Β
Κεφάλαιο 6ο
Ρεβιζιονιστές - Σύχρονοι Αρνητές του Ολοκαυτώματος: Η περίπτωση του Ντέιβιντ Ίρβινγκ.
Ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ και οι αεροπορικές επιθέσεις στη Δρέσδη.
Το πασίγνωστο βιβλίο του Ίρβινγκ για την πτώση της Δρέσδης πρωτοεκδόθηκε το 1963 και αποτελεί ένα απ’ τα πιο πολυσυζητημένα ιστορικά συγγράμματα για την καταστροφή της πόλης απ’ τις αεροπορικές επιθέσεις των συμμάχων την Άνοιξη του 1945. Το 1995 υπό τον τίτλο «Αποκάλυψη» ο Ίρβινγκ προέβη σε επανέκδοση της «Καταστροφής της Δρέσδης» για να διαφωτίσει το κοινό του με καινούργιες, συμπληρωματικές πληροφορίες, όπως αναφέρει στον πρόλογό του.
Στη δικαστική διαμάχη που είχε ο Ίρβινγκ με την ιστορικό Lipstadt και η οποία κατέληξε σε ήττα του Ίρβινγκ, έπαιξε ρόλο η έκδοση του αμφισβητούμενου εν λόγω βιβλίου για την καταστροφή της Δρέσδης. Ο ιστορικός Ρίτσαρντ Έβανς, ο οποίος ενεπλάκη σε εκείνη την υπόθεση ως μάρτυρας κατηγορίας κατά του Ίρβινγκ, κατέθεσε την άποψή του για τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε ο, κατά την άποψή του, «παραποιητής - φαλκιδευτής της ιστορίας» στην έκδοση του βιβλίου του. Ο Έβανς με μια ομάδα βοηθών ερευνητών αντιπαρέθεσε τα διάφορα δεδομένα του βιβλίου του Ίρβινγκ σε αγγλική και γερμανική γλώσσα, τα συνέκρινε και κατέδειξε ως απολύτως επιτυχές το αποτέλεσμα της έρευνάς του. Αυτό δικαιολογεί απόλυτα τον παραπάνω χαρακτηρισμό που προσήψε στον Ίρβινγκ.
Η Δίκη της Νυρεμβέργης: Η τελευταία «μάχη».
Διευρύνοντας την «πρωτοπόρο» ιστορική διάσταση για το ελληνικό κοινό, οι Εκδόσεις Γκοβόστη παρουσιάζουν ένα ακόμη έργο του συγγραφέα του έργου «Η τελευταία μάχη» Ντέιβιντ Ίρβινγκ.
Ο Ίρβινγκ, που οι τεκμηριωμένες αλλά μονόπλευρες, εν πολλοίς, απόψεις του ενοχλούν την διεθνή επιστημονική κοινότητα, στην προκειμένη εργασία με την αναψηλάφηση της Δίκης της Νυρεμβέργης ρίχνει φως στα άδυτα της γερμανικής πολιτικής και στρατιωτικής μηχανής. Όπως σε κάθε έργο του, εντοπίζουμε κι εδώ μαρτυρίες εναπομεινάντων πρωταγωνιστών, σε αδημοσίευτο, επίσημο ή προσωπικά εμπιστευτικό ύφος, όπου έχει κανείς την ευχέρεια, ή συνήθως, την θέληση να αναζητήσει κρυμμένες πτυχές και αιτίες βαρυσήμαντων γεγονότων. Και, όπως είναι πολύ φυσικό, έχοντας ως βασικό άξονα της όλης εξιστορήσεως την πορεία και τις συνέπειες αυτής της δίκης (Πόμπερτ Χ. Τζάκσον), ο Ίρβινγκ ξεδιπλώνει γλαφυρά την διαδικασία και το κατηγορητήριο. Φυσικό και επόμενο, το στοιχείο αυτό της Νίκης των συμμάχων από μόνο του, την καθιστούσε έωλη και κατά παραγγελία δίκη των νικητών εις βάρος των ηττημένων, όπως έχει πολλές φορές επισημάνει ο συγγραφέας. Θα ήταν συνοπτικές οι διαδικασίες μετά την σύλληψή των εγκληματιών πολέμου, παρά τις απόψεις, όπως αποκαλύπτεται, που πρέσβευε ο Τσώρτσιλ που επιθυμούσε, συμβαδίζοντας με τις απόψεις του Στάλιν, που τουλάχιστον ήταν κατ’ αρχάς υπέρ μιας δίκης, που θα τηρούσε τα προσχήματα κι ακολούθως βεβαίως μιας καταδίκης που θα κατεδείκνυε πειστικότατα την ενοχή τους. Όμως, όχι μονάχα η αδυναμία των Συμμάχων κατηγόρων να στηρίξουν επαρκώς το κατηγορητήριο, αλλά και οι μάρτυρες που χρησιμοποιήθηκαν για να αποσπασθούν επιβαρυντικές για τους κατηγορούμενους μαρτυρίες, χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον για να εμποδιστούν οι συνήγοροι να προασπίσουν το «δίκαιο» των κατηγορουμένων. Αποκαλύπτονται ακόμη στο βιβλίο οι αδυναμίες των συμμαχικών κύκλων να επιβάλλουν την δική τους άποψη. Εντυπωσιακό είναι πάντως, για να μην πλανώνται λανθασμένες εντυπώσεις, ότι ήδη από το 1919, μετά δηλαδή τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, είχε γίνει προσπάθεια από τους κύκλους αυτούς να εξοριστούν 6.000.000 Εβραίοι, που βεβαίως επανήλθαν στις εστίες τους και που η επιβολή τους και η αναντίρρητη δύναμή τους ωφέλησε τα μέγιστα την πολιτική του Ισραήλ.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, κάποιος μπορεί να ρωτήσει εάν δεν έπρεπε να υποβληθούν σε δίκη οι εξέχοντες Γερμανοί Ναζιστές, αφού αποδεικνύεται από τον ρου της ιστορίας πως οι νικητές πάντα επιβάλλουν τα δικά τους «θέλω» και οι νικημένοι εξουδετερώνονται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Αυτό είναι γεγονός που με βίαιο τρόπο, που κάθε φορά διαφοροποιείται ως προς τον βαθμό, συμβαίνει. Στην περίπτωση της Δίκης της Νυρεμβέργης, το δικαστήριο ήρθε να καλύψει προειλημμένες αποφάσεις και είναι ακριβώς αυτή η υποκριτική στάση που προκαλεί τον αναγνώστη, όχι μονάχα στην καταδίκη των Γερμανών ηγετών αλλά που εφαρμόζεται σχεδόν πάντα έκτοτε. Η Βρετανία, αλλά κυρίως η Αμερική ως μοναδική πλέον Υπερδύναμη, χρειάζεται ελευθερία κ.λ.π. για να επιβάλλει έναντι παντός τα γεωπολιτικά της συμφέροντα και για την οποία ο εκάστοτε ηττημένος δεν διαφοροποιείται σε τίποτε από τον οποιοδήποτε βρεθεί σ’ αυτή τη δεινή θέση. Είναι, οπωσδήποτε, αντίθετο στην έννοια του δικαίου να τιμωρεί κάποιος κάποιον για κατάχρηση εξουσίας, σύμφωνα με τα δικά του μέτρα και σταθμά, καταλήγει ο Ίρβινγκ.
Ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ στην Αθήνα. Αντιδράσεις για τον «αρνητή του Ολοκαυτώματος».
Αντιδράσεις προκαλεί η άφιξη στην Αθήνα του Βρετανού ιστορικού Ίρβινγκ, χαρακτηρισμένου από την αγγλική Δικαιοσύνη ως «ενεργού αρνητή του Ολοκαυτώματος», παραμονές της επετείου της 28ης Οκτωβρίου.
Υπάρχει μία λίστα χωρών – ανάμεσά τους η Γαλλία και η Γερμανία – που δεν επιτρέπουν στον Ντέιβιντ Ίρβινγκ να μιλήσει για το βιβλίο του «Ο πόλεμος του Χίτλερ», με το οποίο προσπάθησε να υποστηρίξει ότι ο Χίτλερ δεν ήταν υπεύθυνος για το Ολοκαύτωμα, επειδή δεν υπάρχει ντοκουμέντο γραμμένο από τον ίδιο που να διατάζει τη φυσική εξολόθρευση των Εβραίων. Επίσης, υπάρχει η ετυμηγορία από το Βασιλικό Δικαστήριο του Λονδίνου (11 Απριλίου 2000) ότι ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ είναι «ρατσιστής, αντισημίτης, αρνητής του Ολοκαυτώματος και επιδίδεται σε συνειδητή διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας». Με το συμπέρασμα αυτό η αγγλική Δικαιοσύνη απέρριψε τη μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση που ο Ίρβινγκ είχε καταθέσει εναντίον της Αμερικανίδας συγγραφέως Ντέμπορα Λίπσταντ.
Η Ελλάδα τον υποδέχθηκε τον Απρίλιο του 2003 για να παρουσιάσει την ελληνική έκδοση (εκδόσεις Γκοβόστη) του επίμαχου βιβλίου και ο Ίρβινγκ υποστήριξε τότε ότι το έγραψε «για τους πολίτες του 23ου αιώνα, καθώς δεν θα θέλουν να έχουν μόνο την κυρίαρχη προπαγανδιστική άποψη για τον Χίτλερ».
Στις 25 Οκτωβρίου, ο αμφισβητούμενος για τη στάση του απέναντι στα γεγονότα ιστορικός έρχεται για δεύτερη φορά στην Αθήνα, καλεσμένος των Εκδόσεων Ιωλκός με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου του «Ο πόλεμος των στρατηγών. Στα ενδότερα των συμμαχικών δυνάμεων 1944-1945». Σε αυτό το βιβλίο ασχολείται με τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις ομάδας των αρχηγών του Συμμαχικού Στρατού που συμμετείχαν στην Απόβαση της Νορμανδίας, Μοντγκ Σπαίτς, Βάντενμπεργκ, Χάρις και Λι-Μάλορι. Ακόμη ένα βιβλίο του, το «Ρόμελ: Η αλεπού της ερήμου» κυκλοφόρησε τον περασμένο Δεκέμβριο από τις Εκδόσεις Γκοβόστη.
Η επιχειρηματολογία του Ίρβινγκ τροποποίησε την ιστορική ερμηνεία του Τρίτου Ράιχ. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε, όπως λέει ο ίδιος, επειδή οι Γερμανοί του άνοιξαν τις πόρτες στις ιστορικές πηγές, έχοντας πρόσβαση σε μαρτυρίες και στοιχεία –όπως οι πέντε γιατροί του Χίτλερ που βρίσκονταν εν ζωή όταν εκείνος έκανε την έρευνά του– που κανείς μέχρι τότε δεν είχε πλησιάσει. Ο ιστορικός Έρικ Χόμπσμπαουμ είχε σταθεί ανάμεσα στον κατηγορούμενο Ίρβινγκ και τους επικριτές του, υπενθυμίζοντας ότι «ο επαγγελματίας ιστορικός οφείλει να ερευνά με ακρίβεια τα γεγονότα και να μην αποδέχεται τη γενικώς αποδεκτή εκδοχή της αλήθειας». Για να εισπράξει τις αντιδράσεις των ιταλικών εφημερίδων που έβαλαν τον Χόμπσμπαουμ στο στόχαστρο της κριτικής, αντιτάσσοντας πως «η Ιστορία δεν είναι έκθεση ντοκουμέντων, αλλά κυρίως εισηγήσεις και μάλιστα πολιτικές ερμηνείες» (κατά τη «Ρεπούμπλικα») και – σύμφωνα με την «Κοριέρε ντέλα Σέρα» - ότι «δεν έχουν τόση σημασία τα επιχειρήματα, αλλά το που ανήκει πολιτικά και ιδεολογικά αυτός που τα διατυπώνει».
«Η πολιτική στράτευση του ιστορικού έγκειται στο να αποκαθιστά την αλήθεια όσο μπορεί, ακόμα και να διατυπώνει λογικά και εμπεριστατωμένα συμπεράσματα. Εξήντα πέντε χρόνια μετά, μπορούμε να ξεφύγουμε από τα στερεότυπα και να διαχωρίσουμε τη δουλειά του ιστορικού από την πολιτική απήχηση που προκαλεί», τονίζει ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας του Ιονίου κ. Ψαλλίδας. Και προσθέτει ότι στην περίπτωση του Ίρβινγκ, «αυτά που γράφει, τα τεκμηριώνει μεθοδολογικά και μεθοδικά, αν και οι απόψεις του γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους πολιτικούς και των δύο πλευρών. Τόσο από τους νεοναζί για να στηρίξουν και ιστορικά τις πεποιθήσεις τους, όσο και από τους νικητές της Ιστορίας που στοχεύουν στο να μεγαλοποιήσουν το κατόρθωμα της νίκης τους».
«Είναι γνωστός νεοναζί»
Η είδηση της άφιξης του Ντέιβιντ Ίρβινγκ δεν πέρασε απαρατήρητη από την ομάδα δράσης του ΠΑΣΟΚ του οποίου ο πρόεδρος του Δ.Σ., Οδυσσέας Βουδούρης, έστειλε ανοιχτή επιστολή στον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή για να μην επιτραπεί η είσοδός του στη χώρα, προειδοποιώντας πως σε αντίθετη περίπτωση θα γίνουν κινητοποιήσεις για την «προκλητική του παρουσία». Μεταξύ των άλλων, ο Οδυσσέας Βουδούρης επισημαίνει: «Ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ, νεοναζί που προσπαθεί να «αναθεωρήσει» την ιστορία του ναζισμού, δηλαδή να αμφισβητήσει την πραγματικότητα των εγκλημάτων του. Οι δημοκρατικοί θεσμοί που απολαμβάνουμε σήμερα, προϊόν του αγώνα των δημοκρατικών δυνάμεων για το σεβασμό της κάθε άποψης, επιβάλλουν την υπεράσπιση του ίδιου του δημοκρατικού πλαισίου και η επίσκεψη αυτή είναι ασυμβίβαστη με τη δημοκρατία».
«Είναι υπερβολικό να παίρνει τέτοια διάσταση αντίδρασης η κυκλοφορία ενός βιβλίου Ιστορίας. Πολύ συχνά, ο συγγραφέας του καταφεύγει σε πηγές για να εξετάσει τα γεγονότα», λέει στα «ΝΕΑ» ο υπεύθυνος των εκδόσεων Κωνσταντίνος Κορίδης, σχετικά με τη δεύτερη επίσκεψη του Ίρβινγκ στην Αθήνα.
«Ο πόλεμος του Χίτλερ» κυκλοφορεί από τις Εκδ. Γκοβόστη, «Ο πόλεμος των στρατηγών, στα ενδότερα των συμμαχικών δυνάμεων 1944-1945» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Ιωλκός», ενώ το «Ρόμελ: Η αλεπού της ερήμου» κυκλοφορεί επίσης από τις Εκδ. Γκοβόστη.
Ο πόλεμος του Χίτλερ (τόμος 1)
Τίτλος πρωτότυπου: Hitler’s war.
Συγγραφέας: David Irving.
Μετάφραση: Δ. Π. Κωστελένος.
Επιμέλεια: Ν. Α. Κολόμβος.
Εκδότης: Γκοβόστης, ISBN 960-270-910-3. Έκδοση: 2003.
Αποσπάσματα - Πρόλογος: “Το μαύρο κοίταγμα”.
«Πώς θα μπορέσουμε κάποτε να μάθουμε ποιες ήταν οι πραγματικές φιλοδοξίες του Χίτλερ; Ένας από τους άντρες που βρέθηκαν πιο κοντά του, ως υπασπιστής του της Αεροπορίας από το 1937 ως το τέλος, τόνισε πως ακόμη κι όταν διαβάζουμε για κάποια ξεσπάσματα του Χίτλερ προς τα πρωτοπαλίκαρά του και νομίζουμε ότι έχουμε φτάσει πιο κοντά στην αλήθεια, θα πρέπει να αναρωτιόμαστε: ήταν αυτός ο πραγματικός Χίτλερ, ή μήπως ήταν μονάχα μια εικόνα του, που ήθελε να την επιβάλει σε αυτό το ιδιαίτερο ακροατήριο εκείνης της στιγμής; Μήπως ήθελε να τραντάξει τους αυτάρεσκους σατράπες του και να τους βγάλει από έναν επικίνδυνο λήθαργο; Έτσι, θα πρέπει να ψάξουμε βαθιά, κάτω από το υπόστρωμα της Ιστορίας, πριν εντοπίσουμε τη φλέβα της φιλοδοξίας που τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του ήταν απλά η βίαιη έκφρασή της. Εξαίρετες «πηγές» έχουν διασωθεί, ακόμη και πριν από το βιβλίο του, το Mein Kampf (Ο Αγών μου). Οι εμπιστευτικές εκθέσεις της αστυνομίας σχετικά με είκοσι από τις αρχικές ομιλίες του Χίτλερ που δόθηκαν σε αίθουσες γεμάτες καπνό στο επαναστατικό «Κόκκινο» Μόναχο του 1919 και 1920, μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στην εξωτερική επιφάνεια των πεποιθήσεών του. Τότε, ο Αδόλφος Χίτλερ, που μόλις είχε κλείσει τα τριάντα, δεν εξέφραζε σπουδαίες γεωπολιτικές ιδέες. Η αγανάκτησή του αφορούσε κυρίως στους όρους που είχαν υπαγορευτεί προς τους «άνανδρους και διεφθαρμένους» αντιπροσώπους του Βερολίνου στις Βερσαλλίες. Προσπαθούσε να πείσει τους ακροατές του ότι η ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως αιτία της όχι τον εξωτερικό εχθρό, αλλά τους επαναστάτες του εσωτερικού που βρίσκονταν ανάμεσα στους πολιτικούς του Βερολίνου και που ήταν σκλάβοι των Εβραίων.
Αν αφαιρέσουμε το δημαγωγικό τους στοιχείο, αυτές οι ομιλίες είναι σημαντικές μόνο ως προς την αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη άποψη του Χίτλερ ότι μια αφοπλισμένη Γερμανία θα γινόταν λεία των άνομων απαιτήσεων των αρπακτικών γειτόνων της. Ζητούσε να γίνει η Γερμανία ένα έθνος χωρίς ταξικές διαφορές, όπου ο χειρώνακτας εργάτης και ο διανοούμενος θα σέβονταν ο ένας τη συμβολή του άλλου. Σε μια περίπτωση, τον Απρίλιο 1920, έφτασε στο σημείο να διακηρύξει: «Χρειαζόμαστε ένα δικτάτορα που να είναι ιδιοφυής, αν θέλουμε να σταθούμε πάλι στα πόδια μας».
Οι στόχοι του δεν ήταν καθόλου μετριοπαθείς ούτε καν τότε: θα αποκαθιστούσε το Γερμανικό Ράιχ, που θα εκτεινόταν από το Μέμελ στα ανατολικά, ως το Στρασβούργο στα δυτικά, κι από το Καίνιξμπεργκ ως την Μπρατισλάβα. Σε μια άλλη μυστική ομιλία του, μπροστά σε ένα ακροατήριο στο Σάλτσμπουργκ πιθανόν στις 7 ή 8 Αυγούστου 1920 ο Χίτλερ ξεσήκωνε τους Αυστριακούς συμπατριώτες του, με τα ίδια δυο ιδανικά: «Πρώτον, Deutschland uber alles in der Welt (Η Γερμανία υπεράνω όλων στην Υφήλιο). Και δεύτερον, η γερμανική κυριαρχία μας να εκτείνεται σε κάθε έδαφος όπου ομιλείται η γερμανική γλώσσα».
Αυτή η ομιλία του Σάλτσμπουργκ, από την οποία υπάρχει μόνο ένα θαμπό, φθαρμένο και μέχρι τώρα αδημοσίευτο στενογραφημένο χειρόγραφο, πλησιάζει περισσότερο από άλλες ομιλίες της εποχής τις αρχικές προθέσεις και σκέψεις του:
Το πρώτο αίτημα που πρέπει να θέσουμε, και το θέτουμε, είναι: Ο λαός μας να απελευθερωθεί, αυτές οι αλυσίδες να σπάσουν σε χίλια κομμάτια, και η Γερμανία να γίνει και πάλι κυρία της ψυχής και των πεπρωμένων της, μαζί με όλους αυτούς που θέλουν να ενωθούν μαζί της. (Χειροκροτήματα).
Η εκπλήρωση αυτού του πρώτου αιτήματος θα ανοίξει το δρόμο για όλες τις άλλες μεταρρυθμίσεις.
Κι εδώ είναι κάτι που ίσως διακρίνει εμάς από εσάς, σχετικά με το πρόγραμμά μας, παρ’ όλο που βρίσκεται πολύ κοντά στο πνεύμα των πραγμάτων: η στάση μας απέναντι στο εβραϊκό πρόβλημα.
Για μας, δεν είναι ένα πρόβλημα για το οποίο μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια, ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί με μικρές παραχωρήσεις. Για μας, το πρόβλημα είναι αν θα ξαναβρεί το έθνος μας την υγεία του, αν το εβραϊκό πνεύμα μπορεί πραγματικά να ξεριζωθεί. Μη σας ξεγελά η σκέψη ότι μπορείτε να καταπολεμήσετε μια ασθένεια χωρίς να σκοτώσετε τον φορέα της, χωρίς να καταστρέψετε τον βάκιλο. Μη νομίζετε ότι μπορείτε να πολεμήσετε τη φυλετική «φυματίωση», χωρίς να φροντίσετε να απαλλαγεί το έθνος από τον φορέα αυτής της αρρώστιας. Η εβραϊκή μόλυνση δεν θα υποχωρήσει, αυτή η δηλητηρίαση του έθνους δεν θα πάρει τέλος, αν οι ίδιοι οι φορείς της, οι Εβραίοι, δεν εξαφανιστούν από ανάμεσά μας. (Χειροκροτήματα).
Ρητορικά σχήματα όπως αυτά έβρισκαν μεγάλη απήχηση. Ο Χίτλερ, ωστόσο, σύντομα ανακάλυψε ότι δεν ήταν αυτή η γλώσσα που ο όχλος ήθελε να ακούει. Ζητούσε να οδηγηθούν στην κρεμάλα όσοι κερδοσκόπησαν με τον πόλεμο και τους ταύτιζε με τους Εβραίους. Στις 23 Αυγούστου 1920, μια έκθεση της αστυνομίας αναφέρει ότι αφιέρωσε μια ομιλία του για πρώτη φορά αποκλειστικά στο ζήτημα των Εβραίων. Τους κατηγορούσε ως υπεύθυνους για τον πόλεμο και για κερδοσκοπία. Το Ναζιστικό Κόμμα, δήλωνε, πρέπει να ξεκινήσει μια σταυροφορία κατά των Εβραίων. «Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε μια ατμόσφαιρα παγκρόμ», προειδοποιούσε. «Πρέπει, ωστόσο, να οπλιστούμε με αποφασιστικότητα δίχως τύψεις, για να αδράξουμε αυτό το κακό από τη ρίζα του και να εξαφανίσουμε ρίζες και κλαδιά». Μερικές εβδομάδες αργότερα δήλωνε ξεκάθαρα: «Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το εβραϊκό πρόβλημα. Πρέπει να το λύσουμε».
Μεταξύ του 1920 και της κατάληψης της εξουσίας το 1933, τα γεγονότα πρέπει απλά να σκιαγραφηθούν. Ωστόσο, θα ήταν χρήσιμο να αναπαραγάγουμε εδώ ένα μέρος από το αδημοσίευτο ως τώρα αρχείο μιας μυστικής συνάντησης του Χίτλερ με δύο από τους χρηματοδότες του Κόμματός του, τον πρίγκιπα Wrede και τον Γενικό Πρόξενο Scharrer, στο ξενοδοχείο Regina Palace του Μονάχου, στις 21 Δεκεμβρίου 1922. Ο δεύτερος είχε φέρει μαζί του κι ένα στενογράφο που σημείωνε τις παρατηρήσεις του Χίτλερ καθώς ανέπτυσσε τις πολιτικές απόψεις και προθέσεις του, τις οποίες συχνά διατύπωνε με εκπληκτική ειλικρίνεια.
«Θεωρώ δεδομένο πως αν ο μπολσεβικισμός πάρει το πάνω χέρι στη Γερμανία», είπε, «εμένα ή θα με κρεμάσουν από τον πιο κοντινό φανοστάτη, ή θα με κλειδώσουν σε κάποιο υπόγειο. Έτσι, το ζήτημα για μένα δεν είναι το αν θέλω ή όχι να επιχειρήσω κάτι, αλλά το αν θα πετύχουμε ή όχι να εμποδίσουμε τους μπολσεβίκους να πάρουν την εξουσία. Προσωπικά, πιστεύω ακράδαντα ότι το κίνημά μας θα υπερτερήσει. Ξεκινήσαμε πριν από τριάμισι χρόνια με έξι άντρες. Σήμερα, μπορώ να πω με σιγουριά ότι τα ιδανικά μας θα επικρατήσουν».
«Με τα πρόσφατα απαγορευτικά μέτρα τους κατά του Ναζιστικού Κόμματος», συνέχισε, «οι διάφορες περιφερειακές διοικήσεις κατάφεραν να βοηθήσουν την ακόμη μεγαλύτερη εξάπλωση του κινήματος, πολύ πιο πέρα από τα σύνορα της Βαυαρίας».
Οι κομμουνιστές, ωστόσο, περιχαρακώνονται γύρω από το Αμβούργο, στη Βόρεια Γερμανία. «Δεν πιστεύω», παραδεχόταν, «ότι θα μπορέσουμε να οργανώσουμε εγκαίρως κάτι σημαντικό στο βορρά, πριν επέλθει η καταστροφή. Αν κάποιο επεισόδιο πυροδοτήσει μια σοβαρή σύγκρουση, τότε θα χάσουμε το βορρά και δεν θα μπορέσουμε να σώσουμε την κατάσταση. Το περισσότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε από εδώ κάτω, είναι να οργανώσουμε μια αντεπίθεση. Όλες οι κουβέντες για εθνικιστικές οργανώσεις στο βορρά είναι καθαρή ανοησία... Δεν έχουν καμιά κατάλληλη, ισχυρή προσωπικότητα. Οι πόλεις που θα μπορούσαν να γίνουν κέντρα οργάνωσης, είναι στα χέρια των πολιτικών εχθρών μας».
Αφού εξέτασε τις αδυναμίες των «Συμβουλίων Οπλιτών» («Έχω πειστεί ότι ο μπολσεβικισμός στο Μόναχο είναι μια ουτοπία», είπε), ο Χίτλερ συνέχισε: «Δεν υπάρχει λόγος να καταφύγουμε εμείς σε βία στην Βαυαρία, καθώς η δύναμή μας αυξάνεται από μέρα σε μέρα, έτσι κι αλλιώς. Κάθε βδομάδα σημειώνουμε μια αύξηση ενός ή δύο Hundertschaften (ταγμάτων εφόδου Ναζί), και τα μέλη μας αυξάνονται κατά χιλιάδες. Όσο η δύναμή μας αυξάνεται, δεν έχουμε κανένα λόγο να ακολουθήσουμε το δρόμο της βίας». Θα κατέφευγε στη βία, είπε εμπιστευτικά, μόνον αν ένιωθε ότι το Κόμμα δεν θα μπορούσε να επεκταθεί περισσότερο κι ότι «δεν θα είχαμε τίποτα περισσότερο να κερδίσουμε, αν παραμέναμε συγκρατημένοι». Ήλπιζε πως όταν θα ερχόταν αυτή, η στιγμή ο βαυαρικός στρατός θα τον εφοδίαζε με όπλα. «Έχω δεκαεφτά Hundertschaften», καυχήθηκε. «Με τη βοήθεια τους μπορώ να σαρώσω στους δρόμους όποιον δεν μου αρέσει η φάτσα του». Θύμισε στους δύο πλούσιους ακροατές του το πώς, μόνο με 1.800 Φασίστες ο Μουσολίνι είχε συντρίψει τη γενική απεργία στην Ιταλία. «Αν ρίξω αυτούς τους άντρες μου, σαν μια ισχυρή και συνεκτική δύναμη, στην κρίσιμη στιγμή, δεν θα υπάρξει τίποτα που να μη μπορώ να καταστείλω».
Ύστερα, ο Χίτλερ καθόρισε πως οραματιζόταν την ανάπτυξη του νέου γερμανικού κράτους: «Πρώτον, θα υπάρξει εμφύλιος πόλεμος, με μακροχρόνιο αγώνα για την εξουσία. Οι ευρωπαϊκές χώρες που έχουν συμφέροντα από την αναγέννηση της Γερμανίας θα μας υποστηρίξουν και κυρίως, η Βρετανία. Η Γαλλία, από την άλλη πλευρά, θα πάει με το μέρος των Μπολσεβίκων, καθώς έχει πολύ μεγάλο συμφέρον να κρατήσει την Γερμανία αποσταθεροποιημένη για όσο περισσότερο καιρό είναι δυνατόν, έτσι ώστε να έχει ελεύθερα τα χέρια της στην Ρηνανία και στο Ρουρ».
Ο Χίτλερ περίμενε ότι η Βρετανία θα υποστήριζε μια μελλοντική γερμανική κυβέρνηση φτάνει να δημιουργούσε την απαιτούμενη εντύπωση σταθερότητας επειδή η καταστροφή της Γερμανίας θα οδηγούσε σε μια ηγεμονία της Γαλλίας στην Ευρώπη, κι η Βρετανία θα έβλεπε τον εαυτό της να περιορίζεται στη θέση μιας «τρίτης τάξης παγκόσμιας δύναμης». Περίμενε ότι η Ιταλία θα συμμεριζόταν το βρετανικό και το αμερικανικό ενδιαφέρον για να σταματήσει η εξάπλωση του Μπολσεβικισμού. «Πρέπει να συντηρήσουμε ζωντανό το ενδιαφέρον της Ιταλίας σε αυτό το σημείο, και να μην ενοχλήσουμε κάνοντας προπαγάνδα για την ένωσή μας [Zusammenschlub] με την γερμανόφωνη Αυστρία, ή για την επανάκτηση του [ιταλικού] Νότιου Τυρόλου. Δεν έχω σκοπό να αφιερώσω ούτε καν ελάχιστο χρόνο», τόνιζε ο Χίτλερ αναπτύσσοντας το θέμα, «σε αυτούς που θέλουν την εξωτερική μας πολιτική γαντζωμένη στην απελευθέρωση του Νότιου Τυρόλου... Θα τα χαλάσουμε με την Ιταλία. Και να θυμόσαστε, αν αρχίσουν οι εχθροπραξίες [με τη Γαλλία], δεν θα μπορούμε να έχουμε άνθρακα και πρώτες ύλες από άλλη οδό, εκτός μέσω Ιταλίας. Δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να χύσω γερμανικό αίμα για το Νότιο Τυρόλο. Δεν θα δυσκολευτούμε να πείσουμε τους Γερμανούς να πολεμήσουν για τον Ρήνο, αλλά ποτέ για το Μεράνο ή το Μπολζάνο... Για την ώρα», τόνισε, «δεν πρέπει να υπάρξει σύγκρουση με τους λατινικούς λαούς».
Και ύστερα, είπε: «Πιστεύω ότι θα βαδίσουμε κατά της Γαλλίας πριν περάσουν δυο ή τρεις δεκαετίες».
Οι παρατηρήσεις του σχετικά με τη Βρετανία έδειχναν καλές προθέσεις, αλλά δεν περίμενε από αυτήν να επιτρέψει στην Γερμανία να ανέβει πάνω από τη δεύτερη θέση. «Όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι η Βρετανία απέναντί μας, δεν θα μας επιτρέψει ποτέ ξανά να γίνουμε μια μεγάλη δύναμη όχι τώρα, που έχει πάρει μια ιδέα για το πόσο προικισμένοι είμαστε, ως προς τα επιστημονικά μας επιτεύγματα πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο [1914-18], καθώς και ως προς τη στρατιωτική ισχύ μας κατά τη διάρκειά του.
... Μόλις η σταθερότητα επανέλθει, λίγο ως πολύ, στην Γερμανία, θα πρέπει να αποκαταστήσουμε όλες τις ζημιές που έχουν γίνει. Μπορούμε να ακολουθήσουμε είτε μια παγκόσμια στρατηγική (Weitpolitik), είτε μια ευρωπαϊκή. Μια προϋπόθεση για την παγκόσμια στρατηγική είναι μια ευρεία βάση, εδώ, στην Ευρώπη. Αν ξεκινήσουμε μια παγκόσμια στρατηγική, τότε θα πρέπει οπωσδήποτε να συγκρουστούμε με την Βρετανία. «Θα μπορούσαμε να είχαμε ακολουθήσει μια παγκόσμια στρατηγική πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά τότε θα έπρεπε να είχαμε κλείσει συμμαχία με την Ρωσία. Αν ωστόσο η Βρετανία είχε κατατροπωθεί, η Γερμανία δεν θα είχε κανένα όφελος, αφού η Ρωσία θα είχε κερδίσει την Ινδία...» γι’ αυτό, συμπέραινε ο Χίτλερ, «θα ήταν πιθανόν καλύτερο να υιοθετήσουμε μια ευρωπαϊκή στρατηγική. Θα έπρεπε να είχαμε συμμαχήσει το 1899 με τη Βρετανία. Τότε, θα μπορούσαμε να είχαμε νικήσει την Ρωσία και θα ήμασταν ελεύθεροι να στραφούμε κατά της Γαλλίας. Με την Γερμανία κυρία του οίκου της στην Ευρώπη, η κατάσταση δεν θα οδηγούσε ποτέ σε πόλεμο με την Βρετανία». Μιλώντας πάνω στο ίδιο θέμα ως προς την Σοβιετική Ένωση, απηύθυνε αυτά τα σημαντικά λόγια προς το μικρό, εκλεκτό ακροατήριό του: «Η σημερινή εθνική [μπολσεβίκικη] κυβέρνηση στην Ρωσία αποτελεί κίνδυνο για μας. Αμέσως μόλις μπορέσουν, οι Ρώσοι θα κόψουν το λαιμό όλων αυτών που τους βοήθησαν να ανέβουν στην εξουσία. Γι’ αυτό ακριβώς, θα ήταν ζωτικό να διασπάσουμε την ρωσική Αυτοκρατορία και να διαιρέσουμε τα εδάφη και τις εκτάσεις της, εγκαθιστώντας εκεί Γερμανούς έποικους και καλλιεργώντας τα με γερμανικά άροτρα. Μετά... αν έχουμε καλές σχέσεις με την Βρετανία, θα μπορέσουμε να λύσουμε το γαλλικό πρόβλημα, χωρίς να παρέμβει η Βρετανία».
Χωρίς ακόμη να χρησιμοποιήσει την ίδια τη λέξη, είχε θίξει το θέμα του Lebensraum (Ζωτικού Χώρου) της Γερμανίας. «Πρώτον», είπε, «θα πρέπει να δούμε το θέμα της άνεσης χώρου αυτή είναι η απόλυτη προτεραιότητά μας... Μόνο τότε μπορεί η κυβέρνησή μας να εργαστεί και πάλι για το εθνικό συμφέρον διεξάγοντας έναν εθνικό πόλεμο. Κι αυτός σίγουρα θα οδηγήσει σε νικηφόρο αποτέλεσμα. Πρέπει να πάρουμε μέτρα ώστε τα αναγκαία μυστικά να τηρηθούν. Πριν από τον Παγκόσμιο Πόλεμο, το απόρρητο για τον όλμο των 4,2 ιντσών και τα φλογοβόλα, τηρήθηκε αυστηρά». Ενώ πίστευε ότι η Βρετανία ήταν πολύ «πονηρή» για να εγγυηθεί την ανόρθωση της Γερμανίας, προσδοκούσε την υποστήριξή της μακροπρόθεσμα κατά της Γαλλίας, φτάνει και οι δυο χώρες να ξεκαθάριζαν τα αμοιβαία συμφέροντά τους.
Αναφερόμενος στην αυξανόμενη οικονομική κρίση που περνούσε η Γερμανία, ο Χίτλερ είπε στον πρίγκιπα και το γενικό πρόξενο: «Πιστεύω ότι η πτώση του γερμανικού μάρκου θα σταματήσει την ημέρα που θα πάψουμε να τυπώνουμε νέα χαρτονομίσματα. Η κυβέρνηση, ωστόσο, απλώς εξακολουθεί να τυπώνει όγκους φρέσκου χαρτονομίσματος για να καμουφλάρει την ίδια τη χρεοκοπία της... Παντού στις κυβερνητικές υπηρεσίες, εκεί όπου συνήθως υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος, υπάρχουν τώρα τρεις και τέσσερις. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Μόνο μια σκληρή κυβέρνηση μπορεί να κάνει κάτι ενάντια σε αυτόν τον παράδεισο για τα παράσιτα και τους αεριτζήδες ένας δικτάτορας που η προσωπική δημοτικότητά του δεν θα τον ενδιαφέρει καθόλου». «Η Γερμανία χρειαζόταν έναν νέο Βίσμαρκ», είπε ο Χίτλερ.
Ο ίδιος θα έδινε ελάχιστη σημασία στους εχθρούς του, αν έπαιρνε την εξουσία: «Ο δικτάτορας μπορεί να ξεκαθαρίσει όλους τους λογαριασμούς με μια γενική απεργία που θα ξεσπάσει τη στιγμή που θα κάνει την εμφάνισή του», εξήγησε. «Αυτή η γενική απεργία θα του προσφέρει την ιδανική ευκαιρία για εκκαθάριση των κυβερνητικών υπηρεσιών. Όποιος θα αρνηθεί να εργαστεί σύμφωνα με τους όρους που θα θέσει ο δικτάτορας, θα απολύεται. Μόνον οι καλύτεροι θα προσλαμβάνονται. Όσοι μπήκαν στις κυβερνητικές υπηρεσίες χάρη στο Κόμμα στο οποίο ανήκαν, θα εκδιώκονται». Επανέλαβε ότι πίστευε πως ο γερμανικός λαός χρειαζόταν «ένα μονάρχη-είδωλο», όχι όμως ένα βασιλιά με ήπιους τρόπους, αλλά έναν «ηγεμόνα δίχως οίκτο, που να το λέει η καρδιά του», ένα δικτάτορα που θα κυβερνούσε με σιδερένιο χέρι, σαν τον Όλιβερ Κρόμβελ. Δεν υπήρχε τέτοιος άνδρας μεταξύ των σημερινών διεκδικητών του θρόνου. «Όταν, ύστερα από χρόνια τέτοιας σιδηράς ηγεσίας, ο λαός θα θελήσει έναν μετριοπαθέστερο ηγεμόνα, τότε θα είναι κατάλληλη στιγμή για έναν ήπιο και καλοσυνάτο μονάρχη που ο λαός θα κάνει είδωλό του. Μοιάζει με την εκπαίδευση ενός σκύλου: πρώτα τον παίρνει ένας σκληρός εκπαιδευτής κι ύστερα, όταν μάθει να πειθαρχεί, τον παραδίδουμε σε ένα φιλικό αφεντικό τον οποίο ο σκύλος θα υπηρετεί με το μεγαλύτερο σεβασμό και αφοσίωση».
Έτσι μιλούσε ο Αδόλφος Χίτλερ, ηλικίας 33 χρονών, τον Δεκέμβριο 1922. Θίγοντας το θέμα της θρησκείας, είπε απλά ότι ο χριστιανισμός ήταν το μόνο πιθανό ηθικό θεμέλιο για την Γερμανία κι ότι η θρησκευτική διαμάχη ήταν το χειρότερο κακό που θα μπορούσε να της συμβεί. Για τους νόμους είπε: «Θεωρώ το σωστό, ορκισμένο, επαγγελματία δικαστή ως μόνο αποδεκτό λειτουργό ενός συστήματος απονομής δικαιοσύνης». Ήταν αντίθετος στα κάθε είδους δικαστήρια ενόρκων.
Το Εβραϊκό Ζήτημα φανερά τον απασχολούσε, καθώς είχε ασχοληθεί με αυτό στο τέλος και για αρκετή ώρα, στην αξιοσημείωτη αυτή συζήτηση. Θαύμαζε τη λύση του Μέγα Φρειδερίκου: «Εκμηδένισε [ausgeschaltet] τους Εβραίους από οπουδήποτε είχαν αποδειχθεί ενοχλητικοί, αλλά συνέχισε να τους χρησιμοποιεί όπου θα μπορούσαν να προσφέρουν. «Στην πολιτική μας ζωή», συνέχιζε ο Χίτλερ, «οι Εβραίοι είναι αναμφισβήτητα ενοχλητικοί. Μεθοδικά δηλητηριάζουν το λαό μας. Συνήθιζα πάντα να θεωρώ απάνθρωπο τον αντισημισισμό, αλλά τώρα η προσωπική μου πείρα με υποχρέωσε να μετατραπώ στον χειρότερο εχθρό του Σιωνισμού. Και με την ευκαιρία τονίζω ότι πολεμώ τον Εβραϊσμό όχι ως θρησκεία, αλλά ως φυλή». Χαρακτήριζε τους Εβραίους γεννημένους καταστροφείς, ανίκανους για ηγέτες. Δεν είχαν ούτε πολιτισμό, ούτε Τέχνες, ούτε δική τους αρχιτεκτονική, που αποτελεί «την πιο σίγουρη έκφραση του πολιτισμού ενός λαού». «Οι λαοί έχουν ψυχή», είπε ο Χίτλερ, «αλλά οι Εβραίοι δεν έχουν. Είναι μονάχα υπολογιστές. Αυτό εξηγεί γιατί μόνο οι Εβραίοι ίδρυσαν τον Μαρξισμό, ο οποίος αρνείται και καταστρέφει την ίδια τη βάση κάθε πολιτισμού. Με τον Μαρξισμό τους οι Εβραίοι ήλπιζαν να δημιουργήσουν μια πλατιά, άβουλη λαϊκή μάζα, χωρίς καμία πραγματική ευφυΐα, ένα ανεύθυνο όργανο στα χέρια τους».
Ήταν υποχρεωμένη η Γερμανία, ρωτούσε, να ανεχθεί στο μέλλον τον εβραϊκό ζυγό; «Το λιοντάρι είναι αρπακτικό ζώο», απαντούσε. «Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, το έχει στη φύση του. Ο άνθρωπος δεν είναι, ωστόσο, υποχρεωμένος να αφήσει το λιοντάρι να τον καταβροχθίσει. Πρέπει να σώσει το τομάρι του όπως μπορεί καλύτερα, έστω κι αν πρέπει να βλάψει το λιοντάρι. Ωστόσο, πρέπει να βρεθεί μια λύση για το εβραϊκό πρόβλημα. Αν το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με την κοινή λογική, τότε τόσο το καλύτερο για όλους. Αν όχι, τότε υπάρχουν δύο πιθανότητες: είτε η αιματηρή σύγκρουση, είτε μια Αρμενοποίηση». (Άραγε, ο Χίτλερ αναφερόταν εδώ στη μυστική σφαγή των 1.500.000 Αρμενίων από τους Τούρκους στις αρχές του αιώνα; Η διατύπωσή του ήταν εξοργιστικά αόριστη). «Από πλευράς τακτικής και πολιτικής», εξήγησε, «υιοθετώ την άποψη ότι πρέπει να ενσταλάξω στο λαό μου την πεποίθηση ότι αυτοί που είναι εναντίον μας, είναι και θανάσιμοι εχθροί μας». Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 23 Φεβρουαρίου 1923, ο κλάδος Μονάχου του Ναζιστικού Κόμματος δέχτηκε μια δωρεά ενός εκατομμυρίου μάρκων από τον Γενικό Πρόξενο Scharrer.
Λίγους μήνες μετά από αυτά, τον Νοέμβριο 1923, ο Χίτλερ έκανε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα στο Μόναχο, δικάστηκε, φυλακίστηκε στο φρούριο Λάντσμπεργκ και τελικά, αφέθηκε ελεύθερος. Δημοσίευσε το Mein Kampf και αναδιοργάνωσε το Κόμμα μέσα στα επόμενα χρόνια, δίνοντας του τη μορφή μιας πειθαρχημένης κι απολυταρχικής δύναμης, με τα δικά της κομματικά δικαστήρια, τη φρουρά της των SA, με τα καφετιά πουκάμισα, και με τους καφέ «πραιτοριανούς» της, τα SS, ώσπου, επικεφαλής ενός τεράστιου στρατού 1.000.000 κομματικών μελών, μπήκε στην Καγκελαρία του Βερολίνου τον Ιανουάριο του 1933. δεν ήταν διόλου ασήμαντο κατόρθωμα για έναν άγνωστο, άφραγκο, τυφλωμένο από τα αέρια, δεκανέα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που το πέτυχε χωρίς κανένα άλλο μέσο εκτός από τη ρητορική δεινότητά του και μια παρορμητική, σκοτεινή φιλοδοξία.
Στη διάρκεια αυτών των χρόνων, πριν από το 1933, ο Χίτλερ είχε διαμορφώσει τα σχέδιά του μέχρι την τελική μορφή τους. Τα είχε επαναλάβει πιο συνεκτικά σε ένα χειρόγραφό του, το 1928, που δεν δημοσίευσε ποτέ. Με κυνική απλότητα σχεδίαζε την εξωτερική πολιτική του, που περιλάμβανε μια επέκταση της γερμανικής κυριαρχίας από τα τότε 216.000 τετραγωνικά μίλια σε μισό εκατομμύριο, σε βάρος της Ρωσίας και της Πολωνίας. Οι σύγχρονοί του ήταν πιο συντηρητικοί κι επιθυμούσαν να αποκαταστήσουν απλώς τα σύνορα της Γερμανίας του 1914. Για τον Χίτλερ, αυτός ήταν «ο πιο ηλίθιος στόχος εξωτερικής πολιτικής που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς», ήταν κάτι «αταίριαστο από πατριωτικής άποψης και διόλου ικανοποιητικό από στρατηγικής». Όχι, η Γερμανία έπρεπε να παραιτηθεί από τις απηρχαιωμένες βλέψεις της για υπερατλαντικές αποικιακές αγορές και αντίθετα, να στραφεί σε μια «ξεκάθαρη, ακλόνητη Raumpolitik». Πρώτα η Γερμανία έπρεπε «να δημιουργήσει μια ισχυρή δύναμη στρατού ξηράς», έτσι ώστε οι ξένοι να την παίρνουν στα σοβαρά. Ύστερα, έγραφε το 1928, έπρεπε να υπάρξει μια συμμαχία με την Βρετανία και την Αυτοκρατορία της, έτσι ώστε «μαζί να μπορέσουμε να υπαγορεύσουμε το πώς θα γραφτεί η ιστορία του υπόλοιπου κόσμου».
Η ρητορική του δεινότητα στη διάρκεια αυτών των χρόνων είχε αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο. Οι ομιλίες του ήταν πολύωρες και ex tempore, αλλά λογικές. Η δύναμη της υποβολής που διέθετε, επηρέαζε τους πάντες στο ακροατήριό του. Όπως είχε πει κάποτε ο Ροβεσπιέρος για τον Μαρά, «Αυτός ο άνθρωπος ήταν επικίνδυνος: πίστευε όσα έλεγε». Η δύναμη του Χίτλερ μετά το 1933 θεμελιώθηκε, όπως έγραφε ο David Lloyd George το 1936, επειδή τήρησε τις υποσχέσεις του. Ανεβαίνοντας στην εξουσία, θα καταργούσε την ταξική πάλη του 19ου αιώνα και θα δημιουργούσε μια Γερμανία ίσων ευκαιριών τόσο για τους χειρώνακτες, όσο και για τους διανοούμενους, για τους πλούσιους και για τους φτωχούς. «Δεν δίνει δεκάρα για την ιντελιγκέντσια», έγραφε ο Walther Hewel, ο σύντροφός του στη φυλακή του Λάντσμπεργκ, στις 14 Δεκεμβρίου 1924. «Οι άνθρωποι αυτοί πάντα φέρνουν χιλιάδες αντιρρήσεις σε κάθε απόφαση. Οι διανοούμενοι που θα τον χρειάζονται, θα έρθουν αργότερα με δική τους πρωτοβουλία, και θα αναλάβουν ηγετικό ρόλο στο πλευρό του». Είκοσι χρόνια αργότερα, σε μια μυστική ομιλία προς τους στρατηγούς του, στις 27 Ιανουαρίου 1944, ο ίδιος ο Χίτλερ περιέγραψε την ψευδοδαρβινική διαδικασία που είχε εφαρμόσει για να επιλέξει τη νέα ηγετική τάξη της Γερμανίας: είχε σκόπιμα χρησιμοποιήσει το ίδιο το Κόμμα ως φορέα για την επιλογή του μελλοντικού ηγετικού υλικού άντρες με την απαραίτητη σκληρότητα, που δεν θα γονάτιζαν όταν θα άρχιζε ο πραγματικός αγώνας.
«Σχεδίασα το μαχητικό μου μανιφέστο κι εσκεμμένα το συνέταξα έτσι, ώστε να προσελκύσει αρχικά μόνο την πιο σκληρή και την πιο αποφασισμένη μειοψηφία του γερμανικού λαού.
Όταν ήμασταν αρκετά μικροί και ασήμαντοι, έλεγα συχνά στους οπαδούς μου ότι αν αυτό το μανιφέστο διακηρυχτεί χρόνο με το χρόνο, σε χιλιάδες ομιλιών σε όλο το έθνος, θα λειτουργήσει σαν μαγνήτης: σταδιακά, η μια ατσαλένια βελόνα θα προσελκύσει την άλλη και θα προσκολλούνταν σε αυτόν το μαγνήτη κι ύστερα, θα ερχόταν η στιγμή όπου αυτή η μειοψηφία θα ήταν σε αυτήν την πλευρά κι η πλειοψηφία στην άλλη, αλλά αυτή η μειοψηφία θα ήταν εκείνη που θα έγραφε Ιστορία, επειδή η πλειοψηφία ακολουθεί πάντα όταν υπάρχει μια σκληρή μειοψηφία που ανοίγει το δρόμο».
Ο Χίτλερ, όταν θα ανέβαινε στην εξουσία μετά το 1933, θα υιοθετούσε τις ίδιες βασικές μεθόδους για την ανοικοδόμηση του γερμανικού έθνους, και θα χαλύβδωνε τα 80.000.000 των υπηκόων του για τις μελλοντικές δοκιμασίες. Η εμπιστοσύνη του σε αυτούς ήταν γερά θεμελιωμένη: οι Γερμανοί ήταν εργατικοί, εφευρετικοί και λαός καλλιτεχνικός είχαν δώσει σπουδαίους τεχνίτες, συνθέτες, φιλόσοφους κι επιστήμονες. Ο Χίτλερ είχε πει κάποτε ότι ο εθνικός χαρακτήρας των Γερμανών δεν είχε αλλάξει από την εποχή που ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος είχε περιγράψει τα γερμανικά φύλα που είχαν κατακλύσει την βορειοδυτική Ευρώπη, 2.000 σχεδόν χρόνια πριν: «ένας άγριος, γενναίος, γενναιόδωρος, γαλανομάτης λαός». Ο Χίτλερ διαβεβαίωνε ότι αν, παρόλα αυτά, η Ιστορία είχε δει επανειλημμένα τους Γερμανούς να πνίγονται μέσα στην παλίρροια των γεγονότων, ήταν επειδή τους είχαν προδώσει οι αδύναμοι ηγέτες τους.
Είναι δύσκολο να καθορίσουμε προκαταβολικά το πώς ο Χίτλερ κατάφερε να ενδυναμώσει το φρόνημα του λαού του. Ο Μουσολίνι δεν το κατάφερε ποτέ αυτό με τον ιταλικό λαό, ακόμη κι ύστερα από είκοσι χρόνια φασιστικής ηγεμονίας. Στα 1943, η πλαδαρή δομή του ιταλικού φασισμού διαλύθηκε ύστερα από μερικές αεροπορικές επιδρομές και την ανατροπή του Μουσολίνι. Στην Γερμανία, ωστόσο, ύστερα από δέκα χρόνια ναζιστικής διαφώτισης, οι υπήκοοι του Χίτλερ μπόρεσαν να αντέξουν τις αεροπορικές επιδρομές των αντιπάλων κατά τις οποίες, 50 έως 100.000 άνθρωποι σκοτώνονταν σε μια νύχτα με τέτοια καρτερία, που οδήγησε σε απελπισία τους εχθρούς τους. Τελικά, όταν η Γερμανία ηττήθηκε για άλλη μια φορά, αυτοί οι αντίπαλοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε δρακόντεια μέτρα τιμωρίας, μαζικών δικών, κατασχέσεων και εκπατρισμών, φυλακίσεων και αναμορφώσεων, μέχρι να ξεριζωθούν οι σπόροι που είχε σπείρει ο Χίτλερ.
Ο Αδόλφος Χίτλερ ίδρυσε το Εθνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα στη Γερμανία και το στήριξε όχι σε ευμετάβλητες εκλογικές ψήφους, αλλά πάνω στο λαό, κι ο λαός του πρόσφερε στην τεράστια πλειοψηφία του τη δίχως όρους υποστήριξή του μέχρι το τέλος».
Β
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.