Β
Το φράγμα του Ρήνου καταρρέει.
Στις 19 Μαρτίου ο Χίτλερ υπογράφει μια διαταγή, που ισοδυναμεί με τις δρακόντειες εντολές του Στάλιν το 1941. Στις περιοχές του Ράιχ, τις οποίες ο γερμανικός στρατός αναγκάζεται να εγκαταλείψει, τα πάντα πρέπει να καταστρέφονται αλύπητα: τα μεταφορικά μέσα, τα φράγματα, τα δίκτυα αεριόφωτος και ηλεκτρισμού, τα ορυχεία και οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ως και οι αποθήκες ιματισμού και τροφίμων. Μια συμπληρωματική απόφαση επιβάλλει στην δύση, όπως και στην ανατολή, ολοκληρωτική εκκένωση των πληθυσμών. Ο εισβολεύς δεν πρέπει να βρει παρά μια έρημο πάνω σε μια καμένη γη («eine verbrannte Erde»).
Αυτά τα παράφρονα μέτρα δεν υπαγορεύονται αποκλειστικά και μόνο από στρατηγικές σκέψεις. Αποτελούν την εκδίκηση του Αδόλφου Χίτλερ. Ήδη από τον Αύγουστο του 1944 είχε δηλώσει στη σύσκεψη των γκαουλάιτερ ότι η απώλεια του πολέμου δεν θα μπορούσε να προέλθει παρά μόνο από τη δειλία του γερμανικού λαού, επομένως από την αναξιότητά του μπροστά στην ιστορία και σ’ αυτόν τον ίδιο, τον Χίτλερ. Από τη στιγμή αυτή ο γερμανικός λαός δεν αξίζει να επιζήσει. Δεν πρέπει να υπάρξει επαύριο για ένα έθνος, που προδίδει το πεπρωμένο του και τον αρχηγό του.
Σ’ αυτό το μηδενισμό αντιτίθεται ο υπουργός Εξοπλισμού Άλφρεντ Σπέερ. Σ’ όλη τη διάρκεια του 1944 δεν χαλάρωσε την προσπάθειά του ανεβάζοντας την πολεμική παραγωγή σε επίπεδο ρεκόρ και επανεξοπλίζοντας από την αρχή 120 μεραρχίες πεζικού και 40 θωρακισμένες μεραρχίες, δηλαδή 2 εκατομμύρια άνδρες. «Ο Χίτλερ», έμελλε να δηλώσει στη δίκη της Νυρεμβέργης, «μας εξαπατούσε. Διέδιδε ψευδείς εμπιστευτικές πληροφορίες, κατά τις οποίες είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους», παρέχοντας έτσι μια δικαιολογία για την παράταση ενός άνισου αγώνα. Η απατηλή αυτή ελπίδα έσβησε το 1945. Ναζιστής, μέγας αξιωματούχος του καθεστώτος, φίλος και δημιούργημα του δικτάτορα, φθάνει στο ίδιο συμπέρασμα με γαιοκτήμονες σαν τον Στάουφενμπεργκ, με κλασσικούς στρατιωτικούς σαν τον Μπεκ, με συντηρητικούς αστούς σαν τον Γκέρντελερ. Το μοναδικό μέσο για να σωθεί ο γερμανικός λαός από την έσχατη καταστροφή είναι να σπάσουν τα δεσμά που τον αλυσοδένουν με τον παράφρονα Φύρερ του. Και το μοναδικό μέσο για να επιτευχθεί αυτό είναι να σκοτωθεί ο Χίτλερ.
Το να σκοτωθεί ο Χίτλερ έχει γίνει ακόμα πιο δύσκολο, από όσο ήταν πριν από τις 20 Ιουλίου. Κανείς δεν μπορεί να γίνει δεκτός απ’ αυτόν, χωρίς να υποστεί έρευνα από τους σωματοφύλακες. Αλλά ο Σπέερ γνωρίζει το «μπούνκερ» της Καγκελλαρίας, αφού ο ίδιος το έκτισε. Αν κατάφερνε να διοχετεύσει δηλητηριώδες αέριο στο σύστημα αερισμού, όχι μόνο ο Χίτλερ, αλλά όλοι όσοι βρίσκονται μέσα, όλοι όσοι συμβουλεύουν απεγνωσμένα μέτρα, ο Γκαίμπελς, ο Μπόρμαν, ο Λέυ, ο Μπούργκντορφ, ο Φέγκελαϊν, θα ήταν δυνατόν να εξοντωθούν.
Η απόπειρα δεν έγινε. Στους δικαστές της Νυρεμβέργης ο Σπέερ περιορίσθηκε να εξηγήσει το γιατί με τεχνικούς λόγους: το αδύνατο εκρήξεων οβίδος αερίου και η κατασκευή, κατά διαταγή του Χίτλερ, μιας προστατευτικής καπνοδόχου γύρω από τα στόμια των εξαεριστήρων. Στις καταθέσεις του στην ανάκριση -που είναι πολύ πιο πλούσιες σε στοιχεία από τη διεξαγωγή της δίκης- έδωσε μια άλλη εκδοχή. Βρισκόταν, είπε, σε επιθεώρηση στο Ρουρ. Ένας συναγερμός τον ανάγκασε να τρέξει και να μπει σ’ ένα καταφύγιο. Οι άνθρωποι του λαού –ανθρακωρύχοι-, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν μέσα σ’ ένα σκοτάδι τάφου, μιλούσαν μεταξύ τους, χωρίς να υποπτεύονται πως δίπλα τους είχαν έναν υπουργό του Ράιχ. Όλοι έλεγαν πως η Γερμανία έπρεπε να αγωνιστεί ως τον θάνατο. Όλοι είχαν εμπιστοσύνη στον Χίτλερ. Όλοι στιγμάτιζαν τους συνωμότες, τους προδότες, τους γιούνγκερς της 20ης Ιουλίου. Ο Σπέερ αισθάνθηκε πως δεν είχε δικαίωμα να κάνει να σκάσει σαν αλεπού μέσα στη φωλιά της τον άνθρωπο που μέσα σε μια δοκιμασία χωρίς προηγούμενο έμενε ο πόλος έλξεως του γερμανικού λαού.
Εναντίον της καταστροφής της Γερμανίας με τα ίδια της τα χέρια ο Σπέερ εξεγείρεται. Στις 18 Μαρτίου επιδίδει στον Χίτλερ ένα υπόμνημα και έχει μαζί του μια μακρά συζήτηση. Επανέρχεται στο θέμα δέκα μέρες αργότερα τολμώντας αυτή τη φορά να πει πως ο πόλεμος χάθηκε. Ο Χίτλερ θεώρησε αυτή τη γνώμη έγκλημα εναντίον του κράτους, που συνεπάγεται την εσχάτη των ποινών. Καλεί τον Σπέερ και του δίνει είκοσι τέσσερις ώρες για να αναθεωρήσει τη γνώμη του. Την επομένη ο Σπέερ του φέρνει ένα νέο υπόμνημα, που αρχίζει με τις λέξεις: «Der Krieg ist verloren» (Ο πόλεμος χάθηκε).
Ο κεραυνός δεν πέφτει στην κεφαλή του τολμηρού. Ο Χίτλερ αρνείται να παραλάβει το χαρτί, που αποτελούσε την απόδειξη της πνευματικής προδοσίας του μαθητή του. Με τη συνενοχή του Γκουντέριαν ο Σπέερ σαμποτάρει τη διαταγή καταστροφής, περιορίζει τον αριθμό των γεφυρών, που πρέπει να ανατιναχθούν, διατάσσει να αχρηστεύσουν τις εκρηκτικές ύλες που βρίσκονται στα ορυχεία, απαγορεύει να θίξουν τα φράγματα των ποταμών και τα εργοστάσια. Ο Μπόρμαν τον καταγγέλλει. Ο Χίτλερ αφήνει το πράγμα να περάσει.
Ο αριθμός εκείνων που είναι πεπεισμένοι ότι ο πόλεμος χάθηκε, μεγαλώνει καθημερινά. Ο νέος ανώτατος διοικητής του δυτικού μετώπου Κέσελρινγκ είναι χιτλερικός, οπαδός του αγώνα μέχρις εσχάτων και αισιόδοξος. Μια γρήγορη επιθεώρηση του μετώπου του Ρήνου του αποδεικνύει, πως η κατάσταση είναι πολύ πιο τεταμένη από όσο φανταζόταν στην Ιταλία. Οι μάχες του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου στο ρωσικό μέτωπο είχαν απορροφήσει 10 θωρακισμένες μεραρχίες, 6 μεραρχίες πεζικού, 10 συντάγματα πυροβολικού, 8 ταξιαρχίες ρουκετοβόλων κ.λ.π. μην αφήνοντας στην Ανωτάτη Διοίκηση της Δύσεως παρά μόνο 55 μεγάλες μονάδες. Επτά μόνο μεραρχίες αρμάτων διατηρούνται σε μια δύναμη 10 ως 11 χιλιάδων ανδρών, αλλά οι μεραρχίες πεζικού δεν αριθμούν κατά μέσο όρο περισσότερους από 5.000 στρατιώτες. Η πυκνότητα επανδρώσεως του μετώπου είναι κατ’ ανώτατο όριο ένας μαχητής ανά 10 μ. Οι εφεδρείες είναι εξαιρετικά ισχνές. Το ηθικό χαλαρώνει. Ο Κέσελρινγκ αγανακτεί βρίσκοντας την ηττοπάθεια εγκατεστημένη στα επιτελεία, ιδιαίτερα στην ομάδα στρατιών «G». Από τους στρατιώτες ένας αυξανόμενος αριθμός λιποτακτών χάνεται μέσα στο χάος της βομβαρδιζόμενης Γερμανίας. Ο άμαχος πληθυσμός, συγκεκριμένα στη Ρηνανία και το Παλατινάτο, ζητά ανοικτά τον τερματισμό του πολέμου. Περιφρονεί τις διαταγές εκκενώσεως, για να αγκιστρωθεί στα σπίτια του, έστω και κατεστραμμένα. Στις ανατολικές επαρχίες, τα πλήθη φεύγουν σαν τρελά μπροστά στους Ρώσους. Στις δυτικές επαρχίες περιμένουν τους Συμμάχους σαν ένα τέλος εφιάλτη.
Στις 15 ο Κέσελρινγκ πηγαίνει να δώσει αναφορά στον Χίτλερ για την ανάληψη της διοικήσεώς του. Θαυμάζει την ψυχική ενεργητικότητα («die geistige Spannkraft»), που επέζησε μετά τον σωματικό κλονισμό που του είχε προκαλέσει η απόπειρα της 20ης Ιουλίου. Ο Χίτλερ δεν δείχνει υπερβολικά ανήσυχος για τα γεγονότα της Ρηνανίας. Είναι πεπεισμένος, πως ο γερμανικός στρατός σύντομα θα είχε στον Όντερ μια μεγάλη αμυντική επιτυχία και ύστερα απ’ αυτό θα είναι δυνατό να επαναφέρει στη Δύση τις επίλεκτες μεραρχίες, που θα συντρίψουν τους Αγγλοσάξονες. Το μόνο που χρειάζεται είναι να συγκρατηθούν αυτοί οι τελευταίοι, όσος χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο, για να ανατραπεί η κατάσταση. Πεποίθηση ή προσποίηση; Πώς να το ξέρει κανείς;
Στην αριστερή όχθη του Ρήνου ο αγώνας είχε καταπαύσει από τη θάλασσα ως τον Μοζέλα. Στα νότια αυτού του ποταμού δύο γερμανικές στρατιές (η 7η και η 1η) αγκιστρώνονται στο Σάαρ και στο Παλατινάτο. Η ομάδα «G», στην οποία ανήκουν, συνιστά μια σύμπτυξη στη δεξιά όχθη. Ο Κέσελρινγκ αναλαμβάνοντας τη διοίκηση έβαλε τέρμα σ’ αυτή τη δειλή πρόθεση υποχωρήσεως. Ο Χίτλερ τον επιδοκιμάζει έντονα. Κάθε γερμανική περιοχή πρέπει να προασπιστεί μέχρις εσχάτων. Το Σάαρ και ακόμα περισσότερο η μεγάλη χημική οδός του Λουντβιχσχάφεν είναι απαραίτητα για την πολεμική παραγωγή. Αν αφήσουν τους Αμερικανούς να φθάσουν στην Σπίρε και στο Βορμς, θα είναι σαν να τους ανοίγουν το στενό του Μάιν, μ’ άλλα λόγια τον συντομότερο δρόμο για να διχοτομήσουν τη Γερμανία βαδίζοντας για να συναντήσουν τους συμμάχους τους, τους Ρώσους. Όλοι αυτοί οι λόγοι, που δεν είναι άλλωστε χωρίς αξία, οδηγούν στη διατήρηση, στα δυτικά του Ρήνου, του μεγάλου τριγώνου στο οποίο ασκούν πίεση ο Πάτον και ο Πατς.
Στις πτέρυγες το 21ο και το 6ο σώμα βαδίζουν με την ίδια ταχύτητα. Το ένα πετυχαίνει την πτώση του Σάρεμπρουκ υπερφαλαγγίζοντάς το και κυριεύει το Σαιντ-Ινγκμπέρ. Το άλλο καταλαμβάνει το Λάουνταου και το Πιρμάσενς. Η κατάσταση είναι παντού χαώδης. Όλες οι πόλεις καίγονται. Το Χόμπουργκ είναι ένα σφαγείο. Οι Γερμανοί στρατιώτες παραδίδονται κατά εκατοντάδες, κατά χιλιάδες, βαδίζοντας χωρίς συνοδεία σε κατεύθυνση αντίθετη από την κατεύθυνση των νικηφόρων φαλάγγων, των οποίων το θαυμάσιο υλικό τους αφήνει εμβρόντητους. Οι Σύμμαχοι περίμεναν πως θα είχε οργανωθεί μια λαϊκή αντίσταση, μια δράση ελεύθερων σκοπευτών, περίμεναν τα απαίσια κατορθώματα του Βέρβουλφ (δηλαδή του Λυκανθρώπου), με τα οποία ο γερμανικός τύπος απειλεί τους εισβολείς του Γ΄ Ράιχ, αλλά δεν βρίσκουν παρά αποσύνθεση, εγκαρτέρηση και υποταγή.
Δέκα ημέρες πριν ο Χίτλερ είχε επινοήσει το φρούριο Ρουρ (Ruhrfestung) και είχε απαγορεύσει με ποινή θανάτου να εγκαταλειφθεί εκούσια έστω και μια τοποθεσία. Η 5η στρατιά θωρακισμένων, η 15η στρατιά, δύο σώματα της 1ης στρατιάς αλεξιπτωτιστών, πάνω από 100.000 άνδρες της αντιαεροπορικής αμύνης έχουν κυκλωθεί, υπό τη διοίκηση του στρατάρχου Μόντελ, σ’ ένα θύλακα μήκους 110 χλμ., ανάμεσα στον Ρήνο και στις πηγές του Ρουρ, και πλάτους 80 χλμ., ανάμεσα στους ποταμούς Λίπε και Ζηγκ.
Παντού το φράγμα του Ρήνου καταρρέει. Από τον θύλακα του Ρεμάγκεν η δεξιά πτέρυγα της 1ης αμερικανικής στρατιάς διασπά τις γερμανικές γραμμές προς την κοιλάδα του Λάν και προς το Γκίσεν. Από τον θύλακα του Όπενχάϊμ ο Πάτον εισβάλει στην κοιλάδα του Μάιν και κυριεύει την Φρανκφούρτη. Η 7η στρατιά διαβαίνει τον Ρήνο στις 25 Μαρτίου από τη μια κι από την άλλη πλευρά του Βορμς και βαδίζει προς το Βύρτσμπουργκ. Ο ντε Λατρ, αφού κατάφερε να σχηματίσει το ρήγμα του στα βόρεια του Λώτερ και πέτυχε από τον στρατηγό Ντέβερς να υπαχθεί το Σπάιερ στη ζώνη της 1ης γαλλικής στρατιάς, διαβαίνει κι αυτός τον Ρήνο, κυριεύει την Καρλσρούη και κατεβαίνει προς τον Μέλανα Δρυμό. Οι συμμαχικές φάλαγγες συναντούν ακόμα σε μερικά σημεία τοπική αντίσταση, υποχρεώνονται να δώσουν σοβαρές μάχες, έχουν αισθητές απώλειες, αλλά όπως και στη Γαλλία τον Ιούνιο του 1940 και τον Αύγουστο του 1944, η καθαυτό μάχη έχει τερματισθεί. Χιλιάδες και χιλιάδες αιχμάλωτοι είναι συγκεντρωμένοι σε αυτοσχέδια περιφραγμένα στρατόπεδα, περιμένοντας την μεταφορά τους και τον κανονικό περιορισμό τους - πλήθη αξιολύπητα, που επάνω τους πλανιέται η μολυσμένη οσμή της δυσεντερίας. Ο ανταρτοπόλεμος, που τόσο φοβόταν ο Αϊζενχάουερ, δεν εκδηλώνεται πουθενά. Οι απόπειρες δολιοφθοράς, οι εχθρικές πράξεις είναι σπανιότατα φαινόμενα. Στη δεξιά, όπως και στην αριστερή όχθη του Ρήνου, η Γερμανία έχει ηττηθεί, έχει δαμαστεί, έχει υποταχθεί και νιώθει ανακούφιση.
Το χάος όμως είναι απερίγραπτο. Οι νίκες είχαν συσσωρεύσει στη Γερμανία τουλάχιστο 15 εκατομμύρια ξένους, αιχμαλώτους πολέμου, εκτοπισμένους, εθελοντές εργάτες και στρατολογημένους διά της βίας. Οι ήττες είχαν απωθήσει στο εσωτερικό του Ράιχ πολλά εκατομμύρια Γερμανών και οι βομβαρδισμοί είχαν διώξει από τις πόλεις άλλα τόσα εκατομμύρια. Από αυτό το ανακάτεμα πληθυσμών προκαλείται μια καταπληκτική σύγχυση. Σε μερικά μέρη οι εθνικοσοσιαλιστικές αρχές επιχειρούν να εφαρμόσουν τις διαταγές του Χίτλερ, προσπαθούν να πραγματοποιήσουν την ερήμωση διώχνοντας στα ανατολικά αμάχους και αιχμαλώτους. Στις περισσότερες περιπτώσεις παραιτούνται από ένα έργο ακατόρθωτο, τρέπονται σε φυγή και κρύβονται. Το έδαφος που κατακτούν οι Σύμμαχοι είναι μόνο σ’ ένα μέρος του καμένο, το διοικητικό κενό όμως μέσα στο οποίο μπαίνουν, είναι ολοκληρωτικό. Χίλια δυο προβλήματα: αστυνομεύσεως, υγείας, ανεφοδιασμού, αποναζιστικοποιήσεως μπαίνουν μπροστά τους για να αντιμετωπισθούν. Η πείνα και οι επιδημίες απειλούν. Θεωρείται μεγάλη τύχη το ότι η εισβολή στη δυτική Γερμανία γίνεται στην αρχή της ανοίξεως. Ο χειμώνας θα είχε πιθανότατα φρικαλέα επακόλουθα.
Ένα άλλο στοιχείο που περιορίζει την αναρχία είναι η προνοητικότητα των Αμερικανών. Η κατοχή της Γερμανίας έχει προετοιμασθεί με τόση φροντίδα όσο και η εισβολή στην Ευρώπη. Μια νέα στρατιά, η 4η, συγκροτήθηκε για να της ανατεθούν τα καταληφθέντα εδάφη. Κάθε θέση που έχει κάποια σημασία μελετήθηκε διεξοδικά. Οι στρατιωτικές διοικήσεις έρχονται αμέσως ύστερα από τα στρατεύματα και μπαίνουν ευθύς σε λειτουργία. Καθώς λογάριαζαν το γερμανικό κράτος διαλυμένο, καθώς θεωρούσαν τη Γερμανία ένα πτώμα πολιτικό, δεν γεννιέται θέμα για συνεργασία με τις τοπικές αρχές, αλλά για μια καθαρή και απροσχημάτιστη κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα πολλοί διοικητικοί υπάλληλοι διατηρήθηκαν στις θέσεις τους ή γρήγορα ανακλήθηκαν. Ο βασικός μηχανισμός ξαναμπήκε σε λειτουργία. Οι υλικές και κοινωνικές καταστροφές ήταν τέτοιες ώστε εκείνο που μπορούσε να ξαφνιάσει δεν ήταν η βραδύτητα, αλλά η ταχύτητα της αποκαταστάσεως.
Η προέλαση των συμμαχικών στρατών στη Γερμανία φέρνει και τη φρικιαστική αποκάλυψη των στρατοπέδων εκτοπίσεως, συγκεντρώσεως και εξοντώσεως. Πολλές εκθέσεις είχαν φθάσει στη διάρκεια των προηγούμενων ετών στις συμμαχικές ή στις ουδέτερες κυβερνήσεις, στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και στο Βατικανό για τις «εν ψυχρώ» ναζιστικές ωμότητες, για τα χειρουργικά πειράματα σε ζωντανούς ανθρώπους, για τη μεθοδική εξόντωση των Εβραίων. Αληθινά και απίθανα όλα αυτά είχαν γίνει δεκτά με δυσπιστία και επιφυλακτικότητα. Η συμμαχική προπαγάνδα είχε αποφύγει να τα αναφέρει, από φόβο μήπως πέσει στην παγίδα μιας χονδροειδούς υπερβολής. Τώρα η πραγματικότητα αποκαλύπτεται και ένας αμείλικτος φάκελος σχηματίζεται, καθώς τα ονόματα Μπούχενβαλντ, Νταχάου, Ράβενσμπρουκ, Μαουτχάουζεν, Μπέργκεν-Μπέλσεν, Άουσβιτς βγαίνουν από τη σκιά με το όνειδος που τα συνοδεύει.
Ο Χίτλερ μέσα στο οχυρωμένο καταφύγιό του.
Αν οι Ρώσοι είχαν αναστείλει την προσπάθειά τους μπροστά στο Βερολίνο, αυτό έγινε αποκλειστικά και μόνο, γιατί δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν μια αποτυχία, όπως αυτή που γνώρισαν, όταν δοκίμασαν πρόωρα να διεισδύσουν στην Ανατολική Πρωσία. Αποκαθιστούν τις συγκοινωνίες τους και φέρνουν νέες δυνάμεις για την τελειωτική επίθεση.
Στην πεδιάδα του Δουνάβεως, αντίθετα, η μάχη συνεχίζεται με σφοδρότητα. Η πτώση της Βουδαπέστης δεν έπεισε τον Χίτλερ να εγκαταλείψει το σχέδιό του να ανακαταλάβει τη γραμμή του Δουνάβεως. Τη στιγμή που οι Ρώσοι βρίσκονται μπροστά στις πύλες του Βερολίνου, εκείνος διατηρεί ανάμεσα στα Καρπάθια και στον ποταμό Ντράβα τέσσερις στρατιές, που διαθέτουν περισσότερες από τριάντα μεραρχίες, κι ανάμεσα σ’ αυτές την 6η στρατιά αρμάτων Ες-Ες.
Αυτή επιτίθεται στις 6 Μαρτίου μεταξύ των λιμνών Μπάλατον και Βέλενκζ, πετυχαίνει να σχηματίσει μια αιχμή στο τρίτο μέτωπο της Ουκρανίας, αλλά δεν κατορθώνει να προκαλέσει ρήγμα. Κάτω από καταρρακτώδη βροχή, η Leibstandarte Adolf Hitler δείχνει λιποψυχία: ο Χίτλερ δίνει διαταγή να αφαιρεθούν τα περιβραχιόνια με το όνομά του. Τα Ες-Ες επιστρέφουν τα παράσημά τους μέσα σε αγγεία της νυκτός και μάλιστα, όπως λένε, και το χέρι ενός σκοτωμένου συντρόφου τους με το απαγορευμένο περιβραχιόνιο. Από την ημέρα αυτή ένα καινούργιο παράπονο προστίθεται στις ιερεμιάδες του Φύρερ: «Τα Ες-Ες μου με προδίδουν κι αυτά...».
Στις αρχές Απριλίου, το Καίνιγκσμπεργκ αποκόπτεται για δεύτερη φορά από το επίνειό του Πίλαου. Ένας φοβερός βομβαρδισμός μετατρέπει την πόλη σε μια τεράστια πυρκαϊά. Ο διοικητής της, στρατηγός Ότο Λας, θεωρείται σκληροτράχηλος και ναζιστής. Αντιλαμβάνεται ωστόσο πως η παράταση της αντιστάσεως δεν σημαίνει παρά μάταιη θυσία ανθρώπινων υπάρξεων και στις 9 Απριλίου αποφασίζει να συνθηκολογήσει. Η λύσσα της απελπισίας είναι τόσο μεγάλη, που πολίτες, μέλη της εθνοφρουράς, πυροβολούν αυτούς που κρατούν τη λευκή σημαία. Νοσταλγός των νικών που έσβησαν πια, ο άνθρωπος που κατέλαβε με έφοδο το φρούριο Έμπεν Εμαέλ, ο στρατηγός Μίσκοχ, είναι διοικητής του μηχανικού του Καίνιγκσμπεργκ. Αρνείται κι αυτός να συνθηκολογήσει και σκοτώνεται.
Ο Χίτλερ στιγματίζει τον Λας, τον καταδικάζει σε θάνατο ερήμην και με βάση τον νόμο περί συλλογικής ευθύνης των οικογενειών (Sippenhaft), διατάσσει την σύλληψη όλων των μελών της οικογενείας του. Αντίθετα, ο γκαουλάιτερ Έριχ Κοχ, που κατέφυγε στο Πίλαου μ’ ένα παγοθραυστικό έτοιμο για να φύγει πιο μακριά, δεν επισύρει καμιά μομφή. Ένα τέκνο της περιοχής, ο στρατηγός φον Ζάουκεν, στέλνεται στην Ανατολική Πρωσία, για να παρατείνει τις τελευταίες νησίδες αντιστάσεως. Σκέπτεται κυρίως να διασώσει ό,τι είναι δυνατό από το πλήθος των αμάχων και των στρατιωτικών, που έχει κυκλωθεί από τους Ρώσους. Από το Πίλαου, από τη Γδύνια και από το μικρό στρατιωτικό λιμάνι του Χελ, που έριξε τις τελευταίες βολές πυροβολικού του γερμανοπολωνικού πολέμου, αποπλέουν σκάφη κυριολεκτικά σκεπασμένα από ανθρώπινα μελίσσια. Μερικά απ’ αυτά τα περιμένει μια τραγωδία. Τα ρωσικά υποβρύχια τορπιλίζουν το «Γκενεράλ φον Στόυμπεν» που βυθίζεται με 3.000 άτομα και το «Γκόγια» με 7.000.
Μετά τη δαπανηρή αποτυχία της 9ης στρατιάς ο Χίτλερ κατηγορεί τον Μπούσε για ανικανότητα και τα στρατεύματά του για δειλία. Ο Γκουντέριαν απαντά, ότι τα στρατεύματα έκαναν το καθήκον τους και ότι ο Μπούσε είναι εξαίρετος στρατηγός. Λίγες ημέρες πριν, στη διάρκεια μιας ανάλογης σκηνής, ο Χίτλερ ύψωσε τη γροθιά του εναντίον του αρχηγού του επιτελείου του, τον οποίο ο Κάιτελ τράβηξε γρήγορα προς τα πίσω πιάνοντάς τον από τον γιακά του χιτωνίου του, για να του κάνει ύστερα ζωηρές παρατηρήσεις: «Πώς τολμάτε να αντιμιλάτε στον Φύρερ μ’ αυτό τον τρόπο! Τι θα απογίνουμε αν πάθει καμιά συμφόρηση;...». Τη φορά αυτή η αντίδραση είναι παγερή. Ο Χίτλερ βγάζει έξω όλους τους παρισταμένους εκτός από τον Κάιτελ: «Στρατηγέ Γκουντέριαν, η κατάσταση της υγείας σας απαιτεί άμεση ανάπαυση». Αντικαταστάτης του ορίζεται ο στρατηγός Χανς Κρεμπς, που υπήρξε βοηθός του στρατιωτικού ακολούθου στη Μόσχα και που δεν έχει ακόμα αναρρώσει τελείως από μια διάσειση, που είχε υποστεί σ’ έναν βομβαρδισμό του Ζόσεν. Μιλά άπταιστα Ρωσικά και δεν έχει παύσει να λυπάται για τη διάλυση της συμμαχίας με τα Σοβιέτ.
Αυτό το Βερολίνο, που παίζει τόσο αποφασιστικό ρόλο για το μέλλον, υφίσταται τρομερή δοκιμασία. Οι συμμαχικές επιδρομές κατά την ημέρα και τη νύχτα δεν παύουν να αυξάνουν σε αριθμό και ένταση. Οι δρόμοι εξαφανίζονται ή μετατρέπονται σε στενά χαρακώματα μέσα στα χαλάσματα. Η πυρκαϊά, που αναζωογονείται αδιάκοπα, δεν σβήνει ποτέ. Μια στήλη καπνού, ορατή από απόσταση 100 χλμ., υψώνεται πάνω από την πόλη σα μαύρη σημαία. Το 70% της κατοικημένης περιοχής μιας από τις τρεις ή τέσσερις μεγαλύτερες θάλασσες σπιτιών του κόσμου είναι κατεστραμμένο. Καμιά ζώνη δεν έχει μείνει ανέπαφη, με σχετική εξαίρεση τις αραιοκατοικημένες πλούσιες συνοικίες Γκρύνεβαλντ και Βανζέε. Το κέντρο με τα μνημεία της χιτλερικής και προχιτλερικής αλαζονείας πλήττεται κατά τρόπο αμείλικτο. Η νέα Καγκελλαρία δέχεται 58 πλήγματα στη διάρκεια μιας και μόνης επιδρομής - με τον Φύρερ κρυμμένο στα σπλάχνα της, 130 σκαλοπάτια κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Ούτε οι Βερολινέζοι όμως, ούτε οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών υποπτεύονται την παρουσία του στην πρωτεύουσα. Όλοι νομίζουν πως βρίσκεται στο Μπέρχτεσγκάρντεν, για να οργανώσει το οχυρό της απελπισίας. Το καταφύγιο, που ακόμα είναι άγνωστο και που πρόκειται να γίνει διάσημο, δεν είναι παρά το βαθύτερο τμήμα ενός μεγάλου υπόγειου σταθμού διοικήσεως.
Τα δύο πρώτα πατώματα περιλαμβάνουν γραφεία, έναν ραδιοφωνικό σταθμό, τηλέτυπα, μια αίθουσα της φρουράς, μια αίθουσα φαγητού επιπλωμένη με πολυτέλεια και πλουσιοπάροχα εφοδιασμένη. Βυθίζεται κανείς ύστερα σ’ ένα καταφύγιο με δώδεκα δωμάτια, όπου κατοικεί το υπηρετικό προσωπικό και όπου παρασκευάζονται τα γεύματα χορτοφαγίας του Φύρερ. Μια γυριστή σκάλα οδηγεί στο καθαυτό καταφύγιο, χωμένο σε 12μ. βάθος κάτω από τον κήπο της παλιάς Καγκελλαρίας. Ο κεντρικός διάδρομος χρησιμοποιείται και ως αίθουσα συσκέψεων. Δεξιά βρίσκεται ο κινητήρας ντήζελ που παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα, ένα τηλεφωνικό κέντρο και το δωμάτιο του γιατρού Μορέλ. Αριστερά βρίσκεται το διαμέρισμα του Φύρερ.
Ο Χίτλερ στην αρχή έμενε μόνος του εκεί, κοιμόταν μέσα στο καταφύγιο, έκανε όμως έναν απαραίτητο για την υγεία του περίπατο στον κήπο της Καγκελλαρίας, που ήταν σπαρμένος με χαλάσματα, και έπαιρνε την καθημερινή αναφορά μέσα σ’ ένα κτήριο του ισογείου. Η Εύα Μπράουν ήρθε και τον βρήκε εκεί κατά τα μέσα Απριλίου. Φαίνεται ότι εμφανίστηκε ξαφνικά, ότι ο Χίτλερ την παρακάλεσε να φύγει και ότι εκείνη, εγκαταλείποντας για πρώτη φορά την πειθήνια στάση της, απαίτησε να μοιραστεί την τύχη του. Πρώην βοηθός του φωτογράφου Χόφμαν, η Εύα Μπράουν είναι η σύντροφος του Χίτλερ από την εποχή του αγώνα για την εξουσία. «Ήταν», γράφει ο Κάιτελ, «λιγνή και πολύ κομψή, με μαλλιά καστανά ανοικτά. Οι γάμπες της ήταν τέλειες και ήταν πάντα το πρώτο πράγμα που όλοι πρόσεχαν σ’ αυτή. Ήταν αν όχι συνεσταλμένη, τουλάχιστον επιφυλακτική. Έμενε πάντα στη σκιά και μόνο κατά τύχη υπήρχε περίπτωση να την δει κανείς στο Μπέργκχοφ». Η αφάνεια γίνεται πάλι κανόνας της κατά την περίοδο που μένει έγκλειστη στο καταφύγιο της Καγκελλαρίας. Δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το μικροσκοπικό διαμέρισμά της, ένα δωμάτιο και το μοναδικό μπάνιο του καταφυγίου, που επικοινωνούσε με το γραφείο του Χίτλερ.
Στις 8 Απριλίου ο Χάινριτσι έρχεται να δώσει αναφορά για την κατάσταση της ομάδας στρατιών του, παρουσία του Γκάιρινγκ, του Νταίνιτς, του Χίμλερ, του Κρεμπς και του Μπούργκντορφ. Η στρατιά που υπερασπίζει τον Όντερ από τη θάλασσα ως τη διώρυγα Χόεντζολερν είχε πάρει πάλι το όνομα της 3ης στρατιάς αρμάτων, που είχε χαθεί στην Ανατολική Πρωσία, και είχε τεθεί υπό τις διαταγές ενός από τους ατυχήσαντες στρατηγούς της μάχης των Αρδενών, του Χάσο φον Μαντόυφελ. Ο Χάινριτσι δηλώνει ότι για την ώρα δεν ανησυχεί γι’ αυτόν: η διόγκωση των νερών εξακολουθεί στην κάτω κοιλάδα και προστατεύει τις γερμανικές γραμμές. Στη μέση κοιλάδα αντίθετα η στάθμη των νερών έχει πέσει και η κατάσταση της στρατιάς Μπούσε γίνεται ανησυχητική. Οι ρώσοι φέρνουν μάζες πυροβολικού και κατασκευάζουν πολλές δεκάδες γεφυρών γύρω από το Κύστριν. Ο Μπούσε περιμένει από μέρα σε μέρα ένα φοβερό κτύπημα. Ο Χάινριτσι συμμερίζεται τους φόβους του, δηλώνει πως δεν έχει πια σχεδόν διόλου εφεδρείες και διαμαρτύρεται, επειδή τρεις θωρακισμένες μεραρχίες, που είχαν ανασυνταχθεί στην περιοχή του Μύνχενμπεργκ, μεταξύ Όντερ και Βερολίνου, είχαν λάβει διαταγή να ενισχύσουν την ομάδα στρατιών «Μίτε» στη Σιλεσία και στη Σλοβακία.
Ο Χίτλερ έχει αντίθετη γνώμη. Διακόπτοντας τον Χάινριτσι αρχίζει σε τόνο αλαζονικό μια διάλεξη περί Ερυθρού Στρατού. Ο στρατός αυτός έχει εξαντληθεί. Δεν αποτελείται πια παρά από κατάδικους, που τους μάζεψαν από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και οδηγούνται στη μάχη με το κνούτο. Το πρόβλημα της νίκης δεν θα είχε καν τεθεί, αν τον γερμανικό στρατό διοικούσαν άλλοι και όχι στρατηγοί, που είχαν προσβληθεί από την σήψη του πεσιμισμού και τη γάγγραινα της προδοσίας. «Μου αναφέρετε αριθμούς. Οι αριθμοί σας δεν μ’ ενδιαφέρουν. Αυτό που θα μ’ ενδιέφερε θα ήταν να εμφυσούσατε στα στρατεύματά σας τον φανατισμό της νίκης. Δεν μπορώ όμως να υπολογίζω σ’ αυτό...».
Όσο για την κατεύθυνση της προσεχούς επιθέσεως ο Χίτλερ δεν συμμερίζεται την άποψη του Μπούσε και του Χάινριτσι. Οι Ρώσοι δεν θα επιτεθούν προς την κατεύθυνση του Βερολίνου, στόχου που δεν έχει στρατηγικό ενδιαφέρον. Οι Ρώσοι, επειδή διοικούνται από έναν πραγματικό πολέμαρχο, τον Ιωσήφ Στάλιν, και όχι από στρατηγούς, που ο εγκέφαλός τους έχει πάθει σκλήρυνση, θα επιτεθούν προς την κατεύθυνση της Δρέσδης, για να κυκλώσουν το ορεινό συγκρότημα της Βοημίας και να συνενωθούν με τις στρατιές τους, που πολιορκούν τη Βιέννη. «Αυτός είναι ο λόγος», λέει ο Χίτλερ, «που δεν θα αναθεωρήσω την απόφασή μου, να στείλω στον Σαίρνερ τρεις συμπληρωματικές θωρακισμένες μεραρχίες. Αυτός θα τις χρειαστεί». Με την ευκαιρία αυτή στέλνει στον Σαίρνερ και την στραταρχική του ράβδο.
Η σκηνή που επακολουθεί είναι απίστευτη για έναν στρατηγό, που η στρατιωτική του κατάρτιση ανάγεται στον αυστηρό στρατό του αυτοκρατορικού καθεστώτος. «Φύρερ μου», λέει ο Γκαίρινγκ, «σας στέλνω για τη μάχη σας στον Όντερ 100.000 άνδρες της Λούφτβαφε μου». «Φύρερ μου», λέει ο Χίμλερ, «σας στέλνω για τη μάχη σας στον Όντερ 25.000 άνδρες των Ες-Ες μου». «Φύρερ μου», λέει ο Νταίνιτς, «σας στέλνω για τη μάχη σας στον Όντερ 12.000 ναύτες μου». Ο Χίτλερ προσθέτει: 100.000 + 25.000 + 12.000 = 137.000 άνδρες, δώδεκα μεραρχίες... «Ιδού οι εφεδρείες σας, αντιστράτηγε Χάινριτσι!». Εκείνος απαντά, ότι οι άνδρες δεν αρκούν να συγκροτήσουν μεραρχίες, ότι χρειάζονται όπλα και ότι ούτε οι ναύτες ούτε οι αεροπόροι έχουν πείρα από χερσαίες μάχες. Σ’ αυτό το σημείο ο χονδρός Γκαίρινγκ σηκώνεται για να πει πως προσβάλλουν τους αεροπόρους του, πως είναι οι γενναίοι των γενναίων και ικανοί για κάθε είδους μάχη. Ο Χάινριτσι καταλαβαίνει ότι η κορυφή του χιτλερικού κράτους έχασε τα λογικά της και αγωνίζεται εναντίον της πραγματικότητας με τις ασυνάρτητες κινήσεις ανθρώπου που παλεύει με έναν εφιάλτη.
Την επομένη οι συμμαχικές στρατιές της Ιταλίας αναλαμβάνουν επίθεση. Με το 2ο πολωνικό σώμα και με το 5ο βρετανικό σώμα η 8η στρατιά επιτίθεται κατά μήκος της Αδριατικής προς την κατεύθυνση της Βενετίας. Με δύναμη τεσσάρων σωμάτων στρατού η 5η αμερικανική στρατιά επαναλαμβάνει την προσπάθειά της εναντίον της Μπολόνια, που είχε διακοπεί εξαιτίας του χειμώνα. Ο ανώτατος διοικητής της Νοτιοδυτικής Ευρώπης φον Βιέτινγκχοφ, ζητά την έγκριση να αποσυρθεί εκείθεν του Πάδου, πριν η διάταξη των γερμανικών δυνάμεων κονιορτοποιηθεί. Ο Χίτλερ αρνείται.
Στον Δούναβη τα στρατεύματα του Μαλινόφσκι είχαν μπει στη Βιέννη. Ο Χίτλερ είχε καλέσει τους Αυστριακούς συμπατριώτες του σε συναγερμό. Ένα τηλεγράφημα του φρουράρχου, στρατηγού φον Μπρύναου, τον βυθίζει σ’ έναν παροξυσμό λύσσας. Το τηλεγράφημα λέει: «Ο πληθυσμός της Βιέννης πυροβολεί περισσότερο τους στρατιώτες μας παρά τον εχθρό». Ο Χίτλερ απαντά: «Χρησιμοποιήστε εναντίον των στασιαστών τα πιο βίαια μέσα». Υποκύπτοντας στα βασανιστήρια, κάποιος ταγματάρχης Μπιέντερμαν, αποκαλύπτει το αντιχιτλερικό κίνημα που είχε επιζήσει της συντριβής της συνωμοσίας της 20ης Ιουλίου. Οι φανοστάτες της Βιέννης γεμίζουν κρεμασμένους, αλλά ο αρχηγός της συνωμοσίας, λοχαγός Ζόκολ, γλυτώνει από τις έρευνες και οι οπαδοί του συνενώνονται με τα σοβιετικά στρατεύματα. Έπειτα από οδομαχίες τεσσάρων ημερών η Βέρμαχτ αποχωρεί. Η Βιέννη βρίσκεται στις φλόγες και η μεγάλη καμπάνα του Αγίου Στεφάνου, που είχε χυθεί με τον ορείχαλκο 180 τουρκικών πυροβόλων, γκρεμίζεται μέσα στα ερείπια του καθεδρικού ναού.
Στις 12 Απριλίου ο Γιόζεφ Γκαίμπελς επισκέπτεται το μέτωπο. Στη λέσχη αξιωματικών της 9ης στρατιάς εκφωνεί έναν λόγο διανθισμένο με το προσφιλές θέμα του Χίτλερ: ο Φρειδερίκος ο Β΄, που υπέκυπτε στα πλήγματα της τρομερής συμμαχίας της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και η τσαρίνα Ελισάβετ, που πεθαίνει ξαφνικά, για να αντικατασταθεί από ένα θαυμαστή του Πρώσου βασιλιά, που εκκενώνει το Βερολίνο και ανατρέπει τις συμμαχίες. Η ευφράδεια του υπουργού της προπαγάνδας δεν ασκεί καμιά επίδραση σε αξιωματικούς κουρασμένους, που παρακολουθούν αντίκρυ τους τις γιγαντιαίες ρωσικές προετοιμασίες. Επιστρέφοντας στο Βερολίνο -που απέχει 60 χλμ. από το μέτωπο!- ο Γκαίμπελς διαβάζει τα τηλεγραφήματα, σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου του και καλεί τον Μπούσε. «Η τσαρίνα πέθανε, στρατηγέ!». Η τσαρίνα πέθανε! Ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ βρισκόταν στο γραφείο του θερινού Λευκού Οίκου του Ουόρμ Σπρινγκς της Γεωργίας. Μόλις είχε βγει ο γραμματέας Μπιλ Χέλσυ με μερικά έγγραφα, που είχε κατορθώσει να κάνει τον πρόεδρο να υπογράψει. Η ζωγράφος Ελίζαμπεθ Σουμάτοφ, που είχε κληθεί πριν λίγες ημέρες από τη Νέα Υόρκη, έκανε σχέδια για ένα πορτραίτο του προέδρου. Ξαφνικά τον είδε να γέρνει στην πολυθρόνα του και τον άκουσε να ψιθυρίζει: «Έχω ένα φοβερό πονοκέφαλο». Ο μαύρος θαλαμηπόλος Άρθουρ Πρέτυμαν έτρεξε, πήρε στην αγκαλιά του τον άρρωστο και τον μετέφερε στο κρεβάτι του. Ο Ρούζβελτ πέθανε έπειτα από μια ώρα εγκεφαλική αιμορραγία.
Στα γερμανικά ημερολόγια η 20η Απριλίου χαρακτηρίζεται και υπογραμμίζεται με έντονα κόκκινα στοιχεία: Hitlersgeburtstag (γενέθλια του Χίτλερ). Η ήττα δεν αναστέλλει το συνηθισμένο πρόγραμμα του εορτασμού. Οι χιτλερικοί αετοί κυματίζουν πάνω στα ερείπια των γερμανικών πόλεων που δεν τις έχει ακόμα καλύψει η διπλή εισβολή. Στις ερειπωμένες αίθουσες της Καγκελλαρίας ο Χίτλερ δέχεται πρώτα μια ομάδα νεαρούς Βερολινέζους, που διακρίθηκαν στους βομβαρδισμούς. Έπειτα, οι ανώτατοι αξιωματούχοι, Γκαίρινγκ, Ρίμπεντροπ, Νταίνιτς, Λέυ, Μπόρμαν, κ.λ.π. παρελαύνουν μια ακόμη φορά μπροστά στον αρχηγό μουρμουρίζοντας τα συγχαρητήριά τους. Ύστερα από μια κατ’ ιδίαν συζήτηση με τον Γκαίρινγκ, ο Χίτλερ καλεί τον Κάιτελ: «Ο στρατάρχης του Ράιχ μου ανέφερε την επιθυμία του να πάει στο Μπέρχτεσγκαρντεν. Δεν βλέπω γιατί να μην συμφωνήσω...». «Εκείνη τη στιγμή», αφηγείται ο Κάιτελ, «η ώρα ήταν ακριβώς 7 το βράδυ. Μόλις και μετά βίας προφθάσαμε να τρέξουμε στα καταφύγια». Η αμερικανική αεροπορία γιόρταζε με τη σειρά της την 57η επέτειο των γενεθλίων του Φύρερ.
Η σύσκεψη συνεχίζεται στο καταφύγιο. Πριν από λίγες ημέρες, έπειτα από μια φοβερή νευρική κρίση («Ποτέ δεν θα το υπογράψω αυτό! Πάρτε το αυτό από μπροστά μου!»), ο Χίτλερ κατέληξε επιτέλους να παραδεχτεί πως σύντομα η Γερμανία θα διχοτομηθεί και πως η οργάνωση άμυνας σε δύο ζώνες δεν ήταν πια δυνατόν να αναβληθεί. Από την αρχική απόφαση προχωρούν στην εκτέλεση. Ο ναύαρχος Νταίνιτς ονομάζεται διοικητής της βόρειας ζώνης, με βοηθό τον στρατάρχη Μπους. Η νότια ζώνη, που περιλαμβάνει τις ιταλικές, αυστριακές και βαυαρικές Άλπεις, ορίζεται τυπικώς κάτω από τις διαταγές του στρατάρχη Κέσελρινγκ, αλλά όλοι γνωρίζουν πως αρχηγός της θα είναι ο ίδιος ο Φύρερ.
Την παραμονή της καταστροφής το Βερολίνο εμφανίζει, χωρίς αμφιβολία, ένα θέαμα από τα πιο παράξενα στην ιστορία. Το 1944 είχε εκκενωθεί εν μέρει, αργότερα όμως ο πληθυσμός της πόλεως αυξήθηκε με τη συρροή ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων. Οι πρόσφυγες κατασκηνώνουν στα πάρκα, όπου τα άλογά τους καταβροχθίζουν τον φλοιό των δένδρων. Πλάι σ’ αυτούς βετεράνοι των ταγμάτων εφόδου, μερικοί με ένα μόνο πόδι, με μοναδική στολή ένα περιβραχιόνιο στο πολιτικό τους πουκάμισο, απειροπόλεμα παιδιά της χιτλερικής οργανώσεως νεολαίας με πέτσινα παντελόνια, ακόμα και νέες κοπέλες της Ενώσεως Νεανίδων της Γερμανίας, εκπαιδεύονται στο χειρισμό της αντιαρματικής γροθιάς. Σε άλλα σημεία ανοίγουν χαρακώματα και στήνουν αντιαρματικές παγίδες. Μόλις στις 13 Απριλίου δόθηκε η διαταγή στον αστικό πληθυσμό να οργανώσει την πόλη του για άμυνα. Η διαταγή δεν προκάλεσε πολύ μεγάλη αίσθηση. Τόσο δύσκολο ήταν να φανταστούν οι Βερολινέζοι, πως θα υποχρεωθούν να πολεμήσουν μέσα στους δικούς τους δρόμους. Η καθημερινή ζωή συνεχίζεται με τέτοια ένταση, που η εικόνα των ερειπίων την κάνει να φαίνεται σουρεαλιστική. Τα εργοστάσια δουλεύουν. Τα γραφεία λειτουργούν. Το πλήθος κυκλοφορεί. Μερικοί κινηματογράφοι λειτουργούν, κάποτε, πίσω από τις σανίδες που καλύπτουν την πρόσοψη: προβάλλουν το τελευταίο φιλμ της Ούφα, «Κόλμπεργκ», που αφηγείται την ηρωϊκή αντίσταση που πρόβαλε μια μικρή πόλη της Πρωσίας στους κτηνώδεις στρατιώτες ενός Ναπολέοντα ολότελα γελοίου. Ταινίες με συνθήματα διδάσκουν: «Όποιος πιστεύει στον Χίτλερ πιστεύει στη νίκη», ή «Ο μπολσεβικισμός βρίσκεται στο χείλος της πιο συντριπτικής ήττας του». Αλλά η ατμόσφαιρα είναι παράξενη, σχεδόν εξωπραγματική. Οι άνθρωποι είναι τσακισμένοι από την κόπωση. Ο καθένας τους κουβαλάει ένα σάκο ή μια βαλίτσα με τα πιο πολύτιμα από τα υπάρχοντά του, για τι κανείς δεν είναι σίγουρος πως θα ξαναβρεί όρθιο το σπίτι του. Οι νοικοκυρές στέκονται σε μεγάλες ουρές, για να πάρουν με το δελτίο τα τρόφιμα που δικαιούνται, αλλά πολλά καταστήματα έχουν καταστραφεί και όλα τα τρόφιμα έχουν εξαφανιστεί αρχίζοντας από το κρέας και τη ζάχαρη. Τα τελευταία τσιγάρα που βρίσκονταν στην αγορά (μυρίζουν καρβουνιασμένο ξύλο, όπως άλλωστε και η πόλη ολόκληρη) είναι μια μάρκα ελάχιστα γνωστή: STAMBUL. Αυτό λένε πως είναι τα αρχικά που σημαίνουν: «Stalin Armee Marschiert Berlin Unter den Linden» (Ο στρατός του Στάλιν βαδίζει προς τη λεωφόρο «Υπό τάς Φιλύρας» του Βερολίνου). Γυναίκες έρχονται και φωνάζουν στους άνδρες τους, που φτιάχνουν οδοφράγματα: «Γύρνα λοιπόν στο σπίτι, γεροηλίθιε, αυτό που κάνεις δεν θα ωφελήσει σε τίποτα!». Οι πιο πολλοί καταλαβαίνουν πως ο πόλεμος είναι χαμένος, αλλά το καλύτερο είναι να διατηρήσει κανείς μέσα του μια πίστη και, εξάλλου, η εμπιστοσύνη στον Χίτλερ, η πεποίθηση στο όπλο-θαύμα, που θα χρησιμοποιηθεί το τελευταίο τέταρτο της ώρας, δεν έχουν σβήσει εντελώς. Προπαντός πιστεύουν πως οι Αμερικανοί θα φτάσουν στο Βερολίνο πριν από τους Ρώσους. Οι Αμερικανοί βομβάρδισαν χωρίς οίκτο, συσσωρεύοντας αυτά τα τεράστια ερείπια, που μέσα τους η άνοιξη αναζωπυρώνει την πτωμαίλα. Οι Βερολινέζοι ωστόσο είναι έτοιμοι να τρέξουν σαν ένας άνθρωπος να τους ζητωκραυγάσουν.
Η 21η Απριλίου αρχίζει μ’ ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό. Όλα τα πουλιά του Γκρύνεβαλντ τραγουδούν με πάθος μέσα στα νέα φυλλώματα, αν και εκρήξεις, που δεν είναι από βόμβες, αλλά από τις πρώτες σοβιετικές οβίδες που πέφτουν στην πόλη τους, κάνουν τους Βερολινέζους να αναπηδήσουν. Η κύκλωση συνεχίζεται. Στα νότια, οι Ρώσοι ανατρέπουν το ανίσχυρο φράγμα γύρω από το Μπάρουτ και κυριεύουν το Τζόσεν, απ’ όπου το Ανώτατο Αρχηγείο της Βέρμαχτ ξεφεύγει σ’ έναν στρατώνα του Κράμπνιτς. Στα ανατολικά, προσπερνώντας την περικυκλωμένη 9η στρατιά, ο Ζούκωφ φθάνει στα τέρματα του μετρό, του U-Bahn. Στα βόρεια οι εσωτερικές πτέρυγες του Ζούκωφ και του Ροκοσόφσκυ προελαύνουν και από τις δύο όχθες της διώρυγας Χόεντζολερν, καταλαμβάνουν το Έμπερσβαλντε, πλησιάζουν το Χάβελ και απειλούν το Οράνιεμπουργκ και το Σπάνταου.
Όλοι οι συνετοί στρατηγοί θεωρούν πως είναι αδύνατο να κρατηθεί άμυνα και έχουν πεισθεί πως το Βερολίνο την τελευταία στιγμή θα κηρυχθεί ανοχύρωτη πόλη. Η διοίκηση της ομάδας στρατιών Χάινριτσι προετοιμάζεται να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, για να εγκαταστήσει ένα μέτωπο αμύνης μεταξύ Όντερ και Έλβα. Ο Βέιντλινγκ, διοικητής του 56ου θωρακισμένου σώματος, προσπαθεί να υπερφαλαγγίσει το Βερολίνο από τα νότια για να ενωθεί με τη στρατιά Βενκ ανατολικά του Πότσνταμ. Μια διαταγή του Χίτλερ του ανακόπτει αυτήν την επιχείρηση και του δίνει εντολή να μπει μέσα στην πόλη και να την υπερασπισθεί.
Στο Υπουργείο Προπαγάνδας η σύσκεψη των διευθυντών έγινε, όπως συνήθως, στις 11 το πρωί. Την προπαραμονή, γιορτάζοντας τα γενέθλια του Φύρερ, ο Γκαίμπελς έκανε από το ραδιόφωνο μια ομολογία πίστεως και μια υπόσχεση νίκης, οι οποίες για μια ακόμη φορά ηλέκτρισαν ένα τμήμα του γερμανικού λαού. Την παραμονή μόνος αυτός από τους υπαρχηγούς του Χίτλερ υποστήριξε, πως ο Φύρερ πρέπει να μείνει στο Βερολίνο, διακηρύσσοντας πως ο εθνικοσοσιαλισμός οφείλει να πολεμήσει σαν μια ψυχή μέσα στο Βερολίνο και εκεί να θριαμβεύσει ή να υποκύψει. Τώρα, σε μια αίθουσα με τα παράθυρα σπασμένα, εμφανίζεται μπροστά στους συνεργάτες του για να τους αναγγείλει: «Το παν απώλετο!...».
Δεν τους το λέει αυτό. Τους το κραυγάζει. Δεν πρόκειται για έκφραση υποταγής. Είναι ένας βρυχηθμός λύσσας. Η φωνή του, υπερβολικά έντονη σχετικά με το ισχνό σώμα του, αντηχεί σαν να μιλούσε μπροστά σε πλήθος στο «Σπόρτσπαλαστ» ή καλύτερα σαν ν’ απευθυνόταν σ’ ολόκληρο τον γερμανικό λαό. Τον βρίζει και τον καυτηριάζει. «Λαός δειλών! Αφήνει να βιάζουν τις γυναίκες του. Αφήνει να μολύνουν τη γη του. Προς ανατολάς τρέπεται σε φυγή. Προς δυσμάς παραδίδεται στον εχθρό. Δεν ήταν άξιος του εθνικοσοσιαλισμού. Αλλά θα πληρώσει τη δειλία του, την ήττα του, τη φαυλότητά του, τη φοβία του πολύ πιο ακριβά από όσο θα πλήρωνε μια νίκη πολύ μεγάλη γι’ αυτόν!».
Από όσους βρίσκονται εκεί, ένας μόνο τόλμησε να αντιταχθεί: ο διευθυντής της ραδιοφωνίας Χανς Φρίτσε. Είναι βέβαια αλήθεια πως υπήρξαν λιποψυχίες, δεν πρέπει όμως αυτές να αφήσουν να λησμονηθεί ο ηρωισμός με τον οποίο ο γερμανικός λαός πολέμησε και πολεμάει ακόμη... Αλλά η διαμαρτυρία αυτή δεν έχει άλλο αποτέλεσμα παρά να ξανάψει την οργή του Γκαίμπελς, να αναζωογονήσει την αλυσίδα των ύβρεων, που ξεχύνει πάνω στους ανθρώπους και πάνω στο έθνος. Βρίζει τον Φρίτσε και τους άλλους, που δεν έχουν ξεσφίξει τα δόντια. «Κανείς δεν σας ανάγκασε να δουλέψετε μαζί μου! Τώρα είσαστε χαμένοι. Τα λαιμάκια σας θα κοπούν!». Φεύγει ξαφνικά από την αίθουσα κραυγάζοντας: «Καταρρέουμε. Θα παρασύρουμε μαζί μας την υφήλιο...».
Στην Καγκελλαρία, η 21η Απριλίου ήταν επίσης μια ημέρα πυρετού. Ποτέ άλλοτε ο Χίτλερ δεν ήταν τόσο ταραγμένος. Τηλεφωνεί προς όλες τις κατευθύνσεις «γαβγίζοντας» διαταγές και απειλές. Οι ελπίδες του κρέμονται από αυτό το συγκρότημα Στάινερ, που ο Χάινριτσι διέταξε να οργανωθεί στην περιοχή του Οράνιεμπουργκ. Το βλέπει να ορμά εναντίον της δεξιάς πτέρυγας του Ζούκωφ και να την συμπιέζει στην οχυρωμένη ζώνη του Βερολίνου. Στις 11.50 ακόμη τη νύχτα ξεσηκώνει τον αρχηγό του επιτελείου της Λούφτβαφε Κόλερ, που εκπροσωπεί τον σκασιάρχη Γκαίρινγκ, για να εξασφαλίσει στον Στάινερ κάθε δυνατή αεροπορική υποστήριξη: «Θα το δείτε, Κόλερ. Ο Ρώσος θα υποστεί κάτω από τα τείχη του Βερολίνου την πιο μεγάλη ήττα, την πιο αιματηρή ήττα στην ιστορία του...».
Την άλλη μέρα, Κυριακή 22 Απριλίου, αρχίζει στο καταφύγιο η μεγάλη σύσκεψη, στις 3 το απόγευμα. Ο Γιοντλ, όπως κάθε φορά που έχει να μεταδώσει πικρά νέα, τρενάρει την αναφορά του πάνω στα δευτερεύοντα μέτωπα και αρχίζει να αναλύει λεπτομερώς την κατάσταση στην Ιταλία. Ο Χίτλερ τον διακόπτει: «Φτάνουν αυτές οι φλυαρίες! Απαλλάξτε με από την Λαπωνία! Τι γίνεται με τον Στάινερ;». Αλίμονο! Τι μπορεί να κάνει ο Ομπεργκρουπενφύρερ Στάινερ; Έχει συγκεντρώσει είκοσι χιλιάδες άνδρες, που προέρχονται από πληρώματα του πολεμικού ναυτικού, που τα ανακάλεσαν από τα λιμάνια της Βαλτικής, ως και από γυμνασιόπαιδα. Αλλά δεν έχει ούτε πυροβολικό, ούτε άρματα, ούτε βενζίνη, ούτε μεταφορικά μέσα, παρά μόνο τουφέκια, περίστροφα και χειροβομβίδες. Πολύ ανίσχυρος για επίθεση, είναι αναγκασμένος να φύγει ολοταχώς μπροστά από μια θωρακισμένη σοβιετική φάλαγγα που πλησιάζει στο Οράνιεμπουργκ.
Το αποτέλεσμα που είχε αυτή η έκθεση για την ολοκληρωτική κατάρρευση, το έχουν περιγράψει με διάφορες παραλλαγές. Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς ο Χίτλερ έπαθε κρίση υστερίας, έμεινε για πολύ ακίνητος, με το κεφάλι βυθισμένο στο στήθος του, έπειτα ύψωσε και πάλι το πρόσωπό του βουτηγμένο στα δάκρυα και ξέσπασε σ’ έναν λυγμό πληγωμένου ζώου, που έκανε να ανατριχιάσουν όλοι οι παρόντες στο καταφύγιο. Οι αφηγήσεις του Κάιτελ και του Γιοντλ, που ήταν οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες, που προσωρινά επιζήσανε από την ήττα, είναι πιο θλιβερές. Ο Χίτλερ άκουσε το τέλος της αναφοράς με ύφος σαν να μην ήταν παρών. Όταν εκείνοι που πήραν μέρος στη σύσκεψη σηκώθηκαν να φύγουν, κράτησε τον Κάιτελ και τον Μπόρμαν. Τους κοίταξε μια στιγμή σιωπηλός και έπειτα μα φωνή χαμηλή δήλωσε:
«Δεν θα εγκαταλείψω το Βερολίνο».
«Έμεινα κατάπληκτος...», λέει ο Κάιτελ. Όλα ήταν έτοιμα για την αναχώρηση του Φύρερ. Το Ανώτατο Αρχηγείο της Βέρμαχτ έπρεπε να λειτουργήσει την άλλη μέρα στο Μπέρχτεσγκαρντεν. Υπήρχε πάντα η πρόβλεψη να χρησιμοποιηθεί η στρατιά του Βενκ εναντίον των Αμερικανών. «Ο Χίτλερ ο ίδιος», λέει ο Κάιτελ, «την είχε σχηματίσει. Είχε διαλέξει για τούτο όλες τις μεραρχίες, που απέσυρε από τα διάφορα μέτωπα. Την είχε τάξει σε κεντρική θέση, στα νότια του Αμβούργου, και έχοντάς την ασφαλισμένη ανατολικά από τον Έλβα λογάριαζε να την ρίξει εναντίον των αμερικανικών φαλάγγων, που προχωρούσαν στα νότια του Χαρτς και που τις θεωρούσε σχετικά αδύναμες». Το Βερολίνο έπρεπε να συνεχίσει την άμυνα, αλλά με τον τρόπο που αμύνονταν στο Δάντσιχ και το Μπρέσλαου, δηλαδή ανεξάρτητα από τις επιχειρήσεις σε ανοιχτό πεδίο. Η κατάσταση θα άλλαζε ολότελα, αν το Βερολίνο έχοντας μέσα του τον Χίτλερ γινόταν ο μοχλός της μάχης. Ο πόλεμος σμικρυνόταν για την Καγκελλαρία του Ράιχ σ’ έναν αγώνα τυφλό.
Ο Κάιτελ ανέπτυξε τα επιχειρήματά του. Τον διέκοψε η άφιξη ενός υπαλλήλου της υπηρεσίας Τύπου, τον οποίο είχε καλέσει ο Χίτλερ και τον οποίο ρώτησε αν η προκήρυξη είχε διανεμηθεί στους δρόμους του Βερολίνου. Ο υπάλληλος απάντησε καταφατικά. «Ποια προκήρυξη;», ρώτησε ο Κάιτελ. Ο Χίτλερ σταύρωσε τα χέρια. «Ο Φύρερ βρίσκεται στο Βερολίνο. Θα μείνει στο Βερολίνο. Δε θα εγκαταλείψει ποτέ το Βερολίνο. Θα υπερασπισθεί το Βερολίνο μέχρις εσχάτων». Έπειτα, απευθυνόμενος στον Κάιτελ: «Θα φύγετε αύριο για το Μπέρχτεσγκαρτεν. – Καλώς. Πότε θα ’ρθείτε εσείς εκεί; - Θα μείνω στο Βερολίνο. – Τότε δεν θα πάω στο Μπέρχτεσγκαρντεν. – Οφείλετε να υπακούσετε στις διαταγές μου. Πού είναι ο Γιοντλ;». Ο στρατηγός ήρθε αμέσως. Ο Χίτλερ επανέλαβε και σ’ αυτόν ό,τι είχε πει στον Κάιτελ προσθέτοντας: «Θα συνοδεύσετε τον στρατάρχη στο Μπέρχτεσγκαρντεν. – Αλλά δεν μπορείτε να διευθύνετε τον αγώνα από το Βερολίνο. Δεν μπορείτε να διευθύνετε χωρίς το επιτελείο σας. – Ο στρατάρχης του Ράιχ θα διευθύνει στη θέση μου. – Ούτε ένας στρατιώτης δεν θα πολεμήσει για τον στρατάρχη του Ράιχ. – Ω! Είναι τόσο λίγοι αυτοί που απόμειναν τώρα να πολεμήσουν».
Β
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.