Β
Κεφάλαιο 1ο
Πρώιμα Ιστορικά – πολιτικά -πολεμικά γεγονότα: Η Πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η παραίτηση του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ από το γερμανικό θρόνο στις 9 Νοεμβρίου 1918 σήμανε το τέλος της μοναρχίας και την επιστροφή της Γερμανίας στη Δημοκρατία. Στη Βαϊμάρη (Weimar), μια μικρή γραφική πόλη στην ανατολική Γερμανία, στις 19 Ιανουαρίου 1919 ο λαός εξέλεξε συντακτική συνέλευση, απαρτιζόμενη κυρίως από σοσιαλιστές και δημοκράτες. Λίγες μέρες αργότερα η συνέλευση αυτή εξέλεξε Πρόεδρο της Δημοκρατίας το σοσιαλιστή Έμπερτ και τον Αύγουστο του ίδιου έτους ψήφισε Σύνταγμα. Αυτός ο καταστατικός χάρτης περιείχε αρκετές δημοκρατικές διατάξεις. Η καθιέρωση προεδρικού συστήματος με εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας με συμμετοχή στην ψηφοφορία και των δεκαεπτά ομόσπονδων κρατών, η διάκριση εξουσιών, η αναγνώριση δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, η θέσπιση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και η κοινωνική ασφάλιση ήταν μόνο κάποιες από τις διατάξεις που υποδήλωναν την αναντίρρητη ανάγκη του λαού για δημοκρατία. Το νέο Σύνταγμα παρέμεινε σε ισχύ έως το 1933, οπότε κατέρρευσε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης με την ανάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ. Η κατάλυση του καθεστώτος ήταν μια πολύπλοκη διαδικασία και άρρηκτα δεμένη με τη βαθμιαία άνοδο της πολιτικής ισχύος των εθνικοσοσιαλιστών, από τη δεκαετία του 1920 κιόλας. Επομένως, ως αίτια «θανάτου» της Δημοκρατίας πρέπει να εξεταστούν εκείνοι οι παράγοντες που ευνόησαν την πολιτική γιγάντωση του Χίτλερ και την ανέλιξή του στην εξουσία.
Αίτια πτώσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Οικονομικά αίτια.
Όπως σε κάθε παρόμοια περίπτωση κατάρρευσης ενός πολιτικού συστήματος, έτσι και σε αυτήν της Βαϊμάρης, ο οικονομικός παράγοντας στάθηκε καταλυτικός. Το πρώτο δυνατό χτύπημα πάνω στη (νεοσύστατη) Δημοκρατία δόθηκε με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, τον Ιούνιο του 1919. Στους ηττημένους επιβλήθηκαν τόσο η παραχώρηση εδαφών (με τη συνακόλουθη απώλεια παραγωγικών πληθυσμών, που τραυμάτισε την οικονομία), όσο και η υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων, οι οποίες ξεπερνούσαν τα 130 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα (πάνω από 32 δισεκατομμύρια δολάρια)! Κατά τη γνώμη του μεγάλου Βρετανού οικονομολόγου Τζ. Μ. Κέυνς αλλά και κατά γενική ομολογία το ποσό αυτό ήταν όχι μόνο υπερβολικό αλλά διακύβευε την ειρήνη και επιβάρυνε επικίνδυνα τη γερμανική οικονομία.
Το δεύτερο και πρακτικά σημαντικότερο «σφυροκόπημα» πάνω στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε σχέση με τις αποζημιώσεις. Τρία χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, στα τέλη του 1922, η Γαλλία και το Βέλγιο, σε μια προσπάθεια εκβιαστικής απόσπασης των «επανορθώσεων» που τους αντιστοιχούσαν, κατέλαβαν στρατιωτικά τη βιομηχανική περιοχή του Ρούρ στη δυτική Γερμανία. Η γερμανική κυβέρνηση απάντησε με την τακτική της «παθητικής αντίστασης», δηλαδή πληρώνοντας τους εργάτες των χαλυβουργείων και των ανθρακωρυχείων για να μη δουλεύουν. Ταυτόχρονα, επιδόθηκε σε αθρόα εκτύπωση χαρτονομίσματος εκτοξεύοντας τον πληθωρισμό στα ύψη κι εκμηδενίζοντας την αξία του μάρκου. Η τακτική αυτή μπορεί να πέτυχε και να οδήγησε μέσα στο 1923 το γάλλο-βελγικό εγχείρημα στην αποτυχία, ωστόσο λάβωσε βαθύτατα τη γερμανική οικονομία. Ο αχαλίνωτος πληθωρισμός και η νομισματική κατάρρευση εκμηδένισαν βέβαια το τεράστιο εσωτερικό χρέος, αλλά εξανέμισαν καταθέσεις, επενδύσεις, μισθούς και συντάξεις. Η μεσαία κυρίως τάξη υπέστη ολέθριο πλήγμα προς όφελος λίγων επιχειρηματιών και βιομηχάνων, καταλήγοντας έτσι ευάλωτη σε πολιτικές πιέσεις και προπαγανδιστικές πρακτικές. Η κρίση του 1922-23 ενίσχυσε την προϋπάρχουσα, λόγω των «ατιμωτικών» όρων ειρήνης, ταπείνωση όλου του γερμανικού λαού και το γόητρο των πολιτικών της Βαϊμάρης υποσκάφτηκε ακόμη περισσότερο.
Παρόλο που η γερμανική οικονομία, μετά την κρίση της Ρούρ, άρχισε σταδιακά να ανακάμπτει, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 έμοιαζε με «γίγαντα με πήλινα πόδια». Το «κραχ» της Wall street του 1929, που γρήγορα έλαβε διαστάσεις παγκόσμιας οικονομικής χιονοστιβάδας και καταπλάκωσε όλη την υφήλιο, δεν ήταν δυνατό να μην κλονίσει συθέμελα πολύ περισσότερο τη Γερμανία και λόγω της τεράστιας εξάρτησής της από τα αμερικάνικα κεφάλαια. Ολόκληρη η γερμανική κοινωνία συγκλονίστηκε: οι αγρότες είδαν τις τιμές των προϊόντων τους να πέφτουν κατακόρυφα. Οι φοιτητές βρέθηκαν να ανησυχούν για το επαγγελματικό τους μέλλον. Οι μισθωτοί, οι καταστηματάρχες, οι μικροεπιχειρηματίες, οι συνταξιούχοι επιβαρύνθηκαν με δυσβάσταχτους φόρους και χρέη ενώ οι επιχειρηματίες και οι βιομήχανοι άρχισαν να φοβούνται μήπως απολέσουν τα κεκτημένα τους. Ο αριθμός των ανέργων από 1,4 εκ. το 1928 έφθασε τα 5,6 εκ. στις αρχές του 1932! Την ίδια εποχή, η βιομηχανική παραγωγή ήταν μόνο 58% και οι εισαγωγές και εξαγωγές λιγότερο από 50% των αντιστοίχων του 1928. Το δε ΑΕΠ από 89 δις μάρκα το 1928 έπεσε στα 57 δις μάρκα το 1932.
Μετά από αυτές τις οικονομικές εξελίξεις, ήταν αναπόφευκτη η απόδοση στους πολιτικούς της Βαϊμάρης ίσως και παραπάνω ευθυνών απ’ αυτές που τους αναλογούσαν. Οι πολίτες, καταρρακωμένοι και απηυδισμένοι από την «άρρωστη» δημοκρατία, ήταν έρμαιο στις διαθέσεις οποιουδήποτε «χαρισματικού» επίβουλού της.
Πολιτικά αίτια
Η οικονομική ασθένεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν σοβαρή, ωστόσο δε θα μπορούσε να είναι η μοναδική αιτία θανάτου της. Στο ολέθριο αυτό αποτέλεσμα συνέβαλαν μια σειρά από ορισμένους πολυσύνθετους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Ένας από αυτούς ήταν ο κοινωνικοπολιτικός διχασμός του λαού με βάση την έχθρα μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών. Από το 1919 κιόλας, οι ακραίοι αριστεροί και λεγόμενοι Σπαρτακιστές προσπάθησαν να επιβάλλουν μια δικτατορία του προλεταριάτου. Οι κυβερνώντες σοσιαλδημοκράτες, με τη βοήθεια των συντηρητικών δυνάμεων και του στρατού, κατέπνιξαν την επανάσταση εν τη γενέσει της αλλά όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις χαρακτηρίζονταν από εξαιρετική αστάθεια. Στο αποκορύφωμα της διχόνοιας αλλά και από πριν το 1932, οι σοσιαλδημοκράτες αδυνατούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση αφού δεν είχαν τη στήριξη των κομμουνιστών, κάτι που εκμεταλλεύτηκε ο Χίτλερ το 1933 για ν’ αποσπάσει όλες τις εξουσίες.
Τα ιδεολογικά ατοπήματα των πολιτικών στάθηκαν ένας, επίσης, σοβαρός λόγος αποδυνάμωσης του καθεστώτος. Γερμανοί αξιωματούχοι, με πρώτο τον Πρόεδρο Έμπερτ, καλλιέργησαν στη συνείδηση του λαού το μύθο ότι η Γερμανία ουδέποτε νικήθηκε αλλά προδόθηκε από τους πολιτικούς και ότι ο στρατός της ήταν ανίκητος. Η πραγματικότητα, δυστυχώς, συντηρούσε το μύθο: η Γερμανία παρέμενε δυνητικά ισχυρή Δύναμη με πληθυσμό πολύ μεγαλύτερο της Γαλλίας, τριπλάσια δυναμικότητα σιδήρου και χάλυβα, εκτενές εσωτερικό συγκοινωνιακό δίκτυο, καθώς και χημικά και ηλεκτρικά εργοστάσια αλλά και πανεπιστήμια και τεχνολογικά ινστιτούτα άθικτα.
Ο Χίτλερ είχε, γνώση όλων των παραπάνω. Κατάλαβε ότι η δημοκρατία ήταν σαθρή, καθόσον δεν είχε νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις ενός τεράστιου μέρους της κοινωνίας, αλλά και των απόστρατων αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί και εναντίον των κομμουνιστών το 1919. Με μια πολύ έξυπνη προπαγάνδα και με αθέμιτες πρακτικές «γκρέμισε» την αξιοπιστία των υπόλοιπων (σπαρασσόμενων) πολιτικών δυνάμεων, κέρδισε τα (καταρρακωμένα) μεσαία στρώματα αλλά και τη μεγαλοαστική τάξη και έπεισε ολόκληρη την κοινωνία ότι ο εθνικοσοσιαλισμός μπορούσε να διορθώσει την «ιστορική αδικία» σε βάρος του γερμανικού λαού και ν’ αποκαταστήσει το χαμένο κύρος.
Θα ήταν λάθος, στο σημείο αυτό, αν παραμελούταν η σχέση της πτώσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με το θάνατο του Καγκελάριου Στρέζεμαν. Φυσικά, το ερώτημα αν αυτός μπορούσε να ανακόψει την άνοδο του Χίτλερ, δε μπορεί να απαντηθεί με ασφάλεια. Αναμφισβήτητα όμως, ο «χαρισματικός» Καγκελάριος, ο οποίος αναβάθμισε σημαντικά τη θέση της Γερμανίας στο εξωτερικό και σε αντίθεση με το Χίτλερ ήταν θιασώτης της ειρηνικής αναθεώρησης της Συνθήκης των Βερσαλλιών, θα μπορούσε να συσπειρώσει ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Επομένως, ο πρόωρος θάνατός του τον Οκτώβριο του 1929 διευκόλυνε, αν μη τι άλλο, την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί.
Κεφάλαιο 2ο
A΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: οι πολιτικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Ευρώπη βρισκόταν στο απόγειό της χωρίς αντίπαλο. Η παγκόσμια ηγεμονία της ήταν αδιαμφισβήτητη, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός είχε κατακλύσει όλες τις αγορές, ενώ ο πολιτισμός της είχε κατακτήσει όλο τον κόσμο μέσω των αποικιών. Όμως, το 1914 ξέσπασε ένας πόλεμος που ήταν ο τρομακτικότερος και ο καταστροφικότερος που είχε γνωρίσει η ευρωπαϊκή ήπειρος μέχρι τότε. Ο «Μεγάλος Πόλεμος» (1914-1919), όπως ονομάσθηκε από τους σύγχρονούς του ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, ήταν ο πρώτος ολοκληρωτικός πόλεμος. Οι κυβερνήσεις διέθεσαν όλους τους πόρους των κρατών τους και επιστράτευσαν όλες τους τις δυνάμεις για να αντεπεξέλθουν. Ήταν ένας πόλεμος που θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν δεν επικρατούσε ο υπέρμετρος, αλαζονικός, ζηλότυπος και επιθετικός εθνικισμός.
Και ενώ οι ηγέτες των εμπλεκόμενων χωρών πίστευαν ότι ο πόλεμος ήταν υπόθεση λίγων εβδομάδων, κατέληξε να τελειώσει μετά από μια πενταετία, αφού μετατράπηκε από ευρωπαϊκή αναμέτρηση σε παγκόσμια, με την εμπλοκή των αποικιών, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας. Η διεξαγωγή του πολέμου αποκλειστικά σε ευρωπαϊκό έδαφος και η απρόσμενη παράτασή του, δημιούργησαν στους εμπλεκόμενους σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, ενώ οι ανθρώπινες απώλειες ήταν τρομακτικές. Η περίοδος μέχρι τον επόμενο πόλεμο (μεσοπόλεμος) ήταν εποχή δοκιμασίας για την κοινωνία, η οικονομία παρέπαιε και οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας παρήκμασαν.
Α. Οι συνθήκες ειρήνης
Ο Μεγάλος Πόλεμος κατέστρεψε νικητές και ηττημένους και μετά τη λήξη του τίποτε δεν ήταν όπως πριν. Οι συνθήκες ειρήνης που υπεγράφησαν, έμοιαζαν περισσότερο με καταδικαστικές αποφάσεις για τους ηττημένους, παρά με διευθέτηση των διαφορών. Αποδείχθηκαν μοιραίες για το μέλλον, καθώς οι ηττημένοι αρνήθηκαν να τις αναγνωρίσουν, γεγονός που καθόρισε την μετέπειτα πορεία τους. Οι σκληροί όροι των συνθηκών άνοιξαν μια περίοδο οικονομικής δυσπραγίας, κοινωνικών προβλημάτων και πολιτικής αστάθειας για το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Ειδικότερα η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε σκοπό την πλήρη εξασθένιση της Γερμανίας. Τέλος, ο επαναπροσδιορισμός της Ευρώπης με βάση την αρχή των εθνοτήτων, που κυριάρχησε κατά την κατανομή των εδαφών των τεσσάρων αυτοκρατοριών που διαλύθηκαν, καθώς και η επιλεκτική εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των εθνών, προκάλεσε αντιπαραθέσεις και αμφισβητήσεις, που έφθασαν μέχρι τις μέρες μας – με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Παρόλο που οι εταίροι προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα είδος ειρήνης, που θα απέτρεπε ένα νέο ενδεχόμενο πόλεμο, εντέλει απέτυχαν γιατί επικράτησε ο εθνικισμός, η μισαλλοδοξία, η εκδίκηση, η αδικία και η αρπακτική διάθεση. Απόρροια όλων αυτών ήταν, όπως θα δούμε παρακάτω, η επιδείνωση της κατάστασης που ήδη είχε δημιουργήσει ο πόλεμος, η εμφάνιση νέων προβλημάτων, αλλά και το ξέσπασμα ενός ακόμα πολέμου σε διάστημα είκοσι ετών.
Β. Τα κοινωνικά προβλήματα
Μια ολόκληρη γενιά χάθηκε στη μηχανή σφαγής, όπως ονομάσθηκαν τα χαρακώματα του «Δυτικού μετώπου». Οι ανθρώπινες απώλειες για όλες τις χώρες ήταν μεγάλες. Παρατηρήθηκε σημαντική λειψανδρία, το ποσοστό των γεννήσεων μειώθηκε, ενώ η θνησιμότητα ήταν μεγάλη, καθώς θύματα υπήρξαν και πολλοί άμαχοι. Οι Γάλλοι έχασαν το 20% των ανδρών στρατεύσιμης ηλικίας. Εάν συμπεριλάβουμε τους τραυματίες, τους ανάπηρους και τους αιχμαλώτους, τότε μόνο ένας στους τρεις Γάλλους επέστρεψε σώος από τον πόλεμο. Οι Βρετανοί έχασαν τους γόνους των ανώτερων κοινωνικά τάξεων, που έδιναν το παράδειγμα στους άνδρες τους ορμώντας πρώτοι στη μάχη, ως επικεφαλής αξιωματικοί. Οι Γερμανοί είχαν τους περισσότερους νεκρούς, συγκριτικά όμως έχασαν λιγότερους άνδρες στρατεύσιμων ηλικιών. Μεγάλες ήταν οι απώλειες και για τη Ρωσία, που έφθασαν τα 6,5 εκατομμύρια αν συνυπολογισθούν και τα θύματα των επαναστάσεων.
Σε πολλούς άνδρες που επέζησαν, ήταν διάχυτο το αίσθημα της απόγνωσης και της απογοήτευσης. Αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα κοινωνικής ενσωμάτωσης εξαιτίας των ψυχολογικών τραυμάτων, της κοινωνικής απομόνωσης και της απαξίωσης. Έτρεφαν μίσος και καχυποψία για τους πολιτικούς που τους έσυραν σ’ αυτή τη σύγκρουση. Τα αντιπολεμικά αισθήματα ώθησαν τους απόστρατους στα σοσιαλιστικά κόμματα που είχαν αντιπολεμικές θέσεις. Η αποκτήνωση του πολέμου τους έκανε να μισήσουν ενσυνείδητα τον πόλεμο. Όσοι όμως δεν στράφηκαν εναντίον του, άντλησαν απ’ αυτόν μια έπαρση και ένοιωθαν μια ανωτερότητα, που τους οδήγησε στην ένταξή τους σε ριζοσπαστικά κινήματα ακροαριστερών ή φασιστικών οργανώσεων. Ο Χίτλερ ήταν ένας από αυτούς.
Σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα δημιουργήθηκε με τα εκατομμύρια προσφύγων, που εμφανίσθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά απ’ αυτόν, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των συνθηκών ειρήνης. Ο απρόσωπος πόλεμος και οι απόμακρες συνέπειές του για όσους λάμβαναν αποφάσεις σε γραφεία, οδήγησαν σε λυπηρές και επιχειρησιακά αναγκαίες λήψεις αποφάσεων. Νέοι όροι εμφανίσθηκαν για να περιγράψουν φαινόμενα που δεν είχαν προηγούμενο στην Ευρώπη. Η φράση «ανταλλαγή των πληθυσμών» επινοήθηκε, για να περιγράψει τον ξεριζωμό χιλιάδων κατοίκων της Βαλκανικής Χερσονήσου –με αποκορύφωμα τους 1.200.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας– προκειμένου να δημιουργηθούν τα «εθνικά» κράτη των συνθηκών, χωρίς την ύπαρξη μειονοτήτων. Η λέξη «άπατρις» χαρακτήριζε τους πρόσφυγες είτε από τις ανταλλαγές πληθυσμών είτε αυτούς που οικειοθελώς εκπατρίστηκαν, εξαιτίας του πολέμου και των επαναστάσεων – υπολογίζεται ότι πάνω από 1.500.000 Ρώσοι εκπατρίστηκαν κατά τη διάρκεια της Ρώσικης επανάστασης.
Το μεγαλύτερο μέρος των νεκρών στρατιωτών προερχόταν από την αγροτική και αστική τάξη, οι οποίες επλήγησαν ανεπανόρθωτα από τον πόλεμο. Η τάξη των μικροεισοδηματιών (βιοτεχνών, εμπόρων, μικρογαιοκτημόνων) λύγισε από τον πληθωρισμό αλλά και από τις νέες συνθήκες που επέβαλε ο πόλεμος, με την ανάπτυξη της παραγωγής αλλά και την αύξηση της παραγωγικότητας. Η εργατική τάξη καθώς και οι μεσαίες τάξεις των μισθοσυντήρητων και ελεύθερων επαγγελμάτων, υπέφεραν από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών τους. Υπολογίζεται ότι στη Γαλλία και στη Βρετανία η αγοραστική δύναμη των μισθωτών μειώθηκε κατά 15%, ενώ στη Γερμανία και την Ιταλία κατά 25%. Ορισμένοι όμως επωφελήθηκαν από τον πόλεμο και άντλησαν τεράστια κέρδη, όπως τραπεζίτες, βιομήχανοι, ιδιοκτήτες γης, δημιουργώντας έντονες κοινωνικές αντιθέσεις και μια τάξη «νεόπλουτων».
Μια ακόμα μετεξέλιξη ήταν η εμφάνιση της γυναίκας στο κοινωνικό προσκήνιο. Υπερτερώντας αριθμητικά των ανδρών οι γυναίκες, χρησιμοποιήθηκαν στα μετόπισθεν, κυρίως από τις πολεμικές βιομηχανίες και τα αγροκτήματα και συνέβαλαν αποτελεσματικά στη διεξαγωγή του πολέμου. Βελτίωσαν την κοινωνική τους θέση και το κύρος τους, με αποτέλεσμα να χειραφετηθούν, αποκτώντας μέχρι και δικαίωμα ψήφου σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με πρώτη τη Βρετανία το 1918.
Γ. Οι οικονομικές δυσπραγίες
Ο κρατικός παρεμβατισμός
Ο πόλεμος άφησε τις οικονομίες των κρατών που ενεπλάκησαν προβληματικές, καθώς η διεξαγωγή του υπερέβαινε τις δυνάμεις τους. Οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να λύσουν το δημοσιονομικό πρόβλημα με τον κρατικό παρεμβατισμό και την κεντρική διεύθυνση της οικονομίας –ένα μέτρο που είχε ληφθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου– τη σύναψη εσωτερικών και εξωτερικών δανείων –τα οποία ανήλθαν σε τρομερά ύψη– και την επιβολή άμεσης φορολογίας. Οι κυβερνήσεις καθόριζαν τον όγκο της βιομηχανικής παραγωγής, είχαν τον έλεγχο των εισαγωγών και των εξαγωγών, ρύθμιζαν τις τιμές και τα ημερομίσθια. Η προσπάθεια για κοινωνική πολιτική αύξησε τα εξόδων έναντι των εσόδων και δημιουργήθηκε πληθωρισμός, ο οποίος σε συνδυασμό με την έλλειψη αγαθών και την μείωση των ημερομισθίων, επέφεραν σοβαρά προβλήματα επισιτισμού στους πληθυσμούς. Η αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος, χωρίς αντίκρισμα, οδήγησε στην υποτίμηση των κυριότερων ευρωπαϊκών νομισμάτων, ενώ η αλλαγή του νομίσματος που υιοθετήθηκε από ορισμένες κυβερνήσεις έπληξε κυρίως τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις. Παράδειγμα, στη Γερμανία η κυκλοφορία του χρήματος ήταν πενταπλάσια σε σύγκριση με το 1914, ενώ η Γαλλία και η Βρετανία συγκλονίσθηκαν από απεργίες, εξαιτίας της αντιπληθωριστικής πολιτικής των κυβερνήσεών τους. Η Σοβιετική Ένωση για να αντιμετωπίσει την οικονομική κατάρρευση εφάρμοσε μέχρι το 1924 τη Νέα Οικονομική Πολιτική, επιτρέποντας την ιδιωτική βιομηχανία και το εμπόριο, καθώς και την πώληση σίτου στην ελεύθερη αγορά, κατόπιν όμως προχώρησε στην κολεκτιβοποίηση.
Οι πολεμικές αποζημιώσεις
Οι συνθήκες ειρήνης δεν ενσωμάτωσαν στην ευρωπαϊκή οικονομία τη Γερμανία, αλλά της επέβαλαν υπέρμετρες πολεμικές αποζημιώσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει σταθερότητα. Η Βρετανία και η Γαλλία έχασαν, κατά τη διάρκεια του πολέμου, τις επενδύσεις που είχαν στο εξωτερικό, ενώ οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις σε πολλές χώρες εξαφανίσθηκαν εντελώς. Αυτή η απώλεια των κεφαλαίων κίνησης οδήγησε στην απαίτηση επιβολής στην Γερμανία, πολεμικών επανορθώσεων με αγαθά, χρεόγραφα και χρυσό, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η ανοικοδόμησή τους και οι κοινωνικές παροχές. Οι ΗΠΑ για να βοηθήσουν τη Γερμανία να αναρρώσει από τον πληθωρισμό και να αντεπεξέλθει στην πληρωμή των αποζημιώσεων, ώστε να μπορέσουν και οι Σύμμαχοι να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς τις ΗΠΑ, έθεσαν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης της Ευρώπης. Η Γερμανία, που δέχθηκε το μισό της παγκόσμιας εξαγωγής κεφαλαίων το 1928, ανέκαμψε και έγινε κέντρο αναδιανομής κεφαλαίων των ΗΠΑ. Το δολάριο συγκάλυψε τις πηγές ανωμαλίας στην Ευρώπη και η περίοδος ευφορίας συνέπεσε με μια βιομηχανική ανάπτυξη. Και ενώ οι ΗΠΑ είχαν μετατραπεί σε ρυθμιστή της ευρωπαϊκής οικονομίας δημιουργώντας μια εικονική ευημερία, ολόκληρο το σύστημα κατέρρευσε μετά την οικονομική κρίση της χώρας τους, το 1929.
Η απώλεια της οικονομικής πρωτοκαθεδρίας
Μετά τον πόλεμο παρατηρήθηκε μείωση της ευρωπαϊκής αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, εξαιτίας των υλικών καταστροφών και της λειψανδρίας. Το παγκόσμιο εμπόριο διαταράχθηκε, εφόσον μειώθηκαν οι εξαγωγές των ευρωπαϊκών χωρών και έτσι δόθηκε η δυνατότητα σε τοπικές αγορές να αναπτυχθούν, καθώς και η ευκαιρία στις ΗΠΑ να εισχωρήσουν στο διεθνές εμπόριο. Οι οικονομίες που ανέκαμψαν, όπως της Βρετανίας και της Γαλλίας, ήρθαν αντιμέτωπες με τον συνδικαλισμό που απαιτούσε καλύτερα ημερομίσθια, γεγονός που αύξανε το κόστος της παραγωγής των προϊόντων. Τα λίγα ευρωπαϊκά αγαθά έπαψαν να είναι ανταγωνιστικά. Η βρετανικές εξαγωγές ήταν οι μισές το 1921 σε σύγκριση με το 1913, ενώ η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ ήταν κατά 22% μεγαλύτερη στο αντίστοιχο διάστημα. Επιπλέον, τα ευρωπαϊκά κράτη προχώρησαν σε εισαγωγές βιομηχανικών πρώτων υλών και ειδών διατροφής, ενώ οι νέοι δασμολογικοί φραγμοί που προέκυψαν με τη δημιουργία νέων κρατών, παρεμπόδισαν τη ροή της παραγωγής και της διανομής. Ο φόβος της πολιτικής αστάθειας που παρεμπόδιζε τη σύναψη διεθνών δανείων, τα ελλειμματικά ισοζύγια, οι διαταραγμένες διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και η διαστρεβλωμένη εικόνα από τις επανορθώσεις και τα πολεμικά χρέη, έκαναν αδύνατη της επιστροφή της Ευρώπης στην προ του 1913 διεθνή οικονομική δραστηριότητα. Μετά την απώλεια και των παγκόσμιων αγορών, η Ευρώπη έχασε την οικονομική ηγεμονία που είχε πριν τον πόλεμο, προς όφελος των ΗΠΑ.
Δ. Οι πολιτικές συνέπειες
Οι επαναστάσεις
Η έκρηξη της επανάστασης στην τσαρική Ρωσία, μέσα στη δίνη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο. Η επανάσταση του 1905 δεν είχε αλλάξει σημαντικά πράγματα στη Ρωσία. Ο πόλεμος όμως έδωσε τη χαριστική βολή στο τσαρικό καθεστώς. Η Ρωσία με φανερή την κόπωση του πολέμου και στα πρόθυρα της ήττας, ήταν ώριμη για κοινωνική επανάσταση. Ο λαός μετρούσε τους νεκρούς του από την πείνα και τον πόλεμο. Οι λιποταξίες, οι απεργίες, οι καταλήψεις κτημάτων, καθώς και η αδυναμία της προσωρινής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, οδήγησαν το 1917 τη μειοψηφία των σοσιαλιστών μπολσεβίκων, με επικεφαλής το Λένιν, να «μαζέψουν» την εξουσία που στην ουσία είχε εγκαταλειφθεί. Τα συνθήματα για «ψωμί – ειρήνη – γη» ήταν τα μόνα όπλα που διέθεταν, είχαν όμως απήχηση στο λαό γιατί αυτές ακριβώς ήταν οι ανάγκες του. Ο Λένιν –με βαρύτατους όρους για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας– εξασφάλισε την ειρήνη, επέτρεψε στους αγρότες να καταλάβουν τη γη και εξοικονόμησε τα είδη διατροφής με επιτάξεις. Μολονότι οι Σύμμαχοι βοήθησαν τους οπαδούς του τσαρισμού στην αντεπανάσταση -θεωρώντας προδοσία την έξοδο της Ρωσίας από τον πόλεμο και τη χωριστή ειρήνη- το καθεστώς του Λένιν άντεξε και επέζησε, καθώς ήταν η μόνη ικανή και πρόθυμη κυβέρνηση να κρατήσει ενιαία τη Ρωσία και να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις της.
Η επανάσταση στη Ρωσία απελευθέρωσε επαναστατικές δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη. Σ’ αυτό συνέβαλε η Τρίτη Διεθνής (Κομιντέρν) που ίδρυσε το 1919 ο Λένιν. Σκοπό της είχε να διαδώσει την επανάσταση σε όλη την Ευρώπη, ιδρύοντας και ενισχύοντας οικονομικά, Κομμουνιστικά Κόμματα. Στη Γερμανία, που ήδη συγκλονιζόταν από απεργίες και ταραχές, εξαιτίας των στερήσεων του αποκλεισμού, οι Σπαρτακιστές, που είχαν σχηματίσει το Κομμουνιστικό Κόμμα, διοργάνωσαν μαζική απεργία και έδωσαν το σήμα της ένοπλης εξέγερσης το1919. Στην Ουγγαρία, το ίδιο έτος ο Μπέλα Κουν έφερε τους κομμουνιστές στην εξουσία, ενώ στην Αυστρία ιδρύθηκε το Αυστριακό Κομμουνιστικό Κόμμα. Στις χώρες των Συμμάχων ξέσπασαν δυναμικές απεργίες και τα εργατικά κόμματα διασπάστηκαν κάτω από την πίεση της Κομιντέρν. Σε όλες τις χώρες δημιουργήθηκαν Κομμουνιστικά Κόμματα πιστά στη Σοβιετική Ένωση. Βέβαια, τελικά όλα τα επαναστατικά κινήματα απέτυχαν και η αντεπανάσταση θριάμβευσε. Όμως, ο σπόρος της Κομιντέρν ρίζωσε στην Ευρώπη, παρόλο που οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να απομονώσουν τη Σοβιετική Ένωση, περιχαρακώνοντάς την από εχθρικά κράτη.
Το πλήγμα του φιλελευθερισμού.
Από τις πρώτες κιόλας εκλογικές αναμετρήσεις που διεξήχθησαν στη μεταπολεμική Ευρώπη, η φιλελεύθερη δημοκρατία δέχθηκε διμέτωπη επίθεση. Τα αριστερά κινήματα των θαυμαστών της ρωσικής επανάστασης, κυρίως όμως τα δεξιά κινήματα των εθνικιστών, είχαν μεγάλη απήχηση στις μεσαίες και στις αναδυόμενες τάξεις, εφόσον αυτές είχαν πληγεί περισσότερο. Σε χώρες που δεν είχαν μακρά δημοκρατική παράδοση (Αυστρία, Ουγγαρία, Πορτογαλία), σ’ αυτές που είχαν συντηρητικό ή αγροτικό πληθυσμό (Ισπανία, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία) και τέλος σε χώρες με πληγωμένο εθνικισμό και τεράστια οικονομικά προβλήματα (Γερμανία, Ιταλία), η δημοκρατία αμφισβητήθηκε. Στην Ισπανία (1923), στην Πορτογαλία (1926), και τη Λιθουανία (1926), εκλέχθηκαν αυταρχικά καθεστώτα. Στην Γιουγκοσλαβία (1929) και στην Ουγγαρία εγκαταστάθηκαν μοναρχίες. Η Πολωνία είχε από το 1926 μια ήπια στρατιωτική δικτατορία, ενώ η Ελλάδα αντικατέστησε τη μοναρχία με δημοκρατία το 1924, για να την επαναφέρει το 1935. Η πολιτική σκηνή της Ευρώπης υπέθαλπε σημαντικές αλλαγές, καθώς πολλά καθεστώτα αποδείχθηκαν ευάλωτα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, κυρίως εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης και της ανόδου των ριζοσπαστικών κινημάτων. Στην Ιταλία, όπου η εκλεγμένη κυβέρνηση παρέπαιε, ο πρώην σοσιαλιστής Μουσολίνι και το φασιστικό κίνημά του προσέγγιζε την εξουσία το 1922, ενώ στο Μόναχο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το 1923, ο Χίτλερ έγραφε το βιβλίο Ο Αγών μου.
Η άνοδος του φασισμού
Ο ιταλικός φασισμός είχε τις ρίζες του στα προβλήματα που ενέκυψαν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Προκειμένου να πάρει η Ιταλία το μέρος των Συμμάχων το 1915, μετά την έναρξη του πολέμου, της υποσχέθηκαν εδαφικές παραχωρήσεις «αλύτρωτων» περιοχών με ιταλικούς πληθυσμούς. Μετά τη σύναψη των Συνθηκών, οι Ιταλοί θεώρησαν ότι δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως από τις παραχωρήσεις, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός συναισθήματος ντροπής και ταπείνωσης, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους. Επιπλέον, ο βαρύς φόρος αίματος, η ανεργία, ο πληθωρισμός, οι ρημαγμένες από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις βόρειες επαρχίες και το καταχρεωμένο κράτος που επέβαλε αύξηση της φορολογίας και των τιμών, δημιούργησαν απογοήτευση και αντιπάθεια για την ανεπαρκή κυβέρνηση. Η δυσαρέσκεια του πληθυσμού δημιούργησε ένα κλίμα αναταραχής, που αποτυπώθηκε στις εκλογές του 1919 με την ανάδειξη σε τρίτο κόμμα, του κόμματος των σοσιαλιστών, που έτρεφαν συμπάθεια προς τον κομμουνισμό. Την ίδια χρονιά έκανε την εμφάνισή του το κόμμα του Μουσολίνι που είχε σοσιαλιστικές κατευθύνσεις και διακατεχόταν από εθνικισμό. Τα μέλη του προέρχονταν από τις μεσαίες και κατώτερες μεσαίες κοινωνικές τάξεις, ενώ ισχυρή αντιπροσώπευση είχαν οι απογοητευμένοι από την πεζότητα της πολιτικής ζωής, πρώην αξιωματούχοι και στρατιώτες του Μεγάλου Πολέμου. Μετά τις εκλογές η χώρα εισήλθε σε μια περίοδο αναταραχών, με απεργίες υποκινούμενες από τους σοσιαλιστές, καταλήψεις εργοστασίων και αγροκτημάτων. Η ιθύνουσα τάξη χρηματοδότησε το κόμμα του Μουσολίνι και το χρησιμοποίησε για να καταστείλει τα εργατικά κινήματα και να συγκρατήσει την άνοδο του κομμουνισμού. Οι ομάδες που οργανώθηκαν σε όλη τη χώρα και ονομάσθηκαν «fasci», στελεχώθηκαν από νεαρούς εθνικιστές. Εξαπέλυαν διώξεις, κακοποιούσαν και δολοφονούσαν κομμουνιστές, συνδικαλιστές, φιλελεύθερους και καθολικούς. Η άνοδος του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, όπως το είχε ονομάσει ο Μουσολίνι, ήταν ραγδαία. Στις εκλογές του 1924 κέρδισε απόλυτη πλειοψηφία με τη βοήθεια της χρηματοδότησης των μεγαλοβιομήχανων. Η λειτουργία των υπόλοιπων κομμάτων απαγορεύθηκε και το Κοινοβούλιο παραγκωνίσθηκε. Το 1926 ο Μουσολίνι είχε ολοκληρώσει τον ιταλικό φασισμό.
Η άλλοτε κραταιά Γερμανία αντιμετωπίσθηκε από τους Συμμάχους, ως η αποκλειστικά υπεύθυνη για τον πόλεμο και ερήμην της καταδικάσθηκε σε ηθική ταπείνωση, οικονομική εξόντωση και κοινωνική απομόνωση. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών ουδέποτε έγινε αποδεκτή στη συνείδηση των Γερμανών. Δημιούργησε μια απογοήτευση, μια πικρία και ένα συναίσθημα εκδίκησης στους πολίτες, για την αποστερημένη αξιοσέβαστη θέση που κατείχε η χώρα τους. Τα αναδυόμενα κόμματα της ριζοσπαστικής δεξιάς απευθύνονταν σ’ αυτούς τους ανθρώπους με εθνικιστικές θεωρίες και προσέλκυσαν οπαδούς από τα κατώτερα και μεσαία στρώματα, με σημαντική αντιπροσώπευση πρώην αξιωματικών. Αναπτύχθηκαν ως αντίδραση απέναντι στα σοσιαλιστικά εργατικά κινήματα και στον φόβο του κομμουνισμού. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, μια αναγκαστική κυβέρνηση συνασπισμού των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων της χώρας, που συγκροτήθηκε το 1918, χρεώθηκε με όλα τα δεινά που ακολούθησαν τον πόλεμο: την κομμουνιστική επανάσταση των Σπαρτακιστών, το 1919, τα εθνικιστικά και στρατιωτικά κινήματα –όπως αυτό του Χίτλερ το 1923 στο Μόναχο– και τέλος την οικονομική κρίση της χώρας μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Στην τελευταία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό η πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, γιατί η αδυναμία συνεννόησης κράτους – εργοδοτών – εργατών, είχε σαν αποτέλεσμα οικονομικές και κοινωνικές περικοπές. Η μαζική ανεργία έδωσε τη χαριστική βολή. Αυτό το κλίμα εκμεταλλεύθηκε ο Χίτλερ με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Εργατών. Η έξυπνη εθνικιστική προπαγάνδα που εφάρμοσε –ανατροπή του ευρωπαϊκού status quo υπέρ της Γερμανίας και εδαφική επέκταση, οικονομική ανόρθωση, κοινωνικές παροχές, πλήρη απασχόληση για όλους– είχε πλατιά απήχηση μετατρέποντάς το σε μαζικό κόμμα. Στις εκλογές του 1932 έλαβε την πλειοψηφία κερδίζοντας την εμπιστοσύνη και της μεγαλοαστικής τάξης. Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες δεν φρόντισαν να συσπειρωθούν εναντίον του. Ο Χίτλερ διέλυσε τα κόμματά τους το 1933, όταν τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός.
Τα κοινωνικά προβλήματα και οι οικονομικές κρίσεις που δημιουργήθηκαν μετά τον πόλεμο, αλλά και η εφαρμογή των αμφισβητούμενων συνθηκών ειρήνης, έφεραν τα κράτη στα όριά τους και προλείαναν το έδαφος για την επικράτηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Οι οπαδοί τους προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις των ανέργων και των βετεράνων στρατιωτών. Οι μάζες αμφισβητούσαν αυτούς που τους έσυραν στον πόλεμο και αδυνατούσαν να τους βγάλουν από τις οικονομικές κρίσεις, ενώ ταυτόχρονα αναζητούσαν κυβερνήσεις που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την ασφάλεια και την πρόοδό τους.
Οι επαναστάσεις και οι απεργίες κατέληξαν να είναι ενδημικά φαινόμενα των ευρωπαϊκών χωρών, ενώ τα φιλελεύθερα καθεστώτα και οι θεσμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αμφισβητήθηκαν. Ενισχύθηκαν τα μειοψηφικά κόμματα, ενώ νέα έκαναν της εμφάνισή τους. Οι ιδεολογίες του σοσιαλισμού, του εθνικισμού, του μιλιταρισμού, η πειθώ των ηγετών –Μουσολίνι, Χίτλερ, Λένιν– σε συνδυασμό με τα αντιπολεμικά ή φιλοπόλεμα συναισθήματα, καθώς και η μεγάλη οικονομική κρίση, οδήγησαν στον ολοκληρωτισμό του κομμουνισμού, του φασισμού και του ναζισμού.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος διαμόρφωσε ένα νέο πρότυπο βίας, που χαρακτήρισε τον 20ο αιώνα και έσπειρε διχόνοιες και μίση, απ’ όπου ξεπήδησαν νέες και μεγαλύτερες συγκρούσεις στο μέλλον. Επιπλέον, διέλυσε το δυτικό πολιτισμό του 19ου αιώνα που ήταν καπιταλιστικός, φιλελεύθερος, αστικός και ένδοξος, καθώς και την πεποίθηση που είχε η Ευρώπη, ότι ήταν το κέντρο του κόσμου. Τα νέα δεδομένα, όπως διαμορφώθηκαν, την οδήγησαν να χάσει αργότερα και την ανεξαρτησία της, καθώς υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης. Ένας δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν προ των πυλών.
Β
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.