Β
Κεφάλαιο 3ο
Οι συνθήκες που ευνόησαν την ανάδυση του φασισμού και ναζισμού στην Ευρώπη μέχρι την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ιστορική και φιλοσοφική τεκμηρίωση - ερμηνεία και ιστορικό πλαίσιο. Φιλοσοφικό υπόβαθρο Ναζιστικών θεωριών.
Ο Διαφωτισμός θεώρησε ότι (σύμφωνα με την αντίληψη της ετερογονίας των σκοπών) η δράση των ατόμων –ασυνείδητα και ανεξάρτητα από την προσωπική ηθική τους– υπηρετεί υπερατομικούς σκοπούς.
Με αυτό τον τρόπο το ανθρώπινο γένος γίνεται σημαντικότερο από το άτομο, αφού μονάχα το γένος μπορεί να είναι φορέας και τελεσιουργός της προόδου, ενώ το άτομο είναι τοπικά και χρονικά περιορισμένο.
Ο ορθολογισμός θεμελίωσε την επιστημονική αντικειμενικότητα.
Ο ωφελιμισμός του Μπένθαμ, του Στούαρτ Μίλλ και του Χέρμπερτ Σπένσερ, θεωρεί την ευτυχία υποκειμενική και το συμφέρον –που γίνεται για μας πάντοτε πηγή ευτυχίας– αντικειμενικό.
Η αφαιρετική εκδοχή του ατόμου –φαινόμενο που επισημαίνεται τόσο στο χώρο της βιομηχανικής παραγωγής όσο και σε χώρους ευρύτερους: στη γραφειοκρατική οργάνωση, στην κρατική διοίκηση, στην κομματική στρατηγική, στο σχεδιασμό της ανταλλαγής κοινωνικών υπηρεσιών, στον οικονομικό προγραμματισμό– δεν θα πάψει να κρύβει τον κίνδυνο του ολοκληρωτισμού που ενέχει ο (κάθε) μοντέρνος a priori ορισμός της ελευθερίας με γνώμονα κάποιο σύνολο, εις βάρος του ατόμου ή ομάδων (με την ομοιογένεια της προ-βιομηχανικής εποχής).
Η ορθολογική οργάνωση του κοινωνικού βίου επιβάλλει κάποιο αυτονόητα αποδεκτό ποσοστό ανελευθερίας (για χάρη της αποδοτικότητας των παραγωγικών και διοικητικών θεσμών).
Για τον Habermas, ο «εργαλειακός» χαρακτήρας του ορθολογισμού –η χρησιμοθηρική εκδοχή της επιστημονικής αντικειμενικότητας– αρθρώνει τις κοινωνικές σχέσεις σε «θετικά» πλαίσια ελέγχου (με την επιστημονική οργάνωση των διοικητικών θεσμών), νομιμοποιώντας συστήματα κυριαρχίας, με αποτέλεσμα την απόλυτα αφαιρετική εκδοχή του ατόμου. Η ατομική ύπαρξη πραγματοποιεί τη ζωή της μέσα από κάποια ομαδική ταυτότητα (Gruppenidentitat).
Η δημιουργία και η συγκρότηση της κοινωνίας, σε οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας, γίνεται μέσα από τη διαρκή αναγωγή του εγώ στο εμείς. Ως ιδιαίτερο σύνολο το εμείς αποτελεί την ειδοποιό διαφορά αυτού του συνόλου έναντι των άλλων, των ξένων. Για να διατηρηθεί και να εξελιχθεί, η κοινωνία πρέπει να συντηρηθεί και να αναπαραχθεί – με την απλή βιολογική έννοια. Όμως αυτό δεν καθορίζει την ιδιαιτερότητα ούτε τη συνοχή μιας κοινωνίας ή τη συνέχειά της μέσα στην ιστορία.
Μέσω της θέσμισης του Φαντασιακού «κάθε κοινωνία ορίζει και επεξεργάζεται μια εικόνα του φυσικού κόσμου, του σύμπαντος μέσα στο οποίο ζει, προσπαθώντας κάθε φορά να διαμορφώσει ένα σημαίνον όλο μέσα στο οποίο πρέπει να βρουν τη θέση τους και τα φυσικά αντικείμενα και όντα που έχουν σημασία για τη ζωή του κοινωνικού συνόλου ασφαλώς, αλλά και αυτό το ίδιο το σύνολο, όπως και μια ορισμένη “τάξη του κόσμου”». Ερωτήματα με πολλαπλότητα και πολυειδία απαντήσεων, σύμβολα (τοτέμ, θυρεοί, σημαίες), πίστεις (θεοί ή μονοθεϊστικές θρησκείες), έννοιες που υπερβαίνουν την απλή πραγματικότητα ή λειτουργικότητα (αρχαία πόλις, αυτοκρατορία, έθνος) καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ιστορία και την ίδια την εξέλιξη του ανθρώπου. Οδηγούν κοινωνίες και εκατομμύρια ανθρώπων στον πόλεμο ή στην αυτοδιάθεση – εθνική ή κοινωνική.
Οδηγούν επίσης εκατομμύρια ανθρώπους στο να συμφωνούν θαυμάζοντας τον λόγο κάποιου ηγέτη ή δημαγωγού ή τα έργα του Leonardo ή του Bach (ή κάποια σειρά στην τηλεόραση).
Μια σημασία του φαντασιακού δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσω του ορθολογικού – λειτουργικού. Δεν υφίσταται κανονιστικός λόγος ο οποίος να δίνει κατηγορηματική απάντηση σε ερωτήματα όπως π.χ. τι είναι έθνος και ποια στοιχεία το συγκροτούν, τι είναι εθνικό και ποιοι παράμετροι το ορίζουν.
Υπάρχουν μόνο προσεγγίσεις.
Η θρησκεία και το είδος της είναι ένας ικανός αλλά καθόλου απαραίτητος όρος. Η γλώσσα επίσης – πολλά έθνη συγκροτήθηκαν μιλώντας διαφορετικές γλώσσες ή διαλέκτους. Η κοινή ιστορία –αναμφισβήτητα ικανός όρος– προϋποθέτει την από κοινού παραδοχή της ιστορίας.
Θα πρέπει να ορίσουμε το έθνος προσαρμόζοντας την ερμηνευτική μας στο αποτέλεσμα, αναγνωρίζοντας την τυχαιότητα και την πολλαπλότητα των αιτίων της πολιτισμικής και της βουλησιακής προσέγγισης ομάδων. Οι φαντασιακές σημασίες και οι διαδοχικές, ιστορικά, θεσμίσεις τους, διαπερνούν το έθνος συγκροτώντας και επιβάλλοντας ιδέες, συστήματα αξιών, διαγωγής και νόμων, μορφές και τρόπους πολιτικής, επιστημονικές καινοτομίες και θεωρίες, μεθόδους σκέψης και εκπαίδευσης, αντιλήψεις περί τέχνης και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Οι φαντασιακές σημασίες συγκροτούνται, εξελίσσονται και επιβάλλονται ως θεσμίσεις.
Η σύγκρουση σημασιών και θεσμίσεων διαπερνά όλα τα μεγάλα πεδία του γίγνεσθαι και του πράττειν μιας κοινωνίας, ενός έθνους-κράτους, δημιουργώντας πραγματική ιστορία, συνέχεια, εναλλαγή διερωτήσεων και προταγμάτων, που άλλοτε οδηγούν σε φενακισμούς, λαβυρίνθους και καταστροφές, και άλλοτε σε νέους χώρους αυτοπροσδιορισμού. Άλλοτε πάλι, οδηγούν μεγάλα τμήματα κοινωνιών στο να θελήσουν και να επιδιώξουν την κατάκτηση του άλλου, του «διαφορετικού».
Η σημασία του έθνους συνδέεται άμεσα με τη συγκρότηση των κρατών, την ανάδυση των βιομηχανικών κοινωνιών, την κυριαρχία συνολιστικών συστημάτων σκέψης-ιδεολογιών.
Ο εθνικισμός, ως τμήμα ενός συνολιστικού συστήματος σκέψης, εξελίσσεται από αυτή τη διαδικασία συγκρότησης-μετάβασης από την πολλαπλότητα (και την ιδιαιτερότητα) των προβιομηχανικών κοινωνιών προς την απολυτοποίηση και την ομοιογένεια της αχανούς σημασίας του έθνους. Έχει προϋπόθεση και θεωρεί ως δεδομένη την κοινή ιστορία, την πολιτισμική ομοιογένεια και την εθνική ‘καθαρότητα’ έναντι των ‘ξένων’, των προσμείξεων, του ‘διαφορετικού’. Ταυτίζει το κράτος και τα σύνορα με την εθνικότητα των εντός συνόρων πολιτών, αποσκοπώντας στην εθνική πολιτισμική καθαρότητα και ομοιογένεια.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο εδραιωμένος εθνικισμός συναλλασσόταν με ευρύτερα πολιτικά-οικονομικά συμφέροντα και σκοπιμότητες. Η κοινωνία άλλαζε καθεστώτα και πολιτικές δομές. Τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα ανέτρεπαν οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς-ενισχυμένες σημαντικά από την κατάρρευση των αυτοκρατορικών καθεστώτων και την εξασθένιση των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. Τα ακροδεξιά κινήματα που «εμφορούνταν από φανατικό αντικομμουνισμό και ακραίο εθνικισμό, προωθούσαν τη βίαιη καταστολή και τον μιλιταρισμό... διαδήλωναν την ακλόνητη πίστη τους στις παραδοσιακές αξίες της θρησκείας, της έννομης τάξης και της οικογένειας... ευαγγελίζονταν τη διάλυση των συνδικάτων και την επιβολή εργασιακής πειθαρχίας», μετατράπηκαν σε κινήματα εξουσίας στηριζόμενα στην ευρεία αποδοχή και υποστήριξή τους από τα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, τους βιομηχάνους, την εκκλησία...
«Περισσότερο από όσο ο κομμουνισμός ή η δημοκρατία, οι φασισμοί προβάλλουν με σαφήνεια ένα πιστεύω ταυτόχρονα αντιαμερικανικό και αντιμπολσεβικικό...
Το δραστήριο κράτος είχε πάρει τη θέση της ελεύθερης αγοράς. Το πειθαρχημένο κοινωνικό σύνολο είχε διαδεχθεί το εγωιστικό άτομο των φιλελευθέρων».
Ήδη από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, οι οικονομικές κρίσεις και η μεγάλη ύφεση των ετών 1873-1895 είχαν θέσει υπό αμφισβήτηση τα δόγματα του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Η εταιρική συγκέντρωση (οι αρχές επεμβαίνουν για να περιορίσουν τις συνέπειες της ύφεσης) και ο προστατευτισμός (που παραλύει τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού) νοθεύουν τον ανταγωνισμό.
Το καπιταλιστικό σύστημα καθίσταται φορέας εθνικιστικών και ιμπεριαλιστικών τάσεων –τα κράτη, για να εξασφαλίσουν διεξόδους στις εξαρτώμενες από αυτά επιχειρήσεις, ευνοούν τις αποικιακές κτήσεις και τη διείσδυση κεφαλαίων σε χώρες οικονομικά ή πολιτικά αδύνατες– που θα μεταβάλουν επικίνδυνα το κλίμα των διεθνών σχέσεων.
Στη φιλοσοφία, η επίδραση του Μπεργκσόν (που εκτείνεται τόσο σε πραγματιστές και πρωτεργάτες του νέου πνευματισμού όσο και στον Ζωρζ Σορέλ και τους μαθητές του που έχουν διαμορφώσει μια θεματική ήδη από πολλές απόψεις φασιστική) και του Νίτσε, αποκαθιστούν το ένστικτο και το ανορθολογικό.
Οι βιταλιστικές ιδεολογίες, πυροδοτούν την ξενοφοβία, τον άκρατο σωβινισμό, σχηματίζουν το υπόστρωμα πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι φυλετικές και αντισημιτικές θέσεις.
«Η στιγμή της ελευθερίας. Ο Φίχτε, ο Σέλινγκ, ο Χέγκελ και τα κεφαλαιώδη στοιχεία του νοός, του πνεύματος, της συνείδησης, του εγωκεντρικού υποκειμένου».
Το φιλοσοφικό κίνημα που ονομάστηκε γερμανικός ιδεαλισμός έχει ακριβή ημερομηνία έναρξης το έτος που δημοσιεύτηκε η «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του Καντ, ενώ φαίνεται ότι έλαβε την κλασική του μορφή το 1821, με την έκδοση της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ. Χωρίς να έχει την πρόθεση να υποτιμήσει κανείς όλους τους στοχαστές που έχουν τη θέση τους στο πνευματικό σύμπαν της Πνευματικής «Οικονομίας» θα αναφερθούμε στους σημαντικότερους: Φίχτε, Σέλινγκ, Χέγκελ, στη φιλοσοφία των οποίων κυρίαρχο ρόλο παίζει η έννοια της ελευθερίας. Αυτοί σφράγισαν τη φυσιογνωμία των φιλοσόφων της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής σκέψης. Έτσι, η κριτική της θρησκείας, της ιστορίας και της οικονομίας, καθώς και οι νεότερες κοινωνικές θεωρίες, ο βιολογισμός, ο θετικισμός, η οντολογία του Χάιντεγκερ, βρίσκονται σε διάλογο με τον συμπαγή λόγο του γερμανικού Ιδεαλισμού.
Δεν είναι παράξενο, ύστερα από τον Σέλινγκ, ότι ο Χέγκελ θεωρεί εξαιρετικά επείγοντα τον ορισμό των σχέσεων της έλλογης νόησης με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, ή απλούστερα, με την πραγματικότητα στο σύνολό της. Έτσι, η φιλοσοφία του Χέγκελ, στον οποίο προστρέχουμε ως προς τον τελευταίο κλασικό φιλόσοφο, αγκαλιάζει την πραγματικότητα ως όλον, και του οποίου η συστηματική θεωρία, με την ετυμολογική σημασία που έχει η τελευταία λέξη αποτελεί τον ακρογωνιαίο της λίθο. Στην φιλοσοφία παρουσιάζεται ως σύστημα, με την αυστηρή σημασία του όρου, ως όλον του οποίου τα μέρη αποτελούν μέλη που το καθένα παίρνει το νόημά του από τα άλλα και όλα μαζί λειτουργούν, αποσκοπώντας στο «τέλος»-σκοπό, με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης. Έτσι, ο συστηματικός χαρακτήρας της χεγκελιανής φιλοσοφίας που παρουσιάζεται ως Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, φτάνει να την υποδιαιρέσει σε τρεις «στιγμές»: στη Λογική, όπου η γλώσσα στην καθαρή της μορφή, ορίζοντας το ίδιο τη γραμματική και το συντακτικό, γίνεται αντανάκλαση του Πνεύματος, στη Φιλοσοφία της Φύσης, τη στιγμή της αλλοτρίωσης όπου το Πνεύμα αποξενώνεται από την Ύλη, και τέλος με τη Φιλοσοφία του Πνεύματος συμπληρώνεται η τρίτη στιγμή, όπου το Πνεύμα ενεργεί μόνο του και αυτοαναγνωρίζεται ως Δίκαιο, Ηθική, Τέχνη, Θρησκεία και Φιλοσοφία.
Έτσι, το φιλοσοφικό σύστημα του Χέγκελ παρουσιάζεται ως μεγαλειώδες «έπος του Πνεύματος» Στην προσπάθειά του να γνωρίσει τον εαυτό του, το πνεύμα παράγει διαδοχικά όλες τις προαναφερθείσες πραγματικότητες: κατ’ αρχήν τον μηχανισμό της σκέψης του, στη συνέχεια της φύσης και τέλος την ίδια την ιστορία.
Ο Φρειδερίκος Νίτσε και η Γενεαλογία της Ηθικής ως σύστημα προωθητικό του «υπερανθρώπου».
Ο μεγάλος γερμανός φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε γεννήθηκε το 1844 στο Ρέκεν. Έπειτα από λαμπρές σπουδές κλασικής φιλολογίας στη Βόννη, έγινε σε ηλικία 25 ετών καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Εκείνη την εποχή γνώρισε το έργο του φιλοσόφου Σοπενχάουερ και συνδέθηκε φιλικά με τον μουσικοσυνθέτη Βάγκνερ. Πολύ σύντομα ο Νίτσε θα χαράξει τον δικό του μοναχικό δρόμο, καθώς παραιτείται από το πανεπιστήμιο, απομακρύνεται από τις θεωρίες του Σοπενχάουερ και διακόπτει τη σχέση του με τον Βάγκνερ. Ζει περιπλανώμενη ζωή και αφοσιώνεται στην κριτική της μεταφυσικής ,της ηθικής, της θρησκείας του δυτικού πολιτισμού, γράφοντας ασταμάτητα. Ο Νίτσε πέθανε το 1900, αφού πέρασε τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του έχοντας χάσει τα λογικά του.
Στην Πρώτη Πραγματεία της Γενεαλογίας της Ηθικής, ο Νίτσε, προσπαθεί να ορίσει τις ρίζες της ηθικής, ξεκινώντας ουσιαστικά (και θυμίζοντας έτσι τον δάσκαλό του.., τον Πλάτωνα) με την ετυμολόγηση του ζεύγους των λέξεων/όρων «καλός» και «φαύλος/bad»: η λέξη «καλός» συνδέεται με την τάξη των ευγενών, και η λέξη «φαύλος» με την κατώτερη τάξη. Η σύνδεση αυτή είναι ιστορικά ορθή, καθώς επιβεβαιώνεται από τη γλωσσολογία: για παράδειγμα, η αρχαία ελληνική αριστοκρατία αυτοχαρακτηριζόταν με τη λέξη εσθλός, που έχει σαφή ετυμολογική σχέση με τον «αληθινό», ενώ η λατινική λέξη για τον «καλό», bonus, σχετίζεται με μία πρωιμότερη λέξη που σήμαινε τον «πολεμιστή». Η υπόθεση που κάνει ο φιλόσοφος είναι ότι η άρχουσα τάξη θεωρείται ότι κατέχει ανώτερες πνευματικές ή θεϊκές ιδιότητες, και ότι η σύνδεση των λέξεων που υποδηλώνουν τον «καλό» με λέξεις που υποδηλώνουν την άρχουσα τάξη είναι ένα επιπρόσθετο επιχείρημα για την ορθότητα αυτής της υπόθεσης. Στην πραγματικότητα θεωρεί ότι οι λέξεις «καλός» και «φαύλος» ήταν όροι που υποδήλωναν κοινωνικές τάξεις. Έννοιες όπως υγεία, δύναμη, ομορφιά, αγάπη για τη ζωή και την περιπέτεια συνιστούν ένα γενικό πλαίσιο για το ιδιαίτερο σύστημα αξιών της πολεμικής αριστοκρατίας, που αντιτίθεται στην αδυναμία και την ταπεινότητα της κατώτερης τάξης.
Η μεταστροφή αυτού του αρχικού ζεύγους σε «καλός» και «κακός» ξεκινά από το γεγονός ότι η ιερατική αριστοκρατία (που κατά τον Νίτσε αντιπροσωπεύεται θεωρητικά από τους Εβραίους) αρχίζει να καθιερώνει ένα σύστημα αξιών διαφορετικό από αυτό της πολεμικής αριστοκρατίας, κατ’ ουσίαν αντιστρέφοντάς το, και συνδέοντας τον αληθινά «καλό» άνθρωπο με τον αδύναμο και τον ταπεινό. Το «καλό» ορίζεται πλέον σαν το αντίθετο όχι του «φαύλου», αλλά του «κακού», ενός «κακού» που ταυτίζεται με την πολεμική αριστοκρατία και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της. Αυτή η δουλική ηθική πηγάζει, σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, από τα αισθήματα φθόνου και φόβου που διακατείχαν την ιερατική αριστοκρατία, αλλά και την κατώτερη τάξη, εναντίον της πολεμικής αριστοκρατίας: η ηθική της πολεμικής αριστοκρατίας βασίζεται στη δύναμη, και η ιερατική αριστοκρατία ανοίγει τον δρόμο σε μία ψυχολογική αποσύνθεση, που εμφανίζεται με την εικόνα της «μνησικακίας» μπροστά στις ακραίες και επίφοβες εκδηλώσεις της δύναμης. Από αυτή την ίδια ρίζα της «μνησικακίας» τρέφεται τελικά ολόκληρο το δέντρο της χριστιανικής αγάπης και σωτηρίας, που συνιστά τη σημερινή κυρίαρχη ηθική του δυτικού ανθρώπου.
Ο Νίτσε δεν αντιστρατεύεται αυτές καθ’ εαυτές τις έννοιες της καλοσύνης και της συγγνώμης, αλλά αντιμάχεται το γεγονός ότι παρουσιάστηκαν σαν μασκαρεμένες μορφές της παθητικότητας, της δειλίας και της μνησικακίας, και πιστεύει ότι η ηθική πρέπει να επανεκτιμηθεί, καθώς «η ηθική τούτη, του οίκτου, που απλωνόταν όλο και πιο πολύ, που μεταδινόταν ακόμη και στους φιλοσόφους, αρρωσταίνοντάς τους, ήταν το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού μας, που κι ο ίδιος αυτός είχε γίνει ανησυχητικός με τη στροφή του προς ένα νέο βουδισμό... Προς έναν ευρωπαϊκό βουδισμό; Προς τον μηδενισμό;» αυτή η ηθική του οίκτου, δηλαδή κατ’ ουσίαν η χριστιανική ηθική, βασίζεται στα εφευρήματα της ένοχης συνείδησης και της ενοχής, που τελικά αναστέλλουν την ελεύθερη βούληση και επομένως την ίδια την ελεύθερη εξέλιξη της ζωής. Για τον Νίτσε δεν υπάρχει παρά η σύγκρουση ανάμεσα στην ηθική που προϋποθέτει το δίπολο «καλού-φαύλου» και την ηθική που πηγάζει από το δίπολο «καλού-κακού», μία σύγκρουση που τελικά παίρνει τον συμβολικό χαρακτήρα της σύγκρουσης ανάμεσα στη «Ρώμη» και το «Ισραήλ».
Στην Τρίτη Πραγματεία της Γενεαλογίας της Ηθικής, με το υπαινικτικό motto «Ξένοιαστους, χλευαστές, βίαιους – έτσι μας θέλει η σοφία: είναι γυναίκα, κι αγαπά πάντα έναν πολεμιστή μονάχα» από το έργο του Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, ο Γερμανός φιλόσοφος μας εισάγει στο θέμα του με μια σύντομη ανάλυση των λόγων για τον μαγνητισμό που φαίνεται να ασκεί ο ασκητισμός πάνω στους καλλιτέχνες, τους φιλοσόφους, τις γυναίκες, τους ψυχοπαθείς, τους ιερείς, τους αγίους. Θέλοντας να αποσαφηνίσει περισσότερο τις θέσεις του, αναλύει τα παραδείγματα του Βάγκνερ και του Σοπενχάουερ, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο καλλιτέχνης προσκολλάται στο «ασκητικό ιδεώδες» γιατί βρίσκει σε αυτό ένα στήριγμα, ενώ για τον φιλόσοφο αντιπροσωπεύει ένα είδος ανεξαρτησίας.
Σύμφωνα με τον Καρλ Λέβιτ, «Κατά τον Νίτσε, η αμαρτία και η ενοχή δεν είναι φαινόμενα που ανήκουν στην ανθρώπινη ύπαρξη ως τέτοια, αλλά είναι μόνον ό,τι σημαίνουν. Υφίστανται μόνο στη συνείδηση της αμαρτίας και της ενοχής... ο Χριστιανισμός δημιούργησε έναν κόσμο των αμαρτιών από έναν κόσμο χωρίς συναισθήματα αμαρτίας. Μετέβαλε τον ‘άρρωστο’ σε ένοχο ‘αμαρτωλό’... Καθώς ο Νίτσε αντιστρέφει ακόμα μια φορά την μεταξίωση που επιτέλεσε ο Χριστιανισμός απέναντι στον ειδωλολατρικό κόσμο, η συνείδηση της αμαρτίας γίνεται γι’ αυτόν το ‘πιο μεγάλο συμβάν στην ιστορία της άρρωστης ψυχής’ και ‘ολέθριο τέχνασμα της θρησκευτικής ερμηνείας’. Αντίθετα προς αυτήν ο Νίτσε ήθελε να αποδώσει ξανά στην ύπαρξη την ‘αθωότητά’ της και να συνδέσει πέραν του καλού και του κακού την ύπαρξη, που έγινε εκκεντρική, με τον φυσικό κόσμο της αιώνια επανερχόμενης ζωής. Αλλά μπόρεσε να αναπτύξει τη ‘διονυσιακή’ θεώρηση της ζωής μόνο στην πολεμική μορφή μιας κριτικής εναντίον του Χριστιανισμού, του οποίου την ηθική ο ίδιος ερμήνευσε ως ‘αντιφύση’. Και για να μπορέσει να θεμελιώσει ιστορικά αυτή την κριτική έκανε την παράδοξη προσπάθεια να φέρει και πάλι την αρχαιότητα στην κορυφή του αρχαίου κόσμου».
Η ηθική αντιπρόταση του Νίτσε, όταν δε βυθίζεται στη σκληρή ρητορική κριτική της χριστιανικής ηθικής, της ηθικής που έχει ως πυρήνα της τη «φαύλη συνείδηση», η οποία, για τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο, αποτελεί τη μεγαλύτερη ψυχολογική και κοινωνική αρρώστια του καιρού του, εξαγγέλεται με τη διονυσιακή κραυγή «θάνατος στον θεό» και την επιστροφή σε μια νέα εποχή αθωότητας. Η επιρροή του Νίτσε και της συγκεκριμένης θέσης του στη φιλοσοφία του περασμένου αιώνα στάθηκε αποφασιστική, καθώς η φιλοσοφία έκοψε σχεδόν όλα τα δεσμά της με τη θεολογία, είτε μέσα από αθεϊστικές κοινωνικές θεωρίες που προσπάθησαν να εφαρμοστούν στην πράξη, είτε μέσα από σχεδόν γλωσσολογικές αναζητήσεις της αλήθειας του ίδιου του φιλοσοφικού λόγου.
«Οι δύο λειτουργίες της εθνικής ιδεολογίας: εσωτερική συνοχή και οριοθέτηση προς τα έξω».
Η αστική ιδεολογία του έθνους περιέχει συγχρόνως τις δύο αντικρουόμενες τάσεις, που παρουσιάζονται εδώ λόγω του υποδειγματικού χαρακτήρα τους με βάση τα παραδείγματα της Γαλλικής Επανάστασης και του εθνικού κινήματος στη Γερμανία. Η μία τάση θεμελιώνεται πάνω στα κλασικά ιδανικά της ισότητας, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της δημοκρατίας. Η λειτουργία της αποσκοπούσε στο ξεπέρασμα του συντεχνιακού κατακερματισμού της φεουδαρχικής κοινωνίας και στην αντικατάστασή του από μια «ομοιογενή» εθνική κοινωνία. Η αποστολή της ήταν λοιπόν να προωθήσει την «αδελφοποίηση», την εσωτερική ολοκλήρωση και τη συνοχή της μέχρι τότε σε συντεχνίες διασπασμένης κοινωνίας και να δημιουργήσει μια οργανική ενότητα, το έθνος. Στη δεύτερη τάση αντίθετα το έθνος αποσυνδέθηκε ειδικά από τις αρχές της δημοκρατίας, ισότητας, λαϊκής κυριαρχίας και προσδέθηκε στη μυστικιστική παράσταση του εθνικού πνεύματος (Volksgeist). Αυτός ο μυστικισμός του εθνικού πνεύματος είναι δυνατόν να στηρίζεται σε φυλετικές, θρησκευτικές, ηθικές, γενεαλογικές ή άλλες παραστάσεις. Έχει δευτερεύουσα σημασία ποια θεωρητική γλώσσα χρησιμοποιεί η εθνική ιδεολογία στο αναγκαστικό της ξεδίπλωμα. Το καθοριστικό στη μυστικιστική ιδέα ενός εθνικού πνεύματος είναι η λειτουργία της όσον αφορά την εξωτερική οριοθέτηση απέναντι στα άλλα έθνη.
Και η πλέον στενοκέφαλη εθνική ιδιαιτερότητα χρειάζεται μια παγκόσμια προοπτική, μέσα από την οποία μπορεί να «εξευγενισθεί» και να δημιουργήσει ηθικές ενέργειες. Ακόμη πιο λάθος είναι επίσης να ικανοποιούμαστε αποκηρύσσοντας σαν αντιδραστικό το γερμανικό ρομαντισμό, που στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει ένα πολύ πιο πολύπλοκο φαινόμενο, το οποίο μ’ αυτή τη χονδροειδή απλούστευση παραγνωρίζουμε εντελώς. Παρότι η πολιτική αντίδραση χρησιμοποίησε κατ’ επανάληψη το ρομαντισμό θα έπρεπε να αποφύγουμε να τους ταυτίσουμε τον ένα με την άλλη. Ο γερμανικός ρομαντισμός δεν στράφηκε μόνο ενάντια στη Γαλλική Επανάσταση, τις μεθόδους και τα αποτελέσματά της, αλλά επίσης ενάντια στον πεφωτισμένο δεσποτισμό των Γερμανών ηγεμόνων και κύρια ενάντια σ’ αυτούς που στα πλαίσια της Ένωσης του Ρήνου τέθηκαν κάτω από τη σκέπη του γαλλικού προτεκτοράτου και έστρεψαν με λόγια και με έργα τα νώτα τους στις γερμανικές εθνικές επιδιώξεις.
Έτσι, ο νέος εθνικισμός βρήκε καταφύγιο στα χαμηλώματα της ιστορικής ιδιορρυθμίας και αναζήτησε εκεί την τροφή του. Αμέσως μετά, οι ρομαντικοί ανακάλυψαν την εθνική ψυχή, το εθνικό πνεύμα, τους συναισθηματικούς δεσμούς των ασυνείδητων δυνάμεων της ιστορίας και της κοινής καταγωγής, και προσπάθησαν μέσα απ’ αυτά να σπάσουν τις απαιτήσεις για ομοιομορφία της γαλλικής οικουμενικότητας. Έτσι, στη γλώσσα και τις θεωρίες των ρομαντικών βρήκαν διέξοδο, όχι μόνο η μοναρχική απολυταρχική αντίδραση αλλά επίσης πολύ αποφασιστικά η επαναστατική ανάταση των νέων εθνών. Για παράδειγμα, ο Χέρντερ ως πρόδρομος του ρομαντισμού θαύμαζε στο Μεσαίωνα, και μάλιστα στον πρώιμο Μεσαίωνα, όχι τις σκοτεινές του όψεις, την ύπαρξη των οποίων όμως δεν αρνιόταν, αλλά τη δύναμη ανανέωσης που περιέκλειε. Μέσα απ’ αυτήν την αναβάθμιση, που ανάλαβε για λόγους πολεμικής, ήθελε να στηλιτεύσει την παρακμή του αρχαίου ρωμαϊκού πολιτισμού, για να επιστήσει την προσοχή στα φαινόμενα αποσύνθεσης, που πολύ νωρίς είχε διακρίνει στο σύγχρονο αστικό πολιτισμό.
Είναι εδώ ιδιαίτερα πρόσφορο να θυμίσουμε τη διάκριση που επιχείρησαν ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ, οι οποίοι και εξήραν το διττό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του διαφωτισμού. Αυτή, από τη μια πολέμησε μεν τη δεισιδαιμονία και συνέβαλε μέσα απ’ αυτό στην απομυθοποίηση της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση και στην ορθολογική αντιμετώπισή της. Από την άλλη όμως ενθρόνισε την εργαλειακή- ωφελιμιστική αντίληψη για τη λογική πάνω στην οποία στηρίζεται ο σύγχρονος αστικός πολιτισμός. Έτσι προξένησε αλλοτρίωση του ανθρώπου από τις φυσικές σχέσεις της ύπαρξης του. Παράλληλα με την εξουσία που απέκτησε λοιπόν ο άνθρωπος πάνω στη φύση, συντελέστηκε η υποβάθμιση αυτής της φύσης. Ενάντια σ’ αυτά τα αρνητικά φαινόμενα του σύγχρονου πολιτισμού στράφηκε ο Χέρντερ ήδη πριν από τους ρομαντικούς. Παρότι είναι επίσης σωστό να τον χαρακτηρίζουμε σαν τον προπάτορα του γερμανικού «εθνικισμού», πλανάται η Elise Marienstras στο βιβλίο της που αναφέρθηκε παραπάνω («Les mythes fondateurs de la nation americaine»), όταν θέλει γι’ αυτό να αποκλείσει τον Χέρντερ από την ανθρωπιστική παράδοση της οικουμενικότητας της αστικής εθνικής ιδέας. Αντίθετα εμφανίζεται ορθότερη η εκτίμηση του Jacques Drozs.
«Αυτό που προσπάθησε ο Χέρντερ στην πράξη να αποκαταστήσει είναι λιγότερο ο χριστιανικός μεσαίωνας και περισσότερο ο γερμανικός. Αυτό που έβλεπε στον τελευταίο ήταν η περίοδος των μεγάλων μεταναστεύσεων των λαών κατά την εξέλιξη των οποίων ο γερμανικός κόσμος νίκησε τη Ρώμη. Αυτό που εξυμνούσε ήταν ο πρωτογενής και υγιής χαρακτήρας ενός ρωμαλέου λαού, αυτή η δημιουργική αταξία, από την οποία γεννήθηκε ο σύγχρονος πολιτισμός... Πραγματεύεται τον 18ο αιώνα σα μια περίοδο κατάπτωσης, σα μια περίοδο που είχε διαφθαρεί από τις υπερβολές του διαφωτισμού και τη δράση του πεφωτισμένου δεσποτισμού. Αυτή η κριτική στρέφεται ιδιαίτερα ενάντια στην παρακμιακή και γεροντική Γαλλία, που έγινε «η Κίνα της Δύσης» και επίσης ενάντια στην «εκμηχάνιση», που παραμονεύει το σύγχρονο κόσμο. Αποκαθιστά στο Μεσαίωνα την πολυμορφία των εθνών, τον πλουραλισμό των κοινωνικών οργανισμών, αυτή την ανταρσία ενάντια σε κάθε είδος ρύθμισης και ομοιομορφίας».
Πέρα από τον Χέρντερ βρίσκουμε επίσης και στον Φίχτε την εθνική ιδιαιτερότητα ενωμένη με την ανθρωπιστική παγκοσμιότητα, παρόλο που η πρώτη προώθησε τόσο δυναμικά από το 1806-1807 τη γραμμή του εθνικού κρατικού πατριωτισμού στη Γερμανία. Τελικά γνώριζαν πολύ καλά και οι ρομαντικοί και όχι μόνο αυτοί, αλλά ιδιαίτερα ο Ράνκε ότι η εθνική συνείδηση και η βούληση για ανάπτυξη και επιβεβαίωση της εθνικής υπόστασης μέσα στο δικό της κράτος ενισχύονταν από την επίδραση και υπαγωγή των ιδεών της οικουμενικότητας και των υπερεθνικών υποχρεώσεων στην εθνική ιδεολογία. Με άλλα λόγια παρότι εδώ πραγματευτήκαμε για λόγους παρουσίασης τις δύο τάσεις, δηλ. την τάση για εσωτερική συνοχή και την τάση για οριοθέτηση προς τα έξω, ξεχωριστά τη μια από την άλλη, και παρότι στη Γαλλία κυριάρχησε περισσότερο η πρώτη και στη Γερμανία περισσότερο η δεύτερη στην πραγματικότητα βρίσκονται σε μια εσωτερική σχέση μεταξύ τους και αποτελούν η μία μαζί με την άλλη την αστική ιδεολογία του έθνους. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να ξεχωρίσουμε τη μια από την άλλη θέλοντας να κατασκευάσουμε -με πρόθεση είτε απολογητική είτε εξορκιστική- έναν καθαρά επαναστατικό ή έναν καθαρά αντιδραστικό εθνικισμό. Γενικά είναι καιρός να διαρρήξουμε τέλος πάντων το φαύλο κύκλο του απολογητισμού ή του εξορκισμού και να ανοίξουμε το δρόμο για μια νηφάλια θεώρηση του εθνικού φαινομένου. Γιατί στο εθνικό ζήτημα δεν υπάρχει ευθεία γραμμή που να συνδέει μια αριστερή γιακωβίνικη επαναστατική παράδοση με τα σύγχρονα σοσιαλιστικά κινήματα. Δεν υπάρχει καμιά ευθεία που να συνδέει μ’ αυτό τον τρόπο τον 18ο με τον 20ο αιώνα και να οριοθετείται ταυτόχρονα αυστηρά από μια κατά 180ο αντίθετη παράδοση που υποτίθεται ότι έχει μια παρόμοια ευθύγραμμη ανάπτυξη π.χ. από τον Χέρντερ στον Μπίσμαρκ και μέχρι το γερμανικό φασισμό. Ένα παράδειγμα γι’ αυτή την εσφαλμένη κατασκευή προσφέρει ο R. G. Collonwoods. «Έχοντας δεχτεί κανείς κάποτε τη φυλετική θεωρία του Χέρντερ, δεν μπορεί να ξεφύγει πια από τους νόμους περί γάμου των εθνικοσοσιαλιστών». Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας επιχειρείται αυτός ο τεχνητός χωρισμός των δύο ιδεολογικών λειτουργιών του εθνικού πνεύματος στη Γερμανία με τόση πληρότητα και συνέπεια που μπορεί να ταιριάξει χωρίς κενά με μια θεωρία για τη διαίρεση της Γερμανίας σε δύο διαφορετικά νέα έθνη: Στη Δύση, ως τον κληρονόμο όλων των κακών παραδόσεων σ’ ένα καθαρά οπισθοδρομικό ιμπεριαλιστικό έθνος. Στην Ανατολή, ως τον ενσαρκωτή όλων των γερμανικών αρετών σ’ ένα εξίσου καθαρά επαναστατικό-σοσιαλιστικό έθνος. Ένα άλλο παράδειγμα για το πόσο ακόμα και σήμερα είναι ζωντανό και στη Δύση, αυτό το διαμόρφωμα ερμηνείας, που προσπαθεί να ξεχωρίσει με χημική απόσταξη μια καθαρά επαναστατική από μια καθαρά αντεπαναστατική παραλλαγή του εθνικισμού, βρίσκεται στον ισχυρισμό του Carl Ch. Schweitzer, ο οποίος αποποιείται όλη την παράδοση της γερμανικής εθνικής ιδιαιτερότητας ως ένα «ιστορικό παραστράτημα». Εδώ θα πρέπει να επιδοκιμάσουμε μάλλον τον Friedrich Meinecke, που αντιλαμβάνεται την ίδια λειτουργία όχι σαν «παραστράτημα» αλλά σαν ένα αναγκαίο συστατικό στοιχείο, που ενυπάρχει στη φύση του εθνικού πνεύματος.
Και οι δύο λειτουργίες της εθνικής ιδεολογίας- Εσωτερική συνοχή και αποκλεισμός προς τα έξω - εκφράζονται ιδιαίτερα παραστατικά σε ένα κείμενο του Fichte από το έτος 1817: «Η διαφοροποίηση του Πρώσου από τους υπόλοιπους Γερμανούς είναι τεχνητή, βασισμένη πάνω σε αυθαίρετους και τυχαία δημιουργημένος θεσμούς. Η διαφοροποίηση των Γερμανών από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη είναι βασισμένη πάνω στη φύση». J.G.Fichte, Der Patriotismus und sein Gegenteil, Λειψία 1918, σελ. 14.
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ (Λειψία, 22 Μαΐου 1813 - Βενετία, 13 Φεβρουαρίου 1883) ως αγαπημένος συνθέτης του Αδόλφου Χίτλερ
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ υπήρξε αμφιλεγόμενη μορφή στην εποχή του, όχι μόνο εξ’ αιτίας του ριζοσπαστικού χαρακτήρα των δέκα περίφημων οπερατικών του έργων, αλλά και λόγω της εγωκεντρικής προσωπικότητάς του, της σκανδαλώδους ερωτικής ζωής του και των περίεργων απόψεων που εξέφραζε για θέματα τόσο ποικίλα όπως είναι η θρησκεία ή η χορτοφαγία, το ανέβασμα της όπερας ή η φυλετική καθαρότητα. Οι απόψεις του εξακολουθούν να είναι αμφιλεγόμενες, αλλά η μουσική του κατέχει εξέχουσα θέση στη μουσική διαδρομή των τελευταίων εκατό χρόνων. Οι εισαγωγές και τα πρελούδιά του παραλληλίζονται με «δράματα χωρίς λόγια» και είναι τόσο δημοφιλή μεταξύ των φίλων της συμφωνικής μουσικής όσο και μεταξύ των φίλων της όπερας.
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, μια από τις πιο σημαντικές μορφές της μουσικής του 19ου αιώνα και ένας από τους πλέον πρωτοπόρους συνθέτες όλων των εποχών, γεννήθηκε στη Λειψία στις 22 Μαΐου του 1813 και σπούδασε στη γενέτειρά του. Η ταραχώδης ζωή του τον οδήγησε από τη Λειψία στη Ρίγα, στο Παρίσι, στη Δρέσδη, στη Ζυρίχη, στο Μπίμπριχ (κοντά στον ποταμό Μάιντς), στη Βιέννη, στη Λίμνη Στάρνμπεργκ, στο Μόναχο, στη Λουκέρνη, στο Μπαϊρόιτ -για να μην αναφέρουμε τα συχνά και μακρά διαστήματα παραμονής του σε άλλα μέρη-, όπου έφθανε συχνά διωκόμενος από τους εξαγριωμένους δανειστές του ή, ενίοτε, από εξοργισμένες κυβερνήσεις. Συχνά επίσης καταχράστηκε χρήματα από τις συζύγους των φίλων του σαν να επρόκειτο για το νόμιμο τίμημα που έπρεπε να καταβάλουν οι κυρίες αυτές στη μεγαλοφυΐα του. Ο Βάγκνερ παντρεύτηκε δύο φορές: την πρώτη με τη Μίνα Πλάνερ, ηθοποιό, και τη δεύτερη με την κόρη του Λιστ, την Κόζιμα, η οποία εγκατέλειψε για χάρη του τον πρώτο της σύζυγο, τον διάσημο πιανίστα και μαέστρο Χανς φον Μπύλοφ - έναν από τους πλέον αφοσιωμένους οπαδούς του Βάγκνερ. Ο Βάγκνερ ήταν αντισημίτης και ξενόφοβος, και τα χαοτικά φυλλάδιά του επί παντός επιστητού ενθουσίασαν, τον επόμενο αιώνα, τον Αδόλφο Χίτλερ. Παρ’ όλα αυτά οι τελευταίες δέκα από τις δεκατρείς όπερες που συνολικά συνέθεσε κατέχουν πάντοτε εξέχουσα θέση στο διεθνές οπερατικό ρεπερτόριο. Πρόκειται για πραγματικά αριστουργήματα που άλλαξαν την πορεία της ιστορίας της μουσικής.
Ο Βάγκνερ μεταμόρφωσε την όπερα σε «μουσικό δράμα»: σε ένα ιδανικό μείγμα μουσικής, ποίησης, χορού και οπτικής απόλαυσης. Σημαντική θέση στην επαναστατική σύλληψη ενός τέτοιου συνδυασμού μουσικής και δραματουργίας κατέχει η συστηματική χρήση αυτού που αποκαλούμε Leitmotiv (που έφθασε στο απόγειό της στον οπερατικό κύκλο Δαχτυλίδι) συνίσταται στην αξιοποίηση ενός μοτίβου ή μουσικού θέματος ως «εκπροσώπου» για κάθε ήρωα, αντικείμενο ή βασική ιδέα του έργου (ή πολλών έργων, στην περίπτωση του Δαχτυλιδιού). Το μοτίβο αυτό εμφανίζεται δεκτικό αλλοιώσεων, επεξεργασίας ή και συνδυασμού με άλλα μοτίβα, ανάλογα με τις δραματουργικές ανάγκες του έργου. Ο Βάγκνερ διεύρυνε τους ορίζοντες του αρμονικού σύμπαντος της εποχής του και τα τελευταία του έργα χαρακτηρίζονται από μουσικό πλούτο και περιπλοκότητα χωρίς προηγούμενο. Προετοίμασαν δε το έδαφος για πολλές από τις μουσικές εξελίξεις του επόμενου αιώνα. Άλλη σημαντική προσφορά του Βάγκνερ ήταν η πρωτοβουλία του (και η καθοριστική συμβολή του στη χρηματοδότηση) για την ανέγερση ενός εκπληκτικού θεάτρου, του Festspielhaus στο Μπαϊρόιτ (Βαυαρία), όπου τα έργα του θα μπορούσαν να παρουσιάζονται σε ιδεώδεις συνθήκες. Όταν τον βρήκε ο θάνατος, στις 13 Φεβρουαρίου του 1883, στη Βενετία, ο Βάγκνερ είχε ήδη μετουσιωθεί σε μυθική μορφή για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Το ιστορικό πλαίσιο.
Τα χρόνια της ωριμότητας του Βάγκνερ συνέπεσαν με την εποχή της σταδιακής ενοποίησης της Γερμανίας, η οποία οφείλεται εν πολλοίς στην Πρωσία που τελούσε υπό τη βασιλεία του Γουλιέλμου Α΄ και την καθοδήγηση του καγκελαρίου Οτο φον Μπίσμαρκ. Ο Βάγκνερ εθεωρείτο ριζοσπαστικός ως προς τις πολιτικές του ιδέες, υπήρξε όμως πάντοτε εθνικιστής και ποτέ δεν δίστασε να δεχτεί χορηγίες από τον βασιλικό του προστάτη, τον Λουδοβίκο Β΄ της Βαυαρίας, καθώς και από άλλους ισχυρούς πολιτικούς άνδρες.
1845: Γεννιέται ο μελλοντικός βασιλιάς Λουδοβίκος Β΄ της Βαυαρίας.
1850: Η Πρωσία αποκτά φιλελεύθερο Σύνταγμα.
1856: Η Πρωσία προχωρεί στην κατάσχεση εδαφών του βασιλιά του Αννόβερου.
1868: Ο Ρώσος επαναστάτης Μπακούνιν ιδρύει τη Διεθνή Ένωση των Σοσιαλδημοκρατών.
1880: Ο Βιεννέζος γιατρός Γιόζεφ Μπρόιερ χρησιμοποιεί την ύπνωση για τη θεραπεία της υστερίας (αρχή της ψυχανάλυσης).
1882: Τριπλή Συμμαχία της Ιταλίας, της Αυστρίας και της Γερμανίας.
Το πολιτισμικό σκηνικό.
Την ίδια χρονιά με τον Ιπτάμενο Ολλανδό (1843) παρουσιάστηκαν επίσης για πρώτη φορά η όπερα του Ντονιτσέτι Don Pasquale (στο Παρίσι), η μουσική του Μέντελσον για το Όνειρο Θερινής Νυκτός (Πότσδαμ) και το ορατόριο του Σούμαν Ο Παράδεισος και η Πέρι (Λειψία). Εκείνη τη χρονιά επίσης δημοσίευσε ο Ντίκενς τα Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα.
Η πρεμιέρα του Λόενγκριν έγινε όταν ανθούσε ο νεογοτθικός ρυθμός στην αρχιτεκτονική και δημοσιευόταν το Άλικο Γράμμα του Χόθορν.
Το Γερμανικό Ρέκβιεμ του Μπραμς, ο μουσικός αντίποδας στο έργο του Βάγκνερ, ολοκληρώθηκε το 1868, την ίδια χρονιά που πρωτοπαρουσιάστηκαν Οι Αρχιτραγουδιστές. Εκείνη τη χρονιά δημοσιευόταν επίσης Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι και παρουσιαζόταν η Λίζα του ζωγράφου Ρενουάρ.
Το 1882, χρονιά της πρεμιέρας του Πάρσιφαλ, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά η Εισαγωγή «1812» του Τσαϊκόφσκι (Μόσχα) και η όπερα του Ρίμσκι-Κόρσακοφ Χιονάτη (Αγία Πετρούπολη). Ο Νίτσε, άλλοτε φίλος και αργότερα πολέμιος του Βάγκνερ, δημοσίευσε τη Χαρούμενη Γνώση (Die frohliche Wissenschaft) και ο Στίβενσον Το Νησί των Θησαυρών, ενώ ανέβηκε για πρώτη φορά το θεατρικό έργο Ο Εχθρός του Λαού του Ίψεν και ο Μανέ ζωγράφισε το Μπαρ του Φολί Μπερζέρ.
Στις 24 Νοεμβρίου 1813 ο Jean Paul Richter έγραψε στον πρόλογό του για τις Φαντασίες του Ε.Τ.Χόφμαν: «Ακόμα περιμένουμε τον άνδρα που θα γράψει και το κείμενο και τη μουσική μιας αληθινής όπερας». Αυτά τα λόγια τα έγραψε στο Μπαϋρόιτ, την πρωτεύουσα μιας μικρής κομητείας, που παλαιότερα είχε γνωρίσει εποχές δόξας, ενώ τότε βρισκόταν σε παρακμή. Ο Richard Wagner, ο οποίος γεννήθηκε στη Λειψία της Σαξονίας στις 22 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, διάβασε νέος τον Χόφμαν και τον Richter και «ήξερε» από πολύ νωρίς ότι αναφέρονταν σε αυτόν. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο νεαρός δημιουργός των Νεράιδων (1833), της Απαγόρευσης της αγάπης (1836) και του Ριέντσι (1840), έργων δηλαδή που χαρακτηρίζονται από το συγκερασμό μουσικών και λογοτεχνικών ειδών με την τότε διαδεδομένη τεχνική, αισθάνεται «συντάκτης κειμένων για όπερα» και θεωρεί τον εαυτό του «ποιητή» μετά τον Ιπτάμενο Ολλανδό (1841). Με τον καιρό άρχισε να γίνεται λόγος για την «προφητεία του Richter», αφού τελικά ο Wagner προσέδωσε νέα αίγλη στο Μπαϋρόιτ. Ωστόσο το πλέον εκπληκτικό στην περίπτωση του Wagner είναι η αδιαχώριστη ενότητα ζωής, εποχής και έργου.
Ο Βάγκνερ έπαιξε σημαντικό ρόλο στις πολιτικές αντιπαραθέσεις τα χρόνια μετά την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1871. Παρά ταύτα, το μουσικοδραματικό του έργο (δεκατρείς όπερες εκ των οποίων οι δέκα παγκοσμίως γνωστές) έγινε αποδεκτό και από ανθρώπους που στον στοχαστή Βάγκνερ δεν θα έδιναν ούτε ένα κομμάτι ψωμί. Η σχολή της απόλυτης μουσικής με τους Hanslick και Brahms αντιμαχόταν δυναμικά τη μουσική του μέλλοντος. Ο Νίτσε καταφερόταν με σφοδρότητα ενάντια στον «θεατρίνο» και «μυσταγωγό», ο Debussy και ο Stravinsky αντέδρασαν στη θεοποίηση της άποψης του Βάγκνερ «το γερμανικό είναι σκοτεινό». Από την άλλη βέβαια, υπήρξαν σημαντικές φωνές που παίνεσαν το έργο του. Οφείλουμε να μνημονεύσουμε τον Τζωρτς Μπέρναρντ Σω, που πρώτος χαρακτήρισε την τετραλογία του Δακτυλιδιού των Νιμπελούνγκεν ως «παραβολή κοινωνικής κριτικής επί λυρικής σκηνής». Ο Σένμπεργκ δεν δεχόταν καμιά κριτική εναντίον του και δήλωνε κληρονόμος της αρμονικής του Τριστάνου. Ο Τόμας Μαν το 1931 εξέφρασε την άποψη ότι «αν λάβουμε υπόψη μας τις καλλιτεχνικές του ικανότητες, ο Βάγκνερ υπήρξε κάτι το πρωτόγνωρο και ίσως το μεγαλύτερο ταλέντο στην ιστορία της τέχνης». Ο Ernst Bloch έγραψε ότι «ο Βάγκνερ είχε εκείνη την παράδοξη ακτινοβολία, εκείνη δηλαδή την αμοιβαία ερμηνεία των αισθημάτων». Ο Claude Levi-Strauss ανέλυσε τα μοτίβα του Βάγκνερ. Ο Deryck Cooke δεν δίστασε να ισχυριστεί ότι το Δακτυλίδι των Νιμπελούνγκεν είναι το πλέον απαιτητικό έργο τέχνης που γέννησε ποτέ ο δυτικός πολιτισμός και ότι μαζί με τον Αισχύλο και τον Σαίξπηρ, ο Βάγκνερ αποτελεί το θεμέλιο αυτού του πολιτισμού. Ο Sviatoslaw Richter όχι μόνο δήλωνε ένθερμος θαυμαστής, αλλά, όπως και ο Cooke, τον θεωρεί ισάξιο του Σαίξπηρ. Τέλος, ο Daniel Barenboim, χωρίς να παραγνωρίσει την ποιότητα του Brahms, πιστεύει ότι «και χωρίς αυτόν η μουσική θα βρισκόταν λίγο πολύ εκεί που είναι σήμερα, ενώ χωρίς τον Βάγκνερ δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε την εξέλιξη».
Αλλά ενώ το έργο του βρήκε παγκόσμια αναγνώριση, δεν συνέβη το ίδιο με τον ίδιο. Σε αντίδραση προς την αποκρουστική επίσημη «αγιογραφία» και τον τυφλό βαγκνερισμό, οι βιογράφοι του Βάγκνερ επισήμαναν με έμφαση τις ηθικές του αδυναμίες και τις αντιφάσεις του. Στο σύγγραμμά του Ο Ιουδαϊσμός στη μουσική ο Wagner εκφράζει αντισημιτικές απόψεις. Μετά το Άουσβιτς αυτό δεν ήταν δυνατό να περάσει απαρατήρητο. Ποιον θα πείσει η άποψη του Thomas Mann που έλεγε ότι «ο πολιτικός Wagner υπήρξε πάντα σοσιαλιστής και ουτοπιστής, που προσέβλεπε σε έναν πολιτισμό απελευθερωμένο από τη χλιδή και την κατάρα του χρυσού, μια κοινωνία βασισμένη στην αγάπη, όπως την ονειρευόταν το ιδανικό κοινό της τέχνης του».
Τα σημαντικότερα θεωρητικά κείμενα του Wagner είναι τα δοκίμια που γράφτηκαν στη Ζυρίχη. Το σημαντικότερο από αυτά είναι το Όπερα και δράμα (1851) που περιέχει τις βασικές αισθητικές αρχές του Δαχτυλιδιού των Νιμπελούνγκεν. Πρόκειται για ένα έργο με αδυναμίες, που ωστόσο αφθονεί σε πρωτότυπες ιδέες. Μάλιστα εντυπωσίασε τον νεαρό Νίτσε και τον Strauss. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τα λιμπρέτα του Wagner υπολείπονται της μουσικής του. Εντούτοις, όποιος έχει εντρυφήσει στο έργο του γνωρίζει πως η μονόπλευρη μουσική ανάλυση, όπως και η αμιγώς φιλολογική ή γλωσσολογική, είναι ανεπαρκής μέθοδος προσέγγισης. Και αυτό γιατί δεν πρόκειται για ανώτερης ή κατώτερης ποιότητας λογοτεχνία ή ποίηση, που κρίνεται αυτοτελώς, αλλά για το «μουσικό δράμα», ως το συνολικό έργο τέχνης. Βέβαια, αν συγκρίνουμε τα λιμπρέτα των Νεράιδων και του Ριέντσι -το πρώτο σε αφελές ύφος, το δεύτερο στομφώδες- με τους πλούσιους σε εναλλαγή καταστάσεων Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης ή το μυστηριώδες, οδυνηρό και ενίοτε υποβλητικό ποίημα του Πάρσιφαλ μπορούμε να διακρίνουμε την εξέλιξη του ποιητή.
Ο μουσικός κατάλογος έργων του Βάγκνερ περιλαμβάνει γύρω στα 130 έργα, όμως στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι μελέτες ή πρώιμα σκίτσα και μικρά κομμάτια αφιερωμένα σε κυρίες και προστάτες. Μόλις δύο μη σκηνικά έργα περιλαμβάνονται στα σύγχρονα ρεπερτόρια: τα πέντε Wesendonck-Lieder (1858), δηλαδή τα τραγούδια σε στίχους της Ματίλντε Βέζεντονκ, που προαναγγέλλουν τον μουσικό κόσμο του Χούγκο Βολφ, και το Ειδύλλιο του Ζήγκφριντ (1870), ένα έργο γεμάτο ευαισθησία που αρχικά γράφτηκε για κουαρτέτο εγχόρδων, όμποε, δύο κλαρινέτα, φλάουτο, τρομπέτα και δύο κόρνα. Στα σκηνικά έργα ανήκουν οι δύο ρομαντικές όπερες Τάγχωυζερ και Λόεγκριν που μαζί με τη Βαλκυρία είναι τα πιο λαϊκότροπα έργα του. Στα μεγάλα του έργα ο Βάγκνερ αντικατέστησε την παραδοσιακή διάθρωση -άρια, ντουέτο, τρίο, φινάλε- με την «αέναη μελωδία» που βασίζεται στο δραματικό ρετσιτατίβο και το light motive. Το τελευταίο περνάει στην ορχήστρα και συνδέεται με συγκεκριμένα πράγματα, σύμβολα, πρόσωπα, διαθέσεις και πράξεις. Το τελειότερο δείγμα της χρήσης του λάιτ μοτίβ αποτελεί το μνημειώδες Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν με τα ένδεκα κύρια μοτίβα που πάνω τους αναπτύσσονται δευτερεύοντα. Η άφθαρτη φήμη του Βάγκνερ βασίζεται στην ασυνήθιστη χρήση της χρωματικής αρμονίας, που συνοψίζεται στη λεγόμενη «συγχορδία του Τριστάνου», με σκοπό τη μεγαλύτερη δυνατή τονική ένταση και συναισθηματική έκφραση. Ο Βάγκνερ με τα μουσικά του δράματα έδωσε στην αμφιταλαντευόμενη γερμανική όπερα πρωτόγνωρη ώθηση, θεμελίωσε την αυτοπεποίθηση του μουσικού αυτού είδους και δημιούργησε το δικό του κοινό. Είχε την τύχη να δει την ανέγερση και τα εγκαίνια (1876) του δικού του θεάτρου, του θεάτρου του φεστιβάλ του Μπαϋρόιτ, που σήμερα το διευθύνει ο εγγονός του Wolfgang. Είχε συνείδηση της αξίας του, πίστη στην αποστολή του και χαλύβδινη θέληση να ολοκληρώσει την αποστολή του, παρά τους κίνδυνος, τις περιπλανήσεις και τον πόνο. Ο ακραίος του χαρακτήρας δημιούργησε ισχυρές αντιπάθειες, ή ακόμη και έχθρες, όμως από την άλλη μεριά υπάρχει η αγάπη και η αφοσίωση εκείνων που, κατά τη ρήση του Γιοάχιμ Κάιζερ, επέλεξαν να «ζήσουν με τον Βάγκνερ».
Ο Wagner πέθανε στη Βενετία το 1883. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Μπαϋρόιτ όπου και ενταφιάστηκε.
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.