Β
Θ΄) Μόναχο
Ο Χίτλερ πηγαίνει στη Γερμανία- Ο ενθουσιασμός του με όλους και με όλα- Αλλάζει συμπεριφορά απέναντι των συναδέλφων του και αρχίζει να προπαγανδίζει τις ιδέες του στα καφενεία.- Τσιγάρα και ποτά- Μια διαφωνία Χίτλερ και...Κάιζερ- Οι τέσσερις λύσεις για την καταπολέμηση του υπερπληθυσμού- Πως έβλεπε ο μέλλων Φύρερ την εξωτερική πολιτική πριν απ’ τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Η πρώτη «δουλειά» του Χίτλερ, όταν έφθασε στο Μόναχο, ήταν να τρέξει και να μπει σε μια βαυαρική μπυραρία. Ο πατέρας του του μιλούσε άλλωστε πολύ συχνά γι’ αυτές. Θα αισθάνθηκε σίγουρα ανακούφιση ξαπλώνοντας στον αναπαυτικό της καναπέ. Άκουγε να μιλούν ολόγυρά του δυνατά και καθαρά τα γερμανικά και χτυπούσε από περηφάνια η καρδιά του. Πρώτη φορά ανέπνεε ελεύθερα, ζούσε όπως είχε ονειρευτεί. Έτσι αποφάσισε να μείνει για πάντα στη Γερμανία και μάλιστα στο Μόναχο. Το μόνο σημείο που τον ανησυχούσε, κάπως, ήταν η στρατιωτική του θητεία, επειδή ο ίδιος ήταν αυστριακός υπήκοος και θα ΄πρεπε να υπηρετήσει στον Αυστριακό στρατό. Προς το παρόν, οι αυστριακές στρατιωτικές αρχές τον είχαν «βγάλει» βοηθητικό, εξαιτίας κάποιου πνευμονικού κατάρρου που του είχαν βρει οι γιατροί. Ώστε μπορούσε να ταξιδεύσει ελεύθερα και να μείνει όπου ήθελε εκτός αν ξεσπούσε κανένας πόλεμος, οπότε θα έπρεπε βέβαια να παρουσιαστεί στις αυστριακές στρατιωτικές αρχές.
Το Μόναχο, ο Χίτλερ το αγάπησε πολύ. Ίσως, γιατί ήταν η πρώτη γερμανική πόλη που γνώριζε, που του χάριζε τόσες ενθουσιαστικές εντυπώσεις. Ίσως γιατί ήταν νέος τότε - και τα μέρη που αγαπήσαμε πολύ στα νιάτα μας, χαράζουν βαθιά τη γλυκειά ανάμνησή τους μέσα στην ψυχή μας για όλη μας τη ζωή.
Έπειτα, το Μόναχο ήταν η πόλη της Γερμανικής Τέχνης, της Γερμανικής καλλιτεχνικής ψυχής. Δεν μπορεί να γνωρίσει κανείς -όπως, άλλωστε, λέει κι ο ίδιος ο Χίτλερ- ούτε τη Γερμανία, ούτε τη γερμανική τέχνη, αν δεν γνωρίσει πρώτα το Μόναχο, αν δεν ζήσει στην πόλη αυτή.
- «Εκείνο -γράφει στο «Μάιν Κάμπφ»- που με τράβηξε περισσότερο από κάθε τι στο Μόναχο, ήταν η ταυτόχρονη εκδήλωση δύναμης και τέχνης που εκφράζει αυτή η πόλη».
Είτε γιατί η «γερμανική» ατμόσφαιρα του Μονάχου τον ενέπνεε, είτε γιατί είχε ωριμάσει, ο Χίτλερ άλλαξε συμπεριφορά κι απέναντι στους συναδέλφους του. Τους προσέγγιζε πιο ήπια απ’ ότι στη Βιέννη, προσπαθούσε να μην τους προκαλεί αλλά να τους πείθει με ήρεμο τρόπο.
Στο Μόναχο ο Χίτλερ κατόρθωσε να βρει τέλος πάντων μια μόνιμη δουλειά, να ειδικευτεί σε κάτι. Η δουλειά αυτή συνίστατο στο να κατασκευάζει μαιάνδρους, λουλούδια, ή άλλα γεωγραφικά σχήματα στους εσωτερικούς τοίχους των σπιτιών, καθώς επίσης και στο να φτιάχνει ταμπέλες φαρμακείων, μπακάλικων ή και χασάπικων ακόμη.
Η επιθυμία του να προπαγανδίζει τις ιδέες του, δεν τον είχε εγκαταλείψει. Προσπαθούσε πάντα να πείθει τους συναδέλφους του. δεν πήγαινε όμως κόντρα στις δικές τους ιδέες πλέον. Φρόντιζε να τα πηγαίνει καλά μαζί τους, και ν’ αποκτά οικειότητα με τους μεροκαματιάρηδες. Έτσι αποκτούσε την εμπιστοσύνη τους. Ύστερα από τη δουλειά, τραβούσε μαζί τους στα καφενεία, στις λαϊκές μπυραρίες. Και εκεί, με τρόπο άρχιζε τις δημηγορίες του.
Γιατί ο Χίτλερ πίστευε πάντα πως η πολιτική ήταν πάντα υπόθεση καφενείου. Με το να μένει κλεισμένος ώρες ολόκληρες μέσα στο δωμάτιό του για να διαβάζει, και να εισακούεται την άλλη μέρα με τους συναδέλφους του της δουλειάς στα γιαπιά όπως έκανε στη Βιέννη, δεν μπορούσε βέβαια να προσελκύσει κανένα στις ιδέες του. Ενώ με το νέο του ρόλο -να πιάνει κουβέντα με γνωστούς του και αγνώστους μέσα στα καφενεία, ν’ αρχίζει κολακεύοντας τις ιδέες τους και να καταλήγει συντρίβοντας τα επιχειρήματά τους- δεν άργησε να πετύχει. Πρώτον, που χάρη στη νέα του συμπεριφορά έπαυσε, πια, να ζει μέσα στη φρικτή εκείνη απομόνωση όπου ζούσε άλλοτε - απομόνωση, που θα του ήταν τώρα ακόμη πιο δυσβάστακτη, αφού όλο το περιβάλλον του ήταν γερμανικό. Και δεύτερον, που άρχιζε να κερδίζει έδαφος.
«Μέσα στη συμπαθητική ατμόσφαιρα ενός καφενείου -γράφει ο Μπεκλέρ- σε μια παρέα καλόβολων εργατικών, χωρίς να προσπαθεί να παριστάνει τον έξυπνο, για πρώτη φορά άρχισε να επιβάλει την υπεροχή που του εξασφάλιζε ένα καλό μνημονικό, η ευχέρεια του λόγου και το διάβασμα μερικών βιβλίων στους άλλους».
Ο Χίτλερ δεν είχε βάλει έως τότε τσιγάρο στο στόμα του ούτε του άρεσε το πιοτό. Τα χοντρά αστεία που τέρπουν τους αμόρφωτους λαϊκούς ανθρώπους, τον αηδίαζαν. Τώρα όμως επέβαλε στον εαυτό του ν’ αλλάξει και γούστα και χαρακτήρα. Για να γίνει πιο αγαπητός στους ανθρώπους που συναναστρεφόταν, για να εξοικειωθεί περισσότερο μαζί τους -και να τους αναγκάσει να προσέξουν με συμπάθεια τα λόγια του- άρχισε να καπνίζει το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο, να αδειάζει πολλά ποτήρια μπύρας, κι αν κανένας λαϊκός τύπος έλεγε ένα καλό αστείο, ο Χίτλερ δεν δίσταζε να γελάσει με την καρδιά του.
Το μόνο που δεν έκανε ήταν ν’ αρχίζει να λέει κι ο ίδιος ιστορίες κι ανέκδοτα. Εννοούσε να κρατήσει την αξιοπρέπειά του.
Ο Χίτλερ είχε την ιδέα για τον εαυτό του ότι ήταν ειδικός κυρίως στα εξωτερικά ζητήματα. Γι’ αυτό από κάθε άλλη πολιτική συζήτηση στο καφενείο, προτιμούσε να κουβεντιάζει για την εξωτερική πολιτική. Εννοούσε κάθε μέρα να «φωτίζει» την παρέα του για τις πλάνες της εξωτερικής πολιτικής του Κάιζερ. Η γαλλαρία που σχηματιζόταν γύρω από το τραπέζι του, τον επικροτούσε. Τα έλεγε τόσο εύγλωττα και με τόση πειθώ. Κι ο Χίτλερ, ενθουσιασμένος από τις επιτυχίες του ως καλού συζητητή, δεν αμφέβαλλε ούτε περί της ορθότητας των προσωπικών του αντιλήψεων ούτε περί της παρατηρητικότητάς του.
Το βασικότερο σημείο στο οποίο διαφωνούσε με τον Κάιζερ, τότε, ο Χίτλερ, ήταν το ζήτημα της Τριπλής Συμμαχίας. Η Τριπλή Συμμαχία -η περίφημη πολεμική συμμαχία Γερμανίας, Αυστρίας και Ιταλίας που κράτησε ως την ημέρα της κηρύξεως του πολέμου: ως την ημέρα δηλαδή... απ’ την οποία θα έπρεπε να αρχίσει- είχε προετοιμασθεί απ’ τον ίδιο το Βίσμαρκ. Και γι’ αυτό ακριβώς ο Χίτλερ τη θεωρούσε ως μια συντριπτική απόδειξη της άγνοιας και της τέλειας ανικανότητας των Γερμανών Διπλωματών.
– «Επιτρέπεται -έλεγε στους καφενόβιους θαυμαστές του που τον άκουγαν μ’ ανοιχτό το στόμα, αλλά και στους συναδέλφους του τους εργάτες, που τα συλλογιζόντουσαν πολύ αυτά που τους έλεγε- ένας λαός 70 εκατομμυρίων να εκθέσει έτσι την ασφάλειά του και το μέλλον του, συμμαχώντας με την Αυστρία, που, όσο ευνοεί την επικράτηση του Σλαβισμού στη χώρα της, άλλο τόσο αντιπαθεί τη γερμανική ιδέα. Που, αν γινόταν κανένας πόλεμος, μην έχοντας καμμιά στρατιωτική δύναμη -εξάλλου, ούτε τη δική της την ενότητα δεν είχε κατορθώσει να πετύχει- δε θα ήταν για τους συμμάχους της παρά ένα βάρος! Και είναι δυνατόν ποτέ η Ιταλία να συνεργαστεί τίμια και ειλικρινά με την Αυστρία; Πρέπει να οραματίζεται κανείς πολιτικά θαύματα για να φαντάζεται τέτοια πράγματα!».
Με τον τρόπο αυτό ανέπτυσσε τις ιδέες του και τις δικές του πλέον θεωρίες. Και συνέχιζε: «Για ποιο λόγο γίνεται ένα σύμφωνο Συμμαχίας; Για να εξασφαλισθεί καλύτερα το μέλλον του έθνους. Το μέλλον δηλαδή της Φυλής και οι πιθανότητες διαιωνίσεώς της. Ο γερμανικός πληθυσμός όμως αυξάνει κάθε χρόνο κατά 900.000 περίπου ψυχές. Η δυσκολία της διατροφής τόσων νέων πολιτών γίνεται ολοένα και πιο αισθητή. Υπάρχει κίνδυνος να καταλήξει σε μεγάλη καταστροφή μια μέρα αυτή η υπόθεση, εάν δεν ληφθούν εγκαίρως μέτρα. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Υπάρχουν τέσσερις λύσεις. Τέσσερις μέθοδοι μόνο είναι δυνατόν να εφαρμοστούν: Πρώτον, μπορεί κάποιος να επιχειρήσει να εξουδετερώσει τον ίδιο το συντελεστή που προκαλεί την κρίση: την αύξηση του πληθυσμού, προκαλώντας τεχνικώς τη μείωση των γεννήσεων. Οι κλιματολογικοί όροι, άλλωστε, της Γερμανίας, θα βοηθούσαν σ’ αυτό. Στις φτωχές και ψυχρές χώρες η φύση δεν προκαλεί, βέβαια, το λιγόστεμα των γεννήσεων. Κατά την πάλη όμως για τη διατήρηση της ζωής, δεν επικρατούν τελικά παρά οι ισχυρότεροι οργανισμοί. Ό, τι χάνει λοιπόν η φυλή σε ποσότητα, το κερδίζει σε ποιότητα. Ενώ, απεναντίας, όταν κανένας, από φιλανθρωπία, προσπαθεί να σώσει όλους τους αρρώστους, τους καχεκτικούς, τους αδύνατους, τους φτωχούς, που σε κάποιο τυχαίο, λανθασμένο περιστατικό οφείλουν τη γέννησή τους, δεν κάνει κατά βάθος τίποτε άλλο παρά να οδηγεί τη φυλή στον εκφυλισμό και στην εξαφάνισή της. Όποτε θα την αναπληρώσει κάποια άλλη φυλή, που θ’ αποτελείται από στοιχεία πιο ζωτικά και πιο δυνατά.
Είναι βέβαια καταστρεπτικό το να σταματά κανείς την φυσιολογική εξάπλωση της ράτσας. Κι έτσι, παρουσιάζεται πάλι το τρομερό ερώτημα: Πώς θα μπορέσει να διατραφεί και να ευτυχίσει αυτή η ράτσα που ολοένα και πληθαίνει;»
Ερχόμαστε στη δεύτερη μέθοδο: Στον εσωτερικό αποικισμό. Στην εντατική, δηλαδή, εκμετάλλευση του εδάφους της πατρίδας. Όταν «κατανεμηθεί ο πληθυσμός τακτικά, δίκαια, και κανονικά, σ’ όλη την έκταση της χώρας, χωρίς να μείνει ούτε μια σπιθαμή γης ακαλλιέργητη ή ανεκμετάλλευτη, τότε βέβαια θα τακτοποιηθούν κάπως τα πράγματα. Προσωρινά όμως. Γιατί ύστερα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, η εκμετάλλευση του εδάφους θα γίνει στάσιμη. Θα έχει φτάσει δηλαδή στο ανώτατο δυνατό σημείο της παραγωγικότητάς της. Κι εν τω μεταξύ ο πληθυσμός θα εξακολουθεί να αυξάνει».
Θα μπορούσε, βέβαια, κανείς ν’ αντιτάξει ότι η δυσάρεστη αυτή περίπτωση επιφυλάσσεται σ’ όλη την ανθρωπότητα. Κάποτε, το έδαφος όλης της γης θα σταματήσει πια ν’ αποδίδει. Θα πάθει ένα είδος κορεσμού. Οπότε ολόκληρη η ανθρωπότητα, αφού αλληλοφαγωθεί σε διαφόρους κατακτητικούς πολέμους -κατακτητικούς, όχι πλέον των εδαφών, αλλά των αποθεμάτων από τα προϊόντα του εδάφους- θα εκλείψει. Οπότε, θα ήταν ίσως περιττό μια ορισμένη ράτσα να προσπαθήσει να ξεφύγει από τη γενική αυτή μοίρα όλων των λαών.
Όλα τα κράτη θα πάθουν αργά ή γρήγορα αυτό το κακό, όλες οι φυλές θα εξαφανιστούν από αυτή την αιτία αργά ή γρήγορα. Όμως όσο πιο δυνατή, όσο πιο ζωτική είναι μια φυλή, τόσο πιο αργά θα εξαφανιστεί. Και όσο πιο αδύνατη, πιο εξασθενημένη είναι τόσο πιο γρήγορα. Θα εξαφανιστούν πρώτα οι φυλές εκείνες, που το έδαφός τους θα έχει κορεστεί γρηγορότερα, δηλαδή όσες αρχίσουν από τώρα να εφαρμόζουν τον εσωτερικό αποικισμό. Και αργότερα οι άλλες, όσες εξακολουθούν να εφαρμόζουν την πολιτική των κατακτήσεων, της επεκτάσεως των συνόρων. Η μέθοδος αυτή δεν εφαρμόστηκε ακόμη πρακτικά πουθενά. Ούτε και είναι εύκολο να εφαρμοστεί: την καταπολεμούν οι μεγάλοι τσιφλικούχοι.
Τρίτη μέθοδος: Στη μέθοδο που είχε ακριβώς διαλέξει και εφάρμοζε η Γερμανική Αυτοκρατορία. Στην παγκόσμια πολιτική. Στην ειρηνική εμπορική, βιομηχανική και αποικιακή διείσδυση σε όλο τον κόσμο. Την ιδέα της πολιτικής αυτής την γέννησε η καταπληκτική ορμή με την οποία ανδρώθηκε και επιβλήθηκε η βιομηχανία και το εμπόριο της Γερμανίας. Το κράτος δηλαδή κατέληξε να θεωρηθεί ως ένα όργανο, ως ένας αντιπρόσωπος της οικονομικής ζωής της χώρας μόνο. Λησμονήθηκε ότι το κράτος είναι κάτι ανώτερο και γενικότερο, ότι είναι ένα όργανο της φυλής. Και ότι μοναδικός του σκοπός είναι η εκτέλεση της εντολής που ανέθεσε η θεία Πρόνοια στη Φυλή. Και πράγματι εκείνος που ενδιαφέρεται για τη Φυλή του, είναι έτοιμος να θυσιαστεί γι’ αυτήν. Ενώ εκείνος που ενδιαφέρεται για τα οικονομολογικά ζητήματα, δεν επιζητά στο βάθος παρά απόκτηση χρημάτων και απολαύσεων. Ο πρώτος φέρεται σαν ήρωας, ο δεύτερος σαν εγωιστής μόνο. Γιατί δεν πηγαίνει κανείς να σκοτωθεί για οικονομολογικά συμφέροντα.
«Αυτό το κατάλαβαν θαυμάσια οι Εγγλέζοι κατά τον μεγάλο πόλεμο», ισχυρίζεται ο Χίτλερ: διέδωσαν ότι μάχονταν για ένα ιερό ιδανικό, για το ιδανικό της ελευθερίας, όχι της δικής τους μάλιστα, μα της ελευθερίας των μικρών κρατών! Ενώ οι Γερμανοί μάχονταν, κατά τη θεωρία του Χίτλερ πάντα, στενά και κοντόφθαλμα, για να υπερασπίσουν το «πετσί» τους. Πως, όμως, επήλθε αυτή η κατάπτωση του εθνικού αισθήματος και φρονήματος στους Γερμανούς; Πως η Γερμανική αυτοκρατορία, που οφείλει την ύπαρξή της στο στρατιωτικό μεγαλείο της μονάχα, κι όχι σε οικονομολογικούς συνδυασμούς, κατόρθωσε να αποσπαστεί έτσι από την ένδοξη παράδοσή της;
Ο Χίτλερ δεν εύρισκε παρά μια απάντηση μόνο στα ερωτήματα αυτά: ο Μαρξισμός, η αρρώστια του «αριστερισμού» που πνίγει τη Γερμανία, αυτή φταίει για όλα. Μαρξισμός, δηλαδή εβραϊσμός.
Η εμπορική πολιτική, άλλωστε, αποβλέπει μοιραία και σε κάτι άλλο: στην απόκτηση αποικιών. Δεν θα μπορούσε όμως πλέον σήμερα -φώναζε ο Χίτλερ- ένα κράτος ν’ αποκτήσει νέες αποικίες χωρίς να καταφύγει σε πόλεμο, χωρίς να χυθεί αίμα. Και το πολύτιμο αυτό γερμανικό αίμα δεν θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο να χυθεί για να μεγαλώσουν τα όρια του ίδιου του κράτους στην Ευρώπη; Αυτή ακριβώς είναι η τέταρτη μέθοδος. Η «αγροτική πολιτική μιας μεγάλης Γερμανίας». Η πολιτική που διάλεξε και που ακολουθεί ο Χίτλερ.
Η πολιτική αυτή, ως πρώτο επακόλουθο θα έχει, κατά τον Χίτλερ, μια μεγαλύτερη στρατιωτική ασφάλεια. Όσο μεγαλώνει το κράτος, πράγματι, τόσο θα μεγαλώνει και ο στρατός του. Ως δεύτερο επακόλουθο θα έχει το να στερεώσει τη θέση της Γερμανίας στον κόσμο. Τα άλλα κράτη, που στηρίζουν την ισχύ τους στις αποικίες τους, μοιάζουν με πυραμίδες που στέκονται σε ισορροπία με τη μύτη προς τα κάτω. Ενώ ένα κράτος που στηρίζεται στη δική του υπόσταση και μόνο, δεν κινδυνεύει ποτέ να κλονιστεί.
Για ν’ ακολουθήσει κανείς αυτή την πολιτική, πρέπει να παραδέχεται ότι τα σύνορα του κράτους του δεν είναι τελειωτικά. Ότι έχει καθήκον και δικαίωμα να τα μεταθέσει, περιλαμβάνοντας μέσα σ’ αυτά εδάφη που δεν είχαν ούτε τη δύναμη ούτε τη θέληση να καλλιεργήσουν οι γείτονές του.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, συμπέρανε ο Χίτλερ στον κύκλο των ακροατών του, καταλαβαίνετε πως πρέπει ν’ αναθεωρηθούν όλα τα σύμφωνα φιλίας και συμμαχίας που ισχύουν σήμερα. Πρώτα-πρώτα, φυσικά, το σύμφωνο φιλίας με την Αυστρία.
«Τι επιζητεί, πράγματι, η Αυστρία να κατοχυρώσει με το σύμφωνο αυτό; Μια αιώνια ειρήνη. Τι θέλει ν’ αποφύγει; Έναν επιθετικό πόλεμο. Η συνθήκη αυτή δεν θα μπορέσει να χρησιμεύσει παρά στο να στρέψει τους εχθρούς της Αυστρίας -την Ιταλία και τη Ρωσία- εναντίον της Γερμανίας. Αυτά άλλωστε τα ελαττώματα του συμφώνου μας με την Αυστρία δεν τα παραδέχομαι μόνο εγώ: τα αναγνώρισε, το 1912, ο συνταγματάρχης Λούντεντορφ του Γενικού Επιτελείου, ένας πολύ καλός αξιωματικός.
Εάν θελήσει το κράτος ν’ ακολουθήσει μια «αγροτική πολιτική μεγάλης Γερμανίας», με ένα μονάχα άλλο κράτος μέσα σ’ όλη την Ευρώπη μπορεί να συμμαχήσει: με την Αγγλία. Τότε, με τη βοήθεια των συμμάχων της θα μπορέσει να στραφεί προς ανατολικά, κατά της Ρωσίας -και να λύσει μια για πάντα το δημογραφικό της πρόβλημα.
Για να κερδίσουμε τη συμπάθεια της Αγγλίας, δεν θα έπρεπε να δειλιάσουμε μπρος σε οποιαδήποτε θυσία. Τον μητροπολιτικό στρατό μας πρέπει να κοιτάξουμε κυρίως και να σταματήσουμε αμέσως κάθε προσπάθεια βελτίωσης, του στόλου μας και της βιομηχανίας μας: ξέρουμε καλά πως η Αγγλία δεν εννοεί ν’ ανεχθεί ανταγωνισμό από κανένα κράτος.
Δυστυχώς όμως οι πολιτικοί μας ακολουθούν έναν δρόμο εντελώς αντίθετο: Προσπαθούν να μας οδηγήσουν σ’ έναν πόλεμο εναντίον της Αγγλίας, από τον οποίο είτε νικήσουμε είτε νικηθούμε δεν θα έχουμε τίποτα να κερδίσουμε».
Αυτά έλεγε ο Αδόλφος Χίτλερ στους φίλους του, στο καφενείο του Μονάχου, λίγο καιρό -λίγους μήνες- πριν εκραγεί ο παγκόσμιος πόλεμος.
Αργότερα οι αντιλήψεις του για την εξωτερική πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει η Γερμανία στα 1913-1914 είναι οι εξής:
«Εάν η Γερμανική εξωτερική πολιτική -γράφει- είχε παίξει στα 1914 τον ρόλο που έπαιξε στα 1904 η Ιαπωνία, ο παγκόσμιος πόλεμος δεν θα ξεσπούσε και η Γερμανία θα κατείχε σήμερα στον κόσμο μια θέση όλως διόλου εξαιρετική. Η επιδίωξη τότε με κάθε τρόπο μιας συμμαχίας με το Κράτος-μούμια, που δεν είχε καμιά άλλη δύναμη εκτός απ’ το Γερμανικό στοιχείο που έκλεινε μέσα του, ήταν μια καθαρή ηλιθιότητα».
Αυτές ήταν οι απόψεις του Αδόλφου που μελλοντικά έθεσε σε εφαρμογή. Γιατί μέχρι τότε μπορούσε μόνο να τις εκθέτει στην παρέα του.
Ήταν μια εποχή τόσο ήρεμη και τόσο ευτυχισμένη για όλη την ανθρωπότητα αυτή η προ του 1914 εποχή. Κι έξαφνα, μια μέρα θέρμη, Αυγουστιάτικη, «βρόντησε» το κανόνι του πολέμου.
Ι΄) Ο Πόλεμος.
Ο πόλεμος κηρύσσεται.- Ο Χίτλερ λιποτάκτης του Αυστριακού στρατού.- Ένας Βαυαρός στρατιώτης που δεν είναι βαυαρός υπήκοος. -Το σύνταγμα Λίστ- Προς το Βέλγιο.- «Ντόυτσλαντ ούμπερ άλλες!».- Η αγανάκτηση του Χίτλερ για τη στάση της γερμανικής κυβερνήσεως απέναντι των μαρξιστών- 1915.
Ο Χίτλερ βρισκόταν στο δωμάτιό του -διηγείται ένας βιογράφος του- και ξεφύλλιζε κάποια μπροσούρα, τη στιγμή που κυκλοφόρησε στο Μόναχο μια φοβερή είδηση: ο αρχιδούκας Φραγκίσκος- Φερδινάνδος είχε δολοφονηθεί στο Σεράγεβο.
Μ’ ένα περίεργο συναίσθημα, σαν να επρόκειτο για κανένα πρόσωπο πολύ γνωστό κι αγαπητό του, ο Χίτλερ «χύθηκε» στο δρόμο. Ήταν φοβερά ανήσυχος. Είχε τη βεβαιότητα πως το έγκλημα δεν μπορούσε να είχε διαπραχθεί παρά από κάποιο γερμανό φοιτητή, αηδιασμένο -όπως ήταν κι αυτός άλλωστε τα πέντε χρόνια που είχε ζήσει στη Βιέννη,- από την προδοτική για τον Γερμανισμό στάση της Αυλής της Αυστροουγγαρίας και κυρίως του αρχιδούκα που θεωρούταν ο καλύτερος φίλος των Σλαβικών στοιχείων της Δυαδικής Μοναρχίας.
Δεν μπορούσε τότε ο Χίτλερ ν’ αντιληφθεί ότι το φυσικότερο ήταν το έγκλημα να είχε εκτελεστεί από κάποιον αντιπρόσωπο της ομαδικής αγανάκτησης των λαών που καταπίεζε με την τυραννική της διοίκηση η γηραιά αυτοκρατορία.
Στους δρόμους σχηματίζονταν όμιλοι πολιτών που συζητούσαν. Ο Χίτλερ έτρεχε. Δεν ήξερε ούτε ο ίδιος που πήγαινε. Ένιωθε μόνο μια επιθυμία να πάει κάπου ν’ αναλάβει μια πρωτοβουλία. Κι αμέσως σκέφθηκε το καφενείο όπου θα τον περίμενε η παρέα του. Σ’ αυτούς θα μπορούσε να πει τις ιδέες του.
Ξάφνου, πέρασε από μπροστά του ένας εφημεριδοπώλης με κάποια «τελευταία έκδοση». Ο Χίτλερ άρπαξε μια εφημερίδα. Όρθιος, μέσα στη μέση του δρόμου, διάβασε τις τελευταίες ειδήσεις. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη. Δεν περίμενε οι δολοφόνοι να μην είναι γερμανοί. Ήταν Σλάβοι.
Ο Χίτλερ στάθηκε μια στιγμή σκεφτικός. Κοίταζε τους διαβάτες, τον εφημεριδοπώλη, τα μαγαζιά γύρω του. Μια σκέψη περνούσε μέσα από την ατμόσφαιρα, σαν ηλεκτρισμός: ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος. Ο Χίτλερ ήταν βέβαιος πλέον γι’ αυτό.
Εκείνη η 2α Αυγούστου του 1914 υπήρξε μια φοβερή ημέρα. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να σκεφθούν ξάστερα, ατάραχα. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι διπλωμάτες ήξεραν εκείνη την κρίσιμη ώρα ότι όλη η πολιτική των μυστικών παρασκευών θα εκδηλωνόταν ξαφνικά, απότομα, καταστροφικά. Καμιά προσπάθεια για να σωθεί η Ειρήνη δε μπορούσε να γίνει.
Κι έτσι αφού επί δύο ολόκληρες ημέρες, ανακατεμένος στις χιλιάδες του λαού που τραγουδούσε με αλλοφροσύνη στους δρόμους το «Ντόϋτσλαντ-ούμπερ-άλλες», αφού μαζί με την παρέα του ο Χίτλερ άδειασε αρκετά βαρέλια μπύρας, αποφάσισε επιτέλους να φροντίσει και για κάτι πιο σοβαρό: θα εγκατέλειπε για πάντα τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική και την τέχνη γενικά. Θα εγκατέλειπε ακόμη και τη βαλίτσα του με τα βιβλία και τις μπροσούρες που κουβαλούσε από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο. Είχε μέσα του την επίμονη διάθεση να τα πετάξει όλα και να φωνάξει: «Ζήτω!».
- «Για μένα -γράφει ο ίδιος ο Χίτλερ- οι ώρες εκείνες σήμαιναν την απελευθέρωση από τις φοβερές εντυπώσεις που μου είχαν αφήσει στην ψυχή τα χρόνια της νεότητας μου. Δεν ντρέπομαι να ομολογήσω σήμερα πως η έκρηξη του πολέμου μου προκάλεσε ένα αληθινό παραλήρημα ενθουσιασμού, και ότι μέσα απ’ όλη μου την καρδιά ευχαριστούσα το Θεό που με είχε κάνει να ζήσω σε μια τέτοια εποχή».
Όλοι οι ενθουσιασμοί την νεότητός του ξεσπούσαν τώρα. Ξεχνούσε τις θεωρίες του για την εξωτερική πολιτική, για την διπλωματία. Δεν ήταν καιρός πια για κουβέντες καφενείου. Η Γερμανία αυτή τη φορά έπρεπε να κατεβεί στο στίβο και να χτυπηθεί.
«Ό,τι είχαν κατακτήσει οι πρόγονοί μας, χύνοντας το αίμα τους σε μάχες από το Βίσσεμπουργκ έως το Σεντάν και το Παρίσι, έπρεπε άλλη μια φορά να κερδηθεί χάρη της Γερμανικής Νεολαίας» γράφει.
Ως αντικειμενικό σκοπό του πολέμου έβλεπε την επέκταση των συνόρων - την νίκη της πολιτικής του. Την επέκταση των συνόρων όχι μόνο εις βάρος της Ρωσίας, μάλιστα, αλλά εις βάρος και της Γαλλίας. Γι’ αυτό ήταν υπερβολικά ενθουσιασμένος.
Το μόνο δυσάρεστο σ’ όλη αυτή την υπόθεση ήταν ένα: Ο Χίτλερ ήταν Αυστριακός πολίτης. Σύμφωνα με τους νόμους, λοιπόν, όφειλε να παρουσιαστεί χωρίς αναβολή, μετά την κήρυξη της αυστριακής επιστρατεύσεως, στο αυστριακό προξενείο του Μονάχου για να πάρει το διαβατήριό του. Τέτοιο πράγμα όμως δεν το είχε υπολογίσει ο Χίτλερ. Ήθελε να πολεμήσει αλλά σα Γερμανός, υπέρ της Γερμανίας. Αντί να πάει στο προξενείο, προτίμησε να συντάξει μια έκθεση όπου ζητούσε να του επιτραπεί να καταταχθεί στον γερμανικό στρατό της Βαυαρίας, και να την στείλει απ’ ευθείας στο Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο τον Γ΄. Με μεγάλο χτυποκάρδι και αγωνία περίμενε την απάντηση του Αυλαρχείου. Γιατί αν η αίτησή του δε γινόταν δεκτή, η Βαυαρική αστυνομία θα είχε κάθε δικαίωμα να τον απελάσει στην Αυστρία. (Ας φανταστεί κανείς τι υποδοχή θα του έκαναν οι αυστριακές αρχές που, ασφαλώς, θα τον είχαν κηρύξει εν τω μεταξύ λιποτάκτη.)
Πέρασαν αρκετές ημέρες και απάντηση δεν λάμβανε. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται απαισιόδοξα. Ούτε στο καφενείο δεν είχε κέφι να πάει. Ώσπου ένα απόγευμα ένας φάκελος έφθασε στο σπίτι του. Με χέρια που έτρεμαν τον πήρε: ήταν η απάντηση του Αυλαρχείου. Είχε μεγάλη χαρά.
«Μόλις άνοιξα τον φάκελο, γράφει στ’ απομνημονεύματα του, και διάβασα ότι η παράκλησή μου είχε γίνει αποδεκτή, κι ότι διαταζόμουν να παρουσιαστώ σ’ ένα Βαυαρικό σύνταγμα για να καταταχθώ, ο ενθουσιασμός μου και η ευγνωμοσύνη μου έφθασαν στο κατακόρυφο.
Ύστερα από μερικές ημέρες φόρεσα την στρατιωτική στολή, που δεν επρόκειτο να εγκαταλείψω παρά ύστερα από μια εξαετία. Άρχισε τότε, καθώς και για κάθε γερμανό, η πιο αλησμόνητη, η πιο ανώτερη περίοδος της επί της γης ζωής μου».
Έτσι, λοιπόν, ο Χίτλερ έγινε Βαυαρός στρατιώτης χωρίς να γίνει βαυαρός υπήκοος. Από τη στιγμή, βέβαια, που είχε φορέσει την Βαυαρική στρατιωτική στολή έχασε την αυστριακή του υπηκοότητα. Ούτε τη γερμανική, εν τούτοις μπορούσε να πάρει τόσο γρήγορα. Θεωρήθηκε «μισθοφόρος». Τον κατέταξαν στο 16ο σύνταγμα εφεδρείας, το επονομαζόμενο σύνταγμα Λίστ, που αποτελούταν από εθελοντές και φοιτητές.
Το νέο του επάγγελμα, ωστόσο ενθουσίαζε τον Χίτλερ. Τον έστειλαν στην αρχή, μαζί μ’ ένα τμήμα του συντάγματός του, στο Λέχ, όπου γυμνάστηκε. Οι «κανονισμοί υπηρεσίας», εν καιρώ πολέμου, ο χειρισμός των όπλων, οι στρατιωτικοί χαιρετισμοί, οι παρελάσεις, οι παράτες, όλα αυτά ενθουσίαζαν τον Χίτλερ. Μιλούσαν στην ψυχή του. Ώρες ολόκληρες καθόταν μπρος τον καθρέφτη κι καμάρωνε τον στρατιωτικό του σκούφο ή την κάσκα του. Με το τουφέκι του έπαιζε σαν παιδί. Και όλα αυτά μεν έκαναν τους συναδέλφους του να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Αυτόν όμως δεν τον ένοιαζε καθόλου γιατί ένιωθε μεγάλη χαρά μέσα στην ψυχή του.
Καμιά φορά τύχαινε να συναντήσει -ως συνάδελφό του στο στρατό ή στο δρόμο τυχαία- κανένα παλιό ακροατή του καφενείου.
- Έ! Του έλεγε αυτός. Είσαι βλέπω ενθουσιασμένος. Κι όμως πας να πολεμήσεις για την επικράτηση μιας άλλης εξωτερικής πολιτικής από αυτή που θεωρούσες σωτήρια για τη Γερμανία: πας να πολεμήσεις γιατί έτσι το θέλει το σύμφωνο της συμμαχίας μας με την Αυστρία.
- Καθόλου! Απαντούσε περήφανα ο Χίτλερ. Οι γερμανοί πολεμούνε για ν’ αποδείξουν στον κόσμο την ισχύ και την αντοχή της μεγάλης Γερμανίας, της Γερμανίας του Βίσμαρκ!
Τα γεγονότα απέδειξαν πως ο Χίτλερ είχε δίκιο στην αντίληψή του για την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας πριν από τον μεγάλο πόλεμο: η συμμαχία της με την Αυστρία την παρέσυρε στη συντριβή μαζί της.
Πάντως, η νέα του ζωή ευχαριστούσε τον Αδόλφο. Δεν τον ικανοποιούσε μόνο ηθικά, αφού έβλεπε να παίρνει σάρκα και οστά το παγγερμανικό του όνειρο. Τον ικανοποιούσε και κάπως πιο πραγματιστικά, αφού, έπειτα από τόσες ταλαιπωρίες, εύρισκε την πολυπόθητη ξεγνοιασιά... Οι πιο κουραστικές στρατιωτικές υπηρεσίες, πράγματι, του φαίνονταν εξαιρετικά ευχάριστες, σχετιζόμενες και συγκρινόμενες με τις στερήσεις και τις δοκιμασίες της Βιέννης. Ένα πράγμα τον προβλημάτιζε μόνον: μην τυχόν τελείωνε γρήγορα ο πόλεμος. «Η μόνη μου ανησυχία -γράφει ο ίδιος- ήταν μήπως καθυστερήσω να πάω στο μέτωπο και ο πόλεμος, εν τω μεταξύ, τελείωνε. Έπρεπε να λάβω μέρος στη νίκη!».
Κάθε βράδυ πήγαινε στο σταθμό και περίμενε να φτάσουν τα τραίνα που γύριζαν απ’ το μέτωπο. Μόλις κατέβαιναν οι αδειούχοι τους πλησίαζε κι άρχιζε να τους υποβάλλει σε «ανάκριση». Από τις απαντήσεις τους προσπαθούσε να σχηματίσει μια ιδέα για την έκβαση του πολέμου. Όλοι του μιλούσαν ενθουσιαστικά. Ήταν βέβαιοι για τη νίκη. Την περίμεναν με κρυφή προσδοκία. Η μάχη του Μάρνη, φαίνεται, που είχε κρίνει εν τούτοις την τύχη του πολέμου, δεν είχε κάνει καμμιά εντύπωση στους Βαυαρικούς στρατώνες... Κι έτσι, όταν έβλεπε τα τραίνα να ξαναφεύγουν για το μέτωπο, ο Χίτλερ αναστέναζε μελαγχολικά.
Οπωσδήποτε, έφθασε κάποτε η πολυπόθητη στιγμή. Ύστερα από δεκάμηνη στρατιωτική εκπαίδευση των ανδρών του, το σύνταγμα Λίστ αναχώρησε τέλος για το μέτωπο. Ο Χίτλερ χαιρόταν. Το μεγάλο όνειρο της ζωής του, το όνειρο που έπλαθε από παιδί όταν διάβαζε με λαχτάρα την ιστορία του Γαλλογερμανικού πολέμου του 1870 γινόταν πλέον πραγματικότητα. Πήγαινε να πολεμήσει για το μεγαλείο και τη δόξα της Γερμανίας! Μεθυσμένος από ενθουσιασμό διέσχισε την Βυτεμβέργη, το δουκάτο της Βάδης, την Ρενανία. Για πρώτη φορά ο Χίτλερ έβλεπε τις επαρχίες της θετής του πατρίδας, και «η ψυχή του αναγάλλιαζε πραγματικά».
Ένα πρωί, ενώ το σύνταγμά του διάβαινε κατά μήκος του Ρήνου, διέκρινε αίφνης το μνημείο του Ντίντερβαλντ: το τεράστιο αυτό άγαλμα της Γερμανίας, που προβάλλει σα να θέλει να προστατεύσει τον γερμανικό Ρήνο από την πλεονεξία των «προαιώνιων εχθρών» - και σα να θέλει να βροντοφωνήσει ως τον ουρανό τους εθνικιστικούς πόθους της χώρας εκείνης. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου χρύσωναν το τεράστιο άγαλμα, σχηματίζοντας ολόγυρά του κάτι σαν φωτοστέφανο. Τη στιγμή εκείνη ο Χίτλερ αισθάνθηκε το στήθος του πολύ μικρό για να χωρέσει ολόκληρο τον ενθουσιασμό του.
Τέλος, ένα βράδυ, το τρένο που μετέφερε το Βαυαρικό σύνταγμα στη Φλάνδρα, σταμάτησε στο Χέρμπεσταλλ. Θα τραβούσε για το Βέλγιο.
Ο Χίτλερ, μαζί με τους συμπολεμιστές του, έφθασε στη Λιέγη. Εκεί, διεξάγονταν μάχες ακόμη. Ο μέλλων αρχηγός όλων των πολεμικών δυνάμεων της Γερμανίας, βρήκε την ευκαιρία να θαυμάσει, στη Λιέγη, όλα τα κατορθώματα του Πρωσσικού πυροβολικού. Και «βαπτίστηκε» στη φωτιά του πολέμου.
Αξίζει όμως να πληροφορηθούμε από τον ίδιο τις αλησμόνητες αυτές στιγμές της εκστρατείας του:
- «Καθ’ ένας από μας -γράφει στ’ Απομνημονεύματά του- ένιωσε απότομα κάτι να τον τραβάει προς τα εμπρός, προς τον εχθρό. Και προχωρούσαμε με το μάτι θολωμένο, όλο και πιο γρήγορα. Καταλαβαίναμε πως θα προχωρούσαμε, ως τη στιγμή που θα πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλο, σώμα με σώμα.
Από μακριά έφθανε ως εμάς η ατμόσφαιρα του πολέμου και μεταδιδόταν από σύνταγμα σε σύνταγμα. Και όταν ο θάνατος έμπαινε στις γραμμές μας, ένα τραγούδι υψωνόταν ως τον ουρανό και ακουγόταν από την μία άκρη του μετώπου ως την άλλη:
- «Ντόϋτσλαντ, Ντόϋτσλαντ ούμπερ άλλες... ίν ντέρ Βέλτ!...
Τέσσερις μέρες αργότερα μας ξαναγύρισαν στα μετόπισθεν. Η όψη του συντάγματος αυτή τη φορά ήταν διαφορετική. Τα παιδιά των δεκαεφτά χρονών έμοιαζαν με ώριμους άνδρες κι εγώ από νεαρός εθελοντής είχα γίνει βετεράνος».
Ένας από τους συμπολεμιστές του Χίτλερ που τον είδε την εποχή εκείνη –τον χειμώνα του 1915-1916 – έξω από ένα σχολείο της Λίλλης, με την κάσκα χωμένη ως τα φρύδια και το μουστάκι κομμένο α-λά γαλλικά, λέει πως του έκανε εντύπωση ως υπηρέτης στάβλου. Προσθέτει όμως ότι ήταν ο τύπος του στρατιώτη με τον οποίο οι γερμανικές στρατιές θα μπορούσαν να κάνουν θαύματα.
Και μια ακόμη λεπτομέρεια: Την ίδια εκείνη εποχή διαδόθηκε στις τάξεις του Βαυαρικού συντάγματος -άγνωστο πως- ότι ο στρατιώτης Χίτλερ, με τα μεγάλα κατεβασμένα μουστάκια και τα ονειροπόλα μάτια, είχε φύγει από την Αυστρία και είχε ζητήσει να καταταχθεί στο Γερμανικό στρατό από μίσος προς τους Εβραίους. Γεγονός, πάντως, είναι ότι ο Χίτλερ δεν έβγαζε λόγους πλέον, όπως άλλοτε.
«Στο μέτωπο –γράφει ο Σέιντ – ο Χίτλερ ήταν στρατιώτης και μόνο στρατιώτης. Είχε τη γνώμη ότι ο τελευταίος στρατιώτης πρόσφερε στην πατρίδα του περισσότερες υπηρεσίες από τον σπουδαιότερο βουλευτή. Σιχαινόταν τις άγονες ρητορικές φλυαρίες την εποχή εκείνη όπου κάθε «λεβέντης», αντιμετώπιζε κάθε στιγμή τον χάρο, υπέφερε και σκοτωνόταν χωρίς να βγάζει λέξη από το στόμα του. Και αγανακτούσε, επαναστατούσε ολόκληρος, όταν έβλεπε μια ορισμένη μερίδα του τύπου να προσπαθεί ν’ ανακόψει τον ενθουσιασμό με τον οποίο στρατός και λαός, ενωμένος, γιόρταζαν τις πρώτες νίκες».
Κάτι άλλο, που τον πείραζε επίσης, ήταν η στάση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στους Μαρξιστές.
- Δεν γνωρίζω πλέον κόμματα! Είχε δηλώσει ο Κάιζερ.
Όμως ο Μαρξισμός δεν ήταν σαν τα άλλα κόμματα συλλογιζόταν ο Χίτλερ. Ο Μαρξισμός είναι ένα σύστημα που αποβλέπει στην καταστροφή της ανθρωπότητας. Κατά τη γνώμη του ο Κάιζερ δεν είχε φερθεί φρόνιμα. Στα 1914, επάνω στον ενθουσιασμό του πολέμου, η εργατική τάξη της Γερμανίας είχε ξεχάσει τις μαρξιστικές θεωρίες, είχε τρέξει αυθόρμητα να ταχθεί στη διάθεση της πατρίδας, μέσα σε λίγες μέρες οι τάξεις των μαρξιστών είχαν «γυμνωθεί». Οι αρχηγοί τους είχαν απομονωθεί. Παρουσιαζόταν μια μοναδική ευκαιρία στο κράτος για να δράσει, «για να εξολοθρεύσει όλη τη συμμορία»! εδώ στο μέτωπο σκοτωνόταν το άνθος του γερμανικού λαού. Και δειλιάζουν να εξολοθρεύσουν μέσα στην καρδιά της Γερμανίας μερικά δηλητηριώδη σκουλήκια; Ποια στάση, λοιπόν, έπρεπε να τηρήσει το κράτος απέναντι στους αρχηγούς του Μαρξισμού; Απλούστατα, να τους φυλακίσει, ν’ απολυτρώσει από την παρουσία τους το έθνος, και εν ανάγκη, να χρησιμοποιήσει εναντίον τους τη στρατιωτική βία. Πρώτα απ’ όλα όμως έπρεπε, για το συμφέρον της χώρας να διαλυθεί η Βουλή.
Τότε τέθηκε στο Χίτλερ, για πρώτη φορά, το ερώτημα: Είναι δυνατόν με το σπαθί, να καταπολεμήσει κανείς μια ιδεολογία; Να καταπνίξει με τη βία ένα ολόκληρο φιλοσοφικό σύστημα; Στις νυχτερινές ώρες της βάρδιας, εκεί, στο μέτωπο, τον απασχολούσε πολύ το ζήτημα αυτό. Γιατί ήδη είχε αρχίσει να καταλαβαίνει, να προαισθάνεται και να στερεώνει μέσα του την ιδέα πως θ’ ανακατευόταν -αργότερα, φυσικά, όταν θα τελείωνε ο πόλεμος - στην πολιτική.
Προσπαθούσε να σχηματίσει πρακτικά ένα πρόγραμμα επικρατήσεως, επιβολής των ιδεών του. Περισσότερο από όλα όμως τον απασχολούσε αυτό το ερώτημα: Θα μπορούσε, ένας πολιτικός -αυτός ο ίδιος αν είχε ποτέ τη δύναμη- με τη βία να συντρίψει το μαρξιστικό κόμμα, την μαρξιστική ιδεολογία;
Η λογική του απαντούσε:
- Όχι! Εφόσον και ένας οπαδός ενός κοινωνικού συστήματος μένει, η ιδεολογία του συστήματος αυτού ζει και μπορεί να δημιουργήσει νέους πιστούς.
Θα έπρεπε, λοιπόν, να εξολοθρευτούν όλοι οι πιστοί; Μια γενική σφαγή των μαρξιστών, μια καινούργια νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου για τους γερμανούς οπαδούς του Μάρξ και των εβραίων, θα έσωζε τη Γερμανία από το μίασμά τους;
Η λογική του απαντούσε και πάλι:
- Όχι! Γιατί τότε, από ένα νόμο φυσικό, οι διανοούμενοι του τόπου, οι αισθηματικοί τύποι, οι φιλάνθρωποι, θα θεωρούσαν ως ήρωες εκείνους που θα θυσιάζονταν για την ιδεολογία τους, έστω και αν αυτή η ιδεολογία ήταν ο μαρξισμός.
Και τότε ένα τρομαχτικό ερώτημα παρουσιαζόταν στο Χίτλερ: αν η βία, που η αδυσώπητη λογική υπαγορεύει, μπορεί να συντρίψει μια ιδεολογία. Και η απάντηση ερχόταν, φυσική και αναμφισβήτητη: Μόνον όμως όταν η ιδεολογία αυτή που συντρίβεται είναι ανήθικη και συγχρόνως επιβάλλεται και νικά μιαν άλλη ιδεολογία, αντίθετή της, βασιζόμενη στην ηθική!
Αυτές τις σκέψεις έκανε ο στρατιώτης Χίτλερ, βρισκόμενος στο μέτωπο, στα 1915.
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.