Αληθής λόγος Δεύτερος: Η αποστολή του Ιππία
Ο Μελάγχθων και ο Χαρίδημος, κατά κόσμον Ιππίας, μεγάλωσαν σαν αδέρφια στην Πόλη. Τα σπίτια τους, χτισμένα κολλητά στον κεντρικό δρόμο της Χαλκηδόνας, γκρεμίστηκαν – όταν οι δυο φίλοι ήταν 6 ετών - για να ανεγερθεί το ανάκτορο του τοπικού διοικητή, γύρω από το οποίο άρχισε να αναπτύσσεται η νέα φεουδαρχική πόλη, «ύβρις, προς τον μέγα Ιππόδαμο» όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο πατέρας του Ιππία, Ευγένιος. Έτσι, ο Ευγένιος, ένας από τους επιφανέστερους αρχιτέκτονες της Πόλης, χολωμένος με την νέα βαρβαρική πολεοδομία, που απεικόνιζε την οριστική απεμπόληση κάθε υπολείμματος δημοκρατίας στην ιεραρχία της αυτοκρατορίας, πήρε την οικογένειά του και μαζί με τον φίλο και συνέταιρό του Λέοντα (πατέρα του Μελάγχθωνα), μετοίκησαν στο μόνο μέρος που μπορούσε ακόμα να διαθέτει την στοιχειώδη Ιπποδάμεια λογική: Την συνοικία του Ιπποδρόμου.
Εκεί χτίσανε ένα περίβλεπτο διώροφο σπίτι, πιστό αντίγραφο της εξοχικής κατοικίας του Περικλή. Αν και δεν ταίριαζε στις πεποιθήσεις του Ευγένιου για τις ιδιωτικές κατοικίες, που τις ήθελε λιτές και απολύτως χρηστικές, έμπαιναν έτσι στο μάτι πολλών ευγενών, που πολύ τον κακολογούσαν τελευταίως για τούτη την επιμονή του στις κλασικές ελληνικές φόρμες. Ήταν επίσης, πολύ κοντά στον μεγάλο ναό του Παντοκράτορα, στα θεμέλια του οποίου ήταν θαμμένο, σύμφωνα με τα στοιχεία που διέθετε, το αριστούργημα του Φειδία, λάφυρο της αγρίας δηώσεως της Ολυμπίας από τον βάρβαρο και εν πολλοίς άπιστο εκείνον αυτοκράτορα, του οποίου το όνομα απέφευγε να προφέρει, μαζί με μερικά ακόμη. Όχι πως τον ενδιέφερε να ξεθάψει, πράγμα αδύνατον έτσι κι αλλιώς, το άγαλμα του Δία. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν το πρόσωπό του. Πρόσωπο, που όντας επί αιώνες το πρόσωπο του Θεού για κάθε Έλληνα, αποτυπώθηκε τελικώς στην μορφή του Παντοκράτορα. Του πρώτου Παντοκράτορα που αγιογραφήθηκε ποτέ, στον τρούλο του υπερκείμενου ναού, ο οποίος χτίστηκε στην αυλή του παλατιού εκείνου του αχρείου που ο Θεοδόσιος είχε ορίσει ως υπεύθυνο για την λεηλασία των έργων τέχνης των Εθνικών. Κι αν η πίστη των Ελλήνων είχε ξεριζωθεί από τις καρδιές, εκείνο το πρόσωπο απέμεινε για να θυμίζει, όπως έλεγε και ξανάλεγε ο Λέων, πως η Πίστη μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνέχεια της παλαιάς λατρείας, και πως ο Χριστός μας ήταν είναι και θα είναι εις τους αιώνες Έλλην!
Εκεί, λοιπόν, πότε στο δροσερό αίθριο του σπιτιού, πότε πίσω από το Ιερό του Παντοκράτορα και πότε στις αλάνες πέρα από τον Ιππόδρομο, έκτισαν τα παιδικά τους χρόνια οι δυο φίλοι. Ο ξανθός και ευαίσθητος Μελάγχθων και ο μελαχρινός, ζωηρός και ζαβολιάρης Ιππίας. Εκεί, σ’ εκείνο το αίθριο, διδάχτηκαν από τον πατέρα του Μελάγχθωνα, όλην την φιλοσοφική σκέψη των Ελλήνων. Τα μαθηματικά του Ευκλείδη, Την αστρονομία του Ιππάρχου, την φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη του Θαλή, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ηράκλειτου και των Πυθαγορείων. Την ιατρική του Ιπποκράτη και του Γαληνού, την ποίηση των τραγικών και του Ομήρου. Του Ομήρου, που τα έπη του συνέχιζαν να αποτελούν το μοναδικό εγχειρίδιο της βασικής εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων από τον καιρό που ο Πεισίστρατος τα κατέγραψε για πρώτη φορά. Μαζί μ’ αυτά διδάχτηκαν και τα ευαγγέλια, κυρίως μέσα από την πλούσια συλλογή των πατερικών κειμένων που διέθετε ο Λέων. Έμαθαν για τις αιρέσεις, γνώση απαραίτητη γι’ αυτούς που θα μεγάλωναν μέσα στον ακήρυχτο πόλεμο της εικονομαχίας, έμαθαν για τις μεγάλες φιλοσοφικές μάχες των Εθνικών και των Χριστιανών, τους τρεις πρώτους αιώνες μετά την γέννηση του Κυρίου, αλλά και την ιστορία του κόσμου, όπως την αφηγήθηκαν τόσο οι ιστορικοί όσο και οι δεκάδες τοπικές μυθολογίες. Έμαθαν πολλά. Όχι για να γίνουν αρχιτέκτονες, όπως οι γονείς τους, αλλά για να γίνουν άνθρωποι, όπως έλεγε και ξανάλεγε ο Λέων, κάθε φορά που τα παιδιά γκρίνιαζαν και παρακαλούσαν να τους αφήσει να πάνε να παίξουν.
Αυτά σκεφτόταν ο Ηγούμενος Χαρίδημος, με το κεφάλι στραμμένο και πάλι προς την αποθεωμένη προσωπογραφία του φίλου του. Από την ώρα που έφυγε ο Τιμολέων, κι έχοντας ρίξει μια κλεφτή ματιά στο αρχαίο χειρόγραφο, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσει αυτό που φοβόταν, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επαναφέρει στην μνήμη του τα 53 χρόνια που σημάδεψαν την μοίρα του. Τα χρόνια που διαδέχτηκαν την ανεμελιά των παιδικών του παιχνιδιών, όταν στα δεκαεπτά του πληροφορήθηκε πως προορίζονταν να γίνει κάτι παραπάνω από άνθρωπος. Όταν επιτέλους κατάλαβε γιατί έπρεπε δυο μικρά παιδιά να μάθουν και να κατανοήσουν όλην την σοφία του κόσμου. Δεν μπορούσε να το πιστέψει στην αρχή. Ούτε αυτός, ούτε φυσικά ο Μελάγχθων. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως και οι γονείς τους δεν ζούσαν για να είναι αρχιτέκτονες, κατασκευαστές μερικών από τα επιφανέστερα κτίρια της Βασιλεύουσας. Κι όταν οι γονείς πέθαναν, με διαφορά οκτώ ωρών και από ανεξακρίβωτα αίτια, έμειναν οι δυο τους, μοναχογιοί, με δυο μανάδες απαρηγόρητες και πολλά μα πάρα πολλά καθήκοντα. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να οδηγήσουν τις χήρες στο μοναστήρι της Παναγίας των βράχων, εκεί που είχαν τελειώσει τον βίο τους και οι εκ πατρός γιαγιάδες τους, όπου θα περνούσαν τα χρόνια που απέμεναν προσευχόμενες υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των δυο συνεταίρων. Έπειτα έπρεπε να πουλήσουν όλην την κινητή και ακίνητη περιουσία τους, εκτός από την Βιβλιοθήκη. Τέλος θα έπρεπε να χωριστούν για πάντα. Μια φιλία 20 ετών θα τερματίζονταν για κάτι πέρα και πάνω από τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Άξιζε τον κόπο; Αμέτρητες φορές αναρωτήθηκε ο Ιππίας, και πάντα έπαιρνε την ίδια απάντηση από την φωνή της συνείδησής του: Φυσικά και άξιζε! Γιατί μπορεί οι ισχυροί της γης, όπως καλή ώρα ο αυτοκράτορας που ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει κατά των Αράβων, να έχουν τα σχέδιά τους, πάνω όμως και πέρα από αυτά εξυφαίνεται το σχέδιο του Θεού. Κι αυτός, ο Ιππίας του Ευγενίου, είχε ορκιστεί πάνω από το προσκέφαλο του πατέρα του που ψυχορραγούσε, να υπηρετήσει πιστά και απαρέγκλιτα αυτό το σχέδιο! Έτσι, αποχαιρέτησε τον φίλο του, φόρτωσε σε οκτώ μεγάλες άμαξες τα υπάρχοντα της βιβλιοθήκης του Λέοντα, πήρε παραμάσχαλα την εικόνα του Παντοκράτορα και με την συνοδεία μιας ίλης καλά εκπαιδευμένων ιππέων της ανακτορικής φρουράς, ξεκίνησε για τον Πάρνωνα. Εκεί έφτασε μετά από 4 μήνες. Εντόπισε τα ερείπια του αρχαίου ναού του Δία και πάνω σ’ αυτά, κάνοντας χρήση των γνώσεων αρχιτεκτονικής που είχε λάβει, άρχισε να θεμελιώνει την ιερά μονή του Παντοκράτορος.
Β
Η νουβέλα «Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών» γράφτηκε από τον ΕΝΙΑΥΤΟΝ και δημοσιεύθηκε στο blog: 28 days in February 2006 (https://february2006.blogspot.com). Στην Ματιά δημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα της, τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά.