Για να επιστρέψετε στους Μουσικούς κάντε κλικ εδώ! Για να επιστρέψετε στα Πρόσωπα κάντε κλικ εδώ!
Β
Βασίλης Τσιτσάνης - Ο αναμορφωτής
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, όπως κατ' επανάληψη είχε κι ο ίδιος δηλώσει, δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα το ανατολίτικο ύφος του λαϊκού τραγουδιού. Είναι φανερή, από τις πρώτες κι όλας συνθέσεις του, μια τάση πιο... ευρωπαϊκή. Το συγκερασμένο μπουζούκι μοιάζει να του πάει "γάντι" και τα περίφημα καραντουζένια και τα αραπιέν (ιδιότυπα κουρδίσματα που αποσκοπούσαν στην μίμηση ακουσμάτων τα οποία το μπουζούκι από κατασκευής αδυνατούσε να αποδώσει) τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Η λογοκρισία του Μεταξικού καθεστώτος και η "κάθαρση της λαϊκής μουσικής" που θα επιχειρηθεί από τους θλιβερούς δικτατορίσκους της 4ης Αυγούστου, θα ανοίξουν το δρόμο για να λάμψει το δικό του άστρο! Το Λαϊκό τραγούδι αποχτά εθνική ταυτότητα! (Ουδέν κακόν, αμιγές καλού...)
Συνθέτης ετών δεκαπέντε
Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1915 στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο - το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών.
«...Λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου έπιασα πρώτη φορά στα χέρια μου το όργανό του. Ήμουν 12 χρονών... Συνέβη κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω ακόμα. Σαν κάτι να με τράβαγε κοντά στο όργανο αυτό. Σαν κάτι να με τραβούσε κοντά στη μουσική...»
Ένας βλάχος στους τεκέδες
Στα τέλη του 1936 πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά. Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ' αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει στην δισκογραφική εταιρεία "Odeon". Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937. Στη μία πλευρά του δίσκου το καλαματιανό του Περδικόπουλου "Σιγά καλέ μου, την άμαξα", όπου παίζει μπουζούκι ο Τσιτσάνης, και στην άλλη το ζεϊμπέκικο του Τσιτσάνη "Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε", με την Γεωργία Μιττάκη. Αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια, και ενώ κατατάσσεται (1938) στο στρατό, στο τάγμα τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη.
Η "Αρχόντισσα" είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε, αλλά μαζί μ' αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα "Να γιατί γυρνώ", "Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου" και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο ύφος στο λαϊκό τραγούδι, το οποίο απευθύνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με τους δημιουργούς της πρώτης γενιάς που διαθέτουν έναν πιο περιορισμένο κύκλο ακροατών. Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εξεζητημένες μελωδίες της σμυρναίικης σχολής, με τα μόρια και τις ανατολικές επιρροές.
Η επιτυχία των τραγουδιών του, τον έκανε περιζήτητο στις εταιρίες, κι έτσι έπαιρνε συνεχείς άδειες απ’ το στρατό για να κατεβαίνει στην Αθήνα και να ηχογραφεί. Τότε γνωρίζει την 18χρονη Ζωή Σαμαρά και την αρραβωνιάζεται. Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Με την εισβολή των Γερμανών, επιστρέφει στο πατρικό του, στα Τρίκαλα και το βρίσκει μισογκρεμισμένο από όλμους. Φεύγει για τη Θεσσαλονίκη, όπου μένει το διάστημα της κατοχής, δουλεύοντας σε διάφορα μαγαζιά, και παντρεύεται τη Ζωή. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. "Αχάριστη", "Μπαξέ τσιφλίκι", "Τα πέριξ", "Νύχτες μαγικές", "Ζητιάνος της αγάπης", "Ντερμπεντέρισσα" και βέβαια τη "Συννεφιασμένη Κυριακή".
Όλα τριγύρω αλλάζουνε...
Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 - 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι' αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του: τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. "Είμαστε αλάνια", "Πήρα τη στράτα κι έρχομαι", "Χωρίσαμε ένα δειλινό", "Πέφτουν της βροχής οι στάλες", "Όμορφη Θεσσαλονίκη", "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Φάμπρικες", "Πέφτεις σε λάθη", "Καβουράκια", "Κάθε βράδυ λυπημένη", "Ξημερώνει και βραδιάζει", "Έλα όπως είσαι", είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι' αυτή την περίοδο.
Στα μέσα της δεκαετίας του '50, εισβάλλει στο λαϊκό τραγούδι η μόδα της Ινδίας. Εκατοντάδες ινδικές μελωδίες, παρμένες από τις λαοφιλείς εκείνην την εποχή ταινίες του Bollywood, άλλες σχεδόν αυτούσιες, κι άλλες ελαφρώς διασκευασμένες, "ελληνοποιούνται" και επενδύονται με στίχους κορυφαίων στιχουργών. Επικεφαλής αυτής της μόδας είναι ο Απόστολος Καλδάρας, μαθητής της "σχολής Τσιτσάνη" και αντίπαλον δέος του στη δισκογραφία. Ο Τσιτσάνης, αρνούμενος να συμμετάσχει σ' αυτήν την μόδα, αναγκάζεται να την αντιμετωπίσει γράφοντας δικές του πρωτότυπες μελωδίες, που μιμούνται το ύφος των ινδικών τραγουδιών.
Παράλληλα, η αλλαγή του λαϊκού ήχου, που ο ίδιος έχει δρομολογήσει, μαζί με την σταδιακή κυριαρχία του οκτάχορδου μπουζουκιού, μοιάζει να τον ξεπερνά. Ωστόσο, συνεχίζει να κυριαρχεί για ένα διάστημα με τραγούδια που ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ' εξοχήν ο ίδιος. Απ' αυτά ν' αναφέρουμε ενδεικτικά: "Άσπρο πουκάμισο φορώ" (1956), "Ίσως αύριο" (1958), "Τα λιμάνια" (1962), "Τα ξένα χέρια" (1962), "Μείνε αγάπη μου κοντά μου" (1962), "Κλάψε σήμερα καρδιά μου" (1963), "Κορίτσι μου όλα για σένα" (1967), "Απόψε στις ακρογιαλιές" (1968), "Κάποιο αλάνι" (1968), "Της Γερακίνας γιος" (1975).
Από το «Χάραμα» ως το Λονδίνο
Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο "Χάραμα" - το όνομα του θρυλικού μαγαζιού στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ' αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross.
Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά στο "Χάραμα" και δούλευε καινούργια τραγούδια. Ωστόσο, είχε ουσιαστικά φύγει από το προσκήνιο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '70. Τότε που, μαζί με την αποχώρηση και του Καζαντζίδη, η "εποχή Τσιτσάνη", η πιο λαμπρή περίοδος του λαϊκού τραγουδιού, έσβηνε, μαζί με την Ελλάδα που εξέφρασε: Την Ελλάδα της φτώχιας, της εξαθλίωσης και της ξενιτιάς. Αλλά και την Ελλάδα της ελπίδας, της δημιουργίας και των μεγάλων κοινωνικών οραμάτων...