Β
Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
Ο Μπετόβεν αποτελεί ένα ορόσημο στην ιστορία της μουσικής και του πολιτισμού γενικότερα. Η μουσική του, ιδιαίτερα η 9η συμφωνία, διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στην παγκόσμια πολιτιστική αυτογνωσία και συχνά ταυτίζεται με τους πιο ετερόκλητους εθνικούς και κοινωνικούς στόχους. Σε διάφορες ιστορικές στιγμές η 9η συμφωνία απετέλεσε μέσο εμψύχωσης και ανάτασης, μέσο παρηγοριάς και ελπίδας. Το 1915 ορίστηκε αυτή η συμφωνία, ενός Γερμανού συνθέτη, ως ο ύμνος των συμμαχικών δυνάμεων του Α΄ παγκοσμίου πολέμου ενάντια στις λεγόμενες «κεντρικές δυνάμεις», Γερμανία και Αυστρο-Ουγγαρία. Στη συνέχεια υιοθετήθηκε δε η «Ωδή στη Χαρά» που συμβολίζει την ελευθερία και την αδελφοσύνη των λαών (...seid umschlungen, Millionen...), ως ύμνος της Κοινωνίας των Εθνών, προδρόμου οργανισμού του ΟΗΕ. Απ’ την άλλη πλευρά και τα συνέδρια του γερμανικού ναζιστικού κόμματος άρχιζαν με την εκτέλεση αυτού του έργου! Τέλος, η 9η συμφωνία αποτελεί τον «εθνικό ύμνο» την Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αυτή εκπροσωπείται επίσημα σε διεθνείς διοργανώσεις και τελετές.
Αποσπάσματα άρθρου του Λέων Τρότσκι για τις κοινωνικές, πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στη Γερμανία του Μεσοπολέμου.
«Το Γερμανικό αίνιγμα».
«Η πολιτική ιστορία της Τρίτης Γερμανικής Δημοκρατίας ήταν πολύ πεζή. Η κοινοβουλευτική της κατάρρευση άδοξη. Η παρακμή του βρετανικού φιλελευθερισμού, που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να συγκεντρώνει εκατομμύρια ψήφους, μπορεί ελάχιστα να συγκριθεί με τον εκμηδενισμό των παραδοσιακών κομμάτων της γερμανικής μπουρζουαζίας. Από τους Δημοκρατικούς, και τους Εθνοφιλελεύθερους, που κάποτε είχαν την πλειοψηφία του λαού, δεν μένει τίποτε άλλο από δυσφημισμένους αξιωματούχους - χωρίς στρατό και χωρίς μέλλον.
Απομακρυνόμενες από τα παλιά κόμματα ή αφυπνιζόμενες στην πολιτική ζωή για πρώτη φορά, οι άμορφες μάζες της μικροαστικής τάξης έχουν συσπειρωθεί πίσω από την σβάστικα. Για πρώτη φορά σε ολόκληρη την ιστορία τους, οι μεσαίες τάξεις -οι βιοτέχνες, οι καταστηματάρχες, τα «ελεύθερα επαγγέλματα», οι υπάλληλοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αγρότες- όλα αυτά τα στρώματα διαιρεμένα από την παράδοση και τα συμφέροντα έχουν ενωθεί σε μια σταυροφορία, μια πιο παράξενη, πιο φανταστική, πιο παράφωνη από τις αγροτικές σταυροφορίες του Μεσαίωνα.
Το Ριζοσπαστικό Κόμμα που βρίσκεται τώρα στην εξουσία είναι μια άμεση έκφραση αυτής της προσαρμογής. Εξαιτίας της πυρετώδικης ανάπτυξης του γερμανικού καπιταλισμού που έσπρωξε αλύπητα τις μεσαίες τάξεις σε δεύτερη μοίρα, η γερμανική μπουρζουαζία ποτέ δεν κατόρθωσε να καταλάβει μια θέση στην πολιτική ζωή σαν αυτή των μεγαλύτερων γάλλων ξαδέλφων της. Η εποχή των κλυδωνισμών που εγκαινιάστηκε από το 1914 προκάλεσε αμέτρητα μεγαλύτερες καταστροφές στις γερμανικές μεσαίες τάξεις από ότι στις γαλλικές. Το φράγκο έχασε τα τέσσερα πέμπτα της αξίας του, και η αξία του παλιού μάρκου έπεσε σε μηδαμινά επίπεδα. Η σημερινή αγροτική και βιομηχανική κρίση δεν είναι καθόλου τόσο εκτεταμένες στα δυτικά του Ρήνου από ότι στα ανατολικά.
Αυτή τη φορά, επίσης, η δυσαρέσκεια της γαλλικής μικροαστικής τάξης περιορίστηκε στα παλιά κανάλια, φέρνοντας τον Εριό στην εξουσία. Στη Γερμανία ήταν διαφορετικό ζήτημα. Εδώ η απόγνωση της μικροαστικής τάξης έφτασε στο αποκορύφωμά της, ανεβάζοντας τον Χίτλερ και το κόμμα του σε ιλιγγιώδη ύψη. Στον Εθνικοσοσιαλισμό όλα είναι αντιφατικά και χαοτικά σαν σε ένα εφιάλτη. Το κόμμα του Χίτλερ αυτοαποκαλείται σοσιαλιστικό κι όμως διεξάγει ένα τρομοκρατικό αγώνα ενάντια σε όλες τις σοσιαλιστικές οργανώσεις. Αυτοαποκαλείται εργατικό κόμμα αλλά στις γραμμές του υπάρχουν όλες οι τάξεις εκτός από το προλεταριάτο. Εκσφενδονίζει μύδρους στα κεφάλια των καπιταλιστών, κι όμως υποστηρίζεται από αυτούς. Υποκλίνεται στις γερμανικές παραδόσεις αλλά επιδιώκει τον καισαρισμό, έναν απόλυτα λατινικό θεσμό. Με τα μάτια του στραμμένα προς τον Φρειδερίκο τον 2ο, ο Χίτλερ πιθηκίζει τις χειρονομίες του Μουσολίνι... με ένα μουστάκι Τσάρλι Τσάπλιν.
Μέσα στα πλαίσια του Καθολικού στρατοπέδου, αγρότες, βιομήχανοι, μικροαστικά στοιχεία και εργάτες εξακολουθούν να είναι ανακατεμένοι. Θα έπρεπε να γυρίσουμε πίσω σε ολόκληρη την γερμανική ιστορία για να εξηγήσουμε γιατί ο θρησκευτικός δεσμός μπόρεσε να αντισταθεί στις φυγόκεντρες δυνάμεις της νέας εποχής. Το παράδειγμα του Κέντρου αποδεικνύει ότι οι πολιτικές σχέσεις δεν μπορούν καθόλου να καθοριστούν με μαθηματική ακρίβεια. Το παρελθόν προεκτείνεται στο παρόν και αλλοιώνει τη διάταξή του. Η γενική τάση όμως αυτής της διαδικασίας δεν είναι σκοτεινή. Είναι συμβολικό με τον τρόπο του ότι ο φον Παπέν και ο κοντινότερος βοηθός του, ο Μπράχτ, εγκατέλειψαν τη δεξιά πτέρυγα του Κέντρου για να διεξάγουν ένα πολιτικό πρόγραμμα που η ανάπτυξή του πρέπει να οδηγήσει στη διάσπαση του κόμματος αυτού. Με μια παραπέρα εντατικοποίηση της κοινωνικής κρίσης στη Γερμανία, το Κέντρο δεν θα μπορέσει να αντέξει την πίεση από τα μέσα και από τα έξω και το κληρικό τσόφλι θα σπάσει. Η προτελευταία πράξη στο γερμανικό δράμα μπορεί να παιχθεί ανάμεσα στα συστατικά μέρη του Κέντρου.
Με μια τυπική έννοια, σήμερα, τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, η Γερμανία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Όμως λίγες βδομάδες πριν ο υπουργός Εσωτερικών φον Γκάιλ μετέτρεψε την επέτειο του συντάγματος της Βαϊμάρης σε έναν ύμνο στον κοινοβουλευτισμό. Πιο σημαντικό όμως από την τυπική αυτή εκτίμηση είναι ότι οι δυο ακραίες πτέρυγες του Ράιχσταγ, που αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των ψηφοφόρων θεωρούν τη δημοκρατία σαν οριστικά χρεοκοπημένη. Οι Εθνικοσοσιαλιστές θέλουν να την αντικαταστήσουν με μια φασιστική δικτατορία σαν το ιταλικό μοντέλο. Οι κομμουνιστές επιζητούν τη δικτατορία των σοβιέτ. Τα αστικά κόμματα, που έχουν προσπαθήσει να διαχειριστούν τις υποθέσεις της καπιταλιστικής τάξης μέσα από κοινοβουλευτικά κανάλια τα προηγούμενα 14 χρόνια έχουν χάσει όλη την εκλογική τους υποστήριξη. Η Σοσιαλδημοκρατία που έσπρωξε το εργατικό κίνημα στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, όχι μόνο άφησε την εξουσία που της δόθηκε από την Νοεμβριανή Επανάσταση να της γλιστρήσει από τα χέρια, όχι μόνο έχασε εκατομμύρια ψήφους από τους κομμουνιστές, αλλά κινδυνεύει να χάσει τη νομική της υπόσταση ως κόμμα.
Αντίθετα από μια νόμιμη μοναρχία, όπου το άτομο ή ο κυρίαρχος αντιπροσωπεύει μονάχα ένα κρίκο σε μια αλυσίδα δυναστείας, η βοναπαρτιστική μορφή σχετίζεται με μια προσωπικότητα που αναρριχείται στην κορυφή είτε από ταλέντο είτε από τύχη. Μια τέτοια εικόνα δεν ταιριάζει και πολύ στη μολυβένια φιγούρα του γιούνκερ του Ανατολικού Έλβα και του συνταγματάρχη του Χοεντζόλερν. Πράγματι, ο Χίντεμπουργκ δεν είναι Ναπολέοντας και το Πόζεν δεν είναι Κορσική. Αλλά μια απλά προσωπική ή κι ακόμη αισθητική εξέταση αυτού του ζητήματος θα ήταν τελείως ανεπαρκής και στην πραγματικότητα ένας αποπροσανατολισμός. Ενώ, όπως λένε οι Γάλλοι χρειάζεται ένας λαγός για να μαγειρευτεί ένας λαγός στιφάδο, ο Βοναπάρτης δεν είναι με κανέναν τρόπο αναγκαίος για τον βοναπαρτισμό. Η ύπαρξη δύο ασυμβίβαστων στρατοπέδων είναι αρκετή. Ο ρόλος ενός πανίσχυρου διαιτητή μπορεί να παιχτεί από μια κλίκα αντί από ένα άτομο. Ας θυμηθούμε ότι η Γαλλία δεν γνώρισε μονάχα τον Ναπολέοντα τον Ι, τον πραγματικό, αλλά και τον ψεύτικο, τον Ναπολέοντα τον ΙΙΙ. Ο θείος και ο υποτιθέμενος ανιψιός είχαν κοινό το ρόλο ενός διαιτητή που απονέμει τις ετυμηγορίες του με την μύτη ενός σπαθιού. Ο Ναπολέοντας ο Ι είχε το δικό του σπαθί και η Ευρώπη έχει ακόμα τα σημάδια των χτυπημάτων του. Η σκιά και μόνο του σπαθιού του υποτιθέμενου θείου ήταν αρκετή για να ωθήσει τον Ναπολέοντα τον ΙΙΙ στον θρόνο. Στη Γερμανία, ο βοναπαρτισμός παίρνει μια αυστηρά γερμανική μορφή. Όμως δεν πρέπει να παραμείνουμε στις αποχρώσεις των εθνικών διαφορών. Στη σύγκριση χάνονται πολλά διακριτικά χαρακτηριστικά του πρότυπου. Ενώ σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δημιουργικότητας οι Γερμανοί έχουν παρουσιάσει τα μεγαλύτερα μοντέλα, στην πολιτική, όπως και στην γλυπτική έχουν με το ζόρι ξεπεράσει το επίπεδο της μέτριας απομίμησης. Δεν θα ασχοληθώ όμως με τους ιστορικούς λόγους γι’ αυτό. Αρκεί να πούμε ότι είναι έτσι. Το Πόζεν δεν είναι Κορσική και ο Χίντεμπουργκ δεν είναι Ναπολέοντας.
Δεν υπάρχει ίχνος τυχοδιωκτισμού στη συντηρητική φυσιογνωμία του προέδρου. Ο 80χρονος Χίντεμπουργκ δεν επεδίωκε τίποτε στην πολιτική. Αντίθετα, άλλοι επιδιώκανε και βρήκαν τον Χίντεμπουργκ. Και δεν έφτασαν σ’ αυτόν κατά τύχη. Αυτοί οι άνθρωποι προέρχονται από το ίδιο παλιο-πρωσικό, αριστοκρατικό-συντηρητικό, υπόβαθρο του Πότσδαμ-Ανατολικού Έλβα. Ακόμη κι αν ο Χίντεμπουργκ δανείζει το όνομά του σαν κάλυμα για τις πράξεις άλλων, δεν θα αφήσει να τον εκτροχιάσουν από την τροχιά της παράδοσης της κάστας του. Ο Χίντεμπουργκ δεν είναι μια προσωπικότητα αλλά ένας θεσμός. Αυτό ήταν στη διάρκεια του πολέμου. Η «στρατηγική του Χίντεμπουργκ» ήταν η στρατηγική ατόμων με αρκετά διαφορετικά ονόματα. Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε στην πολιτική. Ο Λούντεντορφ και οι συνεργάτες του αντικαταστάθηκαν από νέα πρόσωπα. Αλλά η μέθοδος παραμένει η ίδια.
Οι Συντηρητικοί, οι Εθνικιστές, οι Μοναρχικοί, όλοι οι εχθροί της Νοεμβριανής Επανάστασης έβαλαν τον Χίντεμπουργκ στο πόστο του Ράιχστπρεζιντεντ (προέδρου του Ράιχ) για πρώτη φορά το 1925. Όχι μόνο οι εργάτες αλλά και τα κόμματα της μπουρζουαζίας ψήφισαν ενάντια στον στρατάρχη του Χοεντζόλερν. Αλλά ο Χίντεμπουργκ νίκησε. Τον υποστήριξαν οι μάζες της μικροαστικής τάξης που κινούνταν προς τον Χίτλερ. Σαν πρόεδρος, ο Χίντεμπουργκ δεν έκανε τίποτε. Οι εχθροί του ανέπτυξαν την ιδέα ότι η στρατιωτική πίστη του Χίντεμπουργκ τον έκανε υπερασπιστή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Εφτά χρόνια μετά, οδηγημένα προς τα πίσω από την αντίδραση, τα καθαρά κοινοβουλευτικά κόμματα αποφάσισαν να ποντάρουν τα λεφτά τους στον στρατάρχη.
Δίνοντας τις ψήφους τους στον μοναρχικό στρατιωτικό διοικητή, οι Σοσιαλδημοκράτες τον απήλλαξαν από κάθε υποχρέωση προς τη νέα ανίσχυρη δημοκρατία. Εκλεγμένος το 1925 από τους αντιδραστικούς ο Χίντεμπουργκ δεν απομακρύνθηκε από το Σύνταγμα. Εκλεγμένος το 1932 με τους ψήφους της αριστεράς, ο Χίντεμπουργκ υιοθέτησε την δεξιά άποψη προς τα συνταγματικά ζητήματα. Δεν βρίσκεται τίποτε μυστήριο πίσω από αυτό το παράδοξο. Μόνος μπροστά στη «συνείδησή» του και την «θέληση του λαού»- δύο αλάθητους κριτές- ο Χίντεμπουργκ αναπόφευκτα έπρεπε να γίνει ο πρωταθλητής των κύκλων που είχε υπηρετήσει τόσο πιστά στη διάρκεια όλης του της ζωής. Η πολιτική του προέδρου είναι η πολιτική της αριστοκρατίας, των γαιοκτημόνων των βιομηχανικών βαρόνων και τραπεζικών πριγκίπων της ρωμαιοκαθολικής, λουθηριανής και- της τελευταίας αλλά όχι εσχάτης- εβραϊκής πίστης.
Διαλέγοντας τον φον Πάπεν -που κανείς, σε όλη τη χώρα, δεν είχε σκεφτεί την προηγούμενη μέρα- να τεθεί επικεφαλής της κυβέρνησης, το πολιτικό επιτελείο του Χίντεμπουργκ έκοψε απότομα τα νήματα με τα οποία η εκλογή είχε δώσει τον πρόεδρο στα δημοκρατικά κόμματα. Ο γερμανικός βοναπαρτισμός δεν είχε το άρωμα του τυχοδιωκτισμού στο πρώτο του στάδιο. Με την καριέρα του στη διάρκεια του πολέμου και τη μαγική του άνοδο στην εξουσία, ο φον Πάπεν ταίριαζε μέχρι σε ένα γι’ αυτό. Όσο για τα άλλα χαρίσματα -εκτός από τη γνώση γλωσσών και τους άρτιους τρόπους του- οι ετυμηγορίες διαφόρων τάσεων φαίνεται πως συμφωνούν ότι από δω και μπρος οι ιστορικοί δεν θα μπορούν να περιγράφουν τον Μικαέλις σαν τον πιο άχρωμο και ασήμαντο καγκελάριο του γερμανικού Ράιχ.
Αλλά που είναι το ξίφος του βοναπαρτισμού; Ο Χίντεμπουργκ διατήρησε μονάχα το μπαστούνι του στρατάρχη, ένα παιχνίδι για γέρους. Μετά την όχι και τόσο εμπνευσμένη εμπειρία του στον πόλεμο, ο Πάπεν επέστρεψε στην πολιτική ζωή. Το ξίφος όμως εμφανίστηκε στο άτομό του στρατηγού Σλάιχερ. Αυτός είναι ακριβώς ο άνθρωπος που πρέπει να θεωρηθεί ως ο πυρήνας του βοναπαρτιστικού συνδυασμού. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Καθώς ορθώνεται πάνω από τα κόμματα και το κοινοβούλιο, η κυβέρνηση έχει συρρικνωθεί σε έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό. Το πιο αποτελεσματικό κομμάτι αυτού του μηχανισμού είναι αναμφισβήτητα το Ράιχσβερ (υπουργείο Πολέμου). Δεν είναι επομένως αξιοπερίεργο ότι ο Σλάιχερ αναδύθηκε πίσω από τον Χίντεμπουργκ και τον Πάπεν. Γράφονται πολλά στον Τύπο ότι από την απομόνωση του επιτελείου του, ο στρατηγός έστησε προσεχτικά το σκηνικό για τα γεγονότα. Ίσως να είναι έτσι. Πολύ πιο σημαντικό είναι όμως το γεγονός πως η γενική πορεία των γεγονότων στήνουν το σκηνικό για έναν στρατηγό.
Τι είναι ο Εθνικοσοσιαλισμός;
Άνθρωποι με απλοϊκή σκέψη πιστεύουν ότι η βασιλική ιδιότητα βρίσκεται στο πρόσωπο του βασιλιά, στο μανδύα του από ερμίνα και στο στέμμα του, στη σάρκα του και στο αίμα του. Στην πραγματικότητα, αυτή η βασιλική ιδιότητα είναι μια σχέση μεταξύ προσώπων. Ο βασιλιάς είναι βασιλιάς γιατί στο πρόσωπό του διαθλώνται τα συμφέροντα και οι προλήψεις εκατομμυρίων ανθρώπων. Όταν οι σχέσεις αυτές απορριφθούν από το ρεύμα της εξέλιξης, ο βασιλιάς γίνεται ένας κοινός άνθρωπος με κρεμασμένο χείλος. Σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα θα μπορούσαν να ρωτήσουν για τις εντυπώσεις του εκείνον που λεγόταν άλλοτε Αλφόνσος 13ος.
Από τον ελέω Θεού αρχηγό διακρίνεται ο ελέω λαού γιατί αυτός είναι αναγκασμένος, αν όχι ν’ ανοίξει ο ίδιος το δρόμο του, τουλάχιστον να βοηθήσει τις περιστάσεις να του τον ανοίξουν. Μα παρ’ όλα αυτά ο αρχηγός παραμένει μια σχέση μεταξύ προσώπων, μια ατομική προσφορά σε μια ομαδική ζήτηση. Οι συζητήσεις για την προσωπικότητα του Χίτλερ είναι ζωηρότερες όσο πιο πολύ αναζητούν το μυστικό της νίκης του μέσα στον ίδιο. Θα ήταν ωστόσο δύσκολο να βρεθεί μια άλλη πολιτική φιγούρα που να είναι στον ίδιο βαθμό ο κόμβος απρόσωπων ιστορικών δυνάμεων. Κάθε μανιασμένος μικροαστός δεν θα μπορούσε να γίνει Χίτλερ, αλλά ένα κομματάκι Χίτλερ υπάρχει μέσα σε κάθε μανιασμένο μικροαστό. Ένα καταπληκτικό άρθρο του Λ. Τρότσκι...
Στο δρόμο του γερμανικού ιμπεριαλισμού η ήττα όρθωσε έναν τοίχο. Η εξωτερική δυναμική μετασχηματίστηκε σε εσωτερική δυναμική. Ο πόλεμος μετατράπηκε σε επανάσταση. Η σοσιαλδημοκρατία που βοήθησε τον Χοεντζόλερν να κάνει τον πόλεμο ως το τραγικό τέλος του, δεν άφησε το προλεταριάτο να ολοκληρώσει την επανάστασή του. Δεκατέσσερα χρόνια χρησιμοποιήθηκαν από την δημοκρατία της Βαϊμάρης για να ζητά συγγνώμη που υπάρχει η ίδια. Το Κομμουνιστικό Κόμμα καλούσε τους εργάτες σε μια νέα επανάσταση, αλλά αποδεικνύονταν ανίκανο να την κατευθύνει. Το γερμανικό προλεταριάτο περνούσε από τις ανόδους και τις καθόδους του πολέμου, της επανάστασης, του κοινοβουλευτισμού και του ψευτομπολσεβικισμού. Τον ίδιο καιρό που τα παλιά αστικά κόμματα, εξαντλούνταν κατά βάθος, η δυναμική ισχύς της εργατικής τάξης βρισκόταν υποσκαμένη.
Το χάος του μεταπολέμου έπληξε τους βιοτέχνες, τους εμπόρους και τους υπαλλήλους όχι λιγότερο σκληρά από τους εργάτες. Η αγροτική κρίση χαντάκωνε τους χωρικούς. Ο μαρασμός των μεσαίων τάξεων δεν σήμαινε τη προλεταριοποίησή τους αφού το ίδιο το προλεταριάτο τροφοδοτούσε μια γιγάντια στρατιά από μόνιμα ανέργους. Η πτώχευση της μικρομπουρζουαζίας που δύσκολα καμουφλάρονταν με τις γραβάτες και τις κάλτσες από φυτικό μετάξι, ροκάνιζε όλες τις καθιερωμένες πεποιθήσεις και πριν απ’ όλα το δόγμα του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. Ο μεγάλος αριθμός των κομμάτων, ο ψυχρός πυρετός των εκλογών, η αδιάκοπη διαδοχή των κυβερνήσεων, περιπλέκανε την πολιτική κρίση σ’ ένα καλειδοσκόπιο στείρων πολιτικών συνδυασμών. Μέσα στην ατμόσφαιρα την υπερθερμασμένη από τον πόλεμο, την ήττα, τις επανορθώσεις, τον πληθωρισμό, την κατοχή του Ρουρ, την κρίση, την εξαθλίωση και την απελπισία, η μικρομπουρζουαζία ορθώθηκε ενάντια σε όλα τα παλιά κόμματα που την είχαν εξαπατήσει. Τα έντονα παράπονα των βουτηγμένων στη χρεοκοπία μικροϊδιοκτητών, των γιων τους πανεπιστημιακών αποφοίτων χωρίς απασχόληση και πελάτες, των άπροικων και ανύπαντρων θυγατέρων τους, απαιτούσανε τάξη και σιδερένια πυγμή.
Η σημαία του εθνικοσοσιαλισμού υψώθηκε από ανθρώπους που προέρχονταν από την κατώτερη και μέση διοίκηση του παλιού στρατού. Φορτωμένοι παράσημα, οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί δεν μπορούσαν να ανεχθούν ότι ο ηρωισμός τους και οι ταλαιπωρίες τους όχι μόνο πήγανε χαμένες για την πατρίδα, αλλά ούτε καν τους έδιναν ειδικά δικαιώματα στην ευγνωμοσύνη. Από εδώ γεννιόταν το μίσος τους για την επανάσταση και το προλεταριάτο. Αλλά και δεν δέχονταν να βολευτούν από τους τραπεζίτες, τους βιομήχανους, τους υπουργούς, στις μέτριες θέσεις του λογιστή, του μηχανικού, του ταχυδρομικού και του εκπαιδευτικού. Από εδώ ξεπηδούσε ο σοσιαλισμός τους. Πάνω στον Ιζέρ και κάτω από το Βερντέν είχαν μάθει να θυσιάζονται, να θυσιάζουν άλλους και να μιλάνε μια γλώσσα διαταγών που επιβαλλόταν στους μικροαστούς των μετόπισθεν. Έτσι, αυτοί οι άνθρωποι έγιναν αρχηγοί.
Στην αρχή της πολιτικής καριέρας του ο Χίτλερ ξεχώρισε ίσως μόνο επειδή είχε ισχυρότερο ταμπεραμέντο, δυνατότερη φωνή, βεβαιότερη για τον εαυτό της διανοητική μετριότητα. Δεν πρόσφερε στο κίνημα κανένα άλλο πρόγραμμα εκτός από τη δίψα της εκδίκησης ενός προσβεβλημένου στρατιώτη. Ο Χίτλερ άρχισε με παράπονα και κατηγορίες ενάντια στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, στην ακρίβεια της ζωής, στην έλλειψη σεβασμού στους γενναίους υπαξιωματικούς, στις μηχανορραφίες των δημοσιογράφων και των τραπεζιτών της θρησκείας του Μωϋσή. Στη χώρα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι κατεστραμμένοι, ναυαγισμένοι, με ουλές, με πρόσφατες εκχυμώσεις. Καθένας τους ήθελε να χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι. Ο Χίτλερ ήξερε να το κάνει καλύτερα από τους άλλους. Είναι αλήθεια πως δεν ήξερε πως θα θεραπεύσει το κακό. Αλλά οι διαθέσεις αντηχούσαν άλλοτε σαν διαταγή κι άλλοτε σαν προσευχή που απευθυνόταν στη σκληρή μοίρα. Όπως οι απελπισμένοι ασθενείς, οι καταδικασμένες τάξεις δεν κουράζονται να παραλλάζουν τους στεναγμούς τους, ούτε να ακούνε συμβουλές. Όλοι οι λόγοι του Χίτλερ είναι οικοδομημένοι σ’ αυτό τον τόνο. Ο άμορφος αισθηματισμός, η έλλειψη μιας πειθαρχίας της σκέψης, η άγνοια συνδυασμένη με παρδαλόχρωμα διαβάσματα, όλα αυτά τα πλην μετασχηματίζονταν σε συν. Έδιναν στο Χίτλερ τη δυνατότητα να ενώσει στο δισάκι του ζητιάνου του εθνικοσοσιαλισμού όλα τα είδη της δυσαρέσκειας και να οδηγήσει τη μάζα εκεί όπου αυτή τον ωθούσε. Από τους αρχικούς αυτοσχεδιασμούς δεν έμεινε στη μνήμη του δημεγέρτη παρά ότι συναντούσε την επιδοκιμασία. Οι πολιτικές του σκέψεις υπήρξαν ο καρπός της ρητορικής ακουστικής. Έτσι πραγματοποιήθηκε η εκλογή των συνθημάτων. Έτσι συσσωρεύτηκε το πρόγραμμα. Έτσι από την ακατέργαστη ύλη σχηματίστηκε ο «αρχηγός».
Η τεράστια φτώχεια της εθνικοσοσιαλιστικής φιλοσοφίας δεν εμπόδισε τις πανεπιστημιακές επιστήμες να μπούνε με διάπλατα πανιά μέσα στο αραξοβόλι του Χίτλερ όταν η νίκη του φάνηκε καθαρά. Τα χρόνια του καθεστώτος της Βαϊμάρης υπήρξαν για το μεγάλο τμήμα του καθηγητικού όχλου μια εποχή ταραχής και ανησυχίας. Οι ιστορικοί, οι οικονομολόγοι, οι νομικοί, πελαγοδρομούσαν σε εικασίες για να μάθουν ποιο από τα αλληλοσυγκρουόμενα κριτήρια της αλήθειας ήταν το ορθότερο, δηλαδή ποιο στρατόπεδο τελικά θα επικρατούσε. Η φασιστική δικτατορία παραμέρισε τις αμφιβολίες του Φάουστ και τους δισταγμούς του Άμλετ από την πανεπιστημιακή έδρα. Από το σούρουπο της κοινοβουλευτικής σχετικότητας η επιστήμη πέρασε ξανά στο βασίλειο του απολύτου. Ο Αϊνστάιν υποχρεώθηκε να στήσει το τσαντίρι του έξω από τη Γερμανία.
Στον τομέα της πολιτικής ο ρατσισμός είναι μια πομπώδης και αυθάδης παραλλαγή του σωβινισμού συνδυασμένου με φρενολογία. Όπως η καταστραμμένη αριστοκρατία βρίσκει παρηγοριά στην ευγένεια του αίματός της, το ίδιο και η φτωχή μικρομπουρζουαζία μεθάει με τους μύθους για τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα της φυλής της. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ηγέτες του εθνικοσοσιαλισμού δεν είναι γερμανικής καταγωγής αλλά προέρχονται από την Αυστρία όπως ο ίδιος ο Χίτλερ, από τις βαλτικές επαρχίες της παλιάς αυτοκρατορίας των Τσάρων όπως ο Ρόζενμπεργκ, από αποικιακές χώρες, όπως ο Ες, ο αναπληρωτής του Χίτλερ στη διεύθυνση του κόμματος. Χρειάστηκε η βάρβαρη οχλοβοή των εθνικισμών στην περιφέρεια του πολιτισμού για να επιβάλλει στους «αρχηγούς» τις ιδέες που βρήκαν ακόλουθα μια απήχηση στην καρδιά των πιο βάρβαρων τάξεων της Γερμανίας.
Η προσωπικότητα και η τάξη- ο φιλελευθερισμός και ο μαρξισμός- είναι το κακό. Το έθνος είναι το καλό. Μα στο κατώφλι της ιδιοκτησίας αυτή η φιλοσοφία αναποδογυρίζεται. Μόνο στην ατομική ιδιοκτησία βρίσκεται η σωτηρία. Η ιδέα της εθνικής ιδιοκτησίας είναι καρπός του μπολσεβικισμού. Αποθεώνοντας το έθνος ο μικροαστός δεν θέλει να του προσφέρει τίποτα. Αντίθετα, περιμένει από το έθνος να του χορηγήσει ιδιοκτησία και να τον προστατεύσει από τον εργάτη και το δικαστικό κλητήρα. Δυστυχώς το 3ο Ράιχ δεν θα δώσει τίποτα στους μικροαστούς εκτός από νέους φόρους. Στον τομέα της σύγχρονης οικονομίας, διεθνούς από τους δεσμούς της, απρόσωπης από τις μεθόδους της, η αρχή της φυλής φαίνεται να βγαίνει από ένα κοιμητήριο του Μεσαίωνα. Η καθαρότητα της ράτσας που, στο βασίλειο του πνεύματος, διαβεβαιώνεται με το διαβατήριο, πρέπει να διαπιστωθεί, κυρίως στον τομέα της οικονομίας, με την αποδοτικότητα. Στις σύγχρονες συνθήκες αυτό σημαίνει: την ικανότητα του συναγωνισμού. Από την πίσω πόρτα ο ρατσισμός ξαναγυρίζει στον οικονομικό φιλελευθερισμό απαλλαγμένο από τις προλεταριακές ελευθερίες.
Στην πράξη ο εθνικισμός στην οικονομία περιορίζεται σε εκρήξεις αντισημιτισμού, αδύναμες παρ’ όλη την κτηνωδία τους. Από το σύγχρονο οικονομικό σύστημα οι νάτσηδες παραμερίζουν το τοκογλυφικό και το τραπεζικό κεφάλαιο σαν να ήταν ο σατανάς. Ε, λοιπόν, είναι ακριβώς σ’ αυτή τη σφαίρα που η ισραηλιτική μπουρζουαζία κατέχει μια μεγάλη θέση. Ενώ υποκλίνονται μπροστά στο κεφάλαιο στο σύνολό του, οι μικροαστοί κηρύττουν τον πόλεμο ενάντια στο καλό πνεύμα της συσσώρευσης κάτω από το σχήμα ενός Πολωνοεβραίου με μακρύ καφτάνι που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει ούτε πεντάρα στην τσέπη του. Το πογκρόμ γίνεται η μεγαλύτερη απόδειξη της ανωτερότητας της ράτσας».
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος «θεμελιώνει» τον 20ο αιώνα.
Η Ευρώπη «εξοικειώνεται» με τον ανώνυμο μαζικό θάνατο.
Η διάσπαση σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών είχε εξασθενήσει σοβαρά την ευρωπαϊκή αριστερά που δεν ξανάγινε ποτέ τόσο ισχυρή όσο το 1918-19. Η αριστερά έτσι κι αλλιώς λειτουργούσε συνήθως σε τοπικό παρά σε εθνικό επίπεδο.
Μετά τη νίκη κατά της Γερμανίας, η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ προσπάθησαν να οικοδομήσουν εκ νέου την Ευρώπη. Οι Συνθήκες του 1919-1920 κατακερματίζουν τις μοναρχούμενες αυτοκρατορίες σε εθνικά κράτη –όχι πάντα χωρίς την πρόκληση πικριών– και ευνοούν την εγκατάσταση του κοινοβουλευτισμού. Η Γαλλία, δίχως κατάλληλη υποστήριξη από τους Αγγλοσάξονες συμμάχους της, προσπαθεί αρχικά να διαιωνίσει την εξασθένιση της Γερμανίας, με αποτέλεσμα η διεθνής κοινή γνώμη να αρχίσει να καταγγέλλει τον γαλλικό ιμπεριαλισμό. Μετά το 1924, ο Γάλλος πολιτικός Αριστείδης Μπριάν προσπαθεί να επιτύχει τη γαλλογερμανική συμφιλίωση και προχωρεί μέχρι το σημείο (Σεπτέμβριος 1929) να προτείνει μια Ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Η δυσπιστία όμως δεν έχει εξαφανιστεί από τις δύο χώρες ενώ η Βρετανία –λόγω των κτήσεών της– επιδεικνύει απροθυμία. Μετά τον θάνατο του Μπριάν (1931) αρχίζει τις εργασίες της η –σχοινοτενής– Διάσκεψη Αφοπλισμού (Φεβρ. 1932 - Απρ.1935) στην οποία μετέχουν 62 χώρες – μεταξύ τους οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ. Η Διάσκεψη καταλήγει στον επανεξοπλισμό της Γερμανίας που από το 1933 έχει ηγέτη τον Χίτλερ.
Η οικονομική κρίση, που ξεσπά το 1929, παρεμποδίζει τη σταθεροποίηση των νέων δημοκρατικών καθεστώτων. Κάθε κράτος στρέφεται προς την αυτάρκεια και τον οικονομικό εθνικισμό. Για τις ηγέτιδες τάξεις –ή τουλάχιστον για ένα τμήμα τους– μοναδικό κίνδυνο αντιπροσωπεύει ο μπολσεβικισμός. Για τη συγκράτησή του, ενθαρρύνουν την ανάπτυξη δικτατορικών καθεστώτων τα οποία στηρίζονται σε ένα υπερβολικό εθνικισμό που κάνει αποδεκτές τις στερήσεις τις οποίες συνεπάγεται μια τεράστια παραγωγή όπλων. Σκοπός αυτής της παραγωγής δεν είναι η άμυνα, αλλά η κατάκτηση εδαφών από τα γειτονικά κράτη, για τη δημιουργία «ζωτικού χώρου».
Επακολουθεί κύμα εδαφικών διεκδικήσεων που συνοδεύονται από επιθετικές ενέργειες οι οποίες βρίσκουν τις Δημοκρατίες διαιρεμένες.
Παραδείγματα, η Ισπανική Δημοκρατία - που καταστρέφεται από την επανάσταση την οποία ενισχύουν Ιταλικά και Γερμανικά στρατεύματα (Ιούλιος 1936 – Μάρτιος 1939) - η προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία (Μάρτιος 1938), η Γερμανική κατοχή της Τσεχοσλοβακίας (Μάρτιος 1939) και η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς (Απρίλιος 1939).
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, μετά την γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας, θα ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Χίτλερ, ο οποίος στηρίζεται στον δυναμισμό της οικονομίας και του στρατού της Γερμανίας, καθίσταται ο αρχηγός του συνασπισμού των δικτατόρων της Ιταλίας, της Σλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
Ο Μεσοπόλεμος θα φέρει την κρίση – οικονομική, κοινωνική, πολιτική , ηθική. Οι φασισμοί θα είναι η ακραία κατάληξη της βίαιης σκλήρυνσης της πολιτικής ζωής. «Μέσα στο πλαίσιο εμφυλίων πολέμων και εργατικών εξεγέρσεων, οι οποίες συγκλονίζουν μεγάλο μέρος της ηπείρου μεταξύ 1918 και 1923 – από τη Ρωσία μέχρι τη Γερμανία, από την Ουγγαρία μέχρι την Ιταλία – ο φασισμός θα προσλάβει τη μορφή τυπικά αντεπαναστατικού, αντιδημοκρατικού και αντεργατικού φαινομένου. Υπό την οπτική αυτή, είναι ο κληρονόμος της αντεπανάστασης, η οποία συνόδευσε τον «μακρό» 19ο αιώνα, από την αντιγαλλική συμμαχία του 1793 μέχρι τις σφαγές του Ιουνίου του 1848 και την Κομμούνα».
Η διαφορά έγκειται στο ότι οι φασισμοί, που δεν κοιτάζουν προς το παρελθόν, επιβάλλουν ηγέτες οι οποίοι δεν προέρχονται από παλιές ελίτ αλλά από «κοινωνικά απόβλητα ενός ξεχαρβαλωμένου κόσμου. Είναι εθνικιστές δημαγωγοί οι οποίοι απαρνήθηκαν την αριστερά, όπως ο Μουσολίνι, ή πληβείοι όπως ο Χίτλερ, οι οποίοι ανακάλυψαν το ταλέντο τους ως ‘καθοδηγητές του πλήθους’, μέσα στην ατμόσφαιρα της γερμανικής ήττας».
Με τους φασισμούς αναδύεται μια σύγχρονη βαρβαρότητα, που την τροφοδοτούν ιδεολογίες, (οι οποίες επικαλούνται την επιστήμη) και που θα ήταν ακατανόητη έξω από τις καταστατικές δομές του σύγχρονου πολιτισμού: τη βιομηχανία, την τεχνική, τη διαίρεση της εργασίας, τη γραφειοκρατικο-ορθολογική διοίκηση. Οι παλιές φιλελεύθερες ελίτ υπέκυψαν στον Μουσολίνι το 1922, στον Χίτλερ το 1933, στον Φράγκο τρία χρόνια αργότερα, μέσω μιας πολιτικής μη-επέμβασης, που θα γίνει μια πολιτική συνθηκολόγησης, στο Μόναχο το 1938.
Ο φασισμός, δεσποτικό καθεστώς που βασιζόταν στη δικτατορία ενός μοναδικού κόμματος, στην έξαρση του εθνικισμού και στη συγκρότηση επαγγελματικών σωματείων, επικράτησε στην Ιταλία από το 1922 μέχρι το 1945.
Η Ιταλία είχε υποστεί μεγάλα πλήγματα από την κρίση που ακολούθησε τον πόλεμο του 1914-1918. πολλές ελπίδες της είχαν διαψευσθεί: εξευτελισμός του Καπορέττο, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις των συμμάχων κρατών για επέκταση, περιορισμοί στη μετανάστευση, άθλια οικονομική κατάσταση...
Την εποχή αυτή, ο παλαιός σοσιαλιστής Μουσολίνι, μετατρέπει τα fasci – που είχε δημιουργήσει το 1915 για να επιτύχει την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων – σε ‘μαχητικές ενώσεις’ (fasci italiani di combattimento) με δημοκρατικό και σοσιαλιστικό πρόγραμμα (23/3/1919). Κύριο μέλημά του ήταν η οργάνωση των δυνάμεων κρούσεως – οι μετέπειτα ‘μελανοχιτώνες’ – που περιελάμβαναν τα χειρότερα στοιχεία του πληθυσμού.
Ο Μουσολίνι εκμεταλλεύθηκε το μίσος των εθνικιστών που ζητούσαν την προσάρτηση της Δαλματίας. Από το 1919, με τη βοήθεια ορισμένων στρατιωτικών και ναυτικών υπηρεσιών κατόρθωσε – με ‘συμμάχους’ τις απεργίες και την αναταραχή – να διαδραματίσει το ρόλο του σωτήρα της Ιταλίας εναντίον του μπολσεβικισμού. Με τη χρηματοδότηση τραπεζιτών, βιομηχάνων και μεγαλοκτηματιών, εκμεταλλεύθηκε την ηθική υποστήριξη των μικροαστών – που του παρείχαν τα στελέχη του τυχοδιωκτικού του στρατού – και έχοντας στη διάθεσή του έφεδρους αξιωματικούς κατόρθωσε να οργανώσει (από το καλοκαίρι του 1920) διάφορες εξορμήσεις:
Ομάδες αιφνιδίαζαν τη νύχτα τις πόλεις. Σκότωναν τους αρχηγούς της αριστεράς μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους. Ανάγκαζαν τον πληθυσμό να αλλάξει κοινότητα.
Οι φασίστες κατέστρεψαν τις σλοβενικές πνευματικές λέσχες της Ίστριας. Αργότερα, στη βόρεια Ιταλία, πυρπόλησαν τις λαϊκές κατοικίες, τα εργατικά κέντρα και σκότωσαν χιλιάδες άτομα, με την ανοχή (την μη-επέμβαση) αστυνομίας και δικαιοσύνης. Το 1921, δημιούργησαν φασιστικά συνδικάτα.
Στρατολογούσαν κυρίως ανέργους, τους οποίους χρησιμοποιούσαν ως απεργοσπάστες.
«Στη μεταπολεμική Ιταλία, ο διάχυτος φόβος του σοσιαλισμού εξηγεί τη συμπάθεια με την οποία αντιμετώπισαν τους φασίστες τόσο πλατιά στρώματα της αστυνομίας, των δημοσίων υπαλλήλων, της Αυλής και του κοινοβουλίου. Ο φιλελευθερισμός φάνταζε αβέβαιος και αδύναμος μπροστά στη λαϊκή δυσαρέσκεια και την πολιτική αστάθεια.
Το κοινοβούλιο έπρεπε να μοιράζεται την εξουσία με κέντρα επιχειρηματικής και συνδικαλιστικής διαπραγμάτευσης και άλλες ομάδες συμφερόντων».
Από 20.000 (τον Οκτώβριο του 1919) οι φασίστες αυξήθηκαν σε 310.000 τον Οκτώβριο του 1921. Με πρόθεση να τους ηρεμήσει, ο γηραιός πρωθυπουργός Τζιολίττι τους περιέλαβε στον Εθνικό Συνασπισμό (εκλογές του Μαΐου του 1921). Τριάντα φασίστες ‘μπήκαν’ στη Βουλή.
Ο Μουσολίνι έπαψε πλέον να παριστάνει τον δημοκράτη και άρχισε να εγκωμιάζει τον (οικονομικό) φιλελευθερισμό.
Αντιμέτωπος με την επιδείνωση της κοινωνικής κατάστασης, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Φάκτα, πρόσφερε στους φασίστες ορισμένα υπουργεία (Ιούλιος 1922). Ο Μουσολίνι απαιτεί τα κυριότερα. Οι σοσιαλιστές κήρυξαν απεργία (1η Αυγούστου 1922) που οι Μελανοχίτωνες κατάφεραν να καταστείλουν μέσα σε τρεις μέρες.
Στις 24 Οκτωβρίου 1922, ο Μουσολίνι εξαγγέλει την πορεία του προς τη Ρώμη και απευθύνει τελεσίγραφο προς τον Φάκτα, ο οποίος παραιτείται στις 27 Οκτωβρίου.
Εκατό χιλιάδες φασίστες κατέλαβαν τους σιδηροδρόμους και τα ταχυδρομεία της Κεντρικής Ιταλίας.
Ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ διαβίβασε την εξουσία στον Μουσολίνι στις 29 Οκτωβρίου και οι Μελανοχίτωνες εισήλθαν θριαμβευτικά στη Ρώμη (31 Οκτωβρίου 1922).
Σε σύνολο δεκατεσσάρων υπουργών, η πρώτη κυβέρνηση Μουσολίνι περιελάμβανε τέσσερις μόνο φασίστες. Η βουλή, του παραχώρησε απόλυτη εξουσία. Η τάξη αποκαταστάθηκε και σταδιακά οι φασίστες κατέλαβαν τις καίριες θέσεις εξουδετερώνοντας κάθε αντίσταση. Οι Μελανοχίτωνες έγιναν ‘πολιτοφυλακή για την ασφάλεια του κράτους’. Στις εκλογές του Απριλίου του 1924, οι φασίστες εξασφάλισαν 406 από τις 535 έδρες. Το κατηγορητήριο (30 Μαΐου) του σοσιαλιστή βουλευτή Ματτεότι, υπήρξε η αφορμή για να δολοφονηθεί από την πολιτοφυλακή (10 Ιουνίου 1924). Η κοινή γνώμη αναστατώνεται. Η αντιπολίτευση εγκαταλείπει τη βουλή, δίνοντας την ευκαιρία στον Μουσολίνι να επωφεληθεί και να εγκαθιδρύσει δικτατορία.
Το καθεστώς -με θεωρητικούς τον Μουσολίνι και τον Τζιοβάνι Τζεντίλε- απορρίπτει τις ιδέες του γαλλικού 18ου αιώνα, της πίστης στην πρόοδο, τη δημοκρατία και την ειρήνη και επιβάλλει την πρώτη σύγχρονη δικτατορία.
Βασίζεται στην απόλυτη υπακοή στον Ντούτσε (το άρθρο 8 του Δεκαλόγου της Πολιτοφυλακής: ο Ντούτσε έχει πάντα δίκιο) ο οποίος ήταν ταυτόχρονα αρχηγός της κυβέρνησης και διέθετε απόλυτη εκτελεστική εξουσία (με τη συνταγματική ρύθμιση του 1926).
Στηρίζεται στο φασιστικό κόμμα, το μόνο κόμμα που έχει αναλάβει την προπαγάνδα του καθεστώτος.
Το κόμμα διευθύνεται επίσημα από το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο και ο Γενικός Γραμματέας του διορίζεται από τον Ντούτσε.
Το καθεστώς στηρίζεται στη Μεγάλη Ιταλία (διάδοχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) που με τη δημογραφική δύναμη και τη σύμπνοια των μελών του κόμματος θα έπρεπε να γίνει κοσμοκράτειρα.
Στηρίζεται επίσης- τουλάχιστον αρχικά- πάνω στην καθολική εκκλησία που, αν και δεν είχε προσβληθεί από τον ‘ιό’ του φασισμού, είχε ανακτήσει με τη βοήθειά του την υπεροχή της στην Ιταλία και υποστήριζε την καταπολέμηση του κομμουνισμού.
Ο ιταλικός λαός, τρομοκρατημένος, σωπαίνει...
Όσοι τολμούν μυστική αντι-προπαγάνδα ανακαλύπτονται από την O.V.R.A. (πολιτική αστυνομία), δικάζονται από ειδικό δικαστήριο (που ιδρύθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1926) και φυλακίζονται ή εκτοπίζονται στα στρατόπεδα των νήσων Λίπαρι.
Η οικονομική πολιτική του καθεστώτος, για λόγους γοήτρου, πολιτικής και στρατιωτικής ανεξαρτησίας, στρέφεται προς την αυτάρκεια- επικίνδυνη για χώρα τόσο φτωχή.
Επιχειρούνται μεγάλα έργα, που οδηγούν στη μεγάλη κρίση του 1929.
Η κατάσταση θα βελτιωθεί το 1934, με την παραγωγή όπλων.
Λαμπρές φαινομενικά, οι οικονομικές και κοινωνικές επιτεύξεις των φασιστών αποδίδονται στα εικοσιδύο σωματεία τους. Οι απεργίες και τα lock out είχαν απαγορευθεί, ενώ η διεύθυνση των επιχειρήσεων έχει σχετική ανεξαρτησία αφού το κράτος επεμβαίνει μόνο για να διαιτητεύσει στις κοινωνικές συγκρούσεις.
«Στην πραγματικότητα ο κορπορατισμός ήταν μια απάτη, που μεταμφίεζε την τιθάσευση των εργατών από το φασισμό και τη συνεργασία του τελευταίου με τη διευθυντική ελίτ. Η έλξη όμως που ασκούσε οφειλόταν στην εντύπωση ότι έδειχνε το δρόμο προς μια λιγότερο διαχωριστική και περισσότερο οργανική μορφή πολιτικής αντιπροσώπευσης».
Οι μεγαλοπρεπείς οικοδομές και η ανάπτυξη της βιομηχανίας μαρτυρούν ότι ο Ντούτσε πραγματοποίησε τα όνειρά του εξυπηρετώντας ταυτόχρονα και τα συμφέροντα των ιθυνουσών τάξεων. Ο πόλεμος έγινε δεκτός σαν λύση των οικονομικών του προβλημάτων (ή ως ικανοποίηση ενός αμφισβητήσιμου αισθήματος τιμής). Το θεατρικό του στοιχείο θέλγει. Ο Χίτλερ και οι περισσότεροι δικτάτορες του Μεσοπολέμου εμπνεύσθηκαν από αυτόν.
Το φασιστικό καθεστώς υπήρξε σύντομα θύμα των εθνικιστικών συνθημάτων του. Αρχικά επιχείρησε υπερπόντια εξάπλωση: εποικισμός με βίαια μέσα της Λιβύης (1922-1933), κατάκτηση της Αιθιοπίας (1935-1936). Με αυτό τον τρόπο άρχισαν οι διαδοχικές επιθετικές ενέργειες που οδήγησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τον Ιούνιο του 1940, στο πλευρό του Χίτλερ, ο Ντούτσε κήρυξε τον πόλεμο...
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.