Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, γεννημένος στην Τήνο το 1851, με λαμπρές σπουδές στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας και την Ακαδημία του Μονάχου, ανήκει στη σπάνια εκείνη κατηγορία των καλλιτεχνών που δεν ξεκινούν τη δημιουργική τους πορεία με πρωτόλεια. Από τα πρώτα του έργα η τέχνη του παρουσιάζει μια πρωτόγνωρη ωριμότητα, γεγονός που καταγράφεται από τα σωζόμενα έργα της πρώϊμης περιόδου του. Η Φιλοστοργία (1875), Ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (1877) και φυσικά η θρυλική Κοιμωμένη (1877).
Στη συνέχεια ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο της
Κέρκυρας για 14 χρόνια, έρχεται να ακυρώσει το λαμπρό του ταλέντο. Μετά από τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του τον φέρνει πίσω στο νησί το 1902, όπου ο γλύπτης ζει απομονωμένος και περιφρονημένος βόσκοντας ζώα και κάνοντας θελήματα. Η μητέρα του έχει συνδέσει την τρέλα με την τέχνη του και ό,τι κάνει του το καταστρέφει. Με το θάνατό της (1916) ο καλλιτέχνης λυτρώνεται.
Από το 1918 έως το 1930 ακολουθεί μια πορεία αφύπνισης στο φως της λογικής και στον κόσμο της τέχνης. Η δεύτερη περίοδος, κατά τους μελετητές, όπου η αγωνιώδης προσπάθειά του αποτυπώνεται στα γλυπτά της περιόδου. Οι επαφές με τον πνευματικό κόσμο της Αθήνας πυκνώνουν, το ενδιαφέρον της πολιτείας αφυπνίζεται. Η Ακαδημία Αθηνών το 1925 οργανώνει έκθεση έργων του Χαλεπά, το 1927 του απονέμει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Όλα τούτα τόσο λίγο τον συγκινούν, άλλο ένα κοινό σημείο με τον Παπαδιαμάντη.
Το 1930 έρχεται μόνιμα στην Αθήνα. Μέχρι τον θάνατό του (1938) απολαμβάνει τον γενικό θαυμασμό του κόσμου των τεχνών, που όμως ελάχιστα τον αγγίζει καθώς δουλεύει με πάθος, δημιουργεί, προσπαθεί να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
Τούτη τη νέα περίοδο της «μεταλογικής» τα έργα του δεν διαφέρουν από τις προηγούμενες ως προς την θεματολογία, αλλά ως προς την ελευθερία της απόδοσης, τους δρόμους της ερμηνείας τους. Το νεοκλασικό γλυπτό της Κοιμωμένης σ’ αυτό ακριβώς διαφέρει από τα τολμηρά γυμνάσματα της ωριμότητάς του. Στα δεύτερα κλίμακες και ιεραρχίες παραβιάζονται, οι κανόνες καταργούνται, η κοινή λογική παραμερίζεται, το μικρό συγκατοικεί με το μεγάλο. Τα περιθώρια ερμηνείας του θεατή διευρύνονται.
Το έργο του τώρα απελευθερώνεται από όρια και κανόνες Όνειρο και πραγματικότητα, άλλοτε μάρμαρο κι άλλοτε γύψος, σε αρμονία που μοιάζει απολύτως φυσική. Στα έργα αυτά της ωριμότητάς του ο παγανιστικός κόσμος της αρχαιότητας συνυπάρχει αρμονικά με τον χριστιανικό. Η έννοια του χώρου και του χρόνου καταλύεται. Το πλάσιμο ελλειπτικό, τα επίπεδα καθαρά. Συνθέσεις κλειστές, χωρίς εξέχοντα μέλη, αναπτύσσονται γύρω από έναν στέρεο πυρήνα. Τριάντα χρόνια σιωπής και μοναξιάς χρειάστηκαν για να λειτουργήσουν ως το χωνευτήρι που επεξεργάστηκε και γέννησε έναν καινούργιο καλλιτέχνη.