Αμέσως μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού στο προσκήνιο της ιστορίας, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έγινε η ιστορική σύνδεση μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Το Ελληνικό πνεύμα συζεύκτηκε άρρηκτα με το Χριστιανικό, χωρίς ωστόσο να αλλοιωθούν τα ιδιαίτερα ουσιαστικά χαρακτηριστικά τους.
Από τις πρώτες δεκαετίες της ιδρύσεώς της, η Χριστιανική Εκκλησία στράφηκε αποκλειστικά στον Ελληνισμό για την εξάπλωσή της. Πολύ σύντομα τα περισσότερα μέλη της, ακόμη και η ηγεσία της, ήσαν Έλληνες (Τίτος, Τιμόθεος, Λουκάς, Μάρκος κ.λ.π.), από τη στιγμή μάλιστα που η Αποστολική Σύνοδος (48-49 μ.Χ.) επέτρεψε την αποδοχή των Ελλήνων στις τάξεις της ισότιμα με τους Ιουδαίους. Αλλά και ο ίδιος ο ιδρυτής της Χριστιανικής θρησκείας, θεωρεί την πρώτη του συνάντηση με τους Έλληνες, ως την «ώρα», δηλαδή τον προκαθορισμένο από το σχέδιο του Θεού καιρό, που θα δοξαστεί ο «Υιός του Ανθρώπου» (Ιωάν. ΙΒ΄ 20).
Έτσι από την πρώτη κιόλας στιγμή, η ιστορική πορεία του Χριστιανισμού δέθηκε με τον Ελληνισμό και έγινε φανερό ότι το ιστορικό μέλλον της νέας θρησκείας βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων. Φυσικό ήταν, λοιπόν, και η ιστορική πορεία της Λατρευτικής Μουσικής, που ευθύς εξαρχής χρησιμοποίησε ο Χριστιανισμός, να ταυτιστεί και να ακολουθήσει τη μοίρα και όλες τις ιστορικές δοκιμασίες του Ελληνικού Γένους - Έθνους.
Με αφετηρία, λοιπόν, την Αρχαία Ελληνική μουσική, η Εκκλησιαστική μουσική πορεύτηκε σε μια διαρκή εξέλιξη, μαζί με την Ελληνική γλώσσα, που αποτελεί την αδιάσειστη απόδειξη της αδιάκοπης συνέχειας του Ελληνισμού και μας μεταβίβασε ένα ολόκληρο μουσικό σύστημα, που σήμερα προκαλεί το θαυμασμό των ειδικών. Είναι η Βυζαντινή μουσική, η ψαλτική τέχνη της Ορθόδοξης λατρείας, η Ιερή τέχνη του Θείου Δαμασκηνού, του Κουκουζέλη, του Κλαδά, του Πέτρου Λαμπαδαρίου του Πελοποννησίου και της πλειάδας των εμπνευσμένων μεγάλων Βυζαντινών και μεταβυζαντινών μελουργών, έτσι όπως αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε κατά την υπερχιλιετή εξέλιξη του Βυζαντινού Πολιτισμού και έφθασε σε μας εξελιγμένη και εξηγημένη από χαρισματικούς διδασκάλους, μουσικολόγους, Πρωτοψάλτες, Λαμπαδαρίους, δομεστίκους και άλλους σκαπανείς και μύστες της τέχνης αυτής, ιερωμένους και λαϊκούς.
Η Βυζαντινή λοιπόν μουσική που πήγασε από τις ρίζες της πανάρχαιας Ελληνικής μουσικής των μυθικών μουσικών, του Ορφέα, του Θαμύριδα, του Λίνου, του Ολύμπου, του Αρίωνα κ.ά., των μεγαλοφυών διανοιών της Επιστήμης και της Μουσικής, του Πυθαγόρα, του Αριστόξενου, του Ευκλείδη, του Πτολεμαίου, είναι και γλώσσα της ψυχής, με την οποία ο άνθρωπος εκφράζει τις ψυχικές του καταστάσεις και τα συναισθήματά του προς το Δημιουργό Θεό.
Παράλληλα, για τους Ορθόδοξους Έλληνες αποτελεί πολύτιμη πολιτισμική παρακαταθήκη που ενδυναμώνει την έννοια της συνέχειας απ’ την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Είναι, μαζί με τη θρησκεία και τη γλώσσα, αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτισμικής μας ταυτότητας. Κατά τον Χρύσανθο εκ Μαδύτου, μάλιστα, η μουσική αυτή «και φυλάττει μεν τα πρώτα και παλαιά μέλη, άπτεται δε και των νεωτέρων» και η οποία ακόμη «ούτε παλαιά είναι, ούτε νέα, αλλ’ η αυτή κατά διαφόρους καιρούς τετελειοποιημένη».
Η Βυζαντινή Μουσική, ακολουθώντας τη μοίρα των ανθρώπων που την υπηρετούσαν και την υπηρετούν, πέρασε από συμπληγάδες εθνικών συμφορών, κλυδωνίστηκε σε περιόδους ακμής και παρακμής, αλλά δεν έπαψε να υπάρχει, να συγκινεί, να διδάσκει. Λειτούργησε ως άμεση συνέχεια της αρχαίας κλίμακος, της οποίας ο μελικός ρυθμός και ο θεωρητικός πλούτος διασώθηκε με σοφό γραφικό σύστημα και με φωνητική παράδοση. Ως εκ τούτου, αποτελεί υψηλό χρέος να διαφυλαχτεί και να διατηρηθεί η Βυζαντινή, Εκκλησιαστική Μουσική στη θεμελιακή της δομή, αναλλοίωτη, όπως ακριβώς μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά, από στόμα σε αυτί και, βέβαια, μέσα απ’ τα γραπτά κείμενά της.
Παρ’ ότι οι γραπτές μαρτυρίες είναι ελλιπείς για την Α’ βυζαντινή της χιλιετία και το πρόβλημα της μεταγραφής και ορθής ανάγνωσης των παλαιοτέρων χειρογράφων της Β’ χιλιετίας διατηρεί, ακόμη και σήμερα, σκοτεινά σημεία, είναι, αναντίρρητα, βέβαιο, ότι η σημερινή Βυζαντινή μουσική, όπως εξάλλου και η δημοτική μουσική, διατήρησε τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που προσδιορίζουν την έννοια της ελληνικότητας στη μουσική, ως σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης.
Ο πλούτος των μελωδιών της βυζαντινής μουσικής καθώς και η καθημερινή της λατρευτική χρήση, ως στοιχείου ατομικού και κοινωνικού βίου, αποτελούν τα μεγάλα της «όπλα» προκειμένου να διατηρηθεί, αναλλοίωτη και ταυτόχρονα ανανεωμένη, στη θέση που της αξίζει.
Κωνσταντίνος Γ. Ηλιάδης |
Μεγάλη Δίτομος Βυζαντινή Θεία Λειτουργία
Έχω την τιμή και τη χαρά να σας ανακοινώσω, ότι με τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, ήλθε στο φως της δημοσιότητας ο Α΄τόμος ενός έργου μου με τίτλο: "Μεγάλη Δίτομος Θεία Λειτουργία" Ιωάννου του Χρισοστόμου, σε χειρόγραφη βυζαντινή μουσική σημειογραφία. Όπως θα διαπιστώσετε και από την εξέταση του εν λόγω βιβλίου, αυτό περιέχει ένα αρκετά ευρύ φάσμα μουσικών συνθέσεων, με βάση την παραδοσιακή και πατροπαράδοτη Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική μας, όλων των ύμνων της Θείας και Ιεράς Λειτουργίας, και στους οκτώ ήχους, από τους πρώτους έως και τους σημερινούς επιφανέστερους δημιουργούς, Πρωτοψάλτες, Λαμπαδαρίους, Μουσικολόγους, Μουσικοδιδασκάλους και άλλους.
Κωνσταντίνος Γ. Ηλιάδης |