένος με την Αθηνά, νεωκόρισσα της άλλης ενορίας, που τον είχε μαλωμένο για διάφορα που έκανε στο ιερό, ερχόταν στον αϊ-Νικόλα τώρα και κρατάγαν με τον Δημητράκη του παπά τις λαμπάδες, καμιά φορά τσακωνόσανται κιόλας για το θυμιατό όπως και τα απογεύματα σαν παίζαν οι δυό τους τους παπάδες στη γειτονιά κι αρπαζόσανται για το ποιος θα κάμει τον Δεσπότη και ποιος τον Πρωτοσύγκελο.
Μάλιστα στην εκκλησία κρύβαν τις ποδιές από το βράδυ πίσω από τις παλιές εικόνες του ιερού για να μην προλάβουν το πρωί τ’ άλλα παιδιά και τις φορέσουν.
Μόλις σχόλασε η εκκλησία, η Κουτσαλέξαινα, χαιρετώντας με ευχές ανάλογες κατά την περίσταση τις ενορίτισσες που βγαίνανε μία-μία με το αντίδωρο στο χέρι, περίμενε στην πόρτα τη γειτόνισσά της τη Μαρουδή την Τούνταινα να κατέβει απ’ τον γυναικωνίτη, εκεί είχε τη θέση της. Χαιρέτισε έτσι μ’ ευχές και καλοτυχίσματα τις γυναίκες, μα, όσο κι αν καρτέρεσε, η Μαρουδή πουθενά δεν φάνηκε. Ανέβηκε στο γυναικωνίτη να ιδεί μπας κι έχει πιασμένη την κουβέντα, την είχε τούτη τη συνήθεια η φιλενάδα της, μα τίποτα.
Ανήσυχη τότε η Κουτσαλέξαινα γιατί αποβραδίς αλλιώτικα τα ‘χανε μιλημένα, πήρε να κατεβαίνει βιαστική το καλντερίμι διπλώνοντας σφιχτά στο κορμί της το λούτρινο πανωφόρι, το νυφικό της δηλαδή γιατί που λεφτά τώρα πια με τις ανάγκες των παιδιών. Τούτο της πήρε ο νοικοκύρης της τον πρώτο καιρό του γάμου, μάλλον δώρο στον αρρεβώνα, και λύσσαξε η σκατόγρια η πεθερά της. Να μην το χαρεί, που τήνε πήραμε ξεβράκωτη! Τα ‘ξερε κι από τη μάνα της; η ξελιγωμένη, τέτοια. Που να μη χαρεί τη μέρα που ξημέρωνε, η φαρμακόγλωσσα, η αχώνευτη, που του αγγέλου της δεν έδινε νερό!
Τα παιδιά της, κοίταξε γύρω, θα ‘χανε φύγει μπροστά, μοναχά τους κουτρουβαλώντας το καλντερίμι. ώρες ήταν να της κάναν στο σπίτι ζημιά, δεν ήταν η πρώτη τους, για να ‘βρισκε πάτημα η σκατόγρια να ‘λεγε και να μην έσωνε πως έτσι τα ‘χε η μάνα τους μαθημένα!
Είχε έγνοια η Κουτσαλέξαινα να τα ετοιμάσει όλα νοικοκυρεμένα και με γούστο, να ‘χει το κάθε τι στη θέση του, να μην τη βρει σε σφάλμα η κουσκουσούρα η πεθερά της που θα ερχόταν σαν σκόλαγε η άλλη ενορία και γύρευε πάτημα για να ‘χει να λέει, Που να την κάψει αστραπή.
Μπορεί να της έφερνε μια πιατέλα μελομακάρονα, απ’ τα δικά της, μα θα τα πέταγε στις κότες αυτή, σιγά μην άφηνε τα παιδιά να φάνε από της φαρμάκως, της ασυνάστρεφτης. Άλλωστε και κείνα από μοναχά τους σιχαίνονταν και κορόιδευαν τα γλυκά της γιαγιάς τους, σκυλόσκατα τα λέγανε, το ‘χαν από τη μάνα τους ακουσμένο κι άιντε να τους το κόψει μετά, μην το αρπάξει μονάχα τ’ αυτί του Κουτσαλέξη και βρει το μπελά της που αναγέλαγε τη μάνα του.
Είχε ν’ αποβράσει τον γάλο, δυό χόχλους ακόμα τους ήθελε, ν’ ανάψει τη φωτιά στο παραγώνι για ζεστασιά, να ‘χει και το νου της στα παιδιά μην αρπαχτούν με το παραμικρό κατά που το συνήθιζαν σαν πάταγε ξένος το κατώφλι τους κι έβρισκε αφορμή η σκατόγρια να την ειπεί τη φαρμακερή κουβέντα, είχε και την έγνοια της σούπας, να καθαρίσει το ρύζι. Απ’ το καλό θα ‘βανε. Καρολίνα.
Θα χτύπαγε καλά τ’ αυγά με το σύρμα να φουσκώσουνε, τέσσερα θα ‘βανε για να γίνει κατακίτρινη η σούπα και παχειά-παχειά με μπόλικο λεϊμόνι, που τέτοια η γρια-πισσερή δεν θα ‘χε ποτέ της φαγωμένη. Τα ‘ξερε η Κουτσαλέξαινα τα νερομπούρμπουλα που μαγέρευε η πεθερά της.
Έτσι να ξεστραβωθεί, να ιδεί σε τι χέρια έπεσε ο γιόκας της.
Όχι τίποτ’ άλλο δηλαδή, αλλά να της μπει στο μάτι ήθελε, να της βουλώσει το στόμα, που φάουσα κακιά να τήνε φάει, να πα’ να χαθεί. Μωρέ θα την έκανε σήμερα η Κουτσαλέξαινα να πάει σκαστή Η σκατόγρια, η αγέλαστη, η ασυνάστρεφτη!
Φτάνοντας βιαστική στην εμπατή της, διπλωμένη στο λούτρινο πανωφόρι, το νυφικό της, με μιας τη ζώσαν τα φίδια. Ώσπου να κατέβει το καλντερίμι τούτη η έγνοια τη γυρόφερνε κι ας απόφευγε να βάλει το κακό με το νου της.
Εκείνο το κρώξιμο που έκαμε όλη νύχτα στα χαλάσματα της γειτονιάς το κλαψοπούλι, καθόλου δεν της άρεσε.
Του Τούντα το σπίτι σφαλισμένο, θεόκλειστο. Του Τούντα λέγανε, μα στ’ όνομα της Μαρουδής ήταν γραμμένο. Προικώον. Πόρτες, παράθυρα, αυλόπορτα, κλειδωμένα κι αμπαρωμένα. Άνθρωπος πουθενά.
Τη νύχτα το κορίτσι έφτυσε πάλι αίμα.
Φύγαν ολονυχτίς κι οι τρεις για την Αθήνα.
Η Μαρουδή άφηκε τα κλειδιά και παραγγελία στην Κουτσαλέξαινα με τη Γαρούφω τη μοδίστρα, Να τηράει το σπίτι και να ταΐζει τα πουλερικά, άμα έβρισκε ευκαιρία. Στο κατώι είχε αφημένα τα χρειαζούμενα. Και το κλειδί στη ρέχτη της χαμοκέλλας. Αν ευκολυνόταν ας τα γνοιαζότανε, της παρήγγελνε. Ειδ’ άλλως εδεκεί να ρημάζανε, τίποτα όρθιο να μην έμενε!
Γιατί μήτε στιγμή δε σκέφτηκε η Μαρουδή, τούτη τη φορά να μείνει πίσω.
(1987)