Β
Στ΄) Ο τρομερός εχθρός των Εβραίων.
Το μίσος του Χίτλερ εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας μεγαλώνει. -Οι Εβραίοι της Αυστρίας.- Ένας λαοφιλής δήμαρχος που τα βάζει... με τους μισούς συμπατριώτες του: Λύγκερ.- Πώς γεννήθηκαν στον Χίτλερ τα αντιεβραϊκά του αισθήματα.- Προσπαθεί να προσηλυτίσει έστω και έναν εβραίο στην ιδεολογία του.
Την εχθρότητα που του έδειχνε το περιβάλλον του ένεκα των αντιμαρξιστικών του ιδεών, την ανταπέδιδε ο Χίτλερ σε μίσος εναντίον της Σοσιαλδημοκρατίας. Για τον αποκλεισμό του από τις «δουλειές», για τα επαναλαμβανόμενα διωξίματά του από τα γιαπιά, για την απόπειρα ακόμα που παρά λίγο να γίνει εναντίον του δεν θεωρούσε υπεύθυνους τους συναδέλφους του. Αυτοί ήσαν τα «θύματα». Υπεύθυνους θεωρούσε τους αρχηγούς της Σοσιαλδημοκρατικής κινήσεως που είχαν ποτίσει με τέτοιες ιδέες και με τέτοια αισθήματα τους οπαδούς τους. Αυτοί φταίγανε.. Και αυτούς άρχισε να θεωρεί υπόλογους ο Χίτλερ για... όλη την κακοδαιμονία του.
Όσο εξέταζε μάλιστα καλύτερα τα πράγματα, όσο έβλεπε τους Εβραίους να διευθύνουν από τα παρασκήνια τη μαρξιστική κίνηση, τόσο περισσότερο φούσκωνε μέσα στα στήθη του, άρχιζε να παίρνει μορφή μανίας, το μίσος που ένιωθε εναντίον των απογόνων του Ισραήλ.
Οι περισσότεροι σοσιαλδημοκράτες, πράγματι, από τους ιδρυτές του κόμματος ως τους απλούς αρχηγούς, ήταν εβραίοι. Μα τότε -συμπέρανε ο Χίτλερ- τότε ήταν φανερό το πράγμα! Πίσω από τις παχυλές υποσχέσεις του Μαρξισμού, κρυβόταν ο εγωισμός της «παράσιτης αυτής ράτσας» κι ο μυστικός της πόθος να καταστρέψει κάθε εθνικιστική ιδέα...
Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος στο «Μάϊν Κάμπφ» την ψυχική κατάσταση στην οποία βρέθηκε όταν τα «ανακάλυψε» όλα αυτά.
Αξίζει ν’ αναφέρουμε τα ίδια του τα λόγια, γιατί έτσι μας δίδεται το κλειδί του μίσους που αισθανόταν ακόμη και αργότερα ο Χίτλερ εναντίον κάθε τι του εβραϊκού, της έχθρας του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος εναντίον του ιουδαϊσμού, τον οποί με φοβερούς διωγμούς προσπαθεί να αφανίσει, να εξολοθρεύσει.
-«Μαύρα προαισθήματα- γράφει ο Χίτλερ- κι ένας φριχτός φόβος με κυρίευσαν όταν κατάλαβα τους μυστικούς σκοπούς που επεδίωκε ο σοσιαλισμός. Μου φάνηκε πως η θεωρία του ήταν εμπνευσμένη από τον εγωισμό και από το μίσος, κι ότι χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα εκείνα που θα τον οδηγούσαν τελικά, με μαθηματική ακρίβεια, στη νίκη. Σε μια νίκη που ήταν μοιραίο να καταφέρει κατά της ανθρωπότητας ένα θανάσιμο πλήγμα.
Εν τω μεταξύ, πείστηκα ότι μεταξύ της κακούργας αυτής θεωρίας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του εβραϊκού λαού, που μου ήταν ως τότε άγνωστος, υπήρχαν ορισμένες σχέσεις. Μόνο όποιος ξέρει καλά τον Ισραηλιτισμό μπορεί να βρει το κλειδί των μυστικών και, κατά συνέπεια, των πραγματικών σκοπών της σοσιαλδημοκρατίας.
Εκείνος που κατορθώνει να γνωρίσει αυτό το λαό, αρχίζει να βλέπει καθαρά και μαθαίνει τους αληθινούς σκοπούς του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Μέσα από τους καπνούς και τα φούμαρα της ρητορικής του, προβάλλει το απαίσιο και χονδροειδές μούτρο του Εβραϊσμού- του Μαρξισμού!».
Ο Χίτλερ, στα νιάτα του, είχε γνωρίσει πολύ λίγους Ισραηλίτες. Οι Εβραίοι, άλλωστε, του Λίντς, ντυνόντουσαν όπως οι Ευρωπαίοι και δεν προκαλούσαν την προσοχή. Τους περνούσε κανείς για Γερμανούς.
Ο πατέρας του, επίσης, δεν ήταν αντισημίτης. Δεν έκανε διάκριση σε... χριστιανές και σε εβραιοπούλες, φθάνει να ήταν όμορφες... έτσι κι ο Αδόλφος, όταν ήταν μικρός, δεν αισθανόταν καμιά αντιπάθεια εναντίον των Εβραίων. Απεναντίας, μάλιστα, τους λυπόταν.
Η παπαδοκρατία βασίλευε τότε στην Αυστρία. Κι όταν ο Αδόλφος τύχαινε ν’ ακούσει, σε πολιτικές συζητήσεις, να μιλούν κοροϊδευτικά κάπως για τους Εβραίους, γινόταν έξω φρενών: θαρρούσε πως οι Εβραίοι δεν διέφεραν από τους άλλους συντοπίτες του παρά κατά τη θρησκεία μόνο. Μάθαινε, βέβαια, ότι στα 1873 και στα 1880 είχαν γίνει βίαιες αντισημιτικές εκδηλώσεις στην Αυστρία. Θεωρούσε όμως τους Εβραίους ως ένα λαό πολιτισμένο όπως όλοι οι άλλοι, και πίστευε πως τους καταδίωκαν, για τις θρησκευτικές τους δοξασίες, μόνο οι θρησκόληπτοι.
Ούτε όταν έφθασε στη Βιέννη του έκαναν καμιά εντύπωση οι Εβραίοι. Περισσότερο τον θύμωνε η καταφρόνια που έδειχναν οι Αυστριακοί για κάθε τι δικό τους, για κάθε τι τευτονικό, και η μανία τους να εκθειάζουν κάθε τι το γαλλικό...
Δεν μπορούσε όμως τότε ακόμη, βέβαια, να καταλάβει ότι... το ένα δέκατο από τους κατοίκους της Βιέννης ήταν Εβραίοι. Ότι αυτοί συγκέντρωναν την πραγματική δύναμη στην Αυστροουγγαρία, κι ότι αυτοί είχαν καταντήσει σ’ αυτά τα χάλια αυτή την ισχυρότατη άλλοτε αυτοκρατορία...
Όλα αυτά τα κατάλαβε, όταν... το μίσος του προς τον Μαρξισμό και την Σοσιαλδημοκρατία τον έκανε να προσέξει κάπως καλύτερα, να μελετήσει προσεχτικότερα τη ζωή και... τα έργα των Εβραίων της Αυστρίας.
Είδε τότε πως οι Εβραίοι, εγκατεστημένοι από εκατονταετηρίδας στη Βιέννη κυρίως, είχαν κατορθώσει να πλουτίσουν, να πάρουν τα κυριότερα οικονομικά πόστα, να κυριεύσουν το εμπόριο, τις τράπεζες, τον Τύπο, τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις - κάθε ικμάδα της Αυστρίας! Αυτή η «δράση» τους ακριβώς είχε προκαλέσει τις «αντιδράσεις» του 1873 και του 1880.
Ένας άνθρωπος μόνο, ένας «μεγάλης ιδιοφυΐας δημαγωγός» όπως τον αποκαλεί αργότερα ο Χίτλερ, ο Καρλ Λύγκερ, είχε καταλάβει τι ωφέλειες θα μπορούσε να προσποριστεί ένας πολιτικός που θα ήξερε να εκμεταλλευτεί δημαγωγικά την καταφορά του πλήθους εναντίον των Εβραίων. Ήρκεσε πράγματι ο Λύγκερ να βγάλει μερικούς φλογερούς αντισημιτικούς λόγους, να εξάψει τα πάθη εναντίον «της μαφίας των Εβραίων που είχαν κατορθώσει να ρουφούν το αίμα του αυστριακού λαού για να πλουταίνουν», για να γίνει... με τεράστια πλειοψηφία δήμαρχος της Βιέννης!
Ο Χίτλερ, άρχισε να ενδιαφέρεται για τον Λύγκερ. Μόλις μάθαινε ότι επρόκειτο να βγάλει κάποιο λόγο έτρεχε να τον ακούσει. Ο Λύγκερ έκανε επίθεση με εξαιρετική δριμύτητα εναντίον των Εβραίων. Τους... «σκότωνε όλους ομαδικά»! Κι ο Χίτλερ ακούγοντάς τον, έβγαζε το άχτι του! Που να ήξερε πως κάποτε... θα τους σκότωνε κάπως πιο ρεαλιστικά αυτός...
Στον «αντισημιτισμό» του Λύγκερ, ωστόσο ο Χίτλερ δεν έδινε μεγάλη σημασία. Ήξερε ότι ο Λύγκερ δεν ήταν αντισημίτης τόσο εκ πεποιθήσεως όσο... για να κάνει τη δουλειά του, να προσελκύει το πλήθος. Όμως, καθετί που λεγόταν εναντίον των Εβραίων, των «εχθρών» του, ο Χίτλερ πλέον το έπαιρνε προσωπικά. Δεν τον ενδιέφερε αν ο Λύγκερ είχε πολλούς Εβραίους φίλους, με τους οποίους, ύστερα απ’ τους λόγους του, πήγαινε κι έπινε μπύρες... Έπειτα ο Λύγκερ είχε πραγματικό πολιτικό ταλέντο, ήταν μέχρι σχολαστικισμού τίμιος, ήταν προστάτης των μικροεπαγγελματιών, των μικρεμπόρων, εχθρός της μεγάλης κεφαλαιοκρατίας και, κυρίως, Γερμανός. Γερμανός απ’ την κορφή ως τα νύχια. Ήταν δηλαδή κάτι σαν Σοσιαλιστής κι Εθνικιστής συγχρόνως. Ένα είδος προδρόμου του Εθνικοσοσιαλισμού. Αργότερα, ο πανίσχυρος δικτάτωρ της Γερμανίας θα δηλώσει πως θεωρεί τον Λύγκερ «τον μεγαλύτερο δήμαρχο όλης της Γερμανικής Ιστορίας», ανεξαρτήτως του αν ήταν δήμαρχος της Βιέννης.
Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε αρχίσει να αναπνέει ελεύθερα: είχε βρει στο πρόσωπο του Λύγκερ τον άνθρωπο που ενσάρκωνε κάπως τις ιδέες του. Κι όσο μελετούσε τη ζωή του, τόσο περισσότερο ενθουσιαζόταν μαζί του. Ολοένα έβρισκε και περισσότερες ομοιότητες με τη δική του ζωή. Ο Μπεκλέρ περιγράφει αυτή την δυαδική, εκλεκτική, πνευματική συγγένεια ανάμεσά τους: «Ο Λύγκερ προερχόταν από το λαό και δεν έζησε παρά για το λαό. Θα μείνει στην Ιστορία της Κεντρικής Ευρώπης σαν ένας δικτάτωρ της Βιέννης. Χριστιανοσοσιαλιστής στο δημοτικό του πρόγραμμα, αρχηγός της πολιτικής της μεσαίας τάξεως, αρνούμενος τα... εκ του Θεού προερχόμενα δικαιώματα των τραπεζιτών και των πλουσίων εν γένει, δεδηλωμένος εχθρός τόσο του φιλελευθερισμού όσο και της Σοσιαλδημοκρατίας των Εβραίων, όπως έλεγε, λαϊκός τύπος, όπως μπορούν να είναι μονάχα οι πραγματικοί αρχηγοί της κοινής γνώμης, συγχρόνως όμως υποστηρικτής και της Μοναρχίας, ο Λύγκερ δε μπορούσε παρά, με τις ιδιότητές του αυτές, να ασκήσει μια μεγάλη επιρροή στον Αδόλφο Χίτλερ, που, μόλις άρχισε να υφίσταται τη γοητεία του δημοτικού άρχοντα της Βιέννης, θέλησε να πληροφορηθεί ποιες ήταν οι πραγματικές αντιλήψεις του για το Εβραϊκό ζήτημα...»
Οι αντιλήψεις του Λύγκερ φανάτισαν τον Χίτλερ εναντίον των Εβραίων: άρχισε να τους «κυνηγάει», να μελετά κάθε εκδήλωσή τους στην Αυστρία. Πιστοποίησε τότε, όπως λέει ο ίδιος, πως «δεν υπήρχε ατιμία στην οποία να μην ήταν ανακατεμένοι». Δεν αρκούσε που είχαν πιάσει όλα τα πόστα -γιατροί, δικηγόροι, διανοούμενοι, καθηγητές, διευθυντές εφημερίδων δεν υπήρχαν στη Βιέννη παρά Εβραίοι σχεδόν όλοι!- χωρίς ν’ αφήσουν να αναδειχτεί κανένας άλλος, δεν αρκούσε που όλοι οι διευθυντές, οι συνεργάτες και οι εκδότες του Μαρξιστικού τύπου της Αυστρίας ήταν Εβραίοι, αλλά τους έβλεπε επίσης να εκδίδουν όλα τα πορνογραφικά λαθρόβια έντυπα, έβλεπε τη χαρτοπαιξία, την αισχροκέρδεια -όπως λέει ο ίδιος πάντοτε τουλάχιστον- να γίνονται όργανα πλουτισμού των Εβραίων.
Επιπλέον, με τη λατρεία που έτρεφε σε καθετί το γερμανικό, άρχισε ν’ αμφιβάλλει πλέον, αν ήταν δυνατόν ένας Εβραίος να έχει μέσα του γερμανική συνείδηση, αν ήταν δυνατό να υπάρχουν Εβραίοι Γερμανοί. Ερεύνησε πολύ και μελέτησε πυρετικά κι αυτό το ζήτημα και, στο τέλος, το αποτέλεσμα των ερευνών του ήταν ν’ ανακαλύψει ότι όλοι οι πολιτικοί εκείνοι που δεν παραδέχονταν την εθνική συνείδηση, όλοι οι σοσιαλδημοκράτες βουλευτές, όλοι οι γραμματείς στα διάφορα εργατικά συνδικάτα, οι πρόεδροι των σοσιαλιστικών οργανώσεων ή και οι απλοί προπαγανδιστές ακόμη, που προσπαθούσαν να δηλητηριάσουν τους ανθρώπους των συνοικιών με τις «αντεθνικές» ιδεολογίες τους, ήταν Εβραίοι!
Ύστερα απ’ αυτή τη διαπίστωση, ο Χίτλερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένας Εβραίος δεν μπορούσε να είναι Γερμανός. «Το κατάλαβα αυτό καλά, γράφει, κι από τότε ησύχασε το μυαλό μου. Έτσι, έπαυσα πια να έχω κοσμοπολίτικες αντιλήψεις και έγινα φανατικός αντισημίτης».
Ξαφνικά όμως, ακριβώς αυτή τη χρονική περίοδο, κυριεύτηκε από μια έντονη επιθυμία: Να κατορθώσει ν’ αποσπάσει μερικούς Εβραίους εργάτες -έστω κι έναν!- απ’ τα νύχια του Μαρξισμού. – «Ήμουν -γράφει στην Αυτοβιογραφία του- αρκετά απλοϊκός ακόμη, την εποχή εκείνη, ώστε να θέλω να τους φωτίσω επάνω στις παραδοξολογίες που υποστήριζε η θεωρία τους. Έπαιρνα το λόγο όσο πιο συχνά μπορούσα στον όμιλο των συναδέλφων μου, και ξελαρυγγιαζόμουνα για να τους λέω διαρκώς πόσο λάθος είχαν.
Φανταζόμουνα ότι ήταν εύκολο να τους δείξω πόσο μεγάλος ήταν ο κίνδυνος από τη διάδοση των μαρξιστικών θεωριών. Κάθε φορά όμως έφτανα... στο αντίθετο αποτέλεσμα!».
Έτσι βλέποντας πως δεν μπορούσε να προσελκύσει στις ιδέες του ούτε έναν εβραίο, έφτασε στο συμπέρασμα πως η τυχόν επικράτηση των Εβραίων, θα σήμαινε την καταστροφή της ανθρωπότητας.
Τελείωσε. Από τότε είχε εδραιωθεί πλέον μέσα στην ψυχή του Χίτλερ η αντισημιτική του θεωρία, που δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει ποτέ.
Τότε όμως ήταν ακόμη μόνος...
Είδαμε, έτσι, πως είχε γίνει ο Χίτλερ εθνικιστής από παιδί, πως έγινε αντιμαρξιστής αργότερα, επειδή δεν επέτρεπε στον εαυτό του να ενώσει την τύχη του με την τύχη των άλλων εργατών, να γίνει ένα «νούμερο» ανάμεσά τους, πως έγινε αντισημίτης, επειδή έβλεπε πως οι Εβραίοι ήταν η ψυχή του Μαρξισμού, και πως αυτοί είχαν «καπαρώσει» όλες τις τιμές και όλα τα πλούτη.
Ο Χίτλερ, όμως έγινε και «αντικοινοβουλευτικός»:... από την ημέρα που παρακολούθησε για πρώτη φορά μια συνεδρίαση της Αυστριακής Βουλής.
Ζ΄) Συνέχεια περιπετειών.
Ο Χίτλερ γίνεται ζωγράφος.- Αρχίζει να γεννιέται μέσα του, η επιθυμία του, να πολιτευτεί.- Μια συνεδρίαση του Ράϊχσρατ- Καβγάδες, κακό, οχλοβοή... και ξύλο!- Όπου ο Χίτλερ καταδικάζει στη συνείδησή του τον κοινοβουλευτισμό.- Μικροπωλητής καρτ-ποστάλ.- Ο θάνατος του Λύγκερ και η κηδεία του. –Η νοσταλγία της Γερμανίας.
Καθώς τον έδιωχναν διαρκώς από τις διάφορες εργασίες στις οποίες προσπαθούσε να κερδίσει το ψωμί του, ο Χίτλερ αναγκαζόταν κάθε τόσο ν’ αλλάζει επάγγελμα.
Από «αποδότης», λασποκουβαλητής, δηλαδή, έγινε έτσι διαδοχικά ταπετσέρης, σοβατζής (το περίεργο είναι ότι αυτό το επάγγελμα, που εξάσκησε λιγότερο καιρό απ’ όλα τ’ άλλα, είναι και το πιο γνωστό του! Πολλοί, πράγματι, αγνοούν ότι υπήρξε κτίστης. (Ο Χίτλερ -λένε- άρχισε σοβατζής) και τέλος διακοσμητής του εσωτερικού οικοδομών. Πλησίαζε, ολοένα και περισσότερο στο επάγγελμα του καλλιτέχνη, που είχε ονειρευτεί όταν ήταν νέος.
Είχε βαρεθεί όμως πια να είναι «εργάτης», να περιμένει από τους διαφόρους εργολάβους οικοδομών να τον προσλάβουν στη δουλειά τους. Το επάγγελμα του «μισθωτού» τον είχε αποκαρδιώσει, βάραινε στην ψυχή του. Διψούσε για ένα επάγγελμα «ελευθέριο» όπου να μπορέσει ν’ αναδειχτεί. Την εποχή εκείνη επιχείρησε να ανοίξει αρχιτεκτονικό γραφείο. Απέτυχε όμως. Και τότε, στις αρχές του 1910, πήρε μια μεγάλη απόφαση: Παράτησε τα γιαπιά, τους «συναδέλφους» του εργάτες, τα ημερομίσθια, κι άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό του.
Έγινε ζωγράφος - υδατογράφος. Τοπία, αγροτικές σκηνές και αστικά οικοδομήματα -κυρίως υδατογραφίες- ζωγράφιζε ο Χίτλερ και τα πρόσφερε στους διαβάτες για να τα αγοράσουν. Οι διαβάτες όμως -όπως συμβαίνει συνήθως- δεν έδειχναν μεγάλη προθυμία. Κι ο Χίτλερ, σκέφτηκε να γίνει διαφημιστής. Άρχισε να ζωγραφίζει διάφορες διαφημιστικές εικόνες, να τις προσφέρει στους εμπόρους, να τσακώνεται μαζί τους όταν δεν τις εύρισκαν του γούστου τους, να ιδρωκοπά για να τους κάνει να τον καταλάβουν και να τους αποσπά την παραγγελία.
Η διαφημιστική τέχνη τότε ήταν στα σπάργανα. Κι ούτε ο Χίτλερ είχε δυνατό ταλέντο ώστε να μπορεί να την επιβάλει. Πρωτοπόρος, λοιπόν. Ψευτοζούσε όμως. Και ήταν ενθουσιασμένος γιατί αυτό το επάγγελμα παρουσιαζόταν πιο σχετικό με την αρχιτεκτονική και την τέχνη. Οι στερήσεις, άλλωστε, και η φτώχεια, δεν του έκαναν καμιά εντύπωση. Είχε συνηθίσει σ’ αυτές. Κι έπειτα είχε τους αιώνιους φίλους του: τα βιβλία. Όσο, διάβαζε, όσο μορφωνόταν, όσο μάθαινε διάφορα πράγματα, τόσο ήθελε να μαθαίνει και περισσότερα. Και πολλές φορές η αυγή τον εύρισκε σκυμμένο πάνω στο βιβλίο του. Δεν τον ένοιαζε, όμως τώρα πια: δεν είχε ανάγκη να τρέξει απ’ τα χαράματα, στο γιαπί, όπως άλλοτε, με το ζεμπίλι στον ώμο. Δεν είχε παρά ν’ αρχίσει τη διαφημιστική περιοδεία του λίγο αργότερα.
Από τότε είχε αρχίσει, ακαθόριστα βέβαια, να γεννιέται μέσα στον Χίτλερ η επιθυμία του να πολιτευθεί κάποτε, του να μπορέσει να επιβάλει τις γνώμες του, την ιδεολογία που ολοένα και έπαιρνε ένα σχήμα πιο συγκεκριμένο, στους συμπατριώτες του. Περίμενε όμως και μελετούσε για «όταν και εάν» έφθανε εκείνη η στιγμή.
Έτσι μόρφωσε και μία άλλη πεποίθηση. Ότι δεν πρέπει ένας νέος να κατέρχεται στην πολιτική εάν δεν είναι τουλάχιστον τριάντα χρονών. Γιατί, ως την ηλικία αυτή, πίστευε ο Χίτλερ, ο άνθρωπος δεν έχει σταθεροποιήσει ακόμη τις ιδέες του. Έτσι, εκείνος, που θα αρχίσει να πολιτεύεται πριν γίνει τριάντα χρονών, θα αναγκαστεί ή ν’ αλλάξει αργότερα δοξασίες, ή να επιμείνει μεν στις πρώτες του αρχές χωρίς όμως πλέον να τις πιστεύει.
Στην πρώτη περίπτωση, αφού ο ίδιος δεν θα έχει ατράνταχτη πεποίθηση στη γνώμη του, πώς θα θελήσει να την επιβάλει στους άλλους; Και στη δεύτερη περίπτωση θα είναι ένας «πολιτικάντης» ένας παλιάνθρωπος, ένας «καταφερτζής», ένας ασυνείδητος τυχοδιώκτης όπως, αλίμονο, είναι τόσοι πολιτικοί.
Η πιο μεγάλη επιθυμία του Χίτλερ, την εποχή εκείνη, ήταν να παρακολουθήσει μια συνεδρίαση του Ράϊχσρατ - της Αυστριακής Βουλής.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο πληθυσμός της Αυστρίας αποτελούταν τότε από έναν συρφετό διαφόρων φυλών, χωρίς καμιά ενιαία συνείδηση, που θα είχαν διαλυθεί ασφαλώς στα «εξ ών είχαν συντεθεί», αν δεν κυκλοφορούσε ανάμεσά τους και το ζωογόνο γερμανικό αίμα. Ο Χίτλερ ήταν περίεργος να δει πως συνεδρίαζαν οι αντιπρόσωποι τόσων διαφορετικών εθνικοτήτων.
Με χίλιους δύο κόπους κατόρθωσε να πετύχει, τέλος πάντων κάποια μέρα, μία άδεια εισόδου στη Βουλή. Ανέβηκε επάνω, στα θεωρεία -στη γαλλαρία, πιθανόν- κι άρχισε να παρακολουθεί μ’ ενδιαφέρον τη συνεδρίαση.
Από τις μελέτες του, είχε σχηματίσει ορισμένες ιδέες για το κοινοβουλευτικό σύστημα. Θεωρούσε ως υπόδειγμα κοινοβουλίου -και σ’ αυτό δεν έπεφτε έξω- την Αγγλική βουλή: με την τάξη της, με την ήρεμη συμπεριφορά των αντιπροσώπων της, με την πραγματικά εθνική διαγωγή τους.
Κάθε άλλο όμως, ήταν η Αυστριακή Βουλή παρά τέτοιου είδους κοινοβούλιο. Όλα τα χάλια της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας απεικονίζονταν μέσα εκεί. Πρώτον που δεν ήταν κοινοβούλιο, αλλά... Βαβυλωνία: έβλεπε κανείς να τσακώνονται αναμεταξύ τους, να βρίζονται, να χτυπιούνται ακόμη, Μαγυάρους, Κροάτες, Ρώσους, Σοκόλ, Τσιγγάνους, Ρουμάνους, Σέρβους, Ιταλούς κι ελάχιστους Γερμανούς.
Ο καθένας απ’ αυτούς λες και αντιπροσώπευε μια διαφορετική πατρίδα, μια διαφορετική εθνικότητα για την οποία και μαχόταν. Οι Σλοβένοι προσπαθούσαν ν’ ανακηρύξουν ανεξάρτητη τη Σλοβενία, οι Σέρβοι κατηγορούσαν τους Μαγυάρους, οι Τσέχοι κατηγορούσαν τους Γερμανούς ότι τους καταπίεζαν, οι Ρουμάνοι διαμαρτύρονταν γιατί τους είχαν περιλάβει μέσα στο Βασίλειο της Ουγγαρίας, οι Ιταλοί φώναζαν ζητώντας να ενωθούν με την Ιταλία.
Ο Χίτλερ άκουγε, σταυροκοπιόταν και γινόταν έξω φρενών. Ούτε και την ίδια γλώσσα δε μιλούσαν, καθώς βρίζονταν αναμεταξύ τους όλοι αυτοί οι αντιπρόσωποι της Εθνικής Αντιπροσωπείας: οι περισσότεροι μιλούσαν τα γερμανικά με μια φανερή σλαβική προφορά.
Σαν να μην έφθαναν όλοι αυτοί οι καβγάδες, το κακό, η οχλοβοή, σηκώθηκε σε μια στιγμή ο αρχηγός των σοσιαλδημοκρατών κι άρχισε να βγάζει έναν δριμύτατο λόγο εναντίον του παγγερμανισμού. Του κάκου ένας γεροντάκος, που ήθελε να παραστήσει τον πρόεδρο, προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη, χτυπώντας αδιάκοπα και τρεμουλιαστά ένα κουδούνι. Κανείς δεν τον άκουγε.
Οι μισοί βουλευτές ήρθαν στα χέρια. Μερικοί έτρεξαν να τους χωρίσουν. Οι περισσότεροι όμως «πατέρες» του έθνους ούτε κουνήθηκαν από τη θέση τους. Είχαν άλλες ασχολίες: μερικοί κοιμόντουσαν, άλλοι κουβέντιαζαν μεταξύ τους γελώντας, άλλοι χάζευαν!
Ο Χίτλερ δεν μπόρεσε να αντέξει περισσότερο. Σηκώθηκε αηδιασμένος, πήρε το καπέλο του, και έφυγε.
Από τη μέρα εκείνη, στη συνείδηση του Χίτλερ είχε καταδικαστεί ο κοινοβουλευτισμός. Ήθελε όμως να πειστεί ότι δεν είχε κάνει λάθος στην εκτίμησή του και ξαναπήγε μερικές φορές ακόμη στο Ράϊχσρατ. Κι ευχαριστιόταν, βέβαια, όταν άκουγε τους ελάχιστους παγγερμανιστές – τον Περνερσντόρφερ, τον Σένερερ, και κυρίως τον Λύγκερ, το είδωλό του – να κηρύττουν την ένωση των γερμανικών λαών. Μόλις όμως άρχιζαν τα τσακώματα μεταξύ των άλλων βουλευτών, και κυρίως τα λογίδρια των «σοσιαλιστών», ένιωθε να φουντώνει πάλι μέσα του η αηδία προς τη «δήθεν» -όπως έλεγε- αντιπροσωπεία του λαού.
Γιατί ο Χίτλερ είχε σχηματίσει πια τη γνώμη ότι ο Κοινοβουλευτισμός δεν ήταν παρά ένας πρόδρομος του τόσο μισητού σε αυτόν Μαρξισμού.
- Ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι, έλεγε, παρά μια μηχανή κατάλληλη για ν’ αποφεύγουν οι κατεργάρηδες της πολιτικής τις ευθύνες, και για ν’ απομακρύνουν από τη διεύθυνση του κράτους τους ικανούς και τους ηθικούς.
Αυτό που έθιγε περισσότερο απ’ όλα τον Χίτλερ στην εθνική του συνείδηση, ήταν ότι υπήρχε πλήθος αυστριακών, μέσα στην καρδιά της Αυστρίας, που δεν ήξερε γερμανικά.
Κάποτε, καθώς περπατούσε αφηρημένος στο δρόμο, λίγο έλειψε να τον παρασύρει κάποιο αμάξι. Ο αμαξάς -όπως συμβαίνει στους αμαξάδες σε τέτοιες περιπτώσεις- άρχισε να τον βρίζει σε μία άγνωστή του γλώσσα. Το επεισόδιο αυτό τον πείραξε βαθιά και το αναφέρει ακόμη ο Χίτλερ. Δεν τον πείραξε το ότι τον έβρισε ο αμαξάς, αλλά το ότι μέσα στο κέντρο της Βιέννης, ένας άνθρωπος του λαού δεν ήξερε τη γλώσσα του!
Από ζωγράφος ο Χίτλερ έγινε μικροπωλητής καρτ-ποστάλ. Τις καρτ-ποστάλ αυτές, φυσικά, τις ζωγράφιζε μόνος του. Η πείρα τον είχε διδάξει πως πιο εύκολα πωλούνται τα πρακτικά αντικείμενα -όπως είναι οι καρτ-ποστάλ- παρά τα έργα τέχνης όπως ήταν οι πίνακές του. Και πράγματι, με το νέο του επάγγελμα έβγαζε κάπως πιο εύκολα το ψωμί του.
Την εποχή εκείνη ακριβώς, διαδόθηκε, ξαφνικά, μια μέρα, μια φοβερή είδηση στη Βιέννη:
Ο Λύγκερ, ο μεγάλος δημαγωγός κι ο δημοφιλής δήμαρχος, είχε πεθάνει. Την κηδεία του, ακόμη τη θυμούνται στη Βιέννη. Ήταν μια από τις μεγαλοπρεπέστερες που είχαν γίνει στην Αυστριακή πρωτεύουσα. Όλη η πόλη την παρακολούθησε.
Αυτό που έκανε εξαιρετική εντύπωση στο Χίτλερ, -παρακολουθούσε κι αυτός, φυσικά, την κηδεία μαζί με το πλήθος- ήταν ότι πίσω από το φέρετρο συνωστίζονταν υπηρέτες παντοπωλείων, εργάτες γιαπιών, παραμάνες, καμαριέρηδες με οικοστολή, μικροέμποροι, εμποροϋπάλληλοι, αλλά και πρίγκηπες, και δούκες, και καρδινάλιοι! Κι όλοι αυτοί -ενάμιση εκατομμύριο κόσμος- έκλαιγαν με λυγμούς καθώς παρακολουθούσαν την κηδεία του τελευταίου πραγματικού λαϊκού δημάρχου της Βιέννης. Η καρδιά του Χίτλερ χτυπούσε δυνατά...
Να λοιπόν που η Βιέννη, η πόλη αυτή που τόσο την περιφρονούσε, ήταν ικανή να δώσει έναν τέτοιο μεγάλο πατριώτη, έναν τέτοιο αληθινό φίλο του λαού, όπως ο Λύγκερ. Είχε αρκέσει, εκείνο το απόγευμα, να έχει όλο αυτό το πλήθος στραμμένη την σκέψη του στην ψυχή του αληθινού Γερμανού, για να νιώσει ένα παλμό γερμανικό στην καρδιά του. Δεν ήταν μια μεγάλη νίκη του Λύγκερ, το να κατορθώσει να μεταβάλει τη Βιέννη σ’ ένα «προκεχωρημένο φυλάκιο» του Παγγερμανισμού μέσα στην Αυστρία; Κι αυτό το είχε κατορθώσει μόνο με την μεγάλη πίστη στον εθνισμό του.
Αυτά συλλογιζόταν ο Χίτλερ, καθώς ακολουθούσε σιωπηλός και δακρυσμένος την κηδεία του Λύγκερ. Κι ένιωθε να ριζώνει ακόμη περισσότερο μέσα του η τυφλή, η φανατική αγάπη στη Γερμανία.
Ο θάνατος του Λύγκερ έκανε βαθιά εντύπωση στον Χίτλερ. Του φαινόταν πως είχε χάσει έναν άγνωστο, μεγάλο φίλο. Η σκέψη του πετούσε διαρκώς σ’ αυτόν, στην ιδεολογία του, στη Γερμανία. Μια μεγάλη, μια ακατανίκητη νοσταλγία για την «πραγματική» πατρίδα του, για την Πατρίδα που δεν είχε γνωρίσει ακόμη, για τη Γερμανία άρχισε να γεννιέται μέσα του.
Η παραμονή του στην Αυστρία του ήταν αφόρητη πια. Μήπως είχε καμμιά υποχρέωση, άλλωστε, να μείνει εκεί; Μήπως δεν θα μπορούσε να κερδίσει το ψωμί του, με τον ιδρώτα του, παντού;- και κυρίως στη Γερμανία, όπου και η πιο σκληρή δουλειά θα του ήταν ανεκτή κι ευχάριστη, αφού θ’ ανέπνεε την γλυκειά, την ζωογόνο ατμόσφαιρα της Γερμανίας; Όπου δεν θα υπήρχαν αμαξάδες που να μην ξέρουν την εθνική τους λαλιά;
Κι έτσι ένα πρωί, ο Χίτλερ ετοίμασε τη βαλίτσα του, και πήρε το τρένο που έφευγε για το Μόναχο.
Η΄) Έρωτας.
Ένας νέος νευρικός, ντροπαλός, δειλός και λίγο...νευρασθενικός.- Μια άτυχη ερωτική περιπέτεια.- Τα παράξενα ερωτικά γούστα του Φύρερ.- Έρνα Χάφσταγκελ.- Η ωραία εβραιοπούλα.- Ο Χίτλερ ερωτεύεται την Γκρέτα Ράουμπαλ, την κόρη της αδερφής του.- Το τραγικό τέλος ενός ειδυλλίου. -Η γυναίκα του μουσουργού Βάγκνερ παραλίγο κυρία Χίτλερ.- Λένι Ρίφενσταλ: έρωτας ή ρεκλάμα; -Η Μαργαρίτα Σλέζακ και η ωραία μπυραριέρα του Μονάχου.- Άλλες συνήθειες του Χίτλερ που σοκάρουν το περιβάλλον του.
Την εποχή εκείνη -όταν έφυγε από τη Βιέννη- ο Χίτλερ ήταν ένας νέος νευρικός μεν αλλά συγχρόνως και ντροπαλός και συνεσταλμένος - όταν είχε να κάνει κυρίως με γυναίκες. Με άλλα λόγια, στο ζήτημα του έρωτα, δεν είχε μοιάσει καθόλου τον πατέρα του.
Όσοι τον γνώρισαν εκείνη την εποχή τον περιγράφουν ως ένα νέο με ψαλλιδισμένο μουστάκι στο επάνω χείλος, με μια μύτη μακριά και κάπως κόκκινη, με ύφος μυστικοπαθές, ένα νέο μάλλον νευρασθενικό, που κλειδωνόταν ώρες πολλές μέσα στο δωμάτιό του, μη μπορώντας να υποφέρει πολλή ώρα την παρουσία ενός άλλου προσώπου πλάι του.
Αυτός ήταν ο Χίτλερ της εποχής εκείνης. Έτσι πρέπει να τον φανταστείτε για να εννοήσετε πως, ενώ δεν ήταν άσχημος -κάθε άλλο μάλιστα- απέτυχε οικτρά στην πρώτη του ερωτική περιπέτεια.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Χίτλερ δεν έφυγε από τη Βιέννη για τους λόγους μονάχα που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ότι «ετράπη εις φυγή» κυριολεκτικά από την αυστριακή πρωτεύουσα, ύστερα από μια μεγάλη ερωτική αποτυχία που είχε. Η αγάπη του προς τη Γερμανία -λένε- δεν τον εμπόδισε να νιώσει ένα παράφορο αίσθημα, έναν τρελό έρωτα για κάποια νεαρή αυστριακή γειτόνισσά του. Οι «καλώς πληροφορημένοι¨μάλιστα ισχυρίζονται ακόμη πως η νέα αυτή ήταν εξαιρετικά όμορφη, πλούσια, κι ανήκε σε μια από τις πρώτες οικογένειες της Βιέννης. Άλλοι διατείνονται πως ήταν εβραιοπούλα. Πως όταν ο ερωτοχτυπημένος πλανόδιος ζωγράφος τόλμησε να της κάνει νύξη για τα αισθήματά του, τον κορόιδεψε κατά πρόσωπο. Ότι τον περιφρονούσε. Κι ότι ο Χίτλερ απελπισμένος, πληγωμένος βαθιά στον εγωισμό του, έφυγε από τη Βιέννη ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του. Έφυγε, για να βρεθεί όσο μπορούσε πιο μακριά της.
Είπαμε: τίποτα δεν είναι εξακριβωμένο, τίποτε δεν είναι συγκεκριμένο. Το γεγονός μόνο είναι ότι ο νεαρός Χίτλερ, φεύγοντας από τη Βιέννη, ένιωθε απεριόριστο μίσος προς τους Αυστριακούς και προς τους Εβραίους.
Ως τη μέρα της επικράτησης του Εθνικοσοσιαλισμού, η ερωτική πλευρά της ζωής του Χίτλερ παραμένει σκοτεινή. Ήταν τόσο πολύ δοσμένος στην επιτυχία του σκοπού του, ώστε καμιά αισθηματική περιπέτεια δεν μπορούσε να τον απασχολήσει επί πολύ. Κατά καιρούς, βέβαια, είχε διαφόρους δεσμούς, παροδικούς όμως και ασήμαντους. Από εδώ κι εμπρός είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε με πολλή περίσκεψη. Πρώτον γιατί ένας παντοδύναμος άνθρωπος στη χώρα του, όπως ήταν ο Χίτλερ, είναι φυσικό να είχε πολλούς εχθρούς που να προσπαθούσαν με διάφορες διαδόσεις και συκοφαντίες να στιγματίσουν την ιδιωτική του ζωή. Πρέπει, λοιπόν, να είμαστε κάπως επιφυλακτικοί προς κάθε πληροφορία που μας έρχεται από «τρίτους» για ζητήματα τόσο λεπτά όπως είναι οι ερωτικές περιπέτειες ενός διασήμου προσώπου.
Πάντως διαδίδεται ότι ο Χίτλερ δεν είχε γούστα τελείως φυσιολογικά. Κατά την ηρωική περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, π.χ., φαίνεται πως ο Χίτλερ ένιωθε εξαιρετική «φιλία» -μέχρι παρεξηγήσεως- για κάποιον νέο ονόματι Σίλλερ. Ο νέος αυτός μάλιστα, κατέθεσε, όπως διαδίδεται, ένα ογκώδες δέμα επιστολών -ερωτικών, λένε οι κακές γλώσσες- που του είχε στείλει κατά καιρούς ο Φύρερ, σε κάποιο ασφαλές μέρος, στην Ελβετία, για να «κρατάει» με αυτό καλά τον παντοδύναμο δικτάτορα της Γερμανίας.
Κατά την εποχή εκείνη όμως, ο Χίτλερ, εκτός από την περιπέτεια αυτή, είχε και πολλές άλλες του ίδιου είδους.
Στα 1923, ο μέλλοντας δικτάτορας του Ράιχ φαίνεται ότι «τσιμπήθηκε» σοβαρά αυτή τη φορά. Ερωτεύτηκε την Έρνα Χάφσταγκελ. Το ειδύλλιό τους όμως κράτησε πολύ λίγο. Η Έρνα μια μέρα τον εγκατέλειψε για ν’ ακολουθήσει κάποιον άλλο, τον χειρούργο Σάουερμπρουχ.
Ο Χίτλερ, ωστόσο, δεν άργησε να παρηγορηθεί. Αρραβωνιάστηκε με μια εβραιοπούλα! Είχε αρχίσει να ξεχνά, φαίνεται το «αντιεβραϊκό» μένος του όταν έφευγε από τη Βιέννη.
Ο αρραβώνας αυτός, οπωσδήποτε δεν είχε καλό τέλος. Μια μέρα εντελώς ξαφνικά, διαλύθηκε, χωρίς κανένας να ξέρει το λόγο. Οι συγγενείς της νέας, εν τούτοις άρχισαν, να διαδίδουν πολλά για τα «παράξενα» γούστα του μέλλοντα Φύρερ που είχαν σοκάρει τη μνηστή του μέχρι διαλύσεως των αρραβώνων.
Λίγα χρόνια αργότερα «μαθεύτηκε» ότι ο Χίτλερ ήταν ερωτευμένος για τα καλά αυτή τη φορά: είχε ερωτευθεί παράφορα -προς κοινό σκάνδαλο, μάλιστα- την ανεψιά του, την Γκέλι Ράουμπαλ, την κόρη της ετεροθαλούς αδελφής του Άγγελας. Είχε πάρει στο σπίτι του την αδελφή του μαζί με την κόρη της που πήγαινε στο Ωδείο, για να τις «προστατεύσει». Η Γκέλι, όμως, ήταν όμορφη, ξανθιά, μάλλον χυμώδης και χαριτωμένα παχουλή, κι ο μικρός, φτερωτός θεός δεν άργησε να παίξει το ρόλο του: όλη η Γερμανία -η αντιχιτλερική κυρίως- βούιζε για τις σκανδαλώδεις αυτές σχέσεις θείου και ανεψιάς. Στο τέλος αναγκάστηκε να ανακατευτεί και το ίδιο το κόμμα ακόμη: να υποδείξει στον αρχηγό του πως δεν ήταν «σωστά» αυτά που έκανε. Ο Χίτλερ, όμως, παρασυρμένος καθώς ήταν από το πάθος του, δεν συμμορφωνόταν στις «άνωθεν» υποδείξεις. Μια μελαγχολική μέρα, ωστόσο, του φθινοπώρου του 1930, η Γκέλι βρέθηκε νεκρή μέσα στο δωμάτιό της. Είχε αυτοκτονήσει με πιστόλι. Τι την ώθησε άραγε να αυτοκτονήσει παραμένει και σήμερα ένα μυστήριο... «Εν τούτοις, υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις -γράφει ο Κόνραντ Χέυδεν σ’ ένα άρθρο του σχετικά με την περιπέτεια αυτή- που πείθουν ότι ο Χίτλερ έχει μια αντίληψη λίγο ειδική για τον έρωτα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι αντιλήψεις αυτές, όταν θέλησε να τις εκδηλώσει εμπράκτως στην Γκέλι, πλήγωσαν τόσο βαθιά την περηφάνια και τη σεμνότητά της, ώστε να την φέρουν στο σημείο ν’ αυτοκτονήσει.
Ο Χίτλερ, ύστερα από την αυτοκτονία της ανεψιάς του, έμεινε απαρηγόρητος επί ένα χρόνο περίπου. Γιατί στα 1931 συνδέθηκε αισθηματικά με την κυρία Βίλιφρεντ Βάγκνερ, χήρα του μουσουργού Σίλφριντ Βάγκνερ και νύφη του διάσημου Ριχάρδου Βάγκνερ. Ήταν, μάλιστα, κοινό μυστικό ότι οι σχέσεις αυτές επρόκειτο να καταλήξουν σε γάμο.
Εν τούτοις, οι σχέσεις του Χίτλερ με την κυρία Βάγκνερ, κόπηκαν απότομα στα 1932, για άγνωστη αιτία. Κανένας από τους δύο δεν θέλησε να δώσει καμιά εξήγηση. Και δεν ξανάγινε πια λόγος για την κυρία αυτή.
Ένα άλλο ζήτημα που διαφημίστηκε αρκετά, ακόμη και απ’ τις κινηματογραφικές εταιρείες της εποχής, είναι οι σχέσεις του Χίτλερ με την ηθοποιό, σκηνοθέτιδα του κινηματογράφου, χορεύτρια και φωτογράφο Λένι Ρίφενσταλ. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η γυναίκα αυτή ήταν το μοναδικό αίσθημα του Χίτλερ, ο μεγαλύτερος έρωτάς του. Ότι είχε σχέσεις βέβαια ο Χίτλερ με τη Ρίφενσταλ είναι γεγονός. Ότι βρέθηκε μαζί της «χίλιες φορές» σε περιπάτους, σε γλέντια, σε εκδρομές, είναι επίσης αναμφισβήτητο. Ότι η Λένι έμπαινε στα ιδιαίτερα γραφεία του Φύρερ όποια ώρα της κάπνιζε, ότι ήταν ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα που είχαν λάβει το δικαίωμα από τον Δικτάτορα να του μιλούν στον ενικό, είναι αλήθεια. Όλα αυτά, βέβαια, δεν εμπόδισαν τον Χίτλερ να κάνει «φοβερό» κόρτε, ύστερα από λίγο στην αοιδό Μαργαρίτα Σλέζακ. Όπως επίσης δεν τον εμπόδιζαν να διατηρεί συγχρόνως σχέσεις με την ωραία ιδιοκτήτρια κάποιας μπυραρίας του Μονάχου...
Δειλία προς τον έρωτα στην αρχή, αποτυχίες, πλήθος περιπετειών που διακόπτονταν απότομα και ανεξήγητα, οι περισσότερες απ’ αυτές τουλάχιστον.
Οι περιπέτειες, βέβαια, που αναφέραμε στα παραπάνω, δεν είναι οι μόνες που απασχόλησαν αισθηματικά και ερωτικά τον Χίτλερ. Κατά καιρούς εμφανίζεται σε διάφορες συγκεντρώσεις, σε διάφορα σαλόνια, με άγνωστα πρόσωπα, κατακτήσεις της στιγμής, καινούριες ερωτικές του περιπέτειες. Τα πρόσωπα αυτά, συνήθως, δεν φέρονται στα σαλόνια όπου τα εισαγάγει ο Χίτλερ ούτε «λεπτά», ούτε με τη στοιχειώδη καν ανατροφή. Οι παρευρισκόμενοι δυσανασχετούν, πολλές φορές πειράζονται από τη γειτνίαση αυτή, αλλά ούτε που δείχνουν το παραμικρό, ούτε λένε κάτι για την ενόχλησή τους. Εξάλλου, ο Χίτλερ ήταν πια παντοδύναμος.
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.