Β
Κεφάλαιο 15ο
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: αναλυτική έκθεση των γεγονότων.
Εκτός από την «τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος», ο Χίτλερ έχει άλλον ένα πολιτικό στόχο: να ξανακάνει τη Γερμανία παγκόσμια δύναμη, αναθεωρώντας τη συνθήκη των Βερσαλλιών του 1918, φέρνοντας εντός των συνόρων του Ράιχ όλους τους Γερμανικούς πληθυσμούς αλλά και επανακτώντας τις χαμένες αποικίες της αυτοκρατορικής Γερμανίας. Τους δύο αυτούς σκοπούς ανακοινώνει ήδη ανοιχτά στο Mein Kampf. Επειδή όμως είναι βέβαιο ότι όλα αυτά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν δίχως βία, ο Χίτλερ προετοιμάζει από την αρχή της πολιτικής του καριέρας τον επόμενο πόλεμο.
Θεωρητικά, κύριος στόχος των προετοιμασιών αυτών αποτελεί η Σοβιετική Ένωση. Πολλοί δυτικοί πολιτικοί υποστηρίζουν τον Χίτλερ σαν ανάχωμα στην πιθανή εξαγωγή της επανάστασης από την Σοβιετική Ένωση. Παρά το γεγονός πως οι κομμουνιστές στη Γερμανία διώκοντο κατάφερε να υπογράψει πολλές συμφωνίες με την Σοβιετική Ένωση. Μάλιστα για όσο διάστημα εξακολουθούσαν να ισχύουν οι περιορισμοί της Συνθήκης των Βερσαλλιών οι Γερμανοί πιλότοι της LUFTWAFFE εκπαιδευόταν έξω από την Μόσχα.
Ο Χίτλερ παραπαίει ανάμεσα στην ιδεολογική αντίθεση μεταξύ του εθνικοσοσιαλισμού (μπολσεβικισμός/μπολσεβικισμού), και στη λογική του υπουργείου εξωτερικών του Ράϊχ που πιστό στις θεωρίες του Βίσμαρκ θέλει πάση θυσία σύμφωνο φιλίας με τη Σοβιετική ένωση.
Μετά την γερμανική προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο βλέπουν ότι ο πόλεμος κατά της Γερμανίας γίνεται πλέον αναπόφευκτος. Από εδώ και εμπρός επιδιώκουν τη συμμαχία με τον Στάλιν.
Ο Χίτλερ θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο τον πόλεμο των δύο μετώπων, όπως υπήρξε για την Γερμανία ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος του 1914. Έτσι, για να μην του γίνει εμπόδιο η Σοβιετική Ένωση στον πόλεμο που σχεδιάζει κατά της Πολωνίας υπογράφεται στις 23 Αυγούστου 1939 Σύμφωνο μη Επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας. Τώρα ο Χίτλερ μπορεί να ασχοληθεί με την Πολωνία, δίχως τον κίνδυνο να τον εμποδίσει η Σοβιετική Ένωση, ενώ ο Στάλιν, ο οποίος γνωρίζει καλά την επιθυμία του Χίτλερ να αποκτήσει «ζωτικό χώρο» για τους Γερμανούς στην ανατολική Ευρώπη και στη Ρωσία, κερδίζει χρόνο να προετοιμάσει τον Ερυθρό Στρατό.
Έναρξη του πολέμου
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θεωρούν το Σύμφωνο μη Επίθεσης μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν σημάδι για τον άμεσα αναμενόμενο πόλεμο. Όντως ο Χίτλερ έχει ήδη συμφωνήσει με τον Στάλιν για το μοίρασμα της Πολωνίας και την επίθεση των δύο χωρών (Γερμανικό Ράϊχ και Ε.Σ.Σ.Δ.) κατά της Πολωνίας. Ο Χίτλερ ζητά την παραχώρηση του πολωνικού διαδρόμου μεταξύ Πομερανίας και ανατολικής Πρωσίας και την ένωση της πόλης Ντάντσιχ (Danzig, το σημερινό Γκντανσκ ή Gdansk) με το Ράϊχ. Το Ντάντσιχ (Danzig), είχε παραχωρηθεί στην Πολωνία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το ίδιο διάστημα αυξάνεται και η ανάλογη προπαγάνδα των συγχρονισμένων μέσων ενημέρωσης της Γερμανίας, τα οποία δημοσιεύουν βίαια και τρομακτικά επεισόδια που δήθεν γίνονται στην Πολωνία με στόχο τη γερμανική μειονότητα της χώρας. Ζητούν ομόφωνα να μην μείνει αναπάντητη η πολωνική αυτή πρόκληση.
Τη νύχτα μεταξύ 31 Αυγούστου και 1 Σεπτεμβρίου μία ομάδα SS, φορώντας στολές του πολωνικού στρατού, σκηνοθετούν επίθεση κατά του γερμανικού ραδιοφωνικού πομπού Γκλάιβιτς, της ομώνυμης πόλης στην Σιλεσία (σημερινό Γκλίβιτσε της Πολωνίας). Αργότερα παρουσιάζονται στα μέσα ενημέρωσης τα επίσης μεταμφιεσμένα πτώματα αιχμαλώτων από στρατόπεδα συγκεντρώσεως ως πτώματα των Πολωνών «επιτιθέμενων».
Στις 1 Σεπτεμβρίου ο Χίτλερ ανακοινώνει μπροστά στο Ράιχσταγκ ότι η Πολωνία επιτέθηκε στην Γερμανία και ότι από τις 5.45 το πρωί οι γερμανικές δυνάμεις πέρασαν στην αντεπίθεση. Στο ψέμα αυτό ακόμη και η ώρα που λέει δεν είναι σωστή: Στην πραγματικότητα η Βέρμαχτ εισβάλλει με πλατύ μέτωπο στις 4.45 στην Πολωνία, δίχως να κηρύξει πόλεμο. Ο Χίτλερ σφάλλει όμως στην εκτίμησή του όσον αφορά τη στάση των Γάλλων και των Βρετανών απέναντι στην εισβολή. Αυτή τη φορά (σε αντίθεση με την περίπτωση της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία ένα χρόνο πριν) το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία αποδεικνύονται πιστοί σύμμαχοι και κηρύττουν πόλεμο κατά της Γερμανίας, δύο μέρες μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία. Έτσι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αρχίζει.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου.
H Πολωνία ηττάται σε 18 μέρες. Βάσει του μυστικού συμπληρωματικού πρωτοκόλλου του Σύμφωνου Μολότωφ-Ρίμπεντροπ, ο ερυθρός στρατός καταλαμβάνει την ανατολική Πολωνία στις 17 Σεπτεμβρίου 1939. Λίγο αργότερα ο Στάλιν διατάζει την επίθεση κατά της Φινλανδίας, όπου το χειμώνα του 1939/40 αντιμετωπίζει αρχικά μεγάλες ήττες. Οι ήττες αυτές δίνουν την τελική σιγουριά στον Χίτλερ στην εκτίμησή του ότι ο ερυθρός στρατός θα είναι εύκολος αντίπαλος.
Ο Χίτλερ έχει τις μεγαλύτερες στρατιωτικές του επιτυχίες την άνοιξη του 1940. Τότε οι γερμανικές δυνάμεις υποτάσσουν με σειρά από «πολέμους αστραπή» (blitzkrieg), οι οποίοι δεν διαρκούν καν δυο μήνες, την Δανία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και ακόμη την Γαλλία.
Το καλοκαίρι του ίδιου έτους όμως ακολουθεί και η πρώτη ήττα του Τρίτου Ράιχ στην αερομαχία για την Αγγλία. Στο μεταξύ ο Νέβιλ Τσάμπερλεν έχει αντικατασταθεί από τον Ουίνστων Τσώρτσιλ, ο οποίος ήδη το 1933 είναι αντίθετος με κάθε είδους συμβιβασμού απέναντι στον Χίτλερ, ενώ αυτός θεωρεί τον αδερφικό αγγλικό λαό πιθανό σύμμαχο. Αναλόγως κάνει την πρόταση, να μην ενοχλήσει την Βρετανία στην αποικιακή της πολιτική, εφόσον αυτή αναγνωρίσει την γερμανική κυριαρχία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο Τσώρτσιλ παραμένει όμως αντίθετος στο Χίτλερ.
Αφού οι γερμανικές δυνάμεις δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν την κυριαρχία στον εναέριο χώρο της Βρετανίας, ο Χίτλερ σχεδιάζει τώρα την απόβαση στη Νότια Αγγλία από τη θάλασσα. Την άνοιξη του 1941 παρατά όμως και αυτό το σχέδιο επειδή κατά τη γνώμη του το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελεί πλέον σοβαρή στρατιωτική απειλή. Στρέφει τώρα την προσοχή του στην ανατολή, η οποία από την αρχή αποτελεί τον πραγματικό του στόχο (βλ. Mein Kampf, 1924).
Αφού η φασιστική Ιταλία αποτυχαίνει τελείως στην κατάληψη της Ελλάδας και οι Έλληνες με αντεπίθεση αναγκάζουν τους Ιταλούς να υποχωρήσουν βαθιά μέσα στην Αλβανία, ο Χίτλερ στέλνει στις 7 Απριλίου 1941 πρώτα στρατιωτική βοήθεια στον σύμμαχό του, τον Μουσολίνι. Εκτός αυτού θέλει με την κατάκτηση των Βαλκανίων να εξασφαλίσει το νότο, ώστε να μπορέσει να αφοσιωθεί στον πόλεμο με την ΕΣΣΔ. Η επίθεση γίνεται -πάλι δίχως να κηρυχτεί πόλεμος- στις 22 Ιουνίου 1941 (Επιχείρηση Βαρβαρόσας). Η ναζιστική προπαγάνδα παρουσιάζει τον πόλεμο σαν αγώνα μεταξύ αντικομουνισμού, του αντιμπολσεβικισμού και του «πολιτισμού της εσπερίας» ενάντια στην «ασιατική βαρβαρότητα» και στον «εβραϊκό μπολσεβικισμό». Στην πραγματικότητα πρόκειται για εξολοθρευτικό πόλεμο. Ο μόνος λόγος για την επίθεση κατά της ΕΣΣΔ είναι η απόκτηση «ζωτικού χώρου» για την «άρια φυλή». Τους υποταγμένους λαούς της ανατολής περιμένει η μοίρα της σκλαβιάς ή της εξόντωσης.
Μετά από αρχικές επιτυχίες η επίθεση της Βέρμαχτ σταματά τον Δεκέμβριο του 1941 λίγο πριν από την Μόσχα. Τον ίδιο μήνα επιτίθεται η συμμαχική Ιαπωνία στην αμερικανική ναυτική βάση του Περλ Χάρμπορ (Χαβάη). Οι ΗΠΑ κηρύττουν τον πόλεμο στην Ιαπωνία και μπαίνουν πλέον επισήμως στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Χίτλερ κηρύττει στις 7 Δεκεμβρίου του 1941 πόλεμο στις ΗΠΑ. Αφού η Βερμαχτ επανέρχεται στην επίθεση το 1942, στις αρχές του 1943 θα αντιμετωπίσει με την μάχη του Στάλινγκραντ την μέχρι τότε μεγαλύτερη της ήττα. Η μάχη του Στάλινγκραντ σημαίνει για το Τρίτο Ράιχ το σημείο τροπής στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
1942-1945 (Τα πολεμικά γεγονότα με λεπτομέρειες αλλά και στοιχεία ερμηνείας).
Είναι αλήθεια πως κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου του πολέμου ο Χίτλερ δε συμπαθεί ιδιαίτερα τους αιχμαλώτους. Κατά σπανιότατη εξαίρεση, απονέμει το σταυρό του ιππότη στο ναύαρχο Χένεκε, ο οποίος παραδόθηκε ταυτόχρονα με τον Σλίμπεν. Στη σχετική ημερήσια διαταγή του, αναφέρει ότι «η πλήρης καταστροφή του λιμανιού του Χερβούργου είναι χωρίς προηγούμενο στα χρονικά της παράκτιας άμυνας». Βασιζόμενοι στο προηγούμενο της αποκαταστάσεως του λιμανιού της Νεαπόλεως, οι Αμερικανοί νόμισαν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το Χερβούργο μέσα σε τέσσερις ημέρες. Αλλά θα χρειασθούν πολλές εβδομάδες για να το κατορθώσουν.
Η στρατηγική του Χίτλερ βασιζόταν στη γοργή απόκρουση της εισβολής.
Στις 29 Ιουνίου, οι στρατάρχες φον Ρούνστετ και Ρόμελ ταξιδεύουν και πάλι στους δρόμους. Είχαν κληθεί στο Μπέρχτεσγκαντεν, με απαγόρευση να χρησιμοποιήσουν αεροπλάνο ή σιδηρόδρομο. Ταξιδεύουν με αυτοκίνητο 24 ώρες συνέχεια για να φθάσουν την ορισμένη ώρα και περιμένουν έξι ώρες στον προθάλαμο του Φύρερ. Ο γηραιός Ρούνστετ, οργισμένος και κατάκοπος, δηλώνει στον αξιωματικό υπηρεσίας, ότι θα καταρρεύσει, όπως ο διοικητής της 7ης στρατιάς στρατηγός Ντόλμαν, που είχε κεραυνοβοληθεί, την προηγούμενη ημέρα, από καρδιακή προσβολή. Η σύσκεψη, άλλωστε, δεν είναι παρά ένας μακρός μονόλογος του Χίτλερ εμπρός σ’ ένα πολυάριθμο και δουλοπρεπές ακροατήριο. Δηλώνει ότι ακυρώνει το γενικό σχέδιο αντεπιθέσεως που είχε καταστρωθεί στις 20 Ιουνίου και σύμφωνα με το οποίο τρία θωρακισμένα σώματα θα κτυπούσαν στο σημείο επαφής της βρετανικής και της αμερικανικής στρατιάς. Η στρατιά της Δύσεως και οι ηγέτες του άφησαν να περάσει η κατάλληλη στιγμή για το ρίξιμο των εισβολέων στη θάλασσα. Αυτό που πρέπει να κάνουν τώρα είναι να τους περιορίσουν στο δασωμένο προγεφύρωμά τους και να μην επιτρέψουν την προσπέλαση των ανοικτών πεδιάδων της βόρειας Γαλλίας, ενώ τα «V-2» θα καταβάλουν την Αγγλία. Κάθε νορμανδική δενδροστοιχία πρέπει ν’ αμφισβητηθεί σαν να επρόκειτο για την τελευταία έπαλξη του Γερμανισμού!
Οι Σύμμαχοι προσπαθούσαν να μη χτυπήσουν μιαν «απυρόβλητη ζώνη» γύρω από τη βασιλική του Αγίου Στεφάνου, αλλά οι βόμβες είναι τυφλές και ο αριθμός των αθώων θυμάτων έμενε υψηλός. Μέσα στον τρόμο και στην στέρηση, η Καν περίμενε την απελευθέρωσή της - αλλά ο Μοντγκόμερυ θεωρούσε ότι η πεισματική προσπάθεια των Γερμανών να κρατηθούν εκεί εξυπηρετούσε το σχέδιό του. Θεωρώντας την Καν ως πύλη του Παρισιού και το Παρίσι ως το κλειδί της Γαλλίας, ο Χίτλερ άφηνε να φθείρεται, στο προγεφύρωμα του Ορν, το άνθος του στρατού του στη Δύση.
Και, όπως συνέβαινε στα διαστήματα μεταξύ των επιθέσεων του πολέμου 1914-1918, ο πόλεμος καταλαγιάζει, καθώς οι αντίπαλοι ξαναπαίρνουν δυνάμεις για νέα αιματοχυσία. Δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι αρνητικές κρίσεις εμφανίζονται στον αγγλοαμερικανικό Τύπο και ότι ο Μοντγκόμερυ επικρίνεται από τους Αμερικανούς, όπως ο Αϊζενχάουερ επικρίνεται από τους Άγγλους. Αντίστροφα, η βραδύτητα στην πρόοδο της εισβολής θα έπρεπε να προκαλεί κάποια ευφορία στα γερμανικά επιτελεία. Αλλ’ αυτό δεν συμβαίνει. Το βάρος του αγώνα είναι τόσο μεγάλο ώστε δεν επιτρέπει την παραμικρή αναβίωση αισιοδοξίας. Όλοι οι αξιωματούχοι που γνωρίζουν τα πράγματα αντιλαμβάνονται ότι το δυτικό μέτωπο είναι καταδικασμένο, ότι όλες οι αμυντικές επιτυχίες δεν μπορούν να έχουν άλλο αποτέλεσμα από μια μικρή καθυστέρηση της καταρρεύσεως. Για τα μέλη της αντιχιτλερικής συνωμοσίας, η αναπόφευκτη αυτή προοπτική κάνει πιο επείγουσα την ανάγκη εξουδετερώσεως του Χίτλερ. Είναι αναγκαίο να εξοντωθεί ο τύραννος και ν’ ανατραπεί ο ναζισμός όσο ο στρατός της Δύσεως στέκεται ακόμη όρθιος. Ο χρόνος επείγει. Στις 9 Ιουλίου, ημέρα της πτώσεως της Καν, ένας από τους συνδέσμους της συνωμοσίας, ο έφεδρος αντισυνταγματάρχης Καίσαρ φον Χοφάκερ, παρουσιάσθηκε στο στρατηγείο της Λα Ρος-Γκυγιόν για να ρωτήσει τον Ρόμελ πόσον καιρό νομίζει ότι μπορεί ακόμη να συγκρατηθεί η εισβολή. Απάντηση του στρατάρχη: «Δεκαπέντε ημέρες ως τρεις εβδομάδες, το πολύ».
Αλλά η βόμβα που προορίζεται για την εξόντωση του Χίτλερ έχει κιόλας κατασκευασθεί. Και ο άνθρωπος που ανέλαβε να την αποθέσει στα πόδια του Φύρερ είναι μία από τις αγνότερες και γενναιότερες καρδιές που υπήρξαν ποτέ.
Η βόμβα είναι όμοια μ’ εκείνη που ο Φάμπιαν φον Σλάμπρεντορφ είχε αποθέσει μέσα στο αεροπλάνο του Χίτλερ, στις 13 Μαρτίου 1943. Είναι όμοια με εκείνη που οι συνωμότες σχεδίαζαν να πυροδοτήσουν, λίγες μέρες αργότερα, στη Στρατιωτική Λέσχη του Βερολίνου, σε μια φιλανθρωπική γιορτή υπέρ των στρατιωτών του μετώπου - αν ο Χίτλερ δεν είχε συντομεύσει απρόβλεπτα την παρουσία του στην γιορτή εκείνη. Είναι όμοια, ακόμη, μ’ εκείνη που ο υπολοχαγός Έβαλντ Χάινριχ φον Κλάιστ, απόγονος γνωστής αρχοντικής οικογένειας της Πομερανίας, είχε ζητήσει να φέρει μαζί του μέσα στη νέα στολή την οποία επρόκειτο να παρουσιάσει στον Φύρερ, στις 11 Φεβρουαρίου 1944, προσφέροντας τον εαυτό του ολοκαύτωμα για την εξιλέωση της Γερμανίας. Αλλά ένας άκαιρος βομβαρδισμός κατέστρεψε τα υποδείγματα της στολής και η παρουσίαση ματαιώθηκε. Η εκρηκτική ύλη είναι πάντοτε πλαστική, αγγλικής κατασκευής, που την προμηθεύει ο συνταγματάρχης βαρώνος φον Φράυταγκ-Λότριγκεν, χάρη στη θέση που κατέχει στην υπηρεσία αντικατασκοπείας. Και ελέγχθηκε η καλή κατάσταση του καψουλιού, για να μη γνωρίσουν μια ακόμη απογοήτευση όπως εκείνη της 13ης Μαρτίου.
Εκτελεστής είναι ο συνταγματάρχης κόμης Κλάους Σενκ φον Στάουφενμπεργκ. Στις αρχές του 1943, άφησε την θέση του στην Ανώτατη Διοίκηση του Στρατού (Ο.Κ.W.) για να υπηρετήσει στην Τυνησία. Μια νάρκη του απέσπασε τον δεξιό βραχίονα, το αριστερό μάτι και δύο δάχτυλα του αριστερού χεριού. Στο κρεβάτι του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν, μέσα στην παροδική τύφλωσή του, σκέφθηκε επάνω στο καθήκον ενός ευπατρίδη και ενός χριστιανού. Πολλοί από τους αντιχιτλερικούς συναδέλφους του είναι δέσμιοι του μοιραίου όρκου που έδωσαν: «Ορκίζομαι μπροστά στο Θεό απεριόριστη και ανεπιφύλακτη πίστη στον Φύρερ... και θα είμαι έτοιμος σε κάθε στιγμή να δώσω τη ζωή μου για τον ιερό αυτόν όρκο». Άλλοι φοβούνται μήπως εμφανισθεί ο Αδόλφος Χίτλερ σαν μάρτυς και άλλοι, ακόμη, τρέμουν να δώσουν μια μαχαιριά στα νώτα της Γερμανίας, ενώ ο αντίπαλος δεν δέχεται άλλη έκβαση του πολέμου από μια παραδοση χωρίς όρους. Όπως και ο Μπεκ, ο Τρέσκοβ και ο Όστερ, ο Στάουφενμπεργκ παραμερίζει τους βαρείς και παραπλανητικούς αυτούς εσωτερικούς δισταγμούς. Πρέπει να σκοτωθεί ο Χίτλερ, όχι μόνο γιατί η εξαφάνισή του αντιπροσωπεύει την μοναδική πιθανότητα αποφυγής της έσχατης συμφοράς, αλλά και γιατί η εξόντωση του «τέρατος» που γέννησε η Γερμανία αποτελεί υποχρέωση συνειδήσεως για έναν Γερμανό. Η Γερμανία, έχοντας χάσει πολύ αίμα, περισυλλέγει τα ανθρώπινα συντρίμμια των πεδίων μάχης. Ωστόσο, οι αρμόδιοι διστάζουν να δεχθούν την παρά τους πολλαπλούς ακρωτηριασμούς του. Εκείνος προβάλλει το γεγονός ότι η όρασή του έχει μερικά αποκατασταθεί, ότι έμαθε να γράφει με τα τρία δάχτυλα που του απομένουν και ότι, έτσι, θα ελευθερώσει έναν αρτιμελή αξιωματικό για το μέτωπο. Αφού έγινε δεκτή η αίτησή του, ενεργεί για να πετύχει μια θέση που να του επιτρέπει να πλησιάζει τον Φύρερ. Η θέση την οποία, πετυχαίνει, τον Δεκέμβριο του 1943, είναι, από την άποψη αυτή, σχεδόν ικανοποιητική. Διορίζεται επιτελάρχης του στρατού του εσωτερικού, υπό τις διαταγές του στρατηγού Φρόμ. Με την ιδιότητά του αυτή, ο Στάουφενμπεργκ θα προσκαλείται μόνο κατ’ εξαίρεση και όχι κατά κανονικά διαστήματα στις συσκέψεις της Ανωτάτης Διοικήσεως της Βέρμαχτ (O.K.W.). Σε αντιστάθμισμα, αυτός ο στρατός του εσωτερικού, περιλαμβάνοντας την εθνοφρουρά και τις διοικήσεις της, αποτελεί όργανο για την κατάληψη της εξουσίας μετά την δολοφονία του Χίτλερ. Ο Στάουφενμπεργκ αναλαμβάνει, λοιπόν, διπλό ρόλο: Τον φόνο του Χίτλερ και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που θα ανέκυπταν μετά τον θάνατό του.
Αλλά ο διπλός αυτός ρόλος δημιουργεί μια περιπλοκή. Όπως και ο νεαρός φον Κλάιστ, ο Στάουφενμπεργκ προσφέρεται ν’ ανατιναχθεί ο ίδιος, ώστε να είναι σίγουρος για την επιτυχία του εγχειρήματός του. Αλλά τον πείθουν ότι είναι απαραίτητος και ότι πρέπει, συνεπώς, να επιζήσει του εγχειρήματος. Το σχήμα που συμφωνήθηκε αποβλέπει στη χρησιμοποίηση ενός γενικού σχεδίου συναγερμού που είχε καταστρωθεί για το ενδεχόμενο εσωτερικών ταραχών και ειδικά για την περίπτωση τυχόν εξεγέρσεως των εκατομμυρίων αιχμαλώτων και ξένων εργατών. Με το σύνθημα «Βαλκυρία», οι περιφεριακοί στρατιωτικοί διοικητές πρέπει ν’ αναλάβουν όλες τις εξουσίες. Έδρα της διοικήσεως του εσωτερικού στρατού, το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στην Μπέντλερστρασε, γίνεται το κέντρο κάθε εξουσίας. Ο Φρομ συμμετέχει μόνο με τη σιωπηρή συμπαράστασή του και από τον επιτελάρχη εξαρτώνται οι αποφασιστικές ώρες που θα ακολουθήσουν όταν αντηχήσει στον κόσμο η κραυγή: ο Χίτλερ είναι νεκρός! Ο στρατός του εσωτερικού θα αφοπλίσει τα Ες-Ες, θα διαλύσει τις ναζιστικές οργανώσεις και θα συλλάβει τους ηγέτες τους. Έργο βαρύ και πολύπλοκο για τον Στάουφενμπεργκ. Δεν έχει λοιπόν δικαίωμα να θυσιαστεί. Πρέπει να βγει ζωντανός από την αίθουσα όπου θα έχει φέρει τον θάνατο. Στον ήδη δύσκολο αυτόν όρο, οι αρχηγοί της συνωμοσίας προσθέτουν άλλον έναν: η βόμβα που θα σκοτώσει τον Χίτλερ πρέπει να σκοτώσει ταυτόχρονα τον Γκαίρινγκ και τον Χίμλερ. Ο ένας είναι ο ιδιοκτήτης της Λούφτβαφε και ο άλλος είναι ο ηγεμόνας των μαχίμων Ες-Ες, δύο ισχυρών ιδιωτικών στρατών, μπροστά στους οποίους ο στρατός του εσωτερικού δεν είναι παρά ένα μάζεμα νεοσυλλέκτων και αναπήρων. Αλλά ούτε ο Γκαίρινγκ ούτε ο Χίμλερ παρίστανται τακτικά στις αναφορές του Φύρερ και η σύμπτωση της ακανόνιστης και απρογραμμάτιστης παρουσίας τους με τις επίσης ακανόνιστες προσκλήσεις του Στάουφενμπεργκ παρουσιάζει πολύ μικρή πιθανότητα.
Στις 11 Ιουλίου, ο Στάουφενμπεργκ καλείται στο Μπέρχτεσγκάρντεν. Αναχωρεί μ’ έναν από τους βοηθούς του, τον λοχαγό Κλάουζινγκ. Ο καθένας τους μεταφέρει από μία εκρηκτική βόμβα βάρους ενός κιλού. Ο Στάουφενμπεργκ δοκίμασε εκατό φορές τις χειρονομίες του. Θα οπλίσει την βόμβα του με μια λαβίδα την οποία χειρίζεται δύσκολα με τα τρία δάχτυλά του, θα την αποθέσει μέσα στην αίθουσα της συσκέψεως, θα βγει μ’ ένα οποιοδήποτε πρόσχημα, θα συναντήσει τον Κλάουζινγκ, που θα έχει μείνει στο τιμόνι του αυτοκινήτου, και θα σπεύσει στο αεροδρόμιο του Φράιλεσιγκ για να επιστρέψει στο Βερολίνο, όπου θα θέσει σε κίνηση τον μηχανισμό καταλήψεως της εξουσίας.
Φθάνοντας στο Μπέρχτεσγκάρντεν, ο Στάουφενμπεργκ μαθαίνει ότι ο Χίμλερ δεν θα βρίσκεται μαζί με τον Φύρερ. Αποτολμά να τηλεφωνήσει στον στρατηγό Φρήντριχ Όλμπριχτ, αρχηγό του Α΄ Γραφείου του Στρατού και έναν από τους κυριότερους συνωμότες, για να τον ρωτήσει εάν πρέπει να προχωρήσει στην απόπειρα. Η απάντηση είναι αρνητική. Οι εκρηκτικές συσκευές μένουν μέσα στο αυτοκίνητο του Κλάουζινγκ.
Το ίδιο βράδυ, στο Βερολίνο, ο Μπεκ και ο Όλμπριχτ αναγνωρίζουν ότι διαπράχθηκε σφάλμα. Δέχονται ότι στο μέλλον η παρουσία του Χίμλερ και του Γκαίρινγκ δεν θα είναι πια απαραίτητος όρος για τον φόνο του Χίτλερ, αλλά μία πολύτιμη και σπάνια ευκαιρία χάθηκε.
Κατά την δεύτερη αυτή εβδομάδα του Ιουλίου, μάχες μεγάλες και καταστρεπτικές για την Βέρμαχτ διεξάγονται στο ανατολικό μέτωπο. Στο μέτωπο της Νορμανδίας, τα αμερικανικά σώματα 19ο και 5ο προχωρούν με βραδύ ρυθμό προς το Σαιν-Λο. Ο Ρόμελ, ο οποίος συμφιλιώθηκε με τον φον Κλούγκε, πήρε την απόφασή του. Στις 16 Ιουλίου, συντάσσει μια έκθεση η οποία, αν και απευθύνεται ιεραρχικά προς τον αρχιστράτηγο του δυτικού μετώπου, έχει στην πραγματικότητα ως παραλήπτη τον Φύρερ. Ο Ρόμελ περιγράφει την δεινή φθορά του στρατού της Δύσεως. Ο στρατός αυτός έχασε 97.000 άνδρες, από τους οποίους 2.360 είναι αξιωματικοί στους οποίους συγκαταλέγονται 28 στρατηγοί και 358 αρχηγοί σωμάτων. Σε αντικατάσταση των απωλειών αυτών, έλαβε μόνο 6.000 άνδρες. Έχασε 225 άρματα και έλαβε 17. Μάχεται ηρωικά, αλλά επίκειται κρίση την οποία δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει. «Ο εχθρός πρόκειται να διασπάσει σε λίγο το ισχνό μέτωπό μας και να εισδύσει βαθιά στο εσωτερικό της Γαλλίας. Ο άνισος αγώνας πλησιάζει στο τέλος του».
Στο δακτυλογραφημένο κείμενο, ο Ρόμελ προσθέτει ιδιόχειρα: «Θεωρώ αναγκαίο να σας παρακαλέσω να συναγάγεται τα πολιτικά συμπεράσματα από την κατάσταση αυτή. Υπογραφή: Στρατάρχης Ρόμελ». Έπειτα από σκέψη, έσβησε τη λέξη «πολιτικά», η οποία θα ερέθιζε τον Χίτλερ. Πίστευε ότι το κείμενο ήταν αρκετά σαφές. Έλεγε απερίφραστα ότι ο πόλεμος είναι χαμένος και ότι η Γερμανία πρέπει να προχωρήσει, χωρίς καθυστέρηση, σε διαπραγματεύσεις, τουλάχιστον με τους Δυτικούς.
Τρέφει άραγε ψευδαισθήσεις; Νομίζει ότι ο Χίτλερ βλέποντας ότι το παιχνίδι είναι χαμένο, θα μπορούσε να θυσιαστεί για χάρη της Γερμανίας; Αυτό απασχολεί και τον ναύαρχο Ρούγκε, ο οποίος ρωτά τον Ρόμελ: «Θα αυτοκτονήσει ο Χίτλερ;». «Όχι», απαντά ο Ρόμελ. «Γνωρίζω τον άνθρωπο. Θα συνεχίσει τον πόλεμο χωρίς τον παραμικρό οίκτο για τον γερμανικό λαό ως τη στιγμή που δεν θα μένει πια στη Γερμανία ούτε ένα σπίτι όρθιο». Ωστόσο, με κάποια ασυνέπεια, ο Ρόμελ επιμένει να αρνείται την προσχώρησή του στο σχέδιο της δολοφονίας. «Του δίνω μια τελευταία ευκαιρία», λέει στον Σπάιντελ. «Εάν δεν κάνει τίποτα, θα δράσω...». αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να διαπραγματευθεί μία ανακωχή με τη Συμμαχική Ανώτατη Διοίκηση. Έχει κιόλας στο νου του τη σύνθεση της αντιπροσωπείας την οποία θα έστελνε στον Αϊζενχάουερ.
Αλλά οι υφιστάμενοί του θα τον ακολουθήσουν; Προβαίνει σε σχετικές βολιδοσκοπήσεις κατά τις συχνές περιοδείες του. Πολλοί στρατηγοί δεν διστάζουν να δηλώσουν συγκατάθεση. Ο κόμης Σβέριν, διοικητής της 116ης θωρακισμένης μεραρχίας, τολμά να υπογράψει ένα υπόμνημα στο οποίο, δηλώνοντας ότι μιλάει εξ ονόματος των στρατευμάτων του, ζητεί τον τερματισμό του πολέμου και την ανατροπή του καθεστώτος. Ο βαρώνος φον Λύτβιτζ, διοικητής της 2ης θωρακισμένης μεραρχίας, επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του συναδέλφου του. Εκείνοι τους οποίους ο Χίτλερ ονομάζει με μίσος «ευγενείς του ευπατριδολογίου» ορθώνονται εναντίον ενός τυχοδιώκτη, μισο-σλάβου, αναμφισβήτητα νόθου, ο οποίος παρασύρει τη Γερμανία σε καταποντισμό. Ένας μικρανεψιός του Βίσμαρκ, ένας μικρανεψιός του Μόλτκε, απόγονοι του μεγάλου Γιορκ φον Βάρτεμπουργκ, του μεγάλου Ζάιντλιτς, αμέτρητα ονόματα δεμένα με την δόξα της Πρωσίας-Γερμανίας αποκηρύσσουν τον Αδόλφο Χίτλερ.
Υπάρχουν και οι άλλοι, ιδίως οι στρατηγοί Ες-Ες. Και αυτοί επίσης έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους.
Στις 17 Ιουλίου, ο Ρόμελ επιθεωρεί το 1ο σώμα Ες-Ες. Ο διοικητής του, Ζεπ Ντήτριχ, είναι πρώην σωφέρ, πρώην σωματοφύλακας και πρώην έμπιστος του Χίτλερ. Δηλώνει με οργή ότι η κατάσταση είναι απελπιστική, ότι γίνεται οξύμωρη, ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχισθεί ο πόλεμος χωρίς ανεφοδιασμό, χωρίς αντικαταστάσεις των απωλειών και, κυρίως, χωρίς αεροπορία, και ότι πρέπει να τερματιστεί με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Οι μέραρχοί του, Μπίτριχ και Μέγερ, εκφράζονται με την ίδια οξύτητα. Ακόμα και οι ίδιοι οι πραιτωριανοί έχουν χάσει τον φανατισμό τους και αμφιβάλλουν για τον Φύρερ!
Στις 4μ.μ., ο Ρόμελ ξαναπαίρνει τον δρόμο προς Λα Ρος-Γκυγιόν. Η ατμόσφαιρα είναι ζεστή και ο ουρανός ανέφελος: καιρός φονικός. Το αυτοκίνητο οδηγείται από τον οδηγό Ντάνιελς. Στο πλευρό του κάθεται ο λοχίας Χόλκε, ο οποίος παρακολουθεί τον ουρανό. Στο πίσω κάθισμα κάθεται ο Ρόμελ, ο ταγματάρχης Νόυχαους και ο λοχαγός Λανγκ. Από έναν δευτερεύοντα και μικρό δρόμο, το αυτοκίνητο παρακάμπτει το Λιβαρό, επάνω από το οποίο πετούν εχθρικά αεροπλάνα, αλλά βγαίνει στην εθνική οδό 179, μεταξύ Λιβαρό και Βιρμουτιέ, κοντά στο χωριό Μονγκομερύ. Τη στιγμή εκείνη, ο Χόλκε φωνάζει: «Γιάμπος!». Ο Ντάνιελς επιχειρεί να ρίξει το όχημά του μέσα σ’ ένα χαντάκι, αλλά δύο συμμαχικά καταδιωκτικά-βομβαρδιστικά εφορμούν με τρομερή ταχύτητα, βάλλοντας με όλα τα όπλα τους. Ο Ντάνιελς τραυματίζεται θανάσιμα. Το αυτοκίνητο κάνει μια απότομη στροφή αριστερά, αναπηδά, διασχίζει τον δρόμο και συντρίβεται μέσα στο δεξιό χαντάκι. Ο Ρόμελ κείτεται σε απόσταση 20 βημάτων, αναίσθητος, με διπλό κάταγμα του κρανίου. Δεν θ’ ανακτήσει τις αισθήσεις του παρά μόνο στο νοσοκομείο του Μπερναί, όπου οι γιατροί δεν εγγυώνται για τη ζωή του.
Την επόμενη του τραυματισμού του Ρόμελ, η βρετανική στρατιά επιτίθεται ανατολικά του Ορν για να συμπληρώσει την κατάληψη της Καν και να συντρίψει το κεντρικό έρεισμα του γερμανικού μετώπου. Την άλλη μέρα, 19 Ιουλίου, μία δεύτερη πρωτεύουσα νομού, το Σαιν-Λο, απελευθερώνεται. Είχε βομβαρδιστεί με εξαιρετική ένταση και είχε εντελώς ερειπωθεί. Τα ερείπιά του, κάτω από τα οποία κείτονται 1.200 θύματα του άμαχου πληθυσμού, τα εκμεταλλεύονται οι χιτλερικές εφημερίδες του Παρισιού, οι οποίες δημοσιεύουν τις σχετικές δραματικές φωτογραφίες με τον τίτλο: «Να πώς ελευθερώνουν την Γαλλία». Οι Αμερικανοί μπαίνουν στο Σαιν-Λο μεταφέροντας και την σορό του ταγματάρχη Τόμας Χόουι, που σκοτώθηκε κατά την τελευταία έφοδο, και την οποία εκθέτουν ανάμεσα στα ερείπια του καθεδρικού ναού, λέγοντας ότι οι νεκροί πρέπει να είναι παρόντες στη νίκη, μαζί με τους ζωντανούς. Νίκη καθυστερημένη. Βρισκόμαστε στην 44η ημέρα της μάχης της Νορμανδίας. Το Σαιν-Λο θα έπρεπε να είχε πέσει την 6η ημέρα...
Την ώρα εκείνη, ηρεμότερος από όλους στάθηκε ο Χίτλερ. Όταν η αμαξοστοιχία του Μουσολίνι μπήκε στον σταθμό -έπειτα από μια μακρά στάση, η οποία γέννησε στους επιβάτες της την υπόνοια ότι κάτι το ασυνήθιστο συνέβαινε- στεκόταν στην αποβάθρα, φορώντας μια μεγάλη μαύρη κάπα και έχοντας πίσω του τον Γκαίρινγκ, τον Χίμλερ, τον Ρίμπεντροπ, τον Μπόρμαν, και άλλους που είχαν σπεύσει από τα γειτονικά Αρχηγεία. Ο χαιρετισμός με τον αριστερό βραχίονα, μια αμυχή στο χέρι και μια γάζα τοποθετημένη στο δεξιό αφτί, όπου είχε διαρραγεί το ακουστικό τύμπανο, αποτελούσαν τα μόνα ορατά ίχνη της απόπειρας. «Ντούτσε, είπε ο Χίτλερ, πριν από λίγο έβαλαν να εκραγεί ένα διαβολικό μηχάνημα εναντίον μου. Η Θεία Πρόνοια με φύλαξε». Όταν έφθασαν στην Βόλφσαντσε, ζήτησε συγγνώμη και κλείστηκε μόνος με τον Χίμλερ, ενώ οι άλλοι κορυφαίοι του ναζισμού άρχισαν να διαπληκτίζονται μπροστά στους εμβρόντητους Ιταλούς και ο Γκαίρινγκ απειλούσε τον Ρίμπεντροπ με την στραταρχική ράβδο του. «Μύριζε προδοσία στον αέρα», θα έλεγε αργότερα ο στρατάρχης Γκρατσιάνι.
Η επανεμφάνιση του Φύρερ αποκατέστησε την ευπρέπεια. Ο Χίμλερ αναχωρεί για το Βερολίνο, αφού διορίστηκε Ανώτατος Διοικητής του στρατού του εσωτερικού. Έπειτα, ο Χίτλερ εξέθεσε για εικοστή φορά στον άλλο δικτάτορα -που, τη φορά αυτή, ήταν ελαφρά συγκαταβατικός- τους λόγους της βεβαιότητάς του για την νίκη. Μόνο κατά την ώρα του τσαγιού σημειώθηκε η έκρηξη της συμπιεσμένης ως τότε λύσσας του. Ο Χίτλερ έπαθε υστερική κρίση και μανία εκδικήσεως και απείλησε τις πιο φοβερές τιμωρίες για τους προδότες, τις οικογένειές τους και την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν.
Στην Ευρώπη, το έτος 1945 αρχίζει με δύο γερμανικές επιθέσεις: τη μία στον Δούναβη και την άλλη στον Ρήνο.
Ο Χίτλερ μεταξύ Ανατολής και Δύσεως.
Τέσσερις ημέρες πριν, στο στρατηγείο του Τσίγκενμπεργκ, η κατευθυντήρια αρχή των δύο αυτών επιθέσεων υπήρξε το αντικείμενο μιας βίαιης σκηνής. Ο Γκουντέριαν έθεσε υπ’ όψιν του Φύρερ τους υπολογισμούς του αρχηγού του 2ου γραφείου του, στρατηγού Γκέλεν, σχετικά με το ανατολικό μέτωπο. Η ρωσική αριθμητική υπολογίζεται σε 7 προς 1 για τα άρματα, 11 προς 1 για το πεζικό και 20 προς 1 για το πυροβολικό. Όταν τέτοιες μάζες απειλούν τις ανατολικές επαρχίες της Γερμανίας και όταν επίκειται γενική επίθεση, είναι άραγε λογικό να αναληφθεί μία δευτερεύουσα επιχείρηση στη Δύση; Είναι άραγε λογικό ακόμη και να κρατήσουν με κάθε θυσία τη Βουδαπέστη; Μήπως θα ήταν καλύτερο να παραταχθούν μπροστά στην Πρωσία, μπροστά στο Βερολίνο, όλες οι δυνάμεις που απονέμουν στη Γερμανία - ενώ στο μεταξύ θα επιχειρείται, αν είναι δυνατόν, διαπραγμάτευση με τους Αμερικανούς και τους Άγγλους;
Η αντίδραση του Χίτλερ ήταν ιδιαίτερα βίαιη. Βρυχήθηκε εναντίον του Γκέλεν, τον οποίο κατηγόρησε ότι έπεφτε θύμα «της μεγαλύτερης μπλόφας από την εποχή του Τζέγκις Χαν». Ισχυρίσθηκε ότι οι Ρώσοι παραπλανούν το γερμανικό 2ο γραφείο με φανταστικές πληροφορίες και ότι δεν είχαν ποτέ τόσο πολλές μεγάλες μονάδες. Άλλωστε, όπως είπε, το ανατολικό μέτωπο είναι ακόμα στον Βιστούλα, ενώ το δυτικό μέτωπο αγγίζει τον Ρήνο. «Στην Ανατολή, είπε, μπορούμε ακόμη να παραχωρήσουμε έδαφος, ενώ στη δύση δεν μπορούμε πια...». Γι’ αυτό ο Φύρερ επιμένει στην αντεπίθεση της Αλσατίας, για να δοθεί ένα ανασταλτικό κτύπημα στην εισβολή.
Στην Ουγγαρία, η κατάσταση δεν έπαψε να χειροτερεύει από το φθινόπωρο. Στις 29 Οκτωβρίου, ο Μαλινόφσκυ διέσπασε το μέτωπο μπροστά στο Κεκσκεμέτ και προχώρησε ως τα προάστια της Βουδαπέστης. Μερικές ημέρες αργότερα, ο Τουλμπούχιν πέτυχε και αυτός μία διείσδυση στα νότια της πρωτεύουσας. Κι έπειτα, η σοβιετική προσπάθεια μεταφέρθηκε πάλι προς τα νότια. Οι σοβιετικές δυνάμεις διάβηκαν τον Δούναβη σε πλατύ μέτωπο και η ομάδα στρατιών του στρατηγού Φρέτερ Πίκο, περιλαμβάνοντας τη γερμανική 6η και την ουγγρική 3η στρατιά, απωθήθηκε στη λεγόμενη «Γραμμή της Μαργαρίτας», μία κατ’ όνομα οχυρωμένη τοποθεσία ανάμεσα στη λίμνη Μπάλατον και στον λόφο της Βούδας. Ο Φύρερ αντικατέστησε τον Φρίσνερ με τον Βαίλερ επί κεφαλής της ομάδας στρατιών «Νότος», αλλά η μεταβολή αυτή στα πρόσωπα δεν εμπόδισε τη σοβιετική επίθεση της 19ης Δεκεμβρίου να είναι ακαταμάχητη. Η 3η ομάδα στρατιών της Ουκρανίας διέσπασε τη Γραμμή της Μαργαρίτας και απώθησε την γερμανική 6η στρατιά. Η 2η ομάδα στρατιών της Ουκρανίας απώθησε την 8η στρατιά και έφθασε στον Δούναβη, στις πόλεις Κομαρόν και Γκραν. Η Βουδαπέστη έχει κυκλωθεί. Ο Φύρερ διόρισε στρατιωτικό διοικητή της πόλεως τον στρατηγό των Ες-Ες Βίγκελμαν, διέταξε την υπεράσπιση της πόλεως «σπίτι με σπίτι» και κάλεσε τον πληθυσμό στα όπλα εναντίον του μπολσεβικισμού. Αλλά οι Ούγγροι συμπεριφέρονται με παράξενο τρόπο. Τα στρατεύματά τους υψώνουν λευκή σημαία. Οι εργάτες του Μισκόλτς πολέμησαν όχι εναντίον των Ρώσων, αλλά μαζί τους. Και στη Βουδαπέστη, ο πληθυσμός αποφάσισε έκδηλα να αγνοήσει τον πόλεμο. Στις 23 Δεκεμβρίου, ημέρα της κυκλώσεως, η ωραία πόλη ζούσε σχεδόν όπως τον καιρό της ειρήνης. Τα τραμ κυκλοφορούσαν, τα μαγαζιά ήταν ανοικτά και οι κάτοικοι έκαναν τα χριστουγεννιάτικα ψώνια τους!
Την Ουγγαρία αυτή που δεν αμύνεται, ο Χίτλερ είναι αποφασισμένος να την υπερασπίσει. Εξηγεί το γιατί στον Γκουντέριαν. Η Βουδαπέστη είναι το προπύργιο της Βιέννης, όπως στην εποχή των μογγολικών εισβολών. Άλλωστε, η μόνη πηγή πετρελαίου που απομένει στο Ράιχ βρίσκεται στην Ουγγαρία και στο Μπούργκενλαντ. Γι’ αυτό, θα εξαπολύσει αντεπίθεση για την απαλλαγή της Βουδαπέστης από τον κλοιό και την απώθηση των Ρώσων πέρα από τον Δούναβη. Το 4ο θωρακισμένο σώμα Ες-Ες, που περιλαμβάνει τις μεραρχίες «Νεκροκεφαλή» και «Βίκινγκ», καταφθάνει από την ανατολική Πρωσία για να αναλάβει την αντεπίθεση αυτή. Ο Γκουντέριαν αντιτείνει ότι πρόκειται για σημαντικό τμήμα των ασθενών εφεδρειών του ανατολικού μετώπου. Ο Χίτλερ, καθώς ο θυμός του είχε κατευνασθεί, έβαλε το χέρι του στον ώμο του επιτελάρχη του και είπε: «Βλέπετε, αγαπητέ μου στρατηγέ Γκουντέριαν, δεν πιστεύω ότι οι Ρώσοι θα επιτεθούν καθόλου... Πιστέψτε με, δεν είναι παρά μία κολοσσιαία μπλόφα. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα συμβεί τίποτα στο ανατολικό μέτωπο».
Μετά τη γερμανική αποτυχία, η μορφή της μάχης της Αλσατίας αλλάζει. Ο Χίτλερ τροποποιεί το σχέδιό του.
Η μάχη εντοπίζεται στην πεδιάδα του Ρήνου. Η γερμανική 19η στρατιά θα επαναλάβει την προσπάθειά της και η 1η στρατιά θα ενωθεί με τον θύλακα του Γκάμπσχάϊμ. Στην πραγματικότητα, η επιχείρηση της Αλσατίας έχει χάσει κάθε γενικότερη σημασία, αφού η καταστροφή ενός σημαντικού τμήματος των συμμαχικών δυνάμεων έχει γίνει αδύνατη. Το μόνο κέρδος στο οποίο μπορεί ακόμη να ελπίζει ο Χίτλερ είναι μια θεαματική και θορυβώδης αναγγελία ότι ανακατέλαβε το Στρασβούργο, για να τονωθεί κάπως το γερμανικό ηθικό.
Η 9η Ιανουαρίου είναι ημέρα θυελλώδης στο Τσίγκενμπεργκ. Ο Γκουντέριαν καταφθάνει επιστρέφοντας από μια περιοδεία στο ανατολικό μέτωπο, με την πεποίθηση ότι η εξαπόλυση της μεγάλης σοβιετικής επιθέσεως είναι ζήτημα ωρών. Ο Χίτλερ απαντά ότι η ιδέα αυτή είναι «εντελώς ηλίθια» και ότι ο αρχηγός του 2ου Γραφείου, Γκέλεν, πρέπει να κλεισθεί σε φρενοκομείο. «Να με κλείσετε κι εμένα σε φρενοκομείο, απαντά ο Γκουντέριαν, γιατί συμμερίζομαι απόλυτα την άποψή του». Η συζήτηση συνεχίζεται με βιαιότητα, ο Χίτλερ επαναλαμβάνει ότι δεν θα εγκαταλείψει την πρωτοβουλία στη Δύση και ότι όλοι οι πίνακες των σοβιετικών δυνάμεων που του παρουσιάζουν είναι χονδροειδώς λανθασμένοι. Ο Γκουντέριαν απεκόμισε, ωστόσο, κάτι θετικό. Ο Χίτλερ δέχθηκε τελικά ν’ αποσυρθεί από τις Αρδένες η 6η στρατιά Ες-Ες, που περιλαμβάνει τις θωρακισμένες μεραρχίες Ες-Ες 1η, 2η, 9η και 12η, να συμπληρωθεί και να μεταφερθεί στο ανατολικό μέτωπο.
Η Ουφαλίζ, σημείο συγκλίσεως των συμμαχικών προσπαθειών, δεν απέχει πια παρά 10 περίπου χιλιόμετρα. Όλοι οι στρατηγοί επιζητούν να ξαναπεράσουν πίσω από τη γραμμή Ζίγκφριντ. Ο Ρούντστετ προχωρεί ακόμη περισσότερο και, σ’ ένα υπόμνημά του προς το O.K.W., εισηγείται σύμπτυξη στη δεξιά όχθη του Ρήνου. «Οι στρατιώτες, γράφει, δεν θέλουν να κλειστούν μέσα σε αμπρί με λεπτές στέγες. Θα τους κάψουν εύκολα τα φλογοβόλα. Προτιμούν να μάχονται στο ύπαιθρο...». Ο Χίτλερ, δημιουργός της γραμμής Ζίγκφριντ, απορρίπτει με οργή το υπόμνημα και διατάσσει να υπερασπίζουν παντού το έδαφος βήμα προς βήμα.
Ο αντίπαλος, τον οποίο έχει μπροστά της η καναδική στρατιά, είναι η 1η γερμανική στρατιά αλεξιπτωτιστών, η οποία μαζί με μια αδύνατη 25η στρατιά, που κατέχει το βόρειο τμήμα της Ολλανδίας, αποτελεί την ομάδα «Η», της οποίας τη διοίκηση μόλις είχε αναλάβει ο Μπλάσκοβιτς, που είχε μετατεθεί από την Αλσατία - Λοραίνη. Η στρατιά αυτή επανδρώνει τη γραμμή Ζίγκφριντ, καθώς και μια θέση φραγμάτων κοντά στο Ρήνο. Οι Γερμανοί στρατηγοί υποστηρίζουν, πως αυτές οι αμυντικές οχυρώσεις ήταν απατηλές. «Δεν ήταν ένα τείχος», γράφει ο διοικητής σώματος στρατού Σλεμ, «ήταν μια χίμαιρα». «Ο Χίτλερ», λέει ο διοικητής της στρατιάς Στράουμπε, «ήταν ο μόνος που μπορούσε να συλλάβει με τη φαντασία του οχυρώσεις από μπετόν σε βάθος και στέρεες, πίσω από τις οποίες το Ράιχ θα βρισκόταν σε ασφάλεια». Οι διαταγές που υπαγόρευσε προσωπικά ο Χίτλερ όριζαν να προασπιστεί με τη μεγαλύτερη λύσσα η αριστερή όχθη του Ρήνου. Οι γέφυρες θα πρέπει να τεθούν υπό αυστηρή επιτήρηση. Κανένας στρατιώτης, κανένα όχημα, κανένα όπλο δεν θα επιτραπεί να περάσει στη δεξιά όχθη, χωρίς διαταγή υπογεγραμμένη από τον αρχηγό του γενικού επιτελείου του στρατού. Θα στέλνουν πίσω ακόμα και άρματα εκτός μάχης και νοσοκομειακά αυτοκίνητα γεμάτα τραυματίες.
Ενώ όμως οι οχυρωμένες θέσεις είναι στοιχειώδεις, η ψυχή των Γερμανών στρατιωτών, που πολεμούν στις παρυφές της πατρίδας, έχει μείνει ακλόνητη και γενναία. Έπειτα από το τραχύ ξεκίνημα της αγγλοκαναδικής επιθέσεως, ακολουθεί μια πεισματώδης μάχη. Η λάσπη και οι πλημμύρες καλύπτουν την πεδινή περιοχή. Μεταξύ Νιμέγκ και Έμεριχ, ο Ρήνος έχει πλάτος 15 χλμ. με διάφορους οικισμούς, που ξεπροβάλλουν σα νησιά μέσα από το λασπώδες ρεύμα του. Οι εφοδιοπομπές κινούνται επάνω σε δρόμους σκεπασμένους με δύο πόδια νερό.
Καναδοί και Βρετανοί συνεχίζουν μόνοι τους την επίθεση, που εκτυλίσσεται μεθοδικά, έντονα και δύσκολα. Η πόλη Κλέβ και το δάσος του Μόυλαντ αποσπώνται από τον εχθρό μεταξύ 18 και 21 Φεβρουαρίου. Οι Γερμανοί δεν αγκιστρώνονται πια παρά μόνο σε δύο δασωμένα υψώματα, το Χόχβαλντ και το Μπαλμπέργκερβαλντ, που βρίσκονται σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων από τον Ρήνο. Ο Ρούντστετ ζητά την έγκριση να μεταφέρει το μικρό τμήμα που απομένει από την 1η στρατιά αλεξιπτωτιστών στη δεξιά όχθη, αλλά προσκρούει στο πείσμα του Χίτλερ. Κάθε σπιθαμή εδάφους του Ράινλαντ θα προασπιστεί ως την τελευταία ρανίδα αίματος.
Ένα άλλο θύμα της γέφυρας του Ρεμάγκεν είναι ο στρατάρχης φον Ρούντστετ. Η οργή του Φύρερ υπέβοσκε εναντίον του γηραιού στρατιώτη. Ο αρχηγός του επιτελείου του Βέστφαλ, που είχε κληθεί στο Βερολίνο στις 6 Μαρτίου, δέχθηκε χείμαρρο επικρίσεων που απευθύνονταν στον αρχηγό του. Ο Κάιτελ τον κατηγόρησε για τη «δειλία» των στρατευμάτων του δυτικού μετώπου. Ο Χίτλερ έφησε πάλι να ξεσπάσει ο θυμός του για το υπόμνημα του Ρούντσετ σχετικά με τις ατέλειες της γραμμής Ζίγκφριντ: «Ο εχθρός τρέμει μπροστά σ’ αυτό το αριστούργημα της γερμανικής τεχνικής και ένας Γερμανός στρατηγός τολμά να υποστηρίξει πως ο Γερμανός στρατιώτης δεν έχει εμπιστοσύνη σ’ αυτήν!».
Ο αιφνιδιασμός του Ρεμάγκεν, που ήρθε την επόμενη αυτού του ξεσπάσματος, επισφραγίζει την Τρίτη δυσμένεια του Ρούντσετ. «Είναι», δηλώνει ο Χίτλερ, «ένας άνθρωπος ξοφλημένος. Δεν τον θέλω πια». Ο Κέσελρινγκ ανακαλείται από την Ιταλία και αναλαμβάνει την αρχιστρατηγία του δυτικού μετώπου.
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.