Β
Η συζήτηση επεκτείνεται. Στο τμήμα του διαδρόμου, που χρησιμεύει για προθάλαμος, οι υπερασπιστές άκουσαν τη συζήτηση κι ένιωσαν την κρισιμότητα της στιγμής. Ο στρατηγός Κρίστιαν τηλεφωνεί στον Γκαίρινγκ. Ο ναύαρχος Βος τηλεφωνεί στον Νταίνιτς. Ο πρεσβευτής Χέβελ τηλεφωνεί στον Χίμλερ. Όλοι αυτοί που κινητοποιήθηκαν διαδέχονται ο ένας τον άλλο στο τηλέφωνο, ικετεύουν τον Χίτλερ να αλλάξει γνώμη, να εγκαταλείψει το Βερολίνο. Ο Χίτλερ δεν αντιπαραθέτει επιχειρήματα, δεν διακόπτει, δεν παραφέρεται. Μόνο που κάθε τόσο επαναλαμβάνει: «Έχω πάρει την οριστική μου απόφαση. Δεν θα την αλλάξω».
Έπειτα από προσπάθειες τριών ωρών ο Κάιτελ υποκύπτει:
- Πρόκειται για μια εντελώς καινούργια κατάσταση. Θα πάω να δω μόνος μου τι μπορεί να κάνει η στρατιά Βενκ, για να κρατήσει το Βερολίνο. Ο Γιοντλ θα μείνει στο Κράμπνιτς. Φεύγω αμέσως.
- Είμαι σύμφωνος, λέει ο Χίτλερ, αλλά πρώτα πρέπει κάτι να φάτε.
Είχε ξαναγίνει ήρεμος, όπως εκείνοι που έχουν πάρει μια απελπισμένη απόφαση. «Φρόντισε μόνος του», αφηγείται ο Κάιτελ, «να μου δώσουν σάντουιτς, σοκολάτα και μισή μποτίλια κονιάκ».
Η νύχτα για τον στρατάρχη Κάιτελ είναι δραματική. Ένα απέραντο πλήθος, βουτηγμένο στην κόπωση και την αγωνία, κατακλύζει τα περίχωρα του Βερολίνου. Ο Κάιτελ μόλις και μετά βίας καταφέρνει να βρει την αγροικία, το Άλτε Χαίλε (Παλιά Κόλαση), όπου ο Βενκ έχει εγκαταστήσει το στρατηγείο του. Ένα κερί φωτίζει τον χάρτη, πάνω στον οποίο οι δύο στρατηγοί πρέπει να στρέψουν προς άλλη κατεύθυνση την κίνηση της 12ης στρατιάς. Ο Βενκ, εξαίρετος αξιωματικός, γνωρίζει ότι ο πόλεμος είναι χαμένος και ότι ο μόνος λογικός στρατηγικός στόχος είναι να κινηθούν στο εξής προς τους Αμερικανούς. Οι οδηγίες που του φέρνει ο Κάιτελ τον ξαναρίχνουν ανάμεσα στις ρωσικές μάζες! Αλλά το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πειθαρχήσει!
Στον χάρτη επάνω τα πάντα μπορούν να γίνουν. Στη λάμψη του κεριού, έπειτα στο πρώτο φως της αυγής μια ελπίδα ξαναγεννιέται. Ο Κάιτελ υπαγορεύει στον Βενκ τη διαταγή του επιχειρήσεων, τον αφήνει δίνοντάς του υπόσχεση νίκης, ύστερα, παρ’ όλη την κόπωση που έχει, ξαναπηγαίνει να δώσει κουράγιο στη μεραρχία Σπάνταου κοντά στο Μπέλτσιχ. «Οι εντυπώσεις μου», διηγείται, «ήταν πολύ καλές». Προσθέτει και τα εξής κωμικά: «Ήταν η πρώτη φορά από την αρχή του πολέμου που ασκούσα διοίκηση». Στη 1μ.μ. ο Κάιτελ ξαναγυρίζει στο Κράμπνιτς, όπου ο Γιοντλ είχε αγρυπνήσει το ίδιο πάνω στους χάρτες του. Ο στρατάρχης και ο υποστράτηγος φεύγουν και οι δύο μαζί για την Καγκελλαρία.
Ο Χίτλερ είναι ήρεμος, ο Κάιτελ σκύβει στο αφτί του Γιοντλ: «Όλα πάνε καλά. Χτες ήταν μια ημέρα μεγάλου εκνευρισμού. Αλλά και πάλι όλα είναι εντάξει». Ο γεροκόλακας (ακολουθώ πάντα την αφήγησή του και αναφέρω τα λόγια του) συνέχιζε να βλέπει πάνω στα χαρακτηριστικά του κυρίου του τι άνεμος φυσάει.
Οι πληροφορίες για τη στρατιά Βενκ φάνηκαν ευχάριστες στον Φύρερ. Αυτή ήταν τουλάχιστον η εντύπωση του Κάιτελ. Ίσως δεν κατάλαβε, πως η απελπισία είχε αποθέσει στο πρόσωπο του Χίτλερ μια μάσκα, που δεν την είχε άλλοτε δει: τη μάσκα της γαλήνης.
«Θα κοιμηθώ καμιά-δυο ώρες», είπε ο Κάιτελ. «Έπειτα θα φύγω για τη στρατιά Βενκ. Θα επισκεφθώ τους σταθμούς διοικήσεως στα βόρεια του Βερολίνου, έπειτα την ομάδα στρατιών Χάινριτσι. Θα προσπαθήσω να προωθήσω ολόκληρο το μέτωπο και θα σας αναφέρω αύριο». «Δεν θα προφτάσετε να τα κάνετε όλα αυτά σε μία μέρα μόνο», απάντησε ο Χίτλερ, «Θα μπορούσατε να πάτε στην ομάδα Χάινριτσι αύριο ή ίσως μεθαύριο».
Λόγια ακατανόητα για ένα τέτοιο στόμα. Ο άνθρωπος που πάντα είχε ανατρέψει τον χρόνο και έκανε τους συνεργάτες του να μαρτυρούν με την ανυπομονησία του, τώρα έλεγε: αυτό δεν είναι επείγον.
Στο καταφύγιο η σχετική ηρεμία της ημέρας ανατρέπεται από ένα τηλεγράφημα του Γκαίρινγκ. «Δέχεστε», ρωτάει τον Φύρερ ο στρατάρχης του Ράιχ, «να αναλάβω την όλη διοίκηση του Ράιχ με πλήρη δικαιώματα και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό; Αν δεν λάβω απάντηση πριν από τις 10 το βράδυ απόψε, θα θεωρήσω πως δεν έχετε πια ελευθερία δράσεως και θα κάνω το καλύτερο που επιβάλλουν τα συμφέροντα του λαού μας και της χώρας μας». Αυτό το αυθάδες τελεσίγραφο, αυτή η πρωτοφανής αναγγελία μιας πρόθεσης διαπραγματεύσεων με τον εχθρό βγάζουν τον Χίτλερ από την νάρκη, όπου είχε εγκαταλειφθεί. Στιγματίζει τον Γκαίρινγκ με τις πιο υβριστικές εκφράσεις και έπειτα, μαζί με τον Μπόρμαν, που θριαμβεύει πάνω σ’ έναν μισητό ανταγωνιστή, υπαγορεύει τις διαταγές του στον διοικητή των Ες-Ες του Μπέρχτεσγκαρντεν: Ο Χέρμαν Γκαίρινγκ, ένοχος εσχάτης προδοσίας, αποστερείται από όλους τους τίτλους του και τα αξιώματά του και καταδικάζεται σε θάνατο. Ο Φύρερ, έχοντας υπ’ όψιν τις υπηρεσίες του κατά το παρελθόν, του χαρίζει τη ζωή αλλά πρέπει να συλληφθεί αμέσως. Ένα άλλο τηλεγράφημα καλεί από το Μόναχο στο Βερολίνο τον στρατηγό βαρώνο Ρόμπερτ φον Γκράιμ, διοικητή του 6ου αεροπορικού στόλου, τον οποίο ο Χίτλερ προορίζει για διάδοχο του Γκαίρινγκ στην αρχηγία της Λούφτβαφε.
Την άλλη ημέρα, 24 του μηνός, η κύκλωση του Βερολίνου ολοκληρώνεται. Στον δρόμο του Κράμπνιτς σταματάνε τον Κάιτελ, ενώ επιστρέφει από την ομάδα Χάινριτσι. Το Ανώτατο Αρχηγείο της Βέρμαχτ χρειάστηκε να μετακινηθεί εσπευσμένως μέσα στη νύχτα μπροστά στα ρωσικά θωρακισμένα. Ο Κάιτελ το βρίσκει στην αγροικία του Νόυ-Ρούφεν, κοντά στο Φύρστενμπεργκ.
«Ζήτησα ένα αεροπλάνο στο αεροδρόμιο του Ρέχλιν», αφηγείται. «Είχα την πρόθεση να προσγειωθούμε στο Βερολίνο την ίδια νύχτα. Με πληροφόρησαν πως μια πυκνή ομίχλη κάλυπτε την πόλη και αναγκάστηκα να αναβάλω την πτήση μου. προσπάθησα να συγκεντρώσω μερικά τάγματα και πολεμοφόδια, που ήθελα να τα στείλω στο Βερολίνο αεροπορικώς. Πληροφόρησα σχετικώς τον Φύρερ με το τηλέφωνο. Θυμάμαι ότι μου είπε: «Στείλτε πρώτα τις ενισχύσεις και ύστερα ελάτε». Αλλά την επομένη, 25 Απριλίου, ο υπασπιστής του Χίτλερ φον Μπέλωφ με πληροφόρησε πως ο διάδρομος προσγειώσεως που είχε κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, κοντά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, είχε κτυπηθεί πολλές φορές και δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί».
Αυτός ο διάδρομος που είχε αχρηστευθεί, θα χρησιμοποιηθεί ακόμα με σπάνιο θάρρος. Απαντώντας στην πρόκληση του Χίτλερ ο φον Γκράιμ πηγαίνει στο Ρέχλιν και την αυγή της 26ης, με την συνοδεία μιας ομάδας καταδιωκτικών, πετάει για το βερολινέζικο αεροδρόμιο του Γκάτοφ. Πιλότος του διθέσιου αεροπλάνου του Φόκεβουλφ είναι γυναίκα, η όμορφη αεροπόρος Χάνα Ράιτς. Πιστή φανατική, ζήτησε να έχει αυτή την τελευταία ευκαιρία να ξαναδεί τον Φύρερ της.
Το Γκάτοφ δεν έχει ακόμη καταληφθεί από τους Ρώσους, αλλά δεν υπάρχει πια άλλο μέσο να πάει κανείς από την ξηρά στο Βερολίνο. Η Χάνα και ο Ρόμπερτ μεταφέρονται σ’ ένα Φίζελερ Στορχ και ο Ρόμπερτ, οδηγώντας το τώρα, πετά ως την Πύλη του Βρανδεμβούργου. Σύρριζα πάνω από τις στέγες πετούν πάνω από το φλεγόμενο Βερολίνο. Μια οβίδα χτυπάει το αεροπλάνο και τσακίζει τη δεξιά κνήμη του Γκράιμ. Χάνει τις αισθήσεις του, αλλά η Χάνα καταφέρνει να προσγειωθεί, βρίσκει ένα αυτοκίνητο, φθάνει στην Καγκελλαρία, όπου αμέσως επιδένουν το τραύμα του Γκράιμ. Ο Χίτλερ τον επισκέπτεται στο κρεβάτι όπου νοσηλεύεται. Σκηνές αγανακτήσεως, συγκινήσεως και δακρύων διαδέχονται η μια την άλλη ανάμεσα στον Φύρερ, τον τραυματία και την αεροπόρο. Ο Χίτλερ καταφέρεται εναντίον της προδοσίας του Γκαίρινγκ και, μεταξύ αναλαμπών ελπίδας, αναστενάζει για την μοιραία τύχη του. Η φυσική του κατάσταση, λέει, δεν του επιτρέπει να πεθάνει με το όπλο στο χέρι. Δεν θέλει να πέσει ζωντανός στα χέρια των Ρώσων. Λοιπόν, θα αυτοκτονήσει.
Η Χάνα Ράιτς και ο Γκράιμ ζητούν τη χάρη να συμμερισθούν την τύχη του. Αρνείται. Ονομάζει τον Γκράιμ στρατάρχη – τον τελευταίο – και τον διατάζει να βγει από το Βερολίνο, για να συνεχίσει τον αγώνα επικεφαλής της Λούφτβαφε. Αλλά το αεροπλάνο Φίζελερ Στορχ, που είχε φέρει τον Γκράιμ, είναι άχρηστο και πρέπει να περιμένουν να στείλει η Λούφτβαφε στο Βερολίνο άλλο αεροπλάνο.
Αναγκασμένοι να τελειώνουν το ταχύτερο οι Ρώσοι κατευθύνουν στο κέντρο του Βερολίνου μια γενική επίθεση. Καταλαμβάνουν τον σιδηροδρομικό σταθμό του Άνχαλτ, επιτίθενται στην Λάιψιγκερστρασε και στην Πρίνσαλμπερτστράσε και μπαίνουν στο γενικό επιτελείο της Γκεστάπο, που το βρίσκουν στοιβαγμένο με πτώματα πολιτικών κρατουμένων, που τους είχαν εκτελέσει. Αντικειμενικός σκοπός αυτής της επίμονης προσπάθειας, στόχος της αντεπιθέσεως που άρχισε από το Στάλινγκραντ, είναι η Καγκελλαρία, που δεν απέχει παρά 300 μέτρα. Αλλά μέσα από τα ερείπια ξεφυτρώνουν υπερασπιστές, απωθούν τον επιτιθέμενο, ανακαταλαμβάνουν το κτήριο της Γκεστάπο, έπειτα το ξαναχάνουν. Η επίθεση σταματά. Ξαναρχίζει η προπαρασκευή. Το πυροβολικό και τα «αρμόνια του Στάλιν» αρχίζουν και πάλι να χτυπούν. Τα ρωσικά καταδιωκτικά – βομβαρδιστικά, που έχουν αντικαταστήσει τους αγγλοαμερικανικούς αεροπορικούς στόλους, εφορμούν κατά σμήνη. Μια τεράστια έκρηξη συγκλονίζει ολόκληρη την πόλη, όταν μια αποθήκη με αντιαρματικές γροθιές ανατινάζεται στην Πότσνταμερπλατς προκαλώντας μια φρικτή αιματοχυσία. Μια ακόμη πιο αποτρόπαιη τραγωδία εκτυλίσσεται κάτω από το ανάχωμα. Οι στρατιώτες του μηχανικού εκτέλεσαν τη διαταγή να ανατιναχθούν τα φράγματα του καναλιού Λάντβερ, με σκοπό να πλημμυρίσουν τα υπόγεια του μετρό, που τα χρησιμοποιούν οι Ρώσοι. Μέσα στο σκοτάδι οι χιλιάδες πολίτες, που έχουν καταφύγει εκεί, φεύγουν ψηλαφώντας μπροστά από τα νερά που ανεβαίνουν. Εκατοντάδες αμάχων, ανάμεσά τους ένα πολύ μεγάλο ποσοστό παιδιών, πνίγονται ή πεθαίνουν από ασφυξία μεταξύ των σταθμών Λάιψιγκερπλατς και Ούντερ ντεν Λίντεν.
Τρία εκατομμύρια Βερολινέζων και προσφύγων φωλιάζουν μέσα στα υπόγεια, στις γαλαρίες του μετρό, στα καταφύγια της παθητικής αεράμυνας. Ο φόβος, η πείνα και η δίψα τους μαστίζουν. Από καιρό σε καιρό μερικοί βγαίνουν από τα φοβερά καταφύγιά τους: οι πιο θαρραλέοι ή απλούστερα αυτοί που τα νεύρα τους δεν αντέχουν πια στην έλλειψη οξυγόνου. Τρέχουν για να πιουν νερό από τους λάκκους που ανοίχτηκαν μέσα στις στοές όταν έσπασαν οι διώρυγες. Ψάχνουν μέσα στα ερείπια ενός μαγαζιού τροφίμων ή το κουφάρι ενός σκοτωμένου αλόγου. Ξαναγυρίζουν στα λημέρια τους κουβαλώντας ένα κομμάτι ωμό κρέας, έναν κουβά νερό και εικόνες εφιαλτικές.
Πάνω στο Βερολίνο πέφτει μια βροχή από στάχτες. Η σκόνη από σοβάδες και τσιμέντα, που έχει σηκωθεί από ένα εκατομμύριο βλήματα, ξαναπέφτει στην πόλη ανακατωμένη με την καπνιά και τις σπίθες μιας θάλασσας από πυρκαϊές. Ο ήλιος είναι σαν το φως ενός δειλινού με θύελλα, με μεγάλες κοκκινίλες και μερικές φορές με θεαματικούς πύρινους κομήτες. Αψίδες από φλόγες καλύπτουν τα ίχνη των δρόμων και από άλλες αψίδες, που φεγγοβολούν, χτυπούν φλογοβόλα. Οι οβίδες πέφτουν από παντού. Οι λαχανιασμένες εκπυρσοκροτήσεις των πυροβολαρχιών του Στάλιν τινάζουν ψηλά χώματα και πέτρες σαν πελώρια γκέιζερ. Τεράστιες ποσότητες από συντρίμμια καλύπτουν τους ανασκαμμένους δρόμους: αυτοκίνητα, καμιόνια, στρατιωτικά όπλα, άρματα καμένα, ακόμη και βαλίτσες, που άνοιξαν και διασκορπίστηκε το περιεχόμενό τους. Στην Πότσνταμερπλατς πραγματικές πηγές αίματος αναβλύζουν ως το ύψος ενός ανθρώπου και τα πτώματα είναι κυριολεκτικά κολλημένα πάνω στους μαυρισμένους τοίχους.
Σε άλλα σημεία κρεμασμένοι αιωρούνται από τα αέρια που προκαλούν οι εκρήξεις. Είναι λιποτάκτες στρατιώτες... Είχαν την ατυχία να συναντήσουν μια από τις περιπόλους νεαρών Ες-Ες που έχουν σαν αποστολή να επιβάλλουν ηρωισμό. Στο στήθος τους οι κρεμασμένοι έχουν επιγραφές «Είμαι εδώ κρεμασμένος, γιατί είμαι λιποτάκτης...». «Είμαι εδώ κρεμασμένος γιατί αμφέβαλλα για τον Φύρερ μου...». «Όποιος, διέταξε ο Χίτλερ, εξασθενίζει το πνεύμα αντιστάσεως, είναι προδότης, που πρέπει να τουφεκιστεί ή να κρεμαστεί επί τόπου...».
Η 28η του μηνός είναι μια ημέρα ανάπαυλας. Οι Ρώσοι, εξαντλημένοι, δεν κάνουν παρά μία επίθεση εναντίον της Αλεξάντερπλατς, όπου τα άρματά τους Τα-34 απωθούνται και πυρπολούνται. Ο Γκαίμπελς έχει σιωπήσει, αλλά η προπαγάνδα δεν πέθανε. Ο υφυπουργός Νάουμαν ουρλιάζει από το ραδιόφωνο, πως το Βερολίνο έχει γίνει το νεκροταφείο των ρωσικών αρμάτων. Τοιχοκολλούν δακτυλογραφημένα ανακοινωθέντα που αναγγέλλουν πως η στρατιά Βενκ καταφθάνει. Μια τελευταία ελπίδα περνάει πάνω από την κατακερματισμένη πόλη. Το σταμάτημα των μαχών πεζικού φαίνεται να σημαίνει, πως οι Ρώσοι είναι αναγκασμένοι να αναστείλουν την επίθεση εναντίον του Βερολίνου, για να αντιμετωπίσουν τον Βενκ. Εξάλλου, δεν είναι μόνο ο Βενκ που σπεύδει να βοηθήσει την πρωτεύουσα του Ράιχ. Εχθρότητες εκδηλώνονται μεταξύ Ρώσων και Αμερικανών. Τώρα που πέθανε ο Ρούζβελτ, οι Αμερικανοί παραδέχθηκαν τον κίνδυνο του μπολσεβικισμού. Σπεύδουν προς το Βερολίνο όχι σαν εχθροί, αλλά σαν σύμμαχοι...
Γάμος και τελευταίες ώρες του Φύρερ.
Οι ραδιοφωνικές εκπομπές της 28ης του μηνός του φέρνουν ένα καινούργιο χτύπημα: ένα ανακοινωθέν του πρακτορείου Ρόυτερ αποκαλύπτει ότι ο Χίμλερ προσπάθησε να διαπραγματευθεί με τη μεσολάβηση του κόμη Μπερναντότε την παράδοση του Ράιχ με αντάλλαγμα να διαδεχτεί αυτός τον Χίτλερ. Στα αλλόφρονα μάτια του Χίτλερ όλα τώρα φαίνονται καθαρά. Η προδοσία των Ες-Ες είχε αρχίσει τον Μάρτιο με τη δολιοφθορά της αντεπιθέσεως στη Βουδαπέστη. Η ολιγωρία του Στάινερ στα σχέδια διασπάσεως του αποκλεισμού του Βερολίνου είχε συμφωνηθεί μαζί με τον Χίμλερ. Τον παρέδωσαν στους Ρώσους, αυτόν, τον Χίτλερ, μέσα στην παγιδευμένη πρωτεύουσά του, για να μπορέσει ο άπιστος και δόλιος υπαρχηγός -αυτός που υποκρινόταν πως ήταν περήφανος για την ονομασία «der treue Heinrich» (ο πιστός Χάινριχ)- να έχει ελεύθερα τα χέρια και να σκαρφαλώσει στη θέση του αρχηγού του παραδίδοντας στον εχθρό το Ράιχ!
Ο Χίτλερ συσκέπτεται με τον Μπόρμαν και τον Γκαίμπελς και ψάχνει να βρει τρόπους να εκδικηθεί. Ένας όμηρος πληρώνει επί τόπου. Θέλοντας να επιζήσει ο Χέρμαν Φέγκελαϊν είχε πάει στο σπίτι του πριν από λίγες ημέρες, για να προετοιμάσει την εξαφάνισή του, αλλά ο Χίτλερ διατάζει και τον οδηγούν στην Καγκελλαρία, όπου και τίθεται υπό κράτηση.
Ο Φέγκελαϊν είναι πρώην τζόκεϋ. Αυτή η ιππευτική ικανότητα τον έφερε επικεφαλής μιας ταξιαρχίας ιππικού στη Ρωσία, έπειτα, αφού παντρεύτηκε την Γκρετλ Μπράουν, αδελφή της Εύας, μπήκε στον ιδιαίτερο κύκλο του Φύρερ με την ιδιότητα του συνδέσμου των Ες-Ες. Δεν χρειάζεται καμιά άλλη απόδειξη ενοχής. Ο πρώην τζόκεϋ κρίθηκε συνένοχος του Χίμλερ και τουφεκίστηκε στον κήπο της Καγκελλαρίας.
Η Εύα Μπράουν αρνήθηκε να ζητήσει χάρη για τον κουνιάδο της. Μόνο για τον αγαπημένο της αναστέναζε: «Φτωχέ Αδόλφε! Οι πάντες σε προδίδουν!».
Ο βομβαρδισμός έφθασε ως τη φωλιά του Φύρερ. Το σοβιετικό πυροβολικό κτυπάει την Καγκελλαρία και μια βαθιά και συνεχής βουή γεμίζει τα υπόγεια. Πρέπει να σταματήσουν τους ανεμιστήρες, που κάνουν να εισχωρούν κύματα σκόνης και δηλητηριωδών αερίων. Η φυσική και ηθική απομόνωση βαραίνουν ακόμη περισσότερο. Ο ραδιοφωνικός πομπός εξακολουθεί να λειτουργεί, αλλά η τηλεφωνική επικοινωνία με το αρχηγείο του Φύρστενμπεργκ έχει διακοπεί. Οι αεροναύτες του Κάιτελ ύψωσαν στον αέρα ένα μπαλόνι με αντένα, αλλά οι μεταδόσεις είναι αδύνατες και όχι σταθερές. Το καταφύγιο μιλάει περισσότερο από όσο του απαντούν. Ζητάει με αγωνία βοήθεια. Δεν παίρνει ανάμεσα σε μεγάλα διαστήματα σιωπής, παρά μόνο μηνύματα συγκεχυμένα και απογοητευτικά. Η καχυποψία αυξάνει τόσο, ώστε να καλύπτει ακόμη και τους πιο έμπιστους στρατηγούς, τον Κάιτελ και τον Γιοντλ. «Τι κάνουν λοιπόν;», ρωτάει ο Μπόρμαν. Ο Γκράιμ βρίσκεται πάντα στο νοσοκομείο του καταφυγίου. Η Λούφτβαφε κάνει επανειλημμένες προσπάθειες να βγάλει τον καινούργιο της αρχηγό από την παγίδα του Βερολίνου. Με συνοδεία 30 καταδιωκτικών και 6 Φίζελερ Στορχ προσπαθούν να προσγειωθούν στον άξονα από ανατολικά προς δυτικά: το σύννεφο από καπνούς δεν τους επιτρέπει να επισημάνουν την Πύλη του Βρανδεμβούργου. Έπειτα στέλνονται 12 Γιούγκερς-52. Αλλά ούτε ένα δεν καταφέρνει να προσγειωθεί. Τέλος, το βράδυ της 28ης ένα μικρό αεροπλάνο, ένα εκπαιδευτικό Άραντο-96, προσγειώνεται σώο. Ειδοποιούν τον Γκράιμ και τη Χάνα Ράιτς να ετοιμασθούν για αναχώρηση.
Αρνούνται. Θέλουν να μείνουν. Ο Χίτλερ τους έχει φέρει σε κατάσταση αδημονίας. Ο Γκράιμ έχει τηλεφωνήσει στον Κόλερ ότι η επαφή με τον Χίτλερ είναι γι’ αυτόν ένα λουτρό ανανεωτικό και πως είναι σίγουρος για την απελευθέρωση του Βερολίνου και για τη νίκη. Αλλά ο Χίτλερ έχει στο εξής ένα λόγο ακόμη, πιο σημαντικό από τη διοίκηση αεροπορικού πολέμου, για να ζητήσει από αυτόν τον αδάμαντα πίστεως να πετάξει. Ο Γκράιμ πρέπει αμέσως να πάει στον Νταίνιτς, για να συλλάβει τον Χίμλερ!
Ο Γκράιμ μόλις και μετά βίας μπορεί να μεταφερθεί. Τον βάζουν σ’ ένα άρμα, για να διασχίσουν τις λίγες εκατοντάδες μέτρα, που χωρίζουν την Καγκελλαρία από τον ανατολικο-δυτικό άξονα. Δεν μπορεί κανείς ν’ αναπνεύσει και ολόκληρος ο ουρανός είναι κόκκινος. Το πυρπολούμενο Βερολίνο φωτίζει φαντασμαγορικά τον κατατρυπημένο από οβίδες διάδρομο. Η Χάνα Ράιτς με έξοχη δεξιοτεχνία κατορθώνει ν’ απογειώσει το Άραντο και το οδηγεί στο Ρέχλιν.
Ίσως λίγο μετά την πτήση αυτών των δύο ιπποτών τις πρώτες ώρες της 29ης Απριλίου να έγινε η τελετή του γάμου της Εύας Μπράουν και του Χίτλερ. Μάρτυρες είναι ο Γκαίμπελς και ο Μπόρμαν. Ο εκπρόσωπος της πολιτικής εξουσίας φοράει το περιβραχιόνιο της Φόλκστουρμ και ονομάζεται Βάλτερ Βάγκνερ. Η μικρή αυλή, μια δεκάδα άνθρωποι, τρεις ή τέσσερις γυναίκες, ανάμεσα τους η ειδική για χορτοφαγία μαγείρισσα Μάνσιαλυ, παρελαύνουν μπροστά στους δύο νεόνυμφους. Αυτοί οι δύο αποσύρονται ύστερα για ένα γαμήλιο πρόγευμα, έπειτα ο Χίτλερ αφήνει τη νεαρή γυναίκα του και κλείνεται με τη γραμματέα του φράου Γιούνγκε στο κελί που του χρησιμεύει για γραφείο. Υπαγορεύει τη διπλή διαθήκη του, διαθήκη πολιτική, διαθήκη προσωπική.
Η πολιτική διαθήκη είναι μια απολογία και μια κατάρα. Ο Χίτλερ υπερασπίζεται τον εαυτό του εναντίον της κατηγορίας πως είχε επιδιώξει τον πόλεμο. Καθιστά υπεύθυνους για το χάσιμο του πολέμου τους δειλούς και προδότες αξιωματούχους του. Καυτηριάζει τον Γκαίρινγκ και τον Χίμλερ. Ονομάζει διάδοχό του τον ναύαρχο Νταίνιτς και διορίζει στα κύρια αξιώματα του κράτους τους εξής: Γκαίμπελς καγκελλάριο. Ζέις-Ίνκβαρτ υπουργό των Εξωτερικών. Μπόρμαν αρχηγό του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμαατος. Σαίρνερ αρχηγό διοικητή της Βέρμαχτ κ.λ.π., αφήνοντας έξω τον Ρίμπεντροπ, τον Σπέερ και τον Κάιτελ. Καταλήγει σε μια κραυγή μίσους: ο γερμανικός λαός οφείλει να κρατήσει σε όλη τους την ισχύ τους φυλετικούς νόμους και να καταδιώξει αμείλικτα «τους δηλητηριαστές όλων των εθνών, τους Εβραίους!».
Με την προσωπική του διαθήκη ο Χίτλερ κληροδοτεί την ατομική του περιουσία «στο κόμμα, και αν το κόμμα δεν υπάρχει πια, στο κράτος. Αν και το κράτος καταστραφεί, κάθε από μέρους μου διάθεση της περιουσίας μου είναι μάταιη». Ζητά τα έργα τέχνης, που είχε συγκεντρώσει, να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση ενός μουσείου στο Λιντς, την πόλη από όπου κατάγεται. Εξηγεί τον γάμο του. Έπειτα από πολλά χρόνια ειλικρινούς αγάπης η Εύα Μπράουν αποφάσισε με τη θέλησή της μοιρασθεί τον δρόμο του ως το τέλος και θέλησε να τον συνοδεύσει στο μεγάλο ταξίδι σαν γυναίκα του. «Η γυναίκα μου κι εγώ αποφασίσαμε να πεθάνουμε για ν’ αποφύγουμε την ντροπή μιας αιχμαλωσίας. Θέλουμε τα σώματά μας να καούν αμέσως στον τόπο, όπου δώδεκα χρόνια πραγματοποίησα το μεγαλύτερο μέρος του μόχθου μου στην υπηρεσία του λαού μου».
Τις ώρες που ακολουθούν ο Μπόρμαν και ο Γκαίμπελς ασχολούνται με την αντιγραφή της διαθήκης. Τρεις αξιωματικοί στέλνονται στον Νταίνιτς με τρία αντίγραφα: οφείλουν να προσπαθήσουν να συναντηθούν με τη στρατιά Βενκ διασχίζοντας τις λίμνες του Χάβελ. Με την ίδια πάντα σταθερότητα ύφους και διαύγεια σκέψεως ο Γκαίμπελς υπαγορεύει ύστερα αυτό που ονομάζει «παράρτημα στην πολιτική διαθήκη του Φύρερ». Για πρώτη φορά, λέει, αρνείται κατηγορηματικά να υπακούσει στον αρχηγό του και να εγκαταλείψει το Βερολίνο για να συμμετάσχει σε μια καινούργια κυβέρνηση. «Μέσα στον στρόβιλο από προδοσίες που κυκλώνει τον Φύρερ, πρέπει να υπάρξει ένας τουλάχιστον άνθρωπος, που να μείνει στο πλευρό του άνευ όρων, πιστός ως τον θάνατο. Αν ενεργούσα διαφορετικά, θα περνούσα το υπόλοιπο της ζωής μου με την αίσθηση πως είμαι ένας προδότης άξιος περιφρονήσεως και ένας χυδαίος τραμπούκος». Ο Γκαίμπελς λοιπόν δηλώνει ότι θα μείνει στο Βερολίνο ως το τέλος και ότι, αν πέσει το Βερολίνο, θα δώσει ο ίδιος τέλος σε μια ζωή, που δεν θα είχε πια κανέναν σκοπό. Η γυναίκα του συμμερίζεται την απόφασή του, σε ό,τι αφορά την ίδια και σε ό,τι αφορά τα έξι παιδιά τους, που είναι πολύ μικρά, για να εκφράσουν τα ίδια γνώμη. Ζωή έξω από τον εθνικοσοσιαλισμό δεν είναι γι’ αυτούς νοητή: ο θάνατός του θα είναι και δικός τους θάνατος.
Ψηλά ο αγώνας συνεχίζεται. Η ρωσική προέλαση ξαναρχίζει με εκπληκτικά μέσα. Οι επιτιθέμενοι φθάνουν στην Μπίσμαρκστρασε, την Κάντστρασε, την Ζάαρλαντστρασε, την Βίλχελμστρασε. Μερικές απομονωμένες νησίδες αντιστάσεως πολιορκούνται στο Πάνκοφ και στο Νόικολν. Το υπόλοιπο του εθνικοσοσιαλιστικού Βερολίνου δεν είναι πια παρά ένα είδος στενωπού δέκα χιλιομέτρων, πλάτους από 200 ως 3.000 μέτρα, που αρχίζει από την Αλεξάντερπλατς και τελειώνει στη γέφυρα του Πίσελσντορφ στον Χάβελ. Αλλά η αντίσταση αυτού του τόσο παράξενα σχεδιασμένου οχυρώματος φαίνεται ακατάσβεστη. Οι ρωσικές απώλειες αυξάνουν, γιατί οι αμυνόμενοι γίνονται ολοένα και πιο επιδέξιοι στον χειρισμό της αντιαρματικής γροθιάς. Η Αλεξάντερπλατς μένει απόρθητη. Τα άρματα που εμφανίζονται στο Κύρφυρστενταμ τινάζονται στο αέρα πυρπολημένα. Πέντε Τ-34 καταστρέφονται σε λίγα δευτερόλεπτα στο Χάλενσεε από μαχητές με κοντά παντελόνια, που αμέσως έπειτα ρίχνονται στην αντεπίθεση, ανακαταλαμβάνουν ένα σπίτι, κεφαλόσκαλο με κεφαλόσκαλο, δωμάτιο μα δωμάτιο, χωρίς να πιαστεί ούτε ένας αιχμάλωτος. Υπάρχει πάντα ένας πολεμικός ανταποκριτής. Απαθής ο φωτορεπόρτερ μιας υπηρεσίας προπαγάνδας κινηματογραφεί τη μάχη.
Στο καταφύγιο η τελευταία ελπίδα σβήνει οδυνηρά. Ύστερα από τους τρεις αξιωματικούς που μετέφεραν τη διαθήκη, τρεις άλλοι στάλθηκαν στον Βενκ για να τον ενημερώσουν για την κατάσταση και να του ζητήσουν μια υπέρτατη προσπάθεια. Ο Χίτλερ στέλνει στον Κάιτελ ένα μήνυμα ζητώντας του άμεση απάντηση στα ακόλουθα σημεία: «1) Πού βρίσκονται οι προφυλακές του Βενκ; 2) Πότε θα ξαναρχίσει την επίθεσή του; 3) Πού βρίσκεται η 9η στρατιά; 4) Πού λογαριάζει να διεισδύσει; 5) Πού βρίσκονται οι προφυλακές του Χόλστε;». Στο χάρτη των περιχώρων του Βερολίνου κόκκινα βέλη σχεδιάζουν μια ακόμη δυνατή επιχείρηση, που συγκλίνει στην απελευθέρωση του Φύρερ.
Αυτή η επίθεση για την απελευθέρωση, υπέρτατη προσπάθεια της Βέρμαχτ, δεν ήταν άλλωστε ένα απλό όραμα. Ο Στάινερ (που μέσα στο καταφύγιο τον κατηγόρησαν για προδοσία!) έφθασε ως 10 χιλιόμετρα από το προάστιο Τσέλεντορφ. Ο Βενκ έκανε επίθεση στις 27, και κατέπληξε τους Ρώσους με τη δύναμη και την ακρίβεια των κτυπημάτων που έδωσε. Τα κολλημένα στους τοίχους του Βερολίνου ανακοινωθέντα για την πορεία του απελευθερωτή δεν είναι εντελώς φανταστικά. Καταλαμβάνει το Μπέλτσιχ δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση στα μετόπισθεν του εχθρού. Καταλαμβάνει το Μπέελιτς, όπου απελευθερώνει 3.000 τραυματίες και αιχμαλώτους. Φθάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό του Χάβελ, το Σβίλεβ, 20 χιλιόμετρα από το Βερολίνο. Το Πότσνταμ δεν απέχει παρά 5 χιλιόμετρα και ανατρέποντας τους πολιορκητές η φρουρά συναντιέται με την 12η στρατιά.
Ο διοικητής του Βερολίνου, ο ηλικιωμένος στρατηγός Βέιντλινγκ, έφθασε εξαντλημένος από το δρόμο μετ’ εμποδίων ανάμεσα στα ερείπια, που καλύπτουν τώρα τη μικρή απόσταση από το αρχηγείο του της Φέντερστρασε ως την Καγκελλαρία. Η εικόνα που δίνει δεν επιτρέπει πια καμιά ελπίδα. Τα πολεμοφόδια αρχίζουν να λείπουν. Δεν απομένουν παρά ελάχιστες απ’ αυτές τις αντιαρματικές γροθιές, που μόνο μ’ αυτές είναι δυνατό να αντιταχθούν στα άρματα. Τα περισσότερα από τα δοχεία, που ρίχτηκαν με αλεξίπτωτα τις νύχτες, πέφτουν στα χέρια των Ρώσων. Ο Βέιντλιγκ θεωρεί χρέος του να ειδοποιήσει τον Φύρερ, ότι η αντίσταση δεν θα είναι δυνατό να παραταθεί πέρα από την 1η Μαΐου. Προτείνει έξοδο για να ανοίξει δρόμο ως τον Βενκ, τώρα που μένουν ακόμη μερικά φυσίγγια.
Ο Χίτλερ απορρίπτει την πρόταση. Θεωρεί την έξοδο απραγματοποίητη. Δεν του απομένει πια παρά μόνο ο θάνατος. Έχει κιόλας δώσει διαταγή να θανατώσουν την αλσατική σκύλα του, την Μπλόντι, σημάδι αναμφισβήτητο εγκαταλείψεως του αγώνα.
Στην αρχή της νύχτας ο Χίτλερ αποχαιρετά τις γραμματείς του ζητώντας συγγνώμη, που τους δίνει για τελευταίο ενθύμιο ένα φιαλίδιο με δηλητήριο και εκφράζει τη λύπη του, που δεν είχε και στρατηγούς το ίδιο με αυτές πιστούς. Η παράξενη τελετή μαθεύτηκε στην υπόγεια πόλη και την θεώρησαν σαν αναγγελία πως επίκειται η αυτοκτονία του Φύρερ. Περιμένουν με ανυπομονησία αυτή τη λύση του δράματος, σαν το τέλος μιας δοκιμασίας μέσα στην οποία βυθίζεται η λογική. Διασκεδάζουν πολύ. Φαίνεται απίστευτο το ότι ήπιαν, τραγούδησαν, χόρεψαν, έκαναν έρωτα, όσο κράτησε η τελευταία νύχτα του καταφυγίου, αλλά οι μαρτυρίες είναι κατηγορηματικές. Τα ίδια συμβαίνουν και στις ανέπαφες βίλες του Γκρύνεβαλντ όπου μένουν οι ανώτατοι αξιωματούχοι ναζί. Προσπαθούν, τραγουδώντας το «Horst Wessel Lied» να πιούν ως την τελευταία σταγόνα τη σαμπάνια και το κονιάκ, που έχουν φέρει από τις χαμένες τώρα κατακτήσεις τους. Έπειτα οι πιο ψύχραιμοι τινάζουν στον αέρα τα μυαλά τους, ενώ την ίδια ώρα οι πιο αδύνατοι στον χαρακτήρα κοιτούν πώς να εξαφανισθούν μέσα στη μάζα των πολιτών. Όταν ξημερώνει, η μάχη του Βερολίνου εξακολουθεί ακόμη. Μένουν μόνο νησίδες αντιστάσεως, από τις οποίες η πιο σημαντική είναι το Χόχμπουνκερ, ο πύργος αντιαεροπορικής αμύνης του Ζωολογικού Κήπου. Το τεράστιο αυτό κτίσμα, που είναι συγχρόνως και καταφύγιο και πυροβολείο, είναι πλημμυρισμένο από ένα πλήθος βρώμικο, πειναλέο, τρομοκρατημένο, ζαλισμένο και αποβλακωμένο. «Τρία ολόκληρα χρόνια ήμουν στο μέτωπο», λέει ένας στρατιώτης που καταφεύγει εκεί μια στιγμή, «κι όμως σχεδόν τρομοκρατήθηκα από τη βροντή των κανονιών 88 μέσα στο αντηχείο αυτό από μπετόν. Οι πολίτες ούτε την ελάχιστη ταραχή δεν ένιωθαν».
Αλλού η άμυνα σιγά-σιγά σπάει. Πλάι στην Καγκελλαρία η υπόγεια διάβαση της Βόστρασε και το ξενοδοχείο Κάιζερχορφ καταλαμβάνονται έπειτα από σκληρή μάχη. Στον τρούλλο του ερειπωμένου Ράιχστακ μια κόκκινη σημαία, που την ανέβασαν εκεί οι λοχίες Γιεγκόροφ και Κανταρίγια, κυματίζει. Η ώρα αυτή τη στιγμή είναι 2.25μ.μ.
Ο Χίτλερ γευμάτιζε πάλι. Ήταν στο τραπέζι, στον κεντρικό διάδρομο του καταφυγίου, την ώρα που ο σωφέρ του, ο Έρικ Κέμπκα, βοηθούμενος από τέσσερις στρατιώτες, μετέφερε στους κήπους της Καγκελλαρίας τα 180 λίτρα βενζίνης, που προορίζονταν για να απανθρακώσουν το σώμα του και το σώμα της Εύας. Ο Χίτλερ συνάντησε τη νεαρή γυναίκα του στο κελί, όπου είχε μείνει την ώρα που αυτός γευμάτιζε, ξαναβγήκε μαζί της, πέρασε μαζί της μπροστά από τον Γκαίμπελς, τον Μπόρμαν, τον Κρεμπς, τον Μπούργκντορφ, τον Νάουμαν, τον Χέβελ, τον Βος και μπροστά από μερικούς κατώτερους αξιωματικούς και γραμματείς. Δεν υπήρξαν εκδηλώσεις με λόγια. Δόθηκαν τα χέρια σιωπηλά. Τη στιγμή αυτή οι Ρώσοι δεν απέχουν από το καταφύγιο ούτε 100 μέτρα.
Ο Αδόλφος και η Εύα επιστρέφουν στο διαμέρισμά τους. Ακούγεται μια έκρηξη. Ο Χίτλερ τράβηξε μέσα στο στόμα του μια σφαίρα με το περίστροφό του. Η κυρία Χίτλερ πέθανε σιωπηλά μ’ ένα φιαλίδιο δηλητηρίου. Η ώρα είναι 3.30μ.μ. στις 30 Απριλίου.
Η αναφορά του Κρεμπς διαλύει τη νέα αυτή χίμαιρα. Μια κραυγή απελπισίας «das ist das Ende» (αυτό είναι το τέλος) ξεφεύγει από το στόμα του Γκαίμπελς, όταν μαθαίνει πως οι Ρώσοι αποκρούουν κάθε είδους συζήτηση και απαιτούν καθαρή, απλή, άμεση και ολοκληρωτική συνθηκολόγηση. Ο στρατηγός Βάιντλινγκ δηλώνει πως πρέπει να υποκύψουν. Ο Γκαίμπελς στην αρχή διαμαρτύρεται έντονα, έπειτα το παίρνει απόφαση, βυθίζεται στη σιωπή και απομακρύνεται από τη ζωή. Ο Βάιντλινγκ εγκαταλείπει το οχυρωμένο καταφύγιο για τον τελευταίο του σταθμό διοικήσεως, στη Βόστρασε, δίπλά στην Καγκελλαρία. Έχει ακόμα έναν πομπό ασυρμάτου, με τον οποίο θα επιχειρήσει να έρθει σε επαφή με τον Τσούικωφ.
Ο Μπόρμαν θέλει να ζήσει: προετοιμάζει μια νυκτερινή έξοδο-δραπέτευση όλων όσων βρίσκονται μέσα στο οχυρωμένο καταφύγιο. Ο Γκαίμπελς θέλει να πεθάνει. Οι σκηνές που σημειώθηκαν με την αυτοκτονία του Χίτλερ και της Εύας Μπράουν επαναλαμβάνονται με λιγότερη επισημότητα. Η οικογένεια αποχαιρετά τους συντρόφους της, έπειτα ένα δηλητηριασμένο ποτό που είχε παρασκευάσει ο γιατρός του καταφυγίου, σερβίρεται στα έξι παιδιά. Η Μάγδα και ο Γιόζεφ ανεβαίνουν έπειτα τη σκάλα που οδηγεί στον κήπο της Καγκελλαρίας, εκείνος κρατώντας σαν εικόνισμα ένα πορτραίτο του Χίτλερ σε ασημένια κορνίζα. Δύο Ες-Ες, που έχουν τοποθετηθεί σε κατάλληλη θέση, τους σκοτώνουν, σύμφωνα με τη διαταγή που είχαν πάρει. Τα σώματα, βρεγμένα με βενζίνη, καίγονται επιπόλαια, λιγότερο πάντως απ’ όσο χρειαζόταν για να γίνουν αγνώριστα.
Τη στιγμή εκείνη ήταν 7 και 30΄ το βράδυ. Τρεις άνθρωποι είχαν αποφασίσει να μείνουν στο οχυρωμένο καταφύγιο και να τινάξουν τα μυαλά τους τη στιγμή που οι Ρώσοι θα εισχωρούσαν εκεί: ο Σέλντε, αρχηγός της φρουράς του Χίτλερ, ο στρατηγός Κρεμπς και ο στρατηγός Μπούργκντορφ, ο τελευταίος ολότελα μεθυσμένος. Οι άλλοι, άνδρες και γυναίκες, βγαίνουν χωρισμένοι σε πολλές ομάδες, με τον υπερασπιστή της Καγκελλαρίας ταξίαρχο των Ες-Ες Μένκε. Το σχέδιο, που είχε καταρτίσει ο Μπόρμαν, προβλέπει να φθάσουν στο σταθμό της Βίλχελμστρασε περνώντας από τα υπόγεια γκαράζ της Καγκελλαρίας, έπειτα να διασχίσουν τον Σπρέε, για να διαφύγουν προς τα βορειοδυτικά. Πολλοί απ’ αυτούς που συμμετέχουν στο εγχείρημα δεν έχουν εγκαταλείψει το καταφύγιο από την αρχή της πολιορκίας: νιώθουν κυριολεκτικά να πνίγονται μόλις βγαίνουν μέσα στη φλεγόμενη πόλη.
Μερικοί θα διαφύγουν και θα επιζήσουν για να παράσχουν πολύτιμες μαρτυρίες για τις τελευταίες στιγμές του Χίτλερ. Οι πιο τυχεροί, όπως ο σωφέρ Κέμπκα και οι τρεις γραμματείς, φράου Κρίστιαν, φράου Γιούνγκε, φρόυλαϊν Κρύγκερ, θα κατορθώσουν να φθάσουν στη Δυτική Γερμανία. Άλλοι, όπως ο ναύαρχος Βος και ο θαλαμηπόλος Λίνγκε, θα κάνουν έναν μεγάλο γύρο περνώντας από τις σοβιετικές φυλακές, όπου θα υποβληθούν σε καταπληκτικές πιέσεις για να βεβαιώσουν ότι ο Χίτλερ είναι ζωντανός. Άλλοι θα σκοτωθούν μέσα στα ερείπια του Βερολίνου. Άλλοι, τέλος, θα εξαφανισθούν, χωρίς να βρεθεί ποτέ το πτώμα τους. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Μάρτιν Μπόρμαν. Είναι πολύ πιθανό να σκοτώθηκε γύρω στις 3 τα ξημερώματα ταυτόχρονα με τον υπουργό Νάουμαν στην Φρήντριχστρασε, από την ανατίναξη άρματος μάχης δίπλα στο οποίο βάδιζαν. Ο Κέμπκα τον είδε να εξαφανίζεται μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη και ο αρχηγός της χιτλερικής νεολαίας του Βερολίνου, Άξμαν, ισχυρίζεται ότι τον αναγνώρισε καταγής νεκρό ή να ψυχορραγεί. Οι μαρτυρίες αυτές όμως δεν θα κριθούν επαρκείς ώστε να μην ασκηθεί δικαστική δίωξη εναντίον του. Ο Μπόρμαν θα καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο στη Νυρεμβέργη.
Στο Σούλενμπουργκρινγκ ο Βάιντλινγκ υπογράφει με τρεμάμενο χέρι την πράξη συνθηκολόγησης του Βερολίνου. Τον οδηγούν έπειτα σ’ ένα στούντιο του Γιοχάνισταλ, όπου οφείλει να συμμετάσχει στην επανάληψη της τελετής και να διαβάσει μια διακήρυξη, με την οποία κατηγορεί τον Χίτλερ ότι άφησε στα «κρύα του λουτρού» («im Stich») αυτούς που πολέμησαν γι’ αυτόν μέχρις εσχάτων.
Αυτό δεν είναι όμως απόλυτα το τέλος. Μια απεγνωσμένη έξοδος οργανώνεται. Πλήθος πολεμιστών, που αρνούνται τη συνθηκολόγηση, συγκεντρώνονται στο Σαρλότενμπουργκ. Καταματωμένος, με το χέρι κρεμασμένο από τον επίδεσμο, ο διοικητής της μεραρχίας Μύνχενμπεργκ Μούμερτ, σχηματίζει μία φάλαγγα, την οποία εξαπολύει εναντίον της γέφυρας του Σπάνταου. Η διάβαση της γέφυρας γίνεται με ακατάσχετη ορμή.
Μια ανθρώπινη μάζα ορμά προς τη γέφυρα κάτω από τα πυρά του σοβιετικού πυροβολικού: στρατιώτες όλων των σχηματισμών της Βέρμαχτ, άμαχοι κρατώντας στην αγκαλιά τους παιδιά και σέρνοντας πίσω του γέρους περνούν κυριολεκτικά μέσα από ένα καζάνι όπου βράζει ανθρώπινη σάρκα. Το όνομα του ανθρώπου που κράτησε την αντίσταση του Βερολίνου, του Βενκ, ξαναπαρουσιάζεται στα στόματα. Αυτόν θα επιχειρήσουν να συναντήσουν κάπου προς το Πότσνταμ.
Στο Σπάνταου λυσσώδεις μάχες διεξάγονται γύρω από το φρούριο που κατέχεται από τους Ρώσους. Οι απελπισμένοι φυγάδες κοιμούνται μέσα στους δρόμους της πόλεως, που το φλεγόμενο Βερολίνο της έχει δώσει κατακόκκινο χρώμα. Την επομένη, 3 Μαΐου, η κατάσταση γίνεται τραγική. Ο Μούμερτ σκοτώνεται. Οι μαχόμενοι έχουν εμπλακεί μέσα στις ορδές των προσφύγων, που πεθαίνουν από την πείνα. Παρ’ όλα αυτά, προχωρούν και φθάνουν στην πόλη Νταίμπεριτζ. Τα αεροπλάνα και τα άρματα τους αποδεκατίζουν. Μόνο μεμονωμένοι άνδρες θα κατορθώσουν να συνενωθούν με τη στρατιά Βενκ.
Στο Βερολίνο ο θόρυβος της μάχης κοπάζει. Το Hochbunker του Ζωολογικού Κήπου, τελευταίος προμαχώνας της πρωτεύουσας, σωπαίνει. Πλήθη χλομών ανθρώπων βγαίνουν από τα καταφύγια, κατάπληκτοι που ζουν. Αυτό που αντικρίζουν είναι τρομερό. Τα ερείπια που απλώνονται γύρω είναι τα πιο εκτεταμένα από όσα είχε συσσωρεύσει ποτέ η μανία των ανθρώπων. Χιλιάδες Βερολινέζοι είναι θαμμένοι κάτω από το πτώμα της πόλεώς τους, που εξακολουθεί να φλέγεται. Η τύχη που περιμένει τους ζωντανούς μπορεί να κάνει αξιοζήλευτη την ανάπαυση των νεκρών. Καθετί που έκανε ο άνθρωπος ως μέλος ενός κοινωνικού συνόλου έχει διαλυθεί. Όλες οι γυναίκες βρίσκονται στη διάθεση του νικητή. Τα υλικά αγαθά καταστρέφονται ή πρόκειται να κατασχεθούν. Ο σοβιετικός υπουργός Βιομηχανίας Ιβάν Σερώφ φθάνει αυτοπροσώπως, για να οργανώσει τη μεταφορά των βιομηχανιών του Βερολίνου στην ΕΣΣΔ. Η αποσυναρμολόγησή τους είχε αρχίσει ενώ ακόμα γίνονταν μάχες, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα υπό το φως των προβολέων. Αυτό που γίνεται είναι μάλλον σφαγιασμός. Μεταξύ 75% και 91% των διαφόρων βιομηχανιών του Βερολίνου, που αντιπροσωπεύουν αξία 4 δισεκατομμυρίων μάρκων, θα λεηλατηθούν, αλλά στη Ρωσία θα φθάσουν μόνο παλιοσιδερικά.
Η Γερμανία καταρρέει, οι άνθρωποι του εθνικοσοσιαλισμού είναι όλοι τους προορισμένοι να έχουν τέλος ατιμωτικό κι ωστόσο αγωνίζονται για την εξουσία με λύσσα -και θεατρικά μέσα- γκάγκστερς.
Ο θάνατος του Χίτλερ επιβεβαιώνεται την επομένη, 1η Μαΐου, στις 7 και 40΄ με ένα νέο τηλεγράφημα από το Βερολίνο. Η αμφιβολία ωστόσο δεν έχει διαλυθεί τελείως. Το κείμενο είναι το ακόλουθο: «Διαθήκη εν ισχύ. Θα σας συναντήσω, αμέσως μόλις μπορέσω. Ως τότε, έχω τη γνώμη, καθυστερήσετε δημόσια ανακοίνωση. Μπόρμαν». Κι αυτός εδώ αγκιστρώνεται στη φιλοδοξία, καλοπιάνει, προετοιμάζει το μέλλον του!
Ο Νταίνιτς παραβλέπει τη συμβουλή που περιέχει το τηλεγράφημα. Η διαταγή που απευθύνει με τα ραδιοφωνικά κύματα μιλά για έναν Χίτλερ, που έπεσε νεκρός στη θέση του, μαχόμενος ως τη τελευταία του πνοή εναντίον του μπολσεβικισμού. Παρ’ όλα αυτά, όταν παίρνει ένα καινούργιο -και τελευταίο- τηλεγράφημα από την Καγκελλαρία, που του συνοψίζει τη διαθήκη και του υπαγορεύει τους κυριότερους συνεργάτες του, αποφασίζει να μην το λάβει υπ’ όψιν του. Καγκελλάριος θα είναι ο υπουργός Οικονομικών Σβέτιν φον Κρόσιγκ, φελλός που επιπλέει πάντα. Ο Άλφρεντ Σπέερ δεν έχει υπουργικό χαρτοφυλάκιο, παραμένει όμως δίπλα στον αρχιναύαρχο ως προσωπικότητα των παρασκηνίων. Τον πείθει να διατάξει τη σύλληψη του Μπόρμαν και του Γκαίμπελς, αν κατορθώσουν να βγουν από το Βερολίνο.
Την 1η Μαΐου η ομάδα στρατιών του Μοντγκόμερυ, αδρανής εδώ και δέκα μέρες μπροστά στη Βρέμη και στο Αμβούργο, ξεκινά πάλι ξαφνικά. Διαβαίνει τον Έλβα και εισβάλλει στα δυτικά του Μεκλεμβούργου. Ο Νταίνιτς εγκαταλείπει το Πλεν και συμπτύσσεται ως το Μύρβικ, κοντά στο Φλένσμπουργκ στα δανικά σύνορα. Η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ εγκαθίσταται δίπλα του, ύστερα από ένα δραματικό ταξίδι στους δρόμους της ήττας. Το χιτλερικό δηλητήριο που είχε ποτίσει τον Κάιτελ και τον Γιοντλ είχε τόση δύναμη, που τους έκανε να χαιρετίσουν την ξαφνική βρετανική επίθεση, βλέποντας την ως προσέγγιση των εχθροπραξιών που πρόκειται να αρχίσουν μεταξύ Δυτικών και Σοβιετικών. Ο Χίτλερ είχε υποστηρίξει ως την τελευταία στιγμή, πως η παράταση, φαινομενικά χωρίς ελπίδα καμιά, της γερμανικής αντιστάσεως είχε το νόημα ενός Zeitgewinn, ενός κέρδους χρόνου, που θα επέτρεπε την ανατροπή των συμμαχιών. Οι δύο υπασπιστές του νομίζουν πως βλέπουν να πραγματοποιείται η προφητεία του.
Το τέλος του Χίτλερ στο καταφύγιο
Η υγεία του Χίτλερ όλο και χειροτερεύει με την πάροδο του πολέμου. Μέχρι τελευταία όμως δεν χάνει την ακτινοβολία του, όπως θα πουν αργότερα άτομα, που έζησαν τις τελευταίες του μέρες κοντά του. Στις 19 Μαρτίου του 1945 δίνει τη διαταγή «Νέρων», βάσει της οποίας η Βέρμαχτ πρέπει, όσο οπισθοχωρεί, να καταστρέψει τα πάντα, ώστε ο εχθρός να βρει μονάχα καμένη γη. Έτσι αγνοεί τελείως την τύχη ακόμη και του γερμανικού λαού. Η στρατηγική αυτή αντιστοιχεί όμως στον ακραίο τρόπο σκέψεως του Χίτλερ: «Νίκη ή καταστροφή». Κατά τη γνώμη του, το μέλλον ανήκει πλέον στο «λαό της ανατολής, ο οποίος αναδείχτηκε ισχυρότερος», επειδή «οι καλοί χάθηκαν στο μέτωπο».
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.