Αρχική Ματιά
Νέο στη Ματιά
Β  Β 
Β 
Β 
Β 
E-books...
Αρχική Βιβλιοθήκης
...Αδόλφος Χίτλερ:
ο ηγέτης και η εποχή του!
Για να επιστρέψετε στα e-books πατήστε εδώ! Για να επιστρέψετε στην Βιβλιοθήκη πατήστε στην εικόνα της Βιβλιοθήκης!
Β 
Β 

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
ή
Το ατομικό ως έκφραση του συλλογικού και το αντίστροφο

Β 

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 18 από 31
επόμενη σελίδα

Κεφάλαιο 13ο

Γυναίκα και Εθνικοσοσιαλισμός

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Τα πολλά γυναικεία πρόσωπα του Εθνικοσοσιαλισμού - Οι γυναίκες του Τρίτου Ράιχ.
Η συζήτηση γύρω από το νέο κινηματογραφικό πορτρέτο του Χίτλερ συσκοτίζει μια εξαιρετικά σημαντική ιστορικοπολιτική διαμάχη σχετικά με τα βιώματα των Γερμανών, αλλά και των Γερμανίδων της «διπλανής πόρτας» την εποχή του Ναζισμού και, κυρίως, το βαθμό της συνενοχής τους στα ναζιστικά εγκλήματα.
Η ταινία «Πτώση» του Όλιβερ Χίρσμπιγκελ που προβλήθηκε ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες και αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες του Χίτλερ, βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στις αναμνήσεις της γραμματέως του Τράουντλ Γιούνγκε, υπήρξε μια ακόμη αφορμή για την αναζωπύρωση μιας συζήτησης που δεν λέει να καταλαγιάσει. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, δυο ζητήματα που συνεχίζουν να προκαλούν εντάσεις, τόσο εντός όσο και εκτός των γερμανικών συνόρων: το πρώτο αφορά το κατά πόσον είναι θεμιτή μια προσέγγιση που να εξετάζει και τις «ανθρώπινες» πλευρές των πρωταιτίων του ναζισμού, κατά πόσον δηλαδή πρέπει να θεωρηθεί πλέον νόμιμος ο «εξανθρωπισμός του κτήνους». Το δεύτερο, αν και δεν προκύπτει άμεσα από την ταινία, επαναφέρει κατά κάποιον τρόπο στην επικαιρότητα, «εκσυγχρονίζοντάς» την, την παλιά διαμάχη για το είδος και το βαθμό της συνενοχής των Γερμανών «της διπλανής πόρτας» στα ναζιστικά εγκλήματα: πώς πρέπει να «εκτιμηθεί» η εκ των υστέρων καταγραφή των γεγονότων από τη νεαρή τότε γραμματέα του Χίτλερ; Με άλλα λόγια: τι έχουν να μαρτυρήσουν τόσο οι αναμνήσεις της Τράουντλ Γιούνγκε όσο και η πρόσληψη και χρήση τους για τους μηχανισμούς με τους οποίους οι συμπατριώτες της επιχειρούν στη σημερινή συγκυρία να διαχειριστούν το παλιό τραύμα της συλλογικής ευθύνης;
Αν τα ερωτήματα αυτά σχετίζονται με κάποιες λίγο πολύ γνωστές και στην Ελλάδα διαστάσεις του προβλήματος, στην αφάνεια συνεχίζει να παραμένει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πτυχή της όλης συζήτησης, η οποία έχει δώσει ήδη σημαντικά δείγματα γραφής, ανανεώνοντας τις γνώσεις μας για το ναζισμό και ανατρέποντας πολλές από τις ιστοριογραφικές βεβαιότητες για τους τρόπους με τους οποίους οι γερμανοί πολίτες έζησαν, συνεισέφεραν ή αντέδρασαν στην εγκαθίδρυση και επιβίωση του ναζιστικού καθεστώτος. Ο λόγος για τη σχέση των γυναικών με το ναζισμό, καθώς και για τους τρόπους με τους οποίους το φύλο (δηλαδή οι σημασίες του ανδρισμού και της θηλυκότητας) επηρέασε, διαμορφώνοντάς τις, κρίσιμες πλευρές της ναζιστικής πολιτικής.

Διαμάχη ανδρών...
Όπως είναι γνωστό, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, κορυφαίοι γερμανοί ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες συμμετείχαν σε μια έντονη δημόσια συζήτηση για τα χαρακτηριστικά του ναζιστικού καθεστώτος, τη μοναδικότητα ή μη του Ολοκαυτώματος και τις επιπτώσεις της ναζιστικής εμπειρίας στη διαμόρφωση της σχέσης των γερμανών πολιτών με το παρελθόν τους. Πρόκειται για τη λεγόμενη «διαμάχη των ιστορικών» («Historikerstreit»). Πολύ σύντομα, η συζήτηση πέρασε τα γερμανικά σύνορα και συμπαρέσυρε και μελετητές εκτός Γερμανίας, καθώς εκδοχές του ιστορικού σχετικισμού που υποστηρίχθηκε από μερίδα γερμανών επιστημόνων εμφανίστηκαν και αλλού - κατά κύριο λόγο στη Γαλλία. Επιστημονική και ταυτόχρονα άμεσα πολιτική η διαμάχη, εύκολα μπορεί να ανιχνευτεί στις αναλύσεις για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο που ακολούθησαν έκτοτε.
Οι γυναίκες -τόσο οι γυναίκες ιστορικοί όσο και οι γυναίκες ως υποκείμενα της ιστορίας- απουσίαζαν από τη συζήτηση. Ουδεμία πρωτοτυπία: σε στιγμές πόλωσης, όταν τα ζητήματα που διακυβεύονται μοιάζουν ιδιαιτέρως «σοβαρά», οι γυναίκες γίνονται και πάλι αόρατες. Εξαφανίζονται μέσα σε λόγους που θέλουν να εμφανίζονται σαν γενικευτικοί, επομένως άφυλοι. (Βλέπε χαρακτηριστικά και την τρέχουσα εγχώρια αντιπαράθεση των ιστορικών με θέμα την εμφύλια βία, στην οποία το φύλο παραμένει εξοργιστικά αόρατο).
Το παράδοξο στη γερμανική περίπτωση είναι ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η ιστορία των γυναικών είχε ήδη δώσει ενδιαφέροντα δείγματα γραφής για την περίοδο του ναζισμού, θίγοντας ευαίσθητα θέματα τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν σοβαρά στην όλη συζήτηση. Για παράδειγμα είχε ήδη τεθεί το κρίσιμο, όπως φάνηκε και στη συνέχεια, ζήτημα της συνδρομής ή μη των γυναικών στο ναζιστικό καθεστώς, με ορισμένες αναλύσεις να υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες συγκαταλέγονται στα θύματα του ναζισμού και άλλες να διατείνονται ότι οι γυναίκες πρέπει να συμπεριληφθούν στους θύτες της περιόδου. Είχαν δημοσιευτεί ακόμη μελέτες που προσέγγιζαν τη γυναικεία συνενοχή όχι ως απόρροια των πράξεων των ίδιων των γυναικών, αλλά ως αποτέλεσμα της (δεδομένης) εξάρτησής τους από τους άνδρες και της (βολικής) συμμόρφωσής τους με τις ανδρικές επιλογές, αποδίδοντας τα ναζιστικά εγκλήματα στην πατριαρχική δομή του καθεστώτος.
Σύντομα, ωστόσο, οι πρώτες συμβολές φεμινιστριών ιστορικών στο ζήτημα θα φάνταζαν όλο και περισσότερο απλοϊκές, ή, τουλάχιστον, ανεπαρκείς: δεν έμοιαζε πλέον πειστική η έμφαση στην απολιτική στάση των γυναικών, η «αθώωσή» τους μέσα από τα δεινά που υπέστησαν -και το κουράγιο που επέδειξαν- στο τέλος του πολέμου. Οι εικόνες των γυναικών που αγωνίζονταν για την επιβίωση στους σωρούς των βομβαρδισμένων σπιτιών, των «Truemmerfrauen», δεν μπορούσαν πια να εξουδετερώσουν τα ερωτήματα για τα χαρακτηριστικά ενός ενδεχόμενου γυναικείου αντισημιτισμού. Ταυτόχρονα, νέες θεωρητικές φεμινιστικές αναζητήσεις για έναν λιγότερο άκαμπτο ορισμό της πατριαρχίας έθεταν ήδη σε αμφισβήτηση τις οπτικές εκείνες που εξαντλούνταν στην κατάφαση της εξουσίας του πατέρα αφήνοντας κατά μέρος την όποια εξουσία της μητέρας.

...αλλά και γυναικών.
Όπως και να έχει, λίγο καιρό μετά την περίφημη «διαμάχη των ιστορικών», η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν καταδέχθηκε να ασχοληθεί με ερωτήματα «ελάσσονος» σημασίας, έμελλε να ακολουθήσει μια εξίσου έντονη συζήτηση, μεταξύ γυναικών αυτή τη φορά ιστορικών, η οποία θα έθετε στο επίκεντρό της το αγνοημένο από τους άνδρες ιστορικούς ζήτημα της σχέσης των γυναικών με το ναζισμό. Με την αναμενόμενη διαφορά ότι η δεύτερη αυτή διαμάχη δεν επρόκειτο να πάρει τη δημοσιότητα της πρώτης, η οποία σε μεγάλο βαθμό πέρασε μέσα από τον ημερήσιο γερμανόφωνο Τύπο. Το γεγονός δεν σχετίζεται και πάλι με τη σημασία του αντικειμένου της ή την επιστημονική ποιότητα των εμπλεκόμενων ιστορικών, αλλά με τον περιθωριακό ρόλο που συνέχιζε και, δυστυχώς, συνεχίζει να διαδραματίζει η ιστορία των γυναικών. Γιατί τα ζητήματα που απασχόλησαν τη «γυναικεία» εκδοχή της διαμάχης σε καμιά περίπτωση δε συνιστούν ένα επιμέρους, έστω συμπληρωματικό, υποκεφάλαιο της συζήτησης των «ανδρών»: θέτοντας τις γυναίκες -καλύτερα το φύλο- στην καρδιά της ιστορικής αναζήτησης, οι γυναίκες ιστορικοί αξιοποιούσαν αδούλευτες ίσα με τότε πηγές και επιχειρούσαν ερμηνείες που σχετίζονταν με τη φύση του ναζιστικού καθεστώτος, τις συνέχειες ή τις τομές με όσα προηγήθηκαν και εκείνα που ακολούθησαν, τη σύνδεση των μέτρων κοινωνικής πρόνοιας, δηλαδή της ναζιστικής «φυλετικής υγιεινής», με τις διαδικασίες εξόντωσης των «κατώτερων φυλών» κ.ο.κ.
Αν και στην πραγματικότητα πολυφωνική, η διαμάχη των γυναικών ιστορικών επικεντρώθηκε στην αντιπαράθεση δύο προσεγγίσεων, οι οποίες καθόρισαν λίγο πολύ και το περίγραμμα της συζήτησης, δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση ότι πρόκειται για έναν «καβγά» μεταξύ Γερμανίδων από τη μία πλευρά και Αμερικανίδων εβραϊκής καταγωγής από την άλλη. Οι δύο διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις διατυπώθηκαν για πρώτη φορά συνεκτικά σε δύο έργα που εκδόθηκαν περίπου ταυτόχρονα, την εποχή ακριβώς που βρισκόταν σε εξέλιξη η διαμάχη των (ανδρών) ιστορικών: το πρώτο είναι η μελέτη της Γερμανίδας Γκίζελα Μποκ για την υποχρεωτική στείρωση την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού (1986) και το δεύτερο το βιβλίο της Αμερικανίδας Κλόντια Κουνζ με θέμα τη μητρότητα, την οικογένεια και τη ναζιστική πολιτική (1986).
Σύμφωνα με την ανάλυση της Μποκ, βασική καινοτομία του ναζιστικού καθεστώτος υπήρξε, παρά την περί του αντιθέτου ρητορεία του, η πολιτική του κατά των γεννήσεων, η οποία δυνάμει θυματοποιούσε όλες ανεξαιρέτως τις γυναίκες πλήττοντας τη (βιολογική και κοινωνική) μητρική τους ταυτότητα. Από την άποψη αυτή, οι υποχρεωτικές εκτρώσεις και η στείρωση των «ανεπιθύμητων» υπήρξε το αναγκαίο πρώτο βήμα που θα οδηγούσε σύντομα στις μαζικές δολοφονίες και τη γενοκτονία. Βασισμένη σε διαφορετικές πηγές, η Κουνζ υποστήριξε από την πλευρά της ότι η πλειονότητα των γυναικών (όπως εξάλλου και των ανδρών) συνεργάστηκε με το καθεστώς: δεν πρόκειται μόνο για εκείνες που προσχώρησαν στις ναζιστικές γυναικείες οργανώσεις και άντλησαν οφέλη από τους ναζιστικούς κρατικούς θεσμούς. Και όσες δεν ενίσχυσαν ενεργητικά το καθεστώς συνέβαλαν στην εδραίωσή του, αποδεχόμενες τις θέσεις του για μια ξεχωριστή, ουδέτερη πολιτικά, γυναικεία σφαίρα, έναν γυναικείο «ζωτικό χώρο», ο οποίος επέτρεπε στις γυναίκες να αναλάβουν το βάρος για τη διατήρηση και βελτίωση της «φυλής».
Παρόλο που οι μισές περίπου από τις 400.000 υποχρεωτικές στειρώσεις αφορούσαν άνδρες, η Μποκ διατύπωσε την άποψη ότι οι γυναίκες υπήρξαν τα κύρια θύματα αυτής της πολιτικής, όχι μόνο επειδή το 90% των ατόμων που υπέκυψαν στο χειρουργείο κατά τη στείρωσή τους ήταν γυναίκες, αλλά κυρίως επειδή η στέρηση της μητρότητας είναι κατά τη γνώμη της περισσότερο επώδυνη από τη στέρηση της πατρότητας. Στη λογική αυτή, η αναπαραγωγική πολιτική του ναζιστικού καθεστώτος μετέτρεπε όλες τις γυναίκες σε θύματα, απειλώντας τες με έκτρωση ή στείρωση στην περίπτωση που δεν συμμορφώνονταν με τους όρους του για τη φυλετική καθαρότητα και δεν αποδέχονταν το ρόλο που τους είχε ανατεθεί για την επίτευξή της.

Θύτες και θύματα.
Εγκληματική λοιπόν άρνηση της μητρότητας ή συνειδητή -και βολική για τις γυναίκες- εργαλειοποίησή της; Οι διαφωνίες δεν σταματούσαν εδώ. Η Μποκ υπογράμμιζε για παράδειγμα ότι οι γυναίκες δεν επωφελήθηκαν από τα προγράμματα του καθεστώτος για ενίσχυση των επιθυμητών γεννήσεων (προγαμιαία δάνεια κ.ο.κ.), ενώ η Κουνζ και ακόμη εντονότερα η Γερμανίδα Ούτε Φρέβερτ τόνισαν ότι η κοινωνική πολιτική των ναζί βρήκε ανταπόκριση σε εκατομμύρια γυναίκες, όπως συνάγεται από την αύξηση των γάμων και των γεννήσεων μετά το 1933. Αλλά και μέσα στις ναζιστικές γυναικείες οργανώσεις, σύμφωνα με την ανάλυση της Μποκ, οι γυναίκες, και κυρίως οι μητέρες, στάθηκαν λιγότερο εύπιστες από τους άνδρες στη ναζιστική προπαγάνδα, ενώ η Κουνζ, η Φρέβερτ, η Α. Κουν και άλλες υποστήριξαν ότι τα τρία εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες γυναίκες που κατείχαν κάποια θέση στις οργανώσεις αυτές δεν μπορεί παρά ως ένα βαθμό να συναινούσαν στις επιλογές του καθεστώτος.
Άλλο σημείο τριβής υπήρξε η ερμηνεία της στάσης εκείνων των γυναικών που συμμετείχαν άμεσα και ενεργητικά στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου: κατά την Μποκ επρόκειτο για γυναίκες χωρίς οικογένεια που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την πολιτική συγκυρία για να βελτιώσουν την επαγγελματική τους θέση. Στη λογική αυτή, η συνεισφορά τους στη ρατσιστική πολιτική του ναζισμού υπήρξε απόρροια της μίμησης ανδρικών προτύπων. Μεταγενέστερες αναλύσεις θα εστίαζαν στις γυναίκες αυτές, δείχνοντας όχι μόνο ότι η στάση τους υπήρξε αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής, αλλά και ότι η τύχη που τους επιφυλάχθηκε μετά τον πόλεμο πρέπει άμεσα να συναρτηθεί με το φύλο τους: μην πιστεύοντας ότι οι γυναίκες ήταν δυνατόν να ευθύνονται για σοβαρά εγκλήματα, οι νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν «είδαν» την ενοχή τους και τις τιμώρησαν πολύ ελαφρύτερα από τους άνδρες.
Η σχέση των μεσοπολεμικών γυναικείων οργανώσεων με τον εθνικοσοσιαλισμό την περίοδο της ανόδου του αποτελεί ένα ακόμη κρίσιμο κεφάλαιο της διαμάχης. Ασφαλώς και ήταν ήδη γνωστή η αναγκαστική αποχώρηση των εβραίων γυναικών από την Ένωση Γερμανικών Γυναικείων Οργανώσεων (Bund Deutscher Frauenvereine) στα 1933 και η σιωπηρή αποδοχή της από την πλειονότητα των γυναικείων οργανώσεων της εποχής. Η ερμηνεία ωστόσο της Κουνζ προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα, εντοπίζοντας συγγένειες μεταξύ του φεμινιστικού και του εθνικοσοσιαλιστικού λόγου - τη χρήση για παράδειγμα της ναζιστικής έννοιας του «ζωτικού χώρου» (Lebensraum) από τις γυναικείες οργανώσεις της εποχής. Στην ανάλυσή της, το γεγονός ότι οι Γερμανίδες, ακόμη και εκείνες που συμμετείχαν στο γυναικείο κίνημα, θεωρούσαν ότι οι ρόλοι των φύλων οφείλουν να απορρέουν από τη βιολογική τους διαφορετικότητα, διευκόλυνε τις γυναίκες που ταυτίστηκαν με το ναζισμό να εμφανίσουν τις ακραίες θέσεις τους ως συνέχεια των επεξεργασιών του μεσοπολεμικού γυναικείου κινήματος.

Φύλο και φυλή
Όσα προηγήθηκαν είναι ελάχιστες μόνον όψεις μιας αντιπαράθεσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσας, βασισμένης σε αναγνώσεις ανεκμετάλλευτων έως τότε πηγών, η οποία έθιγε θεμελιώδη ζητήματα φεμινιστικής θεωρίας και πολιτικής. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τη δεκαετία δηλαδή του ‘90, νεότερες μελέτες πήραν τη σκυτάλη τροφοδοτώντας μια συζήτηση που συνεχίζεται ακόμη. Στην πορεία αυτή, ιδιαίτερη σημασία έχει η προσπάθεια για υπέρβαση της διχοτομικής πρόσληψης των σχέσεων των γυναικών με το ναζισμό. Στη θέση της απλουστευτικής εμμονής «συνεργοί ή θύματα», νεότερες προσεγγίσεις επιχειρούν να αντιληφθούν το εύρος, την ποικιλία αλλά και την αντιφατικότητα των γυναικείων εμπειριών της περιόδου, ανοίγοντας νέα πεδία έρευνας: από τα αποσιωπημένα έμφυλα χαρακτηριστικά των γυναικείων βιωμάτων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης έως την εξίσου αποσιωπημένη σεξουαλική βία που υπέστησαν οι γυναίκες από τα συμμαχικά στρατεύματα κατοχής στη Γερμανία του 1945.
Στη νέα αυτή φάση, ιδιαίτερα μετά τις ανατροπές που ακολούθησαν την ένωση των δύο γερμανικών κρατών, η κατασκευή της μνήμης και η μεταβίβασή της αποκτούν έναν ιδιαίτερο ρόλο, ενώ η ιστορική αναζήτηση δανείζεται από την ψυχανάλυση εργαλεία για την κατανόηση των ψυχικών διεργασιών μέσα από τις οποίες το τραύμα της μητέρας μπορεί να κρύβεται πίσω από τις ενοχές της κόρης. Διόλου τυχαία, όπως έχει παρατηρηθεί, οι ιστορικοί της δεκαετίας του ‘90, γυναίκες 40 ή 50 ετών, επέμεναν ακόμη να θέτουν τα ερωτήματά τους από την πλευρά της κόρης που αναζητά τρόπους για να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της μητέρας της, δηλαδή με ό,τι μία από αυτές τις ιστορικούς ονομάζει «αρνητική κληρονομιά» της.
Στον αντίποδα τώρα των γυναικών που αναγκάστηκαν να απωθήσουν, ως φιλοναζιστικά, τα βιώματά τους, μια άλλη κατηγορία γυναικών, εκείνες που επέζησαν από το Ολοκαύτωμα, υποχρεώθηκαν σιωπηλά να σβήσουν από τη μνήμη τους την «ειδική» μεταχείριση που τους επιφυλάχθηκε από τους βασανιστές τους. Το πρόβλημα των «αγνοημένων αναμνήσεων» που μετατρέπονται σε «λησμονημένες μνήμες» συνδέεται ευθέως, όπως έδειξαν πρόσφατες μελέτες, με την ασυνείδητη άρνηση των ιστορικών του Ολοκαυτώματος να φανταστούν τη γενοκτονία (και) με όρους φύλου, επομένως με την αδυναμία τους να «ακούσουν» όσα έχουν ή όσα θα μπορούσαν να τους πουν οι συνομιλήτριές τους.
Στο μεταξύ, τη διαμάχη για το κατά πόσο οι γυναίκες πρέπει να προσμετρηθούν στα θύματα ή να συγκαταλεχθούν στους συνεργούς του ναζιστικού καθεστώτος υποκατέστησε ως ένα βαθμό η συζήτηση σχετικά με το αν το φύλο ή η φυλή συνιστά το προνομιακό εργαλείο για την κατανόηση των μεθόδων άσκησης της ναζιστικής πολιτικής. Ιστορικοί που συγκρούστηκαν παλαιότερα για τη σχέση των γυναικών με το ναζισμό έρχονταν τώρα να συμφωνήσουν ότι πρωταρχικός στόχος των εθνικοσοσιαλιστών δεν στάθηκε ο έλεγχος ή/και η καταπίεση των γυναικών, αλλά μια νέα ευρωπαϊκή τάξη βασισμένη σε μια άκαμπτη φυλετική ιεραρχία. Η φυλή κρίνεται έτσι σημαντικότερη από το φύλο, ο ρατσισμός από το σεξισμό.
Και πάλι τα προβλήματα παραμένουν: δεν πρόκειται απλώς για το προφανές, δηλαδή για το ότι ο ρατσιστικός λόγος επιστρατεύει πάντοτε μεταφορές της έμφυλης διαφοράς προκειμένου να τους αναθέσει την απόδειξη της υποτιθέμενης κατωτερότητας του «έκφυλου», καθότι «θηλυπρεπούς», «άλλου». Η γενική κατηγορία «φυλή» τείνει αφενός να συσκοτίσει τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των ομάδων που κρίθηκαν «φυλετικά ακατάλληλες» και αφετέρου να σχετικοποιήσει την ιδιαιτερότητα του αντισημιτισμού. Εκτός αυτού, με την υποβάθμιση του φύλου ως αναλυτικής κατηγορίας χάνεται και πάλι από τον ορίζοντα η κεντρική θέση των γυναικών που, αν μη τι άλλο, ως αρμόδιες για την αναπαραγωγή βρέθηκαν θέλοντας και μη στην καρδιά των «βιοκοινωνικών» πολιτικών του καθεστώτος.
Είναι βέβαιο ότι η διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους η κατηγορία φυλή συνυφαίνεται με την κατηγορία φύλο στη ναζιστική ρητορεία και πράξη συνιστά την πλέον ενδεδειγμένη μεθοδολογικά απάντηση στο πρόβλημα. Γιατί, πράγματι, κάποιες γυναίκες θεωρήθηκαν φυλετικά ανώτερες και ενισχύθηκαν να ζήσουν όψεις της θηλυκότητάς τους, κάτι που απαγορεύτηκε σε κάποιες άλλες- Εβραίες, Τσιγγάνες, ξένες εργάτριες κ.ο.κ. Το ξεδιάλεγμα ωστόσο αυτό, αν και βασισμένο σε κριτήρια φυλετικά, διέθετε πάντοτε τη διάσταση του φύλου. Τα κριτήρια της επιλογής- καταναγκαστικά έργα ή θάνατος, στρατόπεδο συγκέντρωσης ή εξόντωσης- διαφοροποιούνταν βάσει της εθνικότητας και του φύλου. Κι αν η διαδικασία που οδηγούσε στο Άουσβιτς υπαγορευόταν από τα δόγματα της ναζιστικής φυλετικής πολιτικής, εκεί, στον τόπο του μαρτυρίου, οι γυναίκες και οι άνδρες χωρίζονταν και οι γυναίκες με μικρά παιδιά καθώς και οι έγκυες οδηγούνταν αυτομάτως στο θάνατο.

Τα πολλά γυναικεία πρόσωπα του Εθνικοσοσιαλισμού.

Οι γυναίκες του Τρίτου Ράιχ. Το φύλο του ναζισμού.
Αν και η ναζιστική προπαγάνδα αναφερόταν συστηματικά με έναν γενικευτικό τρόπο στη «γυναίκα», είναι προφανές ότι τα βιώματα των γυναικών στο ναζιστικό καθεστώς παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία. Ούτως ή άλλως, οι Γερμανίδες της εποχής της ανόδου του ναζισμού δεν αποτελούσαν μια ομοιογενή ομάδα, αλλά διαιρούνταν σε δεκάδες υποκατηγορίες ανάλογα με την κοινωνική τους θέση, τη θρησκευτική τους ταυτότητα, την οικογενειακή τους κατάσταση, τις πολιτικές τους πεποιθήσεις κ.ο.κ. Έτσι, η κατάταξη του συνόλου των Γερμανίδων της περιόδου στην κατηγορία των «θυμάτων» ή των «θυτών» του ναζισμού, η οποία χαρακτήρισε την αρχική φάση της σχετικής συζήτησης, θεωρείται πλέον ανεπαρκής, ανίκανη να προωθήσει την κατανόηση της πολύπλοκης πραγματικότητας που έζησαν οι γυναίκες την εποχή του ναζισμού.
Στο κλίμα αυτό, πρόσφατες μελέτες προσπαθούν να φωτίσουν τα κίνητρα που οδήγησαν κάποιες γυναίκες να υποστηρίξουν ή να αντιταχθούν στο ναζισμό, ενώ κάποιες άλλες -και δεν ήταν λίγες- να τοποθετηθούν στην «γκρίζα ζώνη» μεταξύ των δύο αυτών «καθαρών» στάσεων. Παρόλο πάντως που η διαίρεση των γυναικών σε «οπαδούς» και «αντιπάλους» του ναζιστικού καθεστώτος θεωρείται πλέον απλουστευτική, ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια στην «αποκάλυψη» της αποσιωπημένης ιστορίας των γυναικών εκείνων που συνέβαλαν ενεργητικά στην εγκαθίδρυση και εδραίωση του ναζιστικού κράτους.
Στην ευρύτερη αυτή κατηγορία τοποθετούνται μεταξύ άλλων οι γυναίκες θεωρητικοί του αντισημιτισμού που εξέδιδαν το ρατσιστικό έντυπο «Η γερμανίδα αγωνίστρια», το οποίο, ως υπερβολικά «ανεξάρτητο», απαγορεύτηκε από τον Χίτλερ στα 1937. Ακόμη, στις συνεργούς του καθεστώτος συγκαταλέγονται οι γυναίκες που, λόγω της επαγγελματικής τους ιδιότητας, στήριξαν τις ρατσιστικές πολιτικές του ναζισμού στον τομέα τις υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας. Πρόκειται για τις γυναίκες που ανέλαβαν να συγκεντρώσουν στοιχεία σχετικά με το ποιες ομάδες του πληθυσμού ήταν «πολύτιμες από άποψη φυλετική» και ως εκ τούτου δικαιούνταν να υποστηριχθούν από το κράτος, ενώ ετοίμασαν και τους καταλόγους με τα «κατώτερα από βιολογική άποψη» στοιχεία, τα οποία έπρεπε να στερηθούν το δικαίωμα στην αναπαραγωγή και ως εκ τούτου επιλέγονταν για υποχρεωτική στείρωση. Εξίσου πειθήνιες προς τις επιταγές του καθεστώτος αποδείχθηκαν και οι νοσοκόμες που εργάζονταν στις κλινικές όπου πραγματοποιήθηκε η συστηματική θανάτωση των ψυχικά νοσούντων: η δολοφονία των αρρώστων (με δηλητηριώδη ένεση ή από ασιτία) ανήκε στα καθήκοντα του νοσηλευτικού προσωπικού. Την ίδια στάση επέδειξαν και υπάλληλοι, όταν κλήθηκαν να καταρτίσουν καταλόγους με τους Εβραίους πελάτες των οργανισμών κοινής ωφέλειας στους οποίους εργάζονταν.
Ακόμη και τα Ες-Ες πρόσφεραν στις γυναίκες κάποιες δυνατότητες επαγγελματικής απασχόλησης. Στα 1938 τοποθετήθηκαν για πρώτη φορά γυναίκες φύλακες στο γυναικείο στρατόπεδο Λίχτενμπουργκ. Στη συνέχεια, και καθώς ο αριθμός των κρατουμένων γυναικών αυξανόταν, οι γυναίκες δεσμοφύλακες αναλάμβαναν την εσωτερική επιτήρηση των εγκλείστων, ενώ η παρακολούθησή τους στους εξωτερικούς χώρους παρέμεινε στην ευθύνη των ανδρών των Ες-Ες. Για την εκπαίδευση των γυναικών φυλάκων είχε επιλεγεί το γυναικείο στρατόπεδο Ράβενσμπρικ, ενώ γυναίκες τοποθετούνταν και σε στρατόπεδα όπου πραγματοποιούνταν μαζικές θανατώσεις κρατούμενων, όπως το Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Συνολικά, οι γυναίκες αυτοί υπάλληλοι των Ες-Ες ανέρχονταν στο 10% του συνολικού αριθμού των δεσμοφυλάκων.
Εκτός αυτού, «επίλεκτες» γυναίκες είχαν τη δυνατότητα να θέσουν υποψηφιότητα για τακτικά μέλη των Ες-Ες. Στα 1942 δημιουργήθηκε το γυναικείο σώμα των Ες-Ες, ενώ σε ειδική σχολή εκπαιδευόταν η θηλυκή ναζιστική ελίτ ως ασυρματίστριες, μηχανικοί κ.λ.π. Προς το τέλος του πολέμου, το γυναικείο σώμα των Ες-Ες περιλάμβανε 10.000 γυναίκες.

Β 

Κεφάλαιο 14ο

Ο Δικτάτορας - Η προπαγάνδα - Καθιέρωση της δικτατορίας - Το Τρίτο Ράϊχ

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Πράκτορες του NSDAP πυρπολούν στις 27 Φεβρουαρίου 1933 το Ράϊχσταγκ (κοινοβούλιο) με στόχο την ενοχοποίηση και τη συντριβή της γερμανικής αριστεράς (τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Κομμουνιστές και τα συνδικάτα). Με αφορμή τον εμπρησμό ο Χίτλερ καταφέρνει να πείσει τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ να συμφωνήσει σε αναγκαστικό διάταγμα βάση της παραγράφου 48 του συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Έτσι ο Χίντενμπουργκ ντε φάκτο εξουσιοδοτεί τον Χίτλερ να καταργήσει τα κυριότερα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών. Επίσης βάση του νόμου, το αναγκαστικό διάταγμα όμως είναι περιορισμένο σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Ο νόμος, όμως, προβλέπει για την κρίσιμη περίπτωση τον «Εξουσιοδοτικό νόμο» (Ermachtigungsgesetz), ο οποίος λέγεται επίσημα και «νόμος αποτροπής κινδύνου για το λαό και το Ράϊχ». Ο νόμος αυτός παραχωρεί όλη την νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το Ράϊχσταγκ και τον πρόεδρο. Για ενεργοποίηση του νόμου αυτού ο Χίτλερ χρειάζεται όμως την υποστήριξη τουλάχιστον των δύο τρίτων της βουλής. Για να πετύχει, εκμεταλλεύεται την προσωρινή εξουσία του που απέκτησε βάση του αναγκαστικού διατάγματος μετά τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ: χιτλερικές δυνάμεις και αστυνομικές μονάδες συλλαμβάνουν όλους τους βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD, 81 άτομα) και πολλούς βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD, σημερινό κυβερνητικό κόμμα).
Το Ράϊχσταγκ από εδώ και εμπρός δεν είναι πλέον το δημοκρατικά από το λαό εκλεγμένο.
Οι υπόλοιποι βουλευτές του SPD που παραμένουν στη βουλή θα ψηφίσουν κατά του Χίτλερ. Όλοι οι άλλοι όμως βουλευτές (όπως κεντρικοί και φιλελεύθεροι) θα τον υποστηρίξουν. Έτσι στις 24 Μαρτίου 1933 το Ράϊχσταγκ αποφασίζει με βάση τον Εξουσιοδοτικό νόμο (Ermachtigungsgesetz) την παραχώρηση όλης της νομοθετικής εξουσίας στην χιτλερική κυβέρνηση.
Με την απόφαση αυτή αρχίζει στην Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, που προπαγανδιστικά ονομάζεται από τους εθνικοσοσιαλιστές «Τρίτο Ράϊχ».
Στις 1 Ιουλίου 1933 καθιερώνεται η «Δωρεά για τον Αδόλφο-Χίτλερ της γερμανικής οικονομίας» (Adolf-Hitler-Spende der deutschen Wirtschaft), με την οποία υποχρεώνονται οι επιχειρήσεις να πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό των κερδών τους στο NSDAP. Μέχρι το 1945 συγκεντρώνονται με αυτόν τον τρόπο περίπου 700 εκατομμύρια Μάρκα (Reichsmark) στους λογαριασμούς του κόμματος. Το NSDAP και ο Χίτλερ δεν θα αντιμετωπίσουν ξανά οικονομικά προβλήματα.
Με διαταγή του Χίτλερ δολοφονείται στις 30 Ιουνίου με 1 Ιουλίου 1934 (Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών, στη γλώσσα των εθνικοσοσιαλιστών προπαγανδιστών και Πραξικόπημα του Ρεμ, Rohmputsch) η ηγεσία των SA, αλλά και στρατιωτικοί και πολιτικοί αντίπαλοι του Χίτλερ γενικώς, όπως ο πρώην στρατηγός και καγκελάριος φον Σλάιχερ και η γυναίκα του. Στο σύνολο βρίσκουν περίπου 200 άτομα τον θάνατο αυτές τις μέρες. Η ενέργεια αυτή αμνηστεύεται με νόμο του λίγες μέρες αργότερα σαν προληπτικό μέτρο κατά του δήθεν αναμενόμενου πραξικοπήματος του αρχηγού των SA και παλιού φίλου του Χίτλερ (μιλούσαν μεταξύ τους στον ενικό) Έρνστ Ρεμ. Στην πρώτη αυτή μαζική δολοφονία ο Χίτλερ επηρεάζεται κυρίως από τον αρχηγό των SS Χάινριχ Χίμλερ και τον Χέρμαν Γκαίριγκ, οι οποίοι θέλουν να εξουδετερώσουν έτσι τον αντίζηλο τους Ρεμ.
Η γερμανοαμερικανίδα καθηγήτρια πανεπιστημίου Χάνα Άρεντ θα πει το 1964 ότι η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών και τα άλλα φοβερά συμβάντα που αρχίζουν ήδη το 1933 χάνονται μονάχα πίσω από τα απάνθρωπα γεγονότα, που θα ακολουθήσουν αργότερα.
Μετά το θάνατο του Χίντενμπουργκ στις 2 Αυγούστου 1934 ο γερμανικός στρατός (Reichswehr, με την καθιέρωση της υποχρεωτικής θητείας το 1935 μετονομάζεται και λέγεται Wehrmacht) ορκίζεται στο πρόσωπο του Χίτλερ, ο οποίος από εδώ και εμπρός είναι και πρόεδρος του κράτους και θα έχει τον τίτλο «Ηγέτης και Καγκελάριος» (Fuhrer und Reichskanzler).
1936: Μετά από μακροχρόνιες μελέτες που έκανε ο Φερδινάνδος Πόρσε με σκοπό την κατασκευή ενός «λαϊκού αυτοκινήτου», γεννήθηκε το Φολκσβάγκεν. Το πρώτο εργοστάσιο που ανέλαβε την παραγωγή του εγκαινιάστηκε από τον Χίτλερ στο Φελαρσλέμπεν της Κάτω Σαξονίας.
Τέλος, τον Ιανουάριο του 1938, ο Χίτλερ αναλαμβάνει την αρχηγία της Βέρμαχτ. Ο μέχρι τότε αρχηγός φον Φριτς (von Fritsch) όπως και ο υπουργός άμυνας φον Μπλόμπεργκ (von Blomberg) αναγκάζονται να παραιτηθούν επειδή, σύμφωνα με ραδιουργία των SS του Χίμλερ, είναι ομοφυλόφιλοι.

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Ζωοφιλία και εθνικοσοσιαλισμός.

Εδώ και δέκα περίπου χρόνια, η ζωοφιλία έπαψε να θεωρείται, στον χώρο της υψηλής διανόησης, υποκατάστατο της αγάπης για τα παιδιά. Οι πασίγνωστες φωτογραφίες του Χίτλερ να παίζει με τον σκύλο του στο Berchtesgaden δεν αποτελούν πλέον κάρφος οφθαλμών. Ο Strangl, διοικητής του στρατοπέδου της Τρεμπλίνκα, που έτυχε, τον καιρό της «απόσυρσής» του στην Βραζιλία, να έρθει αντιμέτωπος με το βλέμμα των μαντρωμένων επί σφαγήν ζώων, είχε δηλώσει συγκλονισμένος από «αυτά τα μεγάλα μάτια που με κοίταζαν χωρίς να ξέρουν ότι ένα λεπτό αργότερα θα είναι νεκρά».

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Ιστορικές φωτογραφίες της Εποχής των Ναζί: Εκμάθηση ανάγνωσής τους.

Οι φωτογραφίες είναι μια από τις πολλές πηγές που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να αναλύσουμε και να ερμηνεύσουμε ένα γεγονός, μια εξέλιξη ή ένα ιστορικό φαινόμενο. Μόνο περιστασιακά μπορεί να είναι το μόνο διαθέσιμο στοιχείο μαρτυρίας (για παράδειγμα φωτογραφίες της καθημερινής ζωής που τραβήχτηκαν μυστικά στο γκέτο της Βαρσοβίας το 1943), αλλά συνήθως άλλες μορφές στοιχείων είναι επίσης διαθέσιμες και συχνά χρειάζεται να τις συμβουλευτούμε έτσι ώστε να καταλάβουμε πλήρως μια φωτογραφία.
Βέβαια, οι φωτογραφίες που διατηρούνται για το ιστορικό αρχείο έχουν περάσει μια εντατική διαδικασία επιλογής σε αρκετά επίπεδα. Ο φωτογράφος, όταν τραβάει μια φωτογραφία, έχει πάρει αποφάσεις για το θέμα ή τα θέματα, τη σύνθεση της εικόνας, την οπτική γωνία, το φόντο και το πρώτο πλάνο. Όταν εμφανίζει τα αρνητικά ο φωτογράφος έχει κάνει ορισμένες επιλογές για το ποια θα κρατήσει και ποια θα απορρίψει. Μετά, ο εκδότης ειδήσεων επιλέγει φωτογραφίες σύμφωνα με το αν έχουν ειδησεογραφική αξία ή όχι, με το πώς συνδέονται με μια συγκεκριμένη ιστορία και με το πώς ταιριάζουν με τη θέση της εφημερίδας για το γεγονός ή το ζήτημα. Τέλος, ο αρχειοθέτης κάνει μια επιλογή για το ποιες φωτογραφίες θα πρέπει να διατηρηθούν για μετά και αυτή η επιλογή μπορεί να αντανακλά τις ιδέες του αρχειοθέτη για το ποιες φωτογραφίες είναι και ποιες δεν είναι ιστορικά σημαντικές, ή απλά ποιες ταιριάζουν καλύτερα στις υπάρχουσες συλλογές.
Επίσης, ο φωτογράφος μπορεί να επηρεάσει άμεσα τα γεγονότα που φωτογραφίζονται. Ακόμη δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε την περίπτωση της φωτογραφικής σκηνοθεσίας για λόγους προπαγάνδας. Οι περισσότεροι έχουμε δει φωτογραφίες του Χίτλερ που αγκαλιάζει παιδάκια. Ποια σχέση όμως είχε ο πραγματικός Χίτλερ με την ειδυλλιακή εικόνα; Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η επιλογή της κατάλληλης στιγμής, ακόμα και η γωνία λήψης αλλοιώνουν, προς το καλύτερο ή το χειρότερο, την εικόνα μιας προσωπικότητας. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίζουμε και τον υπότιτλο που τη συνοδεύει καθώς της δίνει συγκεκριμένο νόημα.

Ιστορικές γελοιογραφίες.

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Τα περισσότερα σύγχρονα βιβλία περιλαμβάνουν μια ποικιλία γελοιογραφιών για να εικονογραφήσουν συγκεκριμένα ζητήματα και θέματα και κάποια, ιδιαίτερα εκείνα που επικεντρώνονται στην παγκόσμια ιστορία του 20ου αιώνα, περιλαμβάνουν γελοιογραφίες που προέρχονται από διάφορες χώρες. Οι τοπικές βιβλιοθήκες μπορούν επίσης να έχουν μια περιορισμένη κλίμακα αρχείων εφημερίδων και αφίσες που φυλάσσονται σε μικροδιαφάνειες. Μια άλλη χρήσιμη πηγή είναι το Διαδίκτυο. Κάποιοι από τους ιστοτόπους για την Ευρωπαϊκή Ιστορία και για συγκεκριμένα ζητήματα, όπως ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, που αναφέρονται στη συνέχεια αυτού του βιβλίου, περιλαμβάνουν αρχεία γελοιογραφιών. Υπάρχουν επίσης κάποιοι ιστότοποι ειδικών από τους οποίους μπορούμε να κατεβάσουμε γελοιογραφίες για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς σκοπούς.
Για παράδειγμα, ο ιστότοπος που διατηρεί η Horus H-GIG για ιστορικές κάρτες. (https://click.ucr.edu/h-gig/hist-preservation/postc.html), η συλλογή γελοιογραφιών του Πανεπιστημίου Πρίνστον που καλύπτουν την περίοδο 1890-1950 στη Βιβλιοθήκη του Σέλυ Τζ. Μαντ (https://www.princeton.edu/~mudd), καθώς επίσης και τα αρχεία του Κέντρου για τη Μελέτη των Γελοιογραφιών και Καρικατούρων του Πανεπιστημίου του Κεντ (https://libservb.ukc.ac.uk/cartoons).
Οι γελοιογράφοι είναι γεγονός πως βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην υπερβολή και στην καρικατούρα. Αυτά μπορεί να είναι αρνητικά ή θετικά. Για παράδειγμα, ένας χαρακτήρας μπορεί να σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο που να παρουσιάζεται αξιόπιστος ή αναξιόπιστος, σκληρός ή αδύναμος, σίγουρος ή διστακτικός, πατριώτης ή δόλιος. Οι γελοιογράφοι συχνά έχουν βασιστεί σε στερεότυπα για να μεταδώσουν το μήνυμά τους στο κοινό. Δηλαδή παρουσιάζοντας υπεραπλουστευμένες γενικεύσεις, συχνά υποτιμητικής φύσης, για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, για μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή έθνος.

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Όταν η κάμερα εξαπατά.

Μια φωτογραφία, λένε, αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Πόσο αληθινές είναι όμως αυτές οι λέξεις; Και πόσο μπορεί όντως να εμπιστεύεται κανείς την οποιαδήποτε εικόνα που βλέπει αποτυπωμένη; Μια πρωτότυπη έκθεση εγκαινιάστηκε το φθινόπωρο του 2001 στο Ιστορικό Μουσείο της Βόννης. Η έκθεση είχε ως τίτλο «Φωτογραφίες που λένε ψέματα» και ήταν αφιερωμένη στην τέχνη του φωτογραφικού μοντάζ. Ή αλλιώς, στην «τέχνη» της διαστρέβλωσης της Ιστορίας. Γιατί κάθε φωτογραφία είναι, εκτός από καλλιτεχνική έκφραση, και ιστορικό τεκμήριο. Κάθε φωτογραφία που παραποιείται συντελεί στην παραποίηση της Ιστορίας. Ο γερμανικός λαός το γνωρίζει καλά αυτό και συνέρρευσε να θαυμάσει την έκθεση. Έχει άλλωστε βιώσει, στη σύγχρονη ιστορία του, δύο δικτατορίες: αφενός το χιτλερικό καθεστώς και αφετέρου το κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας. Και τα δύο χρησιμοποίησαν παραποιημένες φωτογραφίες προκειμένου να ενισχύσουν το κύρος των ηγετών τους, να δημιουργήσουν μια πλαστή αίσθηση αδελφοσύνης και ομόνοιας και, εν ολίγοις, να αποσιωπήσουν την αλήθεια.
Ο Χίτλερ, για παράδειγμα, απαιτούσε από τον προσωπικό του φωτογράφο Χάινριχ Χόφμαν, να τον απαθανατίζει πάντα σε μεσσιανικές πόζες. Η εικόνα του έπρεπε να παραπέμπει στην επιτυχία, στη νίκη, στον ακατάβλητο δυναμισμό της Άρειας φυλής. Φωτογραφίες, φέρ’ ειπείν, που τον έδειχναν «συντροφιά» με βαριά τραυματισμένους αεροπόρους θεωρούνταν αυτόματα «ακατάλληλες». Αντίθετα, φωτογραφίες που τον απεικόνιζαν να χαϊδεύει τρυφερά μικρά παιδιά στο κεφάλι, εγκρίνονταν πάραυτα προς δημοσίευση.
Χαρακτηριστικότερη όμως περίπτωση είναι αυτή του Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Ιταλός δικτάτορας φοβόταν πολύ τα άλογα, ένιωσε όμως κάποια στιγμή την ανάγκη να προβάλει τη δύναμή του ιππεύοντας έναν επιβήτορα και κραδαίνοντας το «σπαθί του Ισλάμ». Και για διάστημα λίγων λεπτών, μέχρι να απαθανατίσει ο φωτογράφος την «ηρωϊκή» στιγμή. Στη συνέχεια χρειάστηκε απλά να «σβηστεί» από τη φωτογραφία η μορφή του ιπποκόμου που κρατούσε τα χαλινάρια προκειμένου να παραμείνει το άλογο ακίνητο. Μην τυχόν και τρομάξει ο «Ντούτσε»... Όλα αυτά ενώ βρισκόταν στην Τρίπολη.
Τότε όμως, τουλάχιστον, οι φωτογράφοι υπάκουαν σε άνωθεν εντολές. Σήμερα, υπακούν απλά στο νόμο του συμφέροντος, ανταποκρινόμενοι στην ακόρεστη ανάγκη του κοινού για νέα, ειδήσεις, αποκαλύψεις.
Χρέος του κάθε φωτογράφου είναι να «πιάσει» μια στιγμή. Αφήνοντας στη συνέχεια την εικόνα να μιλήσει από μόνη της. Αυτό συνεπάγεται δραματοποίηση, σύνθεση και, πάνω από όλα, ειλικρίνεια. Καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι γνωρίζουν πολύ καλά σήμερα ότι η τεχνολογία επιτρέπει την παραποίηση οποιασδήποτε εικόνας. Γι’ αυτό και έχουν γίνει απρόθυμα ίσως οι φρουροί της ηθικής των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Ναζί και Μυστικισμός - Παράδοξες ιδέες τους: Εξωγήινοι - Η Θεωρία της Κοίλης Γης.

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Ο Αδόλφος Χίτλερ, που ήταν μέλος της εταιρείας της Θούλης και της αδερφότητος των Βριλ, ξεκίνησε την επιχείρηση «Υπερβόρεια» που είχε ως σκοπό τις ανασκαφές σε διάφορα σημεία της Ευρώπης για την ανακάλυψη ιχνών μιας Αρείας υπόγειας, ανώτερης φυλής. Στην Ελλάδα έγιναν έρευνες στο φαράγγι του Βίκου, στη Γαύδο, στο Δίστομο και αλλού.
Ο Χίτλερ πίστευε πως η γη είναι κούφια και πως η καμπυλότητά της θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εκπομπή υπέρυθρων ακτίνων, που θα μπορούσαν να καταγράψουν κινήσεις σε τεράστιες αποστάσεις και για την διενέργεια πολεμικών επιχειρήσεων πίσω από τις γραμμές του εχθρού, μέσω υπόγειων διαδρομών.

Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

Γιατί άραγε οι Ναζί κατά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο έστελναν συνέχεια αποστολές στους δύο πόλους;

Πολλοί λένε ότι ο Χίτλερ γνώριζε όντα από τη φυλή της Κούφιας γης και ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή φήμη, είχαν συνεννοηθεί μαζί του για να φτιάξουν την Υπεράνθρωπη Άρια φυλή που θα κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι γνωστό ότι μετά από την Γερμανική ήττα, στις Γερμανικές βάσεις, βρέθηκαν σχέδια UFO με άγνωστη προέλευση και οι οπαδοί της θεωρίας της Κούφιας Γης υποστηρίζουν ότι τα UFO προέρχονται από τους «Νάγκας». Επίσης υποστηρίζουν ότι όσοι αξιωματικοί δεν βρέθηκαν (και ο Χίτλερ μαζί τους), μετά την ήττα τους, κρύφτηκαν στα έγκατα της γής! Όσοι Γερμανοί επιστήμονες πιάστηκαν αιχμάλωτοι, μεταφέρθηκαν στις H.Π.A. για να συνεχίσουν το σπουδαίο και πρωτότυπο έργο τους!...
Γιατί όμως ονομάζονταν οι Δυνάμεις του Χίτλερ και των συμμάχων του και «Δυνάμεις του άξονα»; Η αναζήτηση αυτή έχει οδηγήσει πολλούς μελετητές στη «Σβάστικα» (Αγκυλωτός σταυρός). Η λέξη (swastika) προέρχεται από το Σανσκριτικό «Su» που σημαίνει «καλός», «astig» που σημαίνει «να είσαι» και το «ka» είναι απλή κατάληξη. Για πάρα πολλούς λαούς συμβόλιζε και διαφορετική έννοια. Πρωτοεμφανίστηκε 3000 χρόνια πριν σε διάφορα έργα τέχνης (αγγεία, ποτήρια) ακόμη και σε νομίσματα στην Τροία. Για τους Έλληνες συμβόλιζε της επανάληψη, το αιώνιο, και το χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν την επανάληψη στη μουσική (παρτιτούρες). Για τους Ναζί η σβάστικα συμβόλιζε την αιώνια κίνηση του κόσμου και τον άξονα αυτής της κίνησης που εντοπίζεται στο βόρειο πόλο, από όπου εξήλθαν οι Άρειοι. Είναι ένα σύμβολο περιστροφικής κίνησης. Εξ’ ου και ο όρος «Δυνάμεις του άξονα» και αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο που μπορεί να συνδεθεί με τις παράξενες αλλά και παράταιρες θεωρίες της «Κούφιας Γης».

προηγούμενη σελίδα
Σελίδα 18 από 31
επόμενη σελίδα
Β 
Up
Β 

Β 

Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.

Β 
Β 
Περιεχόμενα Βιβλίου
Β 
Δείτε:
Διάφορα
Θρησκεία
Πρόσωπα
Ημέρες
Έγραψαν
Λέξεις
Τόποι
Έθιμα
e-books
Β 
Δείτε επίσης:
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Α
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου - Μέρος Β
Σημειώσεις στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης
Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
Ο θρύλος του θανάτου των Μοναχών
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών
Σχέσεις μητέρας - γιου στο πρώιμο Βυζάντιο
Μουσειοπαιδαγωγική - Μουσείο και Αγωγή
Βερολίνο
Οι Τέχνες ως παράγοντας διατήρησης και ανάκτησης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου (Μέρος Γ)
Μετέωρα
Το γυμνό στην Τέχνη
Αρχαιότητα
Το σχολείο ως πολυδύναμος πολιτιστικός οργανισμός
Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918 - 1922
Οι κανονισμοί των ορφανοτροφείων ΑΡΡΕΝΩΝ-ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ και ΘΗΛΕΩΝ-ΧΑΛΚΗΣ 1921
Στοιχεία θεατρικής παιδείας
Γιορτές αγλύκαντες
Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
Η ακάνθινη απειλή
Β 
Β 
Β 
Αναζήτηση
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Β 
Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πλοηγηθείτε | Λάβετε Μέρος | Δημιουργία και Ανάπτυξη ΆΡΚΕΣΙΣ
Β 
Β