Εισαγωγή
Όταν πρωταντίκρυσα την καινούργια δουλειά του φωτογράφου Θωμά Φίλιου, ένιωσα ν’ ανοίγει μπρος μου ένα παράθυρο σε μιαν άλλη, απόκοσμη, μεταφυσική πραγματικότητα. Σ’ ένα απέραντο τοπίο εσωτερικής ενατένισης, πυκνής σιωπής που σπάει τα σύνορα επίγειου κι «ουράνιου» κόσμου, σ’ ένα μοναχικό μονοπάτι δημιουργικής, σχεδόν ομιλούσας, γαλήνης που ενώνει, μέσα σε κοσμογονικές, ασημένιες ανταύγειες, γη κι ουρανό.
Λες και η τέχνη της φωτογραφίας, στην περίπτωσή του, ξεσκεπάζει τα άδυτα του περιβάλλοντος, φυσικού και ανθρωπογενούς. Λες και οι παγιωμένες στιγμές στο χρόνο, που σκαλώνουν πότε στο ξύλο και την πέτρα, πότε στο υγρό στοιχείο και το χώμα, και πότε στον αιθέρα και τα βράχια, ζωντανεύουν το ανάγλυφο του κόσμου μας. Διεισδύουν στη ροή του χώρου. Ανατρέπουν τον αδιάφορο ψυχισμό μας, δηλώνοντας, κραυγάζοντας σχεδόν, μια πρωτόγνωρη κοσμογονία που συντελείται μυστικά κι ερήμην μας, μέσα μας και γύρω μας.
Αυτή η ικανότητα του φωτογράφου ν’ απομονώνει εικόνες, να δομεί σε μια πρωτότυπη σύνθεση στοιχεία της πραγματικότητας, να επιλέγει προσεγγίσεις και οπτικές γωνίες ολότελα «ξαφνιαστικές» για τον πεζό, κοινό νου της καθημερινότητας, παραπέμπει σε πασίγνωστες εικαστικές αναφορές, για τους γνώστες της Ιστορίας της Τέχνης της ζωγραφικής: στοιχεία ιμπρεσσιονιστικά, φορμαλιστικά - δομικά, αχνοδουλεμένα «βάθη» ως ανάμνηση της τεχνικής sfumato του Leonardo da Vinci και των υψηλών επιτευγμάτων της Αναγέννησης, κλιμακωτές συνθέσεις γεωμετρικής - μαθηματικής έμπνευσης, αντιθετικές παραθέσεις - αντιστίξεις ουρανού και γης. Όλα αυτά δηλαδή, που στην ουσία τους αποτελούν την κοινή κληρονομιά ζωγράφων και φωτογράφων.
Κι έρχονται κάποιες μαγικές στιγμές που τα σύννεφα, πότε ως άυλα, ταξιδιάρικα, πουλιά, πότε ως λευκές, μεταφυσικές συγκεντρώσεις ενέργειας, πότε ως ανοιχτοί δρόμοι του απείρου, μας σκορπούν την ασημόσκονη της λήθης για να μας γοητεύσουν μ’ αυτή την άλλη αλήθεια της τέχνης. Μιας τέχνης που πλαταίνει τον, πολλές φορές, ασφυκτικά στενό ορίζοντα της ζωής μας, που μας απογειώνει ανακουφιστικά.
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Θωμά Φίλιου, φωτισμένες από ένα φως, ανέσπερο στη σύστασή του, που λες και αντέχει και στην πιο μεγάλη καταχνιά των βουνών, και στην πιο βαθιά θαλασσινή ομίχλη, με τύλιξαν στο λεπτό υφάδι τους, σ’ ένα μαγνάδι θωπευτικό της ψυχής, σ’ ένα «όνειρο» αναίρεσης της βαρύτητας των πραγμάτων. Σ’ ένα τέτοιο «τοπίο» η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης βρίσκει το νόημά της.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
(Φιλόλογος-Ιστορικός)
Τρίκαλα, 25-5-2006.
Α) Βράχια.
Βράχια, μνημεία της φύσης, μνημεία της τέχνης του φωτογράφου, ως άλλα μεγαλόπρεπα γλυπτά του Moore. Οι θηλυκότροπες καμπύλες τους αγκαλιάζουν το βλέμμα του ανιχνευτή - περιηγητή της «Σελήνης». Εκρήξεις πελώριες, κοσμογονικές γέννησαν αυτές τις επικών διαστάσεων μορφές, αυτές τις Πανάρχαιες Γονιμικές Θεές της Γης. Σαν την Αφροδίτη του Βίλεντορφ στέκουν ήρεμες, κείτονται μακάριες στην αδιατάρακτη γαλήνη τους.
Άλλα βράχια οδοντωτά σαν περίμετρος γκρεμισμένου κάστρου κόβουν τον ορίζοντα. Κι άλλα που θυμίζουν ξαπλωμένες φώκιες στην ακτή, ακαθόριστες, προαιώνιες φιγούρες πέτρινων θηλαστικών που τα ξέβρασε η Προϊστορία στους καιρούς μας για να δώσει ξανά ζωή στο χρόνο.
Οχυρά αρχέγονης μνήμης, ερωτικό κάλεσμα του πωρόλιθου, ανάσα της πέτρας που γεμίζει τον αέρα, που πυκνώνει το ενεργειακό φορτίο. Ώρες - ώρες θαρρείς πως οι γιγαντιαίες κροκάλες αντηχούν το νερό της θάλασσας, εξατμίζοντάς το σαν πνοή στον εκτυφλωτικό δίσκο του ήλιου. Αντανακλάσεις σκληρές, εκλύονται στις πορώδεις επιφάνειες: πρωί, μεσημέρι, σούρουπο, όλες οι ώρες της μέρας αφήνουν το αποτύπωμά τους στα βράχια, ζωγραφίζουν παράξενα σχήματα σαν ανερμήνευτες, προγονικές βραχογραφίες. Απόκοσμη ηρεμία θωπεύει το τοπίο. Το βλέμμα μεταφέρεται στις κρύπτες της Καππαδοκίας, στα μακρινά ασκηταριά της εσώτερης ερήμου μιας Ανατολίας ποτισμένης με έναν κρυφό ερωτισμό, που «υποφώσκει», όπως οι άγγελοι με το φως της ρομφαίας στα μάγουλα....
Τα ερμάρια της οκνής μας μνήμης ανοίγουν και εισχωρούν μέσα τους τα πελώρια αυτά βράχια. Εκεί θα συμπιεστούν ταξιδεύοντας στο μέλλον. Οι φωτογραφίες όμως είναι εδώ, μπροστά μας, για να μας θυμίζουν την βραχώδη, σκληρή σύσταση της εσωτερικής μας υπόστασης.
Β) Το Δέντρο.
Δέντρα μοναχικά, δέντρα σύνορα, δέντρα οδοδείκτες - σημάδια του τόπου. Κάποτε στα γυμνά κλαδιά τους μπλέκονται νέφη βαμβακένια, κάποτε απλώνουν τα κοκαλιασμένα μέλη τους σαν ικέτες στην ευσπλαχνία του ουρανού. Δέντρα κεραυνοχτυπημένα, φθαρμένα απ’ την σκληράδα του χρόνου, της παγωνιάς, των ανθρώπων.
Το Δέντρο στη φωτογραφική τέχνη του Θωμά Φίλιου είναι το υπέρτατο σύμβολο της ίδιας της ζωής. Έχει τη δύναμη και την ορμή του κατακτητή του ουρανού, την ομορφιά της ανθοφορίας, τη ζωντάνια της αδάμαστης, ριζωμένης θέλησης, το πέταγμα του άγριου πουλιού, την υψιπετή αλαζονεία του κυρίαρχου. Το Δέντρο ακόμη και στην θλιβερή ώρα του θανάτου του, φαντάζει νικητής με την παράξενη ομορφιά του σκέλεθρου στην όψη του. Κεντρικό σημείο αναφοράς στη φωτογραφία ενός γοητευτικού Υπαιθρισμού, μόνιμος σύντροφος της ιδιότυπης φύσης της Πίνδου.
Γ) Ανασκιρτήματα στην Πίνδο.
Ανασκιρτήματα, κρυφά γνεψίματα της πέτρας στο ξύλο, του ξύλου στον αέρα, του αέρα, που θροΐζει ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων στα σύννεφα, των λευκών αυτών ταξιδευτών σε γη κι ουρανό... Στον αέναο κύκλο των φυσικών στοιχείων της Πίνδου, μιας ελληνικής γωνιάς ξεχασμένης απ’ το χρόνο, κατοικούν αφανέρωτα ξωτικά του μύθου.
Αρχαίοι τεχνίτες, επιδέξιοι μαστόροι σμίλεψαν με ξόρκια, λόγια μυστικά, την πέτρα κι αυτή ψιθυρίζει ως σήμερα την ομορφιά του κόσμου. Γύρω της περιπλέκονται, πλοκάμια φοβερού χταποδιού, κλαδιά δέντρων, άκρες θάμνων, ξύλα που χάσκουν σαν αρχαία ξόανα... Ένας κόσμος ολόκληρος που ζει κι αναπνέει στη μόνωση της Πίνδου, δίνοντας «αφορμές» σε εκλεκτικές συγγένειες ανθρώπου - περιβάλλοντος χώρου, μεταγγίζοντας ζωογόνες πνοές ενατένισης του ανοιχτού ορίζοντα.
Δ) Προσεγγίσεις - Δίαυλοι επικοινωνίας.
Φωτογραφίες αισθαντικές, βασισμένες σε ποιητικές αντιστίξεις ανάμεσα στα στοιχεία της γης και τ’ ουρανού.
...Και ξάφνου ανοίγουν οι ουρανοί, εκρήγνυνται, λες, ηφαίστεια κι η λάβα τους απλώνεται στο χώμα... αργότερα πήζει, ξεραίνεται και σχηματίζει δρόμους γήϊνους, χοϊκούς που όλο και ανεβαίνουν στα ύψη, ουρανοδρόμοι, γέφυρες ουρανού και γης, αόρατες συνδέσεις, μεταφυσικές προσεγγίσεις ανάμεσα σε δύο κόσμους αντιμαχόμενους... Ο Πλάτωνας κι ο Αριστοτέλης ως εικόνες φυσικές, ως «αισθητοποιήσεις» που πια η φωτογραφία ορίζει... Ο ουράνιος κόσμος των ιδεών και ο γήϊνος κόσμος της λογικής, σταθερής δομής, ο αιθέρας και το χώμα, φυσιοκρατικά και αισθητικά προσεγγίζονται αμοιβαία μπρος μας: οι κρουνοί ανοίγουν σε γη κι ουρανό για να μας δεχτούν στην ολότητα ενός σύμπαντος αφανούς αρμονίας Ηρακλείτειας έμπνευσης. Η έκσταση που υποδηλώνεται μέσα απ’ τα συμφραζόμενα των προσεγγίσεων εξαγνίζει τη φύση και τον άνθρωπο, όπως η κάθαρση στην αρχαία τραγωδία, τέχνης σπουδαίας και τελείας.
Β
Ε) Ροών Παρυφές.
Ρους ποταμού.
Ρους θαλάσσης.
Ατελεύτητου ύδατος στον αιώνα
στροβιλίζονται κρυσταλλένια μύρτιλα,
σταγόνες αφανείς στην ορμή του καταρράκτη.
Υγρές χοάνες μυστικών στοών
διψούν για φύλλα, θαλλερά κλαδιά κι αναφυάδες
στις παρυφές του «Κόσμου».
Θαμπώνει η καθαρότητα στο βλέμμα
Διαύγεια ροών την καταστρέφει.
Οι αισθήσεις ζωντανές κεραίες
Υγρών οριζόντων
Παρυφών Ροών.
Στ) Ταξίδια.
Χιονισμένες πλαγιές λόφων ατενίζει ο οδηγός - φάντασμα του παλιού λεωφορείου του 1960 απ’ τα δίδυμα τζάμια - διόπτρες στο ξεχασμένο στο χρόνο ταξίδι του...
Ταξίδια ακίνητα, παγωμένα στην αχλύ ενός ατέλειωτου δρόμου...
Στις στροφές του συναντά κανείς αόρατες φτερωτές νύμφες που δείχνουν την άδηλη συνέχεια...
Που θα μας βγάλει το ταξίδι αυτό στη χαμένη αθωότητα της νεκρής μας φύσης; Που θα μας οδηγήσει η φθαρμένη ήδη μηχανή μας; Τα σκέλεθρα των παλιών αυτοκινήτων, βυθισμένα, θαμμένα, στο χιόνι, καραδοκούν: θα’ ρθει η στιγμή που θα αδράξουν την ευκαιρία για τη μεγάλη ανάδυση απ’ τη λήθη στην αλήθεια του ουρανού.
Αυτά τα ταξίδια όσο κι αν μας φοβίζουν, στοιβάζονται σαν ογκώδεις μάζες παλιοσιδερικών μέσα μας, σαν αλληλοδιαδοχή ακατάληπτων εικόνων αιωνιότητας. Τότε μόνο, κοιτώντας μέσα απ’ τη φωτογραφία το μοναδικό εσωτερικό μας τοπίο, θα είμαστε σε θέση να ταξιδέψουμε άφοβα στις χιονισμένες εσχατιές του μυαλού και της καρδιάς μας.
Ζ) Άνθρωποι της Πίνδου.
Σκαμμένα πρόσωπα, κυρτωμένα απ’ το μόχθο σώματα, ίδια δέντρα ριζωμένα στη γενέθλια γη τους. Η στενή σχέση του ανθρώπου της Πίνδου με την άγρια φύση της αποτυπώνεται στο κορμί του, άλλοτε ως βάσανο κι άλλοτε ως ζωτική σκληραγώγηση στην ακραία του επιβίωση.
Ζωή στα άκρα, στις παρυφές του πολιτισμού της άλογης κατανάλωσης. Ζωή που αναπνέει στους ρυθμούς περασμένων δεκαετιών, τότε που η οικολογική συνείδηση δεν ενισχυόταν απ’ την επίσημη εκπαίδευση αλλά αποτελούσε λειτουργικό στοιχείο της αυθόρμητης, καθημερινής πραγματικότητας.
Η) Φως και σκιά.
Σαν επιτύμβιες στήλες ενός άλλου κόσμου, κλειστά παραθυρόφυλλα όπου αντικαθρεφτίζεται η σκιά της Ευρυδίκης υψώνοντας τα νυφικά της πέπλα... Σαν πάνω σε αρχαία αγγεία, ο έρωτας κι ο θάνατος παραμονεύουν να αδράξουν τη σκιά μας, παίζουν κρυφτούλι απέναντι στο φως.