Ο Καρλ Μαρξ, ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 19ου αιώνα. Επίσης ήταν, ιστορικός, κοινωνιολόγος και οικονομολόγος. Ήταν ο φιλόσοφος που επηρέασε περισσότερο απ’ όλους την πρακτική πολιτική. Θα πρέπει όμως να προσέξουμε και να μη θεωρούμε ανεξέλεγκτα δική του σκέψη, όλες τις ιδέες που μετά το θάνατό του βαφτίστηκαν «μαρξιστικές». Για τον ίδιο τον Μαρξ, λένε ότι έγινε «μαρξιστής» το 1845 και ότι σ’ όλη του τη ζωή αντιπαθούσε αυτό το χαρακτηρισμό.
Στη διαμόρφωση αυτού, που αργότερα ονομάστηκε «μαρξισμός» συνέβαλε από την αρχή σημαντικά ο φίλος και συμφοιτητής του Φρίντριχ Ένγκελς. Κατά τη διάρκεια του αιώνα μας, ο Λένιν, ο Στάλιν, ο Μάο και πολλοί άλλοι ισχυρίστηκαν ότι συνέβαλαν στην εξέλιξη του μαρξισμού. Στις ανατολικές χώρες, μάλιστα, μιλούσαν μετά τον Λένιν για τον λεγόμενο «μαρξισμό-λενινισμό».
Ο Μαρξ δεν ήταν φιλοσοφικός υλιστής, όπως οι ατομιστές της αρχαιότητας και οι μηχανικοί υλιστές του 17ου και 18ου αιώνα. Είχε, όμως, την άποψη ότι προπάντων οι υλικές συνθήκες διαβίωσης μιας κοινωνίας είναι εκείνες που διαμορφώνουν τη σκέψη μας και τη συνείδησή μας. Οι υλικές αυτές συνθήκες είναι, κατά τη γνώμη του, αποφασιστικές και για την περαιτέρω ιστορική εξέλιξη.
Και ο Κίρκεγκορ και ο Μαρξ ξεκίνησαν από τη φιλοσοφία του Χέγκελ. Η δική του σκέψη τους είχε χαράξει και τους δύο. Αλλά και οι δύο τους απομακρύνθηκαν από τη θεωρία του για το Παγκόσμιο Πνεύμα. Οι ιδέες του Μαρξ διαφέρουν αρκετά από εκείνες του Χέγκελ (για το Παγκόσμιο Πνεύμα). Με τον Χέγκελ τελείωσε η εποχή των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων. Μετά από αυτόν η φιλοσοφία τράβηξε διαφορετικό δρόμο. Στη θέση των μεγάλων φιλοσοφικών θεωριών έχουμε, από εδώ και πέρα «υπαρξιακές» ή «πρακτικές φιλοσοφίες». Αυτό ακριβώς εννοούσε ο Μαρξ όταν έλεγε ότι ως τότε οι φιλόσοφοι προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο αντί να προσπαθήσουν να τον αλλάξουν.
Ο Μαρξ θεώρησε ότι οι μεταβολές των υλικών συνθηκών διαβίωσης είναι καθοριστικές για την ιστορική εξέλιξη. Δεν είναι η πνευματική πρόοδος προϋπόθεση για την εξέλιξη των υλικών συνθηκών διαβίωσης. Αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το ανάποδο. Σε τελική ανάλυση, οι υλικές συνθήκες διαβίωσης καθορίζουν την πνευματική κατάσταση μιας κοινωνίας. Οι οικονομικές δυνάμεις μέσα σε μια κοινωνία προκαλούν αλλαγές σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και σπρώχνουν προς τα εμπρός τον τροχό της ιστορίας.
Τις υλικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες σε μια κοινωνία ο Μαρξ τις ονόμασε βάση αυτής της κοινωνίας. Τις αντιλήψεις, στον τρόπο της σκέψης της, το πολιτικό της σύστημα, τους νόμους της και τέλος, τη θρησκεία, την ηθική, την τέχνη, τη φιλοσοφία και την επιστήμη της ο Μαρξ τα ονομάζει εποικοδόμημα. Επίσης, όμως, δεν παρέλειψε να τονίσει ότι η βάση και το εποικοδόμημα μιας κοινωνίας αλληλοεπηρεάζονται. Αν ο Μαρξ δεν το δεχόταν αυτό, θα ήταν ένας «μηχανικός υλιστής». Επειδή, όμως διέκρινε πως μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος υπήρχε μια αλληλεπίδραση, μια σχέση αντίθεσης και αμοιβαίας επιρροής, τον χαρακτηρίζουμε διαλεκτικό υλιστή.
Κατά τον Μαρξ η κοινωνία χωρίζεται σε τρία επίπεδα. Κάτω-κάτω, είναι αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί φυσικές προϋποθέσεις παραγωγής. Και εννοεί τις συνθήκες τις καθορισμένες από τη φύση, που η κοινωνία βρίσκει δεδομένες. Αυτά τα δεδομένα αποτελούν τα θεμέλια μιας κοινωνίας και τα θεμέλια θέτουν ξεκάθαρα και σαφή όρια ως προς την παραγωγή της κοινωνίας, άρα και ως προς τη μορφή της και τον πολιτισμό που αυτή η κοινωνία θα αναπτύξει. Το επόμενο επίπεδο είναι σύμφωνα με τον Μαρξ οι παραγωγικές δυνάμεις. Εδώ ο Μαρξ κατατάσσει την εργατική δύναμη του ίδιου του ανθρώπου αλλά και των μηχανών και των εργαλείων που αυτός έχει κατασκευάσει. Έχουμε, δηλαδή, από τη μια μεριά την εργατική δύναμη του ανθρώπου κι από την άλλη, τα μέσα παραγωγής. Στο τρίτο επίπεδο τα πράγματα είναι λίγο πιο πολύπλοκα, το ζήτημα είναι ποιος κατέχει, τα μέσα παραγωγής σε μια κοινωνία και πως είναι οργανωμένη η εργασία. Πρόκειται, δηλαδή, για το καθεστώς ιδιοκτησίας και τον καταμερισμό εργασίας. Αυτό το τρίτο επίπεδο ο Μαρξ το αποκαλεί συνθήκες παραγωγής. Άρα, λοιπόν, σύμφωνα με τον Μαρξ το σύστημα παραγωγής μιας κοινωνίας καθορίζει και την πολιτική και ιδεολογική της εξέλιξη.
Ο Μαρξ δεν πίστευε ότι υπάρχει φυσικό δίκαιο έγκυρο και ισχύον σε όλες τις εποχές. Θεωρεί ότι το ηθικά σωστό είναι ένα παράγωγο της κοινωνικής βάσης. Τονίζει, όμως, ότι η άρχουσα τάξη σε μια κοινωνία είναι που καθορίζει ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Και η ιστορία, λέει, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορία των ταξικών αγώνων, της αντιπαράθεσης δηλαδή ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, με έπαθλο μέσα παραγωγής. Ο Μαρξ πίστευε ότι οι μεταβολές στο εποικοδόμημα μιας κοινωνίας επηρεάζουν ασφαλώς τη βάση της. Δεν παραδέχονταν όμως ότι το εποικοδόμημα μπορούσε να καθορίσει από μόνο του την πορεία της ιστορίας. Από τη δουλοκτητική κοινωνία της αρχαιότητας ως τη βιομηχανική κοινωνία του αιώνα μας, όλες οι αλλαγές οφείλονται στην κοινωνική βάση, κατά τη γνώμη του.
Πριν γίνει κομουνιστής, ο νεαρός Μαρξ είχε ενδιαφερθεί πολύ για τους ανθρώπους και για τη δουλειά τους. Το ίδιο αντικείμενο είχε τραβήξει και την προσοχή του Χέγκελ, που διέκρινε ένα είδος αλληλεπίδρασης, ένα είδος «διαλεκτικής» σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση. Την άποψή του αυτή συμμερίστηκε και ο νεαρός Μαρξ: όταν ο άνθρωπος επεξεργάζεται τη φύση και την αλλάζει με τη δουλειά του, τότε αλλάζει κι αυτός ο ίδιος. Όπως αυτός σφραγίζει τη φύση, έτσι κι η φύση σφραγίζει τον άνθρωπο και διαμορφώνει τη συνείδησή του. Ο Μαρξ έλεγε: η συνείδηση μας διαμορφώνει τη δουλειά μας. Αλλά και η δουλειά μας διαμορφώνει τη συνείδησή μας. Είναι ένα είδος αμοιβαίας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο «χέρι» και στο «κεφάλι». Κατ’ αυτό τον τρόπο η συνείδηση του ανθρώπου σχετίζεται άμεσα με τη δουλειά του. Όποιος δεν έχει δουλειά είναι, κατά κάποιο τρόπο, μετέωρος. Αυτό το είχε ήδη τονίσει ο Χέγκελ. Και για τον Χέγκελ και για τον Μαρξ, η δουλειά είναι κάτι θετικό, και που βρίσκεται μέσα στη φύση του ανθρώπου.
Στο καπιταλιστικό σύστημα, ο εργάτης εργάζεται για λογαριασμό άλλου. Η δουλειά του, λοιπόν, φεύγει απ’ αυτόν, και το αποτέλεσμα, το προϊόν της, δεν του ανήκει. Ο εργάτης αποξενώνεται από τη δουλειά του κι επομένως κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Χάνει την αξιοπρέπειά του ως άνθρωπος. Ο Μαρξ χρησιμοποιεί έναν όρο του Χέγκελ: αλλοτρίωση. Στην καπιταλιστική κοινωνία, η εργασία είναι οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο που ο εργάτης δουλεύει σαν σκλάβος προς όφελος μιας άλλης εργατικής τάξης. Ο εργάτης δεν «ξοδεύει» έτσι μόνο τη δουλειά του αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι πίστευε ο Μαρξ. Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι έπαιρνε ως αφετηρία της σκέψης του την κοινωνική πραγματικότητα της Ευρώπης γύρω στα 1850.
Βλέποντας την τρομερή αυτή αδικία ο Μαρξ γίνονταν έξαλλος. Το 1848 δημοσίευσε, μαζί με τον φίλο του Φρίντριχ Ένγκελς, το περίφημο Κομουνιστικό Μανιφέστο. Η πρώτη φράση αυτού του Μανιφέστου λέει: «Ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη - το φάντασμα του Κομουνισμού». Όλοι οι αστοί τρόμαξαν πραγματικά. Γιατί όλοι οι προλετάριοι άρχισαν να ξεσηκώνονται. Στην τελευταία φράση του Μανιφέστου γράφει «Οι κομουνιστές δεν καταδέχονται να κρύψουν τις απόψεις τους και τις βλέψεις τους. Δηλώνουν, λοιπόν, ανοιχτά ότι ο σκοπός τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βίαιη ανατροπή της σημερινής καθεστηκυίας τάξης. Ας τρέμουν την επανάσταση οι άρχουσες τάξεις. Οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους. Έχουν, όμως, να κερδίσουν έναν ολόκληρο κόσμο. Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε».
Ο Μαρξ θεωρούσε αντιφατικό το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, αυτό καθ’ αυτό. Ο καπιταλισμός είναι, κατά τη γνώμη του, ένα οικονομικό σύστημα που εμπεριέχει τον ίδιο το σπόρο της καταστροφής του. Επειδή δεν προχωράει με λογικό τρόπο, δεν διαθέτει λογική διακυβέρνηση. Ο Μαρξ πάντως, το είχε σίγουρο ότι το καπιταλιστικό σύστημα θα καταρρεύσει εξαιτίας των ίδιων του των αντιφάσεων. Θεωρούσε τον καπιταλισμό «προοδευτικό» (στραμμένο, δηλαδή, προς το μέλλον) μόνο και μόνο επειδή τον έβλεπε ως ένα στάδιο αναγκαίο για το πέρασμα στον κομουνισμό. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία: ο καπιταλισμός έχει πολλά αυτοκαταστροφικά χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τη θεωρία του, η κοινωνία θα μπει σε μια παροδική φάση, επίσης ταξική, όπου το προλεταριάτο θα εξουσιάζει δια της βίας στους αστούς. Αυτή την παροδική φάση, ο Μαρξ την ονομάζει δικτατορία του προλεταριάτου. Στη συνέχεια, τη δικτατορία του προλεταριάτου θα τη διαδεχτεί μια αταξική κοινωνία, η κομουνιστική κοινωνία. Σ’ αυτή τη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, τα μέσα παραγωγής ανήκουν «σε όλους», δηλαδή, στον ίδιο το λαό. Σε μια τέτοια κοινωνία, ο καθένας «θα εργάζεται σύμφωνα με τις δυνάμεις του και θ’ αμείβεται σύμφωνα με τις ανάγκες του. Η δουλειά θα ανήκει στον ίδιο το λαό και γι’ αυτό δεν θα υπάρχει πια αλλοτρίωση».
Οι οικονομολόγοι σήμερα μπορούν πια ν’ αποδείξουν ότι ο Μαρξ είχε κάνει λάθος σε αρκετά σημεία της θεωρίας του. ιδίως, μάλιστα, στην ανάλυση των κρίσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Δεν υπολόγισε, εξάλλου, καθόλου την αλόγιστη εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο, που σήμερα αποτελεί τον σημαντικότερο κίνδυνο για μας. Υπάρχει, όμως κι ένα μεγαλύτερο αλλά...!
Ο Μαρξισμός επέφερε τεράστιες κοινωνικές αναστατώσεις και ανακατατάξεις. Ο σοσιαλισμός, για παράδειγμα, που αγωνίζεται για μια κοινωνία πιο δίκαιη και στηρίζεται στον Μαρξ, παρόλο που δε συμφωνεί μαζί του σε όλα και αρνείται τη δικτατορία του προλεταριάτου, ο σοσιαλισμός, λοιπόν, κατάφερε αναμφίβολα να οδηγήσει πολλές χώρες σε μορφές κοινωνικής οργάνωσης πιο ανθρώπινες. Στις ευρωπαϊκές τουλάχιστον χώρες η κατάσταση βελτιώθηκε ουσιαστικά από την εποχή του Μαρξ. Κι αυτό το χρωστάμε κυρίως στο σοσιαλιστικό κίνημα.
Μαρξισμός και τέχνη (απ΄το βιβλίο του Θεοδόσιου Πελεγρίνη, Αρχές Φιλοσοφίας, ΥΠΕΠΘ & Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Β΄ Ενιαίου Λυκείου Θεωρητκής Κατεύθυνσης, ΟΕΔΒ, ISBN: 960-06-0686-2, σελ. 154-157).
«Εκείνοι που προσέδωσαν το μέγιστο δυνατό βάθος στην ανάγκη ευθυγράμμισης της τέχνης προς κοινωνικά αιτήματα ήταν οι απολογητές της μαρξιστικής φιλοσοφίας, διανοούμενοι και καλλιτέχνες, που εμπνεύστηκαν από τις ιδέες του Φρίντριχ Ένγκελς (Friedrich Engels, 1820-1895) και κυρίως του Καρλ Μαρξ (Karl Marx, 1818-1883).
Γι’ αυτούς η τέχνη δικαιούται να υπάρχει μόνο ως κάτι που συντελεί στην ικανοποίηση των όρων που πρέπει να διέπουν την πορεία της κοινωνίας μας προς τον τελικό σκοπό της. Ως τέτοιο στόχο προέβαλαν τη δημιουργία μιας κοινότητας ανθρώπων χωρίς ταξικές διακρίσεις. Στο συμπέρασμα αυτό ο Μαρξ κατέληξε στην προσπάθειά του να ξεπεραστεί μια αδικία που παρατήρησε μεταξύ των ανθρώπων.
Ο Αριστοτέλης είχε προβεί σε μια ευφυή διάκριση μεταξύ δύο βασικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου - την πράξη και την ποίηση (με την αρχαία, τη γενική σημασία του όρου, ο οποίος δηλώνει κάθε κατασκευαστική ενέργεια που καταλήγει στην παραγωγή ενός προϊόντος).
Ως προς την πράξη, αυτή δεν μπορεί να αξιολογηθεί ανεξάρτητα από το φορέα της, το πρόσωπο που την τέλεσε. Μια πράξη φόνου, για παράδειγμα, μπορεί ασφαλώς να είναι μια αποτρόπαια πράξη αλλά είναι δυνατόν επίσης να εκτιμηθεί διαφορετικά, ανάλογα με το ποιος και υπό ποιες συνθήκες τη διέπραξε. Δεν μπορούμε, ας πούμε, να αξιολογήσουμε με τον ίδιο τρόπο μια στυγερή δολοφονία που κάνει κάποιος, για να εκδικηθεί ένα συνάνθρωπό του, και το φόνο που διαπράττει κάποιος, εν καιρώ πολέμου, για να υπερασπιστεί την πατρίδα του.
Αντίθετα, στην περίπτωση της ποίησης, ο δημιουργός δεν είναι ανάγκη να παρίσταται στο κατασκεύασμά του, προκειμένου να εκτιμηθεί αυτό σωστά. Μπορούμε να κρίνουμε την αξία ενός λυρικού ποιήματος χωρίς να είναι ανάγκη να γνωρίζουμε το συγγραφέα του ή τις συνθήκες υπό τις οποίες το συνέθεσε. Πόσα ποιήματα - καθώς επίσης και λογοτεχνικά κείμενα, εικαστικά ή μουσικά έργα κτλ.- δεν τα θαυμάζουμε, ενώ αγνοούμε εντελώς το δημιουργό τους; Η ύπαρξη του ποιήματος, του κατασκευάσματος, του δημιουργήματος, του καλλιτεχνήματος είναι αυτάρκης.
Το γεγονός αυτό προκαλεί στην ποιητή ή το δημιουργό του κατασκευάσματος - είτε πρόκειται για καλλιτεχνικό δημιούργημα είτε για αντικείμενο πρακτικής χρήσης - το αίσθημα της αποξένωσης. Του δημιουργείται η αίσθηση πως, φεύγοντας το προϊόν του ποιητικού μόχθου του από τα χέρια του, δε θα υπάρχει πλέον καμιά χρεία αναφοράς σε εκείνον και ότι το πιθανότερο μάλιστα είναι να μην το ξαναδεί ποτέ.
Στη διάσταση αυτή που υπάρχει μεταξύ του ποιητή και του ποιήματος, του δημιουργού και του κατασκευάσματος, ο Μαρξ προσέδωσε ηθικό βάθος. Σκεφτείτε ένα ζωγράφο που, κάτω από το βάρος της οικονομικής ανέχειάς του, αναγκάστηκε να πουλήσει έναν ανεκτίμητης καλλιτεχνικής αξίας πίνακά του. Αυτός ο οποίος δημιούργησε το ζωγραφικό πίνακα δεν έχει τη δυνατότητα να τον απολαμβάνει, ενώ κάποιος ξένος, που τον αγόρασε, μπορεί να γεύεται την αισθητική αξία του καθισμένος άνετα στο σαλόνι του, όπου τον έχει τοποθετήσει. Το ίδιο σύνδρομο στέρησης μπορεί να εκδηλωθεί σε κάθε παραγωγό υλικών προϊόντων. Ο τσαγκάρης, λόγου χάρη, ο οποίος αναγκάζεται να πουλάει τα υποδήματα που κατασκευάζει, για να συντηρηθεί, είναι πιθανό να κυκλοφορεί ξυπόλητος και τα προϊόντα του να τα φοράνε άλλοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα να τα αγοράσουν.
Η αδικία αυτή, σύμφωνα με την οποία ο δημιουργός δεν έχει τη δυνατότητα να απολαμβάνει τα προϊόντα του, υπαγορεύθηκε αρχικά από την ίδια τη φύση της ποιητικής δημιουργίας. Στη συνέχεια όμως έλαβε, εξαιτίας των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων, τεράστιες διαστάσεις.
Έτσι οι ευρισκόμενοι στις ισχυρότερες τάξεις εκμεταλλεύονται τους ανήκοντες στις ασθενέστερες τάξεις αποσπώντας τους τα προϊόντα της εργασίας και του μόχθου τους. Οι φεουδάρχες, για παράδειγμα, στο Μεσαίωνα, έχοντας στην κατοχή τους την καλλιεργήσιμη γη και τα μέσα αξιοποίησή της, εκμεταλλεύονται το μόχθο των εργατών στα χωράφια τους, ενώ αργότερα οι αστοί, ως ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων και των μέσων παραγωγής, εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους στα εργοστάσιά τους.
Η αδικία αυτή, υποστήριξε ο Μαρξ, θα πρέπει να αρθεί. Και πίστεψε ότι θα εξαλειφθεί αυτή, μόνον εάν αλλάξει η δομή της κοινωνίας, εάν καταργηθούν οι τάξεις και πάψουν έτσι οι ανήκοντες στις ισχυρότερες ομάδες να εκμεταλλεύονται τους κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερους δημιουργούς και παραγωγούς.
Το δρόμο που θα πρέπει να πορευτεί η ανθρωπότητα, για να οδηγηθεί σε μια κοινωνία χωρίς ταξικές διακρίσεις, στο πλαίσιο της οποίας θα εξαλειφθεί η αδικία που είχε επισημάνει ο Μαρξ, ανέλαβαν να χαράξουν οι διαχειριστές του καλούμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Το κατά πόσο πέτυχαν στην αποστολή τους αυτή και δεν οδηγήθηκαν σε ακρότητες και εκτροπές από τον τελικό στόχο τους είναι ένα θέμα το οποίο χρειάζεται πολλή συζήτηση, που ξεφεύγει από τα όρια του ζητήματος που μας απασχολεί εδώ.
Ο σοσιαλιστικός προγραμματισμός.
Εκείνο που ενδιαφέρει σ’ αυτή τη συνάφεια να λεχθεί είναι ότι, στο όνομα του υπαρκτού σοσιαλισμού, η τέχνη θεωρήθηκε ως ένα όπλο στην ταξική πάλη, ως ένα μέσο που έχει δικαίωμα να υπάρχει, μόνον εφόσον βοηθάει τους ανθρώπους στη διαδρομή τους προς τη χωρίς ταξικές διακρίσεις κοινωνία του μέλλοντος. Κάθε έργο τέχνης που δεν εντάσσεται στην προοπτική αυτή, την οποία από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 η μητρόπολη του υπαρκτού σοσιαλισμού, η σοβιετική εξουσία, καθόρισε, πρέπει να αποβάλλεται ως αισθητικά απαράδεκτο.
Πάνω στη βάση του σοσιαλιστικού αυτού προγραμματισμού (ή ρεαλισμού, όπως συνήθως λέγεται), απαγορεύθηκαν - επειδή δεν ανταποκρίνονταν στα κριτήρια που οι επιτελείς της κεντρικής εξουσίας είχαν θέσει - τα συμφωνικά έργα του Ιγκόρ Στραβίνσκυ (Igor Fyodorovich Stravinsky, 1882-1971), των οποίων η αισθητική αξία αναγνωρίσθηκε από τον υπόλοιπο κόσμο και σήμερα πλέον τυγχάνουν καθολικής αποδοχής. Και, δυστυχώς, δεν πρόκειται για τα μοναδικά καλλιτεχνικά έργα - απεναντίας υπάρχει ένας σεβαστός αριθμός από λογοτεχνικά, μουσικά, εικαστικά αριστουργήματα - που αδικήθηκαν στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού προγραμματισμού.
Η πικρή αυτή διαπίστωση θα πρέπει να μας πείσει ότι δεν είναι θεμιτό η αισθητική αξία των έργων τέχνης να καθορίζεται αποκλειστικά από κοινωνικά κριτήρια και από πολιτικές καθαρά σκοπιμότητες. Ο καλλιτέχνης χρειάζεται, μέσα στην κοινωνία στην οποία ζει, να έχει την ελευθερία του, θα πρέπει, ακολουθώντας την ευαισθησία του, να μπορεί να κάνει τις αισθητικές επιλογές του, έτσι ώστε, αξιοποιώντας το ταλέντο του, να μας προσφέρει τέτοια έργα τέχνης, άνευ των οποίων ο κόσμος μας θα ήταν φτωχότερος και ο βίος μας δε θα ήταν, όπως θα έλεγε ο Πλάτωνας, βιωτός.
Το αίτημα βέβαια για την ελευθερία του καλλιτέχνη δε σημαίνει ότι θα πρέπει αυτός να φτάσει στο άλλο άκρο. Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να συγκεντρωθεί απόλυτα στον εαυτό του, να απομονωθεί και να αποκοπεί από το κοινωνικό περιβάλλον του, όπως τον θέλουν οι απολογητές της θεωρίας η τέχνη για την τέχνη».
Ενδεικτική βιβλιογραφία.
1) Iostein Guarder, «Ο κόσμος της Σοφίας», εκδ. Λιβάνη.
2) Διαδίκτυο
3) E. H. Gombrich, Art and Illusion, Phaidon 1977.
4) Θ. Ν. Πελεγρίνης, Εμπειρία και πραγματικότητα, Πανεπιστήμιο Αθηνών 1982, 1988.
5) Θ. Ν. Πελεγρίνης, Άνθρωποι, ζώα, μηχανές (Καρδαμίτσα, Αθήνα 1987.
6) Θ. Ν. Πελεγρίνης, Μνήμη, παρελθόν και πραγματικότητα, Παρνασσός 19, 1977, 217-24.
7) Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Αθήνα 1972, τ. 3.
8) B. Russell, Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, μετ. Αιμ. Χουρμούζιος, Αρσενίδης, Αθήνα.
9) Κοτζιάς Ν., «Σκέψεις πάνω στη σχέση τέχνης-ιδεολογίας», στον τόμο Τέχνη και ιδεολογία, εκδ. Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 1984, σελ. 26 κ.ε.
10) Μπέρντσλεϋ Μ., Ιστορία των αισθητικών θεωριών, μετάφραση Δημοσθένη Κούρτοβικ-Παύλου Χριστοδουλίδη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1989, σελ. 341.
11) Παπαδημητρίου Κ., «Υλισμός», λήμμα στο Επίτομο Λεξικό Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, εκδ. Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969, σελ. 778.