Κείμενο Προκοπίου «Ανέκδοτα».
«Όσα μεν ούν Ρωμαίων τω γένει εν τοις πολέμοις άχρι δεύρο ξυνηνέχθη γενέσθαι, τήδέ μοι δεδιήγηται, ήπερ δυνατόν εγεγόνει των πράξεων τάς δηλώσεις απάσας επί καιρών τε και χωρίων των επιτηδείων αρμοσαμένω: τά δε ενθένδε ουκέτι μοι τρόπω τω ειρημένω ξυγκείσεται, επί ενταύθα γεγράψεται πάντα, οπόσα δή τετύχηκε γενέσθαι πανταχόθι της Ρωμαίων αρχής. αίτιον δε, ότι δή ουχ οίον τε ην περιόντων έτι των αυτά ειργασμένων ότω δει αναγράφεσθαι τρόπω. ούτε γαρ διαλαθείν πλήθη κατασκόπων οίον τε ην ούτε φωραθέντα μη απολωλέναι θανάτω οικτίστω: ουδέ γαρ επί των συγγενών τοις γε οικειοτάτοις το θαρρείν είχον.1 αλλά και πολλών των εν τοις έμπροσθεν λόγοις ειρημένων αποκρύψασθαι τάς αιτίας σημήναι δεήσει.
Αλλά μοι ες αγώνισιν ετέραν ιόντι χαλεπήν τινά και δεινώς άμαχον των Ιουστινιανώ τε και Θεοδώρα βεβιωμένων βαμβαίνειν τε και αναποδίζειν επί πλείστον εκείνο διαριθμουμένου ξυμβαίνει, ότι δή μοι ταύτα εν τω παρόντι γεγράψεται τά μήτε πιστά μήτε εικότα φανησόμενα τοις όπισθεν γενησομένοις, άλλως τε οπηνίκα επί μέγα ρεύσας ο χρόνος παλαιοτέραν την ακοήν απεργάζεται, δέδοικα μη και μυθολογίας αποίσομαι δόξαν καν τοις τραγωδοδιδασκάλοις τετάξομαι. Εκείνω μέντοι το θαρρείν έχων ουκ αμαρτύρητος ο λόγος εστίν. Οι γαρ νυν άνθρωποι δαημονέστατοι μάρτυρες των πράξεων όντες αξιόχρεω παραπομποί ες τον έπειτα χρόνον της υπέρ αυτών πίστεως έσονται…».2
1. Η Βυζαντινή διπλωματία και κατασκοπεία φημιζόταν για τα αθέμιτα μέσα που εξεύρισκε για να εξαναγκάζει την αποκάλυψη μυστικών.
2. Εδώ υπονοούνται οι χρονογράφοι. Αυτοί ήταν οι παραμυθάδες, θα λέγαμε, του Μεσαίωνα. Πιθανώς ήταν μοναχοί ή αυλικοί ηγεμόνων που εξιστορούσαν με όχι αντικειμενικό τρόπο γεγονότα που έζησαν ή μεταφέρουν παραδόσεις. Θεωρούσαν την ιστορία είδος «ομιλίας» με την οποία τους δινόταν η ευκαιρία να δικαιώσουν την τύχη που εκάστοτε επιφυλάσσει ο Θεός στους ανθρώπους. Δεν ενδιαφέρονταν πολύ για την πραγματική ιστορική έρευνα ή την κριτική και χρησιμοποιούσαν τις πιο πρόσφορες πηγές που εύρισκαν, τις οποίες ανθολογούσαν και διασκεύαζαν ανενδοίαστα ή τις αντέγραφαν κατά λέξη, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σ’ ορισμένα στοιχεία, όπως παραδείγματος χάριν θαύματα, χιονοθύελλες, κομήτες, πλημμύρες και άλλα παρόμοια φυσικά φαινόμενα, τα οποία θεωρούσαν εντυπωσιακά ή ηθοπλαστικά για τους κοινούς ανθρώπους. Ο Προκόπιος εδώ αντιδιαστέλλει τον εαυτό του (είναι ο κατ’ εξοχήν ιστορικός των πρώτων βυζαντινών χρόνων) προς αυτούς.
Μετάφραση
«Το τι επέφεραν οι πόλεμοι στους Ρωμαίους έχω περιγράψει κατά τον καλύτερο τρόπο στα έργα μου αφού έλαβα υπ’ όψιν τις χρονικές και τοπικές συνθήκες. Οι διηγήσεις που ακολουθούν δεν θα γίνουν με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, διότι τώρα θα αναφερθεί τι συνέβη σε όλη την Ρωμαική αυτοκρατορία.3 Και ο λόγος για μένα είναι ο ακόλουθος: Κατά την διάρκεια της ζωής των δραστών δεν ήταν δυνατόν να περιγράψει κανείς τα εγκλήματά τους με τον πρέποντα τρόπο, διότι θα ήταν απίθανο να διαφεύγει τους πολυάριθμους κατασκόπους και σε περίπτωση ανακάλυψης θα θανατώνονταν με επώδυνο τρόπο. Ούτε τους στενότερους συγγενείς μου δεν μπορούσα να εμπιστευθώ. Ακόμη και τις αιτίες από πολλά γεγονότα που υπάρχουν στα προηγούμενα βιβλία μου, ήμουν αναγκασμένος να αποσιωπήσω και ως εκ τούτου αναφέρω τώρα τα μέχρι πρότινος παραλειφθέντα αυθεντικά γεγονότα μαζί με τις εσωτερικές αιτίες των γεγονότων, που ήδη προανέφερα.
Αλλά και τώρα που ανέλαβα την καινούργια άχαρη και πολύ δύσκολη αποστολή, να περιγράψω την ζωή του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, με καταλαμβάνει έντονος φόβος και πανικός και συλλογίζομαι ότι δεν έπρεπε τώρα να γράφω πράγματα, που στις επόμενες γενιές δεν θα φαίνονται ούτε αληθινά μα και ούτε πιστευτά. Διότι πάνω απ’ όλα φοβάμαι, όταν το ρεύμα του χρόνου έχει μεταφέρει τα γεγονότα μακριά, και θα με κατατάξουν στους τραγωδούς… Συγχρόνως, λόγω του μεγέθους του έργου μου θέλω να μη χάσω το θάρρος μου, διότι μπορώ την εξιστόρησή μου να την στηρίξω σε μαρτυρίες. Οι σύγχρονοί μου είναι πεπειραμένοι μάρτυρες των όσων συνέβησαν και στο μέλλον θα μου μείνουν πιστοί όσον αφορά την αξιοπιστία μου.»
3. Ρωμαίων: Στην πραγματικότητα η βυζαντινή αυτοκρατορία είναι μια νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας, όπως και το βυζαντινό κράτος είναι βασικά η συνέχεια του imperium Romanorum. Βέβαια το επίθετο «βυζαντινός» χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους και ήταν άγνωστο στους ονομαζόμενους «βυζαντινούς». Αυτοί χρησιμοποιούσαν συνήθως το όνομα «Ρωμαίοι», τον αυτοκράτορά τους θεωρούσαν ρωμαίο ηγεμόνα, διάδοχο και κληρονόμο των παλιών ρωμαίων Καισάρων.
Έμειναν πιστοί στο όνομα της Ρώμης όσο χρόνο διήρκεσε η αυτοκρατορία και οι ρωμαϊκές πολιτικές παραδόσεις κυριάρχησαν ως το τέλος στην πολιτική τους συνείδηση και βούληση.
Ωστόσο αν και το Βυζάντιο διατήρησε συνειδητά το σύνδεσμό του με την παλαιά Ρώμη και για λόγους θεωρητικούς και πρακτικούς επέμενε στη διατήρηση της ρωμαϊκής κληρονομιάς, με την πάροδο του χρόνου απομακρύνθηκε σιγά-σιγά απ’ τις αρχικές ρωμαϊκές θέσεις. Πάντως στην πρώτη του εποχή το Βυζαντινό κράτος ήταν καθαρά ρωμαϊκό και η ζωή του διαποτίζεται απ’ τη ρωμαϊκή παράδοση. Η εποχή αυτή θα μπορούσε εξίσου να ονομαστεί πρώιμη βυζαντινή όσο και υστερορωμαϊκή αφού περιλαμβάνει τους τρεις πρώτους αιώνες της βυζαντινής ή τους τρεις τελευταίους αιώνες της ρωμαϊκής ιστορίας. Είναι μια χαρακτηριστική εποχή μεταβάσεως απ’ το imperium στη βυζαντινή αυτοκρατορία, στην ιστορική πορεία της οποίας ο παλαιός ρωμαϊκός τρόπος ζωής παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στα νέα βυζαντινά στοιχεία.
Έλεγχος αξιοπιστίας του κειμένου:
Ο Προκόπιος του 6ου αιώνα είναι όχι μόνο ο πρώτος της σειράς των βυζαντινών ιστορικών, αλλά και ο επιφανέστερος και ο σημαντικότατος όλων των ιστοριογράφων. Είναι ο κατ΄ εξοχήν ιστορικός της εποχής του Ιουστινιανού. Γεννήθηκε περί τα τέλη του 5ου αιώνα στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Ήταν επαρχιώτης, όπως και πολλοί άλλοι από τους βυζαντινούς συγγραφείς, αλλά ζήτησε και βρήκε στην Κωνσταντινούπολη την ευκαιρία να διακριθεί.
Επιδόθηκε στην επιστήμη των νόμων αλλά άσκησε και το επάγγελμα του ρήτορα και του σχολαστικού. Στην Κωνσταντινούπολη έγινε, όπως φαίνεται, αμέσως γνωστός γιατί ήδη κατά το έτος 527 λίγο πριν το θάνατο του αυτοκράτορα Ιουστίνου, κατ’ επιθυμία του τελευταίου, προσκλήθηκε στην υπηρεσία του Στρατηγού Βελισαρίου ως νομικός σύμβουλος και γραμματέας («ξύμβουλος, πάρεδρος, υπογραφεύς»). Ως γραμματέας του Βελισαρίου, στρατηγού του Ιουστινιανού, ο Προκόπιος ήξερε όλα τα μυστικά των μεγάλων πολιτικών γεγονότων τα οποία συνέβησαν κατά τη διάρκεια της εποχής εκείνης. Το 533 συνεξεστράτευσε με τον Βελισάριο εναντίον των Βανδάλων στην Αφρική (533-534), όπου, και μετά την αποχώρηση του Βελισαρίου, παρέμεινε για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Το 536 μετέβη στην Ιταλία, όπου ο Βελισάριος πολέμησε τους Γότθους (536-540). Με το σπουδαίο και συνεπαγόμενο μεγάλες ευθύνες αξίωμα του συμβούλου (consiliarium) ακολούθησε τον στρατηγό Βελισάριο στην Ασία, στην εκστρατεία εναντίον των Περσών. Το 542 τον βρίσκουμε πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τον Πατριάρχη Νικηφόρο και τον Σουίδα χρημάτισε ανώτερος αξιωματούχος στην Πόλη και ειδικότερα προήχθη στο αξίωμα του ιλλουστρίου. Στη βυζαντινή σύγκλητο γίνονταν μέλη οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι των τριών ανωτέρων τάξεων των illustres, spectabiles, clarissimi. Ως ενεργά μέλη της συγκλήτου δρούσαν στην ουσία μόνο οι εκπρόσωποι της ανώτερης και αριθμητικά μικρότερης τάξης των illustres, που κατείχαν τα ανώτατα αξιώματα της αυτοκρατορίας. Ο Προκόπιος, επομένως, υπήρξε μέλος της Συγκλήτου. Το 540 αποσύρθηκε στην ιδιωτική του ζωή στη γενέτειρά του, όπου και έγραψε την ιστορία της εποχής του σε τρία έργα. Ο χρόνος του θανάτου του δεν είναι ακριβώς γνωστός, πιθανώς όμως δεν ζούσε το έτος 562.
Ο Προκόπιος διαφώτισε την εποχή του Ιουστινιανού με τρία συγγράμματα, πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο, κατά το περιεχόμενο όμως και το σκοπό αλληλοσυμπληρούμενα. Χρονολογικά και όσον αφορά την αξία, πρωτεύει το μεγάλο ιστορικό του έργο, το οποίο περιέχεται σε 8 βιβλία που έχουν τον τίτλο «Υπέρ των πολέμων λόγοι». Τα βιβλία αυτά εκθέτουν λεπτομερώς τα στρατιωτικά και διπλωματικά γεγονότα ως το 554. Στα δύο πρώτα βιβλία ο Προκόπιος αφηγείται τον Α΄ Περσικό πόλεμο (Μηδικός ή Μηδικά), τα δύο επόμενα αναφέρονται στον πόλεμο εναντίον των Βανδάλων (Λιβυκός πόλεμος ή Λιβυκά) και τρία στη συνέχεια βιβλία εξιστορούν το Γοτθικό πόλεμο. Στο 8ο βιβλίο του ο ιστορικός εκθέτει συνοπτικά τα συμβάντα μέχρι το 554. Αλλά, επειδή εκτός των πολέμων αυτών εκτίθενται και άλλα συμβάντα, το βιβλίο μπορεί κάλλιστα να ονομαστεί «ιστορία των χρόνων του Ιουστινιανού».
Ο ιστορικός Αγαθίας συμφωνεί με την παραπάνω άποψη παρατηρώντας μάλιστα στο προοίμιό του ότι ο Προκόπιος συνέγραψε τα περισσότερα γεγονότα που συνέβησαν στην εποχή του Ιουστινιανού. Τόσοι πολλοί μεταγενέστεροι ιστορικοί χαρακτήρισαν το έργο αυτό του Προκοπίου ως ιστορία των πολεμικών πράξεων του Βελισαρίου, πράγμα που εξηγείται από το γεγονός ότι ο Βελισάριος κατείχε λαμπρή θέση επί Ιουστινιανού ως στρατηγός όλων. Κατά το μεσαίωνα του Βυζαντινού κράτους απολάμβανε μεγάλη δημοτικότητα. Μπροστά στα μάτια της αυτοκρατορίας ανυψώθηκε κυριολεκτικά σε μυθολογικό ήρωα.
Η διάταξη της ύλης στα πρώτα επτά βιβλία της Ιστορίας του Προκοπίου είναι «τοπική» και πολλές φορές γι’ αυτό διακόπτεται η ιστορική συνάφεια των πραγμάτων. Μόνο στο όγδοο βιβλίο απομακρύνθηκε από την «αρετή» αυτή, γι’ αυτό και την αφήγηση εδώ την ονομάζει «ποικίλη». Το μεγαλύτερο μέρος των ιστορικών του έργων ήταν πάντως γραμμένο ήδη το έτος 545, μερικά δε μόνο τμήματά του γράφτηκαν μετά. Tα πρώτα επτά βιβλία εκδόθηκαν στα έτη 550-551, το δε όγδοο, το οποίο, κατά κάποιο τρόπο, είναι παράρτημα των άλλων, δεν εκδόθηκε πριν το 554. Στα 8 βιβλία του ο Προκόπιος γράφει από προσωπική εμπειρία και άμεση αντίληψη των γεγονότων. Χρησιμοποιεί τις αναμνήσεις του και τις προσωπικές του σημειώσεις. Στην περιγραφή του τον διακρίνει οξύνοια, ακριβής απόδοση των γεγονότων και κριτική διάθεση. Τα έργα του είναι γραμμένα με την ακριβολόγο ευσυνειδησία του ιστορικού και με το κύρος του αυτόπτη μάρτυρα. Από τη συγγραφή του φαίνεται ότι ο ιστορικός ήταν επιτήδειος στο να κατανοεί τις πολιτικές περιστάσεις και να τις μελετά ευσυνείδητα και σύμφωνα με τις αρχές της ιστορικής επιστήμης της εποχής του.
Στο ιστοριογραφικό του έργο, αναμφισβήτητα, βρίσκουμε την απόδειξη ότι μας μεταδίδει τα γεγονότα με κάθε ευλάβεια προς την αλήθεια, γιατί εκτός απ’ την κύρια συγγραφή του, συνέταξε και τα λεγόμενα «Ανέκδοτα». Τα αξιοπερίεργα αυτά απομνημονεύματά του τα συνέγραψε στο έτος 550 και σ’ αυτά δίνει πολλές πληροφορίες για την εσωτερική κατάσταση της αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού. Δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του και εμφανίζονται να καλύπτουν τη χρονική περίοδο ως το ένατο βιβλίο του. Είναι πιθανόν ότι ο Προκόπιος επεξεργαζόταν λεπτομερειακά το έργο του αυτό ως ένα είδος ημερολογίου που το άφησε σε κάποιο φίλο του για να το δημοσιεύσει μετά το θάνατο του Ιουστινιανού, ως διαθήκη της φιλαληθείας του. Τα ανέκδοτα του Προκοπίου είναι η απόκρυφη ιστορία της εποχής του (συνήθως σήμερα στη δύση «ΗΙSTORIA ARCANA, ήτοι μυστική ιστορία), στην οποία, όπως αναφέρει στο προοίμιο, περιέλαβε πράγματα, τα οποία για πολιτικούς λόγους δεν μπορούσε να τα θίξει στη μεγάλη του συγγραφή της Ιστορίας.
Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι τα ανέκδοτα είναι τρομερά ενδιαφέροντα από ιστορική άποψη. Είναι, μάλλον, αποκαλύψεις αυλικού που αφορούν τον ιδιωτικό βίο του κυρίου του. Είναι ένα πικρό κατηγορητήριο, ένας κακεντρεχής λίβελλος κατά του Ιουστινιανού και της δεσποτικής διακυβέρνησής του, καθώς και κατά του Βελισαρίου και των συζύγων τους Θεοδώρας και Αντωνίνας, αντίστοιχα. Μολονότι κακεντρεχής και εμπαθής, ο χαρακτήρας των ανεκδότων που καθιστά ύποπτες πολλές από τις πληροφορίες αυτές, οπωσδήποτε φωτίζει αρκετά τον τρόπο διακυβέρνησης την εποχή εκείνη.
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Προκοπίου, η γυναίκα του Βελισαρίου Αντωνίνα ήταν άπιστη σύζυγος της οποίας τη διαγωγή αγνοούσε μόνο ο σύζυγός της, που είχε τυφλωθεί από τον έρωτά του γι’ αυτή και δεν έβλεπε την πραγματικότητα. Ο Ιουστινιανός ήταν Σατανάς με ανθρώπινη μορφή που ευχαριστιόταν να βασανίζει τον καθένα που ήταν στην υπηρεσία του. Οι στρατιώτες του είναι άξιοι οίκτου, όπως και ο λαός, τους οποίους βάρυνε με φόρους μεγάλους και πρωτοφανείς. Η μανία από την οποία κατεχόταν ο Ιουστινιανός να θέλει να εξηγήσει μόνος του τα θρησκευτικά ζητήματα έβλαπτε τα συμφέροντα του κράτους.
Οι πόλεμοι της Αφρικής και της Ιταλίας υπήρξαν εξίσου καταστρεπτικοί και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Ο Προκόπιος αναγράφει επίσης παράπονα επαγγελματικών σωματείων όπως οι δικηγόροι και οι γιατροί.
Κατά τον Προκόπιο ο Ιουστινιανός ήταν υπαίτιος όλων των κακών, ακόμα και αυτών που προέρχονταν από τα στοιχεία της φύσης.
Περιγράφοντας τις πράξεις της Θεοδώρας και υπό την επήρεια της αγανάκτησής του δεν διστάζει να μεταχειριστεί και άσχημους χαρακτηρισμούς. Γράφει ότι η Θεοδώρα ήταν όργανο του διαβόλου, πολλούς δε αιώνες αργότερα ο εκδότης του Προκοπίου δεν μπορούσε, χωρίς να κοκκινίσει να δημοσιεύσει την αφήγηση του βίου της αυτοκράτειρας πριν να νυμφευθεί τον Ιουστινιανό.
Ο όλος χαρακτήρας των ανεκδότων δεν αντίκειται προς τον χαρακτήρα των ιστοριών. Η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο παράστασης των πραγμάτων παρά στα ίδια τα πράγματα. Στην εξιστόρηση του λόγου των πολέμων παραλείπει ο ιστορικός πολλά πράγματα τα οποία αφήνει να τα εννοήσει ο αναγνώστης, ενώ τα περιγράφει λεπτομερώς στα ανέκδοτα. Σπάνια συμβαίνει τα δύο έργα να βρίσκονται σε αντίφαση προς την πραγματικότητα, ή τουλάχιστον έχουν μόνο λίγες αντιφάσεις. Στην ιστορία των πολέμων έγραψε τα πράγματα απλά, επιτρέποντας στον αναγνώστη να σκεφθεί για τα υπονοούμενα. Στα ανέκδοτα δίνει ο ίδιος το ηθικό συμπέρασμα και μάλιστα με αδυσώπητη αυστηρότητα που πολλές φορές καταντά άδικη.
Ωστόσο το σύγγραμμα αυτό των ανεκδότων συνεχίζει την ιστορία των επτά πρώτων βιβλίων των πολεμικών, αποτελεί επανόρθωση και συμπλήρωση αυτών. Στο φως φέρνει ό,τι από φόβο του αυτοκράτορα και της Θεοδώρας αποσιωπήθηκε. Μπορούμε να δεχτούμε, βέβαια, ότι ο Προκόπιος σκεπτότανε συγχρόνως και τα δύο του έργα, τους πολέμους και τα ανέκδοτα. Έκανε χρήση της αποκρύφου ιστορίας, ως ασφαλιστικής δικλείδας, όταν αισθάνθηκε ότι αυξανόταν η δυσαρέσκεια για την οποία δεν ήταν δυνατόν να γίνει λόγος στην επίσημη ιστορική του έκθεση.
Αν ζητήσουμε για το αλλόκοτο αυτό έργο κάποιο πρότυπο στην αρχαιότητα τότε ως τέτοιο μπορούμε να θεωρήσουμε του Θεοπόμπου, την ιστορία του Φιλίππου, στην οποία, κατά την μαρτυρία του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως, η μυστική ιστορία κατείχε διακριτική θέση. Εξ αιτίας της «διακριτικής» θέσης που παίρνει ο συγγραφέας έναντι των ιστορικών προσώπων της εποχής του, εξ αιτίας των ανήκουστων κατά του Ιουστινιανού επιθέσεων, πολλές φορές αμφισβητήθηκε η γνησιότητα των ανεκδότων. Οι νομικοί παίρνουν θέση κατά της γνησιότητας, γιατί δεν ήθελαν να λέγεται κανένα κακό κατά του Ιουστινιανού, οι καθολικοί θεολόγοι νόμιζαν, υποστηρίζοντας την γνησιότητα, ή, οι προτεστάντες ότι, αθετώντας αυτή, μάχονταν υπέρ των συμφερόντων της ίδιας της εκκλησίας. Σήμερα για λόγους πραγματικούς υποστηρίζεται η πατρότητα του Προκοπίου αν και δεν θεωρείται αποδεδειγμένη αλλά πιθανή. Αναμφισβήτητο όμως είναι ότι όλα αυτά που γράφει ο ιστορικός προέρχονται από δικιά του προσωπική αντίληψη.
Αν ο Θεοφάνης ανάγει σωστά την κατασκευή της γέφυρας του Σαγγαρίου που μνημονεύτηκε από τον Προκόπιο στο έτος 560, τότε το «περί κτισμάτων» του Ιουστινιανού είναι το τελευταίο έργο του ιστορικού. Πρέπει μάλλον να γράφτηκε και να δημοσιεύτηκε όχι πριν το 558.
Ενώ στην ιστορία των πολέμων ο Προκόπιος ανέφερε όχι λίγες αλήθειες, το «περί κτισμάτων» αποδεικνύεται γνήσιος βυζαντινός πανηγυρικός του αυτοκράτορα, υπόδειγμα και πρότυπο του αιώνιου εκείνου είδους το οποίο άνθησε επί Κομνηνών και Παλαιολόγων. Για να δώσει στο σύγγραμμα αυτό απόλυτα πανηγυρικό ύφος, περιγράφει όλα αυτά που οικοδομήθηκαν, από τους Δημόσιους χώρους μέχρι το παραμικρότερο ιδιωτικό, επιβλητικό κτίσμα σε κάθε γωνιά της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ως έργο του ίδιου του μεγαλεπήβολου αυτοκράτορος Ιουστινιανού. Το έργο έχει ρητορικές υπερβολές και άμετρους επαίνους, οι οποίοι, μερικές φορές, ακούγονται ως ειρωνεία. Παρ’ όλα αυτά το σύγγραμμα αυτό, εξ αιτίας του πλήθους των γεωγραφικών, τοπογραφικών και δημοσιονομικών ειδήσεων, ανήκει στις σπουδαιότερες πηγές της ιστορίας του βυζαντινού κράτους. Είναι πολύτιμο διότι οι γεωγραφικές πληροφορίες του και οι πολλές τοπωνυμίες μας εισαγάγουν στο σύστημα οχύρωσης των συνόρων κατά τον έκτο (6ο) μ.Χ. αιώνα. Αγνοούμε από πού επηρεάστηκε στο έργο του αυτό ο ιστορικός. Ίσως ήθελε να καταπραΰνει με κάποιο θερμό εγκώμιο την οργή που εξήγειρε η κριτική του στην ιστορία των πολέμων. Μπορεί δε να εργάστηκε ύστερα από εντολή του αυτοκράτορα.
Από διάφορες ενδείξεις φαίνεται πιθανό ότι ο Προκόπιος σχεδίαζε να πραγματευθεί σε ιδιαίτερο σύγγραμμα και περί των εκκλησιαστικών πραγμάτων της Ρωμαϊκής πολιτείας αλλά το σχέδιό του αυτό έμεινε απραγματοποίητο.
Για την σύνταξη του τμήματος κατά το οποίο αφηγείται αυτά που συνέβησαν περί αυτόν, ο Προκόπιος έκανε ευρείες μελέτες επί των πηγών. Αναφέρει συγγραφείς των κατά μέρος ιστορικών και παραπέμπει στον Ηρόδοτο, Αισχύλο, Αριστοτέλη, Αρριανό και Στράβωνα, τις πηγές του όμως, ως επί το πλείστον, μνημονεύει μόνο όποτε συμφωνεί προς αυτές. Στο περί των Αρμενικών πραγμάτων συμβουλεύτηκε το ιστορικό έργο του Φαύστου του Βυζαντίου.
Τις σύγχρονες πράξεις αφηγείται κατά το πλείστον από όσα υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Αφού πήρε μεγάλο αριθμό γνώσεων πολιτικών, στρατιωτικών, γεωγραφικών και εθνογραφικών, κατείχε όσο λίγοι άλλοι τα μέσα για την οικοδόμηση του έργου του.
Όπως ο Πολύβιος, και αυτός θεωρούσε πολύ σπουδαίο να διδάσκει τους αναγνώστες με γεωγραφικές παρεμβολές για τους ξένους λαούς και τόπους. Η στενή σχέση του με τους κυβερνητικούς κύκλους διευκόλυνε την εκ περιωπής εξέταση και γνώση των συγχρόνων πραγμάτων. Κοντά σ’ αυτά τα πρόσωπα συγκεντρώνει αξιοσέβαστη φιλαλήθεια. Κατά την έκθεση των πραγμάτων ήταν μιμητής αρχαίων προσώπων, ιδίως του Ηροδότου και του Ευριπίδη. Απ’ αυτούς δανείζεται πολλές από τις λέξεις και φράσεις του, μερικές φορές μάλιστα προβαίνει μέχρι στο να θυσιάζει την ακρίβεια του πράγματος στην παραλαμβανομένη από τον Θουκυδίδη φράση. Συμπτώματα της σύνταξής του είναι η χρήση της ευκτικής και η σύγχυση στην σύνταξη των προθέσεων. Οπωσδήποτε όμως στο σύνολο, ο Προκόπιος, έχει ύφος σαφές, νευρώδες, καθαρό και πλεονεκτεί κατά πολύ από το λεκτικό του Αγαθία και του δυσνόητου Θεοφύλακτου.
Πιο στενή είναι η εξάρτηση του Προκοπίου από την αρχαία ιστοριογραφία. Αυτό μαρτυρεί σαφέστατα η αλλόκοτη σύγχυση την οποία προκαλεί στο έργο του η συγχώνευση των ιδεών του αρχαίου κόσμου προς την Χριστιανική διδασκαλία.
Ο Προκόπιος χρησιμεύει ως πηγή στους Αγαθία, Μένανδρο, Ευάγριο, Ιωάννη Επιφανέα, Θεοφύλακτο, Θεοφάνη, Φώτιο, Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, Συμεών Μάγιστρο, Λεξικό Σούδα, Λέοντα Διάκονο, Γεώργιο Κεδρινό, Άννα Κομνηνή, και Νικήτα Χωνιάτη.
Πάντως οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα ως εξέχουσες προσωπικότητες που καθόρισαν με τη δράση τους την τύχη της Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικά ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει: «Το καθ’ ημάς νομίζομεν ότι καθ’ εαυτά τα ανέκδοτα είναι ανάξια πίστεως. Ο Προκόπιος όστις εξεσχίζετο εν εαυτοίς ίνα αποδείξη την κακοήθειαν του Ιουστινιανού, ουδέν άλλον κατόρθωσεν ειμή να παράσχει αυτός ούτος απόδειξιν αναμφισβήτητον της ιδίας κακοηθείας, ήτις ενώπιον της ιστορικής ως και πάσης άλλης δικαιοσύνης ονομάζεται ψευδομαρτυρία». (Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ΄, σελ.69).
Ο 6ος αιώνας, ο τελευταίος των πρωτοβυζαντινών χρόνων είναι πλήρης εντόνων συγκρούσεων, θρησκευτικών, πολιτικών και κοινωνικών. Η αυτοκρατορία δεν έχει σταθερά σύνορα και η εξωτερική απειλή από Πέρσες, Σλάβους και Γερμανικά φύλα είναι έντονη. Η αυτοκρατορία στο τέλος του αιώνα έχει ισχυρό αυτοκράτορα στο πρόσωπο του Ιουστινιανού, συνεπικουρουμένου στη διοίκηση του κράτους απ’ τη σύζυγό του Θεοδώρα. Οι πληροφορίες μας για το πρόσωπο του αυτοκράτορα και την πολιτική του είναι αντιφατικές και αυτό οφείλεται βασικά στο έργο του Προκοπίου «Ανέκδοτα».
Χαρακτηριστικά ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει:
«…Το καθ’ ημάς εξεθέσαμεν την περί των ανεκδότων γνώμη ημών, ουδέ θέλομεν παραδεχθεί ποτε την περί αυτών δοξασίαν του Γίβωνος του αξιούντος ότι τα ανέκδοτα ενδεχομένως να αληθεύωσιν καθ’ ολοκληρίαν, το μεν ως πιθανά το δε αυτό τούτο μάλιστα ότι είναι απίθανα. Ο Προκόπιος, επιφέρει ο Gibbon, εγίγνωσκεν βεβαίως τα μεν εξ’ ιδίας αντιλήψεως, τα δε είναι τοιαύτα ώστε δεν δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι επενόησεν αυτά. Όχι, αναμφιβόλως η ιστορία, η σπουδαία ιστορία, δεν θέλει εξευτελήσει εαυτήν μέχρι του να πιστέψει κατά γράμμα τον αλλόκοτον εκείνον άνθρωπον όστις, αφού ήγειρε αναφανδόν ανδριάντας εις τους ήρωας και τας ηρωίδας αυτού ησχολείτο έπειτα εν τω κρυπτώ να μεταμορφώνει τα καλά και μεγαλοπρεπή εκείνα έργα εις επονείδιστους σάτυρους και σειληνούς».
Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Vasiliev, λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν στοιχεία απ’ την Historia Arcana, με την επιφύλαξη ότι στο έργο «μεγαλοποιούνται» τα ελαττώματα του αυτοκρατορικού ζεύγους. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Τα ανέκδοτα που έγραψε ο ιστορικός Προκόπιος, παρουσιάζουν μεγαλοποιημένη τη διεστραμμένη ζωή που έζησε όταν ήταν νέα η Θεοδώρα». Σε άλλο σημείο χρησιμοποιεί τα ανέκδοτα σαν ιστορική πηγή: «Γνωρίζουμε τον αγώνα αυτόν μέσω των νεαρών, των παπύρων, καθώς και των Ανεκδότων του Προκοπίου, ο οποίος υποστηρίζει τις απόψεις των ευγενών και αν και παρουσιάζει αρκετές κατηγορίες στο λίβελλό του αυτό εναντίον του Ιουστινιανού, εν τούτοις δίνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εικόνα της κατά τη διάρκεια του 6ου αι. κοινωνικής πάλης».
Η εκτίμηση των ιστορικών που συνέγραψαν την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους είναι η ακόλουθη: «Στα Ανέκδοτά του ο Προκόπιος δίνει πολλές πληροφορίες για την εσωτερική ιστορία της βασιλείας του Ιουστινιανού. Μολονότι ο κακεντρεχής και εμπαθής χαρακτήρας του έργου καθιστά ύποπτες πολλές απ’ τις πληροφορίες αυτές, οπωσδήποτε φωτίζει τον τρόπο διακυβερνήσεως…».
Συμπέρασμα:
Απ’ όσα αναφέραμε είναι φανερό ότι το έργο αυτό του Προκοπίου, ενώ είναι μια σημαντική πηγή για τα διαδραματιζόμενα στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας την εποχή εκείνη, δεν μπορεί να είναι πάντα έγκυρη. Ετούτο, γιατί ο ιστορικός μεταφέρει στο έργο του προσωπικές αντιπάθειες, με συνέπεια να χάσει το στοιχείο της αντικειμενικότητας.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. Α. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα 1954.
2. Hesseling, Bυζάντιο και Βυζαντινός πολιτισμός, Αθήνα 1914.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους., Θεσσαλονίκη 1980.
4. Π. Καρολίδης, Βυζαντινή Ιστορία, Αθήνα 1906.
5. Γ. Κορδάτος, Ακμή και Παρακμή του Βυζαντινού Κράτους, Αθήνα 1954.
6. G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Αθήνα 1984.
7. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ΄, Αθήνα (σελ.154-204).
8. Ι.Ε.Ε. της Εκδοτικής Αθηνών, τ. Ζ΄, Αθήνα 1980.
9. Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Cambridge Mediaeval History, Πανεπ. Του Cambridge, Αθήνα 1979.