Οι γονείς του Όσιου Ευφροσύνου ήταν απλοί χωρικοί. Αφού μεγάλωσε λίγο, πήγε σε ένα μοναστήρι κι έγινε μοναχός.
Ο Όσιος Ευφρόσυνος ασχολείτο πάντα στο μαγειρειό του μοναστηριού κι επειδή φερόταν ως αγροίκος τον καταφρονούσαν και τον περιπαίζαν οι άλλοι μοναχοί. Άντεχε τις κοροϊδίες με σύνεση, γενναία καρδιά και ησυχία του λογισμού. Δεν άφηνε ωστόσο τα πειράγματα να ταράξουν την ηρεμία της ψυχής του.
Στο μοναστήρι που ζούσε ο Ευφρόσυνος υπήρχε κι ένας φιλόθεος ιερέας που προσευχόταν να του φανερώσει ο Θεός τα αγαθά που θα απολαύσουν οι πιστοί Χριστιανοί. Μια νύχτα λοιπόν είδε στον ύπνο του ότι βρέθηκε σε ένα περιβόλι, γεμάτο αγαθά που τον άφηναν εκστατικό. Εκεί είδε και τον μάγειρα του Μοναστηριού, τον Ευφρόσυνο, στο κέντρο του περιβολιού να απολαμβάνει τα διάφορα αγαθά.
Πλησίασε τότε ο ιερέας τον Όσιο Ευφρόσυνο και τον ρώτησε ποιο είναι αυτό το περιβόλι και πώς βρέθηκε ο Όσιος Ευφρόσυνος εκεί. Ο Ευφρόσυνος του αποκρίθηκε ότι το περιβόλι αυτό είναι η κατοικία των εκλεκτών του Θεού κι ότι ο Θεός με την μεγάλη του αγαθότητα τον συγχώρεσε να βρίσκεται εκεί. Ο ιερέας τον ρώτησε μετά τι κάνει σ' αυτό το περιβόλι και ο Ευφρόσυνος του απάντησε ότι εξουσιάζει όλα όσα υπάρχουν στο περιβόλι, χαίρεται και ευφραίνεται βλέποντας και απολαμβάνοντας όλα αυτά τα αγαθά.
“Μπορείς να μου δώσεις κανένα από αυτά τα αγαθά;” τον ρώτησε ο ιερέας και ο Ευφρόσυνος του απάντησε ότι θα λάβει από αυτά με την χάρη του Θεού. Κατόπιν ο ιερέας του έδειξε κάποια μήλα και τα ζήτησε και ο Όσιος Ευφρόσυνος τα έβαλε στο πανωφόρι του ιερέα. Ο ιερέας όμως ξύπνησε επειδή χτύπησε το σήμαντρο για να σηκωθούν οι μοναχοί για τον Όρθρο. Και όπως νόμιζε ότι η οπτασία που είχε δει ήταν ένα όνειρο, αγγίζει το πανωφόρι του και βρίσκει με θαυμαστό τρόπο τα μήλα. Θαύμαζε τότε την παράδοξο ευωδιά τους κι έμεινε ακίνητος πολύ ώρα.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειώνει στον βίο του Οσίου Ευφροσύνου ότι τα αγαθά που θα απολαύσουν οι δίκαιοι δεν έχουν καμία σχέση με γήινα αγαθά, όπως είπε και ο Απόστολος Παύλος “α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν” (Α' Κορ, β, 9). Αλλά, συνεχίζει ο Άγιος Νικόδημος, ο Θεός για να βοηθήσει τους αδύναμους ανθρώπους, και να παρηγορήσει τον πόθο των ανθρώπων, μας δείχνει αισθητά αγαθά που μπορούμε να τα δούμε και να τα καταλάβουμε όπως άνθη, μήλα, και να μπορέσουμε έτσι να πλησιάσουμε με την διάνοιά μας τα νοητά και αόρατα αγαθά που θα απολαύσουν οι δίκαιοι στον Ουρανό.
Έπειτα πηγαίνοντας στην Εκκλησία είδε τον Ευφρόσυνο να στέκεται, τον πήρε παράμερα και τον όρκιζε να του πει πού ήταν την νύχτα. Ο Ευφρόσυνος του είπε “συγχώρεσε με πάτερ, σε κανένα μέρος δεν πήγα αυτή την νύχτα, παρά τώρα ήρθα στην ακολουθία”. Ο ιερέας του είπε ότι είχε ορκιστεί κι ότι έπρεπε να φανερώσει σε όλους τα μεγαλεία του Θεού. Ο ταπεινός Ευφρόσυνος του αποκρίθηκε ότι όντως ήταν εκεί όπου βρίσκονται τα αγαθά που θα κληρονομήσουν οι αγαπώντες τον Θεό, που ο ιερέας παρακαλούσε τόσα χρόνια να δει. Και του είπε ότι τον είδε εκεί γιατί έτσι ο Θεός ήθελε να του δείξει με αυτό το θαύμα τα αγαθά των δικαίων.
Ο ιερέας τον ρώτησε “Τι μου έδωσες πάτερ Ευφρόσυνε από τα αγαθά του περιβολιού;” και ο Ευφρόσυνος απάντησε “Τα ωραία και ευωδέστατα μήλα που τώρα τα έβαλες στην κλίνη σου. Όμως πάτερ συγχώρησέ με, επειδή είμαι σκουλήκι κι όχι άνθρωπος”. Τότε ο ιερέας διηγήθηκε σε όλους τους αδελφούς την οπτασία που είδε και τους παρακίνησε όλους στο ζήλο του καλού και της αρετής. Ο Ευφρόσυνος, θέλοντας να φύγει απ' τη δόξα των ανθρώπων, αναχώρησε κρυφά απ' το μοναστήρι και δεν έμαθε κανείς ξανά νέα του. Πολλοί ασθενείς που έφαγαν απ' τα μήλα εκείνα θεραπεύτηκαν από τις αρρώστιες τους.
Η μνήμη του Οσίου Ευφροσύνου του μαγείρου τιμάται απ' την Εκκλησία μας στις 11 Σεπτεμβρίου.