Β
ΙΔ΄) Φέντερ, Ντρέξλερ, Χίτλερ.
Ο Χίτλερ μυστικός πράκτωρ.- Παρακολουθεί μια συγκέντρωση του «Εργατικού Γερμανικού Κόμματος».- Ο άγνωστος και το βιβλίο.- «Το πολιτικό μου ξύπνημα».- Πολιτικές συγκεντρώσεις και μπυροποσία.- Το κόμμα των 7.- Ο Χίτλερ αποφασίζει να μπει στο κόμμα.
Μια μέρα -κατά τον Ιούλιο του 1919- ο Χίτλερ έλαβε τη διαταγή να ενεργήσει μια μυστική έρευνα για τις επιδιώξεις κάποιας μυστικής οργανώσεως που είχε τον τίτλο: «Εργατικό Γερμανικό Κόμμα». Η αποστολή αυτή άρεσε στον Χίτλερ. Του άρεσε πρώτον επειδή ήταν μυστική. Και δεύτερον, γιατί -καθώς έμαθε- ένας από τους αρχηγούς της οργανώσεως αυτής ήταν ο Γκίντφρηντ Φέντερ, τον οποίο θαύμαζε από τις παραδόσεις του στα φροντιστήρια των στρατιωτών. Επρόκειτο μάλιστα, στην προσεχή δημόσια εμφάνιση της οργανώσεως, να κάνει μια διάλεξη ο Φέντερ. Ο Χίτλερ υποσχέθηκε στον εαυτό του να μη λείψει από τη συγκέντρωση αυτή. Προηγουμένως όμως, ρωτώντας από εδώ και από εκεί κατόρθωσε να μάθει μερικά πολύ ενδιαφέροντα πράγματα για την οργάνωση.
Το «Εργατικό Γερμανικό Κόμμα» ήταν σχετικά παλιά οργάνωση. Ιδρυτής της ήταν κάποιος Βαυαρός, ονομαζόμενος Ντρέζλερ. Τα μέλη της όμως δεν υπερέβαιναν τα σαράντα πρόσωπα. Ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβολόγοι, τους σαράντα θαμώνες μίας μπυραρίας του Μονάχου, μπρος τα τραπέζια της οποίας και με την συντροφιά μεγάλων ποτηριών μπύρας, έλυναν όλα τα πολιτικά προβλήματα.
Μια τέτοια οργάνωση, βέβαια δεν φάνηκε και πολύ επίφοβη στον Χίτλερ. Πάντως, όμως, το όνομα του Φέντερ τον ηλέκτριζε. Και, χωρίς να τον ενδιαφέρει εάν με την πράξη του αυτή μεταβαλλόταν σ’ έναν κατάσκοπο του δασκάλου του και φίλου του, αποφάσισε να πάει στην προσεχή συγκέντρωση του κόμματος της μπυραρίας.
Όταν ο Χίτλερ μπήκε στο «άντρο» της οργανώσεως, μιλούσε ο Φέντερ. Ανέφερε την περίφημη θεωρία του για τον καπιταλισμό -κατά την οποία το κεφάλαιο χωρίζεται σε παραγωγικό και σε κερδοσκοπικό- που ήξερε ήδη ο Χίτλερ και που του είχε κάνει τόση εντύπωση όταν την είχε πρωτοακούσει. Το ακροατήριο αποτελούνταν από καμιά εικοσιπενταριά άτομα, ανθρώπους του λαού κυρίως.
Ενώ μιλούσε ο Φέντερ, ο μέλλων Φύρερ συλλογιζόταν ότι η ατμόσφαιρα ήταν βέβαια πρόσφορη για την δημιουργία ενός νέου κόμματος, αλλά ότι το «Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» ήταν κάπως κωμικό, και, κατά συνέπεια προορισμένο να καταστραφεί όπως είχαν καταστραφεί τόσα άλλα κόμματα. Κάποτε, ο Φέντερ τελείωσε.
Τότε όμως συνέβη ένα γεγονός που ήταν μοιραίο να εξασκήσει μεγάλη επίδραση στην τύχη της Γερμανίας. Όταν ο Φέντερ τελείωσε τον λόγο του -διηγείται ένας από τους πιστότερους βιογράφους του- κι ο Χίτλερ, νυσταγμένος σχεδόν, ετοιμαζόταν να φύγει για να υποβάλει την επομένη την έκθεσή του για το κόμμα εκείνο, ο «προεδρεύων» της συζητήσεως ανήγγειλε ότι θα άρχιζε «διαλογική συζήτηση» επάνω σε όσα είχε πει ο Φέντερ. Από ευγένεια, ο Χίτλερ αποφάσισε να μείνει ακόμη λίγη ώρα. Διέταξε λοιπόν να του φέρουν δεύτερο μπουκάλι μεταλλικού νερού και ξανακάθισε στην καρέκλα του.
Δεν έμεινε πολύ ώρα καθισμένος. Σε λίγο ένας τύπος δημοδιδασκάλου άρχισε να μιλά με αντίθετο πνεύμα προς τον Φέντερ. Ήταν ένας Βαυαρός χωριστικός, που ζητούσε να παύσει ν’ ανήκει η Βαυαρία στη Γερμανία και να ενωθεί με την Αυστρία, για να πετύχει καλύτερους όρους όταν θα υπογραφόταν η ειρήνη.
Ο Χίτλερ μόλις άκουσε αυτές τις απόψεις «πήρε φωτιά». Πώς τολμούσε αυτός ο άνθρωπος να λέει ότι έπρεπε να χωριστεί η καθολική Βαυαρία από την προτεσταντική Γερμανία και από τον πρωσσικό μιλιταρισμό που ήταν υπεύθυνος, δήθεν, για τις καταστροφές του πολέμου; Ζήτησε αμέσως το λόγο και ύστερα από λίγο, με φωνή που γινόταν ολοένα και πιο συγκινητική, πληροφόρησε τα μέλη του γερμανικού εργατικού κόμματος, χωρίς περιφράσεις, πώς ακριβώς έβλεπε την κατάσταση και πώς -κατά τη γνώμη του- θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν τα πράγματα.
Οι απόψεις του Βαυαρού χωριστικού έπαθαν «πανωλεθρία». Ο άνθρωπος υπέστη τέτοιον καταιγισμό από βρισιές και ειρωνείες, ώστε αναγκάστηκε να πάρει το καπέλο του και να φύγει. Το ακροατήριο, ωστόσο, δεν μπορούσε να συνέλθει ακόμη από την κατάπληξή του. Ποιός ήταν αυτός ο άγνωστος που είχε μιλήσει τόσο εύγλωττα και με τόση πειστικότητα; Και όλοι τους κοίταζαν τον Χίτλερ με θαυμασμό. Εκείνη τη στιγμή γεννιόταν ο μέγας ρήτωρ.
Ο Χίτλερ ήταν έτοιμος να φύγει, όταν ένας από τους παριστάμενους, τον τράβηξε από το μανίκι και του έδωσε μια μικρή μπροσούρα. Ο Χίτλερ σταμάτησε. Κοίταξε με περιέργεια τον άγνωστο.
- Τι είναι αυτό το βιβλίο; Τον ρώτησε.
- Διαβάστε το και θα καταλάβετε, του απάντησε αυτός χαμογελώντας αινιγματικά. Σας άκουσα προηγουμένως που μιλούσατε. Και ένιωσα την ανάγκη να σας κάνω αυτό το μικρό δώρο.
Ο Χίτλερ συγκινημένος από το απρόσμενο αυτό δώρο, υποσχέθηκε να διαβάσει τις λιγοστές του σελίδες προσεχτικά.
Εκείνη την εποχή, ο Χίτλερ έμενε στον στρατώνα του 2ου Βαυαρικού Πεζικού Συντάγματος, σε μια μικρή καμαρούλα, που διατηρούσε ακόμη τα ίχνη της κομμουνιστικής επαναστάσεως. Στην καμαρούλα του αυτή, άλλωστε, δεν πήγαινε παρά μόνο για να κοιμηθεί. Όταν επέστρεψε εκείνο το περίφημο βράδυ του Ιουλίου του 1919, ήταν πλέον άλλος άνθρωπος. Γεμάτος υπερηφάνεια, κοίταζε το ταπεινό του κρεβάτι, τα όπλα του, έριξε μια συγκαταβατική ματιά σε μερικές εφημερίδες πριν να κοιμηθεί και έκρινε ότι ο εαυτός του ήταν άξιος για μεγαλύτερα πράγματα. Καθώς ήταν κουρασμένος, λησμόνησε το βιβλιαράκι του αγνώστου. Το θυμήθηκε όμως την άλλη μέρα το πρωί, τα χαράματα, ενώ βρισκόταν ακόμη στο κρεβάτι.
Πετάχτηκε αμέσως, άνοιξε το παράθυρο για να βλέπει καλύτερα, πήρε την μπροσούρα και διάβασε πρώτα τον τίτλο της: «Το πολιτικό μου ξύπνημα». Κατόπιν άρχισε να διαβάζει το περιεχόμενο. Ο συγγραφέας, μέσα στις λίγες σελίδες του φυλλαδίου περιέγραψε πώς κατόρθωσε να προσχωρήσει στα εθνικιστικά ιδανικά και ν’ απολυτρωθεί από τον κομμουνισμό. Ο Χίτλερ έμενε κατάπληκτος. Η ιστορία που διάβαζε μέσα στις λίγες εκείνες σελίδες, έμοιαζε φοβερά με την ιστορία της δικής του ζωής. Ήταν γι’ αυτόν μια ευχάριστη σύμπτωση.
Εν τω μεταξύ, ο Χίτλερ, απασχολημένος με τα μαθήματά του στο 41ο Σύνταγμα, δεν βρήκε ευκαιρία για να ξαναπάει σε εκείνη τη μπυραρία και να συναντήσει τα μέλη του «Εργατικού Γερμανικού Κόμματος». Κόντευε, μάλιστα, να τους ξεχάσει, όταν μια μέρα, έλαβε ένα καρτ-ποστάλ όπου του ανακοινωνόταν -προς μεγάλη του έκπληξη- ότι τον είχαν εκλέξει μέλος εκείνου του κόμματος. Με το ίδιο κάρτ-ποστάλ τον ειδοποιούσαν ότι έπρεπε να προσέλθει σε μια συνεδρίαση της διοικούσας επιτροπής.
Ο Χίτλερ έμεινε συλλογισμένος. Πρώτον, γιατί δεν είχε καμιά επιθυμία να μετάσχει σ’ έναν πολιτικό οργανισμό τόσο παλιό. Όχι, πως δεν είχε φιλοδοξήσει να ηγείται ενός κόμματος, αλλά η φιλοδοξία του ήταν πολύ μεγαλύτερη: εννοούσε να γίνει αρχηγός ενός κόμματος που θα το είχε δημιουργήσει ο ίδιος. Και δεύτερον, γιατί δεν σκόπευε να γελοιοποιηθεί μπαίνοντας στην οργάνωση ενός κόμματος που δεν είχε κατορθώσει ως τώρα να προσελκύσει παρά ελάχιστα μέλη. Θυμωμένος, μάλιστα, επειδή τον είχαν εκλέξει μέλος χωρίς να τον ρωτήσουν εάν το επιθυμούσε, ετοιμάστηκε να απευθύνει ένα γράμμα στη «διοίκηση» του κόμματος, όπου να δηλώνει ότι δεν αποδέχεται την εκλογή.
Όμως, την τελευταία στιγμή, σκέφθηκε πως θα του δινόταν ίσως η ευκαιρία να μιλήσει άλλη μια φορά μπρος σε περισσότερους ακόμη ανθρώπους, των οποίων ήταν βέβαιος πως θα αποσπούσε το θαυμασμό. Και δέχτηκε. Μάλιστα, περίμενε και με αγωνία την ημέρα της συνεδριάσεως.
Η δεύτερη -για τον Χίτλερ, φυσικά, δεύτερη- συνεδρίαση του κόμματος είχε οριστεί σ’ ένα καφέ-μπαρ της Χερνστράσσε. Ο Χίτλερ μόλις μπήκε εκεί, άρχισε να ελεεινολογεί τα διάφορα μέλη της οργανώσεως που, εκτός από τον Ντρέζλερ και Φέντερ, έλεγαν ότι τους κατέβαινε.
Η αλήθεια είναι ότι είχε προδιατεθεί ήδη άσχημα. Είχε περάσει από μια κακοφωτισμένη αίθουσα, και χωρίς να συναντήσει κανένα άνοιξε μια πόρτα στο βάθος, και είχε μπει σ’ ένα ιδιαίτερο δωμάτιο όπου ήταν συγκεντρωμένα τα μέλη της διοικούσας επιτροπής του κόμματος. Το δωμάτιο φωτιζόταν κι αυτό πενιχρότατα από μια λάμπα γκαζιού.
Στο τρεμουλιαστό φως της λάμπας διέκρινε πρώτα τον συγγραφέα του βιβλίου. Μόλις τον είδε, αυτός, σηκώθηκε κι ευχήθηκε το «καλώς όρισε» στο νέο μέλος του κόμματος. Κατόπιν τον χαιρέτησαν ο Χάρερ, ένας δημοσιογράφος που ήταν εξαιρετικά αντιπαθητικός στον Χίτλερ και -κατά σύμπτωση- πρόεδρος του κόμματος για τη Γερμανία, και ο Ντρέζλερ που ήταν πρόεδρος για το Μόναχο. Ο Χίτλερ τους αντιχαιρέτησε, και έριξε μια ματιά ολόγυρά του: τότε μόλις αντελήφθη ότι οι παριστάμενοι-συμπεριλαμβανομένου και αυτού- ήταν όλοι κι όλοι επτά! Ωστόσο, δεν είπε τίποτα και η συνεδρίαση άρχισε.
Μετά την ανάγνωση της ημερησίας διατάξεως, ακολούθησε η συζήτηση για τα οικονομικά ζητήματα του κόμματος. Τότε μόνο ο Χίτλερ πληροφορήθηκε, από τη λογοδοσία του Ταμία, ότι το Εργατικό Γερμανικό Κόμμα ήταν κάθε άλλο παρά πλούσιο. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε στα ταμεία του παρά εφτάμιση μάρκα. Τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής ανανέωσαν την εμπιστοσύνη τους προς τον Ταμία, και η συνεδρίαση εξακολούθησε.
Ο Γραμματέας, τότε, διάβασε μερικά γράμματα πολιτικού περιεχομένου, που προέρχονταν από το Ντύσσελντορφ, το Κίελον, και το Βερολίνο. Όλοι αλάλαζαν από χαρά.
- Θρίαμβος ! φώναξε ο Χάρερ. Οι αρχές του κόμματός μας αρχίζουν να διαδίδονται σ’ όλη τη Γερμανία!
Ο Χίτλερ ρώτησε, δειλά, αν υπήρχε κανένα πρόγραμμα του κόμματος. Ο Χάρερ όμως τότε κατσούφιασε. Έψαξε μέσα στα χαρτιά του και έβγαλε κάτι μισοξεσχισμένα κι αδιάβαστα από την πολυκαιρία γραφομηχανημένα χαρτιά.
Εν τω μεταξύ, το γκαρσόνι του κέντρου πηγαινοερχόταν κουβαλώντας νέα ποτήρια μπύρας. Ο Χίτλερ είχε γίνει έξω φρενών απ’ όλα αυτά. Ένιωθε την ανάγκη να πηδήσει πάνω στα τραπέζι και ν’ αρχίσει να ουρλιάζει από το κακό του. Κατόρθωσε όμως να συγκρατήσει τα νεύρα του. Άλλωστε -καθώς ομολόγησε και ο ίδιος αργότερα- το πραγματικό συναίσθημα που του προκαλούσε εκείνη η συνεδρίαση ήταν, μάλλον, μια διάθεση προς ειρωνεία, ανακατεμένη με οίκτο.
Η σοβαρότητα με την οποία συζητούσαν τα μέλη του «Κόμματος» του έφερνε γέλια. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς εκείνοι οι άνθρωποι, χωρίς οπαδούς, ήθελαν να παριστάνουν τους ηγέτες, τη στιγμή μάλιστα που ήταν ολωσδιόλου αποξενωμένοι από τη μάζα.
«Οπωσδήποτε, δεν φαίνεται να είχε αντίρρηση να δεχθεί να συμμετάσχει στο κόμμα», συμπεραίνει αργότερα κάποιος παλιός «συναγωνιστής» του. Ο ίδιος αναφέρει στο «Mein Kampf» ότι πέρασαν δυο μέρες αγωνίας έως ότου λάβει την τελική του απόφαση. Παρά τους σαρκασμούς του, ωστόσο, από την πρώτη στιγμή που κάθισε στο τραπέζι της διοικούσας επιτροπής, η αλήθεια είναι πως είχε ουσιαστικά αποφασίσει να λάβει μέρος στις εργασίες της. Και, κατά βάθος, πρέπει να είχε κολακευτεί εξαιρετικά που όχι μόνο τον είχαν εκλέξει ως μέλος, αλλά τον είχαν κρίνει και ικανό να μετάσχει στη διοίκηση του κόμματος. Ο Χίτλερ, σαν έξυπνος άνθρωπος, είχε αντιληφθεί εξάλλου ότι η άποψη του Ντέσλερ ήταν χρησιμοποιήσιμη και προ πάντων νέα, παρά τα ασθενή σημεία που παρουσίαζε η διανοητικότητά της. Είχε, δηλαδή, διαισθανθεί ότι το πρόγραμμα του Ντρέσλερ έκρυβε μέσα του πολύ δυναμισμό κι ότι δεν του έλειπαν παρά μερικές τροποποιήσεις για να προκαλέσει πραγματική έκρηξη στη Γερμανία. Οπωσδήποτε, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής χρειάστηκε να περιμένουν δυο μέρες έως ότου λάβουν την καταφατική απάντησή του. Μ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν γράφτηκε ο Χίτλερ στο γερμανικό εργατικό κόμμα.
Τον Ιούλιο του 1919 ο Χίτλερ ήταν μέλος της διοικούσας επιτροπής. Εν τούτοις, αν και είχε γίνει ηγετικό μέλος πολιτικής οργανώσεως, «ρήτωρ» και προπαγανδιστής, ο Χίτλερ δεν εγκατέλειψε την Ράιχσβερ, εισπράττοντας το μισθό του ως την 1 Απριλίου του 1920 και εξακολουθώντας να κάνει μαθήματα στους στρατιώτες. Κατά τον λοχαγό Ρεμ, αξιωματικό του επιτελείου του στρατηγού Έππ που είχε αναλάβει τη γενική εποπτεία της διδασκαλίας στους στρατώνες, ο Χίτλερ ήταν εξαίρετος καθηγητής. Εκτός της θέσεώς του, είχε διατηρήσει και τον αρκετό σεβαστό μισθό του πράκτορα της Ασφάλειας. Και τη στιγμή που μπόρεσε να «πετάξει» με τα δικά του φτερά, εξακολούθησε να εκτελεί το καθήκον του, εισχωρώντας με πολιτική περιβολή στις δημόσιες συγκεντρώσεις και κρυφακούγοντας στα καφενεία.
Εκείνη την εποχή, βέβαια, είχε ανάγκη από χρήματα. Όταν πείστηκε όμως πως το Εργατικό Γερμανικό Κόμμα θα μπορούσε να του εξασφαλίσει το φαγητό και το νοίκι, δεν δίστασε να πετάξει τη στολή του αξιωματικού της Ράϊχσβερ, και ν’ αφοσιωθεί με όλες του τις δυνάμεις στη νέα του καριέρα.
Η αρχή της πολιτικής προσπάθειας του δεν ήταν εύκολη. Τα μέλη της οργανώσεως εύρισκαν πως ήταν αρκετό να συγκεντρώνονται μια φορά την εβδομάδα σε μια μπυραρία του Μονάχου και να συζητούν. Έτσι, όμως, όπως είναι φυσικό, δεν σημειωνόταν καμιά αύξηση του αριθμού τους. Ο ταμίας ή μάλλον ο «θησαυροφύλαξ» όπως τον αποκαλούσαν επί το μεγαλοπρεπέστερο, είχε πάντα τα εφτάμιση μάρκα του, που δεν εννοούσε με κανένα τρόπο να ξοδέψει. Οι επτά της διοικητικής επιτροπής έγραφαν τις προσκλήσεις των μελών με το χέρι, και τους τις πήγαιναν οι ίδιοι. Τα μέλη, όμως, δεν προσέρχονταν στις συνεδριάσεις.
ΙΕ΄) Τα πρώτα βήματα του Εθνικοσοσιαλισμού.
Η πολιτική κατάσταση στη Γερμανία, στα 1918.- Το νέο κόμμα και η απροθυμία των οπαδών του.- Ο πρόεδρος Χάρερ αρχίζει να ζηλεύει τον Χίτλερ.- Οι οπαδοί πληθύνονται.- Οι πρώτοι θρίαμβοι του Χίτλερ.- Μερικά επεισόδια.- Ο Χίτλερ αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.
Για να αντιληφθεί κανένας τη «θέση» που κατείχε το μικρό αυτό κόμμα στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, είναι απαραίτητο να λάβει μια ιδέα της πολιτικής καταστάσεως που επικρατούσε στη χώρα αυτή στα 1918.
Μετά τον πόλεμο, λοιπόν, και τους εσωτερικούς κλονισμούς που ακολούθησαν, ο γερμανικός λαός βρέθηκε χωρισμένος σε δύο άνισα μέρη: Πρώτον, στους διανοουμένους, που αποτελούσαν μια ελάχιστη μειοψηφία. Οι διανοούμενοι, στους οποίους δεν συγκαταλεγόταν κανένας εργάτης, με μεγάλη λεπτότητα υπεράσπιζαν τα συμφέροντα του Κράτους, του Έθνους και της δυναστείας ακόμη. Αλίμονο όμως. Η «ευγένεια» δεν μπορούσε να έχει πέραση σε τέτοιες στιγμές. Από την άλλη μεριά ήταν το πλήθος, ο όγκος της εργατικής τάξης, οι μαρξιστές, οι εχθροί των συμφερόντων του Έθνους.
Η αλήθεια είναι ότι και αυτοί, οι μαρξιστές, όταν οι Σύμμαχοι άρχισαν να εξευτελίζουν τη νικημένη Γερμανία, ένιωσαν να ξυπνάει μέσα τους το «φιλότιμο» που δεν είναι σ’ αυτές τις περιστάσεις, παρά ένα αίσθημα εθνικισμού. Οι αρχηγοί τους διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τον αφοπλισμό της Γερμανίας, για κάθε ταπείνωση που της επιβάλλανε οι νικητές της.
Ώστε για να μπορέσει να επιβληθεί ένα μικρό εργατικό κόμμα, και να κατακλύσει ολόκληρη τη Γερμανία με τους οπαδούς του, χρειαζόταν να καλλιεργήσει, να ξυπνήσει στην ψυχή της μάζας το κοιμισμένο αίσθημα του εθνισμού της. Και, για να το καταφέρει αυτό, δεν υπήρχε παρά ένας τρόπος: να τους εκπαιδεύσει εθνικά με το «κόλπο» της κοινωνικής ανορθώσεως. Έτσι μόνο δεν θα τους τρόμαζε. Και προς αυτή την κατεύθυνση προσπάθησε να εργαστεί ο Χίτλερ.
Μια μέρα, ωστόσο, ο Χίτλερ με τους συντρόφους του, περίμεναν να έλθουν ακροατές περισσότερο από μια ώρα. Ήρθαν ελάχιστοι. Το κόμμα, με άλλα λόγια, βρισκόταν σε διάλυση. Ήταν τόσο μεγάλη, αλίμονο, η διαφορά μεταξύ των τεράστιων σκοπών που επεδίωκε, και των άθλιων οικονομικών μέσων του.
Τα λίγα μέλη, εκτός από τα της επιτροπής, αδιαφορούσαν για το κόμμα. Κανένας σχεδόν δεν πατούσε στις δημόσιες εμφανίσεις του. όλοι τους αγνοούσαν, κανένας δεν σκεπτόταν να τους πολεμήσει - κι αυτό κυρίως πίκραινε τρομερά τον Χίτλερ και τους έξι συντρόφους του. Η «Διοικητική Επιτροπή» κατέληξε ν’ αντιπροσωπεύει το άπαντο του κόμματος. Κάθε συνεδρίαση της ήταν γενική Συνέλευση.
Για να μπορέσουν να γίνουν κάπως γνωστοί στο κοινό και να διαδώσουν τις αρχές του, αποφάσισαν να διοργανώσουν δημόσιες συγκεντρώσεις, στην αρχή μια φορά το μήνα, κατόπιν μια φορά στις δεκαπέντε μέρες. Άρχισαν να μοιράζουν πάλι προσκλήσεις, γραμμένες στη γραφομηχανή αυτή τη φορά. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν και πάλι αποκαρδιωτικό. Στην πρώτη τους «δημόσια συγκέντρωση» μετρήθηκαν και βρέθηκαν πάλι επτά. Μόνοι κι έρημοι...
Το ένα κακό όμως φέρνει το άλλο και η απελπισία έφερε τη γκρίνια. Σα να μην έφθαναν τα τόσα τους δεινά, άρχισαν οι αντιζηλίες και τα εσωτερικά τσακώματα μέσα στους κόλπους της διοικήσεως. Ο πρόεδρος Χάρερ άρχισε να ζηλεύει τον Χίτλερ. Απέδιδε σ’ αυτόν την ευθύνη για τις αποτυχίες του κόμματος. Δεν τον θεωρούσε τίποτε άλλο παρά ένα αντισημίτη προπαγανδιστή. Δεν έβλεπε στο πρόσωπό του τον ρήτορα που είχε την ικανότητα να παρασύρει τις μάζες.
Παρ’ όλες αυτές τις κακοτυχίες, ο Χίτλερ δεν είχε χάσει το θάρρος του. Σιγά-σιγά, μάλιστα και παρά τις αντιδράσεις του Χάρερ, άρχιζε να επιβάλλεται στους συντρόφους του. Το ρητορικό του ταλέντο αναγνωρίστηκε. Και του ανατέθηκε το «τμήμα της προπαγάνδας». Τα αποτελέσματα των ενεργειών του δεν άργησαν να φανούν. Πρώτη δουλειά του Χίτλερ ήταν να πάει σ’ ένα χαρτοπωλείο και να επιτύχει να πολυγραφήσει -επί πιστώσει, φυσικά, γιατί ήταν αδύνατο να πείσει τον ταμία της οργανώσεως να αποχωριστεί τα εφτάμιση μάρκα- τις προσκλήσεις για τις δημόσιες συγκεντρώσεις του κόμματος.
Η σκέψη του αποδείχτηκε πως ήταν σωστή. Οι καινούργιες αυτές προσκλήσεις έκαναν πιο καλή, πιο σοβαρή εντύπωση από τις άλλες, εκείνες που ήταν γραμμένες με το χέρι. Και, σιγά-σιγά, άρχισαν να έρχονται ακροατές στις συγκεντρώσεις. Στην πρώτη συγκέντρωση, μετά την ανάληψη από τον Χίτλερ των νέων του καθηκόντων, ήρθαν έντεκα ακροατές, στην άλλη δεκατρείς και κατόπιν δεκαεφτά, εικοσιτρείς, τριαντατέσσερις.
Έτσι, μια μέρα ο «θησαυροφύλαξ» ανήγγειλε ότι το κεφάλαιο του κόμματος είχε φθάσει στο μυθώδες ποσό των πενήντα μάρκων, ποσό που τους επέτρεπε να δημοσιεύσουν την αναγγελία μιας δημόσιας συγκεντρώσεώς τους στον «Παρατηρητή του Μονάχου», που ήταν τότε το μόνο ανεξάρτητο φύλλο της Βαυαρικής πρωτεύουσας. Η συγκέντρωση αυτή θα λάμβανε χώρα σε μια αίθουσα που χωρούσε 130 άτομα. Τελικά στη συγκέντρωση αυτή ήρθαν 111 πρόσωπα. Η επιτυχία ήταν μοναδική. Ήταν η πρώτη μεγάλη, η πρώτη πραγματική εμφάνιση του κόμματος.
Στην αρχή μίλησε κάποιος καθηγητής, «ο ομιλητής της ημέρας». Κατόπιν ήρθε η σειρά του Χίτλερ. Ο Κάρλ Χάρερ είχε γίνει έξω φρενών. Ο Χίτλερ, ωστόσο, μίλησε επί μισή ώρα. Και αφού πείστηκε ότι είχε ενθουσιάσει το ακροατήριό του, στο τέλος κάλεσε τους παρευρισκομένους να συνδράμουν οικονομικά το κόμμα. Έγινε αμέσως ένας πρόχειρος έρανος. Μαζεύτηκαν 300 μάρκα! Ο Χάρερ είχε συντριβεί.
Ανάμεσα στα 111 πρόσωπα της αίθουσας, ωστόσο, συγκαταλέγονταν και τρεις πράκτορες του λοχαγού Ρέμ, που κατ’ εντολή του στρατηγού Έππ -ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει άλλοτε για την ίδια δουλειά τον Χίτλερ- ήθελε με τη σειρά του να δει τι έλεγε ο τέως πράκτωρ της υπηρεσίας του.
Οι εκθέσεις του ήταν ευμενέστατες. Ο τέως «εκπαιδευτής» της Ράϊχσβερ μπορούσε να εξακολουθήσει τη δουλειά του. Και εξακολούθησε. Πρώτα-πρώτα προσηλύτισε στο νέο κόμμα τους παλιούς του συμπολεμιστές του μετώπου. Αυτό δεν του ήταν δύσκολο, γιατί είχε να κάνει με ανθρώπους συνηθισμένους στην πειθαρχία και πεπεισμένους πως «τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, τίποτα δεν είναι αδύνατο, φθάνει να θέλει κανείς». Εξάλλου, ο δόκτωρ Ντίγκφερντερ, φασιστής θεωρητικός, συνεργάτης διαφόρων περιοδικών, κηρύχθηκε και αυτός υπέρ των θεωριών του Χίτλερ. Έτσι, ο τελευταίος κέρδιζε κάθε μέρα έδαφος.
Τον Οκτώβριο του 1919, ο Χίτλερ διοργάνωσε μια δεύτερη μεγάλη συγκέντρωση στο Έμπελμπαουκέλλερ. Τέσσερις ρήτορες επρόκειτο να μιλήσουν με το ίδιο θέμα: τις συνθήκες του Μπρεστ-Λιτόφσκ και των Βερσαλλιών. Αυτή τη φορά ο Χίτλερ μίλησε επί μια ολόκληρη ώρα κι ενώπιον 130 ακροατών! Κατά τη διάρκεια του λόγου του, μάλιστα, συνέβησαν και μερικά μικροεπεισόδια: μερικοί «βαλτοί», ίσως από τον Χάρερ, θέλησαν να τον αποδοκιμάσουν. Οι άλλοι ακροατές, όμως, ηλεκτρισμένοι απ’ τα λόγια του, «ρίχτηκαν» εναντίον εκείνων που είχαν αποπειραθεί να τον διακόψουν και λίγο έλειψε να τους λιντσάρουν. Τους πέταξαν έξω από την αίθουσα με τα κεφάλια ανοιγμένα. Και το μόνο αποτέλεσμα των σκηνών αυτών ήταν να θεωρηθεί ουσιαστικά ο Χάρερ παραιτούμενος απ’ το αξίωμά του.
Μετά από τόσες επιτυχίες, ο Χίτλερ απαίτησε από το κόμμα να νοικιασθεί μια μεγαλύτερη αίθουσα για τις δημόσιες συγκεντρώσεις του. Άλλωστε, αυτός είχε δώσει ζωή στο άλλοτε λαθρόβιο και γραφικό «Εργατικό Γερμανικό Κόμμα». Ύστερα από σχετική αναζήτηση βρήκαν μια αίθουσα, όπως την ήθελαν, στην άλλη πλευρά της πόλεως. Στην πρώτη συγκέντρωση όμως που έγινε εκεί μαζεύτηκαν μόνο 140 άτομα. Προς στιγμήν η επιτροπή άρχισε να απελπίζεται. Του κάκου ο Χίτλερ έλεγε: «Σε μια πόλη 700.000 κατοίκων, όχι μια φορά στις δεκαπέντε μέρες, αλλά δέκα φορές την εβδομάδα πρέπει να γίνονται συγκεντρώσεις. Μόνο με την επιμονή, θα μπορέσουμε να θριαμβεύσουμε στο τέλος!». Όμως κανένας δεν τον άκουγε. Οι πιο δισταχτικοί άρχισαν να μουρμουρίζουν πως «τα μυαλά τους είχαν πάρει πολύ αέρα» και πως δεν θα έπρεπε να είχαν νοικιάσει μια τόσο μεγάλη αίθουσα. Ακολούθησαν ατελεύτητες συζητήσεις, αντεγκλήσεις και διαφωνίες. Στην επόμενη όμως συγκέντρωση αποδείχτηκε, και πάλι, πως ο Χίτλερ είχε δίκιο: διακόσια άτομα κατέκλυσαν την αίθουσα. Κι ο «θησαυροφύλακας» έτριβε τα χέρια του από τη χαρά του για τις εισπράξεις που είχε αποδώσει ο πρόχειρος έρανος εκείνης της συγκέντρωσης. Ο Χίτλερ ζήτησε αμέσως να ορισθεί εκείνη τη στιγμή η ημέρα της επόμενης συγκέντρωσης. Η συγκέντρωση αυτή έγινε μετά από δεκαπέντε μέρες. Διακόσιοι εβδομήντα ακροατές θαύμασαν σ’ εκείνη την περίσταση τη ρητορική δεινότητα του Χίτλερ.
Ύστερα από άλλες δεκαπέντε μέρες, δημοσιεύτηκε μια μεγάλη αγγελία στις εφημερίδες: καλούνται στη νέα συγκέντρωση του κόμματος όλοι όσοι ασπάζονται τις αρχές του, όλοι οι οπαδοί του. Και μαζεύονται 400 άτομα! Τότε ακριβώς δόθηκε στο κόμμα και η ονομασία την οποία διατήρησε ως το τέλος: «Εργατικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας».
Στις αρχές του 1920 ο Χίτλερ απαίτησε απ’ τους συνεργάτες του να οργανώσουν ένα μεγάλο συλλαλητήριο. Ο μόνος που διαφώνησε ήταν ο Χάρερ, ο οποίος εξακολουθούσε, τυπικά, να είναι αρχηγός του κόμματος. Βλέποντας όμως ότι όλοι οι άλλοι συμφωνούσαν με τις απόψεις του Χίτλερ, ο Χάρερ αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Τον αντικατέστησε ο Ντρέζλερ.
Ο Χίτλερ, σαν αρχηγός της Προπαγάνδας, αρχίζει μόνος του να διοργανώνει το συλλαλητήριο. Τρέχει παντού, στρατολογεί οπαδούς στους στρατώνες, στους δρόμους. Είχε αναπτύξει την δραστηριότητά του στο ζενίθ. Τα αποτελέσματά του, άλλωστε, τον ενθάρρυναν. Τα μέλη του κόμματος, χάρη στις προσωπικές του ενέργειες, έφθασαν τον αριθμό εφτακόσια. Τις προσκλήσεις για το συλλαλητήριο τις τυπώνει σε κόκκινα χαρτιά. Γιατί το κόκκινο χρώμα, εξηγεί ο ίδιος, είναι το πιο χτυπητό και γιατί θα εκνευρίσει τους σοσιαλδημοκράτες. Ίσως για να ελκύσει στο συλλαλητήριο και τους «αριστερίζοντες», πιθανόν, με δόλο. Αφήνοντάς τους, δηλαδή, να νομίσουν πως το νέο κόμμα που τους καλούσε είχε κάπως κόκκινη χροιά.
Τέλος, η 24η Φεβρουαρίου του 1920, η ημέρα που είχε οριστεί για το συλλαλητήριο -που θα ήταν και η πρώτη επίσημη εμφάνιση του κόμματος- φθάνει. Ο Χίτλερ περιμένει με αγωνία να δει το αποτέλεσμα των ενεργειών του. Καταλαβαίνει πως από την επιτυχία της συγκεντρώσεως αυτής εξαρτάται το μέλλον του κόμματος, το μέλλον το δικό του, το μέλλον της Γερμανίας.
Η συγκέντρωση είχε οριστεί για τις εφτάμιση. Στις εφτά και τέταρτο ο Χίτλερ μπαίνει μέσα στην αίθουσα. Ρίχνει μια ματιά ολόγυρά του και νιώθει την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, όπως δεν είχε χτυπήσει ποτέ ως τότε. Μέσα στην αίθουσα είναι συγκεντρωμένοι πάνω από 2.000 πρόσωπα. Που να φανταζόταν ο Χίτλερ ότι οι περισσότεροι από τους 2.000 αυτούς ακροατές ήταν κομμουνιστές που είχαν πάει στη συγκέντρωση μόνο και μόνο για να τον αποδοκιμάσουν, για να συντρίψουν το νέο κόμμα.
Ο Χίτλερ, με την πεποίθηση πως είχε μπροστά του φανατικούς θαυμαστές του, ανέβηκε -δεύτερος κατά σειρά- στο βήμα. Δεν πρόφτασε όμως καλά-καλά ν’ ανοίξει το στόμα του, οπότε δεν περιγράφεται το τι έγινε. Οι μισοί ακροατές σηκώθηκαν όρθιοι, και άρχισαν να φωνάζουν, να ποδοκροτούν, να τον βρίζουν. Ο Χίτλερ τα έχασε. Ευτυχώς όμως γι’ αυτόν, βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα, κέρβεροι αληθινοί, οι παλιοί του συμπολεμιστές του μετώπου. Όρμησαν εναντίον των ταραξιών και επακολούθησε σωστή μάχη.
Όταν «ξεκαθαρίστηκε» η κατάσταση κι επήλθε ηρεμία, μέσα στην αίθουσα δεν είχαν απομείνει παρά οι πραγματικοί οπαδοί του κόμματος. Ο Χίτλερ άρχισε να μιλά. Δισταχτικά, συνεσταλμένα στην αρχή. Σε λίγο όμως μέθυσε από τα ίδια του τα λόγια. Και κατάλαβε πως είχε ηλεκτρίσει πάλι τα πλήθη. Στο τέλος εξήγησε τα εικοσιπέντε σημεία του προγράμματός του. Τα εικοσιπέντε άρθρα που αποτελούν τη βάση του Εθνικοσοσιαλισμού. Το πλήθος «δια βοής» τα υιοθέτησε. Από τη στιγμή εκείνη ο Εθνικοσοσιαλισμός είχε νικήσει.
Όταν έβλεπε τους ακροατές του να διαλύονται, ο Χίτλερ, θριαμβευτής στη μεγάλη μάχη που είχε δώσει αντελήφθη πως από τη στιγμή εκείνη το κήρυγμα του Εθνικοσοσιαλισμού, μεταβιβαζόμενο από στόμα σε στόμα, θα σχημάτιζε μια μεγάλη πυρκαγιά που θ’ αγκάλιαζε ολόκληρη τη Γερμανία. Πυρκαγιά ζωογόνο κατά την πεποίθησή του, πυρκαγιά καταστρεπτική κατά τους αντιπάλους του, τους οπαδούς των πρωτοποριακών ιδεολογιών.
Από αυτό το χρονικό σημείο, το έργο του ιστορικού συμφύρεται και μπλέκεται μ’ αυτό του βιογράφου. Όλες οι πράξεις και οι λεπτομέρειες της ζωής του Χίτλερ πρέπει να κρίνονται αντικειμενικά, όσο κι αν τα γεγονότα πολλές φορές είναι δυσεξήγητα, εξ’ αιτίας του ότι οι απόψεις των οπαδών και των αντιπάλων του Χίτλερ συγκρούονται μετωπικά. Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι κρίσεις και οι αξιολογήσεις για τις πράξεις του ανθρώπου - Χίτλερ και οι αντίστοιχες για τις πράξεις του πανίσχυρου καγκελλαρίου -fuhrer- Χίτλερ θα πρέπει να τίθενται κάθε φορά στη βάσανο της συνδυαστικής κριτικής έρευνας.
ΙΣΤ΄) Ο Χίτλερ επικρατεί.
Η κυβέρνηση αρχίζει να αμύνεται.- Η νέα σημαία.- Τα «τάγματα εφόδου» ιδρύονται και μάχονται.- 1922. – Τα αιματηρά επεισόδια του Κοβούργου.- Μάχες κομμουνιστών και χιτλεριστών.
Από την 24η Φεβρουαρίου 1920, ο Χίτλερ αναγνωριζόμενος απ’ όλους πια ως πραγματικός αρχηγός του νέου κόμματος, προχώρησε γοργά και αποφασιστικά για την επιβολή των ιδεών του. Οι συγκεντρώσεις άρχισαν να γίνονται τακτικότερες, στην ίδια αίθουσα πάντα, η οποία κάθε φορά ήταν και πιο γεμάτη. Οι λόγοι του Αρχηγού, στην αρχή, περιστρέφονταν κυρίως στους βαρείς όρους ειρήνης που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία με τη συνθήκη των Βερσαλλιών.
Ακολουθούσε το αρχικό του πρόγραμμα. Να «ξυπνήσει το φιλότιμο» στους Γερμανούς. Όσο περνούσε όμως ο καιρός, τόσο πιο εύκολο του γινόταν αυτό. Γιατί οι πραγματικά δυσβάστακτοι όροι της ειρήνης, είχαν φέρει μεγάλη δυστυχία στη χώρα. Και καθώς τα άλλα κόμματα, θεωρώντας τη συνθήκη των Βερσαλλιών ως απόλυτα συνδεδεμένη με τη Γερμανική Δημοκρατία δεν τολμούσαν να τη θίξουν, τα πλήθη άρχισαν να τρέχουν μ’ ενθουσιασμό στους λόγους του Χίτλερ, του μόνου αυτού πολιτικού που είχε το θάρρος να καυτηριάζει τη ρίζα των δεινών τους. Και ο Χίτλερ μιλούσε και ηλέκτριζε ολοένα και περισσότερα πλήθη. Τους λόγους του τους εξέδιδε και σε μπροσούρες, τις οποίες μοίραζε παντού. Τα προγράμματα επίσης του νέου κόμματος, κομψοτυπωμένα τώρα πλέον, κυκλοφορούσαν ευρύτατα.
Γρήγορα όμως κατάλαβε πως με τα έντονα αυτά μέσα της προπαγάνδας δεν κέρδιζε τίποτα. Ο συγγραφέας δεν ξέρει την ψυχολογία του κοινού του, δεν μπορεί συνεπώς να ρυθμίσει αναλόγως τις φράσεις του, τα επιχειρήματά του. Ο περισσότερος κόσμος εξάλλου, των λαϊκών τάξεων κυρίως και των αγροτικών, σπανίως διαβάζει. Και, τέλος, το κυριότερο όπλο του Χίτλερ ήταν το θείο δώρο που είχε λάβει από τη φύση: η ευγλωττία του, η ρητορική του δεινότητα. Γι’ αυτό μιλούσε κυρίως και συνάρπαζε τα πλήθη.
Ύστερα από λίγο, όμως, πείστηκε ο Χίτλερ -γράφει ο Σάϊντ- ότι δεν αρκεί ο λόγος για να ενθουσιάσει το λαό. Παίζει σπουδαίο ρόλο και η ώρα κατά την οποία μιλά ένας ρήτωρ. Η ίδια διάλεξη, καμωμένη από τον ίδιο ρήτορα, εξασκεί διαφορετική επίδραση στις δέκα το πρωί, και διαφορετική στις δέκα το βράδυ. Στην αρχή, ο Χίτλερ, άπειρος όπως ήταν, όριζε τις συγκεντρώσεις του κόμματός του το πρωί. Μια από τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις του κόμματός του, π.χ. την όρισε στις δέκα το πρωί μιας Κυριακής, για να μπορέσει να παρευρεθεί όλος ο κόσμος. Η μεγαλύτερη αίθουσα του Μονάχου, η «Μούνχενερ-Κίντ-Κέλλερ» γέμισε ασφυκτικά. Το θέαμα του συνωστιζόμενου πλήθους ήταν πράγματι επιβλητικό. Το αποτέλεσμα εντούτοις υπήρξε άθλιο. Ο Χίτλερ μίλησε εξίσου καλά όπως και τις άλλες φορές. Δεν κατόρθωσε ωστόσο να ενθουσιάσει το κοινό του. Η αίθουσα παρέμεινε ψυχρή, απελπιστικά παγερή.
Η επίδραση αυτή της ώρας παίζει μεγάλο ρόλο παντού. Πηγαίνετε να δείτε το ίδιο θεατρικό έργο, από τους ίδιους ηθοποιούς, σε απογευματινή παράσταση και σε εσπερινή. Η εντύπωσή σας θα είναι τελείως διαφορετική. Ένα φίλμ θα σας αιχμαλωτίσει πολύ περισσότερο εάν το δείτε το απόγευμα, παρά εάν το δείτε το πρωί. Το κέντρο, επίσης, όπου γίνεται μια διάλεξη παίζει σπουδαίο ρόλο στην επιτυχία της. Υπάρχουν κέντρα στα οποία είναι αδύνατο να ενθουσιαστεί κανείς.
Ο Χίτλερ τα διαισθάνεται όλα αυτά. Και, για να τελειώσει ακόμη περισσότερο την «τεχνική» που θα τον οδηγούσε στην επιτυχία, το 1919, το 1920 και το 1921 πήγαινε τακτικά σε διάφορες διαλέξεις φιλολογικές, καλλιτεχνικές, επιστημονικές, πατριωτικές. Εννοούσε να μελετήσει, να ψυχολογήσει, να «ανατάμει» τον λόγο του ενθουσιασμού ή της αδιαφορίας του πλήθους σε κάθε διάλεξη. Και το κατάφερε.
Οι δημόσιες εμφανίσεις του κόμματος γίνονται, λοιπόν τώρα, σε ώρες βραδυνές και σε χώρους εξακριβωμένα κατάλληλους. Ο Χίτλερ γνωρίζει ολοένα και νέους θριάμβους. Οι ακροατές του φανατίζονται όλο και περισσότερο. Αλλά και οι εχθροί του αντιλαμβάνονται πως έχουν να κάνουν μ’ έναν επικίνδυνο αντίπαλο. Στην αίθουσα των συνεδριάσεων, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του Χίτλερ, γίνονται πολλές φορές συρράξεις μεταξύ των αντιφρονούντων ακροατών. Ο Χίτλερ ζητά τη βοήθεια της αστυνομίας αλλά κανένας αστυνομικός δεν εμφανίζεται. Ακόμη κι αν παρουσιάζεται κανένας, επεμβαίνει μόνο και μόνο για να αυξήσει περισσότερο τη σύγχυση. Ο Χίτλερ τότε στρέφεται προς την κυβέρνηση. Ζητά την επέμβασή της. Ξέρει ποιοι είναι οι αιώνιοι ταραξίες. Ζητά να τους εμποδίζουν την είσοδο στο κέντρο του, αφού ξέρει καλά πως η κυβέρνηση δεν θα ήταν διατεθειμένη να τους συλλάβει προληπτικά πριν από κάθε συγκέντρωση. Η Κυβέρνηση, όμως, που είναι ενθουσιασμένη για τις φασαρίες που γίνονται στο κέντρο του νέου κόμματος, όχι μόνο κωφεύει στις παρακλήσεις του Χίτλερ, αλλά με τη δικαιολογία ότι «κινδυνεύει η τάξις» απαγορεύει τις συγκεντρώσεις του κόμματός του. Ο Χίτλερ, έξυπνα και αποτελεσματικά, αποφασίζει να μην απευθυνθεί πλέον σε κανέναν, αλλά να εξασφαλίσει μόνος του την απρόσκοπτη λειτουργία του κόμματος και του κέντρου του. Δημιουργεί έτσι δική του αστυνομία. Αστυνομία από νεαρούς εθνικοσοσιαλιστές που είναι έτοιμοι να ριψοκινδυνεύσουν, και τη ζωή τους ακόμη, για το ιερό ιδεώδες του Εθνικοσοσιαλισμού.
Εν τω μεταξύ, γεννήθηκε κι ένα ακόμη ζήτημα: το νέο κόμμα έπρεπε ν’ αποκτήσει ένα έμβλημα, ένα λάβαρο, μια σημαία που θα μπορούσε να συμβολίσει τα ιδεώδη του εθνικοσοσιαλισμού. Ο Χίτλερ αμφιταλαντεύεται πολύ μέχρι να αποφασίσει. Μια μαύρη σημαία δεν θα ήταν κατάλληλη, δεν θα μπορούσε να ηλεκτρίσει τα πλήθη. Ύστερα από πολλούς δισταγμούς, αποφασίζει να συνθέσει μόνος του το έμβλημα του κόμματος: έναν άσπρο κύκλο που θα είχε στη μέση έναν αγκυλωτό σταυρό, σε φόντο κόκκινο. Όταν, το καλοκαίρι του 1920, η σημαία αυτή έκανε την πρώτη της εμφάνιση στους δρόμους του Μονάχου, ο λαός την υποδέχθηκε με ενθουσιασμό. Παραδέχθηκε έτσι ότι ήταν η πραγματική σημαία του εθνικού γερμανικού σοσιαλισμού. Διατηρώντας τα χρώματα της παλιάς γερμανικής σημαίας -μαύρο, άσπρο, κόκκινο- ο Χιτλερισμός έδειχνε πως σεβόταν το παρελθόν. Το κόκκινο συμβολίζει το σοσιαλισμό, το άσπρο την εθνικιστική τάση, και ο αγκυλωτός σταυρός την εργασία.
Η Σημαία αυτή ήταν πραγματικά απαραίτητη, αφού το κίνημα ολοένα και μεγάλωνε. Στα 1920 γίνονται δυο συγκεντρώσεις τη βδομάδα. Κι όταν, στις αρχές του 1921, η Γερμανία αναγκάζεται από τη συμφωνία των Παρισίων να πληρώσει 100 δισεκατομμύρια, ο Χίτλερ οργανώνει αμέσως, στις 3 Φεβρουαρίου, ένα μεγάλο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας: Μεγάλα καμιόνια, σκεπασμένα με τις σημαίες του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, διασχίζουν την πόλη. Μέσα στο καθένα από τα αυτοκίνητα αυτά βρίσκονται καμμιά δεκαριά άνθρωποι που μοιράζουν προγράμματα του κόμματος και που καλούν τους «πιστούς» στο συλλαλητήριο. Το συλλαλητήριο σημειώνει εξαιρετική, τεράστια επιτυχία. Επί δυο ώρες ο Χίτλερ μιλά μπροστά σε ένα ενθουσιασμένο, σχεδόν «φρενιασμένο» πλήθος 6.500 ανθρώπων. Οι συγκεντρώσεις πλέον διαδέχονται η μια την άλλη, πολυπληθέστερες κάθε φορά. Οι αντίπαλοι, όμως, του Χίτλερ καραδοκούν να παρουσιασθεί μια κατάλληλη ευκαιρία για να επιτεθούν εναντίον των οπαδών του νέου κόμματος και να τους συντρίψουν, ει δυνατόν. Την ευκαιρία αυτή επρόκειτο να τους τη δώσει ο ίδιος ο Χίτλερ, στις 4 Νοεμβρίου του 1921.
Την ημέρα αυτή είχε οργανώσει μια νέα συγκέντρωση του κόμματός του στη μεγάλη αίθουσα του Χόφμπαρυχάουζ. Όταν έφτασε όμως στον τόπο της συγκέντρωσης, είδε αστυνομικούς να εμποδίζουν στην είσοδο της αίθουσας τους πολίτες, με την πρόφαση ότι η αίθουσα ήταν γεμάτη από κόσμο. Τι είχε συμβεί; Απλούστατα: η αίθουσα ήταν γεμάτη από εχθρούς του κόμματος. Κι οι οπαδοί του συνωστίζονταν απ’ έξω... Η κατάσταση, βέβαια, ήταν εξαιρετικά σοβαρή. Ο Χίτλερ συγκέντρωσε γύρω του την «ομάδα επιθέσεως» του κόμματος, καμμιά πενηνταριά νέους, και τους έβγαλε ένα σύντομο αλλά φλογερό λόγο:
- «Σήμερα, για πρώτη φορά, η ομάδα επιθέσεως -τους είπε-, θα δείξει τι αξίζει. Σε λίγο θα μπω μέσα στην αίθουσα. Κανένας δεν πρέπει να φύγει από μέσα παρά μόνο επάνω σε φορείο. Με την παραμικρή διακοπή και την παραμικρή αποδοκιμασία, θα πέσετε πάνω στους εχθρούς μας, σύμφωνα με το παλιό ρητό που λέει: η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα».
Ύστερα από το σύντομο αυτό λογίδριο, ο Χίτλερ μπήκε μέσα στην αίθουσα. Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς το μέρος του. Αντίκρυσε διάφορα πρόσωπα απειλητικά, διάφορα μάτια φλογερά απ’ το μίσος να διευθύνονται πάνω του. Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, ωστόσο, προχώρησε ως το κέντρο της αίθουσας, στηρίχτηκε στον τοίχο κι άρχισε να μιλά. Καταλάβαινε πως περιστοιχιζόταν από εχθρούς. Από εχθρούς που έπιναν αδιάκοπα μπύρα και που πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο τις καρέκλες τους κοντά του, κλείνοντάς τον έτσι σ’ έναν απειλητικό κλοιό. Παρά τις διακοπές, ο Χίτλερ μίλησε έτσι επί μιάμιση ώρα.
Έξαφνα ξέσπασε η «θύελλα»: κάποιος όρμησε πάνω σε μια καρέκλα κι άρχισε να φωνάζει «ζήτω η ελευθερία». Φαίνεται πως αυτό ήταν το σύνθημα: μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η αίθουσα είχε μεταβληθεί σε πεδίο μάχης. Δεν έβλεπες παρά ανθρώπους που χτυπιόντουσαν, που ούρλιαζαν από τη λύσσα ή από τον πόνο, που πετούσαν ο ένας στον άλλο καρέκλες, ποτήρια μπύρας.
Η «ομάς της επιθέσεως», ωστόσο, εκτελούσε καλά το καθήκον της. Οι τολμηροί νέοι σα λιοντάρια έπεφταν επάνω στους αντιπάλους τους. Και ο Χίτλερ, ακλόνητος στη θέση του, τους ηλέκτριζε με το βλέμμα. Επί είκοσι λεπτά της ώρας κράτησε η τρομερή αυτή σύρραξη. Οι αντίπαλοι, περί τους 700 ή 800 έχουν, τελικά, διωχθεί από την αίθουσα. Δεν μένουν πλέον παρά ελάχιστοι, συγκεντρωμένοι σε μια γωνιά.
Ξαφνικά, από το βάθος της αίθουσας, ακούγονται δύο πυροβολισμοί. Απαντούν άλλοι. Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς ποιος ρίχνει. Η σύρραξη μεταβάλλεται σε πραγματική μάχη. Η «ομάς επιθέσεως» κάνει θαύματα πάλι. Ύστερα από πέντε λεπτά έχει αποκαταστήσει την τάξη, γκρεμίζοντας κάτω από τη σκάλα τους τελευταίους εχθρούς.
Όταν μάζεψαν τους τραυματίες, ο πρόεδρος της Συνέλευσης, ο Χέρμαν Έσσερ ανήγγειλε ότι «το επεισόδιο εθεωρείτο λήξαν κι ότι ο Χίτλερ θα συνέχιζε τον λόγο του». Ο Χίτλερ, πράγματι εξακολούθησε να μιλάει, και μόνο αφού τελείωσε παρουσιάστηκε τέλος πάντων κάποιος χωροφύλακας που, με ύφος περίτρομο και αναστατωμένο, ανήγγειλε ότι διέλυε τη συνεδρίαση.
Από τότε, οπωσδήποτε, καθιερώθηκαν οριστικά οι «Ομάδες Επιθέσεως» τα μετέπειτα, δηλαδή επί το επισημότερο, μετονομασθέντα «τάγματα μάχης».
Τρεις υπήρξαν οι σταθμοί που επαύξησαν σημαντικά τα τάγματα μάχης. Πρώτον, ένα συλλαλητήριο που έγινε το καλοκαίρι του 1922 στην πλατεία του Βασιλέως, στο Μόναχο. Την εποχή εκείνη, είχε ψηφισθεί ένας νόμος ειδικός για την προστασία της Δημοκρατίας. Ο νόμος αυτός είχε θεωρηθεί ανελεύθερος, γι’ αυτό και όλοι οι πατριωτικοί σύλλογοι αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν εναντίον του. Ο Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε αμέσως την κατάσταση αυτή: οργάνωσε αμέσως ένα συλλαλητήριο και μίλησε ενώπιον 60.000 ακροατών! Όλες αυτές οι χιλιάδες του κόσμου κυριεύτηκαν από έναν έξαλλο ενθουσιασμό όταν άκουσαν το λόγο του Χίτλερ. Ο εθνικοσοσιαλισμός, από τη στιγμή εκείνη, είχε κατακτήσει τη μάζα.
Δεύτερος σταθμός, υπήρξε το ταξίδι στο Κοβούργο που έγινε τον Οκτώβριο του 1922. Διάφορες εθνικιστικές οργανώσεις της πόλεως αυτής είχαν οργανώσει μια «γερμανική ημέρα», και κάλεσαν τον Χίτλερ για να μιλήσει δημόσια. Ο Χίτλερ, πήγε, με ιδιαίτερο τρένο, συνοδευόμενος από 800 άνδρες των «ταγμάτων εφόδου». Η πλειοψηφία των εργατών του Κοβούργου, την εποχή εκείνη ήταν κομμουνιστές. Οι φιλήσυχοι αστοί τους έτρεμαν γιατί, στην ουσία, δεν αναγνώριζαν ούτε αρχές, ούτε αστυνομία, και έκαναν ότι τους κατέβαινε.
Όταν πληροφορήθηκαν ότι επρόκειτο να φτάσει στην πόλη τους ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, παρήγγειλαν στους οργανωτές της συγκεντρώσεως ότι καλά θα έκαναν να ειδοποιήσουν τον Χίτλερ να μην παρήλαυνε επισήμως από τους δρόμους, με τις σημαίες και τα λάβαρά του. Οι οργανωτές της «γερμανικής ημέρας» τρομοκρατημένοι, έτρεξαν στο σταθμό για να υποδεχτούν τον Χίτλερ, και να του αναγγείλουν, συγχρόνως, την απαγόρευση των κομμουνιστών. Ο μέλλων Φύρερ όταν άκουσε τα λόγια τους έμεινε κατάπληκτος. Δεν το χωρούσε ο νους του πώς ήταν δυνατόν μια ολόκληρη πόλη να υφίσταται τόσο εξευτελιστικά τον ζυγό των οπαδών της αντεθνικής -κατά τη γνώμη του- μαρξιστικής ιδεολογίας. Και διέταξε την ακολουθία του, να αναπετάσσει τις σημαίες, και να περάσει, με ύφος προκλητικό, μέσα από τους κεντρικότερους δρόμους.
Έξω από το σταθμό ήταν ήδη συγκεντρωμένο ένα πλήθος που δεν έκρυβε τις εχθρικές του διαθέσεις. Η ηρεμία μάλιστα, και η αποφασιστικότητα που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των εθνικοσοσιαλιστών, εκνεύρισε τους κομμουνιστές ακόμη περισσότερο. Άρχισαν να μουρμουρίζουν στην αρχή, να βρίζουν κατόπιν. Και η Χιτλερική παρέλαση άρχισε. Πρώτος προχωρούσε ο Φύρερ. Ακολουθούσαν οι σημαίες, τα λάβαρα. Και πιο πίσω, με βήμα στρατιωτικό, βάδιζαν οι άνδρες των ταγμάτων εφόδου.
- Κακούργοι! Ληστές! Παλιάνθρωποι! τους φώναζαν από παντού.
Αυτοί για άλλη απάντηση, άρχισαν να παίζουν τον Εθνικοσοσιαλιστικό ύμνο. Οι σοσιαλιστές, τότε, δεν μπόρεσαν πια να συγκρατηθούν. Άρχισαν να ρίχνουν στους αντιπάλους τους πέτρες, κοτρώνια, παλιά σιδερικά - ό,τι έβρισκαν. Αλλά κι οι Χιτλερικοί δεν έμειναν αργοί. Αντεπιτέθηκαν. Και η σύρραξη επήλθε. Ύστερα από ένα τέταρτο της ώρας δεν υπήρχε ούτε ένας κομμουνιστής στο δρόμο. Τα «τάγματα εφόδου» είχαν κάνει πάλι το θαύμα τους.
Την επομένη, οι κομμουνιστές που δεν μπορούσαν να χωνέψουν ακόμη την ήττα τους, αφού απηύθυναν μια γενική διαμαρτυρία στις διεθνείς οργανώσεις των ομοϊδεατών τους, ανήγγειλαν ότι στη μιάμιση θα έκαναν μια μεγάλη αντιδιαδήλωση για να διαμαρτυρηθούν εναντίον της «ληστρικής αυτής ομάδας που είχε εισδύσει στην πόλη για να την τρομοκρατήσει» - εναντίον του Χίτλερ και των οπαδών του, δηλαδή.
Πρώτος και καλύτερος, στον τόπο της συγκεντρώσεως των κομμουνιστών, βρισκόταν ο Χίτλερ με τους ανθρώπους του. Του κάκου όμως περίμενε τις «δέκα χιλιάδες» των εχθρών του για να μετρηθεί μαζί τους. Δεν προσήλθαν παρά καμιά εκατοστή, που και αυτοί, μόλις αντίκρισαν τον αγκυλωτό σταυρό, θεώρησαν καλό να εξαφανιστούν.
Ο πληθυσμός της πόλεως ήταν ενθουσιασμένος. Ανέπνεε τέλος πάντων. Με θριαμβευτικές κραυγές συνόδευσε τον Χίτλερ ως το τρένο. Εκεί όμως οι υπάλληλοι του σιδηρόδρομου ανήγγειλαν στον Χίτλερ ότι το τρένο δε θα έφευγε.
- Πολύ καλά, απάντησε ο Χίτλερ. Θα βρω εγώ μηχανικούς για να οδηγήσουν το τρένο. Μερικοί από τους ανθρώπους μου ξέρουν καλά τη δουλειά αυτή. Για καλό και για κακό όμως, θα πάρω μαζί μου τους αρχηγούς του εδώ κομμουνιστικού κόμματος. Έτσι, τουλάχιστον, αν συμβεί κανένα δυστύχημα στο δρόμο, θα πάμε παρέα στον άλλο κόσμο.
Ύστερα από τη δήλωση αυτή, οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι θεώρησαν καλό ν’ αναθεωρήσουν την απόφασή τους και να δεχτούν να οδηγήσουν το τρένο. Κι έτσι στο Κοβούργο, ο Εθνικοσοσιαλισμός έδειξε για πρώτη φορά την πυγμή του.
Τρίτος σταθμός, τέλος, του Εθνικοσοσιαλισμού είναι η 27η Ιανουαρίου του 1923. Την ημέρα αυτή, οι εθνικοσοσιαλιστές, σε μια δημόσια συγκέντρωση που έκαναν, φόρεσαν για πρώτη φορά τη στολή τους.
Β
Αυτό το ebook είναι της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη και δημοσιεύεται στην Ματιά με την άδεια της. Εμείς από αυτές τις γραμμές θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την συγγραφέα του για την άδεια δημοσίευσης που μας έδωσε.
Τα πνευματικά δικαιώματα του ανήκουν στην συγγραφέα του, Αμαλία Κ. Ηλιάδη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.