Οι ήρωες της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας»: ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Έχτορας, ο Αγαμέμνονας, ο Μενέλαος, ο Αίαντας, η Αντρομάχη, η Πηνελόπη, η Ελένη, ήταν εξαιρετικά δημοφιλής σ' ολάκερη την Ελλάδα.
Οι στίχοι του Ομήρου μεταβιβάστηκαν από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά. Τελικά, κατά τον 6ο αιώνα π.τ.Χ., μεταγράφηκαν στην Αθήνα κι έγιναν έτσι λογοτεχνικά έργα. Διδάσκονταν σ' όλα τα σχολεία της Αρχαίας Ελλάδας και, αργότερα, στα σχολεία των ελληνικών κρατών που ιδρύθηκαν στην Ασία από τους Έλληνες καταχτητές, σύγκαιρα στα περισσότερα σχολεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Την εξαιρετική σημασία των ομηρικών επών υπογράμμισε ακόμη και ο ιδεαλιστής Έλληνας φιλόσοφος Πλάτωνας, που έζησε στον 4ο αιώνα π.τ.Χ. Ανάμεσα στ' άλλα είπε ότι «ο ποιητής αυτός (ο Όμηρος) διαπαιδαγώγησε την Ελλάδα!» Όμως παρ' όλο που ο Όμηρος ήταν τόσο δημοφιλής, μήτε η ζωή του, μήτε καν ο τόπος της γέννησής του ήταν γνωστοί. Εφτά πολιτείες διεκδικούσαν τότες την τιμή, πως σ' αυτές γεννήθηκε ο ποιητής. Η έλλειψη βιογραφικών στοιχείων έκανε ορισμένους ερευνητές της Αρχαίας Ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας ν' αμφισβητήσουν κι αυτήν ακόμη την ύπαρξη του Ομήρου.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Γερμανός ιστορικός και φιλόσοφος Φ. Α. Βολφ πρότεινε να θεωρηθούν τα δύο έπη του Ομήρου, η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια», σαν δημιουργήματα της ανώνυμης λαϊκής ποίησης. Ο Βολφ και, αργότερα, ο Γερμανός φιλόσοφος Λάχμαν, βασιζόμενοι σ' ορισμένες αντιφάσεις που υπάρχουν μέσα σ' αυτά τα έπη και στο γεγονός ότι είναι αδύνατο, κατά τη γνώμη τους, ν' απομνημονευτεί ένα τόσο μεγάλο έργο σε προφορική μορφή, θεώρησαν την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» σα μια συλλογή από πολλά πανάρχαια τραγούδια, φτιαγμένα από διάφορους αοιδούς.
Ο μεγάλος Γερμανός ποιητής Φρειδερίκος Σίλλερ αντιτάχθηκε σε μια τέτοια εξήγηση για την προέλευση της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας», απόδειξε την καλλιτεχνική ενότητα αυτών των ποιημάτων και υποστήριξε ότι συγγραφέας τους είναι ο Όμηρος.
Έτσι γεννήθηκε το «ομηρικό πρόβλημα» που έγινε, στο 19ο αιώνα, το θέμα πολλών επιστημονικών συζητήσεων ανάμεσα σε φιλόλογους και ιστορικούς.
Στον 18ο αιώνα και στα πρώτα μισά του 19ου, η μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων ιστορικών θεωρούσαν ολότελα φανταστικές τις μυθολογικές αφηγήσεις και το περιεχόμενο των αρχαίων ελληνικών επών. Πολλοί ιστορικοί και αρχαιολόγοι αμφισβητούσαν ακόμα κι αυτήν την ιστορική ύπαρξη της Τροίας.
Μα τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα αρχαιολογικά ευρήματα, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, στο μέρος όπου υπήρξε η αρχαία Τροία, στην πόλη των Μυκηνών και στην Κρήτη, έριξαν καινούργιο φως στην ιστορία της εμφάνισης των διαφόρων αρχαίων ελληνικών θρύλων.
Τα ευρήματα αυτά επιβεβαίωσαν έμμεσα μια σειρά περιστατικά που αναφέρονται στους διάφορους θρύλους. Πραγματικά, φαίνεται ότι στα πολύ παλιά χρόνια οι πληθυσμοί πολλών νησιών και των παραλίων της Αττικής βρίσκονταν κάτω από την εξουσία των ηγεμόνων της Κρήτης, πράγμα που αναφέρεται στους θρύλους για το Θησέα.
Διαπιστώθηκε ότι η πόλη της Τροίας καταστράφηκε από εχτρούς της πολλές φορές. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι ο πόλεμος, που έκαναν οι Έλληνες άρχοντες με τ' ασκέρια τους ενάντια στους Τρώες, είναι πραγματικό γεγονός και ότι στο έπος του Ομήρου, απλώς πλουτίστηκε με άφθονες μυθοπλαστικές λεπτομέρειες.
Τέλος, είναι αλήθεια ότι στις Μυκήνες έζησαν, τον παλιό καιρό, ισχυροί, πολεμόχαροι και πλούσιοι ηγεμόνες, όπως αποδείχτηκε από τα μνημεία των μεγάλων κάστρων και παλατιών, καθώς και από τους πολύτιμους θησαυρούς που ανακαλύφτηκαν μέσα στους πέτρινους τάφους που είχαν οι ίδιοι χτίσει. Οι αρχαιολόγοι θεωρούσαν ότι οι παλιές πολιτείες της Κρήτης χρονολογούνται από τα μισά της 2ης χιλιετηρίδας π.τ.Χ. και, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική παράδοση, η επιδρομή κατά της Τροίας και η πολιορκία της από τους αρχηγούς των ελληνικών φυλών και τα στρατεύματά τους έγινε, κατά το χρονολογικό σύστημα που υιοθετήθηκε στην ιστορική επιστήμη, στα 1193 - 1184 π.τ.Χ., στις αρχές δηλαδή του 12ου αιώνα π.τ.Χ.
Έτσι, λοιπόν, οι χρονολογικοί υπολογισμοί που έκαναν οι αρχαιολόγοι και τα στοιχεία που προέρχονται από την παλιά ελληνική παράδοση προσεγγίζουν.
Είναι ολότελα φυσικό να έχει κρατήσει ο ελληνικός λαός, ως ένα ορισμένο βαθμό, την ανάμνηση της μεγάλης επιδρομής στα παράλια της Μικρασίας. Με τον καιρό, οι αφηγήσεις για την πραγματική εξέλιξη των γεγονότων πλέχτηκαν με θρύλους γύρω από τα ηρωικά κατορθώματα των αρχηγών-ηρώων που πήραν μέρος στην εκστρατεία καθώς και με μύθους για τα θαυμαστά περιστατικά και για την ανάμιξη των θεών στις πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων και των Τρώων.
Ο ραψωδός, ο προικισμένος με μεγάλο ποιητικό ταλέντο, γνωστός σ' εμάς με το όνομα Όμηρος, δημιούργησε τα ποιήματά του με βάση τις αφηγήσεις και τους θρύλους. Το ότι δεν ήξερε γράμματα καθόλου δεν εμπόδισε τον ποιητή στη δημιουργία του.
Ο Όμηρος (Γλυπτό 2ου αιώνα π.Χ.)
Υπάρχει ακόμη και στην εποχή μας η παράδοση της προφορικής δημιουργίας. Τέτοια ήταν η δημιουργία του Ντζαμπούλ και του Σουλεϊμάν Στάλσκι. Δεν αποκάλεσε τυχαία ο Γκόρκυ τον Σουλεϊμάν «Όμηρο του 20ου αιώνα».
Αργότερα, το κείμενο των ομηρικών επών, περνώντας από στόμα σε στόμα, συμπληρώθηκε με μια σειρά προσθήκες και παρεμβολές, όπως διαπίστωσαν οι φιλόλογοι που μελέτησαν την «Ιλιάδα».
Στην προεπαναστατική Ρωσία ο μεγάλος ειδικός της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας Φ. Φ. Σόκολοφ, υποστήριξε ότι ο Όμηρος πραγματικά σύνταξε τα ποιήματα που του αποδίδονται. Οι περισσότεροι σοβιετικοί ερευνητές του αρχαίου κόσμου δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια» δημιουργήθηκαν από τον ίδιον ποιητή. Το πρόβλημα αν το όνομα του ποιητή είναι Όμηρος ή αν αυτό ήταν μονάχα ένα παρατσούκλι που δόθηκε σε κάποιο ραψωδό, εξακολουθεί να μένει άλυτο. Δεν είναι επίσης καθόλου γνωστά τα στοιχεία σχετικά με τη ζωή και το έργο του υπέροχου αυτού ποιητή.
Ανάμεσα στ' άλλα έργα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, που περιέχουν πολλούς θρύλους για τις διάφορες θεότητες, πρέπει να αναφέρουμε το ποίημα "Θεογονία" που τόγραψε, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική παράδοση, στον 8ο αιώνα π.τ.Χ. ο Ησίοδος από τη Βοιωτία. Ξέχωρα απ' αυτό, οι περισσότερες τραγωδίες που γράφτηκαν από τους Αθηναίους δραματουργούς του 5ου αιώνα π.τ.Χ. -Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη- αποτελούν μια καλλιτεχνική επεξεργασία των αρχαίων μύθων για θεούς και ήρωες. Πολλοί άλλοι επίσης λυρικοί ποιητές της αρχαίας Ελλάδας (ο Πίνδαρος και άλλοι) παρουσίασαν διάφορους μύθους στα έργα τους.
Πολλοί αρχαίοι ελληνικοί θρύλοι διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα, χάρη στους Έλληνες και ρωμαίους συγγραφείς της εποχής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως είναι λόγου χάρη η «Αινειάδα» του Βιργίλιου, οι «Μεταμορφώσεις» και οι «Ηρωίδες» του Οβίδιου (1ος αιώνας π.τ.Χ.) η «Περιγραφή της Ελλάδας» του Παυσανία (2ος αιώνας π.τ.Χ.) κλπ.
Αλλά, αν μέσα σ' αυτά τα μεγάλα έργα των αρχαίων συγγραφέων διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα ολόκληροι μύθοι, υπομνήσεις για διάφορες θεότητες και για διάφορους θρυλικούς ήρωες συναντούμε σχεδόν σ' όλα τα έργα των αρχαίων συγγραφέων.
Μορφές μυθικών θεών και ηρώων βρίσκουμε και σε πολλά παλιά έργα τέχνης, ιδιαίτερα της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Πολλές φορές, οι Έλληνες καλλιτέχνες της αρχαιότητας, ιδίως οι γλύπτες, προσπαθούσαν να συναρμόσουν ολόκληρα μυθολογικά περιστατικά στα έργα τους. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν: το ξακουστό γλυπτικό σύμπλεγμα «Λαοκόοντας», που έγινε στον 1ο αιώνα π.τ.Χ. από τους γλύπτες Αγήσαντρο, Πολύδωρο και Αθηνόδωρο το Ρόδιο, το πελώριο άγαλμα που έφτιαξαν οι γλύπτες Απολλώνιος και Ταυρίσκος από την Tralleas που απεικονίζει την τιμωρία της κακιάς βασίλισσας Δίρκης από τους ήρωες Ζήθο και Αμφίονα κι ένα άλλο γλυπτό του 4ου αιώνα π.τ.Χ. που το λένε: «Ο Μενέλαος προστατεύει το λείψανο του Πάτροκλου που έπεσε στη μάχη». Διάφορα θέματα της μυθολογίας εικονίζονται επίσης στις τοιχογραφίες που στόλιζαν τους τοίχους των χτιρίων, στις αρχαίες πολιτείες. Με τις ανασκαφές που έγιναν στην αρχαία Πομπηία, βρέθηκαν πολλές τέτοιες εικόνες. Τέλος, απειράριθμα περιστατικά των μυθικών θρύλων αναπαρισταίνονται σε ελληνικά αγγεία.