Β
Κεφάλαιο 4ο
Χημικά όπλα στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Αναζητώντας τους λόγους για τους οποίους η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων χρήσης χημικών και βιολογικών όπλων, φτάνει κανείς εύκολα στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι αυτοί παραμένουν οι ίδιοι στο πέρασμα των αιώνων. Τα όπλα αυτά έχουν την ικανότητα να πλήττουν μαζικά και από απόσταση. Έτσι, μεγιστοποιούν τις απώλειες και καταρρακώνουν το ηθικό της άλλης πλευράς, ενώ ταυτοχρόνως κοστίζουν λιγότερο από τα συμβατικά όπλα.
Όσο ερχόμαστε προς τις μέρες μας, τα ισχυρά μη συμβατικά οπλοστάσια αποτελούν μείζονα απειλή, αλλά και δύναμη αποτροπής. Ας μην ξεχνάμε πως η ανακάλυψη και εξουδετέρωση τέτοιων οπλοστασίων αποτέλεσε την επίσημη αιτιολογία του «προληπτικού» πολέμου εναντίον του Ιράκ. Παρά το γεγονός ότι οι «ατομικές βόμβες» αποτέλεσαν από τη δεκαετία του 1940, και συνεχίζουν να αποτελούν μέχρι σήμερα, το αποτελεσματικότερο όπλο μαζικής καταστροφής, τα χημικά και, ιδιαιτέρως, τα βιολογικά όπλα έχουν επανέλθει στο προσκήνιο όχι τόσο ή μόνο για τις δυνατότητές τους στη μάχη όσο για την πιθανότητα χρήσης τους από τρομοκρατικές οργανώσεις. Για ευνόητους λόγους, η πιθανότητα αυτή συχνά υπερεκτιμάται από τις κυβερνήσεις οι οποίες ανακάλυψαν τη χρησιμότητα της «επικείμενης απειλής» και του φόβου που προκαλεί στην εξυπηρέτηση ευρύτερων πολιτικών στόχων.
Νευροτοξικά αέρια
Οι νευροτοξικές ουσίες, άχρωμα υγρά που εισέρχονται στο σώμα και μέσω της αναπνοής ή του δέρματος, ανακαλύφθηκαν από Γερμανούς χημικούς υπό τον δρα Γκέρχαρντ Σρέντερ, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, στο πλαίσιο ερευνών για παρασιτοκτόνα (οργανοφωσφορικές ενώσεις). Έως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν συντεθεί οι ουσίες tabun, sarin, soman και χιλιάδες άλλες οι οποίες, ωστόσο, δεν χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι νευροτοξικές ουσίες μπορούν να παρασκευαστούν με απλές χημικές τεχνικές. Οι πρώτες ύλες που απαιτούνται είναι φτηνές και εύκολα διαθέσιμες στο εμπόριο, χωρίς να προκαλούν την προσοχή όταν παραγγέλλονται ή αγοράζονται.
Καυστικές ουσίες
Το «αέριο μουστάρδας» παρήχθη για πρώτη φορά το 1822, αλλά οι επιβλαβείς επιδράσεις δεν ανακαλύφθηκαν παρά το 1860. ονομάστηκε έτσι επειδή μια μέθοδος παραγωγής του απέφερε ένα μη καθαρό, καστανοκίτρινο υγρό που μύριζε σαν μουστάρδα. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως χημικό-καυστικό όπλο στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και προκάλεσε βλάβες στους πνεύμονες και στα μάτια, σε πολλούς στρατιώτες. Πολλοί από αυτούς υπέφεραν από πόνους 30-40 χρόνια μετά την έκθεση, κυρίως ως αποτέλεσμα των τραυματισμών των ματιών και χρόνιων αναπνευστικών διαταραχών.
Το σκηνικό ήταν το ίδιο, στην ίδια πόλη, στο Υπρ του Βελγίου. Στις 12 Ιουλίου 1917, τα βρετανικά στρατεύματα δέχτηκαν καταιγιστικά πυρά με οβίδες που περιείχαν ένα καφετί υγρό με πολύ άσχημη οσμή. Ήταν αέριο μουστάρδας που ονομάστηκε από τους Γάλλους υπερίτης από το όνομα της πόλης Υπρ όπου πρωτοχρησιμοποιήθηκε, ενώ από τους Γερμανούς ονομάστηκε LOST, από τα αρχικά των γερμανών χημικών Λόμμελ και Στάινκοφ, που είχαν την έμπνευση να χρησιμοποιηθεί ως πολεμικό χημικό όπλο.
Φυσικά, ο υπερίτης χρησιμοποιήθηκε και από τους συμμάχους εναντίον των Γερμανών. Μάλιστα, σε βομβαρδισμό που έγινε στις 14 Οκτωβρίου 1918 με υπερίτη, θύμα υπήρξε και ένας νεαρός τότε δεκανέας, ο Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος πέρασε μήνες στο νοσοκομείο μιας μικρής πόλης κοντά στο Βερολίνο, στο Πάσεβαλκ, με φρικτούς πόνους στα μάτια. Τελικά δεν έχασε την όρασή του, αλλά εκείνη η εμπειρία θεωρείται ότι συνέβαλε καθοριστικά στη μετέπειτα εξέλιξή του.
Σήμερα εξακολουθούν ακόμα να σημειώνονται περιστατικά στη Σουηδία, όπου άνθρωποι προσβάλλονται από το αέριο μουστάρδας. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ψαράδες που εκτίθενται σε αέριο μουστάρδας που έρχεται στην επιφάνεια με τα αλιευτικά δίχτυα. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην απόρριψη χημικών όπλων στα νερά έξω από τις ακτές της Δανίας και της Σουηδίας, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλά αλιευτικά λιμάνια στη νότια Σουηδία και τη Δανία διαθέτουν μέσα περίθαλψης για τα άτομα που τραυματίζονται και για την απολύμανση εξοπλισμού μολυσμένου από αέριο μουστάρδας. Ορισμένα μέσα αντιμετώπισης υπάρχουν και στα αλιευτικά σκάφη.
Χημικά απόβλητα
Οι Ιταλοί, οι Ούγγροι, οι Ιάπωνες, οι Γάλλοι, οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί, καθώς επίσης και οι Γερμανοί, τελειοποίησαν όλοι το αέριο μουστάρδας, το φωσγένιο και παρόμοιους παράγοντες, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρότι δεν τα χρησιμοποίησαν, οι χώρες αυτές συγκέντρωσαν τόσο μεγάλες ποσότητες χημικών πολεμοφοδίων που η απόρριψή τους δημιούργησε ένα τεράστιο πρακτικό πρόβλημα που θα ήταν κυριολεκτικά ανυπέρβλητο στον σημερινό, πιο συνειδητοποιημένο περιβαλλοντικά κόσμο. Σε εκείνα τα χρόνια της μεγαλύτερης «αφέλειας», ωστόσο, τα χημικά πολεμοφόδια απλώς κατέληξαν στα βάθη όλων σχεδόν των ωκεανών του κόσμου, μέσα στα αμπάρια άχρηστων πλοίων που βυθίστηκαν...
Το αέριο μουστάρδας είναι ουσία πολύ απλή στην παρασκευή της και μπορεί, συνεπώς, να αποτελέσει «πρώτη επιλογή» όταν μια χώρα ή οργάνωση χωρίς πολλά μέσα αποφασίσει να κάνει χημικό πόλεμο. Ο λεβισίτης (κωδικός L), που πήρε το όνομά του από τον Lewis που τον ανακάλυψε, ανήκει στις αρσενικούχες καυστικές ουσίες. Έχει ανοιχτό καστανοκίτρινο χρώμα και οσμή σαν τα γεράνια. Προκαλεί τις ίδιες βλάβες με το αέριο μουστάρδας, αλλά σε πιο έντονο βαθμό. Τα συμπτώματα, όμως, αρχίζουν αμέσως και όχι με καθυστέρηση ωρών, όπως με το αέριο μουστάρδας. (Μιχάλης Πιτσιλίδης, «Χημικά και Βιολογικά Όπλα», εκδ. Αρχιπέλαγος, διευθυντής του ένθετου της ‘Καθημερινής’ Popular Medicine).
Κεφάλαιο 5ο
Σχέση των Ναζιστών (Εθνικοσοσιαλιστών του Χίτλερ) με την Τέχνη, την Κουλτούρα, την Επιστήμη.
Λένι Ρίφενσταλ: η μούσα του Ναζισμού. Ο ρόλος της στον «πολιτισμό» της εποχής του Ναζισμού. Ναζιστικά «ιδανικά». Προπαγάνδα του καθεστώτος.
Είχε άγρια ομορφιά. Και ακόμα αγριότερη φύση. Στα νιάτα της η Λένι Ρίφενσταλ, που γεννήθηκε το 1902, ήταν επίφοβο αγοροκόριτσο. Κι αυτό συνεχίστηκε και στην ωριμότητά της. «Με τέτοιες άγριες γυναίκες δεν τα βγάζεις πέρα» σημείωσε στο ημερολόγιό του ο υπουργός προπαγάνδας των ναζί Γιόζεφ Γκέμπελς ύστερα από συνάντηση που είχε μαζί της στο Βερολίνο, το 1933. Απόδειξη, οι διαπραγματεύσεις, που έκαναν για τη χρηματοδότηση προπαγανδιστικών ταινιών: Η Ρίφενσταλ, που είχε αναλάβει τη σκηνοθεσία τους, επέβαλε τελικά εντελώς το δικό της – πότε απειλώντας, πότε «τσιρίζοντας», πότε παρακαλώντας. «Ποτέ στην ιστορία του φιλμ ένας σκηνοθέτης δεν είχε στη διάθεσή του τόσο απεριόριστα χρηματικά και τεχνικά μέσα, όσα η Ρίφενσταλ» εκτιμά σήμερα ειδικός.
Μόνο απέναντι σε ένα μοναδικό πρόσωπο η «σκύλα γινόταν αρνάκι»: τον Χίτλερ. «Τον θαύμαζα απεριόριστα τότε» γράφει η ίδια στα απομνημονεύματά της. Αλλά και ο Χίτλερ, που δεν κοίταζε συνήθως τις γυναίκες, έδειχνε γοητευμένος. Πως μπόρεσε όμως τότε να τον «τυλίξει»; Χορεύοντας μπροστά του γυμνή, όπως λένε οι φήμες; Κάνοντας έρωτα μαζί του; Σίγουρο είναι, ό,τι ύστερα από την πρώτη τους βραδιά, στην καγκελαρία, της έδωσε πλήρη ελευθερία κινήσεων. Κι εκείνη, ανταποκρινόμενη στην εμπιστοσύνη του, γύρισε ταινίες που ήταν οι μεγαλύτεροι ύμνοι στο ναζισμό: «Η νίκη της πίστης» για το 5ο συνέδριο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος το 1933, «Ο θρίαμβος της θέλησης» για το 6ο συνέδριο, ένα χρόνο αργότερα. Και τα δύο ντοκιμαντέρ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο: «Ολύμπια-Γιορτή των Λαών» και «Ολύμπια-Γιορτή της Ομορφιάς». «Δεν είχα τότε ιδέα για τη σχιζοφρενική προσωπικότητα του Φύρερ και τα εγκλήματά του» ισχυριζόταν μετά τον πόλεμο η Ρίφενσταλ. Πραγματικά δεν είχε; Βερολίνο, 19 Νοεμβρίου του 1938: Την επαύριον της «νύχτας των κρυστάλλων» (της νύχτας που ο ναζιστικός όχλος πυρπόλησε τις συναγωγές της πόλης, σκοτώνοντας εκατοντάδες Εβραίους, τραυματίζοντας χιλιάδες και κάνοντας συντρίμμια τις βιτρίνες των εβραϊκών μαγαζιών) η συγγραφέας Ρουτ Αντρέας-Φρίντριχ ταξιδεύει με το λεωφορείο στο κέντρο της πόλης και παρακολουθεί τις αντιδράσεις των συνεπιβατών της. «Όλοι τους έδειχναν σοκαρισμένοι. Ντροπιασμένοι. Αδέλφια της οδύνης. Με εμφανείς τις τύψεις συνείδησης» γράφει στο βιβλίο της «Ο άνθρωπος της σκιάς». Όλοι, όσοι ζούσαν σ’ αυτή την πόλη, προσθέτει, έβλεπαν με τα μάτια τους τι είχε συμβεί. Όλοι, εκτός από έναν, τη Ρίφενσταλ. «Θα δούλευα μάλλον τότε νυχθημερόν στο στούντιο» ήταν αργότερα η εξήγησή της.
Αυτή η αρχή του «δεν είδα, δεν άκουσα, δεν ήξερα και δεν καταλάβαινα τίποτα» συμπληρώθηκε αργότερα με το «ήμουν εντελώς αμέτοχη». «Δεν ήμουν ποτέ μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος» τόνιζε. «Ότι έκανα το έκανα για καλλιτεχνικούς λόγους». Τα έργα της για τα συνέδρια, πρόσθετε, ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο της καλλιτεχνικό όνειρο: Την κινηματογράφηση του δράματος του Κλάιστ «Πενθεσίλεια», της βασίλισσας των Αμαζόνων, το γύρισμα του οποίου όμως διεκόπη οριστικά ύστερα από την κήρυξη του πολέμου.
«Έκανε την αφελή, χωρίς να είναι. Ήξερε πολύ καλά ποιους υπηρετούσε» διαπιστώνει ο Βόλφγκανγκ Μπεντς, διευθυντής του «Κέντρου Αντισημιτικής Έρευνας» στο Βερολίνο.
«Για αυτό και όταν τη ρωτούσαν έλεγε άλλα αντ’ άλλων. Μου θυμίζει έναν δεσμοφύλακα του Άουσβιτς, που καταδικάστηκε για δολοφονίες κρατουμένων και που για να αποδείξει πως δεν είναι δολοφόνος, έλεγε ότι έπαιζε ωραίο φαγκότο σε εκκλησιαστική χορωδία».
Αυτή η έλλειψη ειλικρίνειας δεν την βγήκε σε καλό. Στις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο την απέφευγαν όλοι - όχι τόσο επειδή η «Επιτροπή Αποναζιστικοποίησης» των συμμαχικών δυνάμεων την είχε χαρακτηρίσει, το 1948, «συνοδοιπόρο» του χιτλερισμού, όσο επειδή είχε πάρει οριστικά το στίγμα της «μούσας του ναζισμού», της «σκηνοθέτριας του Χίτλερ» της καλλιτέχνιδας, που για ιδιοτελείς λόγους, «είχε κοιμηθεί με το διάβολο».
Μετά το 1960, ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν. Ο κόσμος άρχισε να ξεχνά. Και η Ρίφενσταλ, που είχε παρατήσει το φιλμ, άρχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία. Τα πρώτα φωτογραφικά ρεπορτάζ της, με θέμα τη φυλή των Νούμπα στην Αφρική, έγιναν αμέσως ανάρπαστα από τα περιοδικά “Life”, “Stern” και “L’ Europeo”. Οι κριτικοί δεν έβρισκαν λόγια για να εκθειάσουν τη δύναμη και την ομορφιά των εικόνων της. Αλλά και τα καλλιτεχνικά της ευρήματα, που βρίσκουν και σήμερα πολλούς μιμητές. Η υπερμεγέθυνση, για παράδειγμα, των σταγόνων του ιδρώτα πάνω στην επιδερμίδα, που βλέπουμε τους τελευταίους μήνες στα διαφημιστικά σποτ της εταιρίας “Nike”, είναι δική της επινόηση.
Από έκθεση, που έγινε τον περασμένο Ιούλιο στο Βερολίνο και αντιπαρέθεσε τις φωτογραφίες αυτές με εκείνες που «τράβηξε» στα μέσα του 30 στην Ολυμπία και τον Παρθενώνα, προκύπτει, ότι η Ρίφενσταλ συνέχιζε να κινείται στο πλαίσιο της λεγόμενης «αισθητικής αντίληψης του ναζισμού»: Εξωραϊσμός και υπερύψωση του ανθρώπινου σώματος, διόγκωση (σε βαθμό γιγαντομανίας) των αντικειμένων, νεοκλασικισμός. Κι όλα αυτά, όπως λέει ο θεωρητικός του σινεμά Ηανς Γκέοργκ Ρόντεκ, μέσα στο αθέατο κάδρο των αντινομιών της συντηρητικής σκέψης: «Ψυχή και τεχνική, παραλογισμός και τεχνολογία, κουλτούρα και καθημερινός πολιτισμός». Με τη διαφορά, ότι ενώ στην περίοδο του ναζισμού η αισθητική αυτή απέβλεπε στην εξύμνηση της «άριας» φυλής, μεταπολεμικά, όπως δείχνει το παράδειγμα των Νούμπα, δεν έκανε διακρίσεις. Καθαρά μορφολογικά, δηλαδή, εφάρμοζε την «αισθητική του ναζισμού» σε κάθε ράτσα.
Εκείνο που την έκανε, καλλιτεχνικά, «αθάνατη» είναι βέβαια οι νεωτερισμοί της στο φίλμ: Οι πειραματισμοί στη λήψη των εικόνων, ο τονισμός του ρυθμού και της κίνησης, η εκλέπτυνση των τεχνικών μέσων. Η Ρίφενσταλ ήταν αυτή που έστησε για πρώτη φορά ράγιες παράπλευρα στην πίστα του στίβου για να μπορεί να παρακολουθεί με την κάμερα εν κινήσει τους αθλητές στους αγώνες δρόμου. Και εκείνη ήταν επίσης που έβαλε πρώτη σε ταυτόχρονη λειτουργία δεκάδες κάμερες, για να παρουσιάσει κατά το μέγιστο δυνατόν πλήρες ένα γεγονός. «Ήταν η ίδια πείραμα» λέει ειδικός. «Δεν υπάρχει ντοκουμενταρίστας, που να μην στηρίζεται στις πλάτες της». Κάθε άλλο παρά περίεργο λοιπόν ότι και σήμερα είναι το πρότυπο των πειραματιστών. Το πρώτο δοκιμαστικό υλικό που χρησιμοποίησαν, για παράδειγμα, οι κατασκευαστές του συστήματος μοντάζ Avid, ήταν οι υποθαλάσσιες λήψεις που είχε κάνει η Ρίφενσταλ στον ινδικό ωκεανό στις αρχές της δεκαετίας του 90. Το αντάλλαγμα ήταν μια πλήρης συσκευή του υπερσύγχρονου αυτού κομπιούτερ, με το οποίο η Ρίφενσταλ δούλευε μέχρι τις τελευταίες τις ημέρες.
Τα τελευταία χρόνια η Ρίφενσταλ περιβαλλόταν από ένα μικρό, αλλά σταθερό κύκλο θαυμαστών - μεταξύ των οποίων και ο διάσημος ορειβάτης και ευρωβουλευτής των Πράσινων Ράινχολντ Μέσνερ. Η ηθοποιός του Χόλυγουντ Τζούντι Φόστερ σχεδίαζε μάλιστα να γυρίσει τη ζωή της ταινία. Καλλιτεχνικά, παρά την επιμονή της στη «ναζιστική αισθητική», δεν ήταν πια πολλοί εκείνοι που την αμφισβητούσαν. Πολιτικά, όμως, παρέμενε απεχθής. Αυτό δεν φαίνεται όμως να την πείραζε. «Ζω, για να κάνω τους επικριτές μου να σκάσουν» έλεγε. Ο θάνατός της δεν προκαλεί βέβαια ανακούφιση. Θέτει όμως το ερώτημα, τι θαύματα θα μπορούσε να είχε κάνει μια τόσο προικισμένη καλλιτέχνης, αν δεν ήταν, όπως είπε ο ιστορικός Χανς Μόμσεν, «τόσο κοινωνικά ασυνείδητη και τόσο πολιτικά ηλίθια».
Από τον Freud στην Προπαγάνδα.
Δημόσιες σχέσεις, διαφήμιση, επικοινωνιακή πολιτική, focus και target group… Ποια σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά τα εργαλεία του σύγχρονου καπιταλισμού με τον Φρόιντ, τη γέννηση της Ψυχανάλυσης και την εισαγωγή της στον Νέο Κόσμο; Τι μπορεί να συνδέει την φλογερή ανάγκη των φεμινιστριών για χειραφέτηση στις αρχές του 20ου αιώνα, με την άνοδο των Ναζί και την αντικομουνιστική υστερία της ψυχροπολεμικής περιόδου; Η απάντηση μπορεί να βρεθεί στην εντυπωσιακή όσο και αμφισβητούμενη συνεισφορά ενός ανθρώπου στην ιστορία του προηγούμενου αιώνα, που τα ίχνη της συνεχίζουν σταθερά να επηρεάζουν τους φόβους και τις επιθυμίες μας ακόμα και σήμερα.
Ο άνθρωπος που έπλασε την κοινωνία της κατανάλωσης.
«Ο έξυπνος και συνειδητός χειρισμός της οργανωμένης γνώμης των μαζών είναι σημαντικό στοιχείο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτός που είναι σε θέση να καθοδηγεί αυτό τον αθέατο μηχανισμό της κοινωνίας συνιστά μια αόρατη κυβέρνηση, που αποτελεί την πραγματική δύναμη που κυβερνά ολόκληρη τη χώρα» - (Edward Bernays, Propaganda, 1928).
Ο Edward Bernays γεννήθηκε στη Βιέννη το 1891 (και πέθανε το 1995, στα 103 του). Ήταν ανιψιός του ιδρυτή της Ψυχανάλυσης Ζίγκμουντ Φρόιντ, με τις πρωτοποριακές θεωρίες του οποίου είχε από νωρίς τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή. Νέος ακόμη μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου δούλεψε για τις αμερικανικές υπηρεσίες προπαγάνδας, αντικείμενο στο οποίο επέλεξε να παραμείνει και αργότερα. Καθώς μετά την εμπειρία του πολέμου η κοινωνία σοκαρισμένη απέρριπτε την προπαγάνδα ως μέσον ανέντιμο, ο Μπέρνεϊζ χρειάστηκε να επινοήσει έναν ελκυστικότερο τρόπο προσέλκυσης. Πελάτες του ήταν τότε μεγάλες εταιρίες αλλά και κυβερνήσεις ξένων χωρών.
Η εξυπνότερη ίσως ιδέα του ήταν πως από την αρχή εισήγαγε τις ιδέες του θείου του Ζίγκμουντ Φρόιντ στην Αμερική, όπου φρόντισε να εκδοθούν τα βιβλία του και βοήθησε επιμελώς ώστε να προωθηθούν. Η Αμερική, ίσως επειδή ως μωσαϊκό λαών δεν διέθετε ενιαία μυθολογία ή παράδοση, και με τη συνδρομή του Bernays και της Anna Freud, γρήγορα αγκάλιασε την ψυχανάλυση και λίγο-πολύ ενσωμάτωσε την πρακτική αλλά και στοιχειά από τον τρόπο σκέψης της στην καθημερινότητά της. Όμως, παρόλο που το ενδιαφέρον για τη γνώση του Εγώ υπήρξε γενικά θετική εξέλιξη, η αυξανόμενη αλλά ατελής ενασχόληση των ατόμων με την αναζήτηση των βαθύτερων αναγκών τους -και χάρη κυρίως στις έξυπνες στρατηγικές του Bernays- ευνόησε την αύξηση του καταναλωτισμού. Οι άνθρωποι ήθελαν πια να αποκτήσουν -ή έστω να κατασκευάσουν ή να δανειστούν- έναν εαυτό, ανεξάρτητο και διαφορετικό απ’ όλους τους άλλους - κι αυτή ακριβώς την εικόνα άρχισε να τους πουλάει η διαφήμιση. Η παλιότερη ιδέα περί της αξίας του ατόμου, που είχε εισαχθεί με τον Διαφωτισμό, συμπληρώθηκε με τη νέα ιδέα πως το άτομο είναι οι επιθυμίες του, και πήρε την αξία θρησκείας στις σύγχρονες κοινωνίες. Χάρη στις μελετημένες εκστρατείες του Bernays, οι τεχνικές της διαφήμισης έγιναν το μαγικό ραβδί που μας κρατάει μονίμως σε μια μαζική (και μαγική) αυταρέσκεια.
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό όπου οι εταιρίες τσιγάρων αποτάθηκαν στον Bernays για να διερευνήσει τρόπους να αυξήσουν την πελατεία τους. Την εποχή εκείνη οι γυναίκες δεν κάπνιζαν δημόσια, πράγμα που περιόριζε στο μισό τους πιθανούς αγοραστές. Ο Μπέρνεϊζ είχε την ιδέα να υποβληθεί ένα δείγμα γυναικών σε ψυχανάλυση, ώστε να φανεί τι πραγματικά σημαίνει το προϊόν γι’ αυτές. Το συμπέρασμα ήταν πως σε βαθύτερο επίπεδο οι γυναίκες συνέδεαν το κάπνισμα με την χειραφέτηση. Έτσι οργανώθηκε η ανάλογη διαφημιστική καμπάνια, με μηνύματα που συνέδεαν εντέχνως το κάπνισμα με την ανεξαρτησία. Με την πρόθυμη συνεργασία των εταιρειών το πείραμα πέτυχε.
Αυτό που κατάφερε πάνω απ’ όλα ο Bernays να πουλήσει στους καταναλωτές-πελάτες των εταιριών που τον προσλάμβαναν, ήταν μια Ψευδαίσθηση Ταυτότητας, η ιδέα πως καταναλώνοντας μπορούν να υπάρξουν ως ανεξάρτητες προσωπικότητες, διαφοροποιημένες από τη μάζα. Ο Bernays υπήρξε ευσυνείδητος μελετητής των έργων του θείου του. Αξιοποιώντας τη βαθιά ενόραση του Φρόιντ γύρω από τις βαθύτερες επιθυμίες και τα όνειρα όλων μας, κατάφερε να τα τυλίξει σε ελκυστικά πακέτα και να τα ρίξει στην αγορά για λογαριασμό των εταιριών-πελατών του. Συμφωνούσε με τον Φρόιντ πως τον άνθρωπο ελέγχουν κυρίως οι ασυνείδητες επιθυμίες του. Προχωρώντας όμως ένα βήμα παραδίπλα συμπέρανε πως αυτές οι επιθυμίες μπορούν να τεθούν υπό έλεγχο και σε μαζική κλίμακα, με στόχο την εξουσία και το κέρδος. Ο Bernays εισήγαγε την ιδέα πως δεν ήταν πλέον ανάγκη να πουλάς στους ανθρώπους μόνο αυτό που χρειάζονται, αντίθετα μπορούσες να τους πείσεις πως χρειάζονται το οποιοδήποτε προϊόν -ή ιδέα-, αρκεί να ξέρεις πώς να πιέσεις τα κατάλληλα ψυχολογικά κουμπιά. Αν μπορέσεις να κωδικοποιήσεις την παρουσίαση ενός αντικειμένου με τρόπο που να αγγίζει τις βαθύτερες επιθυμίες, αλλά και να εκμεταλλεύεται -εξορκίζοντάς τους- τους βαθύτερους φόβους του καταναλωτή, τότε μέσα του το προϊόν συνδέεται μια και καλή με την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της σιγουριάς. Με μικρές καθημερινές αναμνηστικές δόσεις (έχετε αναρωτηθεί γιατί οι διαφημίσεις επαναλαμβάνονται τόσο υπερβολικά πολλές φορές;) η σύνδεση αυτή ισχυροποιείται και παραμένει.
Οι μυθικές επιτυχίες του Bernays ακόμη στέλνουν ρίγη συγκίνησης στη ράχη των επιγόνων του: όχι μόνο κατάφερνε με άνεση να πείσει τις αμερικανίδες να καπνίσουν, τα παιδιά να αγαπήσουν το σαπούνι, και τους πάντες να τρώνε τα αυγά τους με μπέικον το πρωί, αλλά κατόρθωνε ακόμη να κερδίζει τις εκλογές για λογαριασμό υποψηφίων γερουσιαστών και προέδρων, να αλλάζει την πορεία της διεθνούς πολιτικής.
Πριν τον 20ο αιώνα, η χειραγώγηση των μαζών γινόταν κυρίως με την ωμή απειλή, δηλαδή τη στρατιωτική μπότα ή το φόβητρο φυλάκισης και βασανισμών. Φυσικά, η οργανωμένη ψυχολογική χειραγώγηση δεν απουσίαζε και παλιότερα, ιδίως από μεριάς ορισμένων θρησκειών που, με σύμμαχο και σταυρό τους την Ενοχή και τον Φόβο, φρόντιζαν ώστε οι πολλοί να μην έρχονται ποτέ σε επαφή με τον Θεό που κατοικεί μέσα τους. Τον τελευταίο αιώνα όμως περάσαμε από την χοντροκομμένη ποδηγέτηση της ωμής βίας στη λεπτή, σχεδόν χειρουργική χειραγώγηση δια ψυχολογικών μέσων. Μοιάζει παράξενο, πως μια τόσο μεγάλης έκτασης οργανωμένη παρέμβαση δεν κινδυνεύει να αποκαλυφθεί. Κι όμως, συνήθως το περισσότερο που κάποιος από μας τους μέσους ανθρώπους (καταναλωτές) καταφέρνει να αντιληφθεί, ακόμη και μετά από δεκαετίες εμπειρίας στην κατανάλωση, είναι ακίνδυνες παρατηρήσεις του τύπου «δεν τα φτιάχνουν πια γερά», -τις οποίες συνήθως ξεχνάει κι ο ίδιος την άλλη μέρα- ή στην καλύτερη περίπτωση ένας παροδικός θυμός και στην χειρότερη μια τυφλή αντικοινωνικότητα χωρίς ελπίδα.
Ο Bernays έγραφε πως η ίδια «η οργάνωση της δημοκρατίας είναι τέτοια», «ώστε τα μυαλά των πολιτών μπαίνουν σε καλούπια», ενώ «οι ιδέες τους τούς έχουν υποβληθεί από ανθρώπους τους οποίους ούτε που έχουν ακουστά». Κάπου αλλού γράφει: «Ο έξυπνος και συνειδητός χειρισμός της οργανωμένης συνήθειας και γνώμης των μαζών είναι ένα σημαντικό στοιχείο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτός που είναι σε θέση να καθοδηγεί αυτό τον αθέατο μηχανισμό της κοινωνίας συνιστά μια αόρατη κυβέρνηση, που αποτελεί την πραγματική δύναμη που κυβερνά ολόκληρη τη χώρα» (Edward Bernays, Propaganda, 1928). Ή αλλού: «Η καλή διακυβέρνηση μπορεί να πουληθεί προς μια κοινωνία, ακριβώς όπως και κάθε άλλο αγαθό». Ο Bernays περιγράφει τον άνθρωπο ως «ένα αγελαίο ζώο, για το οποίο η φυσική μοναξιά είναι πραγματικός τρόμος», έτσι ώστε ο διαρκής συσχετισμός του με κάποιο κοπάδι να του δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας. «Στον άνθρωπο, ο φόβος της μοναξιάς δημιουργεί την ανάγκη να έχει ίδιες απόψεις με την υπόλοιπη αγέλη». Αληθινά εντυπωσιακό το μείγμα αλήθειας και κυνισμού...
Μια έξυπνη τεχνική που επίσης εγκαινιάστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα είναι η κατασκευή των προϊόντων με ημερομηνία λήξης (τεχνικά ονομάζεται planned obsolescence- προσχεδιασμένη απαρχαίωση ή αχρήστευση προϊόντων). Ένα προϊόν που είναι αρκετά γερό ώστε να ζήσει όσο και ο αγοραστής είναι ελάχιστα προσοδοφόρο για τη βιομηχανία. Προτιμότερο είναι κάτι που να χαλάει σύντομα (όχι υπερβολικά νωρίς, για να μη δυσαρεστηθεί πολύ ο καταναλωτής), ενώ καλό είναι επίσης όταν χαλάσει να μην επισκευάζεται εύκολα. Παλιότερα, το ιδανικό για τον χειροτέχνη ήταν το παραγόμενο αντικείμενο να διαρκεί πολύ. Από τη στιγμή που το χειροποίητο έγινε μαζικό, και ο φυσικός κατασκευαστής έπαψε να είναι ένας μάστορας με προσωπικό μεράκι, αλλά αντικαταστάθηκε από εργάτες με τυποποιημένες ικανότητες και μηδενικά περιθώρια δημιουργικότητας, χάθηκε από το σύστημα παραγωγής η ανάγκη για διάρκεια. Σήμερα επίτηδες τα προϊόντα δεν κατασκευάζονται για να διαρκέσουν, αλλά μόνο για να πουλήσουν.
Αν, για να καθησυχάσει τις ενοχές του, επιχειρήσει κανείς να δει ως γραφικούς τους δημιουργούς αυτών των τόσο αποτελεσματικών τακτικών, θα αποτύχει. Η προπαγάνδα υπήρξε πάντοτε πολύ σοβαρή υπόθεση, είτε αφορούσε αντικείμενα είτε ιδέες, και όσοι ηγέτες την αγνόησαν, σύντομα έχασαν το βασικότερο παιχνίδι απ’ όλα, αυτό των εντυπώσεων. Ο Γκέμπελς (ο ιθύνων νους πίσω από την Προπαγάνδα των Ναζί), που ας σημειωθεί είχε μελετήσει πολύ καλά τη δουλειά του Bernays, δεν έκανε τίποτε λιγότερο από το να προωθεί ένα προϊόν, στην προκειμένη περίπτωση τον Γερμανικό Εθνικοσοσιαλισμό, προϊόν στο οποίο κατά πάσα πιθανότητα πίστευε κιόλας.
Οι Φροϋδιστές του παλιού καιρού πίστευαν πως η γνώση του ασυνείδητου -μέσω της ψυχανάλυσης- μπορούσε να βοηθήσει την δημοκρατία. Προεκτείνοντας αυτή την άποψη ο Bernays, ιδίως μετά την άνοδο και πτώση του 3ου Ράιχ, πίστευε πως ο ασφαλέστερος τρόπος προστασίας της δημοκρατίας ήταν να αποσπάται η προσοχή των πολιτών από τις επικίνδυνες πολιτικές ιδέες και να στρέφεται εντέχνως προς τα ζητήματα της κατανάλωσης και μόνο. Ως μόνη εξαίρεση πρότεινε τον τεχνητό και διαρκώς υποδαυλιζόμενο φόβο και απέχθεια προς «τους κομμουνιστές».
Κατασκευάζοντας την συναίνεση των πολλών.
Τα ίδια τα βιβλία αυτού του πρωτομάστορα της ψυχολογικής πειθούς έχουν απολύτως εύγλωττους και -ειλικρινείς κατά μία έννοια- τίτλους: «Προπαγάνδα», «Κατασκευάζοντας τη Συναίνεση», «Αποκρυσταλλώνοντας την Κοινή Γνώμη», κ.λ.π. Στα κείμενά του ο Edward Bernays εξηγούσε ακριβώς με ποιο τρόπο οι κυβερνήσεις και οι διαφημιστές «μπορούν να βάζουν σε πειθαρχία τον νου, έτσι ακριβώς όπως οι στρατιωτικοί πειθαρχούν το σώμα». Αυτή η πειθαρχία μπορεί να επιβληθεί «χάρη στην έμφυτη ελαστικότητα της ανθρώπινης φύσης». Όμως, σαν οξυδερκής μελετητής των έργων του θείου του που ήταν, μας δίνει και την ερμηνεία του γιατί έχουμε την τάση να υποκύπτουμε στη χειραγώγηση: «ο μέσος πολίτης είναι ο πιο ευαίσθητος αισθητήρας που υπάρχει επί της γης. Ο ίδιος του ο νους είναι το μεγαλύτερο φράγμα ανάμεσα σ’ αυτόν και την πραγματικότητα. Μέσα στο μυαλό του υπάρχουν στεγανά διαμερίσματα, αδιαπέραστα από τη λογική. Η τάση του για απόλυτες απόψεις είναι το εμπόδιο που τον κάνει να μην λειτουργεί με βάση τη σκέψη και την εμπειρία του, αλλά μόνο με μαζικές αντιδράσεις» (Πολύ σκληρό, έτσι δεν είναι; Τι κρίμα που κατά βάση είναι αλήθεια...).
Αυτό που κατάφερε πάνω απ’ όλα ο Bernays να πουλήσει στους καταναλωτές-πελάτες των εταιριών που τον προσλάμβαναν, ήταν μια Ψευδαίσθηση Ταυτότητας, η ιδέα πως καταναλώνοντας μπορούν να υπάρξουν ως ανεξάρτητες προσωπικότητες, διαφοροποιημένες από τη μάζα. Ο Bernays υπήρξε ευσυνείδητος μελετητής των έργων του θείου του. αξιοποιώντας τη βαθιά ενόραση του Φρόιντ γύρω από τις βαθύτερες επιθυμίες και τα όνειρα όλων μας, κατάφερε να τα τυλίξει σε ελκυστικά πακέτα και να τα ρίξει στην αγορά για λογαριασμό των εταιριών-πελατών του. Συμφωνούσε με τον Φρόιντ πως τον άνθρωπο ελέγχουν κυρίως οι ασυνείδητες επιθυμίες του. προχωρώντας όμως ένα βήμα παραδίπλα συμπέρανε πως αυτές οι επιθυμίες μπορούν να τεθούν υπό έλεγχο και σε μαζική κλίμακα, με στόχο την εξουσία και το κέρδος.
Αρχαιολογία και Πολιτική
Συζητώντας τις σχέσεις αρχαιολογίας και πολιτικής, είναι απόλυτα απαραίτητο να διευκρινίσουμε καταρχήν τι εννοούμε με τις έννοιες αρχαιολογία και πολιτισμό. Η εικόνα που έχουμε συνήθως είναι θολή για αυτά τα δύο πράγματα και μια προσπάθεια κατανόησης αυτών των δύο εννοιών θα μας δείξει γιατί ακριβώς συνδέεται η πολιτική με την αρχαιολογία και πως η μία χρησιμοποιεί την άλλη στο ιστορικό συνεχές. Η αρχαιολογία κυριολεκτικά είναι η «μελέτη των αρχαίων πραγμάτων». Ο όρος, όπως είναι φυσικό, αναπτύχθηκε έτσι ώστε να περιλαμβάνει πολύ περισσότερα νοήματα, καθώς η αρχαιολογία ωρίμαζε ως επιστήμη. Ο Walter Taylor, γράφοντας το 1948, πίστευε ότι «η αρχαιολογία δεν είναι ιστορία ούτε ανθρωπολογία». Ως αυτόνομη επιστήμη και πειθαρχία, αποτελείται από μια μέθοδο και ένα σύνολο εξειδικευμένων τεχνικών για τη συλλογή ή παραγωγή πολιτισμικών πληροφοριών. Δίνουμε έμφαση εδώ στη λέξη παραγωγή, για λόγους που θα εξηγηθούν πιο κάτω.
Για τα μάτια του Χόλιγουντ πιθανώς η αρχαιολογία είναι ένα συναρπαστικό επάγγελμα και οι αρχαιολόγοι κρατούν συχνά τη μοίρα του κόσμου στα χέρια τους. Ο κινηματογραφικός αρχαιολόγος Indiana Jones πάλεψε σκληρά για να κρατήσει την Κιβωτό της Διαθήκης μακριά από τα χέρια των Ναζί, ενώ στην ταινία «Η Μούμια» ένα ζευγάρι αρχαιολόγων σώζει τον κόσμο από ένα αρχαίο κακό ενώ η Λάρα Κρόφτ αναζητά το μυθικό κουτί της Πανδώρας. Χαριτωμένες εικόνες για να τις απολαμβάνει κανείς στον καναπέ του, αλλά δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Οι αρχαιολόγοι συχνά χρησιμοποιούνται ή ενσυνείδητα στρέφονται σε αλλότριες από τις επιστημονικές τους θεωρήσεις. Όπως είπαμε και πιο πάνω, καθώς οι αυτοκρατορίες και οι υπερδυνάμεις φθίνουν, «τα πολιτισμικά, θρησκευτικά και εθνικιστικά κινήματα αυξάνουν σε δύναμη και αναζητούν στην αρχαιολογία την ιστορική τους εγκυρότητα», σύμφωνα με τον Philip Kohl, συνεκδότη του βιβλίου Εθνικισμός, Πολιτική και η πρακτική της Αρχαιολογίας.
Βέβαια, η «άρια» φυλή είναι μια έννοια του ευρωπαϊκού πολιτισμού του 19ου αιώνα και του 20ου αιώνα. Την εισήγαγαν το 19ο αιώνα εθνολόγοι, ισχυριζόμενοι ότι οι «λευκοί» ευρωπαϊκοί λαοί προήλθαν από μια αρχαία φυλή την οποία αποκάλεσαν άρια, ένα όνομα προερχόμενο από τη σανσκριτική και αβέστα λέξη Arya, που σημαίνει «ευγενής». Τούτη η ιδέα προέκυψε όταν προσδιόρισαν οι γλωσσολόγοι δύο πολύ σχετικές γλώσσες όπως η άρια και η αβέστα ως προγονικές όλων των σημαντικότερων ευρωπαϊκών γλωσσών, συμπεριλαμβανομένων των Λατινικών, των Ελληνικών, των Γερμανικών και των Κελτικών. Από αυτό το σημείο ο όρος «άριος» έφθασε να σημαίνει κάτι παρόμοιο με το «λευκός». Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η παρελκόμενη ιδεολογία τούτης της θεωρίας απέκλεισε τους Εβραίους από την «άρια» ταυτότητα, επειδή η εβραϊκή γλώσσα έχει διαφορετική προέλευση.
Ορισμένοι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας τα αρχαιολογικά ευρήματα έγιναν αντικείμενα άγριας εκμετάλλευσης για τη στήριξη ιδεολογιών, κάτι που μπορούν να στηρίξουν βεβαίως με πολλούς τρόπους. Ο Αδόλφος Χίτλερ αγαπούσε(;) τόσο την αρχαιολογία, που παρείχε στα SS ειδικές αρχαιολογικές μονάδες. Τμήμα του έργου τους ήταν να σκάβουν με απώτερο στόχο τους την εγκαθίδρυση και ισχυροποίηση ενός ναζιστικού ιδεολογικού δεσμού με τη γερμανική γη ή με ό,τι θεωρούσε εν πάση περιπτώσει ο Χίτλερ ως γερμανικά εδάφη. Σαν γάιδαροι που τσακώνονταν σε ξένο αχερώνα οι Ναζί και οι Σοβιετικοί αρχαιολόγοι χρησιμοποιούσαν τις ίδιες μαρτυρίες, τα ίδια ευρήματα για να αποδείξουν ότι η Πολωνία ήταν Σλαβική η Γερμανική. Ο Stasa Babic του πανεπιστημίου του Βελιγραδίου θεωρεί ότι τέτοιου είδους καταχρήσεις και παρερμηνείες έγιναν σε πολλές περιπτώσεις στα Βαλκάνια, εκτός από την περίπτωση της Μακεδονίας. Εμείς θα μείνουμε απλά σε μια δήλωσή του που υποδεικνύει κατά την άποψή μας και το μέγεθος του προβλήματος που πρέπει η ίδια η αρχαιολογία ως επιστήμη να επιλύσει. «Οι πληροφορίες και τα ευρήματα δε μιλούν από μόνα τους. Τα ερμηνεύουμε, και όποτε ερμηνεύουμε βλέπουμε τις πληροφορίες μέσα από το δικό μας ιδεολογικό και πολιτικό πρίσμα. Η αρχαιολογία δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε και να το παραδεχθούμε».
Οι εξερευνητικές αποστολές των Ναζί - Περιπέτεια και φυλετική επιλογή.
Στην επιδίωξη του καθεστώτος των Ναζί για παγκόσμια κυριαρχία με επιστημονικές μεθόδους, εντάσσεται η προσπάθεια του Τρίτου Ράϊχ να εγκαθιδρύσει επιστημονικές εταιρείες που θα επεδίωκαν να πραγματοποιήσουν εξερευνητικές αποστολές οι οποίες θα εξυπηρετούσαν έναν υψηλό σκοπό: την εξεύρεση αποδείξεων για την πολιτιστική υπεροχή της γερμανικής φυλής.
Σ’ αυτό εξυπηρετούσε η ανάληψη έρευνας από την ομάδα του Χάινριχ Χίμμλερ με την ονομασία «SS-Ahnenerbe», την οποία κατηύθυνε ο ίδιος. Με τη συμβολή και τη βοήθεια του αρχηγού των Ες-Ες ίδρυσε το 1938 ο ζωολόγος Έρνστ Σέφερ μια επιστημονική ομάδα για την εξεύρεση αποδείξεων σε αλλόκοτες θεωρίες, οι οποίες θεωρούνταν επιστημονικές στον κύκλο του Χίμμλερ. Ο Χίμμλερ πίστευε σε μια βόρεια, ανώτερη ράτσα, η οποία είχε επιβιώσει της πτώσης της μυθικής Ατλαντίδας. Κάποιοι επιβιώσαντες θα έπρεπε σίγουρα να είχαν καταφύγει στην περιοχή του Θιβέτ. Η γερμανική βιομηχανία χρηματοδότησε αυτή την εξερευνητική αποστολή στο Θιβέτ με εξαιρετικά προηγμένα μέσα. Ο αρχηγός της αποστολής Έρνστ Σέφερ κατόρθωσε να πραγματοποιήσει το επιστημονικό όραμά του μόνο με τη βοήθεια των Βρετανών οι οποίοι σ’ αυτή την περίπτωση δε θύμωσαν καθόλου με τις επιλογές της γερμανικής κυβέρνησης. Ο Σέφερ ενδιαφερόταν πολύ για τη χρησιμότητα των ανακαλύψεών του στην οικονομία του πολέμου και στις μελλοντικές περιοχές εγκατάστασης των Γερμανών στην Ανατολή (εφόσον βέβαια κατόρθωναν να την κυριεύσουν). Προσπαθούσε επίσης να εντοπίσει κατάλληλους σπόρους δημητριακών και ανθεκτικές ράτσες αλόγων και άλλων ζώων, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην επιτυχή διεξαγωγή του πολέμου εκ μέρους των Γερμανών. Ο ανθρωπολόγος και ανώτατος διοικητής των Ες-Ες Μπρούνο Μπέγκερ συνέλλεξε περίπου διακόσια κρανία ανθρώπων του Θιβέτ, αναζητώντας, παράλληλα, στα πρόσωπα των κατοίκων των Ιμαλαίων χαρακτηριστικά της Άρειας φυλής. Αλλά αυτό που άρχισε με ενθουσιασμό και ζήλο εκ μέρους των Γερμανών τελείωσε, δυστυχώς, με αποτρόπαια πειράματα στους «υπανθρώπους» Εβραίους.
Μετά το ταξίδι «στη Στέγη του κόσμου» (Θιβέτ) ο Μπέγκερ εργάστηκε σ’ ένα επιστημονικό πρόγραμμα για την κατασκευή μιας συγκριτικής συλλογής ανθρώπινων σκελετών. Προς το σκοπό αυτό το μισό ανθρώπινο δυναμικό ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης επιλέχτηκε και δολοφονήθηκε. Αυτό το σχετικά άγνωστο κεφάλαιο της ιστορίας των Ναζί, της σύνδεσης ανάμεσα στην αποστολή στο Θιβέτ και το Άουσβιτς, φωτίζεται απ’ τις εργασίες σύγχρονων επιστημόνων. Η φυλετική επιλογή και το ερευνητικό πνεύμα αποτελούσαν αδιάσπαστο δίδυμο στις εξερευνητικές αποστολές των Ναζί. Η προκατάληψη για τον επιστήμονα που εργάζεται κάτω από την ναζιστική σημαία και χρηματοδοτείται στις εξερευνήσεις του, σε μακρινές και εξωτικές χώρες, απ’ το ναζιστικό καθεστώς αποτελεί δικαιολογημένο κοινό τόπο: αυτού του είδους οι επιστήμονες έθεταν τον εαυτό τους στην υπηρεσία μιας αποτρόπαιης ιδεολογίας και ενός απάνθρωπου κράτους.
Η πρώτη κοινωνική ιστορία της ιατρικής στην εποχή του Εθνικοσοσιαλισμού γράφτηκε από τον Michael H. Kater: “Arzte als Hitlers Helfer”. (Aus dem Amerikanischen von Helmut Dierlamm und Renate Weitbrecht). Piper Verlag, Munchen 2001. ISBN 3492234070. Ο συγγραφέας ξεκινά την εξιστόρησή του με υπόβαθρο τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και το κράτος του Κάϊζερ και δείχνει την επίδραση της κληρονομιάς του παρελθόντος στην ιατρική έρευνα και πράξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σ’ ένα ενδιάμεσο χώρο τοποθετούνται οι πολλοί «βοηθοί» τους οποίους η Εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία κατέστησε υποχείριά της, υποχρεώνοντας τους να εξασκούν καθημερινή παράβαση στον όρκο του Ιπποκράτη. Ωστόσο κατονομάζονται και οι λιγοστοί γιατροί που προέβαλαν θαρρετή αντίσταση στις επιταγές των Ναζί.
Β
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.