Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Αδόλφος Χίτλερ:
ο ηγέτης και η εποχή του!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 
Β 

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
ή
Το ατομικό ως έκφραση του συλλογικού και το αντίστροφο

Β 

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 10 από 31
επόμενη σελίδα

Δ΄) Εργάτης.

Προς τον μεγάλο αγώνα της ζωής. -Μόνος κι έρημος, με λίγες κορώνες στην τσέπη, μέσα στους δρόμους της Βιέννης.- Λασποκουβαλητής σ’ ένα γιαπί.- Η πρώτη επαφή του μέλλοντα Δικτάτορα με το προλεταριάτο.- Ένας εργάτης που δε μοιάζει με τους άλλους.- Τα Σαββατόβραδα στο θέατρο, και την Κυριακή στα μουσεία.- Ο κακούργος δόκτωρ Τζέκυλ.- Ο Χίτλερ... κηρύσσει τον πόλεμο στους άλλους εργάτες.

Οι δύο αδελφές του Χίτλερ έμειναν στο Λίντς. Η μια απ’ αυτές ήταν μεγαλύτερή του στα χρόνια. Ο Χίτλερ, ωστόσο δεν τις αγαπούσε καθόλου γιατί τις θεωρούσε κακές, μοχθηρές και ύπουλες. Ούτε νοιαζόταν έτσι, καθόλου για το μέλλον τους. Εκτός απ’ τη μητέρα του άλλωστε, που του είχε επιβληθεί με την άπειρη καλοσύνη της, δεν αγαπούσε κανέναν άλλο τόσο πολύ στον κόσμο ο Χίτλερ, παρά μόνο τον εαυτό του.
Πίστευε πάντοτε, πως ήταν πλασμένος για να διαπρέψει, πως είχε ξεχωριστά δικαιώματα στη ζωή.
Το Λίντς, φυσικά, ήταν πολύ μικρός τόπος για να μπορέσει να ικανοποιήσει εκεί, τις μεγάλες του φιλοδοξίες. Έριξε, λοιπόν, μέσα σε μια βαλίτσα λίγα ασπρόρουχά του –τα απαραίτητα– και ξαναπήρε τον δρόμο της Βιέννης.
- Είχα ξαναβρεί την ψυχραιμία και το θάρρος μου, -γράφει στην αυτοβιογραφία του- είχα ξαναβρεί την υπερηφάνεια μου. αυτή τη φορά, είχα ξεκαθαρίσει μέσα μου, τον σκοπό που επεδίωκα.
Εδώ που τα λέμε, αυτά όλα ήταν... ωραίες φράσεις μόνο. Πήγαινε στο άγνωστο... Ένιωθε τόσο μόνο και έρημο τον εαυτό του... δεν ήξερε παρά ένα πράγμα: πώς έπρεπε οπωσδήποτε να πετύχει στη ζωή, να γίνει κάτι... Και συλλογιζόταν πώς ο πατέρας του, από παπουτσής είχε κατορθώσει να γίνει κοτζάμ-δημόσιος υπάλληλος. Γιατί να μην ελπίζει, λοιπόν, κι αυτός πώς θα γινόταν κάτι παραπάνω από δημόσιος υπάλληλος, αφού ήταν κάτι παραπάνω από παπουτσής;...
Η σκέψη αυτή του έδινε θάρρος. Κι έτσι, με ξαλαφρωμένη κάπως την καρδιά προχώρησε προς τον μεγάλο αγώνα της ζωής...
Δεν ήταν πλέον ο νέος καλλιτέχνης, ο φουσκωμένος από αόριστες φιλοδοξίες, το άμυαλο παιδί με τις αβάσιμες ελπίδες να επιδειχτεί, - όπως την πρώτη φορά που είχε φθάσει στη Βιέννη.
Ήταν ένας νεαρός επαρχιώτης, αμίλητος, γεμάτος έννοια, που συμπλήρωσε με χέρι τρεμουλιαστό το δελτίο ενός ξενοδοχείου τελευταίας τάξεως... Στην τσέπη του δεν είχε, πράγματι, παρά ελάχιστα χρήματα. Κι έτρεμε μην τύχει και εξαντληθούν πριν «πιάσει δουλειά».
Πώς θα έτρωγε; Πώς θα ζούσε;...
Έπρεπε να βρει κάποιον γλίσχρο έστω, μα σταθερό πόρο, τώρα στην αρχή, για να εξασφαλίσει φαγητό και ύπνο, για να νοικοκυρευτεί, και τότε, χωρίς έγνοια πλέον, θα μπορούσε να κοιτάξει για πιο ψηλά.
Διψούσε για την πάλη της ζωής. Για τον αγώνα. Τώρα, που είχε βρεθεί μονάχος του μέσα στη μεγάλη πολιτεία, χωρίς δουλειά και χωρίς να περιμένει από κανένα υποστήριξη, αντιλαμβανόταν ότι δεν ήταν καμωμένος για την μποέμικη ζωή. Ά, όχι! Διψούσε για δράση!
- Σε κείνη την περίοδο της ζωής μου, γράφει στην Αυτοβιογραφία του, χρωστώ το ότι απέκτησα τη δύναμη να είμαι σκληρός. Ευγνωμονώ τα χρόνια εκείνα, γιατί με τράβηξαν από τη ματαιότητα της εύκολης ζωής, και έδωσαν σ’ ένα χαϊδεμένο παιδί μία νέα μητέρα: την φροντίδα.
Φίλους δεν είχε, αλλά κι ούτε ήθελε ν’ αποκτήσει ακόμη ο Χίτλερ. Ήταν αρκετά περήφανος ώστε δεν ήθελε να δώσει στους άλλους το θάρρος να τον λυπηθούν για την οικονομική του στενοχώρια. Ούτε, άλλωστε, θα καταδεχόταν ποτέ να ζητήσει βοήθεια από κανένα...
Γι’ αυτό όσο περνούσε ο καιρός χωρίς να βρίσκει δουλειά και λιγόστευαν τα χρήματά του, τόσο... συχνότερα μετακόμιζε σε φθηνότερα ξενοδοχεία.
Στις διάφορες πανσιόν όπου έμενε, έλεγε άλλοτε πως ήταν ζωγράφος, άλλοτε συγγραφέας, άλλοτε φοιτητής. Δεν ομολογούσε ποτέ πώς ήταν άνεργος. Εκτός αυτού, το παλιό του μεράκι, να γίνει αρχιτέκτονας μια μέρα, δεν τον είχε εγκαταλείψει εντελώς.
- Που ξέρεις καμιά φορά... συλλογιζόταν. Μπορεί να παρουσιαστεί καμιά ευκαιρία να γίνω αρχιτέκτονας χωρίς να περάσω από τις παλιοσχολές τους!... Όλα γίνονται...
Όλα γίνονται, πράγματι. Πού να φανταζόταν εκείνη την εποχή ότι θα παρουσιαζόταν μια μέρα κάποια ευκαιρία να γίνει... κάτι παραπάνω από αρχιτέκτονας...
Οπωσδήποτε, η κατάσταση του Χίτλερ, από οικονομικής απόψεως είχε αρχίσει να γίνεται τραγική. Έφθασε ένα πρωί που δεν είχε πια δεκάρα. Τα χρήματά του όλα είχαν σωθεί...
Κι όμως έπρεπε να φάει...
Εκείνο το πρωί ένιωσε αληθινά την απελπισία να του σφίγγει την καρδιά. Ξεκίνησε από το ξενοδοχείο του -...ποιάς κατηγορίας, πλέον, δεν αναφέρει η Ιστορία...- με την απόφαση να μη γυρίσει πίσω χωρίς να έχει βρει δουλειά. Δεν του έμεινε πλέον καιρός να διαλέξει.
Ασυναίσθητα, σπρωγμένος ίσως από το... αρχιτεκτονικό του δαιμόνιο, κατευθύνθηκε σ’ ένα μεγάλο γιαπί. Πλήθος εργάτες ανεβοκατέβαιναν πάνω στα δοκάρια, έτρεχαν, δούλευαν, κουβαλούσαν πέτρες... Ο Χίτλερ στάθηκε απότομα και τους κοίταξε μ’ ένα βλέμμα μελαγχολικό. Δεν θαύμαζε τώρα τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του γιαπιού... Ζήλευε τους εργάτες του: Αυτοί όλοι -συλλογιζόταν- σαν έρθει το μεσημέρι, θα πάρουν το μεροκάματό τους και θα πάνε ξέγνοιαστοι να γευματίσουν... Μήπως δεν είναι ελεύθεροι, αυτεξούσιοι;... Και μήπως η ελευθερία τους αυτή δεν αξίζει περισσότερο από κάθε πρόληψη;
Χωρίς να διστάσει καθόλου κατευθύνθηκε σ’ έναν χοντρό και κοντό ανθρωπάκο, που στεκόταν παράμερα κι αυτός εποπτεύοντας την εργασία.
- Θα είναι ο εργολάβος... σκέφτηκε ο Χίτλερ.
Τον πλησίασε με θάρρος:
- Θα μπορούσα ν’ αναλάβω και εγώ εργασία σ’ αυτό το γιαπί; τον ρώτησε. Χρειάζεστε κανένα άνθρωπο ακόμη;
Ο εργολάβος τον κοίταξε με έκπληξη από πάνω ως κάτω. Θα αναρωτιόταν ασφαλώς εάν το παιδαρέλι αυτό, με την φτωχική μεν αλλά περιποιημένη φορεσιά, τον κορόιδευε ή εάν σοβαρολογούσε.
- Εργάτη, χρειάζομαι. Και μάλιστα της ηλικίας σου... του απάντησε αργά, χαμογελώντας. Όχι όμως εσένα!
Ο Χίτλερ κιτρίνισε. Καλά τέλος πάντων, από την Ακαδημία... Αλλά και από το γιαπί τον διώχνουν;...
Στήλωσε όσο μπορούσε πιο περήφανα το ανάστημά του.
- Και γιατί όχι εμένα; Ρώτησε.
- Γιατί... δεν θα δεχόσουνα τη μόνη θέση που έχω διαθέσιμη, απάντησε με το ίδιο χαμόγελο ο εργολάβος. Δεν κάνει για σένα... πώς το λένε... Τράβα, παιδί μου, στη δουλειά σου...
Και γύρισε για να δώσει μερικές νέες οδηγίες στους εργάτες του.
Ο Χίτλερ όμως δεν εννοούσε να υποχωρήσει. Δεν εννοούσε να εγκαταλείψει έτσι εύκολα την ελπίδα πως... θα έπαιρνε κι αυτός μεροκάματο, το μεσημέρι... Καταλάβαινε πως η «θέση» που υπονοούσε ο χοντρός εργολάβος θα ήταν ταπεινωτική. Η εργασία όμως δεν είναι ντροπή, συλλογιζόταν. Κι έπειτα, είχε γίνει τόσο σκληρός, τον τελευταίο καιρό, απέναντι στον εαυτό του...
Δεν «τράβηξε» λοιπόν. Απεναντίας μάλιστα. Επέμεινε:
- Είμαι αρκετά γερός, δόξα σοι ο Θεός, είπε. Κι έπειτα θέλω να εργαστώ! Δέχομαι ότι και αν μου αναθέσετε...
- Ακόμα και τη δουλειά του «αποδότη»;... τον ρώτησε ο εργολάβος. Να κουβαλάς, δηλαδή λάσπη επάνω στο γιαπί;..
-Πάω ν’ αλλάξω φορεσιά, και σε δυο λεπτά θα είμαι πίσω! Απάντησε ο Χίτλερ. Περιμένετέ με...
Σε «δύο λεπτά» είχε πράγματι επιστρέψει με απλά, λερωμένα, εργατικά ρούχα. Άρπαξε ένα πηλοφόρι, κι άρχισε να κουβαλάει λάσπη ανάμεσα σε σκαλωσιές, σε σακιά με ασβέστη... Ο ένας εργάτης τον έβριζε γιατί δεν είχε φτάσει αρκετά γρήγορα, ο άλλος τον σκουντούσε.
Ο υποψήφιος αρχιτέκτονας είχε «πιάσει δουλειά»... Με τι ικανοποίηση όμως, και με πόση όρεξη γευμάτισε εκείνο το μεσημέρι...
Σε κείνο το γιαπί, ανάμεσα στο ανώνυμο πλήθος των εργατών, για πρώτη φορά ο Χίτλερ ερχόταν σε επαφή με το προλεταριάτο. Και από την πρώτη στιγμή το κοίταξε με μάτια αστού που είχε περιπλανηθεί από τις ανάγκες της ζωής ανάμεσά του.
Η αλήθεια είναι ότι οι νέοι του συνάδελφοι δεν έμοιαζαν καθόλου με τους αγαπημένους του Γερμανούς συμμαθητές του Λίντς.
«Όλες οι φυλές της Κεντρικής Ευρώπης, γράφει ο Μπεκλέρ, είχαν συναντηθεί σ’ εκείνο το γιαπί: Αυστριακοί, Μοραβοί, Ιταλοί, Πολωνοί, Ρουθανοί και Κροάτες. Λίγοι Γερμανοί και πολύ περισσότεροι Σλάβοι πεινασμένοι άνθρωποι του σκοινιού και του παλουκιού, καταζητούμενοι ίσως απ’ την Αστυνομία, άνθρωποι της κατωτάτης υποστάθμης που όσο δούλευαν δεν έπαυαν απ’ το να βρίζουν και να βλαστημούν, και μόλις άφηναν τη δουλειά τους άρχιζαν το μεθύσι». Αυτοί ήταν οι συνάδελφοι του Χίτλερ.
«Στη σοφίτα όπου είχε νοικιάσει δωμάτιο, πλάι σε μερικούς απ’ τους εργάτες εκείνους προσπαθούσε τη νύχτα να βουλώνει τ’ αφτιά του για να μην ακούει τις βλαστήμιες τους από τη μια μεριά, κι από την άλλη τον «σαματά» των ποντικών κάτω από το πάτωμα.
Το φως και ο αέρας της Βιέννης έμπαιναν μέσα στο δωμάτιό του από μία μεγάλη τρύπα που υπήρχε στον τοίχο και που παρίστανε το... παράθυρο.
Περισσότερο συντριμμένος ηθικά παρά κουρασμένος σωματικά, ο μικρός εργάτης κοίταζε κάθε βράδυ τις φούσκες που είχε αφήσει στα χέρια του, η δουλειά της ημέρας, και περίμενε όρθιος τον ύπνο γιατί φοβόταν να πέσει να πλαγιάσει σ’ εκείνο το σκληρό κρεβάτι.
Καμιά φορά μια απορία τον βασάνιζε. Συλλογιζόταν τα λόγια του πατέρα του. κι αναρωτιόταν: “Μήπως, αλήθεια, ένας υπάλληλος γραφείου, ένας δημόσιος υπάλληλος, περνάει καλύτερα;...” “όχι, όχι! Απαντούσε όμως αμέσως, γρήγορα, στον εαυτό του. Ά! Είναι χίλιες φορές προτιμότερο να εργάζεται κανείς, έτσι, ελεύθερος, παρά να σφαλίσει για πάντα την πόρτα της ζωής του πίσω από χοντρά τεφτέρια!...”
Και η σκέψη αυτή τον παρηγορούσε.
Το γεγονός πάντως είναι ότι οι συνάδελφοί του θεωρούσαν τον Χίτλερ ως... μυστηριώδες υποκείμενο. Τον έβλεπαν πάντα αμίλητο, ονειροπόλο, ν’ αποφεύγει τις παρέες τους, και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος ήταν, τι σκεφτόταν, τι είχε «κατά νου και φρένα»... Μερικοί αποτόλμησαν να τον ρωτήσουν. Ο Χίτλερ όμως δεν καταδεχόταν βέβαια να αποκαλύψει τα μυστικά της ζωής του σ’ αυτούς τους προσωρινούς, όπως φανταζόταν και ήλπιζε, συναδέλφους του.
Ούτε το μεσημέρι κάν δεν κολάτσιζε μαζί τους. Αποτραβιόταν παράμερα σε μια γωνιά, άνοιγε το κομμάτι της εφημερίδας που είχε τυλίξει το λιτό του γεύμα -ένα μπουκάλι γάλα και ψωμί συνήθως- έτρωγε, σιωπηλός, μηχανικά, και κατόπιν… βυθιζόταν στο διάβασμα του λαδωμένου κομματιού της εφημερίδας.
Οι άλλοι εργάτες, βλέποντάς τον να διαβάζει αντί να λαμβάνει μέρος στα χοντρά τους αστεία και να βωμολοχεί μαζί τους, τον κορόιδευαν.
Ο Χίτλερ όμως δεν έδινε καμιά σημασία στα πειράγματά τους. Βυθισμένος, καθώς ήταν, στην ανάγνωση του κυρίου άρθρου της εφημερίδας, ούτε τους πρόσεχε κάν...
Τα Σαββατόβραδα που έπαιρνε το υπόλοιπο των ημερομισθίων του -γιατί στο διάστημα της εβδομάδας είχε τραβήξει αρκετές «μπροστάντζες», φυσικά- ο Χίτλερ δεν ακολουθούσε τους άλλους εργάτες στις ταβέρνες ή στα καφενεία. Δεν του άρεσαν, άλλωστε, ούτε το κρασί, ούτε τα χαρτιά, ούτε η παρέα με τους συναδέλφους του, που τη θεωρούσε κατωτέρας ποιότητας και υποβαθμισμένη. Μόλις τελείωνε τη δουλειά του και παρατούσε το πηλοφόρι με τα λεφτά στην τσέπη, πήγαινε χαρούμενος στη σοφίτα του, έβγαζε τα λερωμένα ρούχα του, φορούσε το «καλό του κοστούμι» και κατόπιν έτρεχε στην Όπερα. Αγόραζε ένα εισιτήριο γαλαρίας και ανέβαινε στο ναό της Υψηλής Τέχνης για να απολαύσει τη μουσική που λάτρευε. Συνήθως έφτανε αργά και δεν έβρισκε θέση να καθίσει, αφού οι θέσεις της γαλαρίας δεν ήταν αριθμημένες. Αυτό όμως δεν τον πείραζε. Στεκόταν όρθιος, στο βάθος, κρατώντας την αναπνοή του για να μην του ξεφύγει η παραμικρή νότα. Δεν έβλεπε τίποτα μπροστά του. Άκουγε μονάχα. Και τα ξεχνούσε όλα εκείνη τη στιγμή: πίκρες, εξευτελισμούς, κούραση. Εννοείται ότι τις περισσότερες φορές το αντίτιμο του εισιτηρίου τον «απήλλασσε» την επομένη απ’ το να φάει. Δεν τον ένοιαζε όμως: η σκέψη πως το ερχόμενο Σάββατο θα ξαναδοκίμαζε την ίδια απόλαυση τον ενθουσίαζε, σχεδόν τον χόρταινε. Τις Κυριακές επέλεγε να επισκεφθεί κάποιο Μουσείο -ως γνωστόν, τις Κυριακές η είσοδος στα μουσεία είναι δωρεάν- ή διάβαζε.
Τις νύχτες, όμως, α τις νύχτες ζούσε σε άλλους κόσμους: σε κόσμους φανταστικούς, ωραίους. Διάβαζε. Μελετούσε. Διάβαζε κάθε είδους βιβλία. Αχόρταγα, άπληστα. Βιβλία φιλολογικά, επιστημονικά. Τώρα καταλάβαινε πόσο ελλιπής ήταν η μόρφωσή του. Κι εννοούσε ν’ αναπληρώσει όσα δεν είχε μάθει στα παιδικά του χρόνια. Τα βιβλία του είχαν γίνει κάτι παραπάνω από μια παρηγοριά, ανάγκη, σωστή μονομανία. Το τυπογραφικό χαρτί τον μεθούσε, τα τυπογραφικά στοιχεία του ήσαν οι πιο αγαπημένοι του φίλοι. Δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει τη δουλειά του για να τρέξει στο σπίτι του να ριχτεί στη μελέτη. Και αφού διάβαζε επί ώρες, όταν κουραζόταν μεταμορφωνόταν κυριολεκτικά, σαν να ήταν ήρωας κανενός παράδοξου αστυνομικού κινηματογραφικού έργου: πλενόταν, αρωματιζόταν, φορούσε τα καλά του ρούχα, και αγνώριστος, με άψογη τσάκιση του παντελονιού, τέλειος κύριος, πήγαινε να παρακολουθήσει μαθήματα πολιτικής οικονομίας. Ζούσε, πλέον, τη δεύτερη, δική του ζωή. Χλωμός από την πείνα και το κρύο μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας, όμοιος όμως με τους άλλους ακροατές, «κύριος» κι αυτός, κρεμόταν απ’ τα χείλη των καθηγητών. Όταν τελείωνε η παράδοση, έκανε μια βόλτα στους κεντρικότερους δρόμους της Βιέννης, θαυμάζοντας τα μνημεία, σταματώντας λίγες στιγμές έξω από τα πολυθόρυβα κέντρα, μόνος πάντα κι αμίλητος.
Κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί πώς ο «νέος αυτός καλής οικογένειας» με τα καθαρά ρούχα και την σοβαρή μορφή δεν ήταν παρά... ένας αποδότης σε γιαπί. Και απολάμβανε σιωπηλά ο Χίτλερ τη δεύτερή του αυτή υπόσταση.
Τέλος, γύριζε στη σοφίτα του. Άναβε το κερί του, και καθισμένος μπρος στο φτωχικό του τραπεζάκι ριχνόταν στην αγαπημένη του μελέτη.
- «Διάβαζα -γράφει ο ίδιος- τότε υπερβολικά και προσπαθούσα να τα καταλάβω όλα ως το βάθος. Όλη η ελευθερία που μου άφηνε η εργασία μου ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στη μελέτη. Κατόρθωσα έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια ν’ αποκτήσω μερικές γνώσεις που μου χρησιμεύουν ακόμη και σήμερα».
Η στάση αυτή του «μυστηριώδους» συναδέλφου τους, είχε φανεί κωμική στην αρχή στους άλλους εργάτες. Με τον καιρό όμως άρχισε να τους θυμώνει. Κοίταζαν με περιφρόνηση και μίσος τον Χίτλερ. Τον φώναζαν «φαντασμένο»... μια παρεξήγηση είχε γεννηθεί μεταξύ τους. Μια φοβερή παρεξήγηση που είχε ανοίξει ανάμεσά τους...
Όπως δεν μπορούσαν να νιώσουν τον Χίτλερ οι απλοί εργάτες, έτσι κι αυτός δεν μπορούσε -και ούτε επιχειρούσε, άλλωστε- να μπει στην ψυχολογία τους. Που να νιώσει πως αντιλαμβάνονται αυτοί το δίκαιο του προλεταριάτου, τις απεργίες, το ζήτημα των ημερομισθίων, τον έρωτα, τον Θεό... Που να μπει στα αισθήματά τους!...
Ο Χίτλερ ήταν φαντασμένος. Εκτός αυτού ήταν ακόμη οξύθυμος και νευρικός. Ένα πράγμα τον ενδιέφερε μονάχα: να επιβάλει, οπωσδήποτε, τις ιδέες του στους άλλους. Αυτός να καταδεχτεί να συζητήσει με τους εργάτες; Αυτός, ο γιός ενός «δημοσίου υπαλλήλου;»... Είχε δικαίωμα, απλούστατα, να τους δίνει μαθήματα, κι αυτοί είχαν καθήκον να τον ακούνε!... έτσι νόμιζε.
Αλλά κι αυτοί δυσπιστούσαν μαζί του. Καταλάβαιναν πώς δεν ήταν τέλειος εργάτης σαν κι αυτούς, πως δεν ήταν από την «πάστα» τους. Και δεν τον χώνευαν γιατί τους έκανε τον «καμπόσο»... «Με ποιο δικαίωμα -έλεγαν- θέλει αυτός ο ξένος να μας επιβληθεί;...».
Ο Χίτλερ, ωστόσο, μελετούσε θεωρητικά και πρακτικά την εργατική κοινωνία, τη ζωή των εργαζομένων. Πρακτικά, γιατί την έβλεπε ολόγυρά του, γιατί τη ζούσε κι αυτός, έστω και σαν «ερασιτέχνης» όπως έλεγε στον εαυτό του για να παρηγορηθεί.
Για όλη αυτή τη φτώχεια, την κακομοιριά και την αθλιότητα των εργατών, θεωρούσε υπεύθυνους τους πλούσιους κυρίως. Δεν εννοούσε βέβαια πως οι πλούσιοι θα έπρεπε να βοηθήσουν οικονομικά τους «αναξιοπαθούντες». Σιχαινόταν βαθιά αυτή την δήθεν φιλανθρωπία, την «αισθηματική ελεημοσύνη» όπως την έλεγε, που, κατά τη γνώμη του, όχι μόνο είναι ψεύτικη και υποκριτική αλλά και θίγει και προσβάλλει εκείνον που την δέχεται. Δεν ζητούσε λοιπόν, την ελεημοσύνη που «διαιωνίζει το κακό εμποδίζοντας το χειρότερο». Όχι. Ζητούσε μια ριζική μεταβολή της κοινωνίας, βασιζόμενη στην κοινωνική δικαιοσύνη που σέβεται τα δικαιώματα του καθενός.
- Πώς να εκπλαγεί κανένας, έλεγε, για το ότι η φρικτή οικονομική αθλιότητα πνίγει κάθε επιθυμία μορφώσεως, κάθε εθνικό αίσθημα πατριωτισμού; Για σκεφτείτε λιγάκι την ηθική εξέλιξη που υφίσταται ένας από αυτούς τους απόκληρους της τύχης. Από τη στιγμή που θα γεννηθεί, μέσα στην άθλια τρώγλη όπου είναι καταδικασμένος να ζει μαζί με ένα σωρό άλλους ομοιοπαθείς του, γίνεται μάρτυρας όλων των βίτσιων. Τίποτε δεν του μένει κρυφό, τίποτε δεν θεωρεί ιερό. Τα πάντα, βλέπει να διασύρονται μέσα στη λάσπη: η ηθική, η θρησκεία, το κράτος. Η ψυχή του είναι ένα απέραντο έλος. Κι όταν αργότερα, στο σχολείο, προσπαθούν να τον ενθουσιάσουν με την ιδέα του μεγαλείου της πατρίδας, αυτός ξύνει τα ψειριασμένα του μέλη γελώντας βλακωδώς. Τελείωσε! Δεν μπορεί να υπάρξει εθνική μόρφωση, χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη!
Μελετούσε και θεωρητικά όμως, όπως είπαμε, την εργατική κοινωνική ζωή. Εκτός από την Πολιτική Οικονομία, διάβαζε και τα έργα των μαρξιστών συγγραφέων, αρχίζοντας από τον ίδιο τον Μαρξ - με τους οποίους δεν συμφωνούσε, άλλωστε.
Παρ’ όλη τη συμπάθεια που έτρεφε, εντούτοις, προς την καταπιεζόμενη εργατική τάξη, του ήταν αδύνατο να συνεννοηθεί μαζί της: έλειπε ο ψυχικός σύνδεσμος μεταξύ τους. Την συμπαθούσε «αφ’ υψηλού», σαν ο μέλλων προστάτης της.
Όμως αυτό, οι συνάδελφοί του, δεν μπορούσαν να το ανεχτούν...
Ένα πρωί, μόλις έφτασε στην οικοδομή όπου εργαζόταν, ο Χίτλερ παρατήρησε ότι οι εργάτες τον κοίταζαν μ’ ένα περίεργο ύφος - πιο περίεργο από τις άλλες φορές. Δεν τους έδωσε και πάλι προσοχή. Πήρε το πηλοφόρι του, κι ετοιμαζόταν να πιάσει δουλειά, όταν τον πλησίασε ο αρχιεργάτης. Ο Χίτλερ κατάλαβε πώς κάτι σοβαρό συνέβαινε, και άφησε κάτω το πηλοφόρι.
- Άκουσε εδώ, του είπε ο αρχιεργάτης. Δεν μπορούμε να δουλεύουμε μαζί με κάποιον που δεν είναι δικός μας...
- Και γιατί δεν είμαι δικός σας; Ρώτησε ο Χίτλερ. Μήπως...
Ο αρχιεργάτης όμως τον διέκοψε απότομα.
- Αυτό θα το δούμε τώρα αμέσως, είπε, αν είσαι δικός μας ή όχι... Ξέρεις ότι όλοι οι εργάτες οικοδόμοι είναι γραμμένοι σ’ ένα Συνδικάτο - Στο δικό μας Συνδικάτο. Όλοι μας ανήκουμε σ’ αυτό. Πρέπει να γραφτείς κι εσύ.
Ο Χίτλερ τα χρειάστηκε. Δεν είχε προετοιμαστεί για μια τέτοια επίθεση.
- Είναι απαραίτητο δηλαδή, αυτό;... ρώτησε.
- Και βέβαια, είναι απαραίτητο! Πετάχτηκε ένας άλλος εργάτης.
- Ένας εργάτης που δεν ανήκει στο Συνδικάτο του είναι προδότης της τάξεως του! πρόσθεσε ένας τρίτος.
Οι συνάδελφοι είχαν περικυκλώσει τώρα τον νεαρό «αποδότη». Τον κοίταζαν απειλητικά. Έσφιγγαν τις γροθιές τους. Ο Χίτλερ χλώμιασε. Πρώτη φορά αντιλαμβανόταν πόσο τον αντιπαθούσαν οι συνάδελφοί του. Δεν εννοούσε όμως και να υποκύψει στη βία, να γραφεί σ’ ένα συνδικάτο... που δεν ήξερε καλά-καλά ακόμη ούτε τι σήμαινε.
Έκανε πώς δεν αντελήφθη τις... τρυφερές ματιές που του έριχναν οι αγαπητοί του συνάδελφοι. Γύρισε προς τον αρχιεργάτη.
- Δεν μπορώ ν’ απαντήσω έτσι αμέσως, αμέσως, είπε. Πρέπει να σκεφθώ...
- Να σκεφθείς τι;
- Να: Δεν έχω ακόμη μελετήσει το ζήτημα, δεν έχω κατασταλαγμένη γνώμη αν είναι χρήσιμο ή όχι ν’ ανήκει κανείς σε μια οποιαδήποτε οργάνωση. Πρέπει ν’ αποφασίσω πρώτα και έπειτα... θα σου πω.
Ο αρχιεργάτης του έριξε μια ματιά από πάνω ως κάτω, κοίταξε τους άλλους σα να ζητούσε σιωπηλά τη συγκατάθεσή τους, και κατόπιν είπε:
- Πολύ καλά. Έχεις μια εβδομάδα καιρό για να σκεφθείς και για ν’ αποφασίσεις!
Και του γύρισε την πλάτη.
Το μεσημέρι, όταν έφυγαν οι εργάτες, ο Χίτλερ κάθισε μελαγχολικά πάνω σ’ ένα σακί γεμάτο γύψο. Άνοιξε τη λιγδιασμένη εφημερίδα του, έβγαλε το ψωμί του, ξεβούλωσε την μπουκάλα με το γάλα, κι ετοιμαζόταν ν’ αρχίσει το λιτό του «κολατσιό», όταν τον πλησίασε ένας συνάδελφός του. Ήταν ένας μεσόκοπος εργάτης, αλκοολικός, ο μόνος μέσα στο γιαπί που του έδειχνε κάποια συμπάθεια.
- Δε μου λες, τον ρώτησε απότομα, έχεις τίποτα εναντίον μας; Ενάντια στους εργάτες;
Ο Χίτλερ τον κοίταξε με απορία:
- Εναντίον σας; Τι να έχω! Απεναντίας μάλιστα. Αγαπώ πολύ το λαό.
Σκέφτηκε λίγο, κατόπιν πρόσθεσε:
- Δεν μπορώ, άλλωστε, παρά να σέβομαι γενικά όποιον κερδίζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του...
- Τότε, λοιπόν, τον ξαναρώτησε ο συνάδελφός του, γιατί δείχνεις τέτοια καταφρόνια εδώ στα παιδιά; Γιατί κρατάς τόσο ψηλά τη μύτη σου;
- Ώ, δεν είναι αυτό...
- Μήπως κι εσύ δεν είσαι «προλεταριάτο» σαν κι εμάς;
- Είμαι, απάντησε σοβαρά ο Χίτλερ. Αφού όμως ρωτάς τη γνώμη μου, άκουσέ την: Να, βρίσκω πως δυστυχώς ο προλετάριος ως επί το πλείστον δεν έχει εθνική περηφάνια, πως το περιβάλλον όπου ζει δεν είναι υγιές. Και, μα το Θεό, πρέπει ν’ αγανακτεί κανείς γιατί τίποτε σ’ αυτή την κοινωνική τάξη...
- Στην τάξη μας, δηλαδή. Στην τάξη σου!
- Έστω στην τάξη μας! Πρέπει ν’ αγανακτεί λοιπόν κανείς που τίποτα η τάξη μας δε σέβεται: ούτε το Κράτος, ούτε τη Θρησκεία, ούτε την Ηθική, ούτε το Σχολείο, ούτε την Πατρίδα, ούτε την ψυχή! Χρειάζεται πώς να σου πω, να κανονίσει κανείς διαφορετικά την ανάπτυξη του εργάτη, να τον μορφώσει εθνικά...
- Αυτά που μου λες ούτε μ’ ενδιαφέρουν, ούτε τα... πολυκαταλαβαίνω! Είπε ο εργάτης σηκώνοντας τους ώμους του. Αυτό που θέλω να μάθω από το στόμα σου, επειδή σε συμπαθώ, είναι αν θα γραφτείς ναι ή όχι στο Συνδικάτο, στο Σωματείο μας.
Ο Χίτλερ κατάλαβε πως δεν μπορούσε να προσηλυτίσει στις ιδέες του ούτε και τον αλκοολικό αυτόν εργάτη.
- Δεν ξέρω ακόμη. Θα εξετάσω..., του απάντησε ψυχρά.
- Πολύ καλά. Δεν πρόκειται κι εγώ να σου δώσω συμβουλές. Ένα πράγμα μόνο σου λέω: Σκέψου καλά... Είσαι σε θέση καλύτερα απ’ τον καθένα να ξέρεις ποιο είναι το καθήκον σου.
Και ο εργάτης έφυγε για να πάει να βρει τους συντρόφους του στο καφενείο.

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Ε΄) Η πρώτη σύγκρουση με τον Μαρξισμό.

Ο εργάτης Χίτλερ... αντιεργατικός.- Μισάνθρωπος.- Επισκέπτεται τους τάφους των γονέων του.- Η διαδήλωση των σοσιαλιστών και τα αποτελέσματά της.- Ο Άντλερ και η εφημερίδα του- Αμφιβολίες.- Ο Χίτλερ αρχίζει να μορφώνει νέες αρχές.- Ένα «επεισόδιο» που παρ’ ολίγο να έχει τραγικό τέλος.

Ο Χίτλερ, στα απομνημονεύματα του, λέει ότι από τότε που ήρθε στην πρώτη αυτή σύγκρουση με τους συναδέλφους του, άρχισε να μελετά καλά τις συνήθειές τους, τους τρόπους τους, τα φερσίματά τους, απέναντί του.
- «Είχα -γράφει- την εντύπωση ότι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να με αναγκάσουν να πάρω την απόφασή μου. Ολόγυρά μου δεν άκουγα παρά κουβέντες επαναστατικές. Το Έθνος που λάτρευα εγώ, ήταν, γι’ αυτούς, μια ανακάλυψη του καπιταλισμού, η Πατρίδα ένα όργανο που είχαν δημιουργήσει οι Αστοί για να εκμεταλλεύονται καλύτερα τους εργάτες, το Σχολείο ένα εργοστάσιο σκλαβωμένων ψυχών και μαντρόσκυλων της μπουρζουαζίας, η Θρησκεία ένα σύστημα προορισμένο ν’ αποκοιμίζει τους λαούς... και ούτω καθ’ εξής.
Με άλλα λόγια, οι συνάδελφοί μου είχαν κυλήσει μέσα στη λάσπη κάθε τι που εγώ λάτρευα...».
Ήταν, βέβαια, στιγμές που ήθελε να μιλήσει μαζί τους, να υποστηρίξει τις ιδέες του. Δεν... το αποφάσιζε όμως. Φοβόταν μήπως κάποιοι εργάτες ήταν περισσότερο καταρτισμένοι απ’ αυτόν στα εργατικά ζητήματα.
Γι’ αυτό προτίμησε να διαβάσει πρώτα, να μορφωθεί. Τις νύχτες άρχισε να αγρυπνά μελετώντας όλα τα βιβλία που αναφέρουν τις διάφορες εργατικές θεωρίες. Και σε δεκαπέντε μέρες, ήταν πλήρως ενημερωμένος. Είχε κατατοπισθεί σε όλα τα εργατικά ζητήματα. Μπορούσε να συζητήσει και ν’ αντικρούσει και τους πιο μορφωμένους σοσιαλιστές ακόμη. Και δεν περίμενε παρά να παρουσιαστεί μια κατάλληλη ευκαιρία για να αποστομώσει τους «συνδικαλιστές» συναδέλφους του. Η ευκαιρία αυτή δεν άργησε να παρουσιαστεί. Ένα μεσημεράκι ο αρχιεργάτης του έπιασε πάλι κουβέντα για το συνδικάτο. Ο Χίτλερ, χωρίς να χάσει καιρό, έβγαλε από την τσέπη του τα «όπλα» του -διάφορες σημειώσεις και αποσπάσματα από μπροσούρες- και άρχισε να ρητορεύει. Οι συνάδελφοί του τον κοίταζαν φιλύποπτα. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως ένας προλετάριος σαν κι αυτούς, ένας άνθρωπος που ιδρωκοπούσε απ’ το πρωί ως το βράδυ σκαρφαλωμένος πάνω στις σκαλωσιές για να κερδίσει ένα κομμάτι ψωμί, ήταν δυνατό να υποστηρίζει το Θεό, το Κεφάλαιο, το Κράτος - όλους αυτούς τους «εχθρούς» τους. Δεν τον άφησαν να αποτελειώσει το λόγο του. Τον «έκοψαν» στη μέση και του δήλωσαν, καθαρά και ξάστερα, πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να βρει δουλειά αλλού και να φύγει από κει αν δεν ήθελε να πάθει κανένα κακό. Ο Χίτλερ μετά απ’ αυτό απομακρύνθηκε συλλογισμένος. Κατάλαβε πως ήταν περιττό να επιμείνει. Το περιβάλλον ήταν τρομερά εχθρικό γι’ αυτόν. Έτσι, έφυγε από το γιαπί όπου δούλευε, χωρίς να δώσει καμμιά εξήγηση στους προϊσταμένους του.
Η κατάστασή του όμως είχε αρχίσει να γίνεται τραγική. Παντού, σε όλα τα γιαπιά όπου έπιανε διαδοχικά δουλειά, επαναλαμβανόταν η ίδια στερεότυπη σκηνή: οι άλλοι εργάτες προσπαθούσαν να τον βολιδοσκοπήσουν κι όταν αντιλαμβανόντουσαν ότι δεν είχε τις ιδέες τους, τον ανάγκαζαν με απειλητικά λόγια ή σφίγγοντας τις γροθιές τους με λύσσα, να φύγει αμέσως. Στο τέλος πια, αποφάσισε να μην εκδηλώνεται, να μη λέει σε κανένα τη γνώμη του αλλά, αντίθετα, να κρατάει τις σκέψεις του μόνο για τον εαυτό του. Άλλαξε δωμάτιο, -σ’ αυτό όπου έμενε είχε «εκτεθεί» πλέον-έπιασε δουλειά σ’ άλλο γιαπί, δε μιλούσε για τις ιδέες του και απέφευγε συστηματικά τις παρέες. Το βράδυ, ύστερα από τη δουλειά του, πλανώνταν, μόνος κι έρημος, μέσα στους δρόμους της Βιέννης με αναποφάσιστο βήμα. Τη μονότονη αυτή ζωή δεν τη διέκοψε παρά μια φορά μονάχα για να επισκεφθεί τους τάφους των γονέων του στο Λέοντιγκ. Αυτή η επίσκεψη του έκανε καλό. Σκυμμένος πάνω απ’ τους φτωχικούς τάφους, θαρρούσε πως η γλυκιά μορφή της μητέρας του και η αυστηρή μορφή του πατέρα του τον κοίταζαν με στοργή, ενθαρρυντικά, με συμπόνια... Κι ένιωθε μια παράξενη ψυχική αγαλλίαση, ένα καινούριο ψυχικό θάρρος, καθώς έφευγε απ’ το μικρό νεκροταφείο του Λέοντιγκ.
Μια μέρα, καθώς βάδιζε άσκοπα στους δρόμους κάποιας συνοικίας της Βιέννης, είδε ένα θέαμα που χαράχτηκε βαθιά μέσα στην ψυχή του: πέρασε από μπροστά του μια διαδήλωση των σοσιαλιστών εργατών της συνοικίας. Κι ήταν πλήθος άπειρο αυτοί οι εργάτες. Βάδιζαν κατά τετράδες, με βήμα στρατιωτικό, παρουσιάζοντας έναν όγκο συμπαγή που έδινε την εντύπωση πως δεν ήταν μια συνηθισμένη διαδήλωση, αλλά ζωντανεμένη μια θέληση και μια δύναμη: η θέληση και η δύναμη της ιδεολογίας του Σοσιαλισμού.
Παράξενα, πρωτοφανέρωτα συναισθήματα είχαν κυριεύσει την ψυχή του Χίτλερ, του άγνωστου αυτού ανάμεσα στους αγνώστους, καθώς κοίταζε να περνάει από μπροστά του αυτή η ανθρωποπλημμύρα. Είχε γοητευθεί βαθιά, είχε υποστεί μάγεμα απ’ την ομαδική αυτή εκδήλωση. Έμεινε ακίνητος για πολύ ώρα στη θέση του, αφηρημένος, μ’ ένα υπερκόσμιο χαμόγελο στα χείλη. Όταν πέρασε το «ανθρώπινο» φίδι, έτρεξε με ταραχή σ’ ένα περίπτερο κι αγόρασε το επίσημο δημογραφικό όργανο του Σοσιαλιστικού κόμματος, την «Εργατική Εφημερίδα».
Ποτέ, ως εκείνη την ημέρα, δεν είχε καταδεχτεί να διαβάσει αυτήν την «παλιοφυλλάδα», όπως την αποκαλούσε. Τώρα όμως, όταν βρέθηκε μονάχος μέσα στο μικρό δωμάτιό του, ρίχτηκε «με τα μούτρα» στο διάβασμά της. Η ανατριχίλα του ενθουσιασμού που άθελά του είχε νιώσει, πρωτύτερα, στο αντίκρισμα της σοσιαλιστικής διαδήλωσης, είχε αναστατώσει τα αισθήματά του, τις σκέψεις του, τις ιδέες του... Μήπως είχε πλανηθεί;... Μήπως είχε εκτιμήσει άσχημα τα πράγματα έως τότε;... Μήπως στον σοσιαλισμό κρυβόταν η μεγάλη αλήθεια, το μυστικό της δημιουργίας μιας καινούργιας, ενωμένης Γερμανίας, μιας Γερμανίας για όλους τους Γερμανούς;...
Αυτή η φρικτή αμφιβολία έσχιζε τώρα την ψυχή του. Και προσπαθούσε μέσα από τις γραμμές του σοσιαλιστικού οργάνου, να βρει απαντήσεις στα χίλια αυτά ερωτήματα.
Ιδιοκτήτης και «εμπνευστής» της επίσημης εφημερίδας του Σοσιαλιστικού κόμματος της Αυστρίας ήταν ο δόκτωρ Βίκτωρ Άντλερ, ο περίφημος Άντλερ που θεωρείται και σήμερα ως ένας από τους πρωτοπόρους της κοινωνιστικής κινήσεως της Ευρώπης.
Ο Άντλερ, χωρίς ν’ απομακρύνεται από την αυστηρά Μαρξιστική γραμμή στην αντιμετώπιση των «εσωτερικών» εργατικών ζητημάτων, προχωρούσε εν τούτοις παραπέρα: εξέταζε με εξαιρετική ευρύτητα πνεύματος και με πλήρη ενημέρωση όλα τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, των εξωτερικών ζυμώσεων.
Δεν επρόκειτο πλέον περί σχολαστικών προπαγανδιστικών φύλλων..., περί ξερών θεωριών. Η εφημερίδα του Άντλερ -στην οποία συνεργαζόταν τακτικοί και έκτακτοι συνεργάτες παγκοσμίου κύρους και επιρροής- έδινε τον παλμό της ζωής, της πραγματικότητας, μελετούσε πώς μπορούσε να εφαρμοσθεί η σοσιαλιστική ιδεολογία στην πραγματικότητα για να αποδώσει καρπούς, για να συνενώσει σα μια θρησκεία τη μάζα...
Αυτός που θα μπορούσε να εμπνεύσει μια τέτοια δική της ζωή στη μάζα -συλλογιζόταν ο Χίτλερ- δεν θα μπορούσε επίσης, ικανοποιώντας τις ανάγκες της μάζας σύμφωνα με τα σοσιαλιστικά ιδανικά, να την οδηγήσει και σε κάποια ευρύτερη πιο εθνικιστική ιδεολογία;...
Ίσως υποτυπωδώς, αόριστα συγκεχυμένα, να ξυπνούσαν μέσα στην ψυχή του εκείνη τη στιγμή οι αρχές του εθνικοσοσιαλισμού...
Αλλά όχι. Ο Χίτλερ αφού «ρούφηξε» από την πρώτη ως την τελευταία γραμμή την εφημερίδα του Άντλερ συνήλθε... Άρχισε να συζητά με τον εαυτό του, να αμφισβητεί την αλήθεια των πληροφοριών της και των ισχυρισμών της. Κατόρθωσε να «βγάλει τον εαυτό του» από την επίδραση των «ξεμυαλιστικών» -όπως τις χαρακτήριζε ο ίδιος αργότερα- θεωριών του Άντλερ... Κατόρθωσε ν’ απολυτρωθεί από την «γοητεία του όγκου» της σοσιαλιστικής διαδηλώσεως. Και το μόνο που πιστοποίησε ήταν ότι οι Σοσιαλδημοκρατικές ιδέες ήταν πολύ επικίνδυνες για τη λαϊκή τάξη, αφού και αυτόν ακόμη, το διάβασμα και μόνο ενός κόκκινου φύλλου τον είχε φέρει κοντά ψυχολογικά τόσο πολύ στους άλλους εργάτες…
- «Μονάχα», -γράφει ο ίδιος- όποιος κατορθώσει να καταλάβει την κολοσσιαία επίδραση της σοσιαλδημοκρατίας στις εργατικές μάζες θα μπορέσει να δικαιολογήσει τα θύματά της».
Ο Χίτλερ θαύμαζε τον Άντλερ. Τους οπαδούς του όμως -τους οπαδούς της ιδεολογίας του μάλλον- τους θεωρούσε «θύματά» του. Τότε, όμως, πώς θα έπρεπε να χαρακτηρίσουν τους δικούς του «οπαδούς» αυτούς που... δεν τον θαυμάζουν;
Δεν αμφισβητούμε ότι ο Χίτλερ είναι μια μεγάλη φυσιογνωμία, ότι έχει τουλάχιστον όλα τα γνωρίσματα -όσα, δηλαδή, δεν είναι ανάγκη για να τα πιστοποιήσει η ιστορία να περάσουν πολλά χρόνια...- του μεγάλου ανδρός: ισχυρή θέληση, απεριόριστη επιβολή επί του πλήθους, την δύναμη του να εμπνέει την πεποίθηση στη μάζα ότι κάθε πράξη του είναι πράξη μεγαλοφυΐας... και κυρίως του να έχει μεταβληθεί ο ίδιος σ’ ένα σύμβολο συγχεόμενο για τους οπαδούς του με το σύμβολο της πατρίδας, του να ηλεκτρίζει τα πλήθη με μια χειρονομία του και μόνο...
Ύστερα από την ανάγνωση όμως της εφημερίδας του Άντλερ, ο Χίτλερ ένιωσε την ανάγκη να μελετήσει κατά βάθος, και όχι επιφανειακά όπως τότε, τον Μαρξισμό. Επί δύο χρόνια βυθίστηκε στη μελέτη αυτή. Και κατόπιν, έβγαλε το συμπέρασμα ότι οι προλεταριακές, οι σοσιαλιστικές ιδεολογίες έχουν δύο ειδών θιασώτες μονάχα: τους «ηγέτες» και τα «θύματα»... Όσο για τον εαυτό του, εδραιώθηκε μέσα στην ψυχή του η πίστη ότι είχε γεννηθεί για να πολεμήσει τον Μαρξισμό και για να στιγματίσει «τις απαίσιες μεθόδους του της συκοφαντίας» όπως έλεγε.
Ο Χίτλερ είχε εμβαθύνει πλέον στη θεωρία της Σοσιαλδημοκρατίας. «Η πάλη που διεξήγαγε το κόμμα αυτό υπέρ της καθολικής ψηφοφορίας -γράφει ο Ο. Σάιντ- τον είχε ενθουσιάσει. Γιατί η πάλη αυτή δεν μπορούσε παρά να συμβάλει στην ανατροπή του Θρόνου (του Αυστροουγγρικού, φυσικά), στο να γκρεμίσει το ακατανόητο αυτό κράτος, και στο ν’ απολυτρώσει, έτσι, τον γερμανικό πληθυσμό από την σλαβική επιρροή. Αυτό όμως που τον πείραξε από την αρχή ήταν ο συστηματικός πόλεμος του κόμματος αυτού εναντίον της ιδέας του έθνους, την οποία θεωρούσε ως καπιταλιστική εφεύρεση, της πατρίδος, που θεωρούσε ως ένα όργανο με το οποίο η αστική τάξη εκμεταλλεύεται την εργατική, του νόμου -άλλο μέσο κι αυτό για την καταπίεση του προλεταριάτου- του σχολείου, που δεν ήταν κατά τους Σοσιαλδημοκράτες παρά «ένας οργανισμός προς σκλαβοποίηση» των ανθρώπινων ψυχών, της θρησκείας που ήταν ένα μέσο αποβλακώσεως κι εκμεταλλεύσεως του λαού, της ηθικής που ήταν ένα ενδεικτικό νωθρότητας...
Ακόμη περισσότερο όμως τον πείραζε η μέθοδος της τρομοκρατίας και του ψεύδους, με την οποία η Σοσιαλδημοκρατία προσπαθούσε να πολεμήσει τους αντιπάλους της. Και του έκανε τρομακτική εντύπωση το γεγονός ότι σ’ αυτή ακριβώς τη μέθοδο, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όφειλε τη μεγάλη του επιτυχία.
Ο λαός, το πλήθος -άρχισε να σκέπτεται ο Χίτλερ- δεν μπορεί ποτέ να αισθανθεί την λεπτότητα της αλήθειας. Δεν υπακούει παρά σε μια γλώσσα σκληρή, τραχιά, κατηγορηματική, - με άλλα λόγια, στο ψέμα. Η ψυχή του πλήθους μοιάζει με την ψυχή της γυναίκας: ανθίσταται στα επιχειρήματα της λογικής. Θαμπώνεται όμως εξαιρετικά από τη λάμψη της ισχύος. Και τότε ενθουσιάζεται... «Εξ ενστίκτου προτιμά την αυταρχικότητα από την ελευθερία...»
«Για να καταπολεμήσει, λοιπόν, κανείς την Σοσιαλδημοκρατία, θα έπρεπε να της θέσει αντιμέτωπη μια άλλη θεωρία, εξίσου αδιάλλακτη σαν και αυτή...».
Και, ξεκινώντας από την άποψη αυτή -να βρει, δηλαδή, την άλλη «θεωρία», την αδιάλλακτη, που θα μπορούσε μονάχα ν’ αντιταχθεί στην Σοσιαλδημοκρατία- ο Χίτλερ άρχισε να μελέτα τα «παρασκήνια» του κόμματος που θεωρούσε ήδη ως εχθρικό του...
Ανακάλυψε, τότε, ότι στο βάθος της «Σοσιαλδημοκρατίας» βρισκόταν -ή μάλλον, κρυβόταν- ο ιουδαϊσμός! Σπουδαία ανακάλυψη αυτή - και τρομερή, όπως αποδείχθηκε αργότερα, για τους δυστυχισμένους εβραίους της Γερμανίας.
Ο Χίτλερ δεν απέφευγε πλέον τους άλλους συνεργάτες, τους ομότεχνούς του, δεν αποτραβιόταν σε μια γωνιά σαν άγριο θηρίο, όπως πρώτα... Απεναντίας μάλιστα. Άρχισε να πλησιάζει στις συγκεντρώσεις τους, και, με ύφος αθώο, να προσπαθεί να τους «δηλητηριάσει» εναντίον της ιδεολογίας τους.
- Διάβαζα, αλήθεια, σήμερα -τους έλεγε, π.χ.- κάτι συμβουλές που δίνουν στους σοσιαλιστές οι αρχηγοί τους: Τους λένε να διαβάζουν «κόκκινα» βιβλία κι εφημερίδες, να κάνουν παρέα μα συντρόφους μόνο... Γιατί, άραγε; Τα επιχειρήματα των «μη συντρόφων» μπορεί, λοιπόν, να είναι τόσο σοβαρά, ώστε να κλονίσουν τους σοσιαλιστές;...
Κι έτσι, με τρόπο, άρχιζε την «προπαγάνδα» του. Για να τραβήξει τη συμπάθεια των συναδέλφων του φώναζε πρώτα μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων του πως η αστική τάξη δεν ήταν βέβαια ανεύθυνη για το γεγονός πως οι εργάτες πέφταν στα δίχτυα της Σοσιαλδημοκρατίας.
- Η αστική τάξη, έλεγε, τι έχει κάνει ως τώρα για τους εργάτες, για μας; Τίποτα! Τους αφήνει να πεινούν, να δυστυχούν... Τί να κάνουν λοιπόν κι αυτοί; Τρέχουν στους Σοσιαλιστές. Κι αμέσως οι αρχηγοί του σοσιαλισμού κοιτάζουν πώς να τους εκμεταλλευτούν κι αυτοί...
Οι εργάτες, όσο μιλούσε εναντίον του καπιταλισμού τον άκουγαν. Όταν όμως ο πρωτότυπος αυτός επαναστάτης συνάδελφός τους άρχιζε να επιτίθεται και εναντίον του Μαρξισμού, τότε ένιωθαν κατάπληξη και στη συνέχεια αγανάκτηση. Οι ακροατές του άρχιζαν να φωνάζουν και να διαμαρτύρονται και δεν ήταν σπάνιες οι φορές που η όλη κατάσταση κατέληγε σε συμπλοκή. Τους ήταν αδύνατο να κατανοήσουν και να δεχτούν μερικές από τις ιδέες του Αδόλφου Χίτλερ: π.χ. πως μια συνδικαλιστική ένωση, ένα επαγγελματικό σωματείο, μπορούσε θαυμάσια, και είχε καθήκον μάλιστα, να φροντίζει για τα συμφέροντα της τάξεώς της/του, χωρίς, όμως, να ανήκει σε κόμμα. Πολλοί τον θεωρούσαν παράφρονα. Οι περισσότεροι όμως τον θεωρούσαν ύποπτο, «σπιούνο»...
Κι όταν, προχωρώντας ακόμη περισσότερο, τους έλεγε πως ο σοσιαλισμός μπορούσε να συμβαδίζει θαυμάσια με την ιδέα της Πατρίδας, ότι η σοσιαλδημοκρατία είχε συμφέρον να διατηρείται η απαθλίωση της εργατικής τάξης για να μπορεί να την εκμεταλλεύεται καλύτερα, προκαλούσε την αγανάκτηση και το μίσος. Ο Χίτλερ το αντιλαμβανόταν αυτό. Καταλάβαινε ότι δε θα μπορούσε να συνεννοηθεί με τους εργάτες παρά μόνο αν τους άλλαζε την «ψυχή» τους... Όσο γι’ αυτούς, αποφάσισαν, απλούστατα, μια μέρα να τον «ξεμπερδέψουν»!
Σ’ ένα από τα γιαπιά όπου είχε πιάσει δουλειά την εποχή εκείνη ο Χίτλερ, θεώρησε καλό ένα πρωί -ήταν η τρίτη ή τέταρτη μέρα που εργαζόταν εκεί- ν’ αρχίσει ν’ αναπτύσσει τις ιδέες του στους συναδέλφους του. Αυτοί, στην αρχή, όσο τους έλεγε πως έπρεπε να φροντίσουν οι πλούσιοι για να καλυτερεύσει η ζωή των φτωχών, τον άκουγαν με προσοχή. Μόλις άρχισε όμως τις αντισοσιαλιστικές θεωρίες του άρχισαν ν’ αποτραβιούνται από κοντά του. Κι όταν, επάνω στη ρύμη του λόγου του, είπε, ότι οι αρχηγοί του σοσιαλισμού είναι ενθουσιασμένοι που δυστυχούν οι εργάτες, γιατί έτσι η διδασκαλία τους βρίσκει έδαφος πρόσφορο, κάποιος συνάδελφός του, κατακόκκινος απ’ το θυμό του, του φώναξε:
- Κι εσύ είσαι ένας χαφιές!
Ο Χίτλερ σταμάτησε στη μέση του λόγου του. τα έχασε. Δεν περίμενε τόσο απότομη και τόσο..., συγκεκριμένη την επίθεση.
- Έ; Πώς;... είπε. Εγώ που...
- Ναι, ναι, εσύ! Εξακολούθησε να φωνάζει ο θυμωμένος εργάτης. Σε ξέρουμε πια τί είσαι! Είσαι ένας χαφιές των «μπουρζουάδων»! Δεν κάνεις άλλη δουλειά παρά, όπου πιάνεις δουλειά να προσπαθείς να προπαγανδίζεις για λογαριασμό των «καπιταλιστών», της πλουτοκρατίας που σε πληρώνει... Οι τίμιοι εργάτες σε διώχνουν από παντού. Εσύ όμως, τίποτα, τον χαβά σου!... Κάτι τέτοια αξιοπεριφρόνητα σκουλήκια σαν κι εσένα προσπαθούν να μπαίνουν μέσα στις τίμιες οικογένειες των εργατών για να τις διαλύσουν!... Ά! Πρέπει να τελειώνει πια αυτή η ιστορία! Δεν μπορούμε ν’ ανεχόμαστε ανάμεσά μας χαφιέδες και σπιούνους!... Ούτε μας επιτρέπεται πια να τους αφήνουμε ν’ απλώνουν το δηλητήριό τους μέσα στις τάξεις μας... Μάθε το!...
Ο Χίτλερ έκανε να ορμήσει εναντίον του υβριστή του, οι άλλοι όμως εργάτες τους χώρισαν. Κατάλαβε, ωστόσο, πως τα λόγια του σοσιαλιστή είχαν πιάσει. Οι συνάδελφοί του τον κοίταζαν τώρα φιλύποπτα και περιφρονητικά κάπως... Απέφευγαν και να τον πλησιάσουν. Το «επεισόδιο» οπωσδήποτε είχε λήξει. Ο Χίτλερ τράβηξε, μοναχός του, σε μια σκαλωσιά κι άρχισε να εργάζεται.
Στην επάνω σκαλωσιά, επάνω ακριβώς από το κεφάλι του, είχαν μαζευτεί μερικοί εργάτες ανάμεσά στους οποίους βρισκόταν κι ο υβριστής του. Κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Έφθαναν όμως ως τ’ αυτιά του Χίτλερ κομμάτια από τις ομιλίες τους.
- Ώστε έτσι λοιπόν; Φαντάζεσαι να τον πληρώνουν κιόλας;...
- Ποιοι, οι «καπιταλιστές»;... Γιατί όχι; Για όλα είναι ικανός αυτός, όταν βρουν κανένα τέτοιο κάθαρμα σαν κι αυτόν... (μιλούσε ο «υβριστής» του τώρα). Μήπως δεν έγιναν τα ίδια στο γιαπί του Λίντεμαν; Άμ στο γιαπί του Φρύλερ; Είναι πληρωμένος, σας λέω. Διαφορετικά θα καθόταν να λέει αυτές τις κουταμάρες για να τον διώχνουν από παντού;
- Είναι ντροπή για την τάξη μας να έχει τέτοιους ανθρώπους...
- Ντροπή είπες;... Αυτοί δε μας ατιμάζουν μοναχά. Καταστρέφουν, με το δηλητήριό τους, και τον ιερό μας αγώνα... Πρέπει να τους συντρίβει κανείς το κεφάλι, όπως στα φίδια, όπου τους βρίσκει...
- Σιγότερα, παιδιά. Ο λεγάμενος είναι από κάτω ακριβώς. Μπορεί να μας ακούσει...
- Ά, κάτω είναι; Τόσο το καλύτερο, λοιπόν... ή τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν...
Ακολούθησε μια μικρή σιωπή. Ο Χίτλερ, σα να προαισθανόταν πως κάποιος τον απειλούσε, είχε τεντώσει τα αφτιά του και πρόσεχε.
Σε λίγο ακούστηκαν σιγανές ομιλίες. Και αμέσως κατόπιν, η τρομαγμένη φωνή ενός εργάτη:
- Τι κάνεις εκεί, Φράντς! Για το Θεό...
- Άσε με!... αντήχησε λαχανιασμένη η φωνή του εργάτη που μιλούσε προηγουμένως, του «Φράντς». Άσε με... Τώρα είναι μοναδική ευκαιρία... Ούτε γάτα ούτε ζημιά έγινε!...
- Παράτα το αγκωνάρι, Φράντς!... Για το Θεό... Αυτό είναι κακούργημα...
- Άσε με, σου λέω! Πρέπει να γίνει ένα μάθημα σ’ όλους τους χαφιέδες του είδους του!... Κακούργημα, είπες; Ποιος ξέρει πόσοι δικοί μας θα σωθούν, όταν λείψει αυτό το φαρμακερό φίδι. Ή μήπως παίρνεις το μέρος του;...
- Όχι, Φραντς... Μα σκέψου λίγο: έχεις γυναίκα, παιδιά... Άμα...
- Άμα... τι; Το αγκωνάρι γλίστρησε, απλούστατα, έπεσε πάνω σ’ έναν εργάτη, του έκανε λιώμα το κεφάλι... Συνηθισμένο δυστύχημα. Δυο αράδες στην εφημερίδα, και πάει τελείωσε... Πρέπει να λείπουν από τον κόσμο κάτι τέτοια φαρμακερά φίδια...
Ο Χίτλερ, με την ψυχή στο στόμα, άκουσε τη σκαλωσιά πάνω απ’ το κεφάλι του να τραντάζεται. Ήταν φανερό πως γινόταν κάποια πάλη.
- Καλά, καλά... ακούστηκε σε λίγο πάλι η φωνή του Φράντς. Σας δίνω το λόγο μου... Δεν θα κάνω τίποτα. Αλλά σώζετε έναν κακούργο... έναν προδότη...
- Ώ, έννοια σου, απάντησαν οι άλλοι με μια φωνή γεμάτη μίσος. Θα βρούμε κάποια άλλη τιμωρία γι’ αυτόν. Δεν αξίζει όμως να λερώσουμε τα χέρια μας στο αίμα του...
Ο Χίτλερ ανέπνευσε. Είχε σωθεί. Καταλάβαινε πως αν δεν επενέβαιναν εγκαίρως οι πιο ψύχραιμοι εργάτες, ο «Φράντς» θα του είχε ρίξει ασφαλώς το αγκωνάρι πάνω στο κεφάλι.
Κάθε κίνδυνος όμως δεν είχε περάσει. Το ίδιο βράδυ ζήτησε την εξόφλησή του απ’ τον εργολάβο του γιαπιού, και έφυγε για να βρει αλλού δουλειά...
Άς είναι..., ψιθύριζε μ’ επιμονή καθώς απομακρυνόταν από το γιαπί όπου παρά λίγο να βρει τον θάνατο, κανένας δε θα μου βγάλει απ’ το μυαλό πως για το εργατικό πρόβλημα υπάρχει ασφαλώς κάποιο κλειδί... που αργά ή γρήγορα πρέπει να το βρω!...

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του


προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 10 από 31
επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 

Β 

Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.

Β 
Β 
Περιεχόμενα Βιβλίου
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Α
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Β
Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών
Σχέσεις μητέρας - γιου στο πρώιμο Βυζάντιο
Μουσειοπαιδαγωγική - Μουσείο και Αγωγή
Βερολίνο
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (Μέρος Γ)
Μετέωρα
Το γυμνό στην Τέχνη
Αρχαιότητα
Το σχολείο ως πολυδύναμος πολιτιστικός οργανισμός
Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918 - 1922
Οι κανονισμοί των ορφανοτροφείων ΑΡΡΕΝΩΝ-ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ και ΘΗΛΕΩΝ-ΧΑΛΚΗΣ 1921
Στοιχεία θεατρικής παιδείας
Γιορτές αγλύκαντες
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
Η ακάνθινη απειλή
Β 
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β